(2002) 1 ΑΑΔ 401

[*401]26 Μαρτίου, 2002

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΦΩΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΦΗ,

Εφεσείων-Ενάγων,

ν.

ΚΩΣΤΑ ΓΙΑΓΚΟΥ ΖΑΧΑΡΙΑΔΗ,

Εφεσιβλήτου-Εναγομένου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10825)

 

Ευρήματα Δικαστηρίου ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου ― Το βάρος αποδείξεως ότι ένα εύρημα αξιοπιστίας είναι εσφαλμένο βρίσκεται στην πλευρά του διαδίκου που το αμφισβητεί.

Ο εφεσείων-ενάγων (ο εφεσείων) ήγειρε αγωγή κατά του εφεσίβλητου-εναγόμενου (ο εφεσίβλητος) αξιώνοντας αποζημίωση για ζημία στα υποστατικά του που προκλήθηκε από φωτιά την οποία κατ’ ισχυρισμό άρχισε ο εφεσίβλητος στην προσπάθειά του να κάψει αγριόχορτα στο χωράφι της συζύγου του.  Η φωτιά εξαπλώθηκε, από αμέλεια του εφεσίβλητου σε γειτονικό χωράφι, που ανήκει στη σύζυγο του εφεσείοντος, όπου ευρίσκοντο τα υποστατικά, διαμέσου άλλου τεμαχίου γης, ιδιοκτησίας τρίτου. Ο εφεσίβλητος αρνήθηκε τους ισχυρισμούς του εφεσείοντος και υποστήριξε ότι τη συγκεκριμένη ημέρα που ξέσπασε η φωτιά δεν πήγε στο κτήμα του γιατί εργαζόταν σε ξενοδοχείο της Αγίας Νάπας.  Την εκδοχή του αυτή υποστήριξε ο γιός του, Μ. Εναγ/ου 2, που εργαζόταν στο ίδιο ξενοδοχείο.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία δέχθηκε μόνο το γεγονός του ξεσπάσματος της πυρκαγιάς που κατέστρεψε ολοσχερώς τα υποστατικά της συζύγου του εφεσείοντος.  Κατέληξε όμως, απορρίπτοντας τη μαρτυρία του εφεσείοντος και αποδεχόμενο την αντίθετη εκδοχή, ότι δεν αποδείχθηκε η υπαιτιότητα του εφεσίβλητου.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντος.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση προβάλλοντας λόγους που [*402]αφορούν την αξιολόγηση της μαρτυρίας που έχει σχέση με την ευθύνη και το συμπέρασμα του Δικαστηρίου για τις αποζημιώσεις.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Ο ισχυρισμός του εφεσείοντος ότι κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας εμφιλοχώρησε στο Δικαστήριο εσφαλμένο και εξωγενές υπόβαθρο, ήτοι η τετράχρονη σχεδόν καθυστέρηση του εφεσείοντος να κινήσει την αγωγή, δεν ευσταθεί.  Το στοιχείο αυτό στην παρούσα περίπτωση όχι μόνο δεν ήταν άσχετο και εξωγενές αλλά ήταν συνυφασμένο με την ίδια τη γνησιότητα της απαίτησης και ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο του απέδωσε βαρύτητα κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας.

2.  Η έκθεση των Βάσεων για την πυρκαγιά δεν έπρεπε να γίνει αποδεκτή αφού δεν ικανοποιούσε το Άρθρο 4 του Κεφ. 9.  Ανεξάρτητα όμως από αυτό, η έκθεση δεν αναφέρεται σε οτιδήποτε που εμπλέκει τον εφεσίβλητο.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντος.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Cybarco Ltd v. Silvia Kovascik (2001) 1 Α.Α.Δ. 2013,

Μούρτζινος ν. Του Πλοίου “Galaxias” κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 231.

Έφεση.

Έφεση από τον ενάγοντα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου που δόθηκε στις 19/4/00 (Αρ. Αγωγής 986/97) με την οποία απέρριψε την αγωγή του για γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για ζημιά η οποία προκλήθηκε σε δύο υποστατικά του λόγω αμέλειας του εναγόμενου.

Ε. Ευσταθίου, για τον Εφεσείοντα.

Α. Παπαλλής, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Σ. Νικήτας.

[*403]ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.:  Η αγωγή του εφεσείοντα κατά του εφεσιβλήτου στο Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου, με την οποία αξίωσε από τον τελευταίο αποζημίωση για ζημία, κυρίως σε δύο υποστατικά του, απέτυχε.  Δικαστής του Δικαστηρίου εκείνου την απέρριψε με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντα.  Η έφεση του αποσκοπεί στην ανατροπή του παραπάνω αποτελέσματος και την επιδίκαση προς όφελος του του ποσού των £3,708 ως ειδικών αποζημιώσεων. και πρόσθετου ποσού υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων, όπως ζητούσε με την αγωγή του.

Η ζημία, κατά τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα, προξενήθηκε από τον εφεσίβλητο στις 13/10/93, στην προσπάθεια του τελευταίου να κάψει αγριόχορτα σε χωράφι της συζύγου του, που καλλιεργεί ο ίδιος.  Τούτο κείται στην τοποθεσία “Εφτάμουττη” κοντά στην κατεχόμενη Αχερίτου και μέσα στα εδαφικά όρια των Βρετανικών Βάσεων.  Από αμέλεια του, σύμφωνα με τους ίδιους ισχυρισμούς, η φωτιά εξαπλώθηκε σε γειτονικό χωράφι, που ανήκει στη σύζυγο του εφεσείοντα, διαμέσου άλλου τεμαχίου γης, ιδιοκτησίας τρίτου.

Ο εφεσείων διατηρούσε, στο κτήμα της συζύγου του, τα δύο υποστατικά, που έγιναν παρανάλωμα της φωτιάς.  Ας σημειωθεί πως είναι μικροκτηνοτρόφος και χρησιμοποιούσε τα παραπήγματα αυτά για σταυλισμό αριθμού ζώων, που απομακρύνθηκαν έγκαιρα από την Πυροσβεστική Υπηρεσία των Βάσεων που έφτασε, αφού ειδοποιήθηκε, στην σκηνή. και ασχολήθηκε με την κατάσβεση της πυρκαγιάς.

Η ιδιοκτησία των κτημάτων, όπως προαναφέρθηκε, υπήρξε αντικείμενο συμφωνίας μεταξύ των δικηγόρων, που δηλώθηκε στο Δικαστήριο ως παραδεκτό γεγονός. Δε συζητήθηκε όμως οτιδήποτε αναφορικά με το δικαίωμα έγερσης αγωγής ή άλλο σχετικό ζήτημα.  Η διάταξη και ο προσανατολισμός των κτημάτων φαίνεται στο τοπογραφικό σχέδιο, τεκμ. 1.  Είναι επίσης παραδεκτό ότι από τη μια πλευρά των κτημάτων περνά δημόσιος δρόμος (χωματόδρομος για την ακρίβεια).  Χρησιμοποιείται, εκτός από τους διαδίκους, από πολλά φορτηγά αυτοκίνητα, που έχουν προορισμό τα μεταλλεία της περιοχής.

Η ιστορία του εφεσείοντα είναι ότι αντιλήφθηκε τον εφεσίβλητο το πρωϊ εκείνης της ημέρας να σκάβει, με τη βοήθεια γεωργικού ελκυστήρα, αυλάκι γύρω από το χωράφι της γυναίκας του, που είναι προκαταρκτική ενέργεια για το κάψιμο ανεπιθύμητης βλάστησης ή υπολειμμάτων γεωργικών καλλιεργειών. Όταν επανήλθε στην περιοχή, το ίδιο πρωϊνό, πρόσεξε ότι ο εφεσίβλητος είχε ανασκάψει [*404]το ήμισυ του περίγυρου του κτήματος.  Ξαναπήγε στην περιοχή το απόγευμα, την ώρα που η Πυροσβεστική κατέβαλλε προσπάθειες να εξουδετερώσει τη φωτιά.  Το αποτέλεσμα ήταν να καταστραφούν τα υποστατικά των ζώων, αξίας £2.600 και άλλα αντικείμενα συνολικής αξίας £3.708 (λεπτομέρειες παρέχει η παράγρ. 5 της έκθεσης απαίτησης).

Επισημαίνεται ότι δεν υπήρχε άλλη μαρτυρία που να εμπλέκει τον εφεσίβλητο.  Ο Μ.Ε.1 Ανδρέας Χριστοδούλου, κτηνοτρόφος επίσης, που έχει τη μάντρα του στην ίδια περιοχή, δεν ήταν σε θέση να διαφωτίσει το δικαστήριο ποιός και πού έθεσε τη φωτιά.  Περιορίστηκε μόνο να αναφέρει ότι επηρεάστηκε από τη φωτιά μέρος και των τριών προαναφερθέντων κτημάτων.  Όπως διαπιστώθηκε, ο μάρτυς δεν είχε προσωπική γνώση του συμβάντος. Όπως επίσης και ο Άγγλος πυροσβέστης John Howited (M.Ε.3) που, απλώς, κατέθεσε έκθεση της Υπηρεσίας του, ημερ. 25/10/93 (τεκμ. 3), την οποία είχε στην κατοχή του σχετικά με την πυρκαγιά και ετοίμασε συνάδελφος του, που έκτοτε έφυγε από την Κύπρο.  Ο δικηγόρος του εφεσιβλήτου δεν ενέστη στην κατάθεση του εγγράφου νοουμένου, όπως είπε, ότι αυτό “κατατίθεται σαν έγγραφο που έχει στην κατοχή του και τίποτε περισσότερο”, δήλωση με την οποία συμφώνησε ο δικηγόρος του εφεσείοντα, όπως προκύπτει από τα πρακτικά.  Ο εργολάβος οικοδομών Κώστας Χρίστου (Μ.Ε.2) κατέθεσε εκτίμηση (τεκμ. 2) για το κόστος ανέγερσης των καταστραφέντων υποστατικών ανερχόμενο σε £2.604.

Ο εφεσίβλητος παραδέχθηκε ότι καλλιεργεί κάθε χρόνο το κτήμα της συζύγου του.  Αρνήθηκε όμως όσα του καταλόγισε ο αντίδικος του.  Και πρόσθεσε ότι όργωσε το κτήμα το Νοέμβριο του 1993 και ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν καίει τα υπολείμματα των καλλιεργειών γιατί θεωρεί την ενέργεια επιβλαβή για το έδαφος.  Τη συγκεκριμένη ημέρα δεν πήγε στο κτήμα του γιατί εργαζόταν σε ξενοδοχείο της Αγίας Νάπας.  Την εκδοχή του αυτή υποστήριξε ο γιός του, Μ.Εναγ/ου 2, που εργαζόταν στο ίδιο ξενοδοχείο ως υπεύθυνος της κουζίνας.

Ο Μ.Εναγ/ου 3 Τάκης Γ. Στυλιανού είναι συγγενής του ενάγοντα, αλλά φαίνεται πως δεν είχαν καλές σχέσεις.  Η ουσία της μαρτυρίας του είναι ότι την ημέρα εκείνη πήγε στον τόπο της φωτιάς για να καλλιεργήσει με το τράκτορ του χωράφι πελάτη του, δηλαδή, εκείνο που χωρίζει τα κτήματα των διαδίκων.  Όταν έφτασε, η φωτιά είχε σβήσει.  Τον μόνο που είδε εκεί ήταν τον εφεσείοντα, που τον παρότρυνε να μην το καλλιεργήσει “γιατί του έδωσαν φωτιά”.  Ο μάρτυς επίσης ανέφερε ότι στο κτήμα του ο εφεσείων έχει λάκκο [*405]στον οποίο καίει καθημερινά τα άχρηστα υλικά.

Ο πρωτόδικος δικαστής, αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία, δέχθηκε ότι κατά την εν λόγω ημερομηνία ξέσπασε πυρκαγιά που επηρέασε τα παραπάνω κτήματα και ότι κατέστρεψε ολοσχερώς, εκτός άλλων, τα υποστατικά στο κτήμα της συζύγου του εφεσείοντα.  Κατέληξε όμως, απορρίπτοντας τη μαρτυρία του εφεσείοντα και αποδεχόμενος την αντίπαλη εκδοχή, ότι δεν αποδείχθηκε η υπαιτιότητα του εφεσιβλήτου.  Συγκεκριμένα το Δικαστήριο είπε:

“Μέσα στα υποστατικά υπήρχαν ζώα (γουρούνες) του Ενάγοντα τα οποία δεν έπαθαν ζημιά.  Δεν έχει αποδειχθεί όμως ότι η φωτιά άρχισε από το κτήμα που καλλιεργούσε ο Εναγόμενος με τον τρόπο που εισηγήθηκε η πλευρά του Ενάγοντα ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο.  Δεν δέχομαι ότι την ημέρα εκείνη ο Εναγόμενος βρισκόταν στο κτήμα και ασχολείτο με γεωργική ή άλλη εργασία.  Ο Εναγόμενος εργαζόταν, την ημέρα εκείνη, στο Ξενοδοχείο “Φλώριδα” στην Αγία Νάπα.  Ελλείψει αποδεχτής μαρτυρίας αναφορικά με το σημείο και τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες άναψε η φωτιά, ο Ενάγων απέτυχε να αποδείξει ότι για το άναμμα ή την επέκταση της φωτιάς ευθύνεται καθοιονδήποτε τρόπο ο Εναγόμενος.  Οι προϋποθέσεις του Άρθρου 53(β) του Περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, δεν συντρέχουν και κατά συνέπεια δεν έχει μετατεθεί το βάρος απόδειξης στον Εναγόμενο.  Με βάση τις πιο πάνω διαπιστώσεις μου δεν είναι δυνατό να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του Εναγομένου ούτε στο πλαίσιο των αρχών περί “Αυστηρής Ευθύνης” που καθιέρωσε η γνωστή υπόθεση Rylands v. Fletcher (βλ. επίσης Christofi v. Petrakis Exhaust Silencers Ltd. (1993) 1 Α.Α.Δ. 543, Μουζέ ν. Λαμπρή (1994) 1 Α.Α.Δ. 216).”

Εφαρμόζοντας τη νομολογιακή πρακτική ότι το δικαστήριο προχωρεί, παρά το αρνητικό αποτέλεσμα, στον καθορισμό της αποζημίωσης, ο πρωτόδικος δικαστής, αφού εξέτασε τη σχετική μαρτυρία, απέρριψε την αξίωση για τους λόγους που αναφέρει στην εκκαλούμενη απόφαση. Θα επανέλθουμε στο ζήτημα, αν χρειασθεί.

Είναι ορθό να λεχθεί ότι οι τρεις πρώτοι λόγοι της έφεσης αφορούν την αξιολόγηση της μαρτυρίας που έχει σχέση με την ευθύνη.  Ομοίως και ο τέταρτος, αλλά συναρτάται με το συμπέρασμα του δικαστηρίου για τις αποζημιώσεις.  Τα κριτήρια αξιοπιστίας (και αναξιοπιστίας) έχουν, στην πορεία της νομολογίας, εξετασθεί σε βάθος και καθορισθεί με λογική σαφήνεια. Το παρακάτω απόσπα[*406]σμα της απόφασης του Καλλή Δ., στην Cybarco Ltd v. Silvia Kovascik (2001) 1 Α.Α.Δ. 2013 είναι αρκετά διαφωτιστικό:

“Έχει νομολογηθεί ότι εναπόκειται στο διάδικο ο οποίος αμφισβητεί ένα τέτοιο εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να ικανοποιήσει το Εφετείο ότι το εύρημα είναι εσφαλμένο (Sakellarides v. Papasavva and Another (1966) 1 C.L.R. 259, 261, 262, Imam v. Papacostas (1968) 1 C.L.R. 207, 208 και Charalambides v. Yiangos Hjisoteriou & Son and Others (1975) 1 C.L.R. 269, 277). Η εισήγηση κατ’ έφεση πως η γενομένη εκτίμηση της αξιοπιστίας είναι εσφαλμένη ή αδικαιολόγητη πρέπει να υποστηρίζεται με πολύ πειστικά επιχειρήματα (Ιωακείμ ν. Ιωαννίδη (1991) 1 Α.Α.Δ. 996, 998 και Fereos Ltd. v. Martin Brothers Tobacco Company Inc. (1997) 1 Α.Α.Δ. 378, 383). Αν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο Πρωτόδικο Δικαστήριο να κάμει τα ευρήματα τα οποία έκαμε σε σχέση με την αξιοπιστία το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Charalambides, πιο πάνω, σελ. 277 και Λαζούρας ν. Σεργίου (1999) 1 A.A.Δ. 500).”

Θα προσθέταμε ότι ο τρόπος που καταθέτει ένας μάρτυς συνιστά και εκδήλωση της προσωπικότητας του. Οι πνευματικές και άλλες αρετές που εξωτερικεύονται, μαζί με το αφηγηματικό μέρος της μαρτυρίας, προσδίδουν κατά κανόνα αξιοπιστία στη μαρτυρία. Χρειάζεται όμως προσοχή από το δικαστή γιατί συμβαίνει αναξιόπιστος μάρτυς να προκαλεί ευμενή εντύπωση και αντίστροφα.

Ο πρώτος λόγος έφεσης εμπεριέχει τρία επιχειρήματα (όπως αριθμούνται στην αιτιολογία) ότι: (α) ο πρωτόδικος δικαστής βάσισε την κρίση του σε “εξωγενές γεγονός”, την τετράχρονη σχεδόν καθυστέρηση του εφεσείοντα να κινήσει αγωγή· (β) επίσης στο συλλογισμό του ότι η δικαιολογία του εφεσείοντα ότι άργησε για να επιβεβαιώσει τις υποψίες του κατά του εφεσιβλήτου, ενώ ήταν απόλυτα βέβαιος για την ενοχή του· και (γ) η καταληκτική σκέψη του δικαστηρίου “Διερωτώμαι πια άλλη επιβεβαίωση απαιτείτο εάν τα γεγονότα εξελίχθηκαν με τον τρόπο που έχει περιγράψει”, δείχνει ότι στην αξιολόγηση “εμφιλοχώρησε στο Δικαστήριο εσφαλμένο και εξωγενές υπόβαθρο κατά παράβασιν της Νομολογίας” [(λόγος εφέσεως 1 (α)(iii)].  Παρενθετικά, αναφορά σε τέτοια νομολογία δεν έγινε σε καμιά περίπτωση.

Ο πρωτόδικος δικαστής υπογράμμισε την καλή εντύπωση που του δημιούργησε ο εφεσίβλητος σε αντίθεση με τον άλλο διάδικο.  Και έδωσε πειστικούς λόγους για την προτίμηση του.  Ως προς το [*407]συγκεκριμένο παράπονο, κατά τη γνώμη μας, ο δικαστής αναπόφευκτα διερωτήθηκε γιατί, αφού ο εφεσείων ήταν τόσο βέβαιος ότι ο εφεσίβλητος ήταν ο δράστης, περίμενε σχεδόν 4 χρόνια για να προσφύγει στο Δικαστήριο.  Το στοιχείο αυτό στην παρούσα περίπτωση όχι μόνο δεν ήταν άσχετο και εξωγενές, όπως χαρακτηρίστηκε από το συνήγορο, αλλά ήταν συνυφασμένο με την ίδια τη γνησιότητα της απαίτησης.  Είναι δε απόλυτα δικαιολογημένη η απορία του δικαστή ότι “περίεργο είναι και το γεγονός ότι δεν ανέφερε (ο ενάγων) στον Εναγόμενο τις υποψίες του για την έναρξη της φωτιάς ενώ τυγχάνουν χωριανοί και οι σχέσεις τους, όπως ο ίδιος ανέφερε είναι καλές”.  Δε νομίζουμε ότι με βάση τέτοιο υλικό θα μπορούσε το δικαστήριο να αχθεί σε διαφορετικό συμπέρασμα.  Eξάλλου και να γινόταν δεκτή η μαρτυρία του εφεσείοντα ότι ο αντίδικος έσκαβε αυλάκι δεν μπορούσε να οδηγήσει σε συμπέρασμα ότι έβαλε τη φωτιά.

Είναι βολικό να εξετάσουμε στο σημείο αυτό τον τρίτο λόγο έφεσης ότι είναι εσφαλμένο το συμπέρασμα πως κατά τον κρίσιμο χρόνο ο εφεσίβλητος ήταν στην Αγία Νάπα.  Και τούτο διότι δεν υποστηρίζεται από τη μαρτυρία του γιού του Μ.Εναγ/νου 2. Η πραγματικότητα είναι ότι ενίσχυσε τη μαρτυρία του πατέρα του, αλλά ο δικαστής - και αυτό δείχνει την ευρύτητα προσέγγισης και τη δικαιοφροσύνη του - δε δέχθηκε τη μαρτυρία του για το λόγο που αναφέρει.  Έκρινε ωστόσο αληθινή τη μαρτυρία του εφεσείοντα.

Στον ίδιο λόγο αναφέρεται ότι το δικαστήριο λανθασμένα εξέλαβε ότι ο Μ.Ε.1 Χριστοδούλου δεν είπε ότι είχε δει τον εφεσίβλητο κατά τον ουσιώδη χρόνο στο χώρο της πυρκαγιάς. Η παρατήρηση ομως αυτή του Δικαστηρίου είναι ορθή.  Προκύπτει από την κύρια εξέταση του μάρτυρα.  Αντιγράφουμε το σχετικό απόσπασμα:

“Ε.  Στις 13 Οκτωβρίου 1993, συνέβηκε τίποτε;

Α.Ήμουν κάτω από τον κάμπο, είδα τα κρουσμένα μόνο και δεν είδα κανένα”

Είναι περαιτέρω η εισήγηση του εφεσείοντα ότι η έκθεση των Βάσεων για την πυρκαγιά αποτελούσε, σύμφωνα με τις διάτάξεις του άρθρ. 18 του περί Μαρτυρίας Νόμου, Κεφ. 9, “μέρος συνεχούς καταχωρήσεως και υπομνήματος και......... απόδειξη του περιεχομένου του” [(λόγος 2(α)]. Ο δικηγόρος του εφεσείοντα εμπλέκει στο θέμα του παραδεκτού της έκθεσης και το άρθρ. 4 του Κεφ. 9, όπως προκύπτει από την παραπομπή του στο λόγο 2(γ). Μολαταύτα ο δικαστής, στην ουσία, αγνόησε το περιεχόμενο της, αρκούμενος στο [*408]σχόλιο ότι αυτή δεν περιέχει “οποιοδήποτε ασφαλές εύρημα για την αιτία της φωτιάς”.

Το πρώτο ζήτημα είναι η δεκτότητα της έκθεσης ως μαρτυρίας.  Κατά τη γνώμη μας (παρόλο που ουσιαστικά το θέμα δε συζητήθηκε πέρα από μια απλή αναφορά σε αυτό) δε φαίνεται να ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις των παραπάνω διατάξεων που θα επέτρεπαν την κατάθεση του εγγράφου ως κανονικού τεκμηρίου (βλ. για το άρθρ. 4 λεπτομερή ανάλυση στην ενδιάμεση απόφαση στην Μούρτζινος ν. του Πλοίου “Galaxias” κ.ά. (1994) 1 A.A.Δ. 231).  Ανεξάρτητα όμως από το θέμα αυτό η παραπάνω διαπίστωση του Δικαστηρίου είναι ορθή.  Η έκθεση δεν αναφέρεται σε οτιδήποτε που εμπλέκει τον εφεσίβλητο.

Για τους παραπάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται.  Με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο