(2000) 1 ΑΑΔ 1965

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΙΤΗΣΕΩΣ 94/2000

ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, Δ.

Επί τοις αφορώσι το ΄Αρθρον 155(4) του Συντάγματος

της Κυπριακής Δημοκρατίας

και

Επί τοις Αφορώσι την αίτηση της HellengerTrading Ltd

για άδεια καταχώρησης εντάλματος certiorari και/ή prohibition

και

Επί τοις αφορώσι το Διάταγμα ημερομηνίας 7/9/00 του

Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στην Αίτηση με αριθμό 553/2000

του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για εγγραφή του Διατάγματος ημερομηνίας 30.6.2000 του Δικαστηρίου της Δημοκρατίας της Σλοβενίας

----------------

30 Νοεμβρίου 2000

Για τον αιτητή: Α. Γιωρκάτζης.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Μετά από ex parte αίτηση εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημο-κρατίας, στις 7.9.00, Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ενέκρινε όπως “Διάταγμα ημερομηνίας 30.6.00 της Δημοκρατίας της Σλο-βενίας εγγραφεί στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας και γίνει εκτελεστό”.

Με την παρούσα οι αιτητές επιδίωξαν άδεια για την υποβολή αίτησης προς έκδοση certiorari, prohibition και mandamus. Δεν στρεφόταν εναντίον τους η ποινική διαδικασία στη Σλοβενία, τους επηρέαζε όμως το Διάταγμα που αυτό είχε εκδώσει. Είχε διαταχθεί η παγοποίηση συγκεκριμένων ποσών τα οποία έχουν κατατεθημένα σε τραπεζικούς λογαριασμούς στην Κύπρο και είναι αυτή την επίπτωση στα συμφέροντά τους που θέλουν να άρουν.

Η εγγραφή διατάκτηκε κατ΄επίκληση του περί Συγκάλυψης, ΄Ερευνας και Δήμευσης Εσόδων από Ορισμένες Εγκληματικές Πράξεις Νόμου του 1996 (Ν.61(Ι)/96 όπως τροποποιήθηκε) (στο εξής ο Νόμος), ειδικά των διατάξεων του Μέρους ΙV που αναφέρονται στη Διεθνή Συνεργασία. Συναφώς και του περί της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τη Συγκάλυψη, ΄Ερευνα, Κατάσχεση και Δήμευση Προϊόντων του Εγκλήματος (Κυρωτικού) Νόμου του 1995 (Ν. 18(ΙΙΙ)/95), (στο εξής η Σύμβαση).

Η αίτηση ως προς το mandamus στηρίκτηκε στο Άρθρο 18 της Σύμβασης. Προσδιορίζονται σ΄αυτό οι λόγοι για τους οποίους είναι δυνατή η άρνηση συνεργασίας και οι αιτητές ήθελαν να διαταχθεί το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης όπως ασκήσει αρνητικά τη διακριτική του ευχέρεια. Ζήτησα τεκμηρίωση της άποψης των αιτητών αναφορικά με την καθόλου δικαιοδοτική δυνατότητα έκδοσης τέτοιας διαταγής και εγκατέλειψαν αυτή την πτυχή της αίτησής τους. Επίσης, ζήτησα διευκρινίσεις σε σχέση με τη διαταγή για prohibition. Eπιδιώκεται διάταγμα “απαγορεύον στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας όπως επιληφθεί του θέματος περαιτέρω περιλαμβανομένου οποιουδήποτε δικονομικού ή άλλου μέτρου στο πλαίσιο της αιτήσεως 553/00,” χωρίς άλλο προσδιορισμό. Οι αιτητές δεν μπορούσαν να είναι πιο συγκεκριμένοι ως προς το αντικείμενο του διατάγματος. Ο κ. Γιωρκάτζης αναφέρθηκε στη δυνατότητα που παρέχει το μέρος V του Νόμου για έκδοση διαταγμάτων αποκάλυψης πληροφοριών αλλά αυτή είναι ασύνδετη προς την εγγραφή που συντελέστηκε. Δεν υπάρχει οτιδήποτε σε εκκρεμότητα στο Επαρχιακό Δικαστήριο, δεν διακρίνω οτιδήποτε στο οποίο θα μπορούσε να αναφέρεται η απαγόρευση που επιζητείται και το αίτημα για prohibition είναι εν πάση περιπτώσει απαράδεκτο, ως στερούμενο αντικειμένου.

Τα πρώτα από τα επιχειρήματα του αιτητή σε σχέση με το certiorari αφορούσαν στο γεγονός ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ενήργησε δυνάμει ex parte αίτησης. Η αντίληψη ήταν πως ο νόμος απαιτούσε αίτηση για εγγραφή που θα έπρεπε να επιδοθεί σε κάθε επηρεαζόμενο, αλλά αναγνώρισε στο τέλος ο κ. Γιωρκάτζης πως η πραγματικότητα ήταν άλλη. Σύμφωνα με το άρθρο 38 του νόμου υποβάλλεται αίτηση από τη ξένη χώρα ή για λογαριασμό της στον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης ο οποίος, αφού πεισθεί ότι η αίτηση προέρχεται από ξένη χώρα και αφορά διάταγμα εξωτερικού, τη διαβιβάζει στο Δικαστήριο. Ως προς τη δικαστική διαδικασία ενδιαφέρει η παράγραφος 2 του άρθρου 38 το οποίο και παραθέτω:

“Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3), το δικαστήριο μετά τη διαβίβαση σ΄αυτό αίτησης ξένης χώρας εγγράφει το διάταγμα εξωτερικού για σκοπούς εκτέλεσης του”.

 

Διαμόρφωσαν, λοιπόν, οι αιτητές διαφορετική πρόταση. Υποστήριξαν πως εδώ έχουμε παραβίαση του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος των αιτητών να ακουστούν. Τέτοιας μορφής θέση απολήγει να συνιστά αμφισβήτηση της συνταγματικότητας του νόμου που δε νομίζω πως θα ήταν παραδεκτό να υποβληθεί με το συμπτωματικό τρόπο με τον οποίο υποβλήθηκε. Ούτως ή άλλως ζήτησα από τον κ. Γιωρκάτζη να αναφερθεί στις επιπτώσεις στο επιχείρημά του από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σύμφωνα με την οποία, όπως παρατηρήθηκε στην απόφαση πλειοψηφίας στην Ντίνα Παπαϊωάννου κ.α. ν. Γιάννη Παπαϊωάννου κ.α. Νομικό Ερώτημα 330 κ.α. ημερομηνίας 11.5.00, “παρεμπίπτοντα ή ενδιάμεσα μέτρα δεν συνιστούν διάγνωση αστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ώστε να εμπίπτουν στο άρθρο 6(1) της Σύμβασης....”

Κατά τη νέα δικάσιμο που χρειάστηκε να δοθεί ο κ. Γιωρκάτζης διευκρίνισε πως το παράπονό του αναφορικά με αυτό το θέμα δεν αφορά στη μή επίδοση της αίτησης, αυτής καθ΄εαυτής. ΄Οπως υποστήριξε, δικαιολογείται η έγκριση της αίτησης πάνω στη βάση ότι, κατά παράβαση του ΄Αρθρου 5 της Σύμβασης, η Κύπρος δεν υιοθέτησε “τα νομοθετικά και άλλα εκείνα μέτρα που ήθελον είναι απαραίτητα για να εξασφαλίσει ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη που επηρεάζονται από μέτρα βάσει των άρθρων 2 και 3 θα έχουν αποτελεσματικές νομικές θεραπείες για να προστατεύσουν τα δικαιώματά τους”. Επίσης ότι, κατά παράβαση του Άρθρου 21(3) της Σύμβασης, το Διάταγμα για εγγραφή δεν συνοδευόταν από υπόδειξη αναφορικά με τα ένδικα βοηθήματα που διατίθενται υπέρ των αιτητών. Αναγνώρισε όμως ο κ. Γιωρκάτζης πως η απόφαση για εγγραφή υπόκειται σε έφεση. Περαιτέρω δεν μου φαίνεται πως το ΄Αρθρο 21(3) της Σύμβασης αναφέρεται σε περιπτώσεις όπως η παρούσα. Αναφέρεται στη διαφορετική περίπτωση επίδοσης δικαστικών εγγράφων σε πρόσωπα στο εξωτερικό που επηρεάζονται από προσωρινά μέτρα ή διατάγματα δήμευσης που εκδόθηκαν στο Μέρος αποστολής και είναι εκείνο το Μέρος που υποχρεώνεται να προβαίνει στη σχετική υπόδειξη. Στην απουσία, λοιπόν, του υπόβαθρου που προτάθηκε, δεν είναι αναγκαίο να εξετάσω αν θα ήταν εν πάση περιπτώσει δυνατό να τίθεται ζήτημα για προνομιακό ένταλμα με αιτία την κατ΄ισχυρισμό μή εκπλήρωση τέτοιας υποχρέωσης από την Κύπρο, ως Μέρους στη Σύμβαση.

Στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την παρούσα αίτηση περιλαμβάνεται και ισχυρισμός πως επειδή ορίστηκε να ισχύει το Διάταγμα μέχρι την εκδίκαση της ποινικής υπόθεσης στην Σλοβενία, αυτό καθίσταται “ανακριβές και αόριστο”. Δεν προσδιορίζεται όμως στην αίτηση ως προτεινόμενος λογος για τη χορήγηση άδειας τέτοιο θέμα ούτε και αυτό προωθήθηκε με επιχειρηματολογία ενώπιόν μου που θα έδειχνε με ποιό τρόπο ή κατά ποιά έννοια που μάλιστα θα διάνοιγε το δρόμο για certiorari, το διάταγμα ήταν ανακριβές και αόριστο.

΄Ηταν πιο συγκεκριμένες οι άλλες εισηγήσεις του κ. Γιωρκάτζη. Είναι και οι δυο δικαιοδοτικής υφής. Η πρώτη αφορά στην καθόλου δυνατότητα έκδοσης τέτοιου διατάγματος ενόψει της φύσης του αδικήματος που αποτελεί το αντικείμενο της διαδικασίας στη Σλοβενία. Η δεύτερη αφορά στις προϋποθέσεις που κατά το Νόμο πρέπει να πληρούνται αν πρόκειται να εγγραφεί διάταγμα εξωτερικού για σκοπούς εκτέλεσής του. Συνοψίζω τις εισηγήσεις.

1. Η Κύπρος υπέγραψε τη Σύμβαση με επιφύλαξη ως προς τη φύση των πράξεων που ανέλαβε να ποινικοποιήσει ως αδικήματα συγκάλυψης. Σύμφωνα με την επιφύλαξη, “η παράγραφος 1 του ΄Αρθρου 6 της Σύμβασης που αναφέρεται στα αδικήματα συγκάλυψης, “θα τυγχάνει εφαρμογής μόνο στα γενεσιουργά αδικήματα που καθορίζονται στη σχετική εσωτερική της νομοθεσία”. Ο Νόμος αποτελεί ακριβώς την εσωτερική σχετική νομοθεσία της Κύπρου και στον καθορισμό των “γενεσιουργών αδικημάτων” στο ΄Αρθρο 5 και, κατ΄επέκταση, των “αδικημάτων συγκάλυψης” στο ΄Αρθρο 4, δεν περιλαμβάνεται το αδίκημα της λαθρεμπορίας τσιγάρων σε σχέση με το οποίο διεξάγεται η διαδικασία στη Σλοβενία. Εκλαμβάνω την εισήγηση να περιλαμβάνει και τη θέση πως το Υπουργικό Συμβούλιο δεν καθόρισε με βάση το άρθρο 5(ζ) τέτοιο γενεσιουργό αδίκημα. Σύμφωνα με το άρθρο 3 του νόμου αυτός εφαρμόζεται σε σχέση με “καθορισμένα αδικήματα” και αυτά είναι τα γενεσιουργά αδικήματα και αδικήματα συγκάλυψης που τα προϋποθέτουν. Παρεμβάλλω ότι με το Ν. 152(Ι)/00, το α. 5 αντικαταστάθηκε, αλλά αυτή η πολύ πρόσβατη νομοθετική αλλαγή δεν ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο.

2. Σύμφωνα με το άρθρο 38(3) του νόμου το Δικαστήριο προβαίνει στην εγγραφή Διατάγματος εξωτερικού αν συνυπάρχουν καθοριζόμενες προϋποθέσεις, μεταξύ των οποίων και η ικανοποίησή του ότι δεν συντρέχουν οι λόγοι άρνησης συνεργασίας που αναφέρονται στο άρθρο 18 της Σύμβασης. Αυτό το καθήκον εξέτασης προς θετική διαπίστωση αναφορικά με τη συνύπαρξη των προϋποθέσεων δεν έχει επιτελεστεί αφού το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έστρεψε την προσοχή του προς αυτή την κατεύθυνση. Αν το έκαμνε θα διαπίστωνε, μεταξύ άλλων, πως το αδίκημα της λαθρεμπορίας τσιγάρων είναι δημοσιοοικονομικό οπότε, με βάση το άρθρο 18, δεν θα έπρεπε να εκδοθεί το διάταγμα σε καμιά περίπτωση.

Δεν θα έλεγα, στη βάση των πιο πάνω, ότι δεν είναι επιδεκτικές συζήτησης αυτές οι εισηγήσεις του αιτητή. Το θέτω έτσι γιατί, σε σχέση με το άρθρο 38(3), ενώπιόν μου βρίσκεται μόνο το συνταγμένο διάταγμα που εκδόθηκε και όχι το πρακτικό που, όπως αντιλαμβάνομαι, τηρήθηκε. Δεν χρειάζεται όμως να επεκταθώ σ΄αυτά.

Κάλεσα τον κ. Γιωρκάτζη να εξηγήσει το λόγο για τον οποίο θα έπρεπε να παρακαμφθεί το ένδικο μέσο της έφεσης και έθεσα υπόψη του την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην Αναφορικά με τον Σταύρο Μεστάνα Πολιτική ΄Εφεση 9906, ημερομηνίας 22.9.00. Ο κ. Γιωρκάτζης δέκτηκε πως θα έπρεπε πράγματι να δείξει εξαιρετικές περιστάσεις και εισηγήθηκε ως τέτοιες τη φύση των πλημμελειών που επισήμανε, ως θεμελειακών. Πρότεινε επίσης πως θα πρέπει να έχουν οι αιτητές τη δυνατότητα πρωτόδικης κρίσης από δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου και, περαιτέρω, ότι η διαδικασία της έφεσης είναι χρονοβόρα.

Στη Μεστάνας, με αναφορά στη κυπριακή και αγγλική νομολογία, τονίστηκε πως στο τέλος της ημέρας οι εξαιρετικές περιστάσεις συναρτώνται προς τις δυνατότητες που παρέχουν οι προσφερόμενες θεραπείες. Δεν είχε διαπιστωθεί τέτοια διαφορά στην περίπτωση, και συνεπώς, όπως κρίθηκε, δεν υπήρχε λόγος που θα καθιστούσε δυνατή την καταφυγή στο κατάλοιπο, όπως χαρακτηρίστηκε, της εξουσίας για έκδοση certiorari. Απέρριψε συναφώς και την εισήγηση, που επαναλήφθηκε και εδώ, πως θα έπρεπε να αναληφθεί δικαιοδοσία με αναφορά στον παράγοντα του χρόνου εκδίκασης του ενός ή του άλλου ενδίκου μέσου. Παραθέτω τα σχετικά αποσπάσματα από την απόφαση:

“Απαιτούνται εξαιρετικές περιστάσεις και κατ΄ανάγκην αυτές διακριβώνονται με τη σύγκριση των δυνατοτήτων που προ-σφέρει η μια ή η άλλη από τις διαθέσιμες θεραπείες. ΄Οπως λέχθηκε στην R. v. Secretary of State (ανωτέρω) στη σελίδα 724, για να παρακαμφθεί η διαδικασία της έφεσης πρέπει ο αιτητής να δείξει ότι η υπόθεσή του διακρίνεται από το είδος των υποθέσεων για τις οποίες προβλέφθηκε έφεση. Στους δε Halsbury’s Laws of England 4η έκδοση Τόμος 1(ι) σελ. 94 § 61, προσδιορίζεται ως υπερκείμενο κριτήριο το κατά πόσο η εναλλακτική θεραπεία δεν είναι τόσο βολική, επωφελής και αποτελεσματική.”

.................................. .................................................. ...............

 

“Δεν μας έχει υποδειχθεί και δεν μπορούμε να δούμε οποιαδήποτε διαφορά, σε σχέση με το θέμα, μεταξύ των δυνατοτήτων, από οποιαδήποτε άποψη, της έφεσης και της παρούσας διαδικασίας. Ο κ. Κληρίδης εισηγήθηκε στο περίγραμμα της αγόρευσής του πως “η έφεση δεν θα μπορούσε έγκαιρα να διορθώσει το λάθος” και, ενώπιόν μας, αναφέρθηκε στον παράγοντα του χρόνου. Δεν έχει τεκμηριωθεί με κανένα τρόπο πως η έφεση δεν προσφερόταν ως “έγκαιρη” επιλογή και ο παράγοντας του χρόνου εκδίκασης στο πλαίσιο της μιας ή της άλλης διαδικασίας δεν είναι από μόνος του σχετικός.

Θέλουμε να πούμε πως αν καθ΄υπόθεση η παρούσα διαδικασία ήταν πιό γρήγορη (ο Καλλής Δ. στην Γενικός Εισαγγελίας - Αίτηση αρ. 88/97 ημερομηνίας 30.7.97 έδωσε στοιχεία για το αντίθετο), αυτό θα ίσχυε για κάθε περίπτωση. Αν πρόκειται ο χρόνος εκδίκασης να έχει σημασία αυτός θα πρέπει να συσχετίζεται προς τις ιδιαίτερες ανάγκες της κάθε περίπτωσης, στο πλαίσιο των κριτηρίων που διέπουν το θέμα. ΄Οπως έχει τονιστεί επανηλειμμένα, δεν είναι δυνατός ο προκαθορισμός του τί συνιστά εξαιρετική περίσταση. Αυτό κρίνεται με βάση τα περιστατικά της κάθε περίπτωσης.”

 

Πολύ πρόσφατα στην Αναφορικά με την TAVIRA SHIPPING & TRADING S.A. Αίτηση αρ. 95/00 ημερομηνίας 8.11.00 ο Νικολαΐδης Δ. απέρριψε παρόμοιο αίτημα αφού, μεταξύ αλλων, προσφερόταν το ένδικο μέσο της έφεσης και δεν υπήρχαν εξαιρετικές περιστάσεις. Με προβλημάτισε ιδιαιτέρως, όμως, η εισήγηση πως θα έπρεπε να χορηγήσω άδεια παρά την ύπαρξη δυνατότητας άσκησης έφεσης, ενόψει της δικαιοδοτικής φύσης των σημείων που συζητήθηκαν. Κυρίως ενόψει του πιο κάτω αποσπάσματος από τους Ηalsbury’s Laws of England, 3η έκδοση Τόμος 11 σελ. 140 §265. (Βλ. επίσης την 4η έκδοση, Τόμος Ι(ι) § 117, σημ. 22 και Bazu’s Commentary on the Constitution of India 6η έκδοση Τόμος Ι σελ. 375.)

“Although the order is not of course it will though discretionary nevertheless be granted ex debito justitiae, to quash proceedings which the Court has power to quash, where it is shown that the court below has acted without jurisdiction or in excess of jurisdiction, if the application is made by an aggrieved party and not merely by one of the public and if the conduct of the party applying has not been such as to disentitle him to relief and this is the case even though certiorari is taken away by statute and although there is an alternative remedy.”

 

 

Αυτή η πολύ γενική διατύπωση μεταδίδει πράγματι πως σε περιπτώσεις έλλειψης ή υπέρβασης δικαιοδοσίας, όταν η αίτηση προέρχεται από επηρεαζόμενο, εκδίδεται certiorari παρά την ύπαρξη εναλλακτικής θεραπείας. Δεν έχω δει να διατυπώνεται τέτοια γενική αρχή στις βασικές υποθέσεις πάνω στο θέμα. ΄Εχω υπόψη μου τις αναφερθείσες από την Ολομέλεια στην Ανθίμου (1991) 1 ΑΑΔ 41 και στη συνέχεια στη Σταύρου Μεστάνα, Πολιτική ΄Εφεση 9906 ημερομηνίας 22.9.00. Επίσης μου έκαμε εντύπωση η αναφορά στη σελίδα 53 §109 του πιο πάνω συγγράμματος στο ρόλο των προνομιακών διαταγμάτων. (Βλ. επίσης Ιan McLean Criminal Appeals - A Practical Guide σελ. 39) Αναφέρεται:

“Where (as is frequently the case) no right of appeal to the courts exists, the three orders here under consideration fοrm the principal means by which the determinations of these tribunals and other persons and bodies can be brought before the courts.”

 

Aνέτρεξα, συνεπώς, στη νομολογία που σημειώνεται στους Ηalsbury’s. H πρώτη υπόθεση είναι η Rex. v. Postmaster-General CarMichael, Ex parte (1928) 1 KB 291 και γίνεται παραπομπή στην απόφαση του Αvory J. Πράγματι εκεί, με στήριξη στην υπόθεση Reg. v. Surrey Justices 1870 L.R. 5 Q.B. 466 περιλαμβάνονται διαπιστώσεις αρχής ως η αναφερόμενη στο πρώτο από τα αποσπάσματα στους Ηalsbury’s που παρέθεσα. Λέχθηκαν τα ακόλουθα από τον Avory J. στη σελ. 299:

“But even if that remedy is open to her, it is undoubtedly good law that if the application for a certiorari is made by a party aggrieved, then it ought to be granted ex debito justitiae, and the Court has not the general discretion which it would have when the application is made by one of the public who is not personally concerned. That was decided long ago in the case of Reg. v. Surrey Justices (1), and on that principle, even although she has the remedy by appeal in this case, I am prepared to agree that the certiorari should go, seeing that the application is being made by the applicant as the party aggrieved.”

 

 

Η απόφαση όμως των άλλων δυο δικαστών στην πιο πάνω υπόθεση κινήθηκε πάνω σε διαφορετική γραμμή. Ο Lord Hewart C.J. έκρινε πως εδικαιολογείτο η έκδοση του διατάγματος επειδή δεν θα ήταν στην ίδια θέση η αιτήτρια άν ασκούσε έφεση (ιεραρχική ας σημειωθεί) για λόγους που εξήγησε και που δεν χρειάζεται να παραθέσω αφού αφορούσαν στις ιδιαιτερότητες της νομοθετικής διάταξης που διείπε την περίπτωση. Το ίδιο και ο Salter J. ο οποίος εξήγησε και το δυσμενή επηρεασμό που ενδεχομένως θα υφίστατο η αιτήτρια αν ασκούσε έφεση.

Ανέτρεξα και στην Reg. v. Surrey Justices (ανωτέρω) που θεωρήθηκε από τον Avory J. ως υποστηρίζουσα την αρχή που προαναφέρθηκε. Η υπόθεση αφορούσε στην έκδοση πιστοποιητικών σύμφωνα με τα οποία ένας δρόμος ήταν αχρείαστος οπότε η τοπική αρχή δεν είχε καθήκον να τον επιδιορθώνει. Κάτοικος περιοχής αποτάθηκε για certiorari, διαπιστώθηκε πως δεν είχε γίνει δημοσιοποίηση των αναγκαίων ειδοποιήσεων με τον προβλεπόμενο τρόπο και απασχόλησε το κατά πόσο, παρόλο το δικαιοδοτικό όπως χαρακτηρίστηκε ελάττωμα, θα έπρεπε να ασκηθεί θετικά η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου αφού, όπως ήταν η εισήγηση, αυτό δεν επηρέαζε κατ΄ ουσίαν. Σ΄αυτό το πλαίσιο, η αναφορά που έγινε στη συνέχεια σε ex debito justitiae έκδοση του διατάγματος, όπως αντιλαμβάνομαι την υπόθεση, δε συσχετίστηκε προς την ύπαρξη άλλων εναλλακτικών ενδίκων μέσων. Το θέμα που συζητήθηκε αφορούσε στην υπερκείμενη διακριτική εξουσία για αποφυγή έκδοσης certiorari όταν ο αιτητής δεν είναι ο ίδιος επηρεαζόμενος έστω και αν, κατά τα άλλα, οι προϋποθέσεις συνυπάρχουν. Και εφόσον ο αιτητής κρίθηκε ότι, ως κάτοικος της περιοχής ήταν επηρεαζόμενος και όχι απλώς μέλος του ευρύτερου κοινού, αποφασίστηκε πως δεν ετίθετο θέμα άσκησης διακριτικής εξουσίας με την πιο πάνω έννοια. Σχετική είναι και η R. v. Stafford Justices 1940 2 ΚB 33 στην οποία παρέπεμψε η Ολομέλεια στην Christofi and Others v. Iacovidou (1986) 1 CLR 236, 258. Eξηγήθηκε η Reg. v. Surrey Justices και τονίστηκε πως σε κάθε περίπτωση, κατά την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου, λαμβάνεται υπόψη η συμπεριφορά του αιτητή.

Η δεύτερη από τις υποθέσεις που αναφέρει ο Halsbury’s (ανωτέρω) είναι η R. v. Wandsworth Justices (1942) 1 All E.R. 56. Ούτε όμως αυτή μου φαίνεται να δικαιολογεί τη γενική διατύπωση που παρέθεσα. Ο κατηγορούμενος είχε καταδικαστεί κατά παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης αφού δεν του είχε δοθεί η ευκαιρία να ακουστεί και οι δικαστές που εξέδωσαν την απόφαση εμφανίστηκαν με δικηγόρο και το παραδέκτηκαν. Κάτω από αυτές τις συνθήκες ο Viscount Caldecote L.C.J. έκρινε πως ενώ θα μπορούσε να είχε ασκηθεί έφεση, δεν υπήρχε οτιδήποτε που να εμπόδιζε την έκδοση certiorari κάτω από τις περιστάσεις της υπόθεσης, ειδικά αφού οι δικαστές είχαν παραδεκτεί το λάθος τους. Επρόκειτο, λοιπόν, για άσκηση εξουσίας στο πλαίσιο των περιστατικών και, πάντως, ο Humphreys J. είδε το θέμα διαφορετικά. Αναφέρθηκε στο ότι δεν εκδίδεται certiorari ή mandamus όταν υπάρχει άλλο εξ ίσου βολικό ένδικο μέσο και κατέληξε πως στην πραγματικότητα ο αιτητής δεν είχε τέτοιο ένδικο μέσο στη διάθεσή του. ΄Οπως εξήγησε, το θέμα δεν ήταν μεταξύ εκείνων για τα οποία προβλήθηκε έφεση. Στους Ηalsbury’s, 4η έκδοση (ανωτέρω) γίνεται αναφορά σε σχέση με το ίδιο θέμα και στη Reg. v. Brighton JJ Ex. p. Robinson (Dic) (1973) 1 WLR 69. Ήταν και εκεί περίπτωση καταδίκης κατά παράβαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης αλλά πλέον είχε εισαχθεί νομοθετικά δυνατότητα άσκησης έφεσης, ειδικά για την περίπτωση. ΄Οπως εξηγείται, επειδή ως τότε προσφερόταν θεραπεία μόνο με certiorari. Εκδόθηκε διάταγμα, όπως αναφέρθηκε, για να αποφευχθεί αδικία, αλλά τονίστηκαν τα ακόλουθα στη σελ. 71:

“We wish to take advantage of this opportunity to make it clear to others hereafter that it is not to be supposed that in these cases an order of certiorari will go as a matter of course. Regard will be had to why the applicant had not used the alternative procedure, and unless a satisfactory explanation is forthcoming the court in future is unlikely to use the discretionary remedy.”

 

 

Στην υπόθεση Αναστάσιος Μαρκιτανής ν. Απόστολος Μουντζούρης Π.Ε. 10606 ημερομηνίας 20.6.00 έγινε αναφορά σε νομολογία αναφορικά με δικαιωματική διεκδίκηση certiorari. Σημειώθηκε αυτή η αναφορά στην υπόθεση Μεστάνας (ανωτέρω) αλλά το ζήτημα δεν απασχόλησε περαιτέρω αφού οι παρατηρήσεις στην Μαρκιτανής (ανωτέρω) αφορούσαν στις επιπτώσεις από την καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης. Ούτε και εδώ εγείρεται τέτοιο θέμα και δεν θα επεκταθώ.

Καταλήγω πως ενώ η ύπαρξη εναλλακτικής θεραπείας δεν αποκλείει τη διεκδίκηση certiorari, αυτό, στο πλαίσιο της νομολογίας, μπορεί να γίνει μόνο αν υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις που να το δικαιολογούν. ΄Οπως αντιλαμβάνομαι το θέμα, αυτό ισχύει γενικά, ανεξάρτητα δηλαδή από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα. Και εφόσον παρέχεται η δυνατότητα άσκησης έφεσης, που επίσης θα εκδικαστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, και δι΄αυτής θα είναι δυνατή η παροχή πλήρους και εξ ίσου αποτελεσματικής θεραπείας, η αίτηση που απευθύνεται στο κατάλοιπο της εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεν δικαιολογείται. Δεν υπάρχει τίποτε το εξαιρετικό στην παρούσα περίπτωση, στον παράγοντα του χρόνου εκδίκασης έχω ήδη αναφερθεί με παραπομπή στη Μεστάνας (ανωτέρω), και θεωρώ ότι η αίτηση πρέπει να απορριφθεί. Η αίτηση απορρίπτεται.

Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ

/ΜΣι.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο