(1997) 1 ΑΑΔ 869

[*869]18 Ιουλίου, 1997

[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΆΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ AΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΝΕΟΦΥΤΟΥ ΗΛΙΑ

ΔΙ’ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΕΩΣ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΩΝ “CERTIORARI” ΚΑΙ/’Η “PROHIBITION” ΚΑΙ/’Η “MANDAMUS”

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ 13544/97 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΚΑΙ/ ‘Η ΔΙΑΤΑΓΕΣ ΚΑΙ/ ‘Η ΟΔΗΓΙΕΣ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 21/4/1997 - 12/5/1997 ΚΑΙ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 9/5/1997, 19/5/1997 ΚΑΙ 20/5/1997 ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ 13544/97

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΔΙΚΑΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΥΠΟΘΕΣΕΩΣ 13544/97 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗ ΛΕΜΕΣΟΥ Κ. ΣΩΤΟ ΣΤΑΥΡΙΝΙΔΗ

(Αίτηση Αρ. 64/97).

 

Προνομιακά εντάλματα — Certiorari και Prohibition — Αίτηση για χορήγηση άδειας καταχώρησης αίτησης με σκοπό την έκδοση εντάλματος Certiorari για ακύρωση διεξαχθείσας ποινικής διαδικασίας ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, μεταφορά της υπόθεσης στο Ανώτατο Δικαστήριο, ακύρωση διαφόρων ενδιάμεσων αποφάσεων που είχαν εκδοθεί κατά τη διάρκεια αντεξέτασης τριών μαρτύρων κατηγορίας και εντάλματος Prohibition που να απαγορεύει συνέχιση εκδίκασης της υπόθεσης ενώπιον του εκδικάζοντος [*870]δικαστού — Ισχυρισμοί του αιτητή για εχθρική στάση του Δικαστηρίου, άνιση μεταχείριση και προκατάληψη — Δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση ή συζητήσιμο θέμα σε βαθμό που να δικαιολογείται η έγκριση καταχώρησης της αίτησης.

Προνομιακά Eντάλματα — Certiorari, Prohibition, Mandamus, Habeas Corpus και Quo Warranto — Εκτενής αναφορά και ανάλυση της νομικής θέσης που ισχύει στην Αγγλία και ιστορική αναδρομή της εξελικτικής πορείας των εν λόγω προνομιακών ενταλμάτων — Ποία η νομική θέση στην Κύπρο — Άρθρο 155(4) του Συντάγματος και Άρθρα 3 και 9 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου 33/64 όπως τροποποιήθηκε.

Προνομιακά Eντάλματα — Certiorari και Prohibition — Ποία η χρήση και ποίος ο σκοπός των εν λόγω ενταλμάτων — Το Δικαστήριο πριν από τη χορήγηση της άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοσή τους, πρέπει να ικανοποιηθεί ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως συγκεκριμένο ζήτημα προς συζήτηση — Δεν προσφέρονται για τον έλεγχο του τρόπου με τον οποίο τα πρωτόδικα Δικαστήρια, εξασκώντας τη διακριτική τους ευχέρεια, επιλύουν τα ζητήματα που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία τους.

Ο δικηγόρος του αιτητή, ο οποίος χειριζόταν ποινική υπόθεση που αφορούσε πελάτη του, ζήτησε άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση διατάγματος Certiorari για ακύρωση της διαδικασίας ενώπιον Ανώτερου Επαρχιακού Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, για μεταφορά της υπόθεσης στο Ανώτατο Δικαστήριο και για ακύρωση διαφόρων ενδιάμεσων αποφάσεων που είχαν εκδοθεί κατά την αντεξέταση τριών μαρτύρων κατηγορίας. Επίσης ζήτησε άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση διατάγματος Prohibition, που να απαγορεύει στον ίδιο Δικαστή τη συνέχιση της εκδίκασης της πιο πάνω υπόθεσης.

Τα παράπονα του αιτητή ήταν περιληπτικά τα ακόλουθα:

1.  Η ανάμειξη του Δικαστή σε έρευνα περιεχομένου μαγνητοταινίας στο διάδρομο του Δικαστηρίου, έδειχνε ότι ήταν εχθρικός προς τον κατηγορούμενο σε βαθμό που να δημιουργηθούν δικαιολογημένοι φόβοι στον αδελφό και αδελφή του, ως προς την ανεπηρέαστη απονομή της δικαιοσύνης.

2.  Οι οδηγίες του Δικαστηρίου όπως ο μεταφραστής καθήσει πίσω από τους δικηγόρους, στέρησαν από την υπεράσπιση τη βοήθεια του και δόθηκε η εντύπωση για άνιση μεταχείριση του κατηγορουμένου.

[*871]3.      Το Δικαστήριο δεν έπρεπε να απαγορεύσει την υποβολή μερικών ερωτήσεων κατά την αντεξέταση δύο μαρτύρων κατηγορίας, που σύμφωνα με την υπεράσπιση, εσχετίζοντο με την αξιοπιστία των εν λόγω μαρτύρων και

4.  Η αποδοχή κατ’ επανάληψη των ενστάσεων του Αστυνομικού Εισαγγελέα σε ερωτήσεις της υπεράσπισης στους μάρτυρες κατηγορίας, ισοδυναμούσε με παραβίαση φυσικής δικαιοσύνης και έδειχνε προκατάληψη εναντίον του κατηγορουμένου.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το διάταγμα Certiorari μπορεί να εκδοθεί τόσο σε πολιτικές όσο και σε ποινικές υποθέσεις. Σε αντίθεση με το διάταγμα Mandamus, μπορεί να εκδοθεί έστω και αν προσφέρεται στον αιτητή και άλλου είδους θεραπεία όπως π.χ. το δικαίωμα να ασκήσει έφεση. Το διάταγμα μπορεί να εκδοθεί για διόρθωση νομικού λάθους που περιέχεται στα πρακτικά της δίκης και επίσης σε περιπτώσεις ύπαρξης πρόδηλης νομικής πλάνης (error of law appearing on the face of the record). Δεν θεωρείται όμως κατάλληλη θεραπεία και δεν μπορεί να εκδοθεί για να ακυρώσει μια αθωωτική απόφαση.

2.  Το διάταγμα Prohibition που συνήθως εκδίδεται μαζί με το διάταγμα Certiorari, απευθύνεται σε ένα κατώτερο Δικαστήριο και του απαγορεύει να συνεχίσει τη διαδικασία σε περίπτωση που την παραβαίνει ή καταστρατηγεί τους νόμους της χώρας. Το διάταγμα αυτό πρέπει να καταχωρείται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.  Όμως η αίτηση δεν μπορεί να θεωρείται ως καθυστερημένη σε βαθμό που να δικαιολογεί την απόρριψή της, όταν μπορεί ακόμα με την έκδοση του διατάγματος να επιφέρει κάποια αποτελέσματα. Θέματα που εμπίπτουν εντός της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο έκδοσης του διατάγματος.

Στην παρούσα περίπτωση, δεν ικανοποιήθηκε η προϋπόθεση για ύπαρξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης ή συζητήσιμου θέματος, σε βαθμό που να δικαιολογείται η έγκριση καταχώρησης της αίτησης.

Η αίτηση απορρίφθηκε.

Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:

O’Reilley v. Mackman [1982] 3 W.L.R. 604,

[*872]Attorney-General v. Christou (1962) C.L.R. 165,

In Re Droushiotis (1981) 1 C.L.R. 708,

R. v. London County Council, Ex parte Entertainments Protection Association Ltd [1931] 2 K.B.D. 233,

R. v. Nat Bell Liquors Ltd. [1922] 2 A.C. 154,

R. v. Hove Justices Ex parte Donne [1967] 2 All E.R. 1253,

R. v. West Sussex Quarter Sessions, Ex Parte, Albert and Maud Johnson Trust Ltd. and Others [1972] 3 All E.R. 468,

R. v. Justices of Kent [1880] 44 J.P. 298,

R. v. Gillyard [1848] 12 Q.B.D. 527,

R. v. Recorder of Leicester, Ex parte Wood [1947] 1 All E.R. 928,

R. v. Middlesex Quarter Sessions Chairman, Ex parte D.P.P. [1952] 2 Q.B.D. 758,

R. v. Hastings and Others [1909] 43 I.L.T. 185,

R. v. Northumberland Compensation Appeal Tribunal, Ex parte Shaw [1952] 1 All E.R. 122,

Anisminic Ltd. v. The Foreign Compensation Commission and Another [1969] 1 All E.R. 208,

O’Reilly v. Mackman and Others [1982] 3 All E.R. 1124,

R. v. Electricity Commissioners [1924] 1 K.B.D. 204,

Farquharson v. Morgan [1894] 1 Q.B.D. 552,

Estate Trust Agencies (1927) Ltd. v. Singapore Improvement Trust [1937] 3 All E.R. 324,

Christofi and Others v. Iacovidou (1986) 1 C.L.R. 236,

Frangos v. Medical Disciplinary Board (1983) 1 C.L.R. 256,

[*873]Eteria Andreas Panos Lanitis Ltd. v. Director of Lands and Surveys and the Attorney-General (1993) 1 Α.Α.Δ. 911,

In Re Lindos Constructions Ltd. (1989) 1(E) A.A.Δ. 648,

Γενικός Εισαγγελέας (1993) 1 Α.Α.Δ. 442,

In Re Argyrides (1987) 1 C.L.R. 30,

In Re Kakos (1985) 3 C.L.R. 350,

Μικρομμάτης v. Δημοκρατίας 2 R.S.C.C. 125,

Σεργίδης v. Δημοκρατίας (1991) 1 Α.Α.Δ.  119,

In Re Georghiou (1986) 1 C.L.R. 413,

In Re Loucaides (1986) 1 C.L.R. 458,

In Re Philippou (1986) 1 C.L.R. 568,

R. v. Ptohopoulos (1968), Volume 52, Cr. App. R. 47,

In Re Aeroporos and Others (1988) 1 C.L.R. 302,

Economides v. Police (1983) 2 C.L.R. 301,

Adidas v. Krashias Shoe Factory Ltd (Aρ. 1) (1990) 1 A.A.Δ. 873,

In Re Evangeli (1992) 1 A.A.Δ. 1443.

Aίτηση.

Aίτηση με την οποία ο αιτητής ζητά άδεια για την καταχώρηση αίτησης για έκδοση των προνομιακών διαταγμάτων certiorari και prohibition. Mε το πρώτο επιδιώκει την μεταφορά της ποινικής υπόθεσης 13544/97 από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού στο Aνώτατο και την ακύρωση της απόφασης που εκδόθηκε στις 27/5/1997. Mε το δεύτερο ζητά όπως απαγορευθεί η συνέχιση της εκδίκασης της υπόθεσης από το Δικαστή Σ. Σταυρινίδη.

Π. Νικολάου (Δ/νίς), για τον Αιτητή.

HΛIAΔHΣ, Δ.: Aνάγνωσε την ακόλουθη απόφαση.

[*874](Α)         ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Με την παρούσα αίτηση ο αιτητής ζητά άδεια για την καταχώριση αίτησης για την έκδοση,

(1)       Διατάγματος Certiorari για την ακύρωση της μέχρι της 27/5/1997 διεξαχθείσας ποινικής διαδικασίας ενώπιον του Ανώτερου Επαρχιακού Δικαστή Σ. Σταυρινίδη στην υπ’ αριθμό 13544/97 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ποινική υπόθεση,

(2)       Διατάγματος Prohibition  απαγορεύον στο Δικαστή Σ. Σταυρινίδη τη συνέχιση της εκδίκασης της πιο πάνω υπόθεσης,

(3)       Διατάγματος Certiorari με το οποίο ζητείται η μεταφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο της πιο πάνω υπόθεσης και η  ακύρωση διάφορων ενδιάμεσων αποφάσεων που είχαν εκδοθεί κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης τριών μαρτύρων κατηγορίας σχετικά με την αξιοπιστία τους.

Η αίτηση βασίζεται πάνω σε διάφορες πτυχές της ποινικής διαδικασίας όπως καθορίζονται στις ένορκες δηλώσεις του Μιχαλάκη Κυπριανού (δικηγόρου του αιτητή) και Ελένης Σιχ και Νίκου Ηλία (αδελφής και αδελφού του αιτητή) και στα πρακτικά της διαδικασίας που έχουν επισυναφθεί.

Κρίνω σκόπιμο να παραθέσω τα κύρια παράπονα του αιτητή, που περιληπτικά εστιάζονται στις πιο κάτω περιπτώσεις:-

(i) Ανάμειξη σε έρευνα περιεχομένου μαγνητοταινίας

Στις 5/5/1997, μετά τη συμπλήρωση της διαδικασίας της ημέρας εκείνης, κατόπιν πληροφοριών ότι η ακροαματική διαδικασία εμαγνητοφωνείτο, ο Δικαστής Σταυρινίδης έδωσε οδηγίες στην Αστυνομία να διερευνήσει το θέμα. Μέσα στα πιο πάνω πλαίσια, η Αστυνομία ζήτησε να ερευνήσει τον αδελφό και την αδελφή του κατηγορουμένου Νίκο Ηλία και Ελένη Σιχ μέσα στο διάδρομο του Δικαστηρίου. Οι πιο πάνω ζήτησαν τη βοήθεια του δικηγόρου κ. Μιχαλάκη Κυπριανού. Ενώ ο κ. Κυπριανού ζητούσε να πληροφορηθεί από την Αστυνομία αν είχε ένταλμα έρευνας, ο Δικαστής Σταυρινίδης που εξερχόταν από το Δικαστήριο, και που φαίνεται να είχε ακούσει τι είχε λεχθεί, απευθύνθηκε στον κ. Κυπριανού, και σύμφωνα με τον τελευταίο, του είπε: “Ξέρεις πολύ καλά ότι απαγορεύεται η κατοχή μαγνητοφώνου εντός του Δικαστηρίου.” Ο κ. Κυπριανού εξήγησε στο Δικαστή [*875]Σταυρινίδη, ότι η μαγνητοταινία περιείχε συνομιλία μιας μάρτυρος κατηγορίας με τη φίλη της, σύμφωνα με το περιεχόμενο της οποίας η μάρτυς είχει εκβιαστεί από την Αστυνομία για να ενοχοποιήσει τον κατηγορούμενο.  Κατόπιν επιμονής του Δικαστή Σταυρινίδη όπως παραδοθεί η μαγνητοταινία στην Αστυνομία, η αδελφή του κατηγορουμένου παρέδωσε το μαγνητόφωνο και τη μαγνητοταινία, που κατόπιν έρευνας αποδείχθηκε ότι, η μαγνητοταινία δεν περιείχε μαγνητοφωνημένη μαρτυρία από την ακροαματική διαδικασία.

Είναι η θέση της Υπεράσπισης ότι ο Δικαστής Σταυρινίδης έπρεπε να αποφύγει οποιαδήποτε εμπλοκή στο διάδρομο του Δικαστηρίου και ότι η ανάμειξη του και οι οδηγίες που είχε δώσει, έδειξαν ότι είναι εχθρικός προς τον κατηγορούμενο σε βαθμό να δημιουργηθούν αμφιβολίες και δικαιολογημένοι φόβοι στον αδελφό και αδελφή του κατηγορουμένου, αν ο Δικαστής θα μπορούσε να απονέμει ανεπηρέαστα δικαιοσύνη στον κατηγορούμενο.

(ii)        Επεισόδιο με μεταφραστή

Πριν από την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας της 29/4/1997, η Υπεράσπιση ανέφερε στο Δικαστήριο ότι είχε αναθέσει στον καθηγητή της Β΄ Τεχνικής Σωκράτη Λεωνίδου που γνωρίζει τη Ρωσσική γλώσσα να βοηθήσει την Υπεράσπιση.  Από τα πρακτικά φαίνεται ότι προτού αρχίσει η διαδικασία ο Δικαστής, απευθυνόμενος στο συνήγορο του κατηγορουμένου κ. Μ. Κυπριανού, του είπε: “Θα παρακαλέσω να καθήσει πίσω σας ο μεταφραστής, κ. Κυπριανού.”. Ακολούθως άρχισε η ακροαματική διαδικασία.

Είναι η θέση της Υπεράσπισης ότι με τις οδηγίες του Δικαστηρίου όπως ο μεταφραστής καθήσει πίσω από τους δικηγόρους, η Υπεράσπιση στερήθηκε της βοήθειάς του και δόθηκε η εντύπωση ότι η Υπεράσπιση δεν έτυχε ίσης μεταχείρισης, όπως το δικαίωμα αυτό κατοχυρώνεται με το Σύνταγμα.

(iii)       Αποστέρηση ευχέρειας αντεξέτασης

Κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης των δύο μαρτύρων κατηγορίας Τατιάνας Κολομίετς και Ναταλίας Σκούρο το Δικαστήριο δεν επέτρεψε την υποβολή μερικών ερωτήσεων, που αν και δεν ήταν σχετικές με τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε ο κατηγορούμενος, εν τούτοις, είναι η θέση της Υπεράσπισης, ότι οι ερωτήσεις ήταν σχετικές αναφορικά με την αξιοπιστία των πιο πάνω μαρτύ[*876]ρων και έπρεπε να γίνουν αποδεκτές. Εδώ θα πρέπει να αναφερθεί ότι το Δικαστήριο δε γνωρίζει από τα στοιχεία που έχουν προσκομισθεί ποια ήταν η φύση και οι κατηγορίες που αντιμετώπιζε ο αιτητής στην υπ’ αρ. 13544/97 ποινική υπόθεση.

Πιο συγκεκριμένα είναι το παράπονο της Υπεράσπισης ότι ο Δικαστής Σταυρινίδης δεν επέτρεψε κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης της μάρτυρος Τατιάνας Κολομίετς ερωτήσεις αναφορικά με την ώρα που αφίχθηκε στην Κύπρο, με ποιους διέμενε στη Λεμεσό, ποιο ήταν το διαμέρισμά της και ποιοι οι φίλοι της, και κατά πόσο σε κάποιο στάδιο είχε εγκαταλείψει τη Λεμεσό. Οι ερωτήσεις αυτές σύμφωνα με την Υπεράσπιση έπρεπε να γίνουν αποδεκτές για να ελεγχθεί η αξιοπιστία της μάρτυρος.

Για τη μάρτυρα Ναταλία Σκούρο, είναι η θέση της Υπεράσπισης ότι ο Δικαστής Σταυρινίδης έκαμε κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης της ορισμένες ανεπίτρεπτες παρεμβάσεις. Μερικές από αυτές συμπεριλαμβάνουν οδηγίες στην Υπεράσπιση να μην προσπαθεί να εκμαιεύσει άλλες απαντήσεις από όσα είχε πει η μάρτυς στο Δικαστήριο και επεμβάσεις που ζητούσαν από την Υπεράσπιση να διευκρινίσει ορισμένες ερωτήσεις που υπέβαλε στη μάρτυρα.

(iv)       Προκατάληψη

Είναι η θέση της Υπεράσπισης ότι η επανειλημμένη αποδοχή των συνεχών ενστάσεων του Αστυνομικού Εισαγγελέα σε ερωτήσεις που υπέβαλλε η Υπεράσπιση στους μάρτυρες κατηγορίας, και συγκεκριμένες παρεμβάσεις του Δικαστή, παραβιάζουν τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης αφού δείχνουν ότι ο Δικαστής φορείται από προκατάληψη (bias). Επιπρόσθετα αναφέρονται μερικά περιστατικά τα οποία κατά τους ισχυρισμούς της Υπεράσπισης συνέβηκαν στη διαδικασία με αποτέλεσμα να δημιουργείται η εντύπωση ότι επιβεβαιώνουν τον ισχυρισμό ότι ο Δικαστής εφορείτο από προκατάληψη.

Ειδικότερα γίνεται αναφορά σε μια συγκεκριμένη επέμβαση του Δικαστή κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης της μάρτυρος από το δικηγόρο του κατηγορουμένου κ. Μ. Κυπριανού αναφορικά με το κέντρο ΝΟΤΕΣ, την οποία κρίνω σκόπιμο να παραθέσω αυτούσια:-

“Ε. Τώρα με βάση την σημερινή ημέρα πόσες μέρες πριν από σήμερα πήγες εις τα μπουζούκια Νότες;

[*877]Δικαστήριο προς κ. Κυπριανού:-

Θα πρέπει να σας τονίσω ότι τα μπουζούκια που ονομάζετε εσείς Νότες δεν είναι μπουζούκια αλλά οτιδήποτε άλλο.

κ. Κυπριανού:-

Είναι από τη δική σας γνώση.

Δικαστήριο:-

Το Δικαστήριο έκαμε αυτή την παρατήρηση η οποία κατεγράφη.”

Σε μια άλλη περίπτωση σε ερώτηση που υποβλήθηκε στη μάρτυρα Τατιάνα Κολομίετς αν είχε στην Πάφο σεξουαλικές σχέσεις επί πληρωμή, ο Δικαστής Σταυρινίδης επενέβη για να την προειδοποιήσει ότι μπορούσε να μην απαντήσει την ερώτηση, που μπορούσε να αποβεί ενοχοποιητική για τη μάρτυρα.

Συμπληρωματικά επισημαίνεται η άρνηση του Δικαστή να καταγράψει το Ρωσικό κείμενο μιας κατάθεσης της μάρτυρος στην Αστυνομία με τη δικαιολογία που πρόβαλε ο Δικαστής, “Πού ξέρεις  ότι το Δικαστήριο δεν γνωρίζει Ρωσικά;”  Είναι η θέση της Υπεράσπισης ότι η καταγραφή του Ρωσικού κειμένου έπρεπε να γίνει για να καταστεί δυνατή η σύγκριση της μαρτυρίας της μάρτυρος με το Ρωσικό κείμενο.

(Β) Η ΝΟΜΙΚΗ  ΠΛΕΥΡΑ

Η Νομική Θέση στην Αγγλία.

Στην Αγγλία τα Προνομιακά διατάγματα εκδίδονταν από το Δικαστήριο King’s Bench μέσα στα πλαίσια της δικαιοδοσίας που είχε να εξασκεί έλεγχο πάνω σε κατώτερα Δικαστήρια.

Το διάταγμα Habeas Corpus μπορούσε να διατάξει την απελευθέρωση ενός κατηγορουμένου, το διάταγμα Certiorari μπορούσε να διατάξει την παραπομπή του φακέλου μιας υπόθεσης από ένα κατώτερο Δικαστήριο στο Ανώτατο Δικαστήριο για να ελεγχθεί κατά πόσο υπήρξε υπέρβαση δικαιοδοσίας ή ύπαρξη νομικής πλάνης, το διάταγμα Prohibition μπορούσε να διατάξει την αναστολή μιας διαδικασίας μέχρις ότου διαπιστωθεί η ορθότητά της, το διάταγμα Mandamus μπορούσε να διατάξει ένα κατώτερο Δικαστήριο να εκτελέσει ένα δημόσιο καθήκον, και το διατάγμα Quo Warranto μπορούσε να διατάξει ένα πρόσωπο που εκτελούσε δημόσιο καθήκον να παύσει να εκτελεί τα καθή[*878]κοντα αυτά, αν δεν είχε τέτοιο δικαίωμα.

Σε αντίθεση με το Ηπειρωτικό Δίκαιο, μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα στην Αγγλία επικρατούσε η άποψη ότι δεν υπήρχε διαφορά μεταξύ του Δημόσιου δικαίου (Public Law) και Ιδιωτικού δικαίου (Private Law) και τούτο γιατί αφ’ ενός στην Αγγλία δεν υπήρχαν έγγραφες συνταγματικές διατάξεις, και από την άλλη υπήρχε η δυνατότητα της συνεχούς τροποποίησης των συνταγματικών κανόνων. (Ίδε Dicey “Law of the Constitution”, Halsbury’s “Laws of England”, 4th Edition, (1974) para. 801).

Όμως τα τελευταία 40 χρόνια ο μεγάλος αριθμός παραπόνων εναντίον οργάνων της δημόσιας διοίκησης και η αυξημένη ανησυχία της διασφάλισης των δικαιωμάτων του πολίτη, οδήγησαν σε μια πιο έντονη επέμβαση των Δικαστηρίων που άρχισαν να συνειδητοποιούν τη σημασία του Ιδιωτικού δικαίου. Έτσι το 1892 ο Lord Denning τονίζει τη διαφορά μεταξύ Δημόσιου και Ιδιωτικού δικαίου λέγοντας ότι,

“In modern times we have come to recognize two separate fields of law: one of private law, the other of public law. Private law regulates the affairs of subjects as between themselves. Public law regulates affairs of subjects vis-a-vis public authorities.” (O’ Reilley v. Mackman [1982] 3 W.L.R. 604, στη σελίδα 619.)

Μέσα στα πλαίσια της συνειδητοποίησης της σημασίας του Ιδιωτικού δικαίου, μετά το 1950 παρατηρούνται στην Αγγλία δυο σημαντικές εξελίξεις. Η πρώτη ήταν η επέκταση της δικαιοδοσίας των διαταγμάτων έτσι που να συμπεριλαμβάνουν όλες τις πράξεις Δημοσίων Οργάνων (Public Authorities) σε περιπτώσεις που ενεργούσαν χωρίς να έχουν δικαιοδοσία, όπως επίσης και σε περιπτώσεις όπου στα πρακτικά της διαδικασίας υπήρχαν έκδηλες νομικές πλάνες.  Η άλλη εξέλιξη ήταν η απαρχή της έκδοσης των προνομιακών ενταλμάτων και με συνήθεις αγωγές, έτσι που να καθίσταται δυνατή και η παροχή θεραπειών του Δικαίου της Επιείκειας, όπως π.χ. της Διακήρυξης (Declaration) και των Απαγορευτικών Διαταγμάτων (Injunctions) εναντίον Δημοσίων οργάνων (Public Authorities) σε περιπτώσες παραβίασης των αρχών του Δημόσιου δικαίου.

Η συνεχής αύξηση των παραπόνων εναντίον της Διοίκησης και η ταυτόχρονη εξέτασή τους με την παροχή θεραπειών από διαφορετικά Δικαστήρια, οδήγησαν τελικά στην έγκριση του Νόμου The Supreme Court Act 1981. Σύμφωνα με τις πρόνοιες του [*879]Άρθρου 31 του πιο πάνω Νόμου, όλες οι προηγούμενες θεραπείες έχουν συγχωνευθεί σε μια νέα διαδικασία που αποκαλείται “Δικαστική Αναθεώρηση” (Judicial Review). Τα Δικαστήρια τώρα μπορούν να εκδώσουν τόσο προνομιακά διατάγματα (Mandamus, Prohibition, Certiorari, Quo Warranto και Habeas Corpus), όσο και θεραπείες που εκδίδουν τα Δικαστήρια του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Διακηρύξεις και Απαγορευτικά Διατάγματα). Η διαδικασία έχει γίνει πολύ πιο απλή και γρήγορη αφού  υιοθετήθηκε η καταχώριση κλήσης (Summons) και όχι Κλητηρίου Εντάλματος (Writ of Summons). Δεν υπάρχει ανάγκη καταχώρισης δικογράφων και η μαρτυρία δίνεται με ένορκες δηλώσεις, ενώ σε σπάνιες περιπτώσεις επιτρέπεται η αντεξέταση.  Πρέπει να τονιστεί ότι σε μια προσπάθεια περιορισμού της κατάχρησης του δικαιώματος καταφυγής στα Δικαστήρια, ο αιτητής, θα πρέπει προτού καταχωρήσει την αίτησή του, να πάρει τη σχετική έγκριση του αρμόδιου Δικαστή.

Οι σχετικές νομοθετικές πρόνοιες του Supreme Court Act 1981 δίνουν σήμερα στα Αγγλικά Δικαστήρια μια μεγάλη διακριτική ευχέρεια στα Δικαστήρια στην εξέταση μιας αίτησης, αφού η χρησιμοποίηση των λέξεων “λαμβανομένων υπ’ όψη” (having regard to) αναφορικά με τις νομικές αρχές που είχαν καθιερωθεί μέχρι το 1981 στον τομέα αυτό, δε δεσμεύει τα Δικαστήρια να ακολουθούν αυστηρά τους προηγούμενους κανόνες όπως είχαν διαμορφωθεί μέχρι το 1981, αλλά να αναπτύσσουν το Δημόσιο δίκαιο όπως το κρίνουν καλύτερα.

Η Νομική Θέση στην Κύπρο.

Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 155(4) του Συντάγματος και των άρθρων 3 και 9 του Περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου 33/64 όπως έχει τροποποιηθεί, η έκδοση προνομιακών ενταλμάτων ανήκει αποκλειστικά στο Ανώτατο Δικαστήριο και οι αρχές που εφαρμόζονται είναι οι αντίστοιχες Αγγλικές αρχές.

Το θέμα της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου και οι λόγοι για τους οποίους μπορεί να εκδοθεί ένα διάταγμα Certiorari εξετάστηκαν στην υπόθεση Attorney-General v. Christou (1962) C.L.R. 165, όπου ο Δικαστής Ιωσηφίδης είπε ότι,

“... Certiorari issues out of the High Court of Cyprus (under article 155.4 of the Constitution), in the same way as it issues out of the High Court in England, against any inferior Court or [*880]body or person having legal authority to determine questions affecting the rights of citizens and having the duty to act judicially. It orders the removal of the record to the High Court, which will, if a defect of process is disclosed, order that the proceedings reviewed be quashed. The grounds on which the decision will be quashed include any excess or want of jurisdiction, error of law on the face of the record, bias or interest on the part of the persons making the decision, and the obtaining of the decision by fraud or perjury. This is a power conferred on the High Court in the exercise of its supervisory jurisdiction and controlling powers over inferior Courts.”

Πρέπει να τονιστεί ότι το διάταγμα δεν μπορεί να εκδοθεί αναφορικά με θέματα που εμπίπτουν μέσα στη δικαιοδοσία που καθορίζει το Άρθρο 146 του Συντάγματος.  Το Άρθρο 146 καθιέρωσε μία διαδικασία σύμφωνα με την οποία η προσβολή της εγκυρότητας μιας διοικητικής πράξης εμπίπτει μέσα στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Αντίθετα η προσβολή της εγκυρότητας και/ή νομιμότητας μιας δικαστικής απόφασης ενός κατώτερου Δικαστηρίου εξετάζεται μέσα στα πλαίσια των αρχών που καθορίζουν τα προνομιακά εντάλματα. (In Re Droushiotis (1981) 1 C.L.R. 708 και Christofi v. Iacovidou (1986) 1 C.L.R. 236).

Με την παρούσα αίτηση ο αιτητής επιζητά την άδεια για καταχώριση αίτησης για την έκδοση διαταγμάτων Certiorari και Prohibition. Πολύ ορθά, στο στάδιο της αγόρευσής του ο ευπαίδευτος συνήγορος του κατηγορούμενου, απέσυρε την αίτηση του αναφορικά με την άδεια καταχώρισης αίτησης για την έκδοση διατάγματος Mandamus.

(i) Certiorari

Στην Αγγλία, αρχικά το διάταγμα Certiorari εκδιδόταν από το Δικαστήριο King’s Bench Division του Ανωτάτου Δικαστηρίου μέσα στα πλαίσια της δικαιοδοσίας που είχε να εξασκεί υποχρεωτικό έλεγχο πάνω σε κατώτερα Δικαστήρια. Το διάταγμα απαιτούσε από Δικαστές ή αξιωματούχους κατώτερων Δικαστηρίων να στείλουν στο Κing’s Βench Division τα πρακτικά της δίκης για να εξετάσει τη νομιμότητα της ακροαματικής διαδικασίας ή για να προσφέρει μια πιο ικανοποιητική διαδικασία από αυτή που ελάμβανε χώρα στο κατώτερο Δικαστήριο. (Short & Mellor “Crown Office Practice” (1908) Volume II).

Το διάταγμα αναφέρεται σε θέματα που σχετίζονται με τη δι[*881]καιοδοσία ενός κατώτερου Δικαστηρίου. Το θέμα της δικαιοδοσίας εξετάστηκε στην υπόθεση R. v. London County Council, Ex parte Entertainments Protection Association Ltd. [1931] 2 K.B.D. 233, όπου ο Δικαστής Scrutton είπε ότι,

“The writ of certiorari is a very old and high prerogative writ drawn up for the purpose of enabling the Court of King’s Bench to control the action of inferior courts and to make it certain that they shall not exceed their jurisdiction; and therefore the writ of certiorari is intended to bring into the High Court the decision of the inferior tribunal, in order that the High Court may be certified whether the decision is within the jurisdiction of the inferior court.  ...”

Το διάταγμα Certiorari μπορεί να εκδοθεί τόσο για ποινικές όσο και για πολιτικές υποθέσεις. Σύμφωνα με το Δικαστή Sumner,

“There is no reason to suppose that, if there were any difference in the rules as to the examination of the evidence below on certiorari before a superior court, it would be a difference in favour of examining it in criminal matters, when it would not be examined in civil matters, but, truly speaking, the whole theory of certiorari shows that no such difference exists. The object is to examine the proceedings in the inferior court to see whether its order has been made within its jurisdiction.   ...”

(R. v. Nat Bell Liquors Ltd. [1922] 2 A.C. 154.)

Το Διάταγμα Certiorari σε αντίθεση με το διάταγμα Mandamus, μπορεί να εκδοθεί έστω και αν προσφέρεται στον αιτητή μια άλλου είδους θεραπεία, όπως π.χ. το δικαίωμα να ασκήσει έφεση (R. v. Hove Justices, Ex parte Donne [1967] 2 All E.R. 1253 (N)), αλλά δεν μπορεί να εκδοθεί επειδή έχει περιέλθει στην κατοχή του αιτητή νέα μαρτυρία που δεν υπήρχε κατά τη διάρκεια της ακρόασης (R. v. West Sussex Quarter Sessions, Ex Parte, Albert and Maud Johnson Trust Ltd. and Others [1972] 3 All E.R. 468). Όμως ένα διάταγμα Certiorari θεωρείται ως κατάλληλη θεραπεία σε περιπτώσεις όπου αμφισβητείται η δικαιοδοσία ενός κατώτερου Δικαστηρίου (R. v. Justices of Kent [1880] 44 J.P. 298), όταν μια διαταγή ή καταδίκη είναι προϊόν συμπαιγνίας (R. v. Gillyard [1848] 12 Q.B.D. 527) ή απάτης (R. v. Recorder of Leicester, Ex parte Wood [1947] 1 All E.R. 928) ή όταν ένα σοβαρό λάθος εμφανίζεται στη διαδικασία. (Halsbury’s “Laws of England”, 4th Edition, Volume 1, para. 84).

Το διάταγμα δε θεωρείται κατάλληλη θεραπεία και δεν μπο[*882]ρεί να εκδοθεί για να ακυρώσει μια αθωωτική απόφαση (R. v. Middlesex Quarter Sessions Chairman, Ex parte D.P.P. [1952] 2 Q.B.D. 758) ή μια απόφαση παραπομπής ή όχι ενός κατηγορουμένου σε δίκη ενώπιον Κακουργιοδικείου (R. Hastings v. Galway County J.J. [1909] 43 I.L.T. 185).

Αρχικά στην Αγγλία ενώ ένα διάταγμα Certiorari μπορούσε να εκδοθεί για υπέρβαση δικαιοδοσίας και διόρθωση νομικής πλάνης, αργότερα η χρήση του περιορίστηκε στη διόρθωση νομικών λαθών που περιέχονταν στα πρακτικά της δίκης. Όμως η ραγδαία δημιουργία σωμάτων με ημιδικαστικές εξουσίες (Tribunals) επέβαλε την εξάσκηση υπεύθυνου δικαστικού ελέγχου σε μια προσπάθεια μείωσης νομικών λαθών. Έτσι με την απόφαση στην υπόθεση R. v. Northumberland Compensation Appeal Tribunal, Ex parte Shaw [1952] 1 All E.R. 122,  επαναβεβαιώθηκε η χρήση του διατάγματος και σε περιπτώσεις ύπαρξης πρόδηλης νομικής πλάνης (error of law appearing on the face of the record.).

Όπως τονίστηκε στην πιο πάνω απόφαση για το διάταγμα Certiorari,

“... It exists to correct an error of law where revealed on the face of an order or decision or irregularity, or absence of, or excess of, jurisdiction where shown.  The control is exercised by removing an order or decision, and then by quashing it.”

(Ίδε επίσης Anisminic Ltd. v. The Foreign Compensation Commisssion and Another [1969] 1 All E.R. 208 και O’ Reilly v. Mackman and Others [1982] 3 All E.R. 1124.)

(ii)        Prohibition

Το διάταγμα Prohibition, που συνήθως εκδίδεται μαζί με ένα διάταγμα Certiorari, απευθύνεται σε ένα κατώτερο Δικαστήριο και του απαγορεύει να συνεχίσει μια διαδικασία, όταν το κατώτερο Δικαστήριο παραβαίνει τη δικαιοδοσία του ή καταστρατηγεί τους νόμους της χώρας. Όπως έχει πει ο Δικαστής Atkin για τα διατάγματα Certiorari και Prohibition στην υπόθεση R. v. Electricity Commissioners [1924] 1 K.B.D. σ. 204,

“... Both writs are of great antiquity, forming part of the process by which the King’s Courts restrained courts of inferior jurisdiction from exceeding their powers.  Prohibition restrains the tribunal from proceeding further in excess of jurisdiction; [*883]certiorari requires the record or the order of the court to be sent up to the King’s Bench Division, to have its legality inquired into, and, if necessary, to have the order quashed.”

Αρχικά το διάταγμα εκδιδόταν για να περιορίσει την ανάμειξη των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων στη δικαιοδοσία που είχαν τα Πολιτικά Δικαστήρια και ο χαρακτήρας του διατάγματος ήταν προληπτικός παρά διορθωτικός, αφού απέβλεπε στην πρόληψη μιας μελλοντικής επέμβασης παρά στην ακύρωση μιας επέμβασης που είχε ήδη γίνει.

Το Δικαστήριο έχει διακριτική ευχέρεια να εκδώσει το διάταγμα ακόμα και όταν το λάθος δεν είναι εμφανές. Όταν όμως η έλλειψη δικαιοδοσίας είναι πασιφανής, το Δικαστήριο έχει υποχρέωση να εκδώσει το σχετικό διάταγμα. Όπως έχει θέσει το θέμα ο Lord Halsbury στην υπόθεση Farquharson v. Morgan [1894] 1 Q.B.D. 552, στη σελίδα 556,

“... It has been long settled that, where an objection to the jurisdiction of an inferior Court appears on the face of the proceedings, it is immaterial by what means and by whom the Court is informed by such objection.  The Court must protect the prerogative of the Crown and the due course of the administration of justice by prohibiting the inferior Court from proceeding in matters as to which it is apparent that it has no jurisdiction.”

Μια αίτηση για την έκδοση ενός διατάγματος Prohibition πρέπει να καταχωρείται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.  Όμως η αίτηση δεν μπορεί να θεωρείται ως καθυστερημένη σε βαθμό που να δικαιολογεί την απόρριψή της, όταν μπορεί ακόμα με την έκδοση του διατάγματος να επιφέρει κάποια αποτελέσματα. (Estate Trust Agencies (1927) Ltd. v. Singapore Improvement Trust [1937] 3 All E.R. 324).  Η ίδια γραμμή ακολουθήθηκε και στην Κύπρο στην υπόθεση Christofi v. Iacovidou (1986) 1 C.L.R. 236, όπου αποφασίστηκε ότι ένα διάταγμα Prohibition εκδίδεται όχι μόνον για να απαγορεύει την έκδοση ενός διατάγματος από ένα κατώτερο Δικαστήριο, αλλά και την εκτέλεση ενός διατάγματος όπως π.χ. ενός διατάγματος έξωσης.

Το διάταγμα Prohibition αποσκοπεί στην παρεμπόδιση άσκησης δικαιοδοσίας σώματος που ασκεί δικαστική ή οιονεί δικαστική εξουσία κατά υπέρβαση της δικαιοδοσίας του.  (Halsbury’s “Laws of England”, 3rd Edition, Volume II, para. 1113.)  Τα κύρια χαρακτηριστικά της δικαστικής λειτουργίας σε αντιπαράθεση με [*884]τη διοικητική λειτουργία εξετάστηκαν στην υπόθεση Frangos v. Medical Disciplinary Board (1983) 1 C.L.R. 256, και αργότερα στην υπόθεση Eteria Andreas Panos Lanitis Ltd. v. Director of Lands and Surveys and the Attorney-General (Πολιτική Έφεση Αρ. 6611 της 23/11/1993), όπου τονίστηκε ότι η λειτουργία του Διευθυντή του Κτηματολογίου είναι διοικητική και δεν υπόκειται σε αναθεωρητικό έλεγχο σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 155(4) του Συντάγματος.

Οι σκοποί του διατάγματος Certiorari και Prohibition έχουν διασαφηνιστεί από το Δικαστή Νικήτα στην υπόθεση In Re Lindos Constructions Ltd. - (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. σ. 648. Όπως αναφέρει ο Δικαστής Νικήτας,

“... Καταρχήν τα δύο αυτά διατάγματα, certiorari και prohibition, αποσκοπούν στον έλεγχο εκτός άλλων και των κατώτερων δικαστηρίων με την έννοια ότι οι ενέργειες ή αποφάσεις τους διατηρούνται αυστηρά μέσα στα πλαίσια δικαιοδοσίας που τους παρέχουν οι σχετικοί νόμοι. Με τη χρήση των ελεγκτικών διαταγμάτων αποτρέπεται ή ακόμη μπορεί να θεραπευθεί κάθε σχετική υπέρβαση ή κατάχρηση της αρμοδιότητάς τους.  Πιο συγκεκριμένα το διάταγμα prohibition αποτρέπει την άσκηση αρμοδιότητας στην περίπτωση που δεν υπάρχει, απαγορεύοντας τη συνέχιση διαδικασίας καθ’ υπέρβαση εξουσίας·  ενώ το διάταγμα certiorari εξυπηρετεί διπλό σκοπό: αποτροπή της δράσης ενός δικαστηρίου εκτός της αρμοδιότητάς του ή παροχή άμεσης θεραπείας.  Αυτό επιτυγχάνεται με τη διερεύνηση της νομιμότητας του πρακτικού ή διατάγματος του κατώτερου δικαστηρίου και εν ανάγκη την ακύρωση τέτοιου διατάγματος ή απόφασης: R. v. Electricity Commissioners [1924] 1 K.B. 171 C.A., Frome United Breweries v. Bath JJ [1926] A.C. 586.”

Όμως το διάταγμα δεν μπορεί να εκδοθεί όταν η απόφαση που προσβάλλεται αφορά διαδικαστικό θέμα που δεν προοιωνίζει το αποτέλεσμα αφού αφήνει άθικτα τα δικαιώματα των διαδίκων, όπως π.χ. όταν στρέφεται εναντίον απόφασης της Επιτροπής Προστασίας και Ανταγωνισμού (που συστάθηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου 207/89) με την οποία αναστάληκε επίλυση θέματος που ηγέρθη από το Γενικό Εισαγγελέα μέχρι την αποπεράτωση της διαδικασίας (Επί τοις αφορώσι το Γενικό Εισαγγελέα, Αίτηση Αρ. 80/93 της 22/6/93).

Θέματα που εμπίπτουν μέσα στα πλαίσια της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, όπως π.χ. μια απορριπτική απόφαση για [*885]την επανάκληση μαρτύρων, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο έκδοσης του διατάγματος. (Αίτηση Αρ.69/96 της 29/4/1996.)

Μέσα στα ίδια πλαίσια κρίθηκε ότι απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας να μην επιτρέψει αναβολή της ακρόασης σε ποινική υπόθεση, γιατί ο δικηγόρος του κατηγορουμένου δεν μπορούσε να παρουσιαστεί λόγω της αποχής των δικηγόρων Λευκωσίας από εμφανίσεις σε ποινικές υποθέσεις ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, δεν μπορούσε να δικαιολογήσει την έκδοση διατάγματος Prohibition αφού η άρνηση για αναβολή δεν αποστερούσε από τον κατηγορούμενο το δικαίωμα να έχει δικηγόρο της εκλογής του να τον υπερασπίσει, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 30(3)(δ) του Συντάγματος. Όπως τονίστηκε στη σχετική απόφαση, “Ότι αρνήθηκε το Επαρχιακό Δικαστήριο να πράξει ήταν να εξαρτήσει την απονομή της δικαιοσύνης από την επιθυμία του δικηγόρου να εμφανιστεί και να υπερασπίσει τον κατηγορούμενο.”. (Επί τοις αφορώσι το Μιχάλη Μαγκάκη, Αίτηση Αρ. 160/90 της 6/12/1990.)

Όπως έχει νομολογιακά καθιερωθεί ένα διάταγμα Certiorari  μπορεί να εκδοθεί για να ακυρώσει μια απόφαση Επαρχιακού Δικαστηρίου στην οποία αναφέρεται ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να εξετάσει μια αίτηση εγγραφής στην Κύπρο Αγγλικής δικαστικής απόφασης για διατροφή σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 40(1) των Περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, και για να ακυρώσει ένα διάταγμα παραπομπής ενός κατηγορουμένου σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου νοουμένου ότι υπάρχει πρόδηλη πλάνη νόμου στα πρακτικά της δίκης (In Re Argyrides (1987) 1 C.L.R. 30). 

(Γ)       ΕΥΡΗΜΑΤΑ

Με βάση τα πιο πάνω θα προχωρήσω να εξετάσω κατά πόσο ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση της σχετικής άδειας, έχοντας υπ’ όψη ότι θα πρέπει να διαγράφεται πειστικά ότι υπάρχει συγκεκριμένο ζήτημα προς συζήτηση έστω και αν η μετέπειτα ολοκληρωτική του εξέταση δυνατό να ανατρέψει την πρώτη εικόνα που μπορεί να δημιουργηθεί. (In Re Kakos (1985) 3 C.L.R. 350.)

(i) Ανάμειξη σε έρευνα περιεχομένου μαγνητοταινίας.

Οι οδηγίες που είχε δώσει ο Δικαστής Σταυρινίδης για τη διενέργεια έρευνας για ισχυριζόμενη χρήση μαγνητοφώνου μέσα στην αίθουσα του Δικαστηρίου και η μετέπειτα στιχομυθία που [*886]είχε με το δικηγόρο της Υπεράσπισης μέσα στο διάδρομο του Δικαστηρίου, μετά τη λήξη της ακροαματικής διαδικασίας, δεν μπορεί να λεχθεί ότι μπορούσαν να δημιουργήσουν την εντύπωση ότι ήταν εχθρικός προς τον κατηγορούμενο, σε βαθμό που δε θα μπορούσε να απονέμει ανεπηρέαστα δικαιοσύνη.

Οι οδηγίες του Δικαστηρίου για έρευνα κατά πόσο είχε μαγνητοφωνηθεί η παράθεση μαρτυρίας μέσα στα πλαίσια ελέγχου της ακροαματικής διαδικασίας δόθηκαν κατόπιν πληροφορίας που είχε μεταβιβαστεί στο Δικαστήριο και φαίνεται ότι ήταν δικαιολογημένες.  Η εμφάνιση του Δικαστή στο διάδρομο μετά τη συμπλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας της ημέρας εκείνης και η στιχομυθία, που είχε με το δικηγόρο της Υπεράσπισης, δε δείχνει ότι ήταν εχθρικός προς τον κατηγορούμενο σε βαθμό που να μην μπορεί αργότερα να απονέμει ανεπηρέαστα δικαιοσύνη.

(ii) Επεισόδιο με μεταφραστή.

Η κατά ισχυρισμό παραβίαση της συνταγματικής κατοχύρωσης της ίσης μεταχείρισης εμφανίζεται με τις οδηγίες του Δικαστή Σταυρινίδη να παρακαθήσει ο μεταφραστής της Υπεράσπισης μέσα στην αίθουσα του Δικαστηρίου, πίσω από το δικηγόρο του κατηγορούμενου. Άνκαι δεν έχει γίνει ρητή αναφορά από την Υπεράσπιση ποιο συγκεκριμένο άρθρο του Συντάγματος παραβιάζεται, μπορεί να λεχθεί τούτο πρέπει να είναι το άρθρο 28(1) το οποίο προνοεί ότι όλοι είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, της διοίκησης και της δικαιοσύνης και δικαιούνται να τυγχάνουν ίσης μεταχείρισης και προστασίας.

Το άρθρο αυτό έχει ερμηνευθεί σε διάφορες αποφάσεις όπου τονίστηκε ότι η ισότητα δε μεταδίδει την έννοια της ακριβούς αριθμητικής ισότητας, αλλά τη διασφάλιση εναντίον αυθαίρετων διακρίσεων (ίδε Μικρομμάτης v. Δημοκρατίας 2 R.S.C.C. 125). Έχει επίσης τονιστεί ότι η δυναμική της αρχής της ισότητας επιβάλλει την εξέταση των λεπτομερειών της υπόθεσης σε μια προσπάθεια αποκλεισμού δημιουργίας αυθαίρετων τυχαίων ή συμπτωματικών διακρίσεων (ίδε Σεργίδης v. Δημοκρατίας (1991) 1 Α.Α.Δ. σ. 119).

Σε ερωτήσεις όπου διαφαίνεται παραβίαση αρχών φυσικής δικαιοσύνης ή συνταγματικών κατοχυρώσεων ενός διαδίκου, όπως π.χ. παραβίαση των συνταγματικών προνοιών του  Άρθρου 30(3) του Συντάγματος, ο διάδικος που επηρεάζεται μπορεί να ζητήσει την έκδοση διατάγματος Certiorari (In Re Georghiou (1986) 1 C.L.R. 413, In Re Loucaides (1986) 1 C.L.R. [*887]458, In Re Philippou (1986) 1 C.L.R. 568, Halsbury’s “Laws of England”, 3rd Edition, Volume II, para. 122, p. 64-65).

Δε νομίζω ότι με τις πιο πάνω οδηγίες που είχαν δοθεί, είχαν επηρεασθεί τα δικαιώματα του κατηγορούμενου σε βαθμό που να επηρεάζεται η συνταγματική πρόνοια της ίσης μεταχείρισης.  Ο συνήγορος της Υπεράσπισης θα μπορούσε να επικοινωνήσει με το μεταφραστή κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας και δε φαίνεται ότι υπήρξε οποιοδήποτε κώλυμα για μια τέτοια συνεργασία.  Από την άλλη χωρίς να φαίνεται στα πρακτικά ότι υπήρξε άνιση μεταχείριση, με την έννοια ότι το Δικαστήριο επέτρεψε σε μεταφραστή της Κατηγορούσας Αρχής να παρακάθεται κοντά στον εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής, ενώ στην περίπτωση της Υπεράσπισης δεν έχει δοθεί μια τέτοια διευκόλυνση, η εισήγηση της Υπεράσπισης για άνιση μεταχείριση δεν μπορεί να ευσταθήσει.

(iii) Αποστέρηση ευχέρειας αντεξέτασης.

Ο ισχυρισμός για αποστέρηση ευχέρειας για την αντεξέταση μαρτύρων κατηγορίας, αναφέρεται στη μη αποδοχή εκ μέρους του Δικαστηρίου ερωτήσεων που υποβλήθηκαν από την Υπεράσπιση, που κατά τους ισχυρισμούς της Υπεράσπισης είχαν σχέση με την αξιοπιστία των μαρτύρων κατηγορίας.

Η καταστροφή της αξιοπιστίας ενός μάρτυρα μπορεί να επιτευχθεί με τη δημιουργία αμφιβολιών για την ορθότητα των πληροφοριών του, την έλλειψη καλού μνημονικού, όπως επίσης και με την απόδειξη προηγούμενων ασυμβίβαστων δηλώσεων. Μέσα στα πλαίσια αυτά το Δικαστήριο έχει την ευθύνη να επιτρέπει τις ερωτήσεις εκείνες που είναι αναγκαίες για την προβολή της υπόθεσης του διάδικου. Όπως έχει λεχθεί στην Υπόθεση R. v. Ptohopoulos (1968) Volume 52, Cr. App. R. 47,

“Ο Δικαστής οφείλει να επιδεικνύει κάθε λογική ανεκτικότητα αλλά οφείλει να επιτηρεί τον έλεγχο της δίκης και να φροντίζει από την μια να μη αποκλείεται οποιαδήποτε σχετική μαρτυρία και από την άλλη να αποκλείεται η άχρηστη σπατάλη χρόνου.”

Στην παρούσα υπόθεση είναι ορθό ότι δεν είχαν γίνει αποδεκτές μερικές ερωτήσεις που πιθανόν να είχαν σχέση με την αξιοπιστία των μαρτύρων κατηγορίας.  Η αποδοχή των ερωτήσεων αυτών ενέπιπτε μέσα στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Τα προνομια[*888]κά διατάγματα δεν προσφέρονται για τον έλεγχο του τρόπου με τον οποίο τα πρωτόδικα Δικαστήρια, εξασκώντας τη διακριτική τους ευχέρεια, επιλύουν τα διάφορα ζητήματα που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία τους (In Re Aeroporos (1988) 1 C.L.R. 302).

Όπως έχει λεχθεί από το Δικαστή Πική,

“...  Το ένταλμα Certiorari αποτελεί μέσο για τον έλεγχο με στόχο τη διασφάλιση της νομιμότητας της διαδικασίας και όχι μέσο ελέγχου της ορθότητας των αποφάσεων των κατωτέρων δικαστηρίων. Η ορθότητά τους μπορεί να εξεταστεί στα πλαίσια έφεσης η οποία υποβάλλεται εναντίον της απόφασης του δικαστηρίου.  Η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου και το αποτέλεσμα στο οποίο απολήγει δεν υπόκειται σε αναθεωρητικό έλεγχο μέσω των προνομιακών ενταλμάτων, ...”

(Επί τοις αφορώσι τον Μιχάλη Μαγκάκη - Αίτηση Αρ. 161/90 της 6/12/90.

Συνεπακόλουθα ο αποκλεισμός των σχετικών ερωτήσεων δεν είναι θέμα που θα μπορούσε να δικαιολογήσει την έκδοση άδειας καταχώρισης αίτησης για διάταγμα Certiorari.

(iv) Προκατάληψη.

Η Υπεράσπιση διατυπώνει τη μομφή ότι ο Δικαστής “εφορείτο και φορείται από προκατάληψη” και ότι έχουν προκληθεί “δικαιολογημένοι φόβοι” και αμφιβολίες αν ο Δικαστής θα μπορέσει να απονέμει δικαιοσύνη στον κατηγορούμενο, αφού έχει παραβιαστεί το Άρθρο 30(2) του Συντάγματος που διασφαλίζει την ανεπηρέαστη διαδικασία ενώπιον ανεξάρτητου Δικαστηρίου.

Η ύπαρξη της πιθανότητας προκατάληψης μπορεί να διαπιστωθεί με αντικειμενικά κριτήρια.

Έχω εξετάσει πολύ προσεκτικά τις διάφορες περιπτώσεις που έχουν προβληθεί ότι θα μπορούσαν να στηρίξουν το θέμα της ύπαρξης προκατάληψης εκ μέρους του Δικαστή, όπως π.χ. την ανάμειξή του σε έρευνα για το περιεχόμενο μαγνητοταινίας, την αποστέρηση ευχέρειας αντεξέτασης, την προειδοποίηση προς μάρτυρα ότι υπήρχε πιθανότητα ενοχοποίησής της αν απαντούσε σε μια συγκεκριμένη ερώτηση της Υπεράσπισης, όπως επίσης και τις υπόλοιπες περιπτώσεις που έχουν επισημανθεί από την Υπεράσπιση, και δεν έχω διαπιστώσει ότι τα περιστατικά αυτά συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι η υπόθεση δε θα κριθεί με γνώμονα τις [*889]νομικές αρχές που εφαρμόζονται στην κάθε περίπτωση. (Ίδε Economides v. The Police (1983) 2 C.L.R. 301, Adidas v. Krashias Shoe Factory Ltd. - Αίτηση στην Πολιτική Έφεση Αρ. 7288 της 29/10/1990, και In Re Evangeli - Αίτηση Αρ. 170/92 της 21/12/92).

Κάτω από τις περιστάσεις κρίνω ότι η αίτηση είναι αβάσιμη αφού δεν έχει αποδειχθεί εκ πρώτης όψης υπόθεση ή συζητήσιμο ζήτημα σε βαθμό που να δικαιολογείται η έγκριση καταχώρισης της αίτησης.

Συνεπακόλουθα η αίτηση απορρίπτεται.

H αίτηση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο