(1997) 1 ΑΑΔ 1811

[*1811]31 Δεκεμβρίου, 1997

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στές]

ΜΑΡΙΑ ΜΙΤΣΙΓΙΩΡΓΗ KAI AΛΛOΣ,

Εφεσείοντες,

v.

ΑΔΕΛΦΩΝ ΓΑΛΑΖΗ (ΟΜΟΡΡΥΘΜΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ),

Εφεσιβλήτων.

(Πoλιτική Έφεση Αρ. 9620).

 

Mαρτυρία — Αξιολόγηση μαρτυρίας — Μαρτυρία εμπειρογνωμόνων — Αγωγή για απόσυρση εντολής για εκπόνηση αρχιτεκτονικών σχεδίων — Διϊστάμενες απόψεις ως προς την έκταση της επιτελεσθείσας εργασίας — Εσφαλμένη προσέγγιση μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων και ανεξήγητος συλλογισμός για κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε συγκεκριμένο εύρημα αναφορικά με την έκταση της εν λόγω εργασίας —Διαταγή για επανεκδίκαση.

Οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες πήραν εντολή από τους εφεσείοντες-εναγομένους, να ετοιμάσουν αρχιτεκτονικά σχέδια για ανέγερση κατοικίας. Η εντολή τερματίστηκε πριν από τη συμπλήρωση του έργου με αποτέλεσμα οι εφεσίβλητοι να αξιώνουν ανάλογη αμοιβή βάσει των “Όρων Αναθέσεως Εργασίας Οικοδομικών Έργων” του Συνδέσμου Πολιτικών Mηχανικών και Aρχιτεκτόνων Kύπρου. Προέκυψε διάσταση μεταξύ των δύο πλευρών αναφορικά με δύο θέματα:

(α)   Τι κάλυπτε η ανάθεση και

(β)   Ποία ήταν η έκταση της μέχρι τότε επιτελεσθείσας εργασίας.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε ως προς το θέμα α) ότι οι εφεσίβλητοι πήραν εντολή να ετοιμάσουν την οριστική αρχιτεκτονική μελέτη, όπως αυτή αναφέρεται τους προαναφερθέντες όρους, χωρίς αναφορά προς τη δαπάνη ανέγερσης και όχι μόνο την ετοιμασία προσχεδίου με καθορισμένο ανώτατο όριο δαπάνης, όπως ισχυρίζοντο οι εφεσείοντες.  Ως προς το θέμα β) το Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε ούτε την εκτίμηση των εφεσιβλήτων ότι η εργασία που έκαμαν αποτελούσε περίπου το 90% του συνόλου, ούτε την [*1812]εκτίμηση των μαρτύρων των εφεσειόντων ότι δεν υπερέβαινε το 30% και καθόρισε το ποσοστό σε 75%.  Η έφεση στρέφεται κατά του ευρήματος του Δικαστηρίου αναφορικά με το θέμα β) ανωτέρω.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η επιμέλεια και η σοβαρότητα με την οποία ένας εμπειρογνώμονας προσεγγίζει το θέμα του, διαδραματίζουν, ιδιαίτερη σημασία στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του.  Ωστόσο πρέπει να αποφεύγεται η γενίκευση ως αποκλειστικός οδηγός.

2.  Το Δικαστήριο προσέγγισε με εσφαλμένο τρόπο τη μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων που κάλεσαν οι εφεσείοντες. Ανεξάρτητα όμως από αυτό, παραμένει και ανεξήγητος ο συλλογισμός που απέληξε στο εύρημα του 75%. Ως εκ τούτου το εύρημα ότι οι εφεσίβλητοι έχουν εκτελέσει το 75% των εργασιών για μια ολοκληρωμένη οριστική αρχιτεκτονική μελέτη και δικαιούνται να πληρωθούν με βάση το ποσοστό αυτό πρέπει να παραμεριστεί και η υπόθεση να εκδικαστεί επί του θέματος αυτού.

Η έφεση έγινε δεκτή με έξοδα.  Διατάχθηκε επανεκδίκαση επί μόνο του ποσοστού εργασίας που εκτέλεσαν οι εφεσίβλητοι.

Έφεση.

Έφεση από τους εναγόμενους κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Γεωργίου, E.Δ.), που δόθηκε στις 22/12/95 (Aρ. Aγωγής 10443/90), με την οποία κρίθηκε, ότι οι ενάγοντες είχαν εκτελέσει το 75% των εργασιών μιας ολοκληρωμένης αρχιτεκτονικής μελέτης και δικαιούνται αμοιβή με βάση το ποσοστό αυτό.

Π. Αγγελίδης, για τους Εφεσείοντες.

Ντ. Παπαδόπουλος, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο              Νικολάου, Δ.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Οι εφεσείοντες ανέθεσαν στους εφεσίβλητους την εκπόνηση αρχιτεκτονικών σχεδίων για την ανέγερση κατοικίας. Πριν όμως από τη συμπλήρωση του έργου τερμάτισαν την [*1813]εντολή. Με την επακόλουθη αξίωση των εφεσιβλήτων για ανάλογη αμοιβή, βάσει των “Όρων Αναθέσεως Εργασίας Οικοδομικών Έργων” του Συνδέσμου Πολιτικών Μηχανικών και Αρχιτεκτόνων Κύπρου, προέκυψε διάσταση μεταξύ των δύο πλευρών αναφορικά, πρώτο, με το τί κάλυπτε η ανάθεση και, δεύτερο, ποιά ήταν η έκταση της μέχρι τότε επιτελεσθείσας εργασίας.  Σε αγωγή των εφεσιβλήτων, το δικαστήριο αποδέχθηκε, ως προς το πρώτο θέμα, τη δική τους εκδοχή ότι η εντολή ήταν να ετοιμάσουν την οριστική αρχιτεκτονική μελέτη, όπως αυτή καθορίζεται στους προαναφερθέντες όρους, χωρίς αναφορά προς τη δαπάνη ανέγερσης και δεν περιοριζόταν σε μόνο την ετοιμασία προσχεδίου με καθορισμένο ανώτατο όριο δαπάνης όπως διατείνονταν οι εφεσείοντες.  Ως προς το δεύτερο θέμα όμως, το δικαστήριο δεν αποδέχθηκε ούτε την εκτίμηση των εφεσιβλήτων ότι η εργασία στην οποία προέβησαν αποτελούσε περίπου το 90% του συνόλου ούτε την εκτίμηση των  μαρτύρων των εφεσειόντων ότι δεν υπερέβαινε το 30% και, προχωρώντας, καθόρισε το ποσοστό σε 75%.  Με την έφεση, όπως περιορίστηκε, προσβάλλεται η πρωτόδικη κατάληξη σε αυτό το δεύτερο θέμα.

Επί αυτού του θέματος κατέθεσε για τους εφεσίβλητους μια εκ των συνεταίρων τους (η Μ.Ε.1) και για τους εφεσείοντες κατέθεσαν δύο εμπειρογνώμονες (οι Μ.Υ.2 και Μ.Υ.3) οι οποίοι παρουσίασαν και σχετικές γραπτές εκθέσεις (τεκμήρια 18 και 19 αντίστοιχα). Η 1η εφεσείουσα, η οποία επίσης κατέθεσε στην υπόθεση, δεν πρόσφερε ωστόσο επ’ αυτού ο,τιδήποτε που θα μπορούσε ουσιαστικά να συμβάλει στην επίλυση της διαφοράς.

Το δικαστήριο άρχισε την επί του προκειμένου αξιολόγηση με τη μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων των εφεσειόντων. Για τον ένα  ανέφερε τα εξής:

“..... ο Μ.Υ.2 δεν βοήθησε καθόλου το Δικαστήριο ούτε και μπορεί να ληφθεί υπόψη με οποιοδήποτε τρόπο η μαρτυρία του.”

Κι αυτό διότι, συνεχιζομένης της κύριας εξέτασης σε μια νέα συνεδρία, ο μάρτυρας κατά την έναρξη απολογήθηκε που στην προηγούμενη συνεδρία είπε “πράγματα που δεν ισχύουν” και πρόσθεσε πως “κατόπιν προσεκτικής εξέτασης της μελέτης και σύγκρισής της με τα σχέδια” κατέληξε στα συμπεράσματα που εκτίθενται στο τεκμήριο 18, ήτοι, ότι έγινε μόνο το 30% της οριστικής αρχιτεκτονικής μελέτης. Το πώς αντικρίστηκε αυτή η εξέλιξη εξηγείται στο απόσπασμα που ακολουθεί:

[*1814]“Φυσικά αυτό δείχνει την ειλικρίνεια του μάρτυρα και τη διάθεσή του να επανορθώσει την τυχόν παραπλανητική εικόνα που είχε δώσει. Αυτό δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να ασκηθεί κριτική εναντίον του. Από την άλλη όμως δεν παύει από του να καθιστά τη μαρτυρία του τρωτή και αναξιόπιστη. Ένας μάρτυρας, ο οποίος έρχεται στο Δικαστήριο στη μια περίπτωση, δηλαδή στις 3.2.95 και αναφέρει την επιστημονική του γνώμη σε διάφορα θέματα και επανέρχεται στην αμέσως επόμενη δικάσιμο και αναιρεί αυτά που είχε αναφέρει προηγουμένως, επιδεικνύει μια επιπόλαιη και πρόχειρη αντιμετώπιση του καθήκοντός του ως μάρτυρας.  Γι’ αυτό το λόγο δεν μπορώ να δώσω οποιοδήποτε βάρος στη μαρτυρία του, ούτε και να στηριχθώ σε οποιοδήποτε βαθμό σε αυτή.”

Η επιμέλεια και η σοβαρότητα, εν τέλει η υπευθυνότητα με την οποία ένας εμπειρογνώμονας προσεγγίζει το έργο του, έχουν όντως μια όλως ιδιαίτερη σημασία στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του. Πρέπει ωστόσο να αποφεύγεται η γενίκευση ως αποκλειστικός οδηγός. Στην προκείμενη περίπτωση η απόρριψη της εν λόγω μαρτυρίας δεν συσχετίστηκε και δεν συγκρίθηκε το περιεχόμενό της με άλλη αντίστοιχη ως προς δεδομένα και συμπεράσματα ώστε ορθολογικά να εξειδικευθεί η αδυναμία για να μπορεί η απόρριψη να αποδοθεί σε συγκεκριμένη αιτία ή παράγοντα. Η απόρριψη ήταν, καθώς φαίνεται, το αποτέλεσμα της εντύπωσης του δικαστηρίου πως επρόκειτο περί μάρτυρος που “επιδεικνύει μια επιπόλαιη και πρόχειρη αντιμετώπιση του καθήκοντος του.” Γινόταν με αυτό τον τρόπο αναφορά σε κατάσταση με συνεχιζόμενη παρούσα σημασία. Διερωτόμαστε όμως αν αυτό συμβιβάζεται με την παρατήρηση του δικαστηρίου για “την ειλικρίνεια του μάρτυρα και τη διάθεση του να επανορθώσει .....”. Όταν μάλιστα η εν γένει επάρκεια του μάρτυρα ως εμπειρογνώμονα δεν αμφισβητήθηκε.  Θεωρούμε πως η αιτιολογία που δόθηκε δεν υποστηρίζει πειστικά τον αποκλεισμό της υπό αναφορά μαρτυρίας.

Τη μαρτυρία του Μ.Υ.3 ο οποίος επίσης κατέληξε ότι είχε γίνει μόνο το 30% της οριστικής αρχιτεκτονικής μελέτης, το δικαστήριο επίσης ουσιαστικά την απέρριψε προφανώς επειδή θεώρησε πως το θέμα στο οποίο αναφερόταν δεν επιδεχόταν αντικειμενικών διαπιστώσεων, με αποτέλεσμα η προσέγγιση του μάρτυρα να ήταν, όπως και της Μ.Ε.1, υποκειμενική. Ανέφερε ότι:

“Η διαφορά προσέγγισης του ΜΥ3 από την ΜΕ1 στο πώς και πότε μια μελέτη είναι ολοκληρωμένη αρχιτεκτονική μελέτη, είναι υποκειμενική και κατά τη δική μου κρίση αντικατοπτρί[*1815]ζει το διαφορετικό χαρακτήρα του κάθε μελετητή.”

Το ίδιο ίσχυσε και για την έκθεση, τεκμήριο 19, την οποία παρουσίασε ο μάρτυρας και την οποία το δικαστήριο περιέγραψε ως “μια λεπτομερή και ενδελεχή έκθεση η οποία αξιολογεί ποσοτικά την αρχιτεκτονική εργασία που εκτέλεσε η Μ.Ε.1.”. Το δικαστήριο πρόσθεσε εξ άλλου ότι το τεκμήριο 19 δεν θα μπορούσε εν πάση περιπτώσει να ληφθεί υπόψη διότι το περιεχόμενό του δεν είχε τεθεί στη μάρτυρα των εφεσιβλήτων, Μ.Ε.1, κατά την αντεξέτασή της. Σε σχέση με το τελευταίο παρατηρούμε ότι στην πραγματικότητα η θέση των εφεσειόντων είχε τεθεί στη μάρτυρα και αυτό ήταν αρκετό. Η πρωτόδικη θεώρηση λάμβανε υπόψη τον όρο 2 των “Όρων Αναθέσεως Εργασίας Οικοδομικών Έργων” στον οποίο διαλαμβάνεται ότι:

“Η Οριστική Αρχιτεκτονική Μελέτη συντάσσεται αφού εγκριθή το προσχέδιον από τον Εργοδότην και πρέπει να είναι σύμφωνος με τας απαιτήσεις των Διοικητικών Αρχών.

Η Αρχιτεκτονική Μελέτη περιλαμβάνει:

(α)   ....................................................................................

(β)   ...................................................................................

(γ)   ...................................................................................

(δ)   Σχέδια λεπτομερειών.  Ο Αρχιτέκτων/Πολ. Μηχανικός κρίνει εάν πρέπει και εις ποίον στάδιον της σχεδιάσεως ή της κατασκευής του έργου να γίνουν σχέδια λεπτομερειών διά την απρόσκοπτον και ορθήν εκτέλεσιν του Έργου και αποφασίζει διά τον αριθμόν των αναλόγως του είδους του Έργου.”

Επί της ερμηνείας της αναφερθείσας πρόνοιας δεν παρίσταται ανάγκη να εκφέρουμε άποψη.  Παρατηρούμε μόνο ότι το δικαστήριο δεν εξήγησε τις επιπτώσεις από την κατά την άποψή του υποκειμενικότητα που θεώρησε ότι χαρακτήριζε τις απόψεις ώστε να καταστεί γνωστό και βέβαιο το έρεισμα για το εν τέλει διατυπωθέν εύρημα. Το δικαστήριο κατέληξε με τα ακόλουθα:

“Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω και έχοντας ακούσει τη μαρτυρία αναφορικά με τα σχέδια, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η θέση του ΜΥ3 ότι υπολοίπεται το 70% της εργασίας για να θεωρηθεί η μελέτη ως ολοκληρωμένη, είναι λανθασμένη. [*1816]Πιστεύω επίσης ότι η θέση της ΜΕ1 ότι έχει κάμει περίπου το 90% των εργασιών, είναι κάπως υπερβολική.

Έχοντας υπόψη τον όρο που έχω παραθέσει πιο πάνω, τις απαντήσεις της ΜΕ1, αλλά και σε κάποιο βαθμό το Τεκμ. 19, βρίσκω ότι οι Ενάγοντες έχουν εκτελέσει το 75% των εργασιών για μια ολοκληρωμένη οριστική αρχιτεκτονική μελέτη και δικαιούνται να πληρωθούν με βάση το ποσοστό αυτό.”

Κατ’ αρχήν προκύπτει από τα όσα αναφέραμε ότι θεωρούμε εσφαλμένο τον τρόπο με τον οποίο το δικαστήριο προσέγγισε τη μαρτυρία που προσήγαγαν οι εφεσείοντες. Ανεξάρτητα όμως από αυτό, παραμένει και ανεξήγητος ο συλλογισμός που απέληξε στο εύρημα του 75%. Αδυνατούμε να αντιληφθούμε το πώς συσχετίζεται το εύρημα (α) με τον προαναφερθέντα όρο, η σημασία του οποίου εδώ έγκειται στην πρωτόδικη άποψη ότι παρείχε έδαφος για υποκειμενικότητα στην εκτίμηση. (β) με “τις απαντήσεις” της Μ.Ε.1 όταν τη μαρτυρία της ήδη την χαρακτήρισε “κάπως υπερβολική”. και (γ) το τεκμήριο 19 το οποίο είχε ήδη απορρίψει.  Ενόψει τούτου αφήνουμε κατά μέρος την έλλειψη ένδειξης περί του αντίστοιχου βαθμού επίδρασης. Αν εξ άλλου το δικαστήριο είχε υπόψη ως αφετηρία τη μαρτυρία της Μ.Ε.1 και προέβη λόγω της χαρακτηρισθείσας ως υπερβολής της σε κάποια μείωση, δεν εξηγείται το ορθολογικό έρεισμα του βαθμού της μείωσης.

Το εύρημα λοιπόν ότι οι εφεσίβλητοι “έχουν εκτελέσει το 75% των εργασιών για μια ολοκληρωμένη οριστική αρχιτεκτονική μελέτη και δικαιούνται να πληρωθούν με βάση το ποσοστό αυτό” πρέπει να παραμεριστεί και η υπόθεση να επανεκδικαστεί επί του υπό αναφορά θέματος.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα. Διατάσσεται επανεκδίκαση επί μόνο του ποσοστού εργασίας που εκτέλεσαν οι εφεσίβλητοι.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα. Διατάσσεται επανεκδίκαση επί μόνο του ποσοστού εργασίας που εκτέλεσαν οι εφεσίβλητοι.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο