(1997) 1 ΑΑΔ 1014

[*1014]15 Σεπτεμβρίου, 1997

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ,

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΛΗΨΗ ΤΗΣ ΒΙΑΣ ΣΤΑ ΓΗΠΕΔΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΡΟΑΓΩΓΗ

ΑΛΛΩΝ ΚΟΙΝΟΦΕΛΩΝ ΣΚΟΠΩΝ,

Εφεσείων-Αιτητής,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΠΟΥ ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 4.1.96 ΓΙΑ ΝΑ ΕΡΕΥΝΗΘΕΙ ΤΟ ΥΠΟΣΤΑΤΙΚΟ CAFE TOMPOLA.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 9628).

 

Προνομιακά Eντάλματα — Certiorari — Έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης με την οποία απερρίφθη αίτημα για έκδοση εντάλματος Certiorari με σκοπό την  ακύρωση εντάλματος ερεύνης — Στόχος του εκδοθέντος εντάλματος η διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων και όχι η ανεύρεση και κατάσχεση πραγμάτων που εύλογα πιστεύεται ότι συνδέονται, κατά τον τρόπο που καθορίζει το Άρθρο 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155, προς αδίκημα που διεπράχθη ή που υπάρχει υποψία ότι διεπράχθη — Αποδοχή της έφεσης και ακύρωση του εκδοθέντος εντάλματος ερεύνης.

Ένταλμα έρευνας — Δικαιοδοσία — Αποτελεί προϋπόθεση δικαιοδοτικής φύσης η ύπαρξη εύλογης αιτίας συναρτημένης προς πράγματα στην ανεύρεση των οποίων νοείται ότι στοχεύει το ένταλμα έρευνας.

Ένταλμα έρευνας — Έντυπο 6 του Πρώτου Παραρτήματος των περί Ποινικής Δικονομίας Κανονισμών — Ποίος ο ενδεδειγμένος τρόπος συμπλήρωσής του — Έλλειψη δικαιοδοσίας αναφορικά με την έκδοσή του.

Το ένταλμα έρευνας εκδόθηκε σχετικά με υποστατικό στη Λεμεσό για το οποίο υπήρχε εύλογη υποψία για παράνομη διεξαγωγή κυβείας δηλαδή τόμπολας με χρήματα. Ο αρμόδιος υπαστυνόμος στην ένορκη δήλωσή του, ανέφερε ότι στόχος της έκδοσης του εν λόγω εντάλματος, ήταν η διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων.

[*1015]Αστυνομικοί εισήλθαν στο υποστατικό ενώ διεξαγόταν σ’ αυτό παιγνίδι τόμπολας και παρέλαβαν ποσό χρημάτων, αριθμών καρτών τόμπολας, μηχάνημα αυτόματης εξαγωγής μπαλών και μία τηλεόραση.

Ο πρωτόδικος Δικαστής έκρινε ότι δεν απεδείχθη εκ πρώτης όψεως υπόθεση για την αμφισβήτηση της εγκυρότητας του εντάλματος έρευνας και απέρριψε την αίτηση για έκδοση διαταγμάτων Certiorari και Mandamus.

Αντικείμενο της έφεσης είναι τα αφορώντα στο ένταλμα Certiorari. Και οι δύο πλευρές συμφώνησαν για οριστική απόφανση επί της έκδοσης ή όχι του εν λόγω διατάγματος αντί μόνο επί του επί μέρους θέματος χορήγησης άδειας για υποβολή αίτησης. H αίτηση για έκδοση Mandamus εγκαταλείφθηκε.

Τα βασικά επιχειρήματα που προβλήθηκαν αφορούσαν (α) στον σκοπό για τον οποίο ζητήθηκε και εκδόθηκε το ένταλμα και (β) στο πραγματικό υπόβαθρο πάνω στη βάση του οποίου εκδόθηκε.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το ένταλμα έρευνας, σύμφωνα με το έντυπο 6 του Πρώτου Παραρτήματος των περί Ποινικής Δικονομίας Κανονισμών χωρίζεται σε τρία μέρη. Στο πρώτο, αφήνεται χώρος για προσδιορισμό του προσώπου το οποίο εξουσιοδοτεί. Στο δεύτερο αφήνεται χώρος για προσδιορισμό της εύλογης αιτίας που οδηγεί στην έκδοσή του. Στο τρίτο συγκεκριμενοποιείται η εξουσιοδότηση που παρέχεται. H οποία αφορά είσοδο σε υποστατικά, έρευνα για τα αναφερόμενα πράγματα και παραλαβή όσων από αυτά ανευρεθούν, για να τεθούν ενώπιον του Δικαστή.

2.  Το ένταλμα έρευνας, στην παρούσα υπόθεση, δεν συναρτούσε την εύλογη αιτία προς τα πράγματα που θα ανευρίσκονταν και θα παραλαμβάνονταν.  Και εκδόθηκε ένταλμα έρευνας όχι προς ανεύρεση και παραλαβή πραγμάτων σύμφωνα με την εξουσία που παρέχει ο Νόμος, αλλά γενικά προς διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων, που είναι λόγος άγνωστος στο Νόμο.  Αποτέλεσμα αυτού ήταν πως το ένταλμα εκδόθηκε χωρίς δικαιοδοσία.

3.  Το εύλογο ή μη της υποψίας ως προς τη διάπραξη του αδικήματος θα μπορούσε να εξεταστεί στο πλαίσιο κρίσης αναφορικά με την ύπαρξη εύλογης αιτίας που θεμελιώνει τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου προς έκδοση εντάλματος έρευνας για ανεύρεση και κατάσχεση των πραγμάτων προς τα οποία αυτή συναρτάται. [*1016]Δεν υπάρχει στην παρούσα υπόθεση, τέτοιο υπόβαθρο και ως εκ τούτου δεν δικαιολογείται η ενασχόληση του Δικαστηρίου με τον ισχυρισμό (β) των εφεσειόντων.

     Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Εκδίδεται ένταλμα της φύσης Certiorari και ακυρώνεται το ένταλμα που εξεδόθη.

H έφεση έγινε δεκτή. H πρωτόδικη απόφαση παραμερίσθηκε.

Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:

Πολυκάρπου (1991) 1 Α.Α.Δ. 207,

Έλληνας v. Δημοκρατίας (1989) 1 Α.Α.Δ. 17,

Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (1985) 3 Α.Α.Δ. 388,

Περρέλλα Tζεννάρο (Aρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692,

MacKenzie and The Queen [1973] 10 CCC (2d) 193,

Regina v. Foster, Ex. p. Royal Canadian Legion Branch 177 [1964] 3 CCC 82,

United Distillers Ltd. [1947] 3 D.L.R. 900,

Auckland Medical Aid Trust v. Taylor and Others [1975] 1 N.Z.L.R. 728,

Purdy and The Queen [1972] 28 DLR (3d) 720,

Schumiatcher v. A.G. Sask 126 CCC 267,

The Queen v. Tillett, Ex parte Newton [1969] 14 F.L.R. 101,

Aguilar v. Texas 12L. ed. 2d 723,

Smith v. Wyles [1958] 3 All E.R. 279.

Έφεση.

Έφεση από το Σύνδεσμο για την πρόληψη της βίας στα γήπεδα [*1017]και την προαγωγή άλλων κοινοφελών σκοπών κατά της απόφασης του Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Aρτεμίδης, Δ,) που δόθηκε στις 16 Φεβρουαρίου, 1996 (Aρ. Aίτησης 13/96), με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του για την παροχή του προνομιακού διατάγματος Certiorari, αναφορικά με το εκδοθέν, από το Eπαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, ένταλμα έρευνας ημερομηνίας 4.1.96.

Χρ. Πουργουρίδης, για τους Εφεσείοντες.

Π. Κληρίδης, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τη Δημοκρατία.

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Δ: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Υπαστυνόμος κατέθεσε ενόρκως ενώπιον Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, ως εξής:

“Υπάρχει εύλογη υποψία βασιζόμενη σε μαρτυρία ότι στο υποστατικό με την ονομασία CAFE TOMPOLA που βρίσκεται στην Λεωφ. Αμαθούντος στη Λ/σό παράνομα διεξάγεται κυβεία δηλαδή τόμπολα με χρήματα.

Από παρακολούθηση που έκαμα ο ίδιος προσωπικά τις τελευταίες μέρες διεπίστωσα ότι στο πιο πάνω υποστατικό διεξάγεται παράνομα τόμπολα με χρήματα και σ΄αυτό συμμετέχουν πολλά άτομα.

Εν όψει των πιο πάνω αιτούμαι από το Σεβαστό σας Δικαστήριο την έκδοση εντάλματος ερεύνης του πιο πάνω υποστατικού για διευκόλυνση των Αστυνομικών ανακρίσεων.”

Ο Δικαστής, πάνω στην πιο πάνω βάση, εξέδωσε ένταλμα έρευνας. Χρησιμοποίησε το ποινικό έντυπο άρ. 6 του Πρώτου Παραρτήματος των περί Ποινικής Δικονομίας Κανονισμών αλλά, όπως θα προσεχθεί, κατά τον τρόπο που αυτό συμπληρώθηκε, στην έκταση που συμπληρώθηκε, ήταν αναντίστοιχο προς τη νομοθετική διάταξη κατ’ επίκληση της οποίας εκδόθηκε. Δηλαδή το άρθρο 27 του περι Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155. Κατά τη συζήτηση έγινε αναφορά και στα άρθρα 14 του περι Λαχείων Νόμου Κεφ. 74 και 7 του περί Οίκων Στοιχημάτων, Οίκων Κυβείας και Παρεμπόδισης της Κυβείας Νόμου, Κεφ. 151. Αυτά περιέχουν ιδιαίτερες ρυθμίσεις για έκδοση εντάλματος έρευνας σε σχέση με αδικήματα που προβλέπονται από τις ειδικές διατάξεις τους. Δεν [*1018]ήταν δυνάμει τους που εκδόθηκε το ένταλμα εν προκειμένω, και δεν θα μας απασχολήσουν.  Το ένταλμα που εκδόθηκε είχε ως εξής:

“Επειδή φαίνεται στην ένορκο καταγγελία του Υπ/μου Ευστάθιου Οικονομίδη από Λεμεσό ότι υπάρχει εύλογος αιτία να πιστεύεται ότι στο υποστατικό με την ονομασία CAFE TOMPOLA που βρίσκεται στη Λεωφ. Αμαθούντος στη Λεμεσό παράνομα διεξάγεται κυβεία δηλαδή τόμπολα με χρήματα.

Αυτό τό ένταλμα σας εξουσιοδοτεί και σας καλεί αμέσως με κατάλληλη βοήθεια, να μπείτε στα αναφερόμενα υποστατικά του αναφερόμενου μεταξύ των ωρών οποιαδήποτε ώρα και εκεί με επιμέλεια να ερευνήσετε για τα αναφερόμενα πράγματα και αν αυτά ή μέρος αυτών ευρεθούν κατά την έρευναν, να φέρετε τα πράγματα που θα βρεθούν έτσι, (και ακόμα να συλλάβετε και να παρουσιάσετε τον αναφερόμενο ενώπιόν μου ή ενώπιον άλλου Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου για να τύχει μεταχείρισης, σύμφωνα με το Νόμο.”

Aστυνομικοί εισήλθαν στο υποστατικό ενώ διεξαγόταν σ’ αυτό παιγνίδι τόμπολας και, σύμφωνα με τους εφεσείοντες, παρέλαβαν ποσό χρημάτων, αριθμό καρτών τόμπολας, μηχάνημα αυτόματης εξαγωγής μπαλών με τους αριθμούς της τόμπολας, αλλά και μια τηλεόραση.

Οι εφεσείοντες, ως οι κάτοχοι του υποστατικού, την ίδια μέρα, ζήτησαν άδεια για καταχώριση αίτησης προς έκδοση ενταλμάτων certiorari προς ακύρωση του εντάλματος και mandamus  “με το οποίο διατάσσεται η επιστροφή των αντικειμένων”.

Ο συνάδελφός μας που εκδίκασε την υπόθεση πρωτοδίκως, με αναφορά στις υποθέσεις Γεώργιος Πολυκάρπου (1991) 1 Α.Α.Δ. 207, Έλληνας v. Δημοκρατίας (1989) 1 Α.Α.Δ. 17 και Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (1985) 3 Α.Α.Δ. 388 δέχτηκε το αναθεωρήσιμο ένταλματος έρευνας με προνομιακό ένταλμα. Έκρινε όμως πως δεν απεδείχθη εκ πρώτης όψεως υπόθεση για την αμφισβήτηση της εγκυρότητας του εντάλματος έρευνας και απέρριψε την αίτηση.  Αντικείμενο της έφεσης είναι τα αφορώντα στο ένταλμα certiorari.  Kαι συμφωνούν οι δυο πλευρές πως υπάρχουν οι προϋποθέσεις ώστε, κατά το προηγούμενο της υπόθεσης Tζεννάρο Περέλλα, Πολιτική Έφεση 9169 - 18 Ιουλίου 1995, να δικαιολογείται

“οριστική απόφανση επί της έκδοσης ή όχι εντάλματος [*1019]certiorari αντί μόνο του επί μέρους θέματος της χορήγησης άδειας για υποβολή αίτησης” .

Η αίτηση ως προς το ένταλμα  mandamus,  εγκαταλείφθηκε.

Δυο ήταν τα βασικά επιχειρήματα. Αφορούν στο σκοπό για τον οποίο ζητήθηκε και εκδόθηκε το ένταλμα και στο πραγματικό υπόβαθρο πάνω στη βάση του οποίου εκδόθηκε. Επιπρόσθετος ισχυρισμός για απόσπαση του εντάλματος με δόλο και, συνακολούθως, παράπονο πως εσφαλμένα θεωρήθηκε πρωτοδίκως πως εγκαταλείφθηκε, αποσύρθηκε. Αποσύρθηκε επίσης λόγος έφεσης ως προς το γεγονός ότι το ένταλμα περιέχει εξουσιοδότηση προς σύλληψη “αναφερόμενου” προσώπου που δεν αναφέρεται, εφόσον τελικά ουδείς συνελήφθη. Συγκεκριμενοποιούμε τους ισχυρισμούς που προωθήθηκαν:

1.  Το ένταλμα δεν καθόριζε αντικείμενα σε σχέση με τα οποία θα διεξαγόταν έρευνα και τα οποία θα παραλαμβάνονταν.  Ζητήθηκε και εκδόθηκε “για διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων” που δεν είναι σκοπός για τον οποίο θα ήταν επιτρεπτό να εκδοθεί ένταλμα έρευνας.

     Στην πρωτόδικη απόφαση δεν εξετάζεται αυτό το θέμα. Σημειώνεται όμως πως η ένορκη δήλωση του Υπαστυνόμου στο έντυπο J.1 και το ένταλμα έρευνας στο έντυπο 6 των περί Ποινικής Δικονομίας Κανονισμών, συμμορφώνονται με τις διατάξεις του άρθρου 28 του Κεφ. 155.  Πρέπει να σημειωθεί πως το έντυπο J.1 τιτλοφορείται ως “Κατηγορία ή Δήλωση που πρέπει να γίνει πριν από την έκδοση Εντάλματος για τη Σύλληψη κατηγορουμένου ή προσώπου από το οποίο ζητείται να δώσει μαρτυρία”. Καθορίζεται όμως στη συνέχεια πως η δήλωση απέβλεπε σε ένταλμα έρευνας, δεν έχει αναπτυχθεί συναφώς επιχείρημα και δεν θα εξετάσουμε αυτό το θέμα περαιτέρω.  Ως προς το έντυπο 6 έχουμε ήδη καταγράψει ορισμένες γενικές παρατηρήσεις και θα επανέλθουμε.

2.  Δεν υπήρχε υλικό το οποίο εξ αντικειμένου δημιουργούσε εύλογη υποψία πως στο υποστατικό διαπραττόταν οποιοδήποτε αδίκημα.  Η δήλωση του Υπαστυνόμου πως παράνομα διεξαγόταν κυβεία, δηλαδή τόμπολα με χρήματα, ήταν ανεπαρκής. Δεν ήταν γνωστό τί προσδιοριζόταν ως παράνομο αφού, μάλιστα, η τόμπολα με χρήματα, ως είδος ιδιωτικού λαχείου που καλύπτεται από το άρθρο 7 του Κεφ. 74, δεν είναι παράνομη εφόσον τηρούνται οι όροι του Νόμου.  Με αποτέλεσμα, [*1020]τελικά, την έκδοση του εντάλματος χωρίς να είναι προσδιορισμένο οποιοδήποτε αδίκημα.

     Aπορρίφθηκε πρωτοδίκως ο ισχυρισμός αφού κρίθηκε πως “στην ένορκη κατάθεση του Υ/μου ενώπιον του Δικαστηρίου  αναφέρεται πως μετά από παρακολούθηση που έκαμε ο ίδιος διαπίστωσε πως στο υποστατικό διεξήγετο παράνομα τόμπολα με χρήματα στην οποία μετείχαν πολλά άτομα.”  Και πως αρκούσε η αναφορά σε κυβεία, χωρίς άλλη εξειδίκευση. Το κατά πόσο, όπως εξηγήθηκε, η τόμπολα με χρήματα συνιστά αδίκημα κατά το Κεφ. 151, θα αποφασιζόταν από το αρμόδιο Δικαστήριο στην ενδεχόμενη εκδίκαση ποινικής κατηγορίας.

Όπως και πρωτοδίκως αναφέρθηκε ο κ. Πουργουρίδης σε σειρά αποφάσεων Δικαστηρίων χωρών της Κοινοπολιτείας με τις οποίες, σε σχέση με νομοθετικές ρυθμίσεις παρόμοιες προς τις δικές μας, εξετάστηκε η ανάγκη για σαφή προσδιορισμό του αδικήματος και καθορισμό των αντικειμένων ως προς τα οποία εκδίδεται ένταλμα έρευνας, ώστε να μήν είναι γενικό και αόριστο. Όπως και τα στοιχεία που θα ήταν δυνατό να στηρίξουν την έκδοση τέτοιου εντάλματος, ως στοιχειοθετούντα το κριτήριο της εύλογης αιτίας που βρίσκεται στη ρίζα της εξουσίας που παρέχεται. (Re MacΚenzie and The Queen [1973] 10 CCC (2d) 193, Regina v. Foster, Ex. p. Royal Canadian Legion Branch 177 [1964] 3 CCC 82, Re United Distillers Ltd [1947] 3 D.L.R. 900, Auckland Medical Aid Trust v. Taylor and Others [1975] 1 N.Z.L.R. 728, Re Purdy and The Queen [1972] 28 DLR (3d) 720, Schumiatcher v. A.G. Sask 126 CCC 267 and The Queen v. Tillett; Ex parte Newton [1969] 14 F.L.R. 101).  Αναφέρθηκε επίσης στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ στην Αguilar v. Texas 12L. ed. 2d 723.

Ο κ. Κληρίδης υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση. Η αναφορά σε τόμπολα με χρήματα, όπως εισηγήθηκε, ήταν αρκετή για να στηρίξει την υποψία της παρανομίας στην οποία αναφέρθηκε ο Υπαστυνόμος, δηλαδή της κυβείας. Δέχθηκε πως η τόμπολα καλύπτεται από το Κεφ. 74 και πως είναι παιχνίδι επιτρεπτό υπό όρους αλλά διαφώνησε με την άποψη πως ήταν απαραίτητο να προσδιοριστεί άλλο στοιχείο. Η τόμπολα καλύπτεται ως κυβεία από τις ερμηνευτικές διατάξεις του Κεφ. 151 και, όπως υποστήριξε, θα ήταν πράγματι επιτρεπτό να εκδίδεται ένταλμα έρευνας σε κάθε περίπτωση κατά την οποία, διεξάγεται τόμπολα με χρήματα. Με στόχο τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων αφού δεν είναι δυνατό να είναι γνωστό εκ των προτέρων αν το παιχνίδι διεξάγεται σύμ[*1021]φωνα με τους όρους του Νόμου. Και επικαλέστηκε την υπόθεση Smith v. Wyles [1958] 3 All E.R. 279 ως ενδεικτική της δυνατότητας να συνιστά κυβεία η διεξαγωγή λαχείου, όσο και αν είναι υπό όρους επιτρεπτή. Επίσης, σε σχέση με τον τρόπο προσέγγισης των ενόρκων δηλώσεων αστυνομικών, στο Search and Seizure του P. Polyviou σελ. 104 όπου, κατά την ανάλυση του θεσμού της έρευνας και της κατάσχεσης στο πλαίσιο της Τέταρτης Τροποποίησης του Συντάγματος των ΗΠΑ, αναφέρεται νομολογία σύμφωνα με την οποία αυτές πρέπει να κρίνονται όχι νομικιστικά αλλά ρεαλιστικά και με γνώμονα την κοινή λογική.  Κατέληξε με την εισήγηση πως το γεγονός ότι στην παρούσα υπόθεση εξεδόθη ένταλμα χωρίς κανένα απολύτως προσδιορισμό αντικειμένων που θα αναζητούνταν, δεν επηρεάζει τη νομιμότητά του.

Το ένταλμα έρευνας εξ ορισμού στοχεύει στην ανεύρεση και κατάσχεση πραγμάτων. Σύμφωνα με το άρθρο 27 του Κεφ. 155, είναι η εύλογη αιτία πως σε οποιοδήποτε τόπο υπάρχει,

“οτιδήποτε στο οποίο ή σε σχέση με το οποίο διαπράχτηκε ποινικό αδίκημα ή υπάρχει υποψία ότι διαπράχτηκε

ή

οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος

ή

οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήματος”

που ενεργοποιεί τη δικαιοδοσία για την έκδοση εντάλματος έρευνας προς ανεύρεση και κατάσχεση “τέτοιου πράγματος”. Και εδώ δεν έχουμε απλώς γενικότητα και αοριστία στην περιγραφή κάποιου πράγματος που θα άφηνε ανεπιτρέπτως ευρεία διακριτική εξουσία στον εξουσιοδοτούμενο για τη διεξαγωγή της έρευνας ως προς το τί θα μπορούσε να αναζητήσει και να παραλάβει. Ούτε απλή και χωρίς συνέπειες παρατυπία ως προς τη συμπλήρωση του εντύπου αρ. 6.

Το ένταλμα έρευνας δεν ζητήθηκε και δεν εκδόθηκε με στόχο στην ανεύρεση και κατάσχεση πραγμάτων. Το λέγει ρητά ο Yπαστυνόμος στην ένορκη δήλωσή του πως εκείνο που επεδίωκε ήταν η διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων. Η ανεύρεση πραγμάτων που εύλογα πιστεύεται ότι συνδέονται, κατά τον τρόπο που καθορίζει ο Νόμος, προς αδίκημα, που διεπράχθη ή [*1022]που υπάρχει υποψία ότι διεπράχθη αναμφίβολα διευκολύνει τις αστυνομικές ανακρίσεις αλλά μόνο κατά ανεπίτρεπτη αντιστροφή του γράμματος και του πνεύματος του άρθρου 27 του Νόμου θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι υπάρχει εξουσία έκδοσης εντάλματος έρευνας, όχι προς ανεύρεση και κατάσχεση πραγμάτων, που ειναι ο προσδιορισμένος λόγος έκδοσής του, αλλά γενικά προς διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων.

Και εφόσον ο Δικαστής έκρινε επαρκή αυτή την ένορκη δήλωση, ακολούθησαν και τα άλλα, απαράδεκτα όπως κρίνουμε, αναφορικά με το περιεχόμενο του εντάλματος που εκδόθηκε.  Το οποίο, σε τελική ανάλυση, δεν είχε και νόημα.

Το ένταλμα έρευνας σύμφωνα με το έντυπο 6, χωρίζεται σε τρία μέρη. Στο πρώτο, αφήνεται χώρος για προσδιορισμό του προσώπου το οποίο εξουσιοδοτεί. Στο δεύτερο, αφήνεται χώρος για προσδιορισμό της εύλογης αιτίας που οδηγεί στην έκδοσή του. Στο τρίτο, συγκεκριμενοποιείται η εξουσιοδότηση που παρέχεται.  Η οποία αφορά σε είσοδο σε υποστατικά, έρευνα για τα “αναφερόμενα πράγματα” και παραλαβή όσων από αυτά ανευρεθούν, για να τεθούν ενώπιον του Δικαστή. Γίνεται αναφορά και σε σύλληψη “αναφερόμενου” προσώπου, εννοείται του έχοντος το υποστατικό ο οποίος πρέπει να κατονομάζεται, αλλά, όπως σημειώσαμε, το ζήτημα που εξετάζουμε δεν αφορά σε αυτή την πτυχή.

Η αναφορά σε “αναφερόμενα πράγματα” παραπέμπει σε προηγούμενο προσδιορισμό τους. Και ο χώρος του προσδιορισμού τους δεν είναι άλλος από το δεύτερο μέρος του εντάλματος. Όπου αναμένεται η εύλογη αιτία που στηρίζει την έκδοση του εντάλματος να συναρτηθεί προς πράγματα που θα αναφέρονται και που, δυνάμει του εντάλματος, θα ανευρεθούν και θα παραληφθούν. Είδαμε τί κατεγράφη στο δεύτερο μέρος του εντάλματος στην παρούσα υπόθεση. Ότι “υπάρχει εύλογος αιτία να πιστεύεται ότι στο υποστατικό με την ονομασία CAFE TOMPOLA που βρίσκεται στην Λεωφ. Αμαθούντος στην Λεμεσό παράνομα διεξάγεται κυβεία δηλαδή τόμπολα με χρήματα”.

Καμιά συνάρτηση της εύλογης αιτίας προς πράγματα που θα ανευρίσκονταν και θα παραλαμβάνονταν. Και αναπόφευκτα, το τρίτο μέρος του εντάλματος αναφέρεται πλέον σε έρευνα για ανεύρεση και παραλαβή αναφερομένων πραγμάτων, που δεν αναφέρονται πουθενά.

Αποτελεί προϋπόθεση δικαιοδοτικής φύσης η ύπαρξη εύλογης [*1023]αιτίας συναρτημένης προς πράγματα, στην ανεύρεση και παραλαβή των οποίων νοείται να στοχεύει το ένταλμα έρευνας. Στην παρούσα υπόθεση το ένταλμα δεν είχε στη βάση του τέτοια εύλογη αιτία αλλά την αντίληψη πως υπήρχε εύλογη αιτία ότι διεξαγόταν “παράνομα κυβεία”. Και εκδόθηκε ένταλμα έρευνας όχι προς ανεύρεση και παραλαβή πραγμάτων σύμφωνα με την εξουσία που παρέχει ο Νόμος, αλλά γενικά προς διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων, που είναι λόγος άγνωστος στο Νόμο. Αυτά σημαίνουν, τελικά, πως το ένταλμα έρευνας εκδόθηκε χωρίς δικαιοδοσία.

Το εύλογο ή μή της υποψίας ως προς τη διάπραξη αδικήματος θα μπορούσε να εξεταστεί στο πλαίσιο κρίσης αναφορικά με την ύπαρξη της εύλογης αιτίας που θεμελιώνει τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου προς έκδοση εντάλματος έρευνας για ανεύρεση και κατάσχεση των πραγμάτων προς τα οποία αυτή συναρτάται.  Δεν υπάρχει εδώ τέτοιο υπόβαθρο και δεν δικαιολογείται να ασχοληθούμε με τον δεύτερο ισχυρισμό των εφεσειόντων.

Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.  Εκδίδεται ένταλμα της φύσης certiorari και ακυρώνεται το ένταλμα που εξεδόθη.

Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο