(1997) 1 ΑΑΔ 614

[*614]29 Μαΐου, 1997

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΚΥΡΙΑΚΗ Σ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΟΣ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΣΑΒΒΑ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ,

ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ,

Εφεσείοντες-Ενάγοντες,

v.

ΑΝΤΩΝΗ ΚΟΥΝΟΥΝΗ,

Εφεσίβλητου-Εναγόμενου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 9041).

 

Αμέλεια — Ιατρική αμέλεια — Ποίο το αναμενόμενο επίπεδο δεξιότητας από επαγγελματία ιατρό ή κάθε ειδικευμένο επαγγελματία, προς πρόσωπο το οποίο βασιζόμενο στη δεξιότητά του, περιέρχεται υπό τη φροντίδα του — Πρόκληση θανάτου μετά από χειρουργική επέμβαση — Ισχυρισμός για εφαρμογή της αρχής res ipsa loquitur — Δεν τυγχάνει εφαρμογής όπου ο ενάγων επιχειρεί με την προσαγωγή μαρτυρίας πραγματογνωμόνων, να αποδείξει την ιατρική αμέλεια — Πότε δικαιολογείται η επίκληση του res ipsa loquitur — Εκτενής αναφορά στη σχετική νομολογία και σε νομικά συγγράμματα.

Δικαστικές αποφάσεις — Καθυστέρηση μεταξύ επιφύλαξης και έκδοσής της — Δεν συνιστά λόγο για ακύρωση της απόφασης, αν δεν δημιούργησε δυσμενείς επιπτώσεις στη σύλληψη και κατανόηση της μαρτυρίας ή οποιασδήποτε πτυχής της υπόθεσης ή δεν οδήγησε σε εκτροπή από τα θέσμια της δίκαιης δίκης, όπως καθορίζονται στο Άρθρο 30.2 του Συντάγματος.

Mαρτυρία — Αξιοπιστία μαρτύρων — Ευρήματα γεγονότων — Διάκριση μεταξύ αξιοπιστίας και βάρους απόδειξης — Κρίση της αξιοπιστίας των μαρτύρων βάσει του ισοζυγίου των πιθανοτήτων — Συνιστά σφάλμα που οδηγεί στην εκθεμελίωση των ευρημάτων του Δικαστηρίου ως προς τα πρωτογενή γεγονότα.

Δίκαιο Aποδείξεως — Απόσειση του αποδεικτικού βάρους σε πολιτικές υποθέσεις — Εφαρμοστέες αρχές.

[*615]Mαρτυρία — Διάκριση μεταξύ ευρημάτων γεγονότων και συμπερασμάτων και ο αντίστοιχος ρόλος του πρωτόδικου Δικαστηρίου και του Εφετείου — Θέματα που άπτονται της αξιοπιστίας των μαρτύρων, συνιστούν αμιγή ζητήματα γεγονότων.

Mαρτυρία — Αξιοπιστία μαρτύρων — Ευρήματα πρωτόδικου Δικαστηρίου — Προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου.

Ο αποβιώσας, ηλικίας 29 ετών έγγαμος και πατέρας δύο παιδιών, υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση από τον εφεσίβλητο, ωτορινολαρυγγολόγο, για αφαίρεση πολύποδα στη μύτη και διόρθωση του ρινικού διαφράγματος. Η εγχείρηση έγινε κάτω από γενική νάρκωση με τη συμμετοχή αναισθησιολόγου. Ενώ η εγχείρηση βρισκόταν σε εξέλιξη, διαπιστώθηκε έλλειψη σφυγμού και ανυπαρξία καρδιακών τόνων και παρά τις προσπάθειες του χειρούργου και του αναισθησιολόγου καθώς και των τριών καρδιολόγων που κλήθηκαν, ο αποβιώσας δεν απέφυγε το μοιραίο.

Κατά τη νεκροψία παρέστησαν οι παθολογοανατόμοι Δρ. Βανέζης και Δ. Λυσιώτης, ένας καρδιολόγος και ένας γενικός χειρούργος. Ο κυβερνητικός ιατρός ο οποίος διενήργησε την νεκροψία δεν κλήθηκε ως μάρτυρας. Η έκθεσή του κατατέθηκε ως Τεκμήριο κατά την αντεξέταση του Δρα Βανέζη. Σύμφωνα με τη διαπίστωση του Δρα Βανέζη το υγρό που ανευρέθηκε στις αεροφόρους οδούς και στους πνεύμονες του αποβιώσαντα ήταν μεγάλη ποσότητα αίματος. Ο Δρ. Λυσιώτης και οι άλλοι δύο ιατροί διαπίστωσαν ότι επρόκειτο για ορροαιματηρό υγρό.

Κατά την ακρόαση, όπως διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, υπήρξε διάσταση μαρτυρίας μεταξύ πραγματογνωμόνων η οποία αναφέρεται είτε σε πραγματικά ευρήματα είτε σε έκφραση γνώμης και συμπερασμάτων ή και στα δύο.  Περαιτέρω, ηγέρθη και θέμα σύγκρουσης μεταξύ μαρτυρίας γνώμης και συμπερασμάτων πραγματογνώμονα και θετικής άμεσης μαρτυρίας ως προς τα πραγματικά γεγονότα.

Άλλο γεγονός στο οποίο υπήρξε διάσταση απόψεων ήταν κατά πόσο ο αναισθησιολόγος απουσίαζε από το χειρουργείο κατά τον χρόνο της ανακοπής και επίσης κατά πόσο τοποθετήθηκαν γάζες δίπλα από τον ενδοτραχιακό σωλήνα, ως πρόσθετο μέτρο προστασίας κατά της εισφρόφησης αίματος.

Οι εφεσείοντες επικαλέσθηκαν την αρχή res ipsa loquitur.  To Δικαστήριο αποδέχθηκε ότι εφαρμόζεται στο βαθμό και την έκταση [*616]που η παρουσία αίματος στις αεροφόρους οδούς και στους πνεύμονες, θα δήλωνε, στην απουσία αποδεκτής εξήγησης περί του αντιθέτου, αμέλεια εκ μέρους του εφεσίβλητου.

Η απόφαση του Δικαστηρίου επιφυλάχθηκε στις 16.4.92 και εκδόθηκε στις 4.10.93. Σύμφωνα με αυτή, οι ενάγοντες απέτυχαν να αποδείξουν την υπόθεσή τους, με αποτέλεσμα την απόρριψή της αγωγής.

Η έφεση στηρίζεται στους πιο κάτω λόγους:

1.  Καθυστέρηση στην έκδοση της απόφασης.

2.  Εσφαλμένος ή αδικαιολόγητος αποκλεισμός της εφαρμογής του κανόνα res ipsa loquitur.

3.  Κακή εκτίμηση της μαρτυρίας και εσφαλμένη καθοδήγηση ως προς τα ευρήματα αξιοπιστίας. Οι εφεσείοντες εισηγήθηκαν σχετικά, ότι το μεγαλύτερο σφάλμα, το οποίο διαπνέει ολόκληρη την απόφαση, εντοπίζεται στην κρίση της αξιοπιστίας των μαρτύρων βάσει του ισοζυγίου των πιθανοτήτων.

Αποφασίστηκε ότι:

Ο ισχυρισμός ότι η καθυστέρηση στην έκδοση της απόφασης είχε δυσμενείς επιπτώσεις στη σύλληψη ή κατανόηση της μαρτυρίας ή οποιασδήποτε πτυχής της υπόθεσης, δεν τεκμηριώνεται από κανένα στοιχείο που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, ούτε έχει καταδειχθεί οποιαδήποτε εκτροπή από τα θέσμια της δίκαιης δίκης, όπως καθορίζονται στο Άρθρο 30.2 του Συντάγματος.

Οι αρχές που εφαρμόζονται στην Αγγλία αναφορικά με την αρχή res ipsa loquitur είναι οι ίδιες με τις αρχές που εφαρμόζονται στην Κύπρο και είναι οι εξής:

α) το συμβάν πρέπει να τελεί υπό τον αποκλειστικό έλεγχο του εναγομένου και β) να μιλά αφ’ εαυτού ως προς τα πιθανά αίτια, συμβατά στην απουσία αντίθετης εξήγησης από τον εναγόμενο, με την ύπαρξη αμέλειας εκ μέρους του.  Ο ενάγων φέρει το βάρος αποδείξεως των γεγονότων τα οποία προβάλλει, και κατά πόσο αυτά στοιχειοθετούν αμέλεια.

Προϋπόθεση για την εφαρμογή του res ipsa loquitur αποτελεί η ουσιώδης σχέση μεταξύ του συμβάντος και της ζημίας η οποία προκαλείται.

[*617]Το res ipsa loquitur δεν τυγχάνει εφαρμογής όπου ο ενάγων επιχειρεί με την προσαγωγή μαρτυρίας πραγματογνωμόνων να αποδείξει ιατρική αμέλεια.

Η υπόθεση Saunders υποστηρίζει ότι ο θάνατος υγιούς προσώπου κατά τη διάρκεια χειρουργικής επέμβασης κάτω από γενική νάρκωση, συνιστά γεγονός το οποίο καθιστά εφαρμοστέα την αρχή res ipsa loquitur.

Δεν παρέχεται πεδίο εφαρμογής της αρχής res ipsa loquitur στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, πέραν του σημείου που διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο.

Όπως φαίνεται από τη διατύπωση των ευρημάτων ως προς την απουσία του αναισθησιολόγου από το χειρουργείο και την τοποθέτηση γαζών, το Δικαστήριο δεν προέβη σ’ αυτά με βάση την αξιοπιστία των μαρτύρων αλλά με την πιθανολόγηση των εκατέρωθεν εκδοχών.

Τα ευρήματα γεγονότων ανάγονται στην αρμοδιότητα του πρωτόδικου Δικαστηρίου και η επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις.  Το Εφετείο όμως, είναι στην ίδια θέση να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα από τα πρωτογενή γεγονότα, όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο.

Θέματα που άπτονται της αξιοπιστίας των μαρτύρων, συνιστούν αμιγή ζητήματα γεγονότων.

Αναξιόπιστη μαρτυρία δεν αποτελεί αποδεικτικό υλικό.  Η αποτίμηση της μαρτυρίας του κάθε μάρτυρα δεν μετράται με το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, αλλά με την κρίση του Δικαστηρίου για το αξιόπιστο της μαρτυρίας του. Απίθανη, κατά τη συνήθη ροή των πραγμάτων εκδοχή, γίνεται παραδεχτή, εφ’ όσον ο μάρτυρας κρίνεται αξιόπιστος και αντίθετα εκδοχή πιθανολογούμενη ως ορθή απορρίπτεται, εφ’ όσον ο μάρτυρας κρίνεται αναξιόπιστος.

Η διάκριση μεταξύ ευρημάτων αξιοπιστίας και βάρος απόδειξης τονίστηκε επανειλημμένα σε μεγάλο αριθμό αποφάσεων.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε την αξιοπιστία του Δρα Βανέζη και των μαρτύρων γενικά, βάσει του ισοζυγίου των πιθανοτήτων.  Το σφάλμα αυτό εκθεμελιώνει τα ευρήματά του, περιλαμβανομένου και του κρίσιμου ευρήματος ως προς τη φύση του υγρού που ανευρέθηκε στις αεροφόρους οδούς και τους πνεύμονες του αποβιώσαντα.

[*618]Η μόνη εκλογή που παρέχεται υπό τις συνθήκες της παρούσας υπόθεσης, είναι ο παραμερισμός της απόφασης και η έκδοση διαταγής για επανεκδίκαση της αγωγής.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα. Διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης.  Τα έξοδα της πρώτης θα ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της δεύτερης δίκης.

H έφεση επιτράπηκε. Διατάχθηκε επανεκδίκαση.

Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:

Ashcroft v. Mersey Regional Health Authority [1983] 2 All E.R. 245,

Note Ashcroft v. Mersey Regional Health Authority [1985] 2 All E.R. 96,

Bolam v. Friern Hospital Management Committee [1957] 1 W.L.R. 582,

Sideway v. Gov. of Bethlem Royal Hospital [1985] A.C. 871,

Wilsher v. Essex A.H.A. [1987] Q.B. 730,

Saunders v. Leeds Western Health Authority and Robinson [1985] 129 SJ 225,

Republic v. Chacholiades (1980) 1 C.L.R. 481,

Νικολάου v. Σταύρου (1992) 1(B) Α.Α.Δ. 746,

Constantinides (Akinita) Ltd. v. Mavrogenis (1983) 1 C.L.R. 662,

Miller v. Minister of Pensions [1947] 2 All E.R. 372,

In Re J S (a minor) [1980] 1 All E.R. 1061,

Βίκτωρος v. Χριστοδούλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 512,

Μακρή κ.α v. Χατζηευαγγέλου (1993) 1 Α.Α.Δ. 203,

Ευσταθίου v. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 294,

Δημοκρατία v. Ford κ.α. (Aρ. 2) (1995) 2 Α.Α.Δ. 232,

[*619]Έλληνας v. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 149,

Αθηνής v. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 71,

Δράκος κ.α. v. Δημοκρατίας (1991) 1 Α.Α.Δ. 696,

Morides v. Ioannou (1973) 1 C.L.R. 117,

Savvides v. Mesaritis (1985) 1 C.L.R. 261,

Barkway v. South Wales Transport [1950] 1 All E.R. 392,

Fish v. Kapur and Another [1948] 2 All E.R. 176,

Garner v. Morrell, The Times, October 31, 1953,

Cassity v. Ministry of Health [1951] 1 All E.R. 574,

Agapiou v. Panayiotou (1988) 1 C.L.R. 257,

Kades v. Nicolaou and Another (1986) 1 C.L.R. 212,

Glannibanta [1876] L.R. 1 PD 283,

Whitehouse v. Jordan [1981] W.L.R. 246,

Benmax v. Austin Motor Co. Ltd. [1955] 1 All E.R. 326,

Βωνιάτης v. Τμήματος Κοιν. Ασφαλίσεων (1989) 2 Α.Α.Δ. 230,

Robins v. National Trust Co. [1927] A.C.  515,

Watt v. Thomas [1947] 1 All E.R. 582,

Joyce v. Yeomans [1981] 2 All E.R. 21,

Maynard v. West Midlands R.H.A. [1984] W.L.R. 634,

Weiler v. U.S. 323, U.S. 606 [1945],

Pioneer Candy Ltd. v. Tryfon & Sons (1981) 1 C.L.R. 540,

Morris v. London Iron and Steel Co. [1987] 2 All E.R. 496,

[*620]Charalambous v. Republic (1985) 2 C.L.R. 97,

Εθνική Τράπεζα v. Χατζηνέστορος (1990) 1 Α.Α.Δ. 41,

Παπανδρέου v. Τύλληρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 157,

Κωνσταντινίδης v. Κατζιή (1993) 1 Α.Α.Δ. 492.

Έφεση.

Έφεση από τους ενάγοντες κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Aναστασίου, Π.E.Δ., Kληρίδη, E.Δ.), που δόθηκε στις 4 Oκτωβρίου, 1993 (Aρ. Aγωγής 2775/87), με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή των εναγόντων για αποζημίωση λόγω ιατρικής αμέλειας.

Χρ. Πουργουρίδης, για τους Εφεσείοντες.

Γ. Κακογιάννης με Π. Μιχαηλίδη, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Όπως διαπιστώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο ο Σάββας Αθανασίου άφησε την τελευταία του πνοή στο χειρουργικό τραπέζι ιδιωτικής κλινικής. Εξέπνευσε, ενώ εχειρουργείτο από τον εφεσίβλητο, ωτορινολαρυγγολόγο, κάτω από γενική νάρκωση. Ήταν ηλικίας 29 ετών, έγγαμος, πατέρας δύο τέκνων, το δεύτερο από τα οποία γεννήθηκε μετά το θάνατό του.

Οι προσωπικοί αντιπρόσωποι του αποβιώσαντα, οι διαχειριστές της περιουσίας του, ενήγαγαν τον εφεσίβλητο για αποζημιώσεις για ιατρική αμέλεια. Η υπόθεση θεμελιώθηκε (στην έκθεση απαιτήσεως), σε σειρά ισχυρισμών, με τους οποίους αποδίδεται στον εφεσίβλητο έλλειψη της αναμενόμενης δεξιότητας, (skill), από ιατρό της ειδικότητάς του και σειρά πράξεων  και παραλείψεων, αφισταμένων του καθήκοντος επιμέλειας που όφειλε προς το χειρουργούμενο ασθενή του. Μεταξύ των λεπτομερειών αμέλειας, η τελευταία  στη σειρά, είναι η ακόλουθη:

“(ι) Οι Ενάγοντες προτίθενται κατά την δικάσιμο να βασισθούν επί του δόγματος ‘Το πράγμα ομιλεί αφ’ εαυτού’  (Res [*621]Ipsa Loquitur).”

Το καθήκον ιατρού, όπως και κάθε ειδικευμένου επαγγελματία (πρακτήρα), προς πρόσωπο, το οποίο βασιζόμενο στη δεξιότητά του περιέρχεται υπό τη φροντίδα του, προσδιορίζεται περιεκτικά στην απόφαση Αshcroft v. Mersey Regional Health Authority [1983] 2 All E.R. 245. Συνίσταται, στη στράτευση της γνώσης και την επίδειξη της επιμέλειας που αναμένεται από πρόσωπο το οποίο κατέχει και διακηρύττει ότι κατέχει τη συγκεκριμένη δεξιότητα, καθήκον το οποίο, στην περίπτωση του ωτορινολαρυγγολόγου, προσλαμβάνει τη μορφή της δεξιότητας που αναμένεται από ιατρό της ειδικότητάς του. Η προσέγγιση του Δικαστή Kilner Brown, J., στην πιο πάνω υπόθεση, έτυχε της έγκρισης του Αγγλικού Εφετείου (βλ. Note Ashcroft v. Mersey Regional Health Authority [1985] 2 All E.R. 96.)

To επίπεδο δεξιότητας, το οποίο αναμένεται από επαγγελματία ιατρό (medical practitioner), τέθηκε με την ίδια σαφήνεια από τον McNair, J., στην Bolam v. Friern Hospital Management Committee [1957] 1 W.L.R. 582.  Eίναι εκείνο, της συνήθους δεξιότητας την οποίαν αναμένεται να έχει πρόσωπο το οποίο επαγγέλλεται και ασκεί τη συγκεκριμένη ειδικότητα. Η ορθότητα της προσέγγισης αυτής επιβεβαιώθηκε σε σειρά μεταγενέστερων αποφάσεων, που επίσης επεξηγούν το πρακτικό πεδίο εφαρμογής της. (Βλ. μεταξύ άλλων, Sideway v. Gov. of Bethlem Royal Hospital [1985] A.C. 871, 893-894; Wilsher v. Essex A.H.A. [1987] Q.B. 730.)

H μαρτυρία κατέδειξε και το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι πριν τη χειρούργησή του, ο αποβιώσας, ήταν απόλυτα υγιής, γεγονός που επιμαρτυρείται και από τις προχειρουργικές αναλύσεις. Τα ευρήματα του Δικαστηρίου, ως προς τα γεγονότα που προηγήθηκαν του θανάτου του και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ετελεύτησε ο Σάββας Αθανασίου, μπορεί να συνοψισθούν ως ακολούθως:

Ο αποβιώσας υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση από τον εφεσίβλητο για την αφαίρεση πολύποδα στη μύτη και τη διόρθωση του ρινικού διαφράγματος. Μετά τις καθιερωμένες αναλύσεις και την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων τους, ορίστηκε η ημέρα και τόπος της επέμβασης σε ιδιωτική κλινική.  Η εγχείρηση έγινε κάτω από γενική νάρκωση με τη συμμετοχή του αναισθησιολόγου Χρίστου Αλωνεύτη. Μετά την ολοκλήρωση της προεγχειρητικής διαδικασίας ο εφεσίβλητος άρχισε να χειρουργεί τον αποβιώσαντα. Ενώ η εγχείρηση βρισκόταν σε εξέλιξη, συ[*622]γκεκριμένα μετά την αφαίρεση του πολύποδα, διαπιστώθηκε έλλειψη σφιγμού του χειρουργούμενου και ανυπαρξία καρδιακών τόνων. Επρόκειτο, όπως διαπιστώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, για κατάσταση «καρδιακής ανακοπής». Το τί ακολούθησε εξιστορείται στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου:

“Άρχισε τότε η διαδικασία της ανάνηψης από το χειρούργο και τον αναισθησιολόγο. Κλήθηκε και έφθασε σε σύντομο χρονικό διάστημα ο καρδιολόγος Νέαρχος Αγαθαγγέλου (Μ.Υ.4). Συμμετέσχε στη διαδικασία ανάνηψης, και ο ασθενής υπέπιπτε από κατάσταση κοιλιακής μαρμαριγής σε ταχυκαρδία.  Κλήθηκε εν τω μεταξύ και άλλος καρδιολόγος ο Ανδρέας Καζαντζής (Μ.Υ.5) και μεταγενέστερα, κατόπιν επιθυμίας των συγγενών του ασθενούς, κλήθηκε και ο παθολόγος-καρδιολόγος Πέτρος Πετράκης (Μ.Υ.10).”

Η διαδικασία ανάνηψης απέτυχε να φέρει τον Σάββα Αθανασίου στη ζωή. Απέθανε.

Η σωρός του μεταφέρθηκε στο νεκροτομείο όπου διενεργήθηκε νεκροψία από κυβερνητικό ιατρό (Π. Θεμιστοκλέους).  Στη νεκροψία παρέστησαν: (α) Ο παθολογοανατόμος-ιατροδικαστής Δρ. Βανέζης, Ανώτερος Λέκτορας και Επίτιμος Σύμβουλος στην Ιατροδικαστική, στο London Hospital Medical College.  Ο Δρ. Βανέζης, έτυχε να βρίσκεται στην Κύπρο και παρέστη στη νεκροψία μετά από παράκληση των συγγενών του αποβιώσαντα. (β) Ο καρδιολόγος Ν. Αγαθαγγέλου, κατά παράκληση του εφεσίβλητου.  (γ) Ο γενικός χειρούργος Χ. Χριστοφίδης και (δ) ο παθολογοανατόμος Δ. Λυσιώτης, κατά παράκληση του αναισθησιολόγου Χ. Αλωνεύτη. Ο κυβερνητικός ιατρός Θεμιστοκλέους, ο οποίος διενήργησε τη νεκροψία, δεν κλήθηκε ως μάρτυρας.  Η έκθεσή του κατατέθηκε ως Τεκμήριο κατά την αντεξέταση του Δρ. Βανέζη.

Οι διαπιστώσεις του Δρ. Βανέζη διαφέρουν από εκείνες των άλλων ιατρών που παρέστησαν στη νεκροψία, ως προς τη φύση του υγρού το οποίο ανευρέθηκε στις αεροφόρους οδούς και στους πνεύμονες του αποβιώσαντα. Σύμφωνα με το Δρ. Βανέζη, επρόκειτο για μεγάλη ποσότητα αίματος.  Ο Δρ. Λυσιώτης διαπίστωσε ότι επρόκειτο για ορροαιματηρό υγρό· το ίδιο και οι ιατροί Αγαθαγγέλου και Χριστοφίδης.

Αναφορικά με τη φύση και την αξιολόγηση των ιατρικών ευρημάτων κατέθεσαν συνολικά δεκαπέντε μάρτυρες περιλαμβανομένων των εμπειρογνωμόνων, (πραγματογνωμόνων), Dr. [*623]David Whittam, Ανώτερου Ειδικού Ωτορινολαρυγγολόγου, της Patricia Flynn, αναισθησιολόγου, του Εric West, παθολογοανατόμου, του Dr. John Christopher Wagner, παθολογοανατόμου πνευμόνων, του Dr. Allen Robert Gibbs, ειδικού ιστοπαθολόγου και του Π. Σταυρινού, ειδικού παθολογοανατόμου, ιστοπαθολόγου, κυτταρολόγου.

Η εκτίμηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ως προς τα ζητήματα τα οποία ηγέρθησαν από τη μαρτυρία και έπρεπε να λυθούν, διατυπώνεται στο ακόλουθο απόσπασμα της απόφασης:

“Κατέστη φανερό κατά τη διάρκεια της ακρόασης ότι στην παρούσα αντιδικία, έντονα διαπλέκεται θέμα διάστασης μαρτυρίας μεταξύ πραγματογνωμόνων.  Διάστασης η οποία αναφέρεται είτε σε πραγματικά ευρήματα, είτε σε έκφραση γνώμης και συμπερασμάτων, ή ακόμα και στα δύο.

Ηγέρθη, περαιτέρω, και θέμα σύγκρουσης μεταξύ μαρτυρίας γνώμης και συμπερασμάτων πραγματογνώμονα και θετικής, άμεσης μαρτυρίας ως προς τα πραγματικά γεγονότα.”

Οι λεπτομέρειες αμέλειας περιλάμβαναν και τον ισχυρισμό ότι ο αναισθησιολόγος απουσίαζε από το χειρουργείο κατά το χρόνο που σημειώθηκε η ανακοπή ή εν πάση περιπτώσει ότι βγήκε από το χειρουργείο, ως δεν έπρεπε, για κάποιο χρονικό διάστημα, ενώ η χειρουργική επέμβαση βρισκόταν σε εξέλιξη γεγονός το οποίον αρνήθηκαν, τόσο ο εφεσίβλητος όσο και ο αναισθησιολόγος.  Τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων, υποστήριξαν με μαρτυρία η σύζυγος και η μητέρα του αποβιώσαντα, οι οποίες ανέμεναν στην κλινική ενώ διενεργείτο η επέμβαση.

Άλλο γεγονός το οποίο αποτέλεσε θέμα αντιδικίας και αντικείμενο διϊστάμενης μαρτυρίας, ήταν κατά πόσο τοποθετήθηκαν γάζες δίπλα από τον ενδοτραχιακό σωλήνα, πρόσθετο μέτρο προστασίας κατά της εισρόφησης αίματος, και ο αριθμός τους.  Όπως κατέδειξε η μαρτυρία, το φούσκωμα του μικρού μπαλονιού (μπαλονάκι) και η ερμητική εφαρμογή του, αποτελούν απαραίτητο μέτρο προστασίας για την αποτροπή εισρόφησης αίματος. Οι γάζες, αποτελούν πρόσθετο μέτρο προστασίας, προς αποφυγή του ιδίου ενδεχομένου.  Η εισρόφηση αίματος εγκυμονεί θανάσιμο κίνδυνο για το χειρουργούμενο. Σύμφωνα με τον εφεσίβλητο, είχαν τοποθετηθεί δύο γάζες, όπως είναι επιθυμητό, και έτσι λήφθηκαν όλα τα ενδεικνυόμενα προστατευτικά μέτρα προς αποτροπή του ενδεχόμενου εισρόφησης αίματος.

[*624]Η δίκη υπήρξε μακρά, ο όγκος της μαρτυρίας μεγάλος και η ιατρική μαρτυρία πολύπλοκη και περίπλοκη.  Τα αποστενογραφημένα πρακτικά της δίκης υπερβαίνουν τις 800 σελίδες. Η απόφαση επιφυλάχθηκε στις 16 Απριλίου 1992, και εκδόθηκε στις 4 Οκτωβρίου, 1993.  Στην απόφαση  προσδιορίζονται με σαφήνεια τα επίδικα θέματα, η μαρτυρία συνοψίζεται περιεκτικά και γίνεται εκτενής αναφορά στις αρχές δικαίου, που κατά την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, άπτονται της επίλυσης των διαφόρων πτυχών της υπόθεσης. Τέλος, αξιολογείται η μαρτυρία, υπό το φως των αρχών οι οποίες διατυπώνονται στην απόφαση, πριν το Δικαστήριο αχθεί στα ευρήματά του.  Το Δικαστήριο κατέληξε ότι οι ενάγοντες απέτυχαν να αποδείξουν την υπόθεση και απέρριψε την αγωγή τους.  Επακόλουθα ασχολήθηκε, όπως επιβάλλει η καθιερωμένη πρακτική, με τις αποζημιώσεις που θα εδικαιούντο  οι ενάγοντες αν επετύγχαναν.

Ένα από τα θέματα, το οποίο απασχόλησε ιδιαίτερα το Δικαστήριο, ήταν το παραδεχτό της εφαρμογής της αρχής ή του κανόνα απόδειξης, γνωστού με το λατινικό όρο res ipsa loquitur, «το πράγμα ομιλεί αφ’ εαυτού».  Οι εφεσείοντες επικαλέστηκαν  την απόφαση του Mann J., στην Saunders v. Leeds Western Health Authority and Robinson [1985] 129 SJ 225, (μνημονεύεται επίσης σε ιατρικό περιοδικό κάτω από τον τίτλο «The Personal and Medical Injuries Law Letter»), προς υποστήριξη των θέσεων τους. Η κρίση του Δικαστηρίου ως προς τον κανόνα res ipsa loquitur και τη δυνατότητα εφαρμογής του στην προκείμενη υπόθεση, διατυπώνεται στο ακόλουθο απόσπασμα της απόφασης:

“Περαίνοντας, πιστεύουμε ότι υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης όπως τις έχουμε αναλύσει, το δόγμα res ipsa loquitur δεν θα μπορούσε να τύχει εφαρμογής κατά τον τρόπο και στην έκταση που εισηγείται η πλευρά των εναγόντων.  Έχουμε την άποψη ότι θα μπορούσε να τύχει μιας πλέον περιοριστικής εφαρμογής. Δηλαδή, σε περίπτωση κατά την οποία με την αξιολόγηση της αμφισβητηθείσας μαρτυρίας, καταλήξουμε σε διαπίστωση ότι κατά τη διάρκεια της επέμβασης υπό γενική νάρκωση δημιουργήθηκε αιμορραγία και είσοδος αίματος στους πνεύμονες η οποία προκάλεσε το θάνατο, τότε θα παρείχετο έδαφος για επίκληση του δόγματος.  Θα μπορούσε τότε να θεωρηθεί ότι δεν αναμένετο από τους ενάγοντες να γνωρίζουν τα πραγματικά περιστατικά που προκάλεσαν ή δεν απέτρεψαν την εξέλιξη εκείνη, το συμβάν που οδήγησε στη ζημιά, και τη δημιουργία του συμβάντος.  Δηλαδή, η εισρόφηση αίματος από αιμορραγία και η πρόκλη[*625]ση του θανάτου, θα μπορούσε τότε να θεωρηθεί πλέον συνεπής με το ότι ο εναγόμενος δεν άσκησε εύλογη επιμέλεια παρά με το ότι άσκησε.”

Οι λόγοι έφεσης μπορεί ευχερώς να συνοψιστούν στους ακόλουθους τρεις:

(α) Καθυστέρηση στην έκδοση της απόφασης. Αυτό αποτελεί τον πρώτο λόγο έφεσης ο οποίος διατυπώνεται ως ακολούθως:

“Η μακρά και αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην έκδοση της απόφασης επηρέασε το πρωτόδικο δικαστήριο αρνητικά στην αξιολόγηση της μαρτυρίας. Συγκεκριμμένα η ακροαματική διαδικασία ολοκληρώθηκε στις 5/11/1991, οι γραπτές  αγορεύσεις καταχωρήθηκαν μέχρι τις 16/4/1992 μέρα κατά την οποία επεφυλάχθη η απόφαση και η απόφαση δόθηκε στις 4/10/1993 ύστερα από διαμαρτυρίες των Εναγόντων τόσο γραπτές όσο και προφορικές.”

(β) Εσφαλμένος, ή αδικαιολόγητος αποκλεισμός της εφαρμογής του κανόνα res ipsa loquitur, στον πυρήνα της υπόθεσης.

(γ)  Κακή εκτίμηση της μαρτυρίας και εσφαλμένη καθοδήγηση ως προς τα ευρήματα αξιοπιστίας.  Ο λόγος αυτός εκτείνεται στην προσέγγιση, εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των σημαντικών πτυχών της μαρτυρίας και των ευρημάτων του Δικαστηρίου ως προς τα ουσιώδη γεγονότα. Όλως ιδιαίτερα, αμφισβητήθηκε η καθοδήγηση του Δικαστηρίου ως προς τη θεώρηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων.

Ο εφεσίβλητος υποστήριξε την απόφαση σε όλα της τα σημεία, με μια εξαίρεση, εκείνη που αφορά τη σημασία των στατιστικών στοιχείων. Αναφορά σε στατιστικά στοιχεία και στην εξαγωγή συμπερασμάτων από αυτά, έγινε από πραγματογνώμονες, ιδιαίτερα, από τη μάρτυρα Patricia Flynn, προς θεμελίωση επιστημονικών θέσεων. Η προσέγγιση του Δικαστηρίου επί του θέματος περιέχεται στο ακόλουθο απόσπασμα:

“... αδυνατούμε να ενεργήσουμε στη βάση αποτελεσμάτων στατιστικών μελετών τις οποίες ετοίμασαν άλλα πρόσωπα, με μεθοδολογία και δεδομένα τελείως άγνωστα σε μας και ασφαλώς αναπόδεικτα.”

Τη θέση του (το Δικαστήριο) βάσισε σε δύο αποφάσεις του [*626]Ανωτάτου Δικαστηρίου, Republic v. Chacholiades (1980) 1 C.L.R. 481. Nικολάου v. Σταύρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 746. Είναι πρόδηλο, ότι το Δικαστήριο ταύτισε τα στατιστικά δεδομένα με τα πρωτογενή γεγονότα της υπόθεσης, στα οποία θεμελιώνεται η γνώμη ειδήμονα, και τα οποία αναμφίβολα πρέπει να αποδεικνύονται όπως και κάθε άλλο πραγματικό γεγονός. Η γνώμη του πραγματογνώμονα γίνεται δεκτή υπό την αίρεση της ύπαρξης των γεγονότων στα οποία βασίζεται. Αν δεν αποδειχθούν, καταρρέει το θεμέλιο της μαρτυρίας του.

Η απόφαση στη Νικολάου, υιοθετεί την προσέγγιση του Δικαστηρίου στην Constantinides (Akinita) Ltd. v. Mavrogenis (1983) 1 C.L.R. 662, στην οποία διαπιστώνεται ότι το υπόβαθρο των γεγονότων στα οποία στηρίζεται η γνώμη πραγματογνώμονα πρέπει, όπως και κάθε άλλο γεγονός, να αποδεικνύεται σύμφωνα με τους κανόνες της απόδειξης.

Ο κ. Κακογιάννης υπέβαλε, όπως γίνεται κατανοητή η εισήγησή του, ότι τα στατιστικά στοιχεία ανάγονται στη σφαίρα των επιστημονικών δεδομένων, τα οποία γίνονται δεχτά και μπορούν παραδεχτά να καθοδηγήσουν τον πραγματογνώμονα στη διαμόρφωση της γνώμης του. Σειρά αποφάσεων των Αγγλικών Δικαστηρίων, τις οποίες επικαλέστηκε, τείνουν να υποστηρίξουν τη θέση αυτή. (Βλ. μεταξύ άλλων Μiller v. Minister of Pensions [1947] 2 All E.R. 372. Re J S (a minor) [1980] 1 All E.R. 1061.) Eύλογα διακρίνονται τα γεγονότα που αποτελούν το στατιστικό δείγμα από τα πραγματικά γεγονότα που αποτελούν το βάθρο της υπόθεσης, επί του οποίου καλείται να εκφέρει επιστημονική γνώμη, ο πραγματογνώμων.  Τα στατιστικά δεδομένα συναρτώνται με τη διαπίστωση τάσεων, οι οποίες αξιολογούνται ανάλογα με το μέγεθος του δείγματος, το στοιχείο της επαναληπτικότητας που αποκαλύπτουν, τις παρεκκλίσεις από τις διαφαινόμενες τάσεις και τη σημασία τους.

Ο κ. Κακογιάννης υποστήριξε ότι παρέχεται η δυνατότητα  να επιληφθούμε του θέματος παρόλο που δεν ασκήθηκε αντέφεση, επικαλούμενος προς τούτο τις εξουσίες που παρέχονται από τη Δ.35, θ.10, των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, η οποία αντιστοιχεί με τη Ord. 58, r.6 και r.7 των παλαιών Αγγλικών Θεσμών.

Του θέματος των στατιστικών στοιχείων και της αξιολόγησής τους, θα επιληφθούμε εφόσον τούτο κριθεί αναγκαίο, για τους σκοπούς επίλυσης των επιδίκων θεμάτων της έφεσης. Κατά τα άλλα, η απόφαση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου, είπε ο κ. Κακο[*627]γιάννης είναι υποδειγματική τόσο από απόψεως δομής όσο και περιεχομένου.

Καθυστέρηση στην έκδοση της απόφασης.

Ο λόγος 1 της έφεσης θεμελιώνεται στον ισχυρισμό ότι η καθυστέρηση στην έκδοση της απόφασης επηρέασε το Δικαστήριο αρνητικά στην αξιολόγηση της μαρτυρίας. Δεν έγινε αναφορά σε κανένα μέρος της απόφασης, το οποίο να αποκαλύπτει ότι λόγω του χρόνου, ο οποίος διέρρευσε μεταξύ της επιφύλαξης και της έκδοσης της απόφασης, επηρεάστηκε η σύλληψη ή η κατανόηση των γεγονότων. Αντίθετα, από το κείμενο της απόφασης προκύπτει ότι η μαρτυρία έγινε πλήρως κατανοητή ώστε να συνοψίζεται επιτυχώς, όπως και κάθε πτυχή της υπόθεσης. Τα σφάλματα τα οποία επικαλέστηκε ο κ. Πουργουρίδης, ως προς την αξιολόγηση της μαρτυρίας, τα οποία αποτελούν το αντικείμενο της τρίτης ενότητας της έφεσης ανάγονται, κατά κύριο λόγο, στην εσφαλμένη καθοδήγηση και γενικά την προσέγγιση του Δικαστηρίου στη διαπίστωση της αξιοπιστίας των μαρτύρων και των ευρημάτων του, και όχι στην κατανόηση και σύλληψη αυτών τούτων των γεγονότων.

Η επιχειρηματολογία του κ. Πουργουρίδη κατά την ανάπτυξη της έφεσης, επεκτάθηκε και πέραν του θέματος που θέτει ο λόγος 1 της έφεσης.  Εισηγήθηκε, ότι η σημειωθείσα καθυστέρηση καθιστά την απόφαση, εκ προοιμίου, ακροσφαλή ενόψει της παρέκβασης από τα θέσμια της δίκαιης δίκης, όπως καθορίζονται στο Άρθρο 30.2 του Συντάγματος, επικαλούμενος προς τούτο την Βίκτωρος v. Χριστοδούλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 512. Επίσης, επικαλέστηκε το Διαδικαστικό Κανονισμό για την Έγκαιρη Έκδοση Αποφάσεων των Δικαστηρίων του 1986, ο οποίος παρέχει ευχέρεια στο Ανώτατο Δικαστήριο να επέμβει, μετά από αίτηση διαδίκου μετά την πάροδο έξι μηνών από την ημερομηνία επιφύλαξης της απόφασης, και αυτεπάγγελτα μετά την πάροδο εννέα μηνών. Συναφής είναι και η απόφαση στη Μακρή κ.ά. v. Χατζηευαγγέλου Πολιτικές Εφέσεις αρ. 8334, 8336 - 14.4.1993·  καθώς και οι αποφάσεις στις υποθέσεις Ευσταθίου v. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 294· Δημοκρατία v. Ford κ.ά. Νομικά Ερωτήματα 305, 306 - 11.7.1995· Έλληνας v. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 149· Αθηνής v. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 71· Δράκος κ.ά. v. Δημοκρατίας (1991) 1 Α.Α.Δ. 696.

Επρόκειτο για μακρά, περίπλοκη και πολύπλοκη υπόθεση.  Παρόλον που το χρονικό διάστημα το οποίο διέρρευσε μεταξύ της επιφύλαξης και της έκδοσης της απόφασης ήταν μεγαλύτερο απ’ [*628]ότι επιθυμητό, δεν έχει τεθεί ούτε έχει αποκαλυφθεί ο,τιδήποτε ενώπιόν μας το οποίο να τεκμηριώνει τον ισχυρισμό ότι η καθυστέρηση είχε δυσμενείς επιπτώσεις στη σύλληψη και κατανόηση της μαρτυρίας ή οποιασδήποτε πτυχής της υπόθεσης.  Συμπληρωματικά, (δεν έχει εγερθεί ως λόγος έφεσης), σημειώνεται ότι δεν έχει καταδειχθεί οποιαδήποτε εκτροπή από τα θέσμια της δίκαιης δίκης, όπως καθορίζονται στο Άρθρο 30.2 του Συντάγματος.

Res ipsa loquitur

Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην εφαρμογή της αρχής ή κανόνα res ipsa loquitur, απολήγει στις ακόλουθες δύο θέσεις:

(α) Η απόφαση Saunders, δεν καθιερώνει ούτε υποδηλώνει γενικό κανόνα εφαρμογής του res ipsa loquitur σε κάθε περίπτωση που επέρχεται ο θάνατος του χειρουργούμενου κατά τη διάρκεια χειρουργικής επέμβασης κάτω από γενική νάρκωση.

(β)  Αποκλείεται η εφαρμογή του res ipsa loquitur, όπου εξειδικεύονται οι πράξεις ή παραλείψεις που οδηγούν στο θάνατο και οι οποίες, κατά τους ενάγοντες συνιστούν αμέλεια.  Σ’ εκείνη την περίπτωση ο ενάγων δεν επικαλείται το γεγονός του θανάτου ως αφ’ εαυτού δηλωτικό αμέλειας εφόσον τα γεγονότα είναι γνωστά.  Ο ενάγων, δεν βασίζεται στο συμβάν ως το θεμέλιο της αμέλειας αλλά στα γνωστά σ’ αυτόν γεγονότα, τα οποία αποκαλύπτουν την αμέλεια του εναγομένου.

Κατά τη διάρκεια της συζήτησης της έφεσης έγινε εκτεταμένη αναφορά στη νομολογία, η οποία τείνει να διαφωτίσει τη φύση της αρχής ή κανόνα res ipsa loquitur, καθώς και τις προϋποθέσεις εφαρμογής του. Θα προβούμε σε σύντομη θεώρηση των αρχών που προκύπτουν πριν απαντήσουμε στα ερωτήματα τα οποία τίθενται.

Η Κυπριακή νομολογία δέχεται την αρχή ή κανόνα res ipsa loquitur  και την εφαρμογή του κατά τρόπο ανάλογο προς εκείνο που ισχύει στο Αγγλικό δίκαιο. Αυτό συνάγεται ευθέως από την απόφαση Αchilleas Morides v. Chrystalla Ιoannou (1973) 1 C.L.R. 117. To Aνώτατο Δικαστήριο επέτρεψε την έφεση του ενάγοντα κρίνοντας ότι η κατάρρευση της οροφής παρακείμενης κατοικίας και η πτώση της στο σπίτι του συνιστούσε αφενός, συμβάν το οποίο τελούσε υπό τον αποκλειστικό έλεγχο του εναγομένου και αφετέρου, ομιλούσε αφ’ εαυτού ως προς τα πιθανά [*629]αίτια, συμβατά στην απουσία αντίθετης εξήγησης από τον εναγόμενο, με την ύπαρξη αμέλειας εκ μέρους του.  Oι ίδιες αρχές υιοθετούνται και στη Savvides v. Μesaritis (1985) 1 C.L.R. 261, το ακόλουθο απόσπασμα από την οποία κατοπτρίζει την προσέγγιση του Δικαστηρίου στη θεώρηση του θέματος:

“Whether the doctrine is regarded as rule of evidence (Barkway v. South Wales Transport Co. Ltd. [1950] 1 All E.R., 392, 399.) or a rule of law, there is no doubt about the purpose it is designed to serve. It is intended to relax in appropriate circumstances the burden cast on the plaintiff to prove his case. And as the Latin emblem of the rule suggests, the facts must be vocal in themselves not only with regard to what happened but about the negligence of the defendant as well.  Section 55 of the Civil Wrongs Law, Cap. 148, reproduces those circumstances modelled on the fashioning and application of the principle by Courts in England.

The decision of the Supreme Court in Achilleas Morides v. Chrystalla Ioannou (1973) 1 C.L.R. 117, offers a classic illustration of the application of the principle: The house of the defendant collapsed and caused damage to the neighbouring property of plaintiff.  The collapse would not ordinarily occur in the absence of some fault amounting to negligence on the part of the defendant. Consequently, the accident was indicative of negligence on the part of the person having control over the property. Plaintiff could not be expected to have knowledge of the nature of the fault, a fact peculiarly within the knowledge of the defendant. In the absence of an explanation absolving him of damage, a finding of negligence was warranted in the interest of justice.”

Πότε δικαιολογείται η επίκληση του res ipsa loquitur και οι παραμέτροι της εφαρμογής του, ιδιαίτερα στον τομέα της ιατρικής αμέλειας, διαγράφεται σε αριθμό Αγγλικών αποφάσεων, σε πολλές από τις οποίες έγινε αναφορά. Κατ’ αρχή πρέπει να τονιστεί ότι επίκληση του res ipsa loquitur είναι παραδεχτή μόνο εκεί όπου το γεγονός ή γεγονότα τα οποία προκάλεσαν τη ζημία τελούσαν υπό τον έλεγχο του εναγόμενου.

Όπου τα γεγονότα τα οποία επέφεραν τη βλάβη (ζημία) είναι γνωστά, η εξωτερική τους υφή δεν μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο υποθέσεων και συμπερασμάτων, όπως υποδεικνύεται στην απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής των Λόρδων στην Barkway v. South Wales Transport [1950] 1 All E.R. 392. Η λύση συναρτάται με την απόδειξη των γεγονότων, τα οποία προ[*630]βάλλει ο ενάγων, και τις κατά νόμο συνέπειές τους,  δηλαδή, κατά πόσο στοιχειοθετούν αμέλεια.

Προϋπόθεση για την εφαρμογή του res ipsa loquitur αποτελεί η αιτιώδης σχέση μεταξύ του συμβάντος και της ζημίας η οποία προκαλείται. (Βλ. Fish v. Kapur and Another [1948] 2 All E.R. 176.)

Οι παρατηρήσεις του δικαστηρίου στην Garner v. Morrell, The Times, October 31, 1953, άπτονται άμεσα του θέματος το οποίο εξετάζουμε. Υποδεικνύεται, ότι το res ipsa loquitur δεν τυγχάνει εφαρμογής όπου ο ενάγων επιχειρεί με την προσαγωγή μαρτυρίας πραγματογνωμόνων να αποδείξει την ιατρική αμέλεια.

Στην προκείμενη περίπτωση οι εφεσείοντες αποκάλυψαν τα γεγονότα στα οποία στοιχειοθετείτο η αμέλεια του εφεσίβλητου και επιχείρησαν με την προσαγωγή μαρτυρίας να τα αποδείξουν κατά τη δίκη. Στην έκθεση απαιτήσεως, οι εφεσείοντες επικαλέστηκαν το res ipsa loquitur όχι διαζευκτικά, όπως υποστήριξε ενώπιόν μας ο κ. Πουργουρίδης, αλλά συμπληρωματικά, ως επακόλουθο των γεγονότων τα οποία προβάλλονται στην έκθεση απαιτήσεως. Σε εκείνο το περιορισμένο πεδίο η εφαρμογή της αρχής έγινε δεχτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο, δηλαδή στο βαθμό και την έκταση που η παρουσία αίματος στις αεροφόρους οδούς και στους πνεύμονες θα ήταν δηλωτική, στην απουσία αποδεχτής εξήγησης περί του αντιθέτου, αμέλειας εκ μέρους του εφεσίβλητου. Οι εφεσείοντες δεν θεμελίωσαν την υπόθεσή τους για αμέλεια, στο καθ’ εαυτό γεγονός του θανάτου κατά τη διάρκεια της εγχείρησης, ενώ ο αποβιώσας τελούσε υπό γενική νάρκωση. Αντίθετα, ο θάνατος αποδόθηκε σε σειρά αμελών πράξεων του εφεσίβλητου, τις οποίες, οι εφεσείοντες προσπάθησαν να αποδείξουν κατά τη δίκη. Η απόρριψη των ισχυρισμών αυτών από το Δικαστήριο δεν μετέβαλε ούτε αλλοίωσε το θεμέλιο της αγωγής. Μόνο αν η αγωγή των εφεσειόντων θεμελιωνόταν, σ’ αυτό τούτο το γεγονός, του θανάτου υγιούς προσώπου κατά τη διάρκεια χειρουργικής επέμβασης κάτω από γενική νάρκωση, θα μπορούσε να τεθεί θέμα εφαρμογής της Saunders στην υπόθεση.

O κ. Κακογιάννης υποστήριξε ότι η Saunders συναρτάται με τα συγκεκριμένα γεγονότα που την περιβάλλουν και ότι δεν υποστηρίζει την ύπαρξη ούτε καθιερώνει τη γενική αρχή ή κανόνα ότι το res ipsa loquitur τυγχάνει εφαρμογής οποτεδήποτε υγιές, κατά τα άλλα, πρόσωπο αποθνήσκει ενώ χειρουργείται κάτω από γενική νάρκωση. Με την εκτίμηση αυτή, δεν συμφωνούμε. Η Saunders, υποστηρίζει ότι ο θάνατος υγιούς προσώπου κατά τη διάρκεια χειρουργικής επέμβασης κάτω από γενική [*631]νάρκωση συνιστά γεγονός το οποίο καθιστά εφαρμοστέα την αρχή ή κανόνα res ipsa loquitur. Προϋπόθεση για την εφαρμογή της είναι αναμφιβόλως η απόδειξη του γεγονότος ότι o ασθενής ήταν υγιής και ότι η νάρκωση αποτελεί ουδέτερο γεγονός το οποίο δεν επενεργεί στην υγεία του χειρουργούμενου οπόταν, ο θάνατος εύλογα αποδίδεται σε αίτια που σχετίζονται με τη δεξιότητα του ιατρού και την επιμέλεια που επιδεικνύεται κατά τη εγχείρηση. Διάφορη βέβαια, είναι η περίπτωση όπου, αυτή τούτη η επέμβαση, ενέχει εγγενείς κινδύνους για τη ζωή του ασθενούς.

Δεν θα επεκταθούμε σε περαιτέρω ανάλυση του θέματος ούτε θα δώσουμε τελική απάντηση ως προς την καθολικότητα της εφαρμογής της αρχής την οποίαν ενσωματώνει η Saunders εφόσον, αυτό δεν είναι απαραίτητο για τους σκοπούς επίλυσης των επιδίκων θεμάτων της έφεσης. Σημειώνουμε μόνο, ότι η Cassity v. Ministry of Health [1951] 1 Αll Ε.R. 574, συγκλίνει προς την ίδια κατεύθυνση όπως η Saunders, και ότι δεν διαφαίνεται λόγος αρχής ο οποίος να περιορίζει την εμβέλεια της Saunders στα ιδιαίτερά της γεγονότα.

Το πεδίο εφαρμογής του res ipsa loquitur εξετάζεται και σε σειρά νομικών συγγραμμάτων στα οποία έγινε αναφορά. (Βλ. Medical Negligence, Case Law, by Rodney Nelson-Jones (1990). The Common Law Library, Clerk and Lindsell on Torts (16th) Edition. Medical Negligence, Michael J. Powers, Nigel H. Harris, (1994). Professional Negligence, Rubert M. Jackson and John L. Powell (1987).)

Κρίνουμε, ότι δεν παρεχόταν πεδίο εφαρμογής της αρχής ή κανόνα res ipsa loquitur στα γεγονότα της υπόθεσης, πέραν του σημείου που διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Επομένως, αποτυγχάνει και αυτή η πτυχή της έφεσης.

Kαταλήγουμε, για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί, ότι και ο δεύτερος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.

Αξιοπιστία μαρτύρων - Ευρήματα.

O κ. Πουργουρίδης υπέβαλε ότι το Δικαστήριο προέβη, στα κρίσιμα για την επίλυση της διαφοράς ευρήματα, κάτω από εσφαλμένη καθοδήγηση, ως προς τις αρχές που διέπουν την αξιοπιστία των μαρτύρων, συγχύζοντας τις αρχές που διέπουν τον καθορισμό της αξιοπιστίας των μαρτύρων μ’ εκείνες που διέπουν την απόσειση του βάρους της απόδειξης που φέρει ο ενάγων. Επίσης, υποστήριξε ότι υπάρχει αντιφατικότητα μεταξύ ορισμένων [*632]ευρημάτων του Δικαστηρίου, που άπτονται της αξιοπιστίας του εναγόμενου και μαρτύρων υπεράσπισης, και του γενικού ευρήματος για την αξιοπιστία τους. Για την επίλυση αυτής της πτυχής της έφεσης πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ της μαρτυρίας των ιατρών και άλλων ειδικών, που αφορά πρωτογενή γεγονότα, και μαρτυρίας που άπτεται επιστημονικής γνώμης.

Ιδιαίτερη σημασία, σ’ αυτό τον τομέα της έφεσης, έχει η μαρτυρία που σχετίζεται με τη φύση του υγρού το οποίο ανευρέθηκε στις αεροφόρους οδούς και πνεύμονες του αποβιώσαντα.  Σύμφωνα με το Δρ. Βανέζη, ο οποίος έλαβε μέρος στη νεκροψία όπως διαπιστώνει το Δικαστήριο, επρόκειτο για αίμα, ενώ σύμφωνα με το Δρ. Λυσιώτη και άλλους ιατρούς που παρέστησαν στη νεκροψία, επρόκειτο για ορροαιματηρό υγρό (Δρ. Ν. Αγαθαγγέλου και Δρ. Χ. Χριστοφίδης).

Λαμβανομένης υπόψη της φύσης της μαρτυρίας, σχετικής με το αναφερθέν υγρό, η οποία αποτέλεσε το αντικείμενο διϊστάμενων διαπιστώσεων, υπεισέρχεται η αξιοπιστία των μαρτύρων.  Με τον ίδιο τρόπο, υπεισέρχεται η αξιοπιστία των επιστημόνων μαρτύρων σε δύο άλλα θέματα· κατά πόσο ο αναισθησιολόγος εγκατέλειψε το χειρουργείο, για οποιδήποτε χρόνο κατά τη διάρκεια της χειρουργικής επέμβασης και κατά πόσο τοποθετήθηκαν γάζες, κι αν ναί, πόσες;  Ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν περιοριζόταν μόνο στην κρίση διϊστάμενων γνωμών αλλά επεκτεινόταν και σε θέματα πρωτογενών γεγονότων αναγνωρίζεται, από το πρωτόδικο Δικαστήριο, στο εισαγωγικό μέρος του τμήματος της απόφασης, που πραγματεύεται την αξιοπιστία των μαρτύρων.

“Προσεγγίσαμε με πολλή προσοχή το σύνολο της ογκώδους μαρτυρίας που παρατέθηκε ενώπιον μας και την εξετάσαμε και υπό το φως των νομικών αρχών στις οποίες αναφερθήκαμε προηγουμένως. Ιδιαίτερα μας απασχόλησαν ασφαλώς οι διαφορετικές απόψεις και γνώμες οι οποίες προβλήθηκαν εκ μέρους πραγματογνωμόνων, τόσο σε θέματα γνώμης όσο και σε θέματα πραγματικών ευρημάτων.”

Η προσέγγιση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο φαίνεται στο ακόλουθο απόσπασμα της απόφασης:

“Στην προσπάθειά μας όπως καταλήξουμε στα δικά μας ευρήματα, ενεργώντας πάντα στη βάση της αποδεκτής μαρτυρίας, πρέπει να πούμε ότι δεν αντιμετωπίσαμε πρόβλημα που ανάγεται σε θέμα αξιοπιστίας μαρτύρων, με τη συνήθη έννοια της λέ[*633]ξης. Για να είμαστε πλέον σαφείς δεν διαγνώσαμε σε κανένα στάδιο και από κανένα μάρτυρα συνειδητή προσπάθεια παραποίησης της πραγματικότητας λόγω οποιασδήποτε υστεροβουλίας, κινήτρου ή αλλότριου σκοπού.  Αποδίδουμε τις διαφορές που εκδηλώθηκαν στη μαρτυρία σε καλόπιστη έκφραση γνώμης ή άποψης από επιστημονικά καταρτισμένα άτομα, που δεν αναμένεται πάντα να συμφωνούν μεταξύ τους σε εξειδικευμένα θέματα, όπως αυτά που απασχόλησαν κατά την ακρόαση.

Έχουμε πει ότι απ’ αυτή τη σκοπιά δεν δημιουργήθηκε πρόβλημα στο Δικαστήριο. Στην πραγματικότητα βέβαια αυτό καθιστά ίσως πιο δύσκολο το έργο των κριτών, αφού με αυτά τα δεδομένα καλούμαστε να αποφανθούμε αξιολογώντας εξειδικευμένης φύσεως μαρτυρία ώστε να εξαγάγουμε τα δικά μας συμπεράσματα.

Με αυτή την εισαγωγική διαπίστωση, εισερχόμαστε στο στάδιο της παράθεσης των ευρημάτων και συμπερασμάτων μας.”

Στη συνέχεια το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι το κύριο θέμα που έπρεπε να αποφασιστεί ήταν κατά πόσο υπήρχε αίμα στις αεροφόρους οδούς και στους πνεύμονες.  Παραθέτουμε ολόκληρο το απόσπασμα της απόφασης του Δικαστηρίου που άπτεται του επίμαχου θέματος:

“Κύριο θέμα που πρέπει να διακριβωθεί είναι κατά πόσο ανευρέθηκε κατά τη νεκροψία μεγάλη ποσότητα αίματος κυρίως στις αεροφόρους οδούς που να μπορεί να αποδοθεί σε αιμορραγία η οποία άρχισε από το σημείο της χειρουργικής επέμβασης και διείσδυσε στις αεροφόρους οδούς μέχρι και τους πνεύμονες.

Εξετάσαμε προσεκτικά τη μαρτυρία του δρα Βανέζη σε αντιδιαστολή με τη μαρτυρία των μαρτύρων υπεράσπισης που διατήρησαν αντίθετες απόψεις.

Πιστώνουμε τη μαρτυρία του δρα Βανέζη ενός έμπειρου πράγματι παθολογοανατόμου και με το πλεονέκτημα της αμεσότητας που προέρχεται από το γεγονός ότι ενεργά συμμετέσχε στη διενέργεια της νεκροψίας.  Πιστώνουμε επίσης τη μαρτυρία των Μ.Υ.4 Αγαθαγγέλου, Μ.Υ.6 Χρ. Χριστοφίδη και Μ.Υ.8 Λυσιώτη με το ευεργέτημα των άμεσων οπτικών παρατηρήσεων λόγω της παρουσίας τους κατά τη νεκροψία.

[*634]Λαμβάνουμε επίσης υπόψη τη γνώμη που εξέφρασαν οι άλλοι πραγματογνώμονες στους οποίους τέθηκαν σχετικά δεδομένα και εξέτασαν τις φωτογραφίες της νεκροψίας.

Σύνοψη της σχετικής αυτής μαρτυρίας παραθέσαμε προηγουμένως. Έχοντας ακούσει τα επιστημονικά δεδομένα με τα οποία οι διάφοροι μάρτυρες στήριξαν την άποψή τους, καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι θα ήταν άκρως παρακινδυνευμένο και ανασφαλές να βασισθούμε στην άποψη του δρα Βανέζη ότι το υγρό το οποίο εντοπίσθηκε κατά τη νεκροψία ήταν καθαρό αίμα και όχι οροοαιματηρό υγρό, όπως περιγράφηκε προηγουμένως.  Χωρίς να αμφισβητούμε την πείρα, ικανότητες, και πολύ λιγότερο την ακεραιότητά του, πιστεύουμε ότι οι λόγοι που εξήγησαν οι μάρτυρες West, Λυσιώτης, Χριστοφίδης, Αγαθαγγέλου, Gibbs και Wagner, και στους οποίους έχουμε ήδη αναφερθεί, καθιστούν τη μαρτυρία τους πλέον πειστική ώστε να αδυνατούμε να αποδεχθούμε τη μαρτυρία στο θέμα τούτο του δρα Βανέζη, στο ισοζύγιο πάντα των πιθανοτήτων. Συγκεκριμενοποιούμε αναφερόμενοι στο χρώμα του υγρού, στην ύπαρξη κάποιου αφρού και στην ανυπαρξία πηγμάτων όπως αναλυτικά εξήγησαν οι μάρτυρες υπεράσπισης. Η μαρτυρία αυτή μας δημιούργησε σοβαρές αμφιβολίες ως προς την εκδοχή ότι πράγματι επρόκειτο περί καθαρού αίματος στις αεροφόρους οδούς, στοιχείο που δεν είχε αναφερθεί ούτε στην έκθεση του δρα Βανέζη (Τεκ. 1) η οποία ομιλούσε μόνο περί υπάρξεως αίματος στους πνεύμονες, για λόγους που βέβαια εξήγησε. Βρίσκουμε ότι η συνδυασμένη μαρτυρία των πραγματογνωμόνων του εναγομένου με τις πειστικές εξηγήσεις από τις οποίες συνοδεύτηκε, έχει εξασθενήσει σε μεγάλο βαθμό τη μαρτυρία του δρα Βανέζη στο θέμα τούτο, και την προτιμούμε.”

Υπογραμμίζουμε το συσχετισμό της κρίσης της μαρτυρίας του Δρ. Βανέζη, με το ισοζύγιο των πιθανοτήτων που συνιστά κατά τον κ. Πουργουρίδη κεφαλαιώδες σφάλμα στην κρίση της αξιοπιστίας του.

Ο κ. Πουργουρίδης εισηγήθηκε, όπως έχουμε αναφέρει, ότι τα ευρήματα αξιοπιστίας, σε δύο σημεία, είναι αντιφατικά. Η απόρριψη της μαρτυρίας του εφεσίβλητου και του αναισθησιολόγου που κατέθεσαν ότι ο δεύτερος δεν απουσίασε από το χειρουργείο, καθώς και ως προς τον αριθμό των γαζών που τοποθετήθηκαν, υποδηλώνει ότι κρίθηκαν αναξιόπιστοι σε σχέση με κρίσιμο μέρος της μαρτυρίας τους, διαπίστωση, που δεν μπορεί να συμβιβαστεί με τη γενική κρίση του Δικαστηρίου, ότι οι ίδιοι [*635]μάρτυρες ήταν αξιόπιστοι. Όμως, το μεγαλύτερο σφάλμα του Δικαστηρίου, σφάλμα το οποίο διαπνέει ολόκληρη την απόφαση, σύμφωνα με τους εφεσείοντες, εντοπίζεται στην κρίση της αξιοπιστίας των μαρτύρων βάσει του ισοζυγίου των πιθανοτήτων. Το σφάλμα συνίσταται στο ότι το αξιόπιστο της μαρτυρίας συναρτάται «πάντα» με το ισοζύγιο των πιθανοτήτων και όχι την αξιοπιστία καθ’ εαυτή του κάθε μάρτυρα. Ο κ. Πουργουρίδης υπέβαλε ότι η συνταύτιση της αξιοπιστίας των μαρτύρων με το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, που είναι το μέτρο απόσεισης του βάρους της απόδειξης, συνιστά νομικό σφάλμα καίριας σημασίας ενώ η χρήση της λέξης «πάντα», υποδηλώνει ότι το λάθος εκτείνεται στη θεώρηση ολόκληρης της μαρτυρίας.

Αβεβαιότητα όντως χαρακτηρίζει τα ευρήματα του Δικαστηρίου, στους δύο τομείς που αναφέραμε, οι οποίοι άπτονται της αξιοπιστίας του εφεσίβλητου και μαρτύρων της υπεράσπισης.  Το σχετικό εύρημα του Δικαστηρίου, ως προς τις γάζες που τοποθετήθηκαν στο λαιμό, περιέχεται στο ακόλουθο απόσπασμα.

“Λαμβάνοντας όμως υπόψη τη σχετική μαρτυρία τόσο του εναγομένου όσο και του Μ.Υ.2 αναφορικά προς το θέμα της τοποθέτησης ή μη και δεύτερης γάζας λαιμού, πρέπει να πούμε ότι η μαρτυρία αυτή παρουσιάζει ορισμένες αδυναμίες λόγω των οποίων δεν θα μπορούσαμε να καταλήξουμε σε εύρημα ότι είχε τοποθετηθεί και δεύτερη γάζα λαιμού, χωρίς αυτό να επηρεάζει τη γενικότερη αξιοπιστία τους.”

Κατ’ αρχή επισημαίνεται ότι το εύρημα το οποίο προκύπτει είναι αρνητικά διατυπωμένο. Υπεισέρχεται και εδώ ουδέτερα το κριτήριο των πιθανοτήτων. Εν πάση περιπτώσει, το εύρημα αφορούσε ευθέως την αξιοπιστία του εφεσιβλήτου και του μάρτυρα υπεράσπισης.  Πρέπει να υποθέσουμε ότι σ’ ένα αμιγές ζήτημα γεγονότων αυτοί δεν έγιναν πιστευτοί.  Ποία είναι η γενική αξιοπιστία η οποία αφήνεται ανέπαφη; Υπάρχει μορφή αξιοπιστίας γενική και ειδική;  Αν δεν είπαν την αλήθεια για τα διαδραματισθέντα κατά την εγχείρηση, σε σχέση με ζητήματα στα οποία υπήρχε άμεση εξωτερική μαρτυρία, ποιές οι επιπτώσεις στην αξιοπιστία τους;  Αφήνεται η εντύπωση, ότι και εδώ υπεισήλθε το απρόσωπο κριτήριο της πιθανολόγησης της αλήθειας με αναφορά στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων.

Η ίδια αποπροσωποποιημένη προσέγγιση χαρακτηρίζει και τα ευρήματα του Δικαστηρίου αναφορικά με την απουσία από το χειρουργείο του αναισθησιολόγου, για κάποιο χρόνο, κατά τη διάρ[*636]κεια της εγχείρησης. Το Δικαστήριο, παρόλον που δέχεται ότι κατά τη στιγμή της επέμβασης και την εκδήλωση της ανακοπής της καρδιάς ο αναισθησιολόγος ήταν μέσα στο χειρουργείο, δεν απέκλεισε, όπως αναφέρει στην απόφασή του, «... την εκδοχή ότι ο αναισθησιολόγος Μ.Υ.2, απουσίασε για κάποιο χρονικό διάστημα από το χειρουργείο ...» Αυτό τούτο το εύρημα, συνεπάγεται απόρριψη της εκδοχής του εφεσίβλητου και του αναισθησιολόγου περί του αντιθέτου· εύρημα το οποίο ρίπτει και πάλιν σκιά στην αξιοπιστία τους. Αν απουσίασε από το χειρουργείο ο αναισθησιολόγος γιατί το απέκρυψαν ο εφεσίβλητος και ο αναισθησιολόγος; Θα μπορούσε τέτοια απόκρυψη να είναι ποτέ απόρροια, προσπάθειας άλλης από συνειδητής απόκρυψης της αλήθειας;  Πώς συμβιβάζεται αυτό το εύρημα με τη γενική διαπίστωση του Δικαστηρίου στην οποίαν έχουμε αναφερθεί και επαναλαμβάνουμε:

“Για να είμαστε πλέον σαφείς δεν διαγνώσαμε σε κανένα στάδιο και από κανένα μάρτυρα συνειδητή προσπάθεια παραποίησης της πραγματικότητας λόγω οποιασδήποτε υστεροβουλίας, κινήτρου ή αλλότριου σκοπού. Αποδίδουμε τις διαφορές που εκδηλώθηκαν στη μαρτυρία σε καλόπιστη έκφραση γνώμης ή άποψης από επιστημονικά καταρτισμένα άτομα, που δεν αναμένεται πάντα να συμφωνούν μεταξύ τους σε εξειδικευμένα θέματα, όπως αυτά που απασχόλησαν κατά την ακρόαση.”

Τα δύο αυτά θέματα (η τοποθέτηση γαζών και η απουσία του αναισθησιολόγου από το χειρουργείο) δεν ανάγονται σε έκφραση γνώμης ή άποψης αλλά, στο κατά πόσο οι μάρτυρες είπαν ή όχι την αλήθεια στο Δικαστήριο. Φαίνεται, από τη διατύπωση των ευρημάτων του, ότι το Δικαστήριο δεν προέβη σ’ αυτά με βάση την αξιοπιστία των μαρτύρων αλλά με την πιθανολόγηση των εκατέρωθεν εκδοχών.

Ο κ. Πουργουρίδης υπέβαλε ότι τα ευρήματα του Δικαστηρίου, σε σχέση με την αξιοπιστία των μαρτύρων, είναι όχι μόνο αντιφατικά, αλλά λήφθηκαν γενικά βάσει εσφαλμένης καθοδήγησης. Εισηγήθηκε, ότι το Δικαστήριο έκρινε την αξιοπιστία των μαρτύρων, όχι με βάση τις εκτιμήσεις του γι’ αυτή τούτη την αξιοπιστία τους, αλλά βάσει του κριτηρίου του ισοζυγίου των πιθανοτήτων που συνιστά σφάλμα, όπως προκύπτει από τις αποφάσεις Αgapiou v. Panayiotou (1988) 1 C.L.R. 257· και Kades v. Nicolaou and Another (1986) 1 C.L.R. 212, τις οποίες επικαλέστηκε.  Το ακόλουθο απόσπασμα από την Κades αποκαλύπτει, κατά τον κ. Πουργουρίδη, το σφάλμα κάτω από το οποίο [*637]λειτούργησε το πρωτόδικο Δικαστήριο:

“Ponderation of the discharge of the burden of proof cast on a party, can only be made by reference to evidence accepted by the Court as credible. Adjudication on the credibility of witnesses is a matter wholly separate and distinct from the balancing of the evidence in order to ascertain on which side it preponderates. If the evidence of a witness is rejected as unworthy of credit, there is nothing to weigh thereafter. The rules defining the burden of proof and the circumstances of its discharge, have nothing to do with the credibility of witnesses. A witness may either be believed or disbelieved (wholly or in part) according to the view taken on his credibility by the Court.  Α question of discharge of the burden of proof can only arise if there is credible evidence to way (η λέξη “way” έπρεπε να ήταν “weigh”) on the two sides. If there is no credible evidence to support the case of the party upon whom the burden of proof lies, as in this case, there is nothing to weigh thereafter.”

Στη μεταγενέστερη απόφαση Agapiou, το Δικαστήριο αντιμετώπισε ευθέως τις συνέπειες και προεκτάσεις της κρίσης της αξιοπιστίας των μαρτύρων και της μαρτυρίας, με βάση το ισοζύγιο των πιθανοτήτων.  Το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση είναι χαρακτηριστικό:

“Nevertheless, the Court proceeded with the following statement concerning its duty in the circumstances:  ‘However, it was our duty to decide, as we have said, with preponderance of the evidence, on one version or the other ‘- a statement betraying an evident misconception of the duty of the Court in the face of uncertain evidence. Seemingly, the Court considered it its duty to decide the case one way or the other, notwithstanding the unsatisfactoriness of the evidence. And so they did as it emerges from the immediately succeeding passage in the judgment of the Court, ‘Αfter careful consideration of the two versions, we have reached the conclusion that the version of the defendant is more probable than that of the plaintiff’;  the unavoidable inference is that they decided the case on the basis of the least unsatisfactory evidence after ponderation of the degree of unsatisfactoriness of the case of each party.”

O κ. Κακογιάννης υπέβαλε ότι, τόσον η καθοδήγηση ως προς την αξιολόγηση, όσο και η κρίση του Δικαστηρίου για την αξιοπιστία των μαρτύρων και την πειστικότητα της μαρτυρίας τους, [*638]δεν περιέχουν κανένα σφάλμα και δεν δικαιολογούν καμιά επέμβαση. Η απόφαση ανέφερε, πρέπει να κριθεί στο σύνολό της, όχι αποσπασματικά. Είναι η θέση του, ότι οι αποφάσεις στην Kades και Agapiou, σχετίζονται με τα ιδιαίτερα  γεγονότα τους και δεν υιοθετούν γενικό κανόνα κρίσης της μαρτυρίας. Υποστήριξε, ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας υπό το πρίσμα του ισοζυγίου των πιθανοτήτων είναι καθ’ όλα παραδεκτή. Επικαλέστηκε μεγάλο αριθμό Αγγλικών αποφάσεων καθώς και συγγραμμάτων, που υποστηρίζουν, κατά την άποψή του, τη θέση αυτή. Σε ορισμένες από τις αποφάσεις αυτές θ’ αναφερθούμε τώρα.

Στη Glannibanta [1876] L.R. 1 PD 283, τονίζεται ότι, ευρήματα γεγονότων ανάγονται στην αρμοδιότητα του πρωτοδίκου Δικαστηρίου και υπογραμμίζεται η απροθυμία του Εφετείου να επέμβει μ’ αυτά.  Ως προς τα συμπεράσματα όμως, τα οποία μπορεί να εξαχθούν από τα πρωτογενή γεγονότα το Εφετείο, είναι στην ίδια θέση, όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο, και απολαμβάνει την ίδια ελευθερία να αχθεί στα δικά του (συμπεράσματα).

Οι αρχές αυτές επαναλαμβάνονται σε σωρεία μεταγενέστερων αποφάσεων. Στη Whitehouse and Jordan [1981] W.L.R. 246, διαπιστώνεται ότι θέματα που άπτονται της αξιοπιστίας των μαρτύρων, συνιστούν αμιγή ζητήματα γεγονότων. Το ακόλουθο απόσμασμα της απόφασης του Lord Russel προσδιορίζει την προσέγγιση του Δικαστηρίου ως προς τη διαπίστωση των γεγονότων:

“My Lords, I recognise that this is a question of pure fact and that in the realm of fact, as the authorities repeatedly emphasise, the advantages which the judge derives from seeing and hearing the witnesses must always be respected by an appellate court. At the same time the importance of the part played by those advantages in assisting the judge to any particular conclusion of fact varies through a wide spectrum from, at one end, a straight conflict of primary fact between witnesses, where credibility is crucial and the appellate court can hardly ever interfere, to, at the other end, an inference from undisputed primary facts, where the appellate court is in just as good a position as the trial judge to made the decision.”

Η ίδια προσέγγιση κατοπτρίζεται και στην Benmax v. Austin Motor Co. Ltd. [1955] 1 All E.R. 326. Kανένας, όπως υποδεικνύει ο Λόρδος Reid, δεν πρέπει να υποτιμά το πλεονέκτημα  του εκδικάζοντος Δικαστή, ο οποίος βλέπει και ακούει τους μάρτυρες, να κρίνει κατά πόσο ο συγκεκριμένος μάρτυρας είπε ή δεν [*639]είπε την αλήθεια· μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου με τα ευρήματα αξιοπιστίας. Επισημαίνουμε, το συσχετισμό ο οποίος γίνεται μεταξύ αξιοπιστίας και της κρίσης του Δικαστηρίου για το αν ο μάρτυρας είπε ή όχι, την αλήθεια στο Δικαστήριο.

Η ίδια διάκριση μεταξύ, ευρημάτων γεγονότων και συμπερασμάτων και ο αντίστοιχος ρόλος του πρωτόδικου Δικαστηρίου και του Εφετείου, υιοθετείται και από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. (Βλ. Βωνιάτης v. Τμήματος Κοιν. Ασφαλίσεων (1989) 2 Α.Α.Δ. 230, στην οποία γίνεται αναφορά και σε προηγούμενες αποφάσεις επί του θέματος.) Η προσέγγιση του Λόρδου Dunedin στη Robins v. National Trust Co. [1927] A.C. 515, ως προς τη θεώρηση ευρημάτων αξιοπιστίας στα οποία προβαίνει ο πρωτόδικος δικαστής, η οποία αναφέρεται στο απόσπασμα που ακολουθεί, γίνεται γενικά αποδεχτή από τη μεταγενέστερη Αγγλική νομολογία:

“Where a question of fact has been tried by a judge without a jury and there is no question of misdirection of himself by the judge, an appellate court which is disposed to come to a different conclusion on the printed evidence should not do so unless it is satisfied that any advantage enjoyed by the trial judge by reason of having seen and heard the witnesses could not be sufficient to explain or justify the trial judge’s conclusion.”

(Βλ. επίσης Watt v. Thomas (H.L.) [1947] 1 All E.R. 582.   Joyce v. Yeomans [1981] 2 All E.R. (C.A.) 21.) Maynard v. West Midlands R.H.A. (H.L.) [1984] W.L.R. 634.)

Στον Phipson on Evidence 14th edition, συνοψίζεται ως ακολούθως η αρχή η οποία διέπει την απόσειση του αποδεικτικού βάρους σε πολιτικές υποθέσεις:

“Τhe standard of proof required in civil cases is generally expressed as proof on the balance of probabilities. (Newis v. Lark [1571] Plowd. 403, 412; Cooper v. Slade [1858] 6 H.L. Cas. 746, 772;  Bonnington Castings Ltd. v. Wardlaw [1956] 1 A.C. 613, 620 (H.L.).)  If the evidence is such that the tribunal can say ‘we think it more probable than not,’ the burden is discharged, but if the probabilities are equal it is not.’ the burden is discharged, but it the probabilities are equal it is not.’  (Per Denning J. in Miller v. Minister of Pensions [1947] 2 All E.R. 372, 373-374.”

[*640]Το απόσπασμα αυτό δεν υποδηλώνει ότι η αξιοπιστία συναρτάται με το ισοζύγιο των πιθανοτήτων.  Προϋποθέτει, όπως αντιλαμβανόμεθα, την ύπαρξη αξιόπιστης μαρτυρίας η οποία είναι και η μόνη που μπορεί να προσμετρήσει στην επενέργεια του ισοζυγίου των πιθανοτήτων. Το θέμα τίθεται παραστατικά στο ακόλουθo απόσπασμα από απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου των Ηνωμένων Πολιτειών Wal. Weiler v. U.S. 323, U.S. 606, 608 [1945], η οποία αναφέρεται στο σύγγραμμα Εvidence in Trials at Common Law by John Henry Wigmore, Vol. 7 σελ. 343, το οποίο έθεσε υπόψη μας ο κ. Κακογιάννης:

“Our system of justice rests on the general assumption that the truth is not to be determined merely by the number of witnesses on each side of a controversy. In gauging the truth of conflicting evidence a jury has no simple formulation of weights and measures upon which to rely. The touchstone is always credibility;  the ultimate measure of testimonial worth is quality.”

Παρόλο που σε πολλές αγγλικές αποφάσεις γίνεται αναφορά στην απόσειση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων σε συσχετισμό με τη μαρτυρία, σε καμμιά απόφαση δεν αμβλύνεται η διάκριση μεταξύ αξιοπιστίας των μαρτύρων και του ισοζυγίου των πιθανοτήτων. Το θέμα άλλωστε της κρίσης της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκε, πατροπαράδοτα, κατά το κοινοδίκαιο, στους ενόρκους, οι οποίοι αποφάσιζαν, ανάλογα με την κρίση τους, για το πιστευτό των μαρτύρων. Αναξιόπιστη μαρτυρία δεν αποτελεί αποδεικτικό υλικό. Δεν αποδεικνύει τίποτε. Μόνο αξιόπιστη μαρτυρία βαρύνει στην πλάστιγγα των πιθανοτήτων. Η αποτίμηση της μαρτυρίας του κάθε μάρτυρα δεν μετράται με το ισοζύγιο των πιθανοτήτων αλλά, με την κρίση του Δικαστηρίου για το αξιόπιστο της μαρτυρίας του. Aπίθανη, κατά τη συνήθη ροή των πραγμάτων εκδοχή, γίνεται παραδεχτή, εφόσον ο μάρτυρας κρίνεται αξιόπιστος· και αντίθετα, εκδοχή πιθανολογούμενη ως ορθή απορρίπτεται, εφόσον ο μάρτυρας κρίνεται αναξιόπιστος.

Η διαπίστωση των γεγονότων εκείνων που άπτονται της επίλυσης της διαφοράς αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του δικαστικού καθήκοντος. Pioneer Candy Ltd. v. Tryfon & Sons [1981] 1 C.L.R. 540.  To ίδιο καθήκον αναγνωρίζεται και στην Αγγλική  απόφαση Μοrris v. London Iron and Steel Co. [1987] 2 All E.R. 496.  H διάκριση μεταξύ αξιοπιστίας  και βάρους της απόδειξης ανάγεται στη λογική των πραγμάτων και τις εγγενείς διαφορές μεταξύ αξιοπιστίας μαρτύρων και του αποδεικτικού βάρους που φέρει ο διάδικος που προβάλλει μια εκδοχή.

[*641]Η αρχή η οποία διατυπώνεται στις Kades και Agapiou, τις οποίες επικαλέστηκε ο κ. Πουργουρίδης, έχει καθολική εμβέλεια, και ισχύει με τον ίδιο τρόπο σε όλο το πεδίο του δικαίου. Στη Charalambous v. Republic (1985) 2 C.L.R. 97, (ποινική υπόθεση), στη σελ. 107 λέχθηκε:

“Τhe discharge of any particular burden of proof presupposes findings of fact. A question of discharge of the general or a particular burden can only arise after the Court makes its findings on the credibility of witnesses. It is pegged to the ponderation of credible evidence. The credibility of witnesses is always a question of fact for the fact-finding body; of course, a witness may be believed or disbelieved, depending on the naturalness of his evidence, but not infrequently a witness may be believed despite the unnaturalness of his evidence;  but never is the issue of credibility decided as a matter of probabilities as such.  This is another error into which the trial Court evidently fell.”

Αλλά και σε σειρά αποφάσεων μεταγενέστερων της Agapiou, επαναλαμβάνεται η ίδια διάκριση μεταξύ ευρημάτων αξιοπιστίας και βάρους απόδειξης. Στην Εθνική Τράπεζα v. Χ”Νέστορος (1990) 1 Α.Α.Δ. 41, σελ. 45, το Δικαστήριο αποτυπώνει περιεκτικά τη διάκριση μεταξύ αξιοπιστίας και βάρους της απόδειξης, υπό το πρίσμα της προηγούμενης νομολογίας:

“Οφείλουμε πρώτα να αποσαφηνίσουμε το θέμα σύμπλεξης της αξιοπιστίας των μαρτύρων με το βάρος απόδειξης που έθιξε ο δικηγόρος της Τράπεζας ως θέματος που επηρεάζει την εγκυρότητα της απόφασης.  Κατά τη νομολογία αυτό είναι ανεπίτρεπτο και οπωσδήποτε οδηγεί σε ακύρωση της ετυμηγορίας του δικαστηρίου.  Η υποχρέωση του ενάγοντα ή αιτητή σε κάθε δοσμένη υπόθεση να αποσείσει την ευθύνη που αφορά στο βάρος απόδειξης γεννιέται εφόσον το δικαστήριο διαπιστώνει καταρχήν ότι η μαρτυρία που προσκόμισε ο διάδικος που φέρει το βάρος έχει τα στοιχεία της αξιοπιστίας και μπορεί να αποτελέσει το έρεισμα για τα ευρήματα του δικαστηρίου.”

Οι ίδιες αρχές επαναλαμβάνονται και στην Παπανδρέου v. Τύλληρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 157. και Κωνσταντινίδη v. Κατζιή, Πολιτική Έφ. αρ. 8019 - 30.6.1993.

Ως θέμα αρχής και νομολογιακής τάξης η αξιοπιστία των μαρτύρων διαχωρίζεται, για τους λόγους που έχουμε εκθέσει, από την απόσειση του βάρους της απόδειξης.  Το πρωτόδικο Δι[*642]καστήριο έσφαλε στην προσέγγιση του θέματος και τελικά στην κρίση της αξιοπιστίας των μαρτύρων.

Διαπιστώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε την αξιοπιστία του Δρ. Βανέζη και των μαρτύρων γενικά, βάσει λανθασμένου κριτηρίου, εκείνου του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, σφάλμα που εκθεμελιώνει τα ευρήματά του· περιλαμβανομένου και του κρίσιμου ευρήματος ως προς τη φύση του υγρού που ανευρέθηκε στις αεροφόρους οδούς και τους πνεύμονες του αποβιώσαντα.

Μόνο υποθέσεις μπορεί να γίνουν για το ποία θα ήταν τα ευρήματα του Δικαστηρίου αν η αξιοπιστία των μαρτύρων κρινόταν βάσει του ορθού κριτηρίου, στο οποίο έχουμε αναφερθεί.   Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει το σφάλμα διαπνέει ολόκληρη την απόφαση, γεγονός που καθιστά ανυπόστατα τα ευρήματα του Δικαστηρίου ως προς τα πρωτογενή γεγονότα.

Δεν παρέχεται άλλη εκλογή από τον παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης και την έκδοση διαταγής για την επανεκδίκαση της αγωγής.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.  Διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης. Τα έξοδα της πρώτης θα ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της δεύτερης δίκης.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.  Διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης. Τα έξοδα της πρώτης θα ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της δεύτερης δίκης.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο