(2001) 1 ΑΑΔ 282

[*282]14 Μαρτίου, 2001

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

(ΔΙΑΦΟΡΟΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 16 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 27, 28, 29, 32, 33 ΚΑΙ 34 ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΕΦ. 155 ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 8 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΣΙΑΚΑΛΛΗ (ΑΡ. 1),

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΗΣ

ΠΟΥ ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 13.10.2000.

(Αίτηση Αρ. 19/2001)

 

Προνομιακά Εντάλματα ― Certiorari ― Ένταλμα έρευνας ― Η νομιμότητά του μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αίτησης για έκδοση εντάλματος Certiorari ― Ο καθορισμός, συνακόλουθα, και της νομιμότητας της εξασφάλισης της μαρτυρίας που προκύπτει από την έρευνα, δεν αποκλείει την έκδοση Certiorari αναφορικά με το ένταλμα έρευνας ― Απουσία δέουσας αιτιολογίας και απουσία μαρτυρίας που να ικανοποιεί τις πρόνοιες του Άρθρου 29(3) του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου και του Άρθρου 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 ― Ένταλμα  έρευνας ακύρωθηκε με Certiorari.

Προνομιακά Εντάλματα ― Certiorari ― Καθυστέρηση στην υποβολή αίτησης για άδεια καταχώρησης αίτησης Certiorari προς ακύρωση εντάλματος έρευνας ― Κρίθηκε ότι η καθυστέρηση δεν ήταν τόσο σημαντική που να συνιστά λόγο απόρριψης της αίτησης για έκδοση [*283]Certiorari.

Ο αιτητής ζητά την έκδοση εντάλματος Certiorari με το οποίο να ακυρώνεται ένταλμα έρευνας της οικίας του, εκδοθέν από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού στις 13/10/2000.  Η αίτηση για άδεια για καταχώρηση της παρούσας αίτησης καταχωρήθηκε τέσσερις μήνες μετά την έκδοση του εντάλματος έρευνας.

Η συνήγορος για τη Δημοκρατία εισηγήθηκε ότι η καθυστέρηση που υπήρξε στην καταχώρηση της αίτησης είναι αδικαιολόγητα μακρά και πρέπει να οδηγήσει στην απόρριψη της χωρίς να εξεταστεί η ουσία της.  Αυτό συνδυάστηκε και προς την εισήγηση ότι η αίτηση επιδιώκει και μόνο να επηρεάσει την πορεία ποινικής υπόθεσης εναντίον του αιτητή η οποία αφορά, inter alia, αντικείμενα που ανευρέθησαν στην οικία του ως αποτέλεσμα της έρευνας.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Στην προκειμένη περίπτωση η καθυστέρηση δεν είναι τόσο εκτεταμένη και σημαντική που να συνιστά λόγο απόρριψης της αίτησης.

2.  Δεδομένης της σύγχρονης νομολογιακής θέσης ότι η νομιμότητα εντάλματος έρευνας ελέγχεται με Certiorari και της κοινά αποδεκτής θέσης ότι δεν μπορεί να ελεγχθεί με άλλο τρόπο, ο έλεγχος της νομιμότητας εντάλματος έρευνας με Certiorari δεν αποκλείεται ως εκ του ότι τούτο μπορεί, συνακόλουθα, να καθορίσει και την νομιμότητα της εξασφάλισης της μαρτυρίας που προκύπτει από την έρευνα.

Εξ άλλου η νομολογία δείχνει ότι είναι δυνατός ο έλεγχος εντάλματος έρευνας έστω και μετά την εκτέλεση του ακριβώς για το σκοπό προώθησης των δικαιωμάτων του αιτητή που απορρέουν από το ενδεχόμενα παράνομο της έκδοσης του.

3.  Στην προκειμένη περίπτωση το ίδιο το ένταλμα στην όψη του δεν αποκαλύπτει δέουσα αιτιολογία ή ότι ο δικαστής ικανοποιήθηκε ότι υπάρχει εύλογη υποψία ή εύλογη αιτία να πιστεύεται το ζητούμενο από το νόμο. Το ένταλμα αιτιολογείται μόνο με αναφορά στο ότι στην ένορκη δήλωση φαίνεται ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι στην οικία του αιτητή φυλάττονται παράνομα ναρκωτικά.  Αυτό που ζητά όμως το Σύνταγμα και ο νόμος δεν είναι να λέει η Αστυνομία ότι έχει εύλογη υποψία ή εύλογη αιτία να πιστεύει, το οποίο ο δικαστής να εκλαμβάνει ως δεδομένο, αλλά ο ίδιος ο δικαστής να αιτιολογήσει δεόντως την έκδο[*284]ση του διατάγματος ικανοποιούμενος εκείνος ότι η υποψία είναι, επί της μαρτυρίας, εύλογη.

     Το θέμα δεν είναι τυπικό.  Μόνο με βάση το τι αναφέρεται στο ίδιο το ένταλμα και τη συναρτούμενη προς τούτο μαρτυρία μπορεί να ελεγχθεί η δέουσα αιτιολόγηση του εντάλματος από το δικαστή σύμφωνα με το Άρθρο 16.2 του Συντάγματος.  Όταν ο ίδιος ο δικαστής απλώς παραπέμπει στην ύπαρξη εύλογης υποψίας ή εύλογης αιτίας να πιστεύεται εκ μέρους της Αστυνομίας, δεν έχει ομολογουμένως επιτελέσει το καθήκον του που είναι να διαπιστώσει ο ίδιος το ζητούμενο, προβαίνοντας σε δικαστική πράξη όπως δείχνει η νομολογία.

4.  Υπάρχει άλλος και πιο ουσιαστικός λόγος για ακύρωση του εντάλματος.  Η τεθείσα ενώπίον του Δικαστηρίου μαρτυρία δεν μπορούσε να ικανοποιεί τις πρόνοιες του Άρθρου 29(3) του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου, το οποίο ζητά να ικανοποιηθεί ο δικαστής ότι υπάρχει εύλογη υποψία ότι ελεγχόμενα φάρμακα βρίσκονταν «εν τη κατοχή προσώπου τινός εν οιωδήποτε υποστατικώ».  Αυτό που έτεινε και μόνο να καταδείξει η μαρτυρία ήταν ότι ο αιτητής είχε ναρκωτικά στην κατοχή του, αλλά όχι ότι τα ναρκωτικά ήταν σε οποιοδήποτε υποστατικό, και συγκεκριμένα στην οικία του αιτητή, εφ’ όσον η μαρτυρία δεν συνδέει την κατοχή με οποιοδήποτε υποστατικό.

Μόνο όπου η μαρτυρία είναι τέτοια ώστε να δικαιολογεί συγκεκριμένη και εύλογη υποψία ότι το αντικείμενο βρίσκεται στην οικία ή άλλο τόπο, προκύπτει επαρκής σύνδεση με την οικία ή άλλο τόπο του οποίου ζητείται η έρευνα.  Άλλως, η παρεχόμενη από το Σύνταγμα και το νόμο προστασία, ιδιαίτερα της κατοικίας, θα απέληγε ευάλωτη και άνευ ουσίας.

5.  Την ίδια συνέπεια έχει και η γενική και αόριστη αναφορά σε ναρκωτικά, όρος που δεν ανταποκρίνεται στα του Άρθρου 29(3) και που θα μπορούσε να περιλαμβάνει πράγματα που δεν είναι ελεγχόμενα φάρμακα.

Υπό τις συνθήκες, η έκδοση του εντάλματος ήταν αναιτιολόγητη, παράνομη και καθ’ υπέρβαση εξουσίας.

Η αίτηση επιτράπηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Πολυκάρπου (1991) 1 Α.Α.Δ. 207,

[*285]Έλληνας ν. Δημοκρατίας (1989) 1 Α.Α.Δ. 17,

Σύνδεσμος για την Πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα και την Προαγωγή άλλων Κοινοφελών Σκοπών (1997) 1 Α.Α.Δ. 1014,

Aeroporos a.o. (1988) 1 C.L.R. 302,

Κωνσταντίνου, Αίτηση αρ. 88/2000, ημερ. 5.10.2000,

I.R.C. v. Rossminster Ltd [1980] 1 All E.R. 80.

Αίτηση.

Αίτηση από τον αιτητή για άδεια καταχώρισης αίτησης για έκδοση διατάγματος Certiorari προς ακύρωση του εντάλματος έρευνας της οικίας του, το οποίο εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού στις 13/10/2000.

Ε. Πουργουρίδης, για τον Αιτητή.

Ξ. Ευσταθίου με Ν. Ταλαρίδου, δικηγόροι της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Ο Αιτητής ζητά την έκδοση διατάγματος certiorari με το οποίο να ακυρώνεται ένταλμα έρευνας της οικίας του εκδοθέν από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού στις 13.10.2000.  Η αίτηση βασίζεται στα δεδομένα και στην επιχειρηματολογία που διέπουν και την αίτηση με βάση την οποία δόθηκε άδεια για καταχώριση της παρούσας αίτησης.  Είναι κοινό έδαφος όσο και δεδομένο στη νομολογία (ίδε In Re Πολυκάρπου (1991) 1 Α.Α.Δ. 207, Έλληνας ν. Δημοκρατίας (1989) 1 Α.Α.Δ. 17, In Re Σύνδεσμος για την Πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα και την Προαγωγή άλλων Κοινοφελών Σκοπών (1997) 1 Α.Α.Δ. 1014), ότι η νομιμότητα εντάλματος έρευνας μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αίτησης για έκδοση διατάγματος certiorari και μάλιστα ότι αυτός είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορεί να ελεγχθεί η νομιμότητα εντάλματος έρευνας.

Το ένταλμα εξεδόθη με βάση την ακόλουθη ένορκη δήλωση η οποία τέθηκε ενώπιον του δικαστή:

“υπάρχει εύλογη υποψία βασισμένη σε μαρτυρία ότι στην οι[*286]κία του Χαράλαμπου Κυριάκου ΣΙΑΚΑΛΛΗ στην οδό Κων/νου & Ευριπίδου αρ. 42 Τραχώνι Λ/σού, υποστατικά και οχήματα του, παράνομα φυλάττονται ναρκωτικά.

Πρόσωπο ανέφερε προσωπικά στην Αστυνομία ότι ο ΣΙΑΚΑΛΛΗ έχει στην κατοχή του ναρκωτικά τα οποία διαθέτει σε άλλα πρόσωπα.

Ενόψει των πιο πάνω και σύμφωνα με το Άρθρο 29(3) των Περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμος 29/77, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 20(1)/92, αιτούμαι από το Έντιμο Δικαστήριο την έκδοση εντάλματος έρευνας της πιο πάνω οικίας, υποστατικών και οχημάτων του, για την ανεύρεση, περισυλλογή και φύλαξη ναρκωτικών και άλλων τεκμηρίων για διερεύνηση και εξιχνίαση της πιο πάνω υπόθεσης.”

Το ένταλμα έχει ως ακολούθως:

“Επειδή φαίνεται στην ένορκο καταγγελία του Αστ. 4514 Ζήνων ΖΗΝΩΝΟΣ από την Λεμεσό, ότι υπάρχει εύλογος αιτία να πιστεύεται ότι στην οικία του Χαράλαμπου Κυριάκου ΣΙΑΚΑΛΛΗ στην οδό Κων/νου & Ευριπίδου αρ. 42 Τραχώνι Λ/σού, υποστατικά και οχήματα του, παράνομα φυλάττονται ναρκωτικά.

Αυτό το Ένταλμα σας εξουσιοδοτεί και σας καλεί αμέσως με κατάλληλη βοήθεια να μπείτε στην αναφερόμενη οικία, υποστατικά και οχήματα του

Χαράλαμπου Κυριάκου ΣΙΑΚΑΛΛΗ

οποιανδήποτε ώρα

και εκεί με επιμέλεια να ερευνήσετε για τα αναφερόμενα πράγματα και αν αυτά ή μέρος αυτών ευρεθούν κατά την έρευνα να φέρετε πράγματα που θα βρεθούν έτσι (και ακόμα να συλλάβετε και να παρουσιάσετε τον Χαράλαμπου Κυριάκου ΣΙΑΚΑΛΛΗ

ή οποιοδήποτε άτομο στην κατοχή του οποίου βρεθούν ναρκωτικά

ενώπιο μου ή ενώπιο άλλου Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου για να τύχει μεταχείρισης σύμφωνα με το Νόμο.

[*287]Δικ:- Έχω ικανοποιηθεί λογικά για την αναγκαιότητα έκδοσης του Εντάλματος.”

Η ευπαίδευτη συνήγορος για τη Δημοκρατία εισηγήθηκε ότι η καθυστέρηση που υπήρξε στην καταχώρηση της αίτησης είναι αδικαιολόγητα μακρά και πρέπει να οδηγήσει στην απόρριψη της, χωρίς να εξετασθεί η ουσία της.  Συνδυάζει δε τούτο και προς την εισήγηση ότι η αίτηση επιδιώκει και μόνο να επηρεάσει την πορεία ποινικής υπόθεσης εναντίον του Αιτητή η οποία αφορά, inter alia, αντικείμενα που ανευρέθησαν στην οικία του ως αποτέλεσμα της έρευνας.  Και είναι βέβαια γεγονός ότι η αίτηση για άδεια καταχωρήθηκε τέσσερις μήνες μετά από την έκδοση του εντάλματος.  Επ΄αυτού όμως πρέπει κατ΄αρχή να λεχθεί ότι το ένταλμα δεν εκτελέσθηκε, και έτσι δεν φαίνεται να περιήλθε σε γνώση του Αιτητή, παρά μόνο στις 10.11.2000, δηλαδή σχεδόν ένα μήνα μετά από την έκδοση του, εις τρόπον ώστε η καθυστέρηση να μειώνεται ανάλογα.  Πέραν τούτου δε, η οποιαδήποτε καθυστέρηση από μόνη της δεν είναι αναγκαστικά μοιραία για την αίτηση. Η υπόθεση In the Matter of an Application by Charalambos A. Aeroporos a.o. (1988) 1 C.L.R. 302, στην οποία η δ. Ταλαρίδου με παρέπεμψε, αναγνωρίζει τη γενική αρχή ότι η έκδοση προνομιακών διαταγμάτων υπόκειται στη διακριτική εξουσία του δικαστηρίου, στην άσκηση της οποίας βέβαια η οποιαδήποτε αδικαιολόγητη καθυστέρηση είναι παράγοντας που λαμβάνεται υπ’ όψη.  Στην περίπτωση εκείνη υπήρχε αδικαιολόγητη καθυστέρηση πέραν των πέντε μηνών, διαπιστώθηκε δε ότι η αίτηση στερείτο παντελώς ουσιαστικής βάσης από κάθε άποψη, και μάλιστα ότι η μακρά και αδικαιολόγητη καθυστέρηση συναρτάτο προς τη μοναδική επιδίωξη της αίτησης που ήταν να εμποδισθεί το ποινικό δικαστήριο να δεχθεί μαρτυρία που εξασφαλίσθηκε με την έρευνα, ενώ διατυπώθηκε και αμφιβολία κατά πόσο μπορούσε να ελεγχθεί ένταλμα έρευνας ή σύλληψης σε αναφορά με το ενώπιον του δικαστηρίου τεθέν μαρτυρικό υλικό (που δεδομένα μπορεί, σύμφωνα με την ακολουθήσασα καθοριστική νομολογία). Στην προκειμένη περίπτωση δεν θεωρώ την καθυστέρηση τόσο εκτεταμένη και σημαντική που να συνιστά λόγο απόρριψης της αίτησης, έχοντας υπ΄όψη ότι ακόμα και στην Αγγλία όπου καθορίσθηκε χρονικό όριο για την καταχώριση αίτησης τούτο είναι εκείνο των έξι μηνών, και τοσούτο μάλλον αφού, δεδομένης της αδυναμίας ελέγχου της νομιμότητας του εντάλματος με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, η απόρριψη της αίτησης λόγω καθυστέρησης στην καταχώριση της θα είχε το άκρως δραστικό αποτέλεσμα του αποκλεισμού οποιουδήποτε ελέγχου της νομιμότητας του.  Εν πάση περιπτώσει, ως θέμα άσκησης της διακριτικής μου εξουσίας, δεν θεωρώ την καθυστέρηση, σε συνάρτηση με όλα τα ενώπιον μου δεδομένα, ως αποκλείου[*288]σα την εξέταση της αίτησης επί της ουσίας της. Ούτε μπορώ να συμφωνήσω ότι η υπόθεση In re Aeroporos, ανωτέρω, αποκλείει την εξέταση αίτησης αν το αποτέλεσμα της ακύρωσης του εντάλματος έρευνας θα ήταν ενδεχόμενη αδυναμία προσαγωγής κατά την ποινική δίκη μαρτυρίας εξασφαλισθείσας ως αποτέλεσμα της έρευνας.  Κατ’ αρχή, στην υπόθεση In re Aeroporos ο Αιτητής είχε δεχθεί ότι ο μόνος λόγος για τον οποίο εζητείτο το διάταγμα ήταν ο αποκλεισμός της δυνατότητας αποδοχής μαρτυρίας στη δίκη και όχι ο έλεγχος της νομιμότητας του εντάλματος, προς τούτο δε συναρτήθηκε, όπως ανάφερα, και η καθυστέρηση. Δεν διαπιστώνω, στην προκειμένη περίπτωση, ότι η καθυστέρηση στην καταχώριση της αιτήσεως τεκμηριώνει τέτοια επιδίωξη εκ μέρους του Αιτητή, όπως η δ. Ταλαρίδου εισηγείται.  Κατά δεύτερο, οι παρατηρήσεις του δικαστηρίου στην In re Aeroporos απευθύνονται στην ευρύτερη αρχή ότι η δεκτότητα μαρτυρίας είναι αποκλειστικά θέμα του εκδικάζοντος δικαστηρίου. Έγιναν δε σε συνάρτηση με την αντίληψη ότι η δεκτότητα της μαρτυρίας που εξασφαλίσθηκε με την έρευνα θα αποφασίζετο από το εκδικάζον δικαστήριο, δεν είναι δε άσχετη προς τούτο και η διατύπωση της άποψης ότι ενδεχόμενα η νομιμότητα εντάλματος έρευνας να μην ελέγχεται με certiorari.  Δεδομένης της σύγχρονης νομολογιακής θέσης ότι η νομιμότητα εντάλματος έρευνας ελέγχεται με certiorari, και της κοινά αποδεκτής θέσης ότι δεν μπορεί να ελεγχθεί με άλλο τρόπο, θεωρώ ότι ο έλεγχος της νομιμότητας εντάλματος έρευνας με certiorari δεν αποκλείεται ως εκ του ότι τούτο μπορεί, συνακόλουθα, να καθορίσει και τη νομιμότητα της εξασφάλισης της μαρτυρίας που προκύπτει από την έρευνα. Αν ήταν άλλως πως, η νομιμότητα εντάλματος έρευνας που οδηγεί στην εξασφάλιση μαρτυρίας δεν θα μπορούσε να ελεγχθεί υπό οποιεσδήποτε συνθήκες και σε οποιοδήποτε στάδιο, εκτός πριν από την εκτέλεση του, εφόσον ο σκοπός της έρευνας είναι ακριβώς η εξασφάλιση μαρτυρίας που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε ποινική δίκη.  Εξ άλλου, η νομολογία δείχνει ότι είναι δυνατός ο έλεγχος εντάλματος έστω και μετά την εκτέλεση του ακριβώς για το σκοπό προώθησης των δικαιωμάτων του Αιτητή που απορρέουν από το ενδεχόμενα παράνομο της έκδοσης του (In Re Polykarpou, ανωτέρω, In re Κωνσταντίνου, Αίτηση αρ. 88/2000, 5.10.2000).

Το Άρθρο 16.1 του Συντάγματος διασφαλίζει το απαραβίαστο της κατοικίας.  Μόνο στις περιπτώσεις και υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο Άρθρο 16.2 είναι δυνατή η είσοδος ή έρευνα σε κατοικία, δηλαδή, inter alia, “... ειμή ότε και όπως ο νόμος ορίζει και κατόπιν δικαστικού εντάλματος δεόντως ητιολογημένου ...”.

Το άρθρο 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφάλαιο [*289]155, έχει προνοήσει σχετικά, ως ακολούθως:

“27.  Όταν δικαστής ικανοποιείται με ένορκη έγγραφη δήλωση ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι σε οποιοδήποτε τόπο υπάρχει -

(α)   οτιδήποτε στο οποίο ή σε σχέση με το οποίο διαπράχτηκε ποινικό αδίκημα ή υπάρχει υποψία ότι διαπράχτηκε· ή

(β)   οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος· ή

(γ)   οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήματος,

ο δικαστής δύναται σε οποιοδήποτε χρόνο να εκδώσει ένταλμα (το οποίο αναφέρεται στο νόμο αυτό ως “ένταλμα έρευνας”), που εξουσιοδοτεί το πρόσωπο που κατονομάζεται σε αυτό-

 (ι)   να ερευνήσει τον τόπο αυτό προς ανεύρεση οποιουδήποτε τέτοιου πράγματος και να κατάσχει και μεταφέρει αυτό ενώπιον του Δικαστηρίου από το οποίο εκδόθηκε το ένταλμα έρευνας ή ενώπιον άλλου Δικαστηρίου για να τύχει αυτό μεταχείρισης σύμφωνα με το νόμο· και

(ιι)   να συλλάβει και να προσαγάγει ενώπιον Δικαστή τον κάτοχο της οικίας ή του τόπου όπου βρέθηκε το πράγμα ή οποιοδήποτε πρόσωπο εντός ή πέριξ της οικίας αυτής ή του τόπου το οποίο κατέχει τέτοιο πράγμα, αν ο Δικαστής κρίνει σκόπιμο να διατάξει με αυτό τον τρόπο στο ένταλμα.”

Πρόσθετα, ο περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμος του 1977 (Ν. 29/77), έχει προνοήσει στο άρθρο 29(3) ότι:

“(3) Έφόσον δικαστής ήθελε ικανοποιηθή βάσει ενόρκου καταγγελίας ότι υπάρχει εύλογος υποψία-

(α)   ότι οιαδήποτε ελεγχόμενα φάρμακα ευρίσκονται κατά παράβασιν των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή οιωνδήποτε δυνάμει τούτου γενομένων Κανονισμών εν τη κατοχή προσώπου τινός εν οιωδήποτε υποστατικώ· ή

[*290]

(β)   ότι έγγραφον όπερ αμέσως ή εμμέσως αφορά ή έχει σχέσιν προς συναλλαγήν ή πράξιν ήτις αποτελεί αδίκημα συμφώνως τω παρόντι Νόμω ή σκοπουμένην συναλλαγήν ή πράξιν ήτις διενεργουμένη θα απετέλει αδίκημα εναντίον του παρόντος Νόμου ή εν τη περιπτώσει συναλλαγής ή πράξεως διενεργηθείσης ή διενεργηθησομένης εν οιωδήποτε τόπω εκτός της Δημοκρατίας, ήτις αποτελεί ή θα απετέλει αδίκημα εναντίον των διατάξεων του εν τω τόπω τούτω τελούντος εν ισχύϊ αντιστοίχου Νόμου, ευρίσκεται εν τη κατοχή προσώπου τινός,

ούτος δύναται να εκδώση ένταλμα ερεύνης παρέχον εξουσίαν εις το εν τω εντάλματι καθοριζόμενον πρόσωπον όπως κατά πάντα χρόνον εντός ενός μηνός από της ημερομηνίας εκδόσεως του εντάλματος να εισέρχηται, εν ανάγκη και διά της χρήσεως βίας, εις τα εν τω εντάλματι καθοριζόμενα υποστατικά και να ερευνά ταύτα ως και παν πρόσωπον όπερ ευρίσκεται εν τοις υποστατικοίς. εάν δε υπάρχη εύλογος υποψία ότι διεπράχθη αδίκημά τι εναντίον του παρόντος Νόμου αναφορικώς προς οιαδήποτε ελεγχόμενα φάρμακα άτινα ήθελον ευρεθή εν τοις υποστατικοίς ή εν τη κατοχή παντός τοιούτου προσώπου ή ότι έγγραφον ούτω ευρεθέν είναι έγγραφον εκ των μνημονευομένων εν τη παραγράφω (β) ανωτέρω, παρέχον εξουσίαν όπως κατάσχη και κατακρατήση τα τοιαύτα φάρμακα ή, αναλόγως της περιπτώσεως, έγγραφα.”

Στην προκειμένη περίπτωση το ένταλμα ζητήθηκε με βάση το άρθρο 29(3).  Το ένταλμα δεν αναφέρει αν δόθηκε δυνάμει του άρθρου 29(3) ή του άρθρου 27.  Εν πάση περιπτώσει όμως, το κριτήριο των δύο άρθρων είναι ουσιαστικά ενιαίο, εφόσον απαιτείται όπως ο δικαστής ικανοποιηθεί, επί της ένορκης δήλωσης, ότι υπάρχει “εύλογη αιτία να πιστεύεται” ή “εύλογη υποψία” κλπ.  Τούτο δε είναι εκ των ουκ άνευ, εφ΄όσον πηγάζει άμεσα από τη ρητή απαίτηση του Άρθρου 16.2 όπως το ένταλμα έρευνας οικίας είναι δεόντως αιτιολογημένο.  Και η δέουσα αιτιολόγηση του εντάλματος, που εξυπακούει ότι ο δικαστής πρέπει να ικανοποιηθεί προς το ζητούμενο, συναρτάται προς την εξ αντικειμένου επάρκεια της ενώπιον του τεθείσας μαρτυρίας.

Εδώ το ίδιο το ένταλμα στην όψη του δεν αποκαλύπτει, όπως παρατήρησα παραχωρώντας άδεια για καταχώριση της παρούσας αίτησης, δέουσα αιτιολογία ή ότι ο δικαστής ικανοποιήθηκε ότι υπάρχει εύλογη υποψία ή εύλογη αιτία να πιστεύεται το ζητούμενο από [*291]το νόμο.  Το ένταλμα αιτιολογείται μόνο με αναφορά στο ότι στην ένορκη δήλωση φαίνεται ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι στην οικία του Αιτητή φυλάττονται παράνομα ναρκωτικά.  Αυτό που ζητά όμως το Σύνταγμα και ο νόμος δεν είναι να λέγει η Αστυνομία ότι έχει εύλογη υποψία ή εύλογη αιτία να πιστεύει, το οποίο ο δικαστής να εκλαμβάνει ως δεδομένο, αλλά ο ίδιος ο δικαστής να αιτιολογήσει δεόντως την έκδοση του διατάγματος ικανοποιούμενος εκείνος ότι η υποψία είναι, επί της μαρτυρίας, εύλογη.  Ούτε το ότι αυτός είναι ο καθορισμένος στους κανονισμούς τύπος του εντάλματος ούτε η αόριστη αναφορά στο τέλος του εντάλματος ότι “Έχω ικανοποιηθεί λογικά για την αναγκαιότητα έκδοσης του Εντάλματος” θεραπεύουν την έλλειψη διαπίστωσης από τον ίδιο το δικαστή της ύπαρξης εύλογης υποψίας ή εύλογης αιτίας να πιστεύεται.  Το θέμα δεν είναι δε τυπικό.  Μόνο με βάση το τι αναφέρεται στο ίδιο το ένταλμα και τη συναρτούμενη προς τούτο μαρτυρία μπορεί να ελεγχθεί η δέουσα αιτιολόγηση του εντάλματος από το δικαστή σύμφωνα με το Άρθρο 16.2.  Όταν ο ίδιος ο δικαστής απλώς παραπέμπει στην ύπαρξη εύλογης υποψίας ή εύλογης αιτίας να πιστεύεται εκ μέρους της Αστυνομίας, δεν έχει ομολογουμένως επιτελέσει το καθήκον του που είναι να διαπιστώσει ο ίδιος το ζητούμενο, προβαίνοντας σε δικαστική πράξη όπως δείχνει η νομολογία.  Όπως παρατήρησε ο Πογιατζής, Δ., στην In Re Πολυκάρπου, ανωτέρω, στη σ. 216:

“Θα ήθελα επί του προκειμένου να τονίσω ιδιαίτερα ότι η γνώμη του προσώπου που υπογράφει την ένορκη δήλωση, η οποία γνώμη συνηθίζεται να περιλαμβάνεται στο κείμενο της γραπτής ένορκης δήλωσης, ότι υπάρχει εύλογη υποψία ότι ο καθ΄ου η αίτηση διέπραξε συγκεκριμένο αδίκημα, δεν αρκεί για τη νόμιμη έκδοση του εντάλματος.  Το Δικαστήριο οφείλει να εξάξει το δικό του συμπέρασμα επί του προκειμένου από τα γεγονότα που θα περιέχονται στην ένορκη δήλωση. Αναφέρω ενδεικτικά την απόφαση της Βουλής των Λόρδων στην υπόθεση I.R.C. v. Rossminster Ltd, (ανωτέρω) στη σελ. 87 (d-e) και σελ. 102(d), η οποία αφορά την έκδοση εντάλματος ερεύνης. Είναι το συμπέρασμα αυτό του Δικαστηρίου και όχι εκείνο της Αστυνομίας που συνιστά τη νόμιμη βάση για την έκδοση του εντάλματος συλλήψεως σε όλες ανεξαίρετα τις περιπτώσεις. Ο Δικαστής πρέπει να ενεργεί επί του προκειμένου πάντοτε κατά τρόπο δικαστικό.”

Η δ. Ταλαρίδου με παρέπεμψε στην υπόθεση I.R.C. v. Rossminster Ltd [1980] 1 All E.R. 80, εισηγούμενη ότι η παράλειψη του δικαστή να αναφερθεί σε δική του διαπίστωση εύλογης υπο[*292]ψίας δεν είναι μοιραία.  Η υπόθεση εκείνη όμως αποφασίσθηκε επί της ερμηνείας του σχετικού νόμου, ούτε βέβαια λαμβάνει υπόψη τη δική μας συνταγματική διαταγή για δέουσα αιτιολόγηση του εντάλματος.  Εξ άλλου, δεν αμφισβητήθηκε ότι, αν η παράλειψη του δικαστή να αιτιολογήσει την έκδοση του εντάλματος μπορούσε να ερμηνευθεί ως παράλειψη του να ικανοποιηθεί ότι δικαιολογείτο η έκδοση του, τούτο θα καθιστούσε το ένταλμα άκυρο.  Όπως το έθεσε ο Viscount Dilhorne στη σ. 87:

“If he thought, and there is no ground for thinking that he did, that he was entitled to authorise the issue of the warrants merely in reliance on Mr Quinlan stating on oath that there was reasonable ground for the Board’s suspicions, then indeed he would be blameworthy having regard to the clear language of the section.”

Δεν μένω όμως στο σημείο αυτό, αφού θεωρώ ότι υπάρχει άλλος και πιο ουσιαστικός λόγος για ακύρωση του εντάλματος. Η τεθείσα ενώπιον του δικαστηρίου μαρτυρία ήταν μόνον ότι “Πρόσωπο ανέφερε προσωπικά στην Αστυνομία ότι ο ΣΙΑΚΑΛΛΗ (ο Αιτητής) έχει στην κατοχή του ναρκωτικά τα οποία διαθέτει σε άλλα πρόσωπα”. Τούτο όμως, πέραν της γενικότητας και αοριστίας του, δεν μπορούσε να ικανοποιεί τις πρόνοιες του άρθρου 29(3), το οποίο ζητά να ικανοποιηθεί ο δικαστής ότι υπάρχει εύλογη υποψία ότι ελεγχόμενα φάρμακα βρίσκονται “εν τη κατοχή προσώπου τινος εν οιωδήποτε υποστατικώ”.  Αυτό που έτεινε και μόνο να καταδείξει η μαρτυρία ήταν ότι ο Αιτητής είχε ναρκωτικά στην κατοχή του, αλλά ουδόλως ότι τα ναρκωτικά ήσαν σε οποιοδήποτε υποστατικό, και συγκεκριμένα στην οικία του Αιτητή, εφόσον η μαρτυρία ουδόλως συνδέει την κατοχή με οποιοδήποτε υποστατικό.  Ούτε είναι θέμα κοινής λογικής, όπως εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος για τη Δημοκρατία, ότι συμπερασματικά η μαρτυρία μπορεί να θεωρηθεί ως αναφερόμενη στα υποστατικά του Αιτητή.  Αν ήταν έτσι, θα αρκούσε στο άρθρο 29(3) αναφορά απλώς “σε κατοχή προσώπου τινος” χωρίς την περαιτέρω πρόνοια ότι η κατοχή πρέπει να είναι “εν οιωδήποτε υποστατικώ”.  Το ίδιο ισχύει βέβαια στην περίπτωση του άρθρου 27 αφού και αυτό επιτακτικά συνδέει το αντικείμενο το οποίο εύλογα πιστεύεται ότι συνδέεται με ποινικό αδίκημα με τον τόπο για τον οποίο ζητείται το ένταλμα και όχι γενικά με το πρόσωπο του υπόπτου.  Τούτο εξ άλλου συνάδει και με τη φύση του εντάλματος έρευνας τόπου ως εντάλματος έρευνας συγκεκριμένου χώρου, στην περίπτωση δε κατοικίας είναι μάλιστα αναγκαία η σύνδεση του αντικειμένου με την οικία ώστε να αιτιολογείται δεόντως η έκδοση του εντάλματος όπως απαιτείται από το Άρθρο 16.2.  [*293]Μόνο όπου η μαρτυρία είναι τέτοια ώστε να δικαιολογεί συγκεκριμένη και εύλογη υποψία ότι το αντικείμενο βρίσκεται στην οικία ή άλλο τόπο, και όχι απλώς γενική και αόριστη υπόθεση ότι θα μπορούσε να βρίσκεται στην οικία ή άλλο τόπο, προκύπτει επαρκής σύνδεση με την οικία ή άλλο τόπο του οποίου ζητείται η έρευνα.  Άλλως, η παρεχόμενη από το Σύνταγμα και το νόμο προστασία, ιδιαίτερα της κατοικίας, θα απέληγε ευάλωτη και άνευ ουσίας.  Υπό τις συνθήκες, η έκδοση του εντάλματος ήταν αναιτιολόγητη, παράνομη και καθ΄υπέρβαση εξουσίας.

Άλλη εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου για τον Αιτητή είναι ότι η τεθείσα ενώπιον του δικαστηρίου μαρτυρία δεν ήταν επαρκής ως προς την ύπαρξη στην οικία του Αιτητή ελεγχομένων φαρμάκων όπως προνοείται στο άρθρο 29(3) (ή τη διάπραξη ποινικού αδικήματος όπως προνοείται στο άρθρο 27).  Η γενική αναφορά σε ναρκωτικά, λέγει ο κ. Πουργουρίδης, δεν προσδιορίζει την ύπαρξη οποιουδήποτε “ελεγχόμενου φαρμάκου” (ή τη διάπραξη ποινικού αδικήματος σε σχέση με ελεγχόμενα φάρμακα αν το θέμα ετίθετο στα πλαίσια του άρθρου 27).  Συμφωνώ.  Η ανάγκη σαφούς προσδιορισμού των πραγμάτων τα οποία επιδιώκεται να ανευρεθούν με την έρευνα σε συνάρτηση προς τη φύση τους ως ελεγχόμενα φάρμακα και τη δυνατότητα κράτησης τους ως σχετιζόμενα με αδίκημα ενδεχόμενα διαπραχθέν αναφορικά με ελεγχόμενα φάρμακα, όπως προνοείται στο άρθρο 29(3) - ή ο σαφής προσδιορισμός του ποινικού αδικήματος το οποίο πιστεύεται ότι διεπράχθη, όπως προνοείται στο άρθρο 27 - πηγάζει άμεσα από τις νομοθετικές διατάξεις και αναγνωρίζεται στη νομολογία (ίδε και In re Σύνδεσμος για την Πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα και την Προαγωγή άλλων Κοινοφελών Σκοπών, ανωτέρω). Σημειώνω μάλιστα συναφώς ότι το μόνο που το άρθρο 29(3) εξουσιοδοτεί όπως κατασχεθεί και κατακρατηθεί αν βρεθεί κατά την έρευνα είναι “τα τοιαύτα φάρμακα”, δηλαδή τα δυνάμει του Νόμου 29/77 “ελεγχόμενα φάρμακα” ως προς τα οποία εύλογα πιστεύεται ότι διεπράχθη αδίκημα.  Η αναφορά τόσο της ένορκης δήλωσης όσο και του εντάλματος σε “ναρκωτικά” δεν συνάδει με τους όρους του άρθρου 29(3), ούτε με εκείνους του άρθρου 27 ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος.  Το θέμα και πάλι δεν είναι τυπικό ή σχολαστικό αλλά ουσιαστικό αφού αφορά τους ίδιους τους όρους του νόμου σύμφωνα με τους οποίους και μόνο, όπως προνοεί το Άρθρο 16.2, μπορεί να εκδοθεί ένταλμα έρευνας κατοικίας.  Η γενική και αόριστη αναφορά σε ναρκωτικά, όρος που δεν ανταποκρίνεται στα του άρθρου 29(3) και που θα μπορούσε να περιλαμβάνει πράγματα που δεν είναι ελεγχόμενα φάρμακα, καθιστά την έκδοση του εντάλματος αναιτιολόγητη, παράνομη και καθ’ υπέρβαση εξουσίας.

[*294]

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η αίτηση επιτυγχάνει. Εκδίδεται διάταγμα certiorari και ακυρώνεται το εκδοθέν ένταλμα έρευνας.

Η�αίτηση επιτρέπεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο