(1997) 1 ΑΑΔ 1588

[*1588]1 Δεκεμβρίου, 1997

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΚΟΥΦΟΥ,

Εφεσείων,

v.

ΜΑΡΙΑΣ ΚΚΟΥΦΟΥ,

Εφεσίβλητης.

(Έφεση Αρ. 77).

 

Οικογενειακό Δίκαιο — Σχέσεις γονέων και τέκνων — Γονική μέριμνα — Ανάθεση της επιμέλειας και φροντίδας του τέκνου στον ένα γονέα — Αποκλειστικό κριτήριο είναι το συμφέρον και η ευημερία του τέκνου — Κατά την εκτίμηση του εν λόγω συμφέροντος, ουσιαστική σημασία προσλαμβάνει το σύνολο των στοιχείων.

Τα γεγονότα της υπόθεσης είναι εν συντομία τα εξής:  Η ανήλικη ήταν μόλις επτά μηνών όταν τον Ιούνιο 1991, διακόπηκε η συμβίωση των γονέων της και έκτοτε διέμενε με τη μητέρα της. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αν και έκρινε πως η συμπεριφορά της μητέρας δεν ήταν η πρέπουσα, παραχώρησε την επιμέλεια της ανήλικης σ’ αυτή, αναγνωρίζοντας ότι επρόκειτο περί της λιγότερο εσφαλμένης επιλογής. Στον πατέρα παραχωρήθηκε το δικαίωμα επικοινωνίας και ιατρικής περίθαλψης της ανήλικης προς υπερπήδηση οποιωνδήποτε προβλημάτων που ανάγονται στο ψυχικό ή συναισθηματικό της κόσμο και που επηρεάζουν την επικοινωνία.

Η διαχείριση της περιουσίας της ανατέθηκε και στους δύο γονείς, όπως βασικά και η εκπροσώπησή της.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ως καθοριστικής σημασίας το γεγονός ότι ανεξάρτητα από την αιτία, δεν υπήρχε επικοινωνία μεταξύ της ανηλίκου και του πατέρα της και πως τα έξι χρόνια από τη διάσταση, ήταν η μητέρα που είχε αποκλειστικά λόγο στη διαμόρφωση και ανάπτυξη της προσωπικότητάς της. Έλαβε επίσης υπ’ όψιν τις θέσεις [*1589]της παιδοψυχιάτρου, της παιδοψυχολόγου και του λειτουργού ευημερίας πως δεν έπρεπε να απομακρυνθεί η μικρή από τη μητέρα της.

Κεντρικό νόημα των λόγων της έφεσης είναι πως το Δικαστήριο εσφαλμένα δεν αφήρεσε την επιμέλεια της ανηλίκου από τη μητέρα και δεν την ανέθεσε στον εφεσείοντα.

Η μητέρα καταχώρησε αντέφεση αμφισβητώντας τη ρύθμιση της επικοινωνίας της ανηλίκου με τον πατέρα και συγκεκριμένα την υποχρέωση που της επεβλήθη να μεταφέρει η ίδια την ανήλικη στον τόπο επικοινωνίας που ήταν η οικία του εφεσείοντα.

Προβλήθηκε εκ μέρους της μητέρας ο ισχυρισμός ότι η λύση που πρότεινε ο πατέρας θα σήμαινε απομάκρυνση της ανηλίκου από το περιβάλλον στο οποίο έζησε όλα της τα χρόνια, ότι η μητέρα, παρά τη συμπεριφορά της την φρόντιζε ικανοποιητικά και ότι παρά τα προβλήματα και τις επιπτώσεις τους στο ψυχικό και συναισθηματικό κόσμο της ανήλικης, σημειώθηκε θεαματική βελτίωση στην πορεία. Αυτό μαρτυρούσε και η γνώμη της δασκάλας της στο δημοτικό σχολείο που τη χαρακτήρισε ως άριστη μαθήτρια και “ευγενικό και αξιόλογο μωρό.”

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η συμπεριφορά της μητέρας από μόνη της, που ματαίωνε κάθε ευκαιρία επαφής της ανήλικης με τον πατέρα της, άλλοτε συγκαλυμμένα και άλλοτε απροκάλυπτα, δεν αποτελούσε απαραιτήτως παράγοντα αποφασιστικής σημασίας. Η διαμόρφωση κρίσης πάνω σε θέματα γονικής μέριμνας είναι έργο λεπτό και σύνθετο.  Δεν είναι εγχείρημα που στοχεύει στην απόδοση ευθυνών ή στην επιβολή κύρωσης για μεμπτή συμπεριφορά. Γνώμονας είναι το συμφέρον του ανηλίκου και, κατά την εκτίμησή του, προσλαμβάνει σημασία το σύνολο των στοιχείων.

2.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έστρεψε την προσοχή του προς όλες τις κατευθύνσεις. Ανέλυσε όσα αφορούσαν στους γονείς και στην ανήλικη και προβληματίστηκε ενόψει της στάσης της μητέρας.  Η απόφασή του συνιστούσε τη λιγότερη εσφαλμένη επιλογή.

3.  Δεν έχει στοιχειοθετηθεί λόγος παρέμβασης για ανατροπή της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η οποία λήφθηκε πράγματι προς το συμφέρον της ανηλίκου.

4.  Η ρύθμιση για τη μεταφορά της ανηλίκου από την εφεσείουσα στο σπίτι του πατέρα, ως τον τόπο επικοινωνίας σε κάποιο στά[*1590]διο, δεν ήταν αυθαίρετη.

Η έφεση και η αντέφεση απορρίφθηκαν.  Δεν εκδόθηκε διαταγή για έξοδα.

Υπόθεση που αναφέρθηκε:

Στυλιανού v. Στυλιανού (1993) 1 Α.Α.Δ. 130.

Έφεση.

Έφεση από τον αιτητή κατά της απόφασης του Oικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Σ. Kαρατσής, Δ. Oικ. Δικ.), που δόθηκε στις 12/5/97 (Aρ. Aίτησης 113/93), με την οποία κατένειμε την άσκηση της γονικής μέριμνας μεταξύ των γονέων και ανέθεσε την επιμέλεια του προσώπου της ανήλικης στη μητέρα.

Κ. Καλλής και Δ. Θεοδώρου, για τον Εφεσείοντα.

Ε. Βραχίμη και Λ. Βραχίμης, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.:  H Aναστασία ήταν μόλις επτά μηνών όταν, τον Ιούνιο 1991,  διακόπηκε η συμβίωση των γονέων της.  Και άρχισε έκτοτε αδιάκοπος δικαστικός αγώνας. Στην αρχή σε σχέση με τη ρύθμιση της επικοινωνίας της ανηλίκου με τον πατέρα της.  Στο τέλος, με επίκεντρο το αίτημα του πατέρα, στην έκταση που αυτό συγκεκριμενοποιήθηκε, να του παραχωρηθεί η γονική μέριμνα και, όπως αναφέρεται, να του δοθεί το δικαίωμα φύλαξης, προστασίας, επιμέλειας, ανατροφής, επίβλεψης, διαπαιδαγώγησης, εκπαίδευσης και διαμονής της ανηλίκου.  Εννοείται, κατ΄αποκλεισμό της μητέρας.

Ο πρωτόδικος Δικαστής ήταν αυστηρός με τους διαδίκους, για καλό λόγο. Είδε πως οι δικές τους διαφορές και η έχθρα του ενός προς τον άλλο δεν άφηνε ανεπηρέαστη την Αναστασία. Τους προειδοποίησε για τους κινδύνους και σημείωσε την αρνητική στάση τους. Κυρίως της μητέρας, όπως θα δούμε.  Ας έχουν υπόψη τους οι διάδικοι τις παρατηρήσεις του  Δικαστηρίου. Θα τους βοηθήσουν να ξεχωρίσουν ό,τι αφορά στους ίδιους και ό,τι στο παιδί τους. Η έγνοια για την ευημερία του πρέπει να είναι κοινή τους υπόθεση και [*1591]αυτό θα πρέπει να το αναγνωρίσουν και ο ένας στον άλλο.

Η διαδικασία υπήρξε μακρά.  Κλήθηκε μεγάλος αριθμός μαρτύρων και τα πρακτικά καλύπτουν 505 σελίδες. Δεν θα χρειαστεί όμως να αναφερθούμε στις λεπτομέρειες της μαρτυρίας. Ο πρωτόδικος Δικαστής την εξονύχισε και τη συνόψισε στην απόφασή του. Την αξιολόγησε αιτιολογώντας κάθε πτυχή και στο τέλος ήταν στις διαπιστώσεις του που κατ’ εξοχήν στηρίχτηκαν οι λόγοι έφεσης.

Ο πρωτόδικος Δικαστής, με αναφορά στη νομολογία αναφορικά με τον εξεταστικό χαρακτήρα της δικαιοδοσίας του και στο άρθρο 5(1)(α) του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990 (Ν. 216/90 όπως τροποποιήθηκε) έκρινε πως ήταν επιτρεπτό, στο πλαίσιο της αίτησης, παρά την έλλειψη ανταπαίτησης, να αξιοποιήσει το σύνολο των επιλογών που πρόσφερε ο Νόμος, για να απολήξει πράγματι η διαδικασία προς όφελος της ανηλίκου.  Και ενόψει των άρθρων 14 και 15 του Νόμου, κατένειμε την άσκηση της γονικής μέριμνας μεταξύ των γονέων. Με ορισμένες εξαιρέσεις, ανέθεσε την επιμέλεια του προσώπου της ανήλικης στη μητέρα. Οι εξαιρέσεις αφορούσαν στην επίβλεψή της κατά τη διάρκεια της επικοινωνίας της με τον πατέρα και στην ιατρική περίθαλψη, προς υπερπήδηση “οποιωνδήποτε προβλημάτων που ανάγονται στον ψυχικό ή συναισθηματικό της κόσμο και που επηρεάζουν την επικοινωνία”. Αυτά ανατέθηκαν στον πατέρα. Η διαχείριση της περιουσίας της ανηλίκου ανατέθηκε και στους δυο, όπως, βασικά και η εκπροσώπησή της.  Το Διάταγμα του Δικαστηρίου κατέληξε με λεπτομερή ρύθμιση της επικοινωνίας του πατέρα με την ανήλικη.

Δεν αμφισβητήθηκε η ορθότητα αυτής καθ’ εαυτής της προσέγγισης του Δικαστηρίου ως προς τις επιλογές που προσφέρονταν στο πλαίσιο της αίτησης. Αντίθετα, ο ευπαίδευτος συνήγορος του πατέρα πρότεινε με την αγόρευσή του πως, στο πλαίσιο των γεγονότων, το ορθότερο θα ήταν να ανατεθεί, δυνάμει του άρθρου 14(3), η άσκηση της γονικής μέριμνας ή έστω μερικά θέματα σε τρίτον, ειδικά στο Γραφείο Ευημερίας.  Δεν θα μας απασχολήσει συνεπώς το θέμα, αλλά εφόσον αναφερθήκαμε στην εισήγηση ως προς την ανάθεση σε τρίτο πρέπει να σημειώσουμε πως, όπως αναγνώρισε και ο κ. Καλλής, δεν διατυπώθηκε λόγος έφεσης προς τέτοια κατεύθυνση. Δεν εγείρεται λοιπόν για εξέταση ούτε αυτό το ζήτημα. (βλ. Ευγένιος Στυλιανού v. Βασιλική Στυλιανού, Έφεση Οικογενειακού Δικαστηρίου Αρ. 21 ημερομηνίας - 17.3.93).

Είναι το κεντρικό νόημα των λόγων της έφεσης που ασκήθηκε από τον πατέρα πως το Δικαστήριο “εσφαλμένα δεν αφήρεσε [*1592]την επιμέλεια της ανηλίκου” από τη μητέρα και δεν την ανέθεσε στον ίδιο, με αποτέλεσμα να του αναγνωριστεί μόνο επικοινωνία, αντί να οριστεί να διαμένει μαζί του. Για σειρά αιτιών που ταξινομήθηκαν ως ιδιαίτεροι λόγοι έφεσης.

Με κατάλληλη ειδοποίηση έθεσε και η μητέρα θέμα ως προς την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Η δική της αμφισβήτηση αφορούσε στη ρύθμιση της επικοινωνίας της ανηλίκου με τον πατέρα. Με αναφορά σε πλειάδα εκφάνσεών της που τελικά περιορίστηκε σε μια μόνο. Στην υποχρέωση που της επεβλήθη να μεταφέρει η ίδια την Αναστασία “στον τόπο της επικοινωνίας, ήτοι στην οικία του εφεσείοντα”.

Από την αρχή της διάστασης η ανήλικη διέμενε με τη μητέρα.  Στο πλαίσιο διαφόρων διαδικασιών που καταγράφονται στην πρωτόδικη απόφαση έγιναν ρυθμίσεις προς εξασφάλιση της επικοινωνίας της ανηλίκου με τον πατέρα.  Δεν υλοποιήθηκαν και ήταν στο επίκεντρο της αντιδικίας που εκδηλώθηκε η αιτία γι’ αυτό. Δεν υπήρχε δικαστική απόφαση για  παρακοή από την αιτήτρια οποιουδήποτε διατάγματος και είναι χωρίς υπόβαθρο η πρόσκληση του πατέρα να δούμε το θέμα κάτω από τέτοιο φακό, αλλά, ούτως ή άλλως, το Δικαστήριο κατέληξε σε συγκεκριμένη κρίση, προσδιοριστική της αιτίας. Καθόλου ευνοϊκής για τη μητέρα και είναι σ’ αυτό που κατά μέγα μέρος στηρίζεται, εν τέλει, ο πατέρας. Διαπιστώθηκε πως η μητέρα άλλοτε συγκαλυμμένα και άλλοτε απροκάλυπτα ματαίωνε κάθε ευκαιρία επαφής του πατέρα με την ανήλικη. Πότε με προφάσεις ως προς το κατάλληλο της ώρας και πότε κατ’ επίκληση της άρνησης της ίδιας της ανηλίκου, στάση που φρόντισε η ίδια και το περιβάλλον της να υποθάλψουν. Για να φτάσει στο σημείο να εμφανίσει την ανήλικη ως θύμα σεξουαλικής κακοποίησης από τον πατέρα της.  Ψευδώς, όπως κρίθηκε, για λόγους που εξηγήθηκαν.

Παρέπεμψε ο εφεσείων στον Β. Βαθρακοκοίλη, Νέο Οικογενειακό Δίκαιο - Έκδοση 1990 σελ. 614 και 640 και συναφώς στο άρθρο 18 του Νόμου και στον Γ. Κουμάντο, Οικογενειακό Δίκαιο, Τόμος 2 σελ. 233 και εισηγήθηκε πως τα πιό πάνω ήταν αρκετά για να οδηγήσουν στη λύση που εκείνος εισηγήθηκε.  Αφού, μάλιστα, διαπιστώθηκε πως από υπαιτιότητα της μητέρας, από κάποιο σημείο και μετά, διακόπηκαν οι συναντήσεις της ανηλίκου με την παιδοψυχολόγο και την παιδοψυχίατρο.

Ήταν και αυτοί σημαντικοί παράγοντες που θα έπρεπε να συνυπολογιστούν, όχι όμως απαραιτήτως αποφασιστικής σημα[*1593]σίας από μόνοι τους.  Η διαμόρφωση κρίσης πάνω σε θέματα γονικής μέριμνας είναι έργο λεπτό και σύνθετο. Δεν είναι εγχείρημα που στοχεύει στην απόδοση ευθυνών ή στην επιβολή κύρωσης για μεμπτή συμπεριφορά.  Γνώμονας είναι το συμφέρον του ανηλίκου και, κατά την εκτίμησή του,  προσλαμβάνει σημασία το σύνολο των στοιχείων.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έστρεψε την προσοχή του προς όλες τις κατευθύνσεις. Ανέλυσε όσα αφορούσαν στους γονείς και στην ανήλικο και προβληματίστηκε ενόψει της στάσης της μητέρας. Δεν της χαρίστηκε κατά την αποδοκιμασία της αλλά είδε συγκεκριμένους λόγους που επέβαλλαν να παραμείνει η ανήλικος μαζί της. Είναι σαφές πως δεν θεωρούσε αυτή την προοπτική ιδανική. Ήταν, όπως αναγνώρισε, η λιγότερο εσφαλμένη επιλογή.

Μέτρησαν, και είναι σ’ αυτά που κυρίως στάθηκε και η ευπαίδευτος συνήγορος της μητέρας, το γεγονός ότι η λύση που πρότεινε ο πατέρας θα σήμαινε απομάκρυνση της ανηλίκου από το περιβάλλον στο οποίο έζησε όλα της τα χρόνια, ενώ ήταν ακόμα ηλικίας επτά χρονών. Ενώ η μητέρα, παρά τη συμπεριφορά της, την φρόντιζε ικανοποιητικά και κάλυπτε τις ανάγκες της. Και, παρά τα προβλήματα και τον αντίκτυπό τους στο ψυχικό και συναισθηματικό κόσμο της ανήλικης, στην πορεία σημειώθηκε θεαματική βελτίωση. Όπως μαρτυρούσε και η γνώμη της δασκάλας της στο δημοτικό σχολείο που τη χαρακτήρισε ως άριστη μαθήτρια και “ευγενικό και αξιόλογο μωρό”. Πρόσθεσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως καθοριστικής σημασίας, το γεγονός ότι, ανεξάρτητα από την αιτία, δεν υπήρχε επικοινωνία μεταξύ της ανηλίκου και του πατέρα της, πως τα έξι χρόνια από τη διάσταση ήταν η μητέρα που είχε αποκλειστικά λόγο στη διαμόρφωση και ανάπτυξη της προσωπικότητάς της και κατέληξε πως, τελικά, δεν ήταν έτοιμο να παραγνωρίσει τις θέσεις της παιδοψυχιάτρου, της παιδοψυχολόγου και του λειτουργού ευημερίας πως δεν έπρεπε να απομακρυνθεί η ανήλικη από τη μητέρα της. Σημειώνουμε εδώ πως ο κ. Καλλής υποστήριξε πως δεν ήταν αυτή ακριβώς η γνώμη των ειδικών.  Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε. Τάχθηκαν πράγματι κατά της μετακίνησης της ανηλίκου και εξήγησαν γιατί.  Τα άλλα, περί το ενδεχόμενο διαφορετικής λύσης με εμπλοκή ίσως του Γραφείου Ευημερίας, ήταν εναλλακτικά στην περίπτωση που θα φαινόταν στο τέλος πως επιβαλλόταν η μετακίνηση.

Δεν έχει στοιχειοθετηθεί λόγος παρέμβασης για ανατροπή της κρίσης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Ήταν το αποτέλεσμα ενδελεχούς εξέτασης και στάθμισης όλων των στοιχείων και δεν [*1594]έχουμε πεισθεί πως δεν ήταν πράγματι προς το συμφέρον της ανηλίκου η επιλογή που έγινε.

Ισχύει το ίδιο και σε σχέση με το παράπονο της μητέρας. Η ρύθμιση για τη μεταφορά της ανηλίκου από την ίδια στο σπίτι του πατέρα, ως τον τόπο επικοινωνίας σε κάποιο στάδιο, κάθε άλλο παρά ήταν αυθαίρετη. Είχε πίσω της έντονο προβληματισμό που συσχετίζεται με όσα προβλήματα δημιουργήθηκαν στο παρελθόν, την αιτία της αποτυχίας των προηγούμενων ρυθμίσεων και την ανάγκη περιορισμού της πιθανότητας επανεμφάνισής τους στο μέλλον.

Η έφεση απορρίπτεται. Το ίδιο και η “αντέφεση”. Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.

H έφεση και η αντέφεση απορρίπτονται. Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο