(2000) 1 ΑΑΔ 1049

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10377

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΠΙΚΗ, Π., ΗΛΙΑΔΗ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, Δ/στών

 

Βαρβάρα Χρίστου Μιχαήλ, εκ Λεμεσού,

Εφεσείουσα-Ενάγουσα

- και -

Φίλιος Γ. Συκοπετρίτης Λίμιτεδ, εκ Λεμεσού,

Εφεσίβλητοι-Εναγόμενοι

------------------------

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10381

Φίλιος Γ. Συκοπετρίτης Λίμιτεδ, εκ Λεμεσού,

Εφεσείοντες-Εναγόμενοι

- και -

Βαρβάρα Χρίστου Μιχαήλ, εκ Λεμεσού,

Εφεσίβλητη-Ενάγουσα

------------------------

29 Ιουνίου, 2000

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10377:

Για την Εφεσείουσα: Κ. Μελάς.

Για τους Εφεσίβλητους: Κ. Κακουλλή (κα), εκ μέρους Γ. Κακογιάννη.

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10381:

Για τους Εφεσείοντες: Κ. Κακουλλή (κα), εκ μέρους Γ. Κακογιάννη.

Για την Εφεσίβλητη: Κ. Μελάς.

------------------------

Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π.

------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΠΙΚΗΣ, Π.: Με ξεχωριστές εφέσεις, οι διάδικοι στην Αγωγή Αρ. 7484/93 (Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού) προσβάλλουν την απόφαση, που δόθηκε στην υπόθεσή τους στις 23 Οκτωβρίου, 1998. Επιδίωξη της Βαρβάρας Χρίστου Μιχαήλ (της ενάγουσας) είναι η αύξηση των αποζημιώσεων, που της επιδικάστηκαν για την αποκοπή του αριστερού της χεριού, από το ύψος του καρπού, σε εργατικό ατύχημα, ενώ τελούσε στην υπηρεσία των εναγομένων - (Π.Ε. 10377). Και οι εναγόμενοι, με την έφεσή τους, αμφισβητούν το ποσό των αποζημιώσεων, για αντίθετους λόγους, ότι είναι υπερβολικό. επίσης προσβάλλουν την απόδοση καθ’ ολοκληρίαν ευθύνης σ’ αυτούς για το ατύχημα - (Π.Ε. 10381). Λόγω της συνάφειας του αντικειμένου τους, οι δύο εφέσεις ακούστηκαν από κοινού. Η αναφορά μας στους διαδίκους θα διευκολυνθεί, αν η ενάγουσα αναφέρεται ως «εφεσείουσα» και η εναγόμενη εταιρεία ως «εφεσίβλητοι».

Τα επίδικα θέματα των δύο εφέσεων θα αποκρυσταλλωθούν, αν πρώτα αναφερθούμε στα γεγονότα που συνθέτουν τη διαφορά, διαγράψουμε τις εκατέρωθεν θέσεις και ανατυπώσουμε τα ευρήματα του δικάσαντος Δικαστηρίου.

Η εφεσείουσα υπηρετούσε ως χειρίστρια μηχανής «κατασκευής εξαρτημάτων ένωσης πλαστικών σωλήνων και εξαρτημάτων τεχνητής βροχής» στο εργοστάσιο των εφεσιβλήτων. Εργοδοτήθηκε από τους εφεσίβλητους για περίοδο δυο - τριών μηνών και αποσπάστηκε ως χειρίστρια της μηχανής για περίοδο ενός, περίπου, μηνός, χωρίς να παρουσιαστεί οποιοδήποτε πρόβλημα στη λειτουργία της. Ούτε δόθηκε σ’ αυτή, από τους εργοδότες, οποιαδήποτε προειδοποίηση για πιθανή δυσλειτουργία της ή οδηγίες για αντιμετώπιση τέτοιου κινδύνου. Η λειτουργία της μηχανής επέβαλλε το άνοιγμα μικρής πόρτας, πλάτους 30 εκ., στη συνέχεια, την κινητοποίησή της με την πίεση πλήκτρου (κουμπιού), ώστε να ανοίξουν τα παραλληλιζόμενα ως δόντια της μηχανής. Το μείγμα (κατασκεύασμα), το οποίο προέκυπτε, μετεκινείτο με το χέρι της χειρίστριας. Μετά τη μετακίνησή του, έκλεινε η μικρή πόρτα και η μηχανή συνέχιζε τη λειτουργία της. Αυτές ήταν οι οδηγίες για τη λειτουργία της μηχανής, τις οποίες ακουλουθούσε η εφεσείουσα προς εκτέλεση της εργασίας της.

Σε κάποια φάση της εργασίας κατά την ημέρα του ατυχήματος, ενώ η εφεσείουσα ασχολείτο με τη μετακίνηση του ετοιμασθέντος μείγματος, χρησιμοποιώντας το αριστερό της χέρι, τα δόντια ή «πλάκες» της μηχανής έκλεισαν απροσδόκητα, με αποτέλεσμα να παγιδευτεί το χέρι της, χωρίς να της παρέχεται η δυνατότητα απόσπασής του. Η μηχανή συνέχισε να λειτουργεί, με το χέρι της εφεσείουσας παγιδευμένο, για μισή περίπου ώρα, χωρίς να υπάρχει κανένας στο εργοστάσιο που να είναι σε θέση να σταματήσει τη μηχανή, ώστε να απεγκλωβισθεί το χέρι της. Πριν καταστεί δυνατή η απελευθέρωση του χεριού της, η εφεσείουσα λιποθύμησε επανειλημμένα. Ως αποτέλεσμα του εργατικού ατυχήματος, το αριστερό χέρι της εφεσείουσας αποκόπηκε από το ύψος του καρπού, με τρομακτικά επακόλουθα για τη φυσική και την ψυχική της υγεία.

Για τα αίτια του ατυχήματος, δόθηκε μαρτυρία και από τις δύο πλευρές. Το ότι η μηχανή ήταν ελαττωματική και το ότι η δυσλειτουργία της οφειλόταν σ’ αυτό το γεγονός, δεν τέθηκε υπό αμφισβήτηση. Η υδραυλική βαλβίδα ήταν ελαττωματική. έλειπε το ελατήριο, με αποτέλεσμα αυτή να ευρίσκεται σε συνεχή λειτουργία. Καθώς φαίνεται, το ελατήριο αφαιρέθηκε, για να καταστεί δυνατή η συνεχής λειτουργία της μηχανής. Αν δεν αφαιρείτο, ο προφυλακτήρας θα λειτουργούσε κανονικά και κανένας κίνδυνος δε θα υπήρχε για την ασφάλεια της εργαζόμενης, «διότι με το κλείσιμο του τότε μόνο θα ετίθετο σε λειτουργία η υδραυλική βαλβίδα και μικροδιακόπτης 3 οπότε θα λειτουργούσαν τα καλούπια», ως διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο.

Οι εφεσίβλητοι πρόβαλαν αμυδρά τον ισχυρισμό ότι η λειτουργία της μηχανής προνοούσε τη χρήση πλαστικού κονταριού, για τη μετακίνηση του μείγματος, με το οποίο εφοδίασαν την εφεσείουσα, πλην η τελευταία, αγνοώντας τις οδηγίες τους, χρησιμοποιούσε το χέρι της. ΄Οπως υποδεικνύει το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο ισχυρισμός αυτός δεν υποστηρίζεται ούτε και από τη μαρτυρία που δόθηκε για τους εφεσίβλητους επί του θέματος, ειδικά από τον υπεύθυνο παραγωγής στο εργοστάσιο, ο οποίος κατέθεσε ως μάρτυρας υπεράσπισης.

Το Δικαστήριο προέβη στα ακόλουθα ευρήματα για τα αίτια του ατυχήματος:-

(α) Η μηχανή ήταν ελαττωματική. Η λειτουργία της ενείχε προβλεπτούς κινδύνους για τη χειρίστριά της, στους οποίους οι εφεσίβλητοι άφησαν εκτεθειμένη την εργάτριά τους - την εφεσείουσα.

(β) Δεν υπήρχε καθοδήγηση από τους εργοδότες (εφεσί-βλητους), αναφορικά με τη λειτουργία της μηχανής, ούτε πρόσωπο, το οποίο να επιβλέπει την εκτέλεση της εργασίας. Οι οδηγίες, που πήρε η εφεσείουσα ως προς τη λειτουργία της μηχανής, προήλθαν από συνάδελφό της. Η ελαττωματική κατάσταση της μηχανής ήταν δημιούργημα των εργοδοτών, υπάλληλος των οποίων (ο μηχανικός του εργοστασίου) την ρύθμισε με τρόπο, ώστε να ευρίσκεται σε συνεχή λειτουργία, δηλαδή και όταν ο προφυλακτήρας του καλουπιού ήταν ανοικτός. Αυτό το επέτυχε, απομακρύνοντας το ελατήριο της υδραυλικής βαλβίδας.

(γ) Η εφεσείουσα δεν είχε καμιά προειδοποίηση για τους κινδύνους που εγκυμονούσε η λειτουργία της μηχανής, ούτε η ίδια έπραξε ο,τιδήποτε, το οποίο να συμβάλει στην εκδήλωσή τους.

Το Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στο καθήκον του εργοδότη για την προστασία της ασφάλειας των εργαζομένων, όπως διαγράφεται από τη νομολογία* και συνοψίζεται στο νομικό σύγγραμμα των Charlesworth & Percy on Negligence, 8η έκδοση, παράγραφοι 10-59 και 10-60, και αφού συσχέτισε τα ευρήματά του με την εκπλήρωση αυτού του καθήκοντος, έκρινε τους εφεσίβλητους υπαίτιους για παράβαση του καθήκοντος αυτού προς την εφεσείουσα και καθ’ ολοκληρίαν υπόλογους για τη ζημία την οποία αυτή υπέστη.

Οι εφεσίβλητοι προσβάλλουν την κατάληξη αυτή. Ο σχετικός λόγος έφεσης διατυπώνεται ως εξής:- (Π.Ε. 10381 - λόγος έφεσης 1)

«Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε εσφαλμένα ότι την αποκλειστική ευθύνη για το ατύχημα έφεραν οι Εφεσείοντες.»

Η αιτιολογία, η οποία παρατίθεται προς υποστήριξη του προαναφερθέντος λόγου έφεσης, στρέφεται αποκλειστικά κατά των πρωτογενών ευρημάτων του Δικαστηρίου, ως προς την κατάσταση της μηχανής και τη συνήθη λειτουργία της. Προκύπτει από τη στοιχειοθέτησή του, ότι δεν αμφισβητείται το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου - ότι οι εφεσίβλητοι έφεραν ευθύνη για το ατύχημα. ΄Ο,τι προσβάλλεται, είναι η «αποκλειστική ευθύνη» τους για το ατύχημα. Εξυπακούεται η απόδοση συντρέχουσας αμέλειας στην εφεσείουσα.

Ο λόγος έφεσης, που πραγματευόμεθα, δεν υποθεμελιώνεται, ως αποκαλύπτει η αιτιολόγησή του, στα ευρήματα του Δικαστηρίου ή σε οποιεσδήποτε διαφαινόμενες παραλείψεις της εφεσείουσας για την ασφάλειά της στο χειρισμό της μηχανής, οι οποίες συνέβαλαν στη ζημία που υπέστη. Αντίθετα, θεμελιώνεται σε αμφισβητήσεις των πρωτογενών ευρημάτων του Δικαστηρίου, με αναφορά στην αξιοπιστία των μαρτύρων, του κ. Δράκου, που κατέθεσε για την εφεσείουσα και του οποίου η μαρτυρία κρίθηκε αξιόπιστη, αφενός, και των μαρτύρων υπεράσπισης - κ. Ματθαίου και κ. Αντωνίου - των οποίων η μαρτυρία δεν έγινε δεκτή στα κρίσιμα σημεία που συγκρούεται μ’ εκείνη του κ. Δράκου, αφετέρου. Στην ουσία, αμφισβητείται η κρίση του Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων, χωρίς να εγείρεται ευθέως λόγος έφεσης περί τούτου. Η αιτιολογία, η οποία παρέχεται, δεν αποκαλύπτει, αφ’ εαυτής, σφάλματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου στη θεώρηση της μαρτυρίας, τα οποία να καθιστούν ακροσφαλή τα ευρήματά του ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων. Η επιχειρηματολογία, η οποία προβλήθηκε στο περίγραμμα των εφεσιβλήτων, επίσης, δεν αποκαλύπτει λόγους, που να καθιστούν επισφαλή τα ευρήματα αξιοπιστίας του Δικαστηρίου. Προϋπόθεση για τη θεμελίωση αυτού του λόγου έφεσης αποτελεί η ανατροπή των ευρημάτων αξιοπιστίας, για την οποία δεν παρέχεται έρεισμα.

Κρίνουμε το λόγο έφεσης 1 - (Π.Ε. 10381) ανυπόστατο και τον απορρίπτουμε.

Οι συνέπειες του ατυχήματος υπήρξαν ολέθριες για την εφεσείουσα. Αποστερήθηκε τη δυνατότητα για χειρωνακτική εργασία, καθιστάμενη, εν μέρει, εξαρτώμενη από τους πλησίον της για την αυτοεξυπηρέτησή της. Τα ψυχικά τραύματα, τα οποία επέφερε ο ακρωτηριασμός της, ήταν ακόμα μεγαλύτερα. Μετατράπηκε (η εφεσείουσα) από ένα χαρούμενο και κοινωνικά δραστήριο πρόσωπο σε άτομο μελαγχολικό, αποκομμένο από τον κοινωνικό περίγυρο. Η προσθήκη τεχνητού μέλους, όπως αποκάλυψε η μαρτυρία και διαπίστωσε το Δικαστήριο, δε θα μεταβάλει την εργασιακή της δυνατότητα. θα αποκαταστήσει τη λειτουργικότητα του αριστερού άνω άκρου σε ποσοστό μόνο 15%. Η κατάσταση της εφεσείουσας υπήρξε επώδυνη και η ψυχική της αναστάτωση μεγάλη. Για τον πόνο (την ταλαιπωρία), το φυσικό και ψυχολογικό τραυματισμό της, πρόσκαιρο και διαχρονικό, αποδόθηκε στην εφεσείουσα αποζημίωση £20.000,00. Αυτό το κεφάλαιο των αποζημιώσεων δεν αμφισβητείται ούτε από τη μια ούτε από την άλλη πλευρά.

Ως αποτέλεσμα των κακώσεων, τις οποίες υπέστη η εφεσείουσα, και των επακόλουθών τους, «Η εργασιακή της δυνατότητα ως χειριστού μηχανής και ράπτριας εκμηδενίστηκε καθ’ ότι έστω και πρόσθεση τεχνητού μέλους θα δώσει σ’ αυτή λειτουργικότητα αριστερού χεριού μόνο κατά 15%», σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου. Προκύπτει από αυτά, ότι η εφεσείουσα ήταν ανίκανη να εργαστεί για ολόκληρο το χρονικό διάστημα, που μεσολάβησε μεταξύ του ατυχήματος και της αποπεράτωσης της ακρόασης της αγωγής, χρονικό διάστημα που εκτείνεται πέραν των έξι ετών. Προκύπτει, επίσης, από τα ευρήματα του Δικαστηρίου, ότι η δυνατότητα της εφεσείουσας να ανακτήσει την ικανότητα προς εργασία στο μέλλον είναι απομακρυσμένη. Ως αναφέρει το Δικαστήριο: «Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει μέχρι σήμερα εις την καθημερινή της ζωή είναι πιστεύω ενδεικτικές της δυσκολίας ικανοποιητικής μελλοντικής απασχόλησης.»

Αντίθετα προς τη θέση των εφεσιβλήτων, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι:-

(α) Η εργοδότηση της εφεσείουσας από τους εφεσίβλητους δεν ήταν προσωρινή, ούτε πρόσκαιρη ήταν η απόφασή της για την αναζήτηση εργασίας εκτός της κατοικίας της.

(β) Εκτός από την εργασία της στο εργοστάσιο, η εφεσείουσα είχε και δεύτερη πηγή εισοδήματος. ασχολείτο με τη ραπτική, στις ελεύθερες ώρες της, στο σπίτι της, εργασία η οποία της απέδιδε εξίσου σημαντικό εισόδημα. Το σύνολο των ετήσιων καθαρών απολαβών της, κατά το χρόνο του ατυχήματος, ανερχόταν, σε £6.044,00.

Το Δικαστήριο, παρά τις διαπιστώσεις του - ότι η εφεσείουσα ήταν ανίκανη προς εργασία - και τα ευρήματά του για τη συνεπαγόμενη απώλεια εισοδήματος, δεν επιδίκασε καμιά αποζημίωση στην εφεσείουσα για τη ζημία που υπέστη, εξαιτίας αυτής της αδυναμίας, μεταξύ της ημέρας του ατυχήματος και της αποπεράτωσης της ακρόασης, περίοδο εξικνούμενη σε έξι έτη και τεσσεράμισι μήνες.

Ο βασικός λόγος, για τον οποίο δεν αποδόθηκε οποιαδήποτε αποζημίωση στην εφεσείουσα γι’ αυτό το κεφάλαιο της ζημίας, ανερχόμενη, ως διαπιστώνει το Δικαστήριο, σε £39.678,00, εστιάζεται στην παράλειψή της να διεκδικήσει την υπολογίσιμη αυτή απώλεια, ως ειδική ζημία. Παρατίθεται και δεύτερος λόγος, ο οποίος έγκειται στην απουσία μαρτυρίας ως προς το «... ποιά* θα ήτο τα εισοδήματα της Εναγούσης κατά την περίοδο 9.1.92 μέχρι την δίκη».

΄Ηταν παραδεκτό, υπήρξε συμφωνία επί τούτου, ότι οι καθαρές απολαβές της εφεσείουσας από την εργασία της στο εργοστάσιο, κατά το χρόνο του ατυχήματος, ήταν £47,00 την εβδομάδα και ότι οι καθαρές εβδομαδιαίες απολαβές της, αν παρέμενε στην ίδια εργασία, θα ήταν £78,00, κατά το χρόνο αποπεράτωσης της ακρόασης. Η αβεβαιότητα, ως προς τα εισοδήματα της εφεσείουσας, αφορούσε τις απολαβές της στο ενδιάμεσο. Κάτω από αυτά τα δεδομένα, θα μπορούσε εύλογα το Δικαστήριο να βασίσει τα ευρήματά του για το ύψος της απώλειας στα εισοδήματα της εφεσείουσας κατά το χρόνο του ατυχήματος, όπως και έπραξε, καθορίζοντας την απώλειά της σε £39.678,00, στην περίπτωση που το Εφετείο ήθελε κρίνει ότι η παράλειψη διεκδίκησης του ποσού αυτού, ως ειδικής ζημίας, δεν της αποστερούσε το δικαίωμα διεκδίκησής του ως προκύπτουσας ζημίας.

Η εφεσείουσα εφεσιβάλλει αυτό το μέρος της απόφασης του Δικαστηρίου - (Π.Ε. 10377). Ζητά όπως της επιδικασθεί το ποσό των £39.678,00, ως αποδειχθείσα ζημία. Στη Fysco v. Γεωργίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1014, την οποία επικαλέστηκε η εφεσείουσα στην επιχειρηματολογία της, ανασκοπείται η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και εξάγονται τα σχετικά συμπεράσματα, αναφορικά με την παροχή αποζημιώσεων ως ειδικής ζημίας, παρά την παράλειψη διεκδίκησης του αποκρυσταλλωμένου ποσού, κάτω από αυτή την επικεφαλίδα στην ΄Εκθεση Απαιτήσεως.

Η αρχή, η οποία πηγάζει από τη νομολογία, είναι ότι, εφόσον η ζημία, η οποία προκύπτει στο ενδιάμεσο, μεταξύ του δυστυχήματος και της δίκης, αποκρυσταλλώνεται και είναι δεκτική αριθμητικού υπολογισμού, επιδικάζεται η συγκεκριμένη ζημία υπέρ του ενάγοντος, υπό τον όρο, τυπικό κατ’ ουσία, της θεσμικής εναρμόνισης της έκθεσης απαιτήσεως με τα δεδομένα της απόφασης του δικαστηρίου. Το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του Εφετείου στη Fysco v. Γεωργίου, (ανωτέρω), η οποία δόθηκε από τον Κωνσταντινίδη, Δ., είναι αποκαλυπτικό της προσέγγισης του Δικαστηρίου στο επίμαχο ζήτημα:- (σελ. 1030)

«Στις περιπτώσεις που από την ημερομηνία καταχώρισης της έκθεσης απαιτήσεως μέχρι την ημέρα της δίκης αποκρυσταλλώνεται ζημιά ή απώλεια επιδεκτική αριθμητικού υπολογισμού, αναμένεται πως θα γίνεται κατάλληλη τροποποίηση της έκθεσης απαιτήσεως ώστε, κατά την ακρόαση, οι γραπτές προτάσεις να αντικατοπτρίζουν τα επίδικα θέματα στο σύνολό τους και η απαίτηση να είναι ολοκληρωμένη. Δεν είναι καθόλου ασυνήθιστο, όμως, να οδηγείται η υπόθεση σε ακρόαση χωρίς τη μεσολάβηση τέτοιας τροποποίησης. Το ίδιο συνηθισμένο είναι να αφήνεται να εισαχθεί, χωρίς ένσταση, μαρτυρία σε σχέση με τέτοια ζημιά που αναφέρεται σε χρόνο που δεν καλύπτεται από την έκθεση απαιτήσεως.»

Στην προκείμενη υπόθεση, δόθηκε μαρτυρία, τόσο για την ανικανότητα της εφεσείουσας να εργαστεί όσο και για την απώλεια την οποία υπέστη.

Ανεξάρτητα από τη δυνατότητα εναρμόνισης της δικογραφίας με τα δεδομένα της μαρτυρίας και της απόφασης ως προς την απόδοση αποζημιώσεων υπό μορφή ειδικής ζημίας, η ανάκτηση της ζημίας, την οποία υφίσταται ο ενάγων, ως αποτέλεσμα του αστικού αδικήματος, στο χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ του δυστυχήματος και της δίκης, δύναται να διεκδικηθεί ως αποζημίωση. Είναι λόγοι δικονομικής τάξης και όχι οποιαδήποτε αρχή δικαίου, που επιβάλλει την εξειδίκευση ζημίας η οποία είναι μετρήσιμη. Το κριτήριο για την ανάκτηση ζημίας είναι το ίδιο σ’ όλες τις περιπτώσεις. η απόρροιά της από τη ζημιογόνο πράξη.

Ο σκοπός των αποζημιώσεων είναι η αποκατάσταση του θύματος του αστικού αδικήματος στη θέση, στην οποία εύλογα θα μπορούσε να αναμένεται ότι θα ευρισκόταν, εάν δεν τραυματιζόταν. Αυτή είναι η βασική αρχή, η οποία διέπει τον καθορισμό των αποζημιώσεων στο δίκαιο των αστικών αδικημάτων. υπό τον όρο πάντα ότι η ζημία, η οποία αποδίδεται, είναι εύλογη μεταξύ των διαδίκων. Τις αρχές αυτές και τα συνακόλουθά τους τα εξηγούμε στην απόφασή μας στην Paraskevaides (Overseas) Ltd. v. Christofis (1982) 1 C.L.R. 789, το ακόλουθο απόσπασμα από την οποία είναι χαρακτηριστικό:- (σελ. 793)

“The Court may adopt any reasonable means at its disposal for the accomplishment of its duty that requires the restoration of the injured party to the position he was expected to enjoy but for his injuries. (See Joyce v. Yeomans [1981] 2 All E.R. 21 (C.A.)). Subject always to the need to ensure that the damage awarded is reasonable as between the parties. (See C.R. Taylor (Wholesale) Limited v. Hepworths [1977] 2 All E.R. 784).

The object of an award of damages is to do justice to the loss and damage of the injured party without imposing an inordinate burden upon the tort-feasor. (See Fletcher v. Autocar Transporters Ltd. [1968] 1 All E.R. 726; Constantinou v. Salahouris (1969) 1 C.L.R. 416). In other words the award must be socially acceptable. Consequently, social ethos at the material time is invariably a consideration relevant to our task particularly with regard to non-pecuniary loss. Pecuniary loss being more amenable to mathematical calculation is less dependent on social norms. The object of the exercise is to arrive at a figure, at the end of the process, that is fair and reasonable in the circumstances of the case.”

Η απόδοση στον ενάγοντα αποζημίωσης, ίσης προς τη ζημία την οποία αποδεδειγμένα υπέστη από τη βλάβη που στοιχειοθετείται στην απαίτησή του, αποτελεί το μέτρο της αποκατάστασής του. Εφόσον αποκρυσταλλώνεται η ζημία σε συγκεκριμένο τομέα, αποτελεί τη δικαία αποζημίωση κάτω από εκείνο το κεφάλαιο αποζημιώσεων. Η παράλειψη διεκδίκησης συγκεκριμένης ζημίας, ως ειδικής ζημίας, δεν αποτελεί κώλυμα στην επιδίκαση της αριθμητικά αποτιμούμενης ζημίας. Το εγχείρημα τροποποίησης της έκθεσης απαιτήσεως ενέχει τυπικό χαρακτήρα.

Οι εφεσίβλητοι προσβάλλουν τα ευρήματα του Δικαστηρίου, σε σχέση με τα εισοδήματα της εφεσείουσας κατά το χρόνο του ατυχήματος, και τη διαχρονική τους υπόσταση - (Π.Ε. 10381 - λόγος έφεσης 2). Αμφισβητείται, κατά πρώτο λόγο, το εύρημα του Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα είχε καθαρό εισόδημα £300,00 το μήνα από την εργασία της στο σπίτι ως ράπτρια, στην οποία επιδιδόταν στις ελεύθερές της ώρες. Ανάλυση αυτού του λόγου έφεσης, υπό το πρίσμα της αιτιολογίας η οποία τον υποστηρίζει, αποκαλύπτει ότι η αμφισβήτηση περιορίζεται στο ύψος των απολαβών της εφεσείουσας και όχι σ’ αυτό τούτο το γεγονός ότι ασχολείτο ως ράπτρια κατά τις ελεύθερές της ώρες. Στο εργοστάσιο εργαζόταν μεταξύ της 2.00 μ.μ. - 10.00 μ.μ.

΄Οπως και στο πρωτόδικο Δικαστήριο, έτσι και ενώπιόν μας προβλήθηκε επιχειρηματολογία ότι ο ελεύθερος χρόνος της εφεσείουσας δεν της επέτρεπε να επιδίδεται στο ράψιμο, στην έκταση που κατέθεσε, ενώ η παράλειψή της να υποβάλει φορολογική δήλωση, επέτεινε την αβεβαιότητα ως προς τα εισοδήματά της κατά την κρίσιμη περίοδο.

Μετά από λεπτομερή εξέταση του συνόλου της μαρτυρίας, που δόθηκε ως προς την εργασιακή δραστηριότητα της εφεσείουσας και τα εισοδήματά της πριν το ατύχημα, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι το μεικτό μηνιαίο εισόδημά της από το ράψιμο ανερχόταν σε £375,00 και το καθαρό σε £300,00. Παρόλο που δεν προσβάλλονται ευθέως τα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, σχετικά με τα εισοδήματα της εφεσείουσας, εκεί κατατείνει ο υπό θεώρηση λόγος έφεσης, χωρίς να προβάλλονται λόγοι, οι οποίοι θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν παρέμβασή μας στα ευρήματα του Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων.

Εξίσου ατεκμηρίωτος είναι και ο επόμενος λόγος έφεσης (λόγος έφεσης 3 - Π.Ε. 10381) - ότι η απασχόληση της εφεσείουσας στο εργοστάσιο των εφεσιβλήτων δεν ήταν μόνιμη αλλά παροδική. Και επ’ αυτού του θέματος άξονα των ευρημάτων του Δικαστηρίου αποτέλεσε η κρίση του για την αξιοπιστία των μαρτύρων. Δεν έγινε εισήγηση ότι το Δικαστήριο παρερμήνευσε τη μαρτυρία που άπτεται του θέματος, ή ότι παρείδε οποιαδήποτε πτυχή της, εξ αντικειμένου, ουσιώδους σημασίας για τις διαπιστώσεις και τα ευρήματα του.

Και οι δύο λόγοι έφεσης (2 και 3 - Π.Ε. 10381) κρίνονται αβάσιμοι.

Εμφανές είναι ότι η εφεσείουσα κατέστη για ολόκληρη την περίοδο, η οποία μεσολάβησε μεταξύ του εργατικού ατυχήματος και της αποπεράτωσης της δίκης, ανίκανη προς εργασία. Η ζημία, την οποία υπέστη, εξικνείται στο ποσό των £39.678,00, το οποίο δικαιούται.

Προς εναρμόνιση της δικογραφίας με την εκτυλιχθείσα υπόθεση της εφεσείουσας κατά τη δίκη στο θέμα της ζημίας, θα υποβληθεί τροποποιημένη έκθεση απαιτήσεως, η οποία θα καταχωριστεί στο Επαρχιακό Δικαστήριο μετά την έκδοση της απόφασής μας.

Καταλήγουμε ότι η έφεση 10377 στο σημείο αυτό πρέπει να γίνει δεκτή. Το ποσό των £39.678,00 έπρεπε να είχε επιδικασθεί στην εφεσείουσα ως ζημία, την οποία απέδειξε ότι υπέστη. Το ποσό αυτό θα φέρει τόκο από ημερομηνία στο ενδιάμεσο της περιόδου που προέκυψε η ζημία, δηλαδή στο ενδιάμεσο της περιόδου 9/1/1992 (ημέρα γένεσης του αγώγιμου δικαιώματος) και της αποπεράτωσης της δίκης* (23/10/98), ακολούθως τόκο μέχρι την αποπληρωμή, (η επακριβής διαταγή ως προς την καταβολή τόκου καθορίζεται στο καταληκτικό μέρος της απόφασής μας). Σύμφωνα με το Ν. 49(Ι)/97, μπορεί να αποδοθεί επιτόκιο σε απόφαση για αποζημιώσεις 6% μέχρι την ημερομηνία έκδοσης του Ν. 102(Ι)/96 (29/11/96) και από την ημέρα εκείνη και μετά 8%. Σημειωτέον ότι το ΄Αρθρο 58Α του ΚΕΦ. 148, όπως αναμορφώθηκε από το Ν. 49(Ι)/97, τυγχάνει εφαρμογής υπό την αίρεση των προνοιών των εδαφίων (2) και (3) του ΄Αρθρου 33 των περί Δικαστηρίων Νόμων του 1960 έως 1997 και των περιορισμών της επιφύλαξης του. (Αντικατέστησε το ΄Αρθρο 5 του Ν. 156/85). Ο νόμος απολήγει στην παροχή ευχέρειας επιδίκασης τόκου για ολόκληρο ή μέρος του ποσού των αποζημιώσεων από την ημέρα γένεσης του αγώγιμου δικαιώματος ή από οποιαδήποτε μεταγενέστερη ημερομηνία, ως ήθελε κριθεί δίκαιο, προς 8%. Αναφορικά με αγωγές που εκκρεμούσαν πριν τη θέσπιση του Ν. 102(Ι)/96, ο επιδικαζόμενος τόκος καθορίζεται σε 6% μέχρι την ημερομηνία έκδοσής του (29/11/96).

Προκύπτει από τα ευρήματα του Δικαστηρίου, τα οποία έχουμε εκθέσει, ότι η πιθανότητα αποκατάστασης της ικανότητας της εφεσείουσας προς εργασία στο μέλλον είναι απομακρυσμένη.

Το Δικαστήριο καθόρισε ποίες θα ήταν οι απολαβές της εφεσείουσας ως εργάτριας - (χειρίστριας μηχανής) - κατά το χρόνο αποπεράτωσης της ακρόασης της αγωγής της - £78,00 την εβδομάδα. Συνάγεται από την απόφαση ότι δε θα υπήρχε οποιαδήποτε αξιόλογη μεταβολή στα εισοδήματά της από την κατ’ οίκον εργασία της ως ράπτρια. Συνεπώς, υπήρχαν τα δεδομένα για τον καθορισμό του πολλαπλασιαστέου, προς εξεύρεση της μελλοντικής ζημίας με τη μέθοδο του πολλαπλασιαστή και πολλαπλασιαστέου. Σύμφωνα με τη νομολογία, η μέθοδος αυτή προσφέρει το ασφαλέστερο μέσο προς καθορισμό της απώλειας μελλοντικού εισοδήματος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν την υιοθέτησε, για ένα, ουσιαστικά, λόγο - τη μη απόδειξη της ηλικίας της εφεσείουσας - και, παρεπόμενα, την απουσία του πλέον βασικού στοιχείου για τον καθορισμό του πολλαπλασιαστή. Η διαπίστωση αυτή αμφισβητείται από την εφεσείουσα, σφάλμα το οποίο αποτελεί το αντικείμενο των λόγων έφεσης 1, 2 και 3 - (Π.Ε. 10377). Θέση της είναι ότι υπήρχαν και υπάρχουν όλα τα δεδομένα για τον καθορισμό της μελλοντικής ζημίας με τη μέθοδο του πολλαπλασιαστή (multiplier). ΄Ετσι, μας κάλεσε να επαναπροσδιορίσουμε τη μελλοντική της ζημία με αυτή τη μέθοδο.

Και οι εφεσίβλητοι εκκαλούν (λόγος έφεσης 4 - Π.Ε. 10381) το επιδικασθέν ποσό προς αποζημίωση της εφεσείουσας για μελλοντική απώλεια εισοδήματος ως εσφαλμένο. Συναρτούν την αμφισβήτησή του με το ακροσφαλές των ευρημάτων του Δικαστηρίου αναφορικά με τα εισοδήματα της εφεσείουσας, που αποτέλεσαν το αντικείμενο των λόγων έφεσης 2 και 3 - (Π.Ε. 10381). Η διαπίστωσή μας ότι εκείνοι οι λόγοι έφεσης είναι αβάσιμοι καταρρίπτει το βάθρο του λόγου έφεσης 4.

Επιστρέφουμε στους λόγους έφεσης 1, 2 και 3 της Π.Ε. 10377.

Η ηλικία της εφεσείουσας καθορίζεται στην παράγραφο 1 της ΄Εκθεσης Απαιτήσεως, 47 ετών κατά το χρόνο του ατυχήματος. Στην ίδια παράγραφο μνημονεύεται η απασχόλησή της και οι απολαβές από τις εργασίες της.

Στην Υπεράσπιση, οι εφεσίβλητοι αρνούνται γενικά την παράγραφο 1 της ΄Εκθεσης Απαιτήσεως και ρητά τις απολαβές της, με έμφαση σ’ εκείνες από την απασχόλησή της ως ράπτριας. Η παράγραφος 1 της Υπεράσπισης έχει ως εξής:-

«Η Εναγομένη Εταιρεία αρνείται την παράγραφο 1 της Εκθεσης Απαίτησης και ιδιαίτερα αρνείται τις ισχυριζόμενες απολαβές της Ενάγουσας και ειδικά αναφορικά με τη δεύτερη ενασχόληση της ως ράπτρια.»

Η εφεσείουσα υποστήριξε ότι η παράγραφος 1 δεν απολήγει, κατά τα θέσμια, σε άρνηση της ηλικίας της.

Σύμφωνα με τους κανόνες της δικογραφίας, κάθε γεγονός, στο οποίο θεμελιώνεται η απαίτηση, εξαιρουμένων εκείνων που σχετίζονται με τις αποζημιώσεις, το οποίο δεν είναι παραδεκτό, πρέπει να αμφισβητείται ειδικά - (βλ. Bullen & Leake and Jacob’s Precedents of Pleadings, 12th Edition, p. 80-85). Στην προκείμενη περίπτωση, εύλογα προκύπτει ότι η άρνηση της παραγράφου 1 της ΄Εκθεσης Απαιτήσεως απολήγει σε ειδική άρνηση μόνο του μέρους που αναφέρεται στα εισοδήματα της εφεσείουσας, θέση η οποία βεβαιώνεται και από την αντεξέταση της εφεσείουσας, όπου η καθοριζόμενη στην ΄Εκθεση Απαιτήσεως ηλικία της θεωρήθηκε από τους εφεσίβλητους ως δεδομένη και, βάσει αυτής της πραγματικότητας, υποβλήθηκαν ερωτήσεις προς προβολή άλλων πτυχών της υπεράσπισής τους.

Το Δικαστήριο αγνόησε τη διαφαινόμενη από τις ερωτήσεις του δικηγόρου των εφεσιβλήτων παραδοχή της ηλικίας της εφεσείουσας, ως η θέση της στην ΄Εκθεση Απαιτήσεως. Ως λόγος, παρατίθεται η απουσία, κατά τον κρίσιμο χρόνο υποβολής των σχετικών ερωτήσεων, των ιδίων των εφεσιβλήτων από την αίθουσα του Δικαστηρίου. ΄Ετσι η παραδοχή της ηλικίας της εφεσείουσας δεν μπορούσε να αποδοθεί σε οδηγίες τους. Νομικό έρεισμα γι’ αυτή την αναφορά αντλείται από το ακόλουθο απόσπασμα από το έργο Halsbury’s Laws of England, Vol. 15, 3rd edition, p. 52:-

“The statements of counsel, if made on the trial of an action ... in the presence of the client or his solicitor or some one authorized to represent the solicitor, and not repudiated at the time, bind the client and may be used as evidence against him.”

Το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνωρίζει ότι ο δικηγόρος στην Κύπρο δέχεται απευθείας οδηγίες από τον πελάτη του και ότι ενέχει τη θέση τόσο του “counsel” όσο και του “solicitor” στην Αγγλία. Επομένως, η διατυπωθείσα από το συνήγορο, κατά την αντεξέταση της εφεσείουσας, θέση των εφεσιβλήτων ως προς την ηλικία της, δεν μπορούσε παρά να ταυτιστεί με τη θέση των εφεσιβλήτων επί του θέματος. Αυτό, άλλωστε, προκύπτει και από την τελική αγόρευση του συνήγορου των εφεσιβλήτων, από την οποία συνάγεται ότι η ηλικία της εφεσείουσας ήταν δεδομένη. 47 ετών κατά το χρόνο του ατυχήματος, 53-54 ετών κατά το χρόνο των τελικών αγορεύσεων.

Υπήρχαν και άλλα στοιχεία και ενδείξεις, από τα οποία θα μπορούσε να συναγάγει το πρωτόδικο Δικαστήριο την ηλικία της εφεσείουσας, στα οποία δε θα ενδιατρίψουμε. Θα παραπέμψουμε μόνο στο σύγγραμμα Phipson on Evidence, Fourteenth Edition, para. 32-57, όπου ανασκοπείται η νομολογία, σχετικά με τα γεγονότα από τα οποία μπορούν να συναχθούν συμπεράσματα για την ηλικία μάρτυρα ή διαδίκου.

Εφόσον ήταν παραδεκτή η ηλικία της εφεσείουσας, υπήρχαν όλα τα δεδομένα, βάσει των οποίων θα μπορούσε να προσδιοριστεί η μελλοντική απώλεια της εφεσείουσας με τη μέθοδο του πολλαπλασιαστή.

΄Οπου υφίστανται τα δεδομένα για τον προσδιορισμό του πολλαπλασιαστέου όσο και του πολλαπλασιαστή, η χρήση της μεθόδου που συσχετίζεται με αυτούς τους δείκτες είναι η εγκυρότερη προς καθορισμό της μελλοντικής απώλειας απολαβών. ΄Εχει δε και το πλεονέκτημα της ομοιομορφίας στον προσδιορισμό της ζημίας κάτω από αυτό το κεφάλαιο αποζημιώσεων - (βλ. Paraskevaides (Overseas) Ltd. v. Christofis, (ανωτέρω), και Kykon Limited v. Demetriou and Another (1982) 1 C.L.R. 453).

Οι καθαρές απολαβές της εφεσείουσας εύλογα μπορούσαν να υπολογισθούν σε £4.056,00 + £3.600,00 = £7.656,00, κατά το πέρας της δίκης. Το ποσό αυτό μας δίνει τον πολλαπλασιαστέο. Στον προσδιορισμό του πολλαπλασιαστή προσμετρά η ηλικία μαζί και η υγεία του θύματος του αστικού αδικήματος, σε συνδυασμό με την, κατά λογική πρόβλεψη, πρόγνωση της διάρκειας της χρονικής περιόδου που θα εργαζόταν. Η ενυπάρχουσα αβεβαιότητα του μέλλοντος είναι η άλλη παράμετρος του θέματος και η τρίτη η προείσπραξη μελλοντικού εισοδήματος και η ευχέ-ρεια, που αυτή παρέχει, προς επένδυση του κεφαλαίου. Με αυτά υπόψη, ο αριθμός 4 κρίνεται ορθός ως πολλαπλασιαστής. Καταλήγουμε ότι το ποσό, το οποίο εδικαιούτο η εφεσείουσα, ήταν £30.624,00 (£7.656,00 Χ 4) και όχι £20.000,00 που της επιδικάστηκε.

Ο τελευταίος λόγος έφεσης, για τον οποίο προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση η εφεσείουσα, αφορά την πρόνοια που έγινε για μελλοντική μεταλλαγή του τεχνητού μέλους - £20.000,00 - η οποία αμφισβητείται ως ανεπαρκής.

Η μαρτυρία κατέδειξε ότι:-

(α) Η αξία τεχνητού μέλους κυμαίνεται γύρω στις £11.000,00.

(β) Δεν έγινε προσθήκη πρόσθετου μέλους μέχρι την αποπεράτωση της ακρόασης.

(γ) Η χρονική διάρκεια λειτουργίας πρόσθετου μέλους είναι τρία έως τέσσερα έτη.

Η εφεσείουσα παραπονείται ότι η πρόνοια, η οποία έγινε, έχει ως βάση την τοποθέτηση πρόσθετου μέλους και την αντικατάστασή του μια φορά. Σύμφωνα με την ιατρική μαρτυρία, το τεχνητό μέλος χρήζει αντικατάστασης καθε τρία ως τέσσερα χρόνια. Παραπονείται και σ’ αυτό το σημείο η εφεσείουσα, ότι δε χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος του πολλαπλασιαστή, που θα επέτρεπε τον καθορισμό της ζημίας, κάτω από αυτό το κεφάλαιο, πάνω σε ασφαλέστερη βάση.

Το πρώτο, το οποίο πρέπει να επισημάνουμε, είναι ότι, μέχρι την αποπεράτωση της δίκης δεν έγινε προσθήκη τεχνητού μέλους. Ανεξάρτητα από τους λόγους, για τους οποίους αυτή δεν πραγματοποιήθηκε, δε χωρεί αποζημίωση για δαπάνη που δεν έγινε. Η αύξηση της ταλαιπωρίας και της δυσχέρειας, που αντιμετώπισε η εφεσείουσα, θα μπορούσε να προσμετρήσει στον καθορισμό των γενικών αποζημιώσεων, κεφάλαιο αποζημιώσεων που δεν αμφισβητείται. Ως προς το μέλλον, υπήρχαν τα δεδομένα για τον καθορισμό της δαπάνης, που θα ήταν αναγκαία προς ανακούφιση ή άμβλυνση των δεινών της εφεσείουσας. Τα χρονικά δεδομένα δεν ταυτίζονται άμεσα με τα χρονικά δεδομένα της πρόγνωσης απώλειας μελλοντικών απολαβών, που συναρτώνται με τα έτη εργασίας. Επομένως δικαιολογείται διαφοροποίηση του πολλαπλασιαστή. Για το τεχνητό μέλος γίνεται, κατά προσέγγιση, πρόνοια για περίοδο έξι ως οκτώ ετών. Και εδώ προσμετρούν οι αβεβαιότητες του μέλλοντος, όπως και το γεγονός ότι η δαπάνη για ολόκληρο το ποσό καταβάλλεται εξ’ αρχής. Συνεκτιμώντας όλους τους παράγοντες, που υπεισέρχονται στον καθορισμό των αποζημιώσεων σ’ αυτό το πεδίο, το ποσό των £20.000,00 καταφαίνεται ως ανεπαρκές. Το ποσό των £25.000,00 θα συνιστούσε δικαία και εύλογη αποζημίωση, επί του προκειμένου, το οποίο και εγκρίνουμε.

Η έφεση 10377 επιτρέπεται με έξοδα. Η πρωτόδικη απόφαση τροποποιείται και συμπληρώνεται ως ακολούθως:-

(α) Το ποσό απώλειας για μελλοντική ζημία εισοδήματος αυξάνεται από £20.000,00 σε £30.624,00.

(β) Το ποσό των αποζημιώσεων για την προσθήκη τεχνητού μέλους αυξάνεται από £20.000,00 σε £25.000,00.

Προστίθεται το ποσό των £39.678,00, ως αποζημιώσεις για απώλεια εισοδήματος μεταξύ της γένεσης του αγώγιμου δικαιώματος και της αποπεράτωσης της δίκης. Το ποσό αυτό θα φέρει τόκο ως ακολούθως:-

(i) 3% επί του ποσού των £30.083,00 για περίοδο 58 μηνών (από 9/1/92 - ημερομηνία γένεσης του αγώγιμου δικαιώματος - μέχρι 29/11/96 - ημερομηνία έκδοσης του Ν.102(Ι)/96) - (£4.362,00).

(ιι) 8% επί του ποσού των £30.083,00 από 29/11/96 μέχρι αποπληρωμής του ποσού.

(ιιι) 4% επί του ποσού των £9.595,00 (£39.678,00 - £30.083,00) για περίοδο 18.5 μηνών (£592,00).

(ιν) 8% επί του ποσού των £9.595,00 από 23/10/98 (ημερομηνία έκδοσης της απόφασης) μέχρι αποπληρωμής του ποσού.

Το μέρος της πρωτόδικης απόφασης που αφορά τις γενικές αποζημιώσεις (£20,000) και ειδική ζημία (£11,215), παραμένει ως έχει.

Η έφεση 10381 απορρίπτεται με έξοδα. νοείται ότι όπου οι παραστάσεις για την έφεση συμπίπτουν με εκείνες της έφεσης 10377, θα υπολογισθεί μόνο ένα κονδύλιο εξόδων.

 

 

Π.

 

Δ.

 

 

Δ.

 

 

 

 

 

/ΜΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο