(1997) 1 ΑΑΔ 1659

[*1659]12 Δεκεμβρίου, 1997

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στές]

ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΑΥΡΟΝΙΚΟΛΑ, ΩΣ ΚΑΤΟΝΟΜΑΖΟΜΕΝΟΣ

ΕΚΤΕΛΕΣΤΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ

ΚΑΘΗΤΖΙΩΤΗ ‘Η ΘΡΑΚΚΑ ΚΑΙ ΑΛΛΟΣ,

Εφεσείοντες,

v.

ΚΙΚΗΣ ΦΟΙΝΙΩΤΗ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 8592).

 

Έφεση — Κατά της ακύρωσης προσωρινού διατάγματος εκδοθέντος μετά από μονομερή αίτηση — Αδυναμία για παροχή της θεραπείας που επιζητούσε ο αιτητής, λόγω μεταβολής των γεγονότων, τα οποία μεσολάβησαν στο διάστημα μεταξύ της έκδοσης της απόφασης και της ακρόασης της έφεσης — Κατά πόσο εδικαιολογείτο η εξέταση της ουσίας της έφεσης.

Aποφάσεις και Διατάγματα — Προσωρινό διάταγμα — Εκδοθέν μετά από μονομερή αίτηση — Η τεκμηρίωση των προϋποθέσεων για παροχή ενδιάμεσης θεραπείας βαρύνει τον αιτητή.

Λέξεις και Φράσεις — “Απόφαση” στο Άρθρο 25 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60) — Σημαίνει δικαστική απόφαση ενδιάμεση ή τελική καθοριστική για τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις των διαδίκων.

Η Βασιλεία Γεωργίου Καθητζιώτου ή Θράκκα, μόνιμα εγκατεστημένη στην Αμερική, κατέστησε την αδελφή της, εφεσίβλητη 1, πληρεξούσιο αντιπρόσωπο της σε σχέση με την ακίνητη ιδιοκτησία που διατηρούσε στην Κύπρο.  Η εφεσίβλητη 1, ενεργώντας υπό αυτή την ιδιότητα, μεταβίβασε κατά το 1981 στα δικά της παιδιά εφεσίβλητους 2 και 3, δύο κτήματα της Θράκκα στην Πάφο.  Τα εν λόγω κτήματα απαλλοτριώθηκαν αργότερα για την ανέγερση του νέου Δικαστικού Μεγάρου.  Η καταβλητέα αποζημίωση την οποία θα κατέβαλλε η Δημοκρατία στους εφεσίβλητους 2 και 3 συμφωνήθηκε σε [*1660]ποσό ΛΚ150.000.

Η Θράκκα απεβίωσε στην Αμερική στις 16.10.1988.

Εκκρεμούσε παράλληλα στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, διαδικασία για επικύρωση προβαλλόμενης ως διαθήκης της Θράκκα, στην οποία κατονομαζόμενος ως εκτελεστής ήταν ο εφεσείων 1 και ως κληρονόμος των δύο εν λόγω κτημάτων, ο εφεσείων 2.

Στις 7.2.1991, οι εφεσείοντες κίνησαν αγωγή με την οποία αξίωναν απόδοση στον εφεσείοντα 2 των κτημάτων ή της αξίας τους.  Στην αγωγή προστέθηκε ως εναγομένη και η Δημοκρατία ενόψει της πληρωμής της αποζημίωσης για την απαλλοτρίωση στους εφεσίβλητους 2 και 3. Οι εφεσείοντες πέτυχαν την έκδοση συντηρητικού διατάγματος με μονομερή αίτηση, με το οποίο:

α) εμποδιζόταν η Δημοκρατία να καταβάλει στους εφεσίβλητους 2 και 3 την αποζημίωση των ΛΚ150.000 και

β) εμποδίζονταν οι εφεσίβλητοι 2 και 3 να μεταβιβάσουν τα κτήματα στη Δημοκρατία.

Η αίτηση αναφορικά με τη Δημοκρατία αποσύρθηκε με αντίστοιχη ακύρωση του πρώτου σκέλους του διατάγματος.  Η Δημοκρατία δεσμεύτηκε ότι δεν θα παραδώσει το ποσό των ΛΚ150.000 προς οιονδήποτε μέχρι τη λήψη τελεσίδικης απόφασης αναφορικά προς την αίτηση.

Στις 18.10.1991, το Δικαστήριο, απορρίπτοντας την αίτηση των εφεσειόντων, ακύρωσε το διάταγμα στο σύνολό του και κατέβαλε στους εφεσίβλητους 2 και 3 το ποσό της αποζημίωσης για την απαλλοτρίωση, ενώ τα κτήματα τα απέκτησε η Δημοκρατία.

Οι λόγοι για τους οποίους ακυρώθηκε η αίτηση ήταν ότι οι εφεσείοντες δεν ενομιμοποιούντο εκκρεμούσης της επικύρωσης της διαθήκης να προβούν σε οποιαδήποτε διεκδίκηση βάσει του περιεχομένου της. Επίσης ότι οι ενάγοντες δεν απέδειξαν τον ισχυρισμό τους ότι η παρεμπόδιση των εναγομένων (εφεσιβλήτων) από του να αποξενώσουν το κτήμα, θα παρενέβαλλε εμπόδια στην ικανοποίηση απόφασης η οποία ήθελε εκδοθεί υπέρ τους, λόγω έλλειψης άλλων επαρκών μέσων.

Εναντίον της απόφασης ημ. 18.10.1991 ασκήθηκε έφεση από τον ενάγοντα 1.  Η ακρόαση της έφεσης καθυστέρησε για μεγάλο χρονικο διάστημα. Η καθυστέρηση αυτή εσχετίζετο με την καθυστέρηση [*1661]στην ετοιμασία των πρακτικών και σε τροποποίηση της έφεσης.

Μεταξύ της έκδοσης της απόφασης και της ακρόασης της έφεσης το κτήμα μεταβιβάστηκε από τους εφεσίβλητους στην απαλλοτριούσα αρχή η οποία τους κατέβαλε την καθορισθείσα αποζημίωση.  Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα επικυρώθηκε η διαθήκη της Θράκκα.

Το Εφετείο αποφάσισε ότι η έφεση πρέπει να απορριφθεί για διαφορετικούς λόγους.

Α. Σκεπτικό πλειοψηφίας υπό Νικολάου, Δ. συμφωνούντος και του Παπαδόπουλου, Δ.:

    

     Το Εφετείο καλείται να αποφανθεί επί ζητήματος που, ενόψει των συνθηκών της παρούσας υπόθεσης, συνιστά θέμα ακαδημαϊκής μόνο σημασίας, χωρίς δυνατότητα να προκύψει οποιοδήποτε όφελος σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης.  Ενόψει της αρχής ότι τα Δικαστήρια δεν πράττουν επί ματαίω, δεν δικαιολογείται η εξέταση της ουσίας της έφεσης.

Β. Σκεπτικό μειοψηφίας υπό Πική, Π.:

1. Το δικαίωμα έφεσης δεν συναρτάται με τις εξουσίες του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά την άσκηση της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του.  Όπως προσδιορίζεται από τον ίδιο το νόμο το δικαίωμα είναι απόλυτο. Ασκείται δικαιωματικά και διατηρεί τη ζητικότητά του μέχρι τη διεκπεραίωση της έφεσης. Ο εξανεμισμός του αντικειμένου της θεραπείας την οποία επιζητούσε ο διάδικος, λόγω γεγονότων τα οποία μεσολάβησαν στο ενδιάμεσο, δεν αναιρεί το δικαίωμα έφεσης, ούτε απαλλάττει το Δικαστήριο να εξετάσει την έφεση.

2. Οι κατ’ έφεση εξουσίες του Ανωτάτου Δικαστηρίου καθορίζονται από το ίδιο άρθρο του νόμου όπως και το δικαίωμα έφεσης, από το Άρθρο 25(3) του Ν. 14/60, επιπρόσθετα προς τις προβλεπόμενες από το σχετικό διαδικαστικό κανονισμό που στην προκείμενη περίπτωση είναι η Δ.35, θ.8 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Σύμφωνα με την Αγγλική νομολογία, παρέχεται η ευχέρεια και στις δύο περιπτώσεις, όπου η μεταβολή των περιστάσεων που σημειώθηκε στο ενδιάμεσο το δικαιολογεί, έκδοσης οποιασδήποτε απόφασης κρίνεται δίκαιη.

3. Το Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου προσεγγίζει το θέμα με ανάλογο τρόπο χάριν της άρτιας απονομής της δικαιοσύνης.

[*1662]4.            Και στην προκειμένη περίπτωση δεν νοείται, λόγω μεταβολής των συνθηκών, η αποποίηση άσκησης της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου και θεώρησης της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης. Παραμένουν, εν πάση περιπτώσει, ανεπίλυτα δύο ζητήματα πρακτικής σημασίας, για τον εφεσείοντα τα οποία συναρτώνται με την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Αυτά είναι (α) η επιδίκαση εξόδων εις βάρος του εφεσείοντα και (β) η υποχρέωσή του για αποζημίωση λόγω της αρχικής έκδοσης του ζητήματος χωρίς ειδοποίηση στους εναγομένους, σύμφωνα με την εγγύηση που έδωσε βάσει του Άρθρου 9(2) του Κεφ. 6.

5.  Η έφεση δεν απώλεσε την οντότητά της και συνεπώς παρίσταται ανάγκη εξέτασης της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης. Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων δεν είχε αγώγιμο δικαίωμα λόγω της μη επικύρωσης της διαθήκης είναι εσφαλμένη. Το δικαίωμα του εκτελεστή πηγάζει από τη διαθήκη, γεγονός που του παρέχει δικαίωμα για προάσπιση των συμφερόντων της περιουσίας του αποβιώσαντος, νοουμένου ότι η διαθήκη μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο επικύρωσης.

6.  Το άλλο μέρος της απόφασης όπου κρίθηκε ότι ο εφεσείων απέτυχε να ικανοποιήσει τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση ενδιάμεσης θεραπείας, είναι ορθό.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:

Καθητζιώτη v. Μαυρονικόλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 447,

Γενικός Eισαγγελέας (Aρ. 3) (1995) 1 A.A.Δ. 361,

Χάσικος και Άλλοι v. Χαραλαμπίδη (1990) 1 Α.Α.Δ. 389,

Apak Agro  Industries Ltd v. Union des Cooperatives Agricoles De Cereals (Αρ.1) (1992) 1(B) Α.Α.Δ. 1166,

Πάφος Στόουν Σ. Εστέϊτς και Άλλοι v. Βαλαωρίτη και Άλλου (1997) 1 A.A.Δ. 220,

Χριστοφίδη v. Κοτζαναστάση (1993) 1 Α.Α.Δ. 718,

Attorney-General v. Birmingham, Tame and Rea District Drainage Board [1912] A.C. 788,

[*1663]Trifonides v. Alpan (Taki Bros) Ltd and Another (1988) 1 C.L.R. 224,

Aλπάν (Αδελφοί Τάκη) Λτδ και Άλλοι v. Τρυφωνίδου (1996) 1 A.A.Δ. 679,

Meyappa Chetty v. Supramanian Chetty [1916] 1 A.C. 603,

Whitmore v. Lambert [1955] 2 All E.R. 147,

Krashias Shoe Factory Ltd v. Adidas (1989) 1(E) A.A.Δ. 750,

Louis Vuitton v. Δερμοσάκ Λτδ και Άλλης (1992) 1(B) Α.Α.Δ. 1453.

Έφεση.

Έφεση από τους ενάγοντες κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Σταυρινίδης, A.E.Δ.), που δόθηκε στις 18/10/91 (Aρ. Aγωγής 271/91), με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή τους για προσωρινό διάταγμα, το οποίο να εμποδίζει την πληρωμή του ποσού των £150,000 στους εναγόμενους και ακυρώθηκε το παρεμπίπτον διάταγμα που απαγόρευε στους εναγόμενους 2, 3 να μεταβιβάσουν, εκκρεμούσης της αγωγής, απαλλοτριωθέν κτήμα στη Δημοκρατία.

Κ. Δημητριάδης, για τους Εφεσείοντες.

Μ. Κυπριανού με Μεν. Κυπριανού, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

NIKOΛAOY, Δ.: H έφεση στρέφεται κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου ημερ. 18 Oκτωβρίου 1991 με την οποία, κατόπιν ακρόασης, ακύρωσε προσωρινό διάταγμα το οποίο είχε εκδοθεί στις 7 Φεβρουαρίου 1991 στη βάση μονομερούς αίτησης των εφεσειόντων.

Σκιαγραφούμε τα όσα συνθέτουν την περίπτωση. H Bασιλεία Γεωργίου Kαθητζιώτου Θράκα απεβίωσε στις 16 Oκτωβρίου 1988 στην Aμερική όπου ήταν μόνιμα εγκατεστημένη. Διατηρούσε στην Kύπρο ακίνητη ιδιοκτησία. Σε σχέση με την οποία είχε από το 1979 καταστήσει την αδελφή της, εφεσίβλητη 1, πληρεξούσιο αντιπρόσωπο. Kατά το 1981 η εφεσίβλητη 1, ενεργώντας υπό αυτή την ιδιότητα, μεταβίβασε στα δικά της παιδιά, εφεσίβλητους 2 και 3, με δηλώσεις δωρεάς, δύο κτήματα της Θράκα στην Πάφο. Tα οποία αργότερα απαλλοτριώθηκαν για την ανέ[*1664]γερση του νέου Δικαστικού Mεγάρου. H καταβλητέα αποζημίωση συμφωνήθηκε σε ποσό £150,000 το οποίο θα κατέβαλλε η Δημοκρατία στους εφεσίβλητους 2 και 3 ως ιδιοκτήτες.

Eκκρεμούσε παράλληλα, στο Eπαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, διαδικασία για επικύρωση προβαλλόμενης ως διαθήκης της Θράκα, ημερ. 18 Iουλίου 1985, στην οποία κατονομαζόμενος ως εκτελεστής είναι ο εφεσείων 1 και ως κληρονόμος των δύο εν λόγω κτημάτων ο εφεσείων 2.

Oι εφεσείοντες θεώρησαν, υπό το φως του μεταγενέστερου κληροδοτήματος, ότι η μεταβίβαση των κτημάτων από την εφεσίβλητη 1 στους εφεσίβλητους 2 και 3 έγινε δόλια, εν αγνοία της αποβιωσάσης. Kίνησαν λοιπόν στις 7 Φεβρουαρίου 1991 αγωγή με την οποία αξίωναν απόδοση στον εφεσείοντα 2 των κτημάτων ή της αξίας τους, προσθέτοντας ως εναγομένη και τη Δημοκρατία ενόψει του ότι επίκειτο η επ’ αυτής πληρωμή της αποζημίωσης για την απαλλοτρίωση, στους εφεσίβλητους 2 και 3. Συνάμα οι εφεσείοντες αποτάθηκαν μονομερώς για συντηρητικό διάταγμα το οποίο εκδόθηκε κατά την ίδια ημερομηνία.

Mε αυτό:

α) εμποδιζόταν η Δημοκρατία να καταβάλει στους εφεσιβλήτους 2 και 3 την αποζημίωση των £150.000· και

β) εμποδίζονταν οι εφεσίβλητοι 2 και 3 να μεταβιβάσουν τα κτήματα στη Δημοκρατία.

Στις 29 Mαρτίου 1991 που η αίτηση για το διάταγμα βρισκόταν ορισμένη για ακρόαση, επήλθε η εξής διαφοροποίηση. O συνήγορος των εφεσειόντων πρότεινε να αποσύρει την αίτηση εναντίον της Δημοκρατίας αν αυτή “δεσμευτεί όπως μη παραδώσει το χρηματικό ποσό των £150.000 ..... προς οιονδήποτε μέχρι περατώσεως της εκδικάσεως της αιτήσεως .....” O συνήγορος της Δημοκρατίας δήλωσε ότι το ποσόν “δεν θα διατεθεί προς οιονδήποτε μέχρι της οριστικής και τελεσίδικης απόφασης αναφορικώς της παρούσας αίτησης και αναλόγως του αποτελέσματος θα ενεργήσει”. Kατ’ ακολουθίαν η αίτηση σε ό,τι αφορούσε τη Δημοκρατία, αποσύρθηκε και απορρίφθηκε, με αντίστοιχη ακύρωση του πρώτου σκέλους του διατάγματος.

Mε την εκκαλούμενη απόφαση ημερ. 18 Oκτωβρίου 1991, το Δικαστήριο, απορρίπτοντας την αίτηση των εφεσειόντων, ακύ[*1665]ρωσε το διάταγμα στο σύνολό του.

Mε αυτή την εξέλιξη η Δημοκρατία κατέβαλε στους εφεσίβλητους 2 και 3 το ποσό της αποζημίωσης για την απαλλοτρίωση ενώ τα κτήματα τα απέκτησε βέβαια η Δημοκρατία.

Tο αντικείμενο της αίτησης, στη βάση της οποίας είχε εκδοθεί το εν τέλει ακυρωθέν προσωρινό διάταγμα, έπαυσε πλέον να υπάρχει. Σε τί είναι λοιπόν που αποβλέπει η έφεση; Aκόμα και αν θα μπορούσε να υποτεθεί ότι οι εφεσίβλητοι διατηρούν το εισπραχθέν ποσό ή το όποιο αντίστοιχό του η αίτηση δεν θα κάλυπτε αυτή την περίπτωση για την εκ νέου έκδοση ασφαλιστικού μέτρου. Eν πάση όμως περιπτώσει, τίποτε το συγκεκριμένο δεν κατέστη γνωστό για το τί απέγινε το ποσό. Eκείνο που στην πραγματικότητα επιδιώκεται, καθώς εξήγησε ο συνήγορος των εφεσειόντων επιμένοντας στην προώθηση της έφεσης, είναι η “δικαίωση, ηθική ικανοποίηση” με απόφαση του Eφετείου πως κακώς ακυρώθηκε το διάταγμα. O συνήγορος δεν προσδιόρισε ο,τιδήποτε άλλο που να καθιστά για τους εφεσείοντες χρήσιμη πλέον την έφεση.

Kαλείται εν προκειμένω το Eφετείο να αποφανθεί επί ζητήματος που δεν έχει τώρα παρά μόνο ακαδημαϊκή σημασία χωρίς δυνατότητα να προκύψει οποιοδήποτε όφελος σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης. Aποτελεί αρχή ότι τα Δικαστήρια δεν πράττουν επί ματαίω. Eνόψει τούτου δεν δικαιολογείται η εξέταση της ουσίας της έφεσης.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Το πρώτο ερώτημα το οποίο τίθεται και θα τύχει εξέτασης είναι εκείνο το οποίο πραγματεύεται η πλειοψηφία και απαντάται με την απόφασή της. Το ερώτημα όπως το κατανοώ είναι τούτο: Η προκύπτουσα αδυναμία παροχής της θεραπείας, η οποία επιζητείτο από τον εφεσείοντα, λόγω της μεταβολής των πραγματικών περιστατικών οφειλόμενη στο χρόνο ο οποίος διέρρευσε μεταξύ της έκδοσης της απόφασης και της έφεσης, αποστερεί την έφεση του αντικειμένου της;  Και τη θέτει εκποδών καθιστώντας την απορριπτέα; Το ζήτημα τέθηκε από τους εφεσίβλητους συνοδευόμενο από την εισήγηση, ότι η έφεση απογυμνώθηκε του αντικειμένου της και συνεπώς η συνέχισή της καθίσταται σκανδαλώδης και ενοχλητική με την έννοια που αποδίδεται στους όρους αυτούς από το δικονομικό δίκαιο - frivolous and vexatious.

[*1666]Αρχίζουμε με αναφορά στα γεγονότα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ακύρωσε απαγορευτικό διάταγμα το οποίο είχε νωρίτερα εκδώσει βάσει του άρθρου 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, με το οποίο είχε απαγορευθεί στους εφεσίβλητους 2 και 3 να μεταβιβάσουν, εκκρεμούσης της αγωγής, απαλλοτριωθέν κτήμα, του οποίου ήσαν οι εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες, στην Απαλλοτριούσα Αρχή, τη Δημοκρατία.  Κατά την ακρόαση της αίτησης, μετά την κοινοποίησή της στους καθ’ ων η αίτηση (εφεσίβλητους), το Δικαστήριο έκρινε την αίτηση ανυπόστατη για σειρά λόγων. Ο πρώτος από αυτούς ήταν ότι ο ενάγων 1, ο εφεσείων, ο κατονομαζόμενος εκτελεστής της διαθήκης της Βασιλείας Γεωργίου Καθητζιώτου ή Θράκκα, και ο ενάγων 2, ο κληροδόχος του κτήματος βάσει της διαθήκης, δεν ενομιμοποιούντο, εκκρεμούσης της επικύρωσής της, να προβούν σε οποιαδήποτε διεκδίκηση βάσει του περιεχομένου της. Ο άλλος βασικός λόγος, για τον οποίο ακυρώθηκε το αρχικά εκδοθέν διάταγμα και απορρίφθηκε η αίτηση, ανάγεται στη διαπίστωση ότι οι ενάγοντες δεν απέδειξαν τον αμφισβητούμενο από τους εναγόμενους ισχυρισμό τους, ο οποίος είχε προβληθεί στην ένορκη ομολογία, συνοδευτική της αίτησης, ότι η παρεμπόδιση των εναγομένων (εφεσιβλήτων) από του να αποξενώσουν το κτήμα, θα παρενέβαλε εμπόδια στην ικανοποίηση απόφασης η οποία ήθελε εκδοθεί υπέρ τους λόγω έλλειψης άλλων επαρκών μέσων.

Με την αγωγή τους οι ενάγοντες επεδίωξαν την ακύρωση της μεταβίβασης του κτήματος από την εφεσίβλητη 1 (εναγομένη 1) στα δύο της παιδιά, τους εναγομένους 2 και 3 (εφεσίβλητους 2 και 3), λόγω κατάχρησης της εξουσίας την οποία είχε εναποθέσει σ’ αυτή η αποβιώσασα (αδελφή της) για αντιπροσώπευσή της βάσει πληρεξουσίου εγγράφου. Οι ενάγοντες συνένωσαν στην αγωγή και την Κυπριακή Δημοκρατία εναντίον της οποίας εκδόθηκε κατ’ αρχή απαγορευτικό διάταγμα προς παρεμπόδιση της να καταβάλει τη συμφωνηθείσα αποζημίωση για το κτήμα στους εφεσίβλητους 2 και 3, ανερχόμενη σε £150.000. Κατά την ακρόαση, όταν το διάταγμα κατέστη επιστρεπτέο, το αίτημα εναντίον της Δημοκρατίας εγκαταλείφθηκε μετά την ανάληψη υποχρέωσης εκ μέρους της ότι το ποσό της αποζημίωσης “... δεν θα διατεθεί προς οιονδήποτε μέχρι της αναστολής και τελεσίδικης απόφασης αναφορικώς της παρούσας αίτησης και αναλόγως του αποτελέσματος θα ενεργήσει.”

Όπως έχουμε αναφέρει, εναντίον της απόφασης ασκήθηκε έφεση από τον ενάγοντα 1, τον κατονομαζόμενο εκτελεστή. Οι λόγοι για τους οποίους καθυστέρησε η ακρόαση της έφεσης για τόσο με[*1667]γάλο χρονικό διάστημα δεν μπορούν να διαπιστωθούν με βεβαιότητα. Φαίνεται, ότι αυτή δεν είναι άσχετη με την καθυστέρηση που σημειώθηκε στην ετοιμασία των πρακτικών.  Αυτό συνάγεται από το γεγονός ότι όταν ορίστηκε η έφεση, κατέστη αναγκαία η αναβολή της διότι τα πρακτικά δεν ήταν έτοιμα.  Άλλος λόγος που συνέτεινε στην καθυστέρηση ήταν η ατέλεια στη στοιχειοθέτηση της έφεσης την οποία ο εφεσείων επεδίωξε να θεραπεύσει με την τροποποίησή της. Αδιαμφισβήτητο είναι ότι μετά την έκδοση της απόφασης, η οποία εφεσιβάλλεται, το κτήμα μεταβιβάστηκε από τους εφεσίβλητους στην απαλλοτριούσα αρχή η οποία τους κατέβαλε την καθορισθείσα αποζημίωση.  Το άλλο γεγονός, το οποίο προέκυψε στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της έκδοσης της απόφασης και της ακρόασης της έφεσης, ήταν η επικύρωση της διαθήκης της Θράκκα. (Βλ. Καθητζιώτη v. Μαυρονικόλα, Π.Ε. 9039, ημερ. 9.5.1995).

Με τη σκιαγράφηση του πραγματικού υπόβαθρου της έφεσης και τη διαπίστωση των γεγονότων τα οποία προέκυψαν στο χρονικό διάστημα που διέρρευσε μεταξύ της έκδοσης της απόφασης, η οποία εφεσιβάλλεται, και της ακρόασης της έφεσης έχουμε διαγράψει όλα τα γεγονότα που σχετίζονται με το ερώτημα το οποίο έχουμε θέσει στο εισαγωγικό μέρος της απόφασης και πρέπει να απαντηθεί.

Το άρθρο 25(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου, του 1960 (Ν.14/60) παρέχει δικαίωμα έφεσης εναντίον κάθε απόφασης Δικαστηρίου το οποίο ασκεί πολιτική δικαιοδοσία. (Βλ. Π.Ε. 9398, Γενικός Εισαγγελέας, ημερ. 17.4.1995) Με τον όρο “απόφαση” νοείται, όπως διασαφηνίζει η νομολογία, δικαστική απόφαση ενδιάμεση ή τελική, καθοριστική για τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις των διαδίκων. (βλ. αποφάσεις Χάσικος κ.ά. v. Χαραλαμπίδη, Π.Ε. 7414, ημερ. 28.5.1990, Apak Agro v. Union des Cooperatives (Αρ.1) (1992) 1 Α.Α.Δ. 1166, Πάφος Στόουν Εστέϊτς κ.ά. v. Βαλαωρίτη κ.ά., Π.Ε. 9263, ημερ. 25.2.1997).

Το δικαίωμα έφεσης δεν τελεί υπό την αίρεση οποιουδήποτε όρου ούτε η βιωσιμότητα της έφεσης συναρτάται προς οποιοδήποτε μεταγενέστερο γεγονός.

Αντικείμενο της έφεσης είναι η θεώρηση της ορθότητας της απόφασης η οποία εκκαλείται υπό το πρίσμα των λόγων της έφεσης. Με την έφεση καθιερώνεται δεύτερο στάδιο θεώρησης των επίδικων θεμάτων που απασχόλησαν το πρωτόδικο Δικαστήριο. Γι’ αυτό η έφεση έχει ως επίμετρο την επανεκδίκαση (Δ.35 θ.3 - Χριστοφίδη v. Κοτζαναστάση, Πολ. Έφεση 8099, ημερ. [*1668]30.9.1993). Το δικαίωμα έφεσης δεν συναρτάται με τις εξουσίες του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά την άσκηση της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του. Όπως προσδιορίζεται από τον ίδιο το νόμο το δικαίωμα είναι απόλυτο. Ασκείται δικαιωματικά και διατηρεί τη ζωτικότητά του μέχρι τη διεκπεραίωση της έφεσης. Ο εξανεμισμός του αντικειμένου της θεραπείας την οποία επιζητούσε ο διάδικος, λόγω γεγονότων τα οποία μεσολάβησαν στο ενδιάμεσο, δεν αναιρεί το δικαίωμα έφεσης ούτε απαλλάττει το Δικαστήριο από την υποχρέωση να εξετάσει την έφεση παρά την εξασθένιση των ερεισμάτων για την παροχή της συγκεκριμένης θεραπείας.

Οι κατ’ έφεση εξουσίες του Ανωτάτου Δικαστηρίου καθορίζονται από το ίδιο άρθρο του νόμου όπως και το δικαίωμα έφεσης, από το άρθρο 25(3) του Ν.14/60 επιπρόσθετα προς τις προβλεπόμενες από το σχετικό διαδικαστικό κανονισμό που στην προκείμενη περίπτωση είναι η Δ.35 θ.8.  Στην ουσία οι πρόνοιες του άρθρου 25(3) και εκείνες της Δ.35 θ.8 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας είναι επάλληλες. Και στις δύο περιπτώσεις παρέχεται εξουσία, μεταξύ άλλων, για την έκδοση οποιασδήποτε διαταγής κρίνεται ως δίκαια και πρέπουσα υπό το φως των περιστατικών της υπόθεσης. Όπως αναγνωρίζει η Αγγλική νομολογία ερμηνευτική των νομοθετικών και θεσμικών (παλαιών θεσμών) της Αγγλίας που αντιστοιχούν προς το άρθρο 25(3) και Δ.35 θ.8, παρέχεται η ευχέρεια, όπου η μεταβολή των περιστάσεων που σημειώθηκε στο ενδιάμεσο το δικαιολογεί, έκδοσης οποιασδήποτε απόφασης κρίνεται δικαία. (Βλέπε Attorney-General v. Birmingham, Tame and Rea District Drainage Board [1912] A.C., σελ. 788, Halsbury’s Laws of England, 4th Edition, vol. 37, para. 696).

Ανάλογη υπήρξε και η προσέγγιση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Κύπρου. Σημαντική στον τομέα αυτό είναι η απόφαση στην Trifonides v. Alpan (Takis Bros) (1988) 1 C.L.R. 224, (απόφαση πλειοψηφίας) στην οποία το Εφετείο, παρά τη διαπίστωση ότι η έκδοση της εκκαλούμενης διαταγής ειδικής εκτέλεσης συμφωνίας ενοικιάσεως από το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν δικαιολογημένη, δεν ενέκρινε την ενεργοποίηση της διαταγής, η οποία είχε ανασταλεί εκκρεμούσης της έφεσης, για το λόγο ότι η χρονική διάρκεια της ενοικίασης είχε εκπνεύσει. Το Εφετείο όμως δεν έκρινε την έφεση απορριπτέα λόγω αυτού του γεγονότος. Σε τέτοια περίπτωση το Εφετείο διερευνά διαζευκτικούς τρόπους θεραπείας χάριν της άρτιας απονομής της δικαιοσύνης. Στην υπόθεση εκείνη διατάχθηκε η επανεκδίκαση της αγωγής προς το σκοπό καθορισμού της ζημιάς, η οποία προέκυψε από τη διάρρηξη της συμφωνίας, ως υποκατάστατο της θεραπείας της ειδι[*1669]κής εκτέλεσης.  Σχετική με το ίδιο θέμα είναι και η μεταγενέστερη απόφαση στην Alpan (Αδελφοί Τάκη) Λτδ v. Τρυφωνίδου κ.ά., Π.Ε. 8660, ημερ. 24.6.1996.

Και στην προκείμενη περίπτωση δεν νοείται, λόγω της μεταβολής των συνθηκών, η αποποίηση της άσκησης της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου και θεώρησης της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης.  Παραμένουν, εν πάση περιπτώσει, ανεπίλυτα δύο ζητήματα άμεσης πρακτικής σημασίας για τον εφεσείοντα τα οποία συναρτώνται προς την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.  Αυτά είναι, (α) η επιδίκαση εξόδων σε βάρος του εφεσείοντα ως επακόλουθο του αποτελέσματος και (β) η υποχρέωσή του για αποζημίωση λόγω της αρχικής έκδοσης του ζητήματος χωρίς ειδοποίηση στους εναγομένους σύμφωνα με την εγγύηση που έδωσε βάσει του άρθρου 9(2) του Κεφ. 6.

Διαπιστώνω ότι η έφεση δεν απώλεσε την οντότητά της και συνεπώς παρίσταται ανάγκη να εξετάσω κατά πόσο η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή.  Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων εστερείτο δικαιώματος αγωγής λόγω της μη επικύρωσης της διαθήκης είναι εσφαλμένη.  Το δικαίωμα του εκτελεστή πηγάζει από τη διαθήκη, γεγονός που του παρέχει δικαίωμα για προάσπιση των συμφερόντων της περιουσίας του αποβιώσαντος νοουμένου, ότι η διαθήκη μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο επικύρωσης. (Βλέπε Meyappa Chetty v. Supramanian Chetty [1916] 1 A.C. 603, 608, 609, Whitmore v. Lambert [1955] 2 All E.R. 147, 151, 152, Halsbury’s Laws of England, 3rd Edition, vol. 16, para 202).

Το άλλο μέρος της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου όπου κρίθηκε ότι δεν θεμελιώθηκαν (από τον εφεσείοντα) οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση ενδιάμεσης θεραπείας είναι ορθό. Τόσο το άρθρο 5 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, όσο και η επιφύλαξη του άρθρου 32(1) του Ν.14/60, συναρτούν την έκδοση παρεμπίπτοντος απαγορευτικού διατάγματος με το δύσκολο ή το αδύνατο απονομής πλήρους δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο. Οι εφεσίβλητοι αμφισβήτησαν, με την ένστασή τους στην αίτηση για απαγορευτικό διάταγμα, τον ισχυρισμό του εφεσείοντα ότι αν δεν εκδιδόταν το διάταγμα θα καθίστατο δύσκολη ή αδύνατη η ικανοποίηση απόφασης η οποία θα μπορούσε να εκδοθεί υπέρ του εφεσείοντα. Πρόβαλαν τον ισχυρισμό ότι ήταν ιδιοκτήτες άλλης περιουσίας αξίας τέτοιας που θα μπορούσε ευχερώς να ικανοποιήσει οποιαδήποτε απόφαση ήθελε εκδοθεί υπέρ των εναγόντων. Ενόψει της αμφισβήτησης ήταν υποχρέωση των εναγόντων να [*1670]αποδείξουν το βάσιμο των ισχυρισμών τους όπως προβλέπει η Δ.48 θ.4. (Krashias v. Adidas (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 750, Vuitton v. Δερμοσάκ Λτδ και Άλλης (1992) 1 Α.Α.Δ. 1453). Αυτό δεν το έπραξαν, αφήνοντας ουσιώδες κενό στη θεμελίωση του αιτήματός τους, το οποίο καθιστούσε την αίτησή τους απορριπτέα.

Για διαφορετικούς λόγους καταλήγω στο ίδιο αποτέλεσμα όπως και η πλειοψηφία. Συναινώ επομένως στην έκδοση της ίδιας διαταγής.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο