(2000) 1 ΑΑΔ 1469

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ 9906

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΝΙΚΗΤΑ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, ΚΑΛΛΗ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, Δ/ΣΤΩΝ

Aναφορικά με την αίτηση του Σταύρoυ Μεστάνα εξ Αθηαίνου, Ενάγοντα και αιτητή στην αίτηση ημερομηνίας 28.1.97 της αγωγής 336/92 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας

Εν αγόντων

και

Για ΄Αδεια καταχωρήσεως Αιτήσεως για ένταλμα ακυρωτικό (CERTIORARI) και/ή ένταλμα απαγόρευσης (WRIT OF PROHIBITION)

και

Αναφορικά με την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας ημερομηνίας 11.2.97 με βάση την οποία απέρριψε την αγωγή χωρίς πρώτα να ακούσει τον αιτητή αναφορικά με την αίτηση του ημερομηνίας 28.1.97 και/ή παράλειψε να επιληφθεί της αίτησης έστω και να του ζητήθηκε από τον αιτητή

και

Αναφορικά με το ΄Αρθρο 155.4 του Συντάγματος

Εν αγομένου

------------------------

22 Σεπτεμβρίου 2000

Για τον εφεσείοντα: Λ. Κληρίδης.

------------------------

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δώσει ο δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Διαπιστώθηκε πως ο εφεσείων - ενάγων στην Αγωγή 3336/92 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας - δεν ήταν έτοιμος να προχωρήσει με την προγραμματισθείσα ακρόαση και η αγωγή του απορρίφθηκε. Προηγουμένως είχε απορριφθεί ό,τι εκλήφθηκε ως αίτημα για αναβολή. ΄Εγινε επ’ αυτού αναφορά στο συνταγματικό δικαίωμα για εκδίκαση μέσα σε εύλογο χρόνο και τονίστηκε, μεταξύ άλλων, πως η υπόθεση εκκρεμούσε για μεγάλο χρονικό διάστημα (τέσσερα χρόνια περίπου) και πως αναβλήθηκε επανειλημμένα, πάντα με αίτηση του εφεσείοντα. Περαιτέρω, δεν είχε συγκεκριμενοποιηθεί οτιδήποτε που θα μπορούσε να αντιπαραβληθεί ως λογικό αντίβαρο στην ένσταση της υπερηλίκου εναγομένης, που ήθελε, επί τέλους, την εκδίκαση της υπόθεσης.

Ο εφεσείων αντέδρασε ζητώντας άδεια για certiorari. ΄Εθεσε δυο θέματα που συνοψίζονται ως εξής απ΄το συνάδελφό μας που εκδίκασε την αίτηση πρωτοδίκως.

“(α) η μη εξέταση προηγουμένως της αίτησης για αναστολή ημερ. 28 Ιανουαρίου 1997 ορισμένης και εκείνης για ακρόαση κατά την ίδια ημερομηνία με την ακρόαση της αγωγής. και

(β) σχόλιο του δικαστηρίου ότι οι λόγοι που προτάθηκαν για αναβολή ήταν εν πολλοίς ακατανόητοι”.

 

 

Το δεύτερο ζήτημα δεν θα μας απασχολήσει. Εξηγήθηκε πρωτοδίκως πως το πρόβλημα δεν ήταν η αδυναμία του Επαρχιακού Δικαστηρίου να κατανοήσει όσα πρόβαλε ο εφεσείων αλλά η δική του αποτυχία να στοιχειοθετήσει οτιδήποτε που θα ήταν δυνατό να γίνει δεκτό ως λόγος αναβολής. Σημειώθηκε πως η διαπίστωση του Δικαστηρίου με αυτό το περιεχόμενο “ήταν εξ αντικειμένου ορθή και η κατάληξη αναπόφευκτη” και ο λόγος έφεσης που διατυπώθηκε δεν προωθήθηκε με οποιαδήποτε επιχειρηματολογία. Το περίγραμμα αγόρευσης για τον εφεσείοντα και στη συνέχεια η προφορική αγόρευση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του περιορίζεται σε όσα αφορούν στο πρώτο ζήτημα που είναι και το μόνο που παραμένει. Προσθέτουμε πως πρέπει να θεωρηθεί ως εγκαταλειφθείς και ο λόγος έφεσης σε σχέση με την άδεια που ζητήθηκε για prohibition. Εξηγήθηκε πρωτοδίκως πως τα στοιχεία “καθιστούν αυτό το αίτημα χωρίς καμιά απολύτως προοπτική”. Επισημάνθηκε πως το θέμα δεν είχε προωθηθεί ούτε με την αγόρευση του δικηγόρου του εφεσείοντα και το αίτημα απορρίφθηκε συνοπτικά. Ούτε αυτό το θέμα προωθήθηκε με οποιαδήποτε επιχειρηματολογία.

Ο εφεσείων είχε υποβάλει αίτηση για τροποποίηση της έκθεσης απαίτησης, αυτή επετράπηκε μερικώς και άσκησε έφεση. Στις προσπάθειές του, με διαδοχικά προφορικά αιτήματα, για μετάθεση της ακρόασης της αγωγής σε χρόνο μετά την εκδίκαση της έφεσης, το Επαρχιακό Δικαστήριο επισήμανε την ανυπαρξία επί τούτου αίτησης, για αναστολή δηλαδή της διαδικασίας. Δόθηκε, με δισταγμό όπως αναφέρθηκε, μια ακόμα αναβολή και ακολούθησαν όσα παραθέσαμε στην αρχή. Το Επαρχιακό Δικαστήριο εξέλαβε και σ΄αυτό συνέβαλε, όπως ορθά διέκρινε και ο συνάδελφός μας, ο ίδιος ο εφεσείων που παρέλειψε να προβεί στην αναγκαία εξειδίκευση, όταν σε κάποιο στάδιο αναφέρθηκε σε αίτηση για αναστολή, πως είχε ενώπιόν του προφορικό αίτημα για περαιτέρω αναβολή. Αυτό ήταν λάθος. Ο εφεσείων είχε καταχωρίσει αίτηση για αναστολή που είχε οριστεί και εκείνη την ίδια ημέρα. Η αγωγή, λοιπόν, απορρίφθηκε ενώ παρέμεινε αδιεκπεραίωτη η αίτηση για αναστολή.

Το ερώτημα, πλέον, αφορούσε στη ταξινόμηση του λάθους. Με αναφορά στην Τζεννάρο Περρέλλα (αρ. 2) (1995) 1 ΑΑΔ 692 σε σχέση με την εμβέλεια του προνομιακού εντάλματος certiorari και την In Re Kakos (1985) 1 CLR 250 σε σχέση με την ανάγκη θεμελίωσης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, κρίθηκε πρωτοδίκως πως δεν στοιχειοθετήθηκε συζητήσιμο θέμα για την προταθείσα, ως αιτία για χορήγηση της άδειας, ύπαρξη στην όψη του πρακτικού προφανούς λάθους. Υπήρχε μόνο “λάθος πραγματικό”, συνεπώς υπό συζήτηση ετίθετο ζήτημα ορθότητας, όχι νομιμότητας, και δεν παρεχόταν δυνατότητα ελέγχου με certiorari. Θα υπήρχε όμως, όπως κρίθηκε, λόγος απόρριψης και αν είχε ενταχθεί το ζήτημα στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, με βάση την Ανθίμου (1991) 1 ΑΑΔ 41. Η απόρριψη της αγωγής ήταν εφέσιμη και δεν στοιχειοθετήθηκαν εξαιρετικές περιστάσεις που θα δικαιολογούσαν τη μή χρήση εκείνης της δυνατότητας. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση.

“Ως προς το πρώτο ζήτημα, είναι αυτονόητο ότι η φυσιολογική δικονομική σειρά επέβαλλε την εξέταση πρώτα της αίτησης για αναστολή. Η μη εξέταση της όμως κατά προτεραιότητα δεν μου φαίνεται να ήταν το αποτέλεσμα απόφασης, έτσι ώστε να προκύπτει με την κατάληξη της νομικό σφάλμα, αλλά αποτυχίας αναφορικά με την επισήμανση μιας πραγματικότητας, ήτοι, της ύπαρξης της αίτησης για να της επιληφθεί το δικαστήριο. Είναι νομίζω σχετικό το ότι κατά την προηγούμενη ημερομηνια που η αγωγή ήταν ορισμένη για ακρόαση, το δικαστήριο είχε εξηγήσει στον αιτητή ότι δεν ήταν δυνατό να εξεταστεί θέμα αναστολής στην απουσία σχετικής αίτησης. Και δεν υπάρχει στο πρακτικό της τελευταίας ημερομηνίας οτιδήποτε που να δείχνει ότι το δικαστήριο είχε υπόψη του την στο μεταξύ καταχωρισθείσα αίτηση και επέλεξε να την αγνοήσει. Απλώς το δικαστήριο δεν αντιλήφθηκε την ύπαρξη της αίτησης. Σε αυτό δεν ήταν αμέτοχος ευθύνης και ο ίδιος ο αιτητής ο οποίος παρέλειψε να προβεί στην αναγκαία εξειδίκευση όταν αναφέρθηκε σε αίτηση του για αναστολή. Δεν κατέστησε σαφές ότι επρόκειτο για καταχωρισθείσα αίτηση ορισμένη για ακρόαση εκείνη την ημέρα. Με αποτέλεσμα το δικαστήριο να σχηματίσει, καθώς μου φαίνεται, την εντύπωση ότι επρόκειτο για νέο προφορικό αίτημα. Δεν είναι ανάγκη να συζητήσω εδώ τις επιπτώσεις. Κατά την άποψη μου ό,τι συνέβηκε θέτει προς εξέταση μόνο ζήτημα ορθότητας που προέκυψε από λάθος πραγματικό και όχι ζήτημα νομιμότητας. Συνεπώς δεν προσφέρεται δυνατότητα ελέγχου με το επιδιωκόμενο προνομιακό ένταλμα.

Προσθέτω όμως και το εξής. Αν κατέληγα πως εγειρόταν ζήτημα νομιμότητας αντί απλώς ορθότητας, θα απέστεργα το παρόν αίτημα δεδομένου ότι προσφέρεται το ένδικο μέσο της έφεσης και δεν διακρίνω εξαιρετική περίσταση που θα καθιστούσε απαραίτητο τον έλεγχο με certiorari. Αν είναι η βραχύτητα του χρόνου εκδίκασης που ενδιαφέρει, διαθέτει και το Εφετείο δυνατότητα για σύντομη εκδίκαση ανάλογα με τις ανάγκες.”

 

 

Ο εφεσείων υποστηρίζει πως το λάθος ήταν νομικό. Στην πρωτόδικη απόφαση εξηγήθηκε ποιά ήταν η ορθή δικονομική σειρά, το πρακτικό αποκαλύπτει έκδοση απόφασης κατά παρέκκλιση από αυτή και ό,τι ανέκυπτε ως στόχευση και ως αντικείμενο ήταν ζήτημα νομιμότητας της και όχι ορθότητάς της. Δεν είμαστε έτοιμοι να απορρίψουμε ως εκτός συζήτησης αυτή την προσέγγιση. Είναι ορθό πως το σκεπτικό που οδήγησε στην απόρριψη της αγωγής δεν έφερε στην επιφάνεια οποιοδήποτε νομικό λάθος και συμφωνούμε με την επισήμανση, ως προς αυτό, στην πρωτόδικη απόφαση. Η διαδικασία όμως αφορά στο γεγονός της απόρριψης της αγωγής και με αναγνωρισμένη στην πρωτόδικη απόφαση την επέλευσή της κατά παρέκκλιση από τη δικονομική σειρά, επιδέχεται συζήτησης η άποψη ότι από το πρακτικό, ως περιλαμβάνον και το γεγονός της ύπαρξης της αίτησης για αναστολή, αναδεικνύεται ζήτημα ως προς την εξ αντικειμένου νομιμότητα της απόρριψης της αγωγής.

Εν τούτοις, θεωρούμε ότι ορθά απορρίφθηκε η αίτηση με αναφορά στο διαθέσιμο του ενδίκου μέσου της έφεσης. Στην Ανθίμου (ανωτέρω) με παραπομπή στην R. v. Epping and Harlow General Comrs (1983) 3 All E.R. 257, τονίστηκε από την Ολομέλεια πως δεν αρκεί να καταδεικνύεται συζητήσιμο ζήτημα. Εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο, η επίκληση της εξαιρετικής δικαιοδοσίας για έκδοση του προνομιακού εντάλματος, που χαρακτηρίστηκε ως το κατάλοιπο της εξουσίας του Δικαστηρίου, πρέπει να δικαιολογείται από την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων. ΄Οπως εξηγήθηκε στην R. v. Secretary of State (1986) 1 All ER 717, που υιοθετήθηκε στην Ανθίμου, η ανάγκη να δείξει ο αιτητής συζητήσιμη υπόθεση αν πρόκειται να εξασφαλίσει άδεια, δεν περιο-ρίζεται σε όσα αφορούν στην ουσία του θέματος. Περιλαμβάνει και την ανάγκη να δείξει πως υπάρχουν επαρκώς ειδικές περιστάσεις που να καθιστούν συζητήσιμο το ότι πρέπει να γίνει παρέκκλιση από το συνήθη κανόνα και εκτός αν ικανοποιούν και τα δυο σκέλη, δεν υπάρχει συζητήσιμη υπόθεση για θεραπεία.

Ο κ. Κληρίδης εισηγήθηκε πως τα πράγματα είναι διαφορετικά εφόσον τίθεται ζήτημα νομικού λάθους εμφανούς στο πρακτικό. ΄Εχουμε αντιληφθεί να εννοεί πως υπό το φως τέτοιας διαπίστωσης, έστω εκ πρώτης όψεως, δικαιολογείται η χορήγηση άδειας, χωρίς άλλα. Σημειώνουμε πως, πολύ πρόσφατα, η Ολομέλεια αναφέρθηκε σε νομολογία ως θεμελειώνουσα την υπό ορισμένες περιστάσεις, “δικαιωματική” διεκδίκηση διατάγματος certiorari. Aυτά αφορούσαν στη σημασία της καθυστέρησης ως παράγοντα για την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου όταν διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, που δεν είναι το θέμα μας εδώ. (Βλ. Αναστάσιος Μαρκιτανή ν. Απόστολου Μουτζούρη Πολιτική ΄Εφεση 10606 ημερομηνίας 20.6.2000).

Ο κ. Κληρίδης μας παρέπεμψε σε πρωτόδικη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου και είναι δίκαιο να σημειώσουμε πως αυτή, όπως και ορισμένες άλλες, μπορεί να θεωρηθεί ότι οδηγούν προς την κατεύθυνση που εισηγήθηκε. [Βλ. Αλέκα Παπακόκκινου (1993) 1 ΑΑΔ 31, Stavros Hotel Aprt Ltd κ.α. (αρ. 1) (1994) 1 ΑΑΔ 389, Beogradska Banka D.D. (1995) 1 AAΔ 737, Beogradska Banka D.D. Αίτηση Αρ. 140/96 ημερομηνίας 5.8.96 και Δέσποινα Μερκεζά Αίτηση αρ. 64/96 ημερομηνίας 10.7.96].

Αυτή η θεώρηση του ζητήματος είχε στη βάση της τις υποθέσεις R. v. Hillingdon (London Borough) (1974) 2 All ER 643, και R.v. Chief Constable of Merseyside (1986) 1 All E.R. 257. Eκεί, πράγματι, χορηγήθηκε θεραπεία με αναφορά στο ίδιο το λάθος ή, ακόμα, στο μέγεθός του. Δεν ήταν όμως το νόημα τους πως διαφοροποιούνται οι αρχές και πως δεν απαιτείται να καταδεικνύονται εξαιρετικές περιστάσεις στις περιπτώσεις που τίθεται ζήτημα νομικού λάθους εμφανούς στο πρακτικό. Αντίθετα, τονίστηκε και στις δυο η βασική αρχή και σημειώνουμε πως, ακριβώς, ως προς αυτή, στην Ανθίμου υιοθετήθηκε και η Merseyside. Στην Hillingdon τονίστηκε πως ανέκαθεν, ως θέμα αρχής, εκδίδεται certiorari μόνο όταν δεν υπάρχει άλλη, εξ ίσου αποτελεσματική και βολική θεραπεία και ήταν κατά τη σύγκριση των θεραπειών που προσφέρονταν που έγινε δεκτό ότι εδικαιολογείτο η υποβολή αίτησης για certiorari. Aναγνωρίστηκε πως συγκριτικά ήταν πιο γρήγορη και λιγότερο δαπανηρή και πως, σε κατάλληλες περιπτώσεις, θα ήταν ορθό να προτιμάται. Κάτω από αυτό το πρίσμα, ό,τι ακολουθεί στην απόφαση ως προσδιορισμός του τί είναι “κατάλληλες περιπτώσεις”, που θεωρήθηκε ότι περιλαμβάνει και την ύπαρξη καθαρού νομικού λάθους, δεν θα ήταν λογικό να εκληφθεί ως διαφοροποιητικό της γενικής αρχής. Το ίδιο και σε σχέση με την Merseyside στην οποία χορηγήθηκε θεραπεία με αναφορά στη φύση και το μέγεθος του λάθους.

Η θεμελίωση συζητήσιμης υπόθεσης για ύπαρξη νομικού λάθους εμφανούς στο πρακτικό, που είναι η αιτία της αίτησης εν προκειμένω, αποτελεί την προϋπόθεση για την καθόλου ένταξη του ζητήματος στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για έκδοση certiorari. Στο στάδιο της αίτησης για χορήγηση άδειας η κρίση για τέτοια θεμελίωση εξ ορισμού δεν είναι τελική. Το δικαστήριο μπορεί να καταλήξει οριστικά στο αντίθετο, πως δεν υπάρχει δηλαδή συζητήσιμο θέμα [βλ. In Re Kakos (ανωτέρω)] αλλά ως προς τη δύναμη της υπόθεσης του αιτητή μπορεί να μιλήσει μόνο εκ πρώτης όψεως. Για να έχει και νόημα η άποψη της άλλης πλευράς όταν θα της δοθεί η ευκαιρία να ακουστεί. Χωρίς τέτοια θεμελίωση δεν μπορεί να υπάρξει περαιτέρω συζήτηση. Συζητούμε την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, ως περαιτέρω προαιτούμενο. Διαφορετικά, η όλη θεώρηση του θέματος θα ήταν αντινομική και όσα, με τόση έμφαση, λέχθηκαν για την ανάγκη θεμελίωσης εξαιρετικών περιστάσεων θα απέμεναν χωρίς νόημα.

Εκείνο που ενώνει τις δυο δικαιοδοσίες, την αγγλική και την κυπριακή, είναι οι αρχές που διέπουν το θέμα. Απαιτούνται εξαιρετικές περιστάσεις και κατ΄ανάγκη αυτές διακριβώνονται με τη σύγκριση των δυνατοτήτων που προσφέρει η μια ή η άλλη από τις διαθέσιμες θεραπείες. ΄Οπως λέχθηκε στην R. v. Secretary of State (ανωτέρω) στη σελίδα 724, για να παρακαμφθεί η διαδικασία της έφεσης πρέπει ο αιτητής να δείξει ότι η υπόθεσή του διακρίνεται από το είδος των υποθέσεων για τις οποίες προβλέφθηκε έφεση. Στους δε Halsbury’s Laws of England 4η έκδοση Τόμος 1(ι) σελ. 94 § 61, προσδιορίζεται ως υπερκείμενο κριτήριο το κατά πόσο η εναλλακτική θεραπεία δεν είναι τόσο βολική, επωφελής και αποτελεσματική.

Οι υποθέσεις Hillingdon και Μerseyside αφορούσαν σε διοικητικούς χειρισμούς και η έφεση που προβλεπόταν ήταν “ιεραρχική”, και στις δυο περιπτώσεις σε Υπουργό. Οι συγκριτικές αναφορές που έγιναν είναι συναρτημένες προς τις ιδιατερότητες του εκεί συστήματος (βλ. και R. v. Birmingham City Council Ex. p. Ferrero Ltd (1993) 1 All E.R. 530) και είναι νομίζουμε σαφές πως ο προβληματισμός ο δικός μας αναφορικά με το θέμα πρέπει να διέρχεται μέσα από τις δικές μας θεσμικές ρυθμίσεις. Παράδειγμα παρέχει η Αρχιεπί-σκοπος Κύπρου (αρ. 4) (1993) 1 ΑΑΔ 961. Το γεγονός ότι, στο πλαίσιο των θεσμών μας, δεν υπάρχει εναλλακτική θεραπεία ανάλογη προς την prohibition, που εγκύρως είχαν διεκδικήσει οι αιτητές, κρίθηκε ως εξαιρετική περίσταση που δικαιολογούσε ανάληψη δικαιοδοσίας σε σχέση με το αίτημα για certiorari, αφού τα δυο ήταν συναφή.

Δεν μας έχει υποδειχθεί και δεν μπορούμε να δούμε οποιαδήποτε διαφορά, σε σχέση με το θέμα, μεταξύ των δυνατοτήτων, από οποιαδήποτε άποψη, της έφεσης και της παρούσας διαδικασίας. Ο κ. Κληρίδης εισηγήθηκε στο περίγραμμα της αγόρευσής του πως “η έφεση δεν θα μπορούσε έγκαιρα να διορθώσει το λάθος” και, ενώπιόν μας, αναφέρθηκε στον παράγοντα του χρόνου. Δεν έχει τεκμηριωθεί με κανένα τρόπο πως η έφεση δεν προσφερόταν ως “έγκαιρη” επιλογή και ο παράγοντας του χρόνου εκδίκασης στο πλαίσιο της μιας ή της άλλης διαδικασίας δεν είναι από μόνος του σχετικός.

Θέλουμε να πούμε πως αν καθ΄υπόθεση η παρούσα διαδικασία ήταν πιό γρήγορη (ο Καλλής Δ. στην Γενικός Εισαγγελίας - Αίτηση αρ. 88/97 ημερομηνίας 30.7.97 έδωσε στοιχεία για το αντίθετο), αυτό θα ίσχυε για κάθε περίπτωση. Αν πρόκειται ο χρόνος εκδίκασης να έχει σημασία αυτός θα πρέπει να συσχετίζεται προς τις ιδιαίτερες ανάγκες της κάθε περίπτωσης, στο πλαίσιο των κριτηρίων που διέπουν το θέμα. ΄Οπως έχει τονιστεί επανηλειμμένα, δεν είναι δυνατός ο προκαθορισμός του τί συνιστά εξαιρετική περίσταση. Αυτό κρίνεται με βάση τα περιστατικά της κάθε περίπτωσης.

Δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε το εξαιρετικό στην περίπτωση και η έφεση πρέπει να απορριφθεί. Η έφεση απορρίπεται.

Δ.

 

Δ.

 

Δ.

 

Δ.

 

Δ.

/Μσι.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο