(2002) 1 ΑΑΔ 454

[*454]27 Μαρτίου, 2002

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΧΑΡΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ,

Εφεσείων-Εναγόμενος,

ν.

ΕΥΓΕΝΙΑΣ KHOREVA,

Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10351)

 

Ευρήματα Δικαστηρίου ― Επέμβαση Εφετείου ― Έφεση κατά των ευρημάτων και συμπερασμάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου στα οποία κατέληξε κατόπιν ανάλυσης και αξιολόγησης της μαρτυρίας ― Απορρίφθηκε, δεν στοιχειοθετήθηκε λόγος επέμβασης στην κρίση του Δικαστηρίου.

Ευρήματα Δικαστηρίου ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Προϋποθέσεις επέμβασης Εφετείου.

Απόδειξη ― Επιλεκτική αποδοχή μέρους της μαρτυρίας μάρτυρος ― Δεν είναι επιλήψιμη.

Απόδειξη ― Προηγούμενες δηλώσεις μάρτυρος που συνάδουν με τη μαρτυρία του στο Δικαστήριο και αποσκοπούν στην ενίσχυσή του ― Είναι άσχετες και σαν τέτοιες απαράδεκτες ως μαρτυρία ― Κανόνας στην Μούρτζινος ν. Πλοίου “Galaxias” κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 612 ― Εξαιρέσεις στον κανόνα.

Ο εφεσείων-εναγόμενος (ο εφεσείων) είχε διοριστεί κατά το 1992 σαν πληρεξούσιος αντιπρόσωπος της εφεσίβλητης-ενάγουσας (η εφεσίβλητη) δυνάμει πληρεξουσίου εγγράφου με εξουσία, μεταξύ άλλων, να λειτουργεί τον τραπεζικό της λογαριασμό με την Arab Bank, να ανοίγει και λειτουργεί οποιοδήποτε καινούργιο λογαριασμό με την τράπεζα αυτή και να υπογράφει ή οπισθογραφεί επιταγές, αξιόγραφα και μερίσματα.  Ήταν ρητός ή και εξυπακουόμενος όρος της μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας ότι ο εφεσείων θα ενεργούσε μέσα στα όρια της πληρεξουσιότητάς του μετά τη λήψη ρητών εντολών από την εφεσίβλητη.  [*455]Παρά ταύτα ο εφεσείων χωρίς την άδεια της εφεσίβλητης ή και κατά παράβαση της μεταξύ τους συμφωνίας μεταβίβασε από το λογαριασμό της εφεσίβλητης μεγάλα ποσά χρημάτων σε κάποια εταιρεία Brody White (UK) Ltd.

Τα κατ’ ισχυρισμό αγώγιμα δικαιώματα της εφεσίβλητης ήταν δύο:  (α) αθέτηση συμφωνίας από τον εφεσείοντα, και (β) άδικος ή αδικαιολόγητος πλουτισμός του εφεσείοντος εις βάρος της εφεσίβλητης.

Ο εφεσείων παραδέχθηκε την υπογραφή του πληρεξουσίου εγγράφου και την μεταξύ τους συμφωνία και πρόσθεσε ότι οι διάδικοι συμφώνησαν ότι ο εφεσείων θα έπαιρνε οδηγίες όχι μόνο από την εφεσίβλητη αλλά και από κάποιο Ρώσσο με το όνομα Β. Goutman, ο οποίος θα ενεργούσε εξ ονόματος και για λογαριασμό της ή/και ως αντιπρόσωπος της.  Περαιτέρω ο εφεσείων παραδέχθηκε ότι έκαμε τις επίδικες μεταβιβάσεις, αλλά ισχυρίσθηκε ότι αυτές έγιναν κατόπιν εντολών της εφεσίβλητης ή του αντιπροσώπου της B. Goutman.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντος σαν αναξιόπιστη και σαν μη νομολογιακά αιτιολογημένη, κατέληξε σε εύρημα ότι ο εφεσείων απέσυρε από το λογαριασμό της εφεσίβλητης τα επίδικα ποσά χωρίς την εντολή ή την εξουσιοδότηση της εφεσίβλητης.  Οι εν λόγω ενέργειες του εφεσείοντος έγιναν κατά παράβαση της μεταξύ τους συμφωνίας και είχε ως αποτέλεσμα να υποστεί ζημιά η εφεσίβλητη και γι’ αυτό δικαιούται σε αποζημιώσεις ίσες προς τα ποσά που αναφέρονται στην έκθεση απαιτήσεως πλέον τόκο.

Τέλος το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν της άποψης ότι η εφεσίβλητη δικαιούται στα επίδικα ποσά και με βάση την αρχή του άδικου ή αδικαιολόγητου πλουτισμού.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση.  Με τους λόγους έφεσης προσβάλλονται τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί των γεγονότων, η αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα ευρήματα του σχετικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων και τέλος η απόφαση του Δικαστηρίου να μη αποδεχθεί την κατάθεση ορισμένων εγγράφων.

Ο συνήγορος του εφεσείοντος υπέβαλε ότι τα εν λόγω έγγραφα δεν μπορούσαν να γίνουν αποδεκτά ως προς την αλήθεια του περιεχομένου τους αλλά για να αποδείξουν ότι ο εφεσείων ενημέρωνε τον B. Goutman.

Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στην υποχρέωση του διαδίκου  οποίος αμφισβητεί τα ευρήματα αξιοπιστίας και γεγονότων [*456]να πείσει το Ανώτατο Δικαστήριο ότι τα ευρήματα είναι εσφαλμένα, καθώς επίσης και στις προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου προς ανατροπή τους, απέρριψε την έφεση και αποφάνθηκε ότι ο εφεσείων δεν έπεισε ότι εδικαιολογείτο η επέμβαση του Εφετείου στην παρούσα υπόθεση.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από τον εναγόμενο κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 24/9/98 (Αρ. Αγωγής 2376/96) με την οποία κατέληξε ότι η ενάγουσα εδικαιούτο τα αξιούμενα από αυτήν ποσά από το υπαίτιο αντισυμβαλλόμενο μέρος με βάση τις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού και επεδίκασε υπέρ αυτής τα αξιωθέντα ποσά πλέον τόκο προς 3.375% το χρόνο.

Ι. Αβρααμίδης, για τον Εφεσείοντα.

Α. Ποιητής, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.:   

Η αξίωση:

Με αγωγή της στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας η εφεσίβλητη-ενάγουσα (η εφεσίβλητη) αξίωσε από τον εφεσείοντα-εναγόμενο (ο εφεσείων) τα ποσά των 819.696,34 Ολλανδικών Φιορινίων με τόκο από 22.6.1993, των 400.000,00 Αμερικανικών Δολλαρίων, με τόκο από 20.8.1993 και των 180.000,00 Αμερικανικών Δολλαρίων, με τόκο από 30.8.1993, ή τα ισόποσα σε Κυπριακό νόμισμα.

Οι έγγραφες προτάσεις.

(Α) Η έκθεση απαιτήσεως.

Η εφεσίβλητη ισχυρίστηκε (βλ. παραγ. 2 της έκθεσης απαιτήσεως) ότι κατά το 1992 υπέγραψε πληρεξούσιο έγγραφο με το οποίο διορίζει τον εφεσείοντα σαν πληρεξούσιο αντιπρόσωπο της και του παρείχε την εξουσία (α) να λειτουργεί τον τραπεζικό λογαριασμό [*457]της με την Arab Bank, κατάστημα Λευκωσίας, (β)  να ανοίγει και λειτουργεί οποιοδήποτε καινούργιο λογαριασμό με την τράπεζα αυτή, (γ)  να υπογράφει ή οπισθογραφεί οποιεσδήποτε επιταγές, αξιόγραφα και μερίσματα ή εντολές πληρωμής τόκου και (δ)  να σύρει, αποδέχεται ή οπισθογραφεί αξιόγραφα ή άλλα μεταβιβάσιμα έγγραφα (negotiable instruments).

Περαιτέρω η εφεσίβλητη ισχυρίστηκε (βλ. παραγ. 3 της έκθεσης απαιτήσεως) ότι ήταν ρητός ή και εξυπακουόμενος όρος της μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας ότι ο εφεσείων δεν θα εδικαιούτο να πράξει οτιδήποτε μέσα στα όρια της πληρεξουσιότητας του εκτός εάν ελάμβανε προηγουμένως ρητές εντολές από την εφεσίβλητη.  «Παρά ταύτα» (βλ. παραγ. 4 της έκθεσης απαιτήσεως) ο εφεσείων άδικα, παράνομα, αυθαίρετα χωρίς την άδεια της εφεσίβλητης ή και κατά παράβαση της πιο πάνω συμφωνίας ο εφεσείων μεταβίβασε από τον λογαριασμό της εφεσίβλητης τα πιο πάνω ποσά σε κάποια εταιρεία Brody White (UK) Ltd.

Τα κατ’ ισχυρισμό αγώγιμα δικαιώματα της εφεσίβλητης ήταν δύο:  (α) αθέτηση συμφωνίας από τον εφεσείοντα, και (β)  άδικος ή αδικαιολόγητος πλουτισμός του εφεσείοντα εις βάρος της εφεσίβλητης.

(Β) Η έκθεση υπερασπίσεως.

Ο εφεσείων παραδέχθηκε την υπογραφή του πληρεξουσίου εγγράφου. Έκαμε, επίσης, παραδεκτή και την πιο πάνω παραγ. 3 της έκθεσης απαιτήσεως.  Πρόσθεσε ότι οι διάδικοι συμφώνησαν ότι ο εφεσείων θα έπαιρνε οδηγίες όχι μόνο από την εφεσίβλητη αλλά και από κάποιο Ρώσσο με το όνομα Boris Goutman, ο οποίος θα ενεργούσε εξ ονόματος και για λογαριασμό της ή/και ως αντιπρόσωπος της.  Περαιτέρω ο εφεσείων παραδέχθηκε ότι έκαμε τις επίδικες μεταβιβάσεις.  Ισχυρίσθηκε ωστόσο ότι αυτές έγιναν κατόπιν εντολών της εφεσίβλητης ή του αντιπροσώπου της Boris Goutman.  

Τα συμπεράσματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Μετά από την αξιολόγηση της μαρτυρίας το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε τα συμπεράσματα του.  Τα μεταφέρουμε:

Συμφωνία μεταξύ των διαδίκων προέβλεπε ότι θα ανοιγόταν τραπεζικός λογαριασμός στο όνομα της εφεσίβλητης στην Κύπρο και ότι ο εφεσείων θα ενεργούσε σαν πληρεξούσιος αντιπρόσωπος της εφεσίβλητης για σκοπούς κίνησης του προαναφερόμενου λογα[*458]ριασμού. Γι’ αυτό το σκοπό υπογράφηκε και σχετικό πληρεξούσιο έγγραφο.  Ήταν ρητός όρος της μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας ότι ο εφεσείων δεν θα προέβαινε σε οποιαδήποτε πράξη χωρίς την εντολή της εφεσίβλητης. Οι εντολές της εφεσίβλητης θα διαβιβάζονταν στον εφεσείοντα μέσω του γραφείου του κ. Boris Goutman, ο οποίος θα ενεργούσε σαν μεταφραστής και διαβιβαστής.  Ουδέποτε η εφεσίβλητη προσωπικά ή μέσω του κ. Goutman ή του γραφείου του έδωσε οδηγίες ή εντολές στον εφεσείοντα να μεταφέρει από το λογαριασμό της ή να επενδύσει ή να αποσύρει τα επίδικα ποσά.  Ο εφεσείων, κατά τις ημερομηνίες που αναγράφονται στην έκθεση απαιτήσεως, μεταβίβασε (απέσυρε από το λογαριασμό της εφεσίβλητης) τα ποσά που αναγράφονται στην έκθεση απαιτήσεως χωρίς οποιαδήποτε εντολή, εξουσιοδότηση ή έγκριση εκ των προτέρων ή εκ των υστέρων.  Καμιά επικύρωση των προαναφερόμενων πράξεων του εφεσείοντα έγινε ποτέ.  Οι προαναφερόμενες ενέργειες του εφεσείοντα έγιναν κατά παράβαση της μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας και είχαν σαν αποτέλεσμα να υποστεί ζημιά η εφεσίβλητη ίση με τα προαναφερόμενα ποσά πλέον τόκο, που συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων σε 3.375% το χρόνο από τις προαναφερόμενες ημερομηνίες.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι το συμπέρασμα του για ύπαρξη συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων δεν έρχεται σε αντίθεση με οποιονδήποτε τρόπο, με το πληρεξούσιο που η εφεσίβλητη υπέγραψε προς όφελος του εφεσείοντα.  Είναι προφανές – συνέχισε το Πρωτόδικο Δικαστήριο – ότι, παράλληλα με την υπογραφή του  πληρεξουσίου (Τεκ. 1) επιτεύχθηκε και προφορική συμφωνία μεταξύ των διαδίκων, το περιεχόμενο της οποίας εκτέθηκε προηγουμένως.  Η ύπαρξη συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων – κατέληξε – καλύπτεται από τα δικόγραφα και πιο συγκεκριμένα τέτοια συμφωνία μνημονεύεται τόσο στην έκθεση απαιτήσεως, όσο και στην έκθεση υπερασπίσεως αν και οι δύο πλευρές διαφωνούν ως προς το περιεχόμενό της.

Ακολούθως το Πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με τη νομική πτυχή. Έθεσε το  θέμα ως εξής:

«Σε περιπτώσεις αθέτησης συμφωνιών το αθώο μέρος δικαιούται σε αποζημίωση από το αντισυμβαλλόμενο υπαίτιο μέρος, για τη ζημιά ή απώλεια που υπέστη συνεπεία της αθέτησης η οποία προέκυψε φυσικά κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων (από την αθέτηση) και την οποία οι συμβαλλόμενοι γνώριζαν, όταν σύναπταν τη σύμβαση, ως ενδεχόμενη συνέπεια της παράβασης:  Δέστε το άρθρο 73(1) του Περί Συμβά[*459]σεων Νόμου, Κεφ. 149.

Ζητήματα αντιπροσωπείας καλύπτονται από το μέρος ΧΙΙΙ του περί Συμβάσεων Νόμου, που περιλαμβάνει τα άρθρα 142-198.  Το άρθρο 145 προνοεί ρητά ότι δεν απαιτείται αντιπαροχή για τη σύσταση αντιπροσωπείας.  Στο άρθρο 142 του ιδίου νόμου δίδονται οι ορισμοί του αντιπροσώπου και του αντιπροσωπευομένου.

Ζητήματα αντιπροσωπείας εξετάζονται και αναλύονται σε έκταση στον Τόμο 1(2) της 4ης έκδοσης των Halsbury’s Laws of England στις σελ. 1-137.»

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη τα ευρήματα του ως προς τα γεγονότα και τις νομικές αρχές που διέπουν τα επίδικα θέματα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εφεσείουσα, ως το αθώον μέρος, δικαιούται από τον εφεσείοντα το υπαίτιο αντισυμβαλλόμενο μέρος σε αποζημιώσεις ίσες προς τα ποσά που αναφέρονται στην έκθεση απαιτήσεως πλέον τόκο προς 3.375% το χρόνο (που έγινε παραδεκτός από την υπεράσπιση και συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων).

Τέλος το Πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν της άποψης ότι η εφεσίβλητη «δικαιούται στα επίδικα ποσά και με βάση την αρχή του άδικου ή αδικαιολόγητου πλουτισμού, εφόσον στην προκείμενη περίπτωση ικανοποιούνται και οι τρεις προϋποθέσεις που τίθενται για την παροχή τέτοιας θεραπείας, και που είναι:

(α)  Ότι ο εναγόμενος έχει εμπλουτιστεί με την είσπραξη ενός οφέλους,

(β)  ότι ο εμπλουτισμός (του εναγομένου) έγινε εις βάρος της ενάγουσας, και

(γ)  ότι η κατακράτηση του οφέλους (από τον εναγόμενο) είναι άδικη:  Δέστε Chitty on Contracts, 25η  έκδοση, σελ. 1072.»

Η έφεση.

Οι λόγοι έφεσης 1 και 2 έχουν εξεταστεί στην απόφαση μας που εκδώσαμε στις 30.11.2001 (βλ. Χρίστου ν. Khoreva (2001) 1 Α.Α.Δ. 1874).  Με τον λόγο 3 της έφεσης ο εφεσείων διατείνεται ότι το συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου περί ύπαρξης συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων στο πλαίσιο της οποίας υπογρά[*460]φηκε πληρεξούσιο έγγραφο είναι εκτός των δικογραφημένων ισχυρισμών της εφεσίβλητης. Ο κ. Αβρααμίδης, εκ μέρους του εφεσείοντα, υποστήριξε συναφώς ότι:

(α)  Η εφεσείουσα δεν έχει δικογραφημένο ισχυρισμό περί ύπαρξης άλλης συμφωνίας πλην του πληρεξουσίου.

(β)  Ο δικογραφημένος ισχυρισμός της εφεσίβλητης είναι ότι ήταν ρητός ή εξυπακουόμενος όρος του πληρεξουσίου ότι ο εφεσείων δεν θα εδικαιούτο να πράξει οτιδήποτε μέσα στα όρια της πληρεξουσιότητας του εκτός αν ελάμβανε προηγουμένως ρητές εντολές από την εφεσίβλητη.

(γ)  Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έκαμε εύρημα ως προς την ύπαρξη ή όχι τέτοιου ρητού ή εξυπακουόμενου όρου στο πληρεξούσιο αλλά ήυρε ότι υπήρχε άλλη συμφωνία, πράγμα το οποίο δεν περιέλαβε στα δικόγραφα της η εφεσίβλητη.

Ο κ. Αβρααμίδης υπέβαλε περαιτέρω ότι τα επίδικα θέματα οριοθετούνται από τα δικόγραφα.  Οι αρχές του δικονομικού δικαίου – συνέχισε – περιορίζουν τα επίδικα θέματα σε εκείνα που προσδιορίζονται στη δικογραφία.  Μαρτυρία που δεν καλύπτεται από τα δικόγραφα πρέπει να αγνοείται από το Δικαστήριο.

Οι σχετικοί ισχυρισμοί της εφεσίβλητης έχουν περιληφθεί στις παραγ. 2 και 3 της έκθεσης απαιτήσεως (έχουν παρατεθεί στις σελ. 456-457, πιο πάνω).  Παρόλο ότι δεν έχουν διατυπωθεί με τον καλύτερο τρόπο αυτοί αναφέρονται σε δύο ζητήματα, τα εξής:

(α)  Στην υπογραφή πληρεξουσίου εγγράφου (βλ. παραγ. 2).

(β)  Στην ύπαρξη συμφωνίας με ρητό ή και εξυπακουόμενο όρο ότι ο εφεσείων δεν «θα εδικαιούτο να πράξη οτιδήποτε μέσα στα όρια της πληρεξουσιότητας του εκτός εάν ελάμβανε προηγουμένως ρητές εντολές από την ενάγουσα» (βλ. παραγ. 3).

Τονίζουμε ότι η ύπαρξη της συμφωνίας, που μνημονεύεται στην παραγ. 3 της έκθεσης απαιτήσεως έγινε παραδεκτή από τον εφεσείοντα με την προσθήκη «ότι οι διάδικοι συμφώνησαν ότι ο εναγόμενος θα έπαιρνε οδηγίες όχι μόνο από την ενάγουσα αλλά και από κάποιο Ρώσσο με το όνομα Boris Goutman».

Από το ενώπιον μας υλικό προκύπτει ότι η εφεσίβλητη είχε προ[*461]βάλει ισχυρισμό περί ύπαρξης άλλης συμφωνίας ο οποίος μάλιστα έγινε δεκτός από τον εφεσείοντα (βλ. παραγ. 3 της έκθεσης υπερασπίσεως).  Προκύπτει επίσης ότι η εφεσίβλητη δεν είχε προβάλει ισχυρισμό περί «ρητού ή εξυπακουόμενου όρου του πληρεξουσίου εγγράφου» όπως διατείνεται ο εφεσείων στην παραγ. (β) πιο πάνω.  Τέλος προκύπτει ότι το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου περί ύπαρξης άλλης προφορικής συμφωνίας παράλληλα με την υπογραφή του πληρεξουσίου καλύπτεται από τα δικόγραφα. Όπως ορθά διαπίστωσε το Πρωτόδικο Δικαστήριο η ύπαρξη της προφορικής συμφωνίας μνημονεύεται τόσο στην έκθεση απαιτήσεως (βλ. παραγ. 3) όσο και στην έκθεση υπερασπίσεως (βλ. παραγ. 3).  Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίτπεται.

Με τον λόγο 4 της έφεσης ο εφεσείων προσβάλλει το συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Boris Goutman ενεργούσε σαν μεταφραστής και διαβιβαστής εντολών της εφεσίβλητης προς τον εφεσείοντα και ότι δεν ήταν εξουσιοδοτημένος από την εφεσίβλητη να δίδει οδηγίες στον εφεσείοντα για τη διαχείριση του λογαριασμού της.  Ο κ. Αβρααμίδης υποστήριξε: 

(α)  Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε χωρίς αιτιολογία τη μαρτυρία του εφεσείοντα και του Boris Goutman ότι υπήρξε τέτοια συμφωνία και εσφαλμένα αποδέκτηκε εκείνη της εφεσίβλητης ότι δεν υπήρξε.

(β)  Το Πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να δεχθεί ως αξιόπιστη και επί αυτού του σημαντικού και καίριου θέματος τη μαρτυρία του Boris Goutman αφού τον έκρινε αξιόπιστο και όχι μόνο επί των σημείων συμφωνίας της μαρτυρίας του με εκείνη της εφεσίβλητης.

(γ)  Το σχετικό συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι αντίθετο με την ενώπιον του πραγματική μαρτυρία.

(δ)  Το Πρωτόδικο Δικαστήριο απεδέχθει επί του καίριου αυτού θέματος τη μαρτυρία της εφεσίβλητης χωρίς να την αξιολογήσει ορθά, μη αντιπαραβάλλοντας την με τους ισχυρισμούς της οι οποίοι περιέχονται στα τεκμήρια 7 και 23.

Συναφείς με το θέμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας των πιο πάνω δύο μαρτύρων είναι και οι λόγοι έφεσης 8 και 9.  Ο λόγος 8 της έφεσης στρέφεται κατά της μεθόδου αξιολόγησης της μαρτυρίας του Boris Goutman. Σημειώνουμε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι δέχεται τη μαρτυρία του σαν αληθινή «εκεί [*462]όμως που έρχεται σε άμεση ή έμμεση αντίθεση με τη μαρτυρία της ενάγουσας»  προτίμησε τη μαρτυρία της τελευταίας.  Επί του προκειμένου ο κ. Αβρααμίδης υπέβαλε ότι:

(α)  Το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να αναλύσει τα σημεία αντίθεσης μεταξύ των δύο μαρτυριών, να αναλύσει τη σημασία τους, να αιτιολογήσει την κρίση του και να καταλήξει σε εύρημα επί των ουσιωδών αντιθέσεων.

(β)  Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αναιτιολόγητα απέρριψε όλες τις εκδοχές του Boris Goutman που ήταν αντίθετες προς εκείνες της εφεσίβλητης και υπέρ της υπόθεσης του εφεσείοντα.

(γ)  Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τον Boris Goutman αξιόπιστο αλλά ταυτόχρονα και αναξιόπιστο σε ουσιαστικά επίδικα θέματα.

Με τον λόγο 9 της έφεσης υποστηρίζεται ότι η καθολική απόρριψη της μαρτυρίας του εφεσείοντα σαν αναξιόπιστης δεν συνάδει και δεν υποστηρίζεται από την έγγραφη πραγματική μαρτυρία και εν πάση περιπτώσει δεν είναι νομολογιακά αιτιολογημένη.

Θα πραγματευθούμε μαζί και τους τρεις λόγους της έφεσης λόγω της συνάφειας τους.

Οι τρεις λόγοι της έφεσης προσβάλλουν τα ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου που σχετίζονται με την αξιοπιστία των μαρτύρων. Έχει νομολογηθεί ότι εναπόκειται στο διάδικο ο οποίος αμφισβητεί ένα τέτοιο εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να ικανοποιήσει το Εφετείο ότι το εύρημα είναι εσφαλμένο (Sakellarides v. PapaSavva and Another (1966) 1 C.L.R. 259, 261, 262, Imam v. PapaCostas (1968) 1 C.L.R. 207, 208 και Charalambides v. Yiangos Hjisoteriou & Son and Others (1975) 1 C.L.R. 269, 277).  Η εισήγηση κατ’  έφεση πως η γενομένη εκτίμηση της αξιοπιστίας είναι εσφαλμένη ή αδικαιολόγητη πρέπει να υποστηρίζεται με πολύ πειστικά επιχειρήματα (Ιωακείμ ν. Ιωαννίδη (1991) 1 Α.Α.Δ. 996, 998 και Fereos Ltd v. Martin Brothers Tobacco Company Inc. (1997) 1 A.A.Δ. 378, 383).  Αν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο Πρωτόδικο Δικαστήριο να κάμει τα ευρήματα τα οποία έκαμε σε σχέση με την αξιοπιστία το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Charalambides, πιο πάνω, σελ. 277 και Λαζούρας ν. Σεργίου (1999) 1 Α.Α.Δ. 500).

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα σημείωσε τα εξής:

[*463]«Ο εναγόμενος έκαμε στο Δικαστήριο πολύ κακήν εντύπωση σαν μάρτυρας.  Η μαρτυρία του παρουσιάζει ουσιαστικές αντιφάσεις, έρχεται σε αντίθεση με τη μαρτυρία του Μ.Υ.2 Σ. Σολομωνίδη, έρχεται, επίσης, σε αντίθεση με βασικά σημεία των καταθέσεων του στην αστυνομία (τεκμήρια 18, 18 α, β και γ αντίστοιχα) καθώς και με μέρη της Έκθεσης Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης.  Αποδίδω την αναξιοπιστία της μαρτυρίας του στην εμφανή του προσπάθεια να απαλλαγεί από την ευθύνη του έναντι της ενάγουσας.»

Στη συνέχεια το Πρωτόδικο Δικαστήριο παράθεσε μερικούς από τους λόγους - 14 - που το οδήγησαν στα προαναφερόμενα συμπεράσματα.

Κατά την ενασχόληση του με τη μαρτυρία της εφεσίβλητης και εκείνη του Boris Goutman το Πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε τα εξής:

«Όσον αφορά το ζήτημα της αμοιβής του εναγομένου (ζήτημα που εγείρεται στην Ανταπαίτηση) η ενάγουσα είπε ότι ουδέποτε συμφώνησε σε αμοιβή του εναγόμενου, για τις υπηρεσίες του σαν πληρεξουσίου αντιπροσώπου της, αλλά ότι κατά την πρώτη μεταφορά 175.000 δολλαρίων Αμερικής, που έγινε με δικές της οδηγίες, ο εναγόμενος ζήτησε αμοιβή 1% και ότι η ίδια βρέθηκε προ τετελεσμένου γεγονότος.  Ο κύριος Goutman, για το θέμα αυτό είπε ότι κατά την πρώτη μεταφορά χρημάτων που έγινε με οδηγίες της ενάγουσας, ο εναγόμενος ζήτησε προμήθεια – αμοιβή 1%, πάνω στα ποσά που  θα μεταφέρονταν από το λογαριασμό της ενάγουσας μέσω του εναγομένου και ότι η ενάγουσα συμφώνησε ............................

Η μαρτυρία της ενάγουσας είχε συνοχή και λογική και παρέμεινε βασικά ακλόνητη, παρά τη μακρά αντεξέταση. 

.......................................................................................................

Η ενάγουσα είπε στο δικαστήριο την αλήθεια και η μαρτυρία της είναι καθ’  όλα αξιόπιστη.  Ο Μ.Ε.2, κύριος Goutman, είπε στο Δικαστήριο βασικά την αλήθεια, η μαρτυρία του όμως έχει κάποιες ανακρίβειες στις οποίες θα αναφερθώ.  Δέχομαι τη μαρτυρία του σαν αληθινή, εκεί όμως που έρχεται σε άμεση ή έμμεση αντίθεση με τη μαρτυρία της ενάγουσας προτιμώ και δέχομαι τη μαρτυρία της ενάγουσας.

.......................................................................................................

[*464]

Η ενάγουσα ανέφερε στη μαρτυρία της ότι τη συμφωνία αντιπροσώπευσης, που επιτεύχθηκε μεταξύ των διαδίκων κατά την υπογραφή του πληρεξουσίου (Τεκ. 1), τη μετάφραζε ο Boris Goutman.  Δεν υποβλήθηκε στον κ. Goutman ότι δεν μετάφραζε ορθά ή πιστά ή ότι ξεγέλασε, ως προς αυτό το σημείο, την ενάγουσα. Εν πάση περιπτώσει, εν όψει της πολύ καλής και σταθερής εντύπωσης που έδωσε η ενάγουσα στο εδώλιο του μάρτυρα, δεν μπορώ παρά να θεωρήσω την εκδοχή της σαν αξιόπιστη. Στη μικρή διαφορά που υπάρχει μεταξύ της μαρτυρίας της ενάγουσας και του Goutman για την ισχυριζόμενη συμφωνία αμοιβής του εναγόμενου, έχω ήδη αναφερθεί. Σε αυτό το σημείο δέχομαι την εκδοχή της ενάγουσας και απορρίπτω εκείνη του Goutman (και βέβαια και του εναγομένου).

.....................................................................................................

Η μαρτυρία του Μ.Ε.2 Boris Goutman υποστηρίζει, στα βασικά σημεία, εκείνη της ενάγουσας, δηλαδή ως προς το τί διαλάμβανε η συμφωνία αντιπροσώπευσης, ως προς το τί έπραξε ο εναγόμενος, ως προς το πώς γινόταν η επικοινωνία μεταξύ των διαδίκων κλπ.. Στο ζήτημα της διαφοράς της μαρτυρίας της ενάγουσας και του Μ.Ε.2 για την ισχυριζόμενη αμοιβή του εναγομένου, ήδη έγινε αναφορά.  Ο Μ.Ε.2 έπεσε και σε κάποιες αντιφάσεις ως προς κάποια τηλεομοιότυπα (faxes) που έλαβε από τον εναγόμενο και τα οποία, αρχικά, αρνήθηκε ότι έλαβε, καθώς και ως προς το κατά πόσο τα έφερε σε γνώση της ενάγουσας ή όχι.  Η θέση του Μ.Ε.2 ότι ο ίδιος δεν θα μοιραζόταν με τον εναγόμενο, την ισχυριζόμενη αμοιβή του εναγόμενου από την ενάγουσα, δεν είναι ιδιαίτερα πειστική, ειδικά στο σημείο που ανέφερε ότι ο εναγόμενος τον πίεζε να δεκτεί ½% αλλά εκείνος δεν δεχόταν.

Δεν μου διαφεύγουν οι κάποιες αδυναμίες της μαρτυρίας του Μ.Ε.2.  Όμως γενικά θεωρώ τη μαρτυρία του αξιόπιστη, εκτός από τα σημεία που, όπως ανέφερα, έρχεται σε αντίθεση με τη μαρτυρία της ενάγουσας, οπότε προτιμώ και δέχομαι τη μαρτυρία της ενάγουσας και επομένως σε εκείνα τα συγκεκριμένα σημεία απορρίπτω τη μαρτυρία του Μ.Ε.2.»

Ο ισχυρισμός περί αναιτιολόγητης απόρριψης της μαρτυρίας του εφεσείοντα δεν βρίσκει έρεισμα στο ενώπιον μας υλικό.  Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε 14 λόγους οι οποίοι – όπως το έθεσε – δείχνουν την πλήρη αναξιοπιστία της μαρτυρίας του εφεσείοντα.  Δεν [*465]χρειάζεται να τους απαρριθμήσουμε.  Αφού εξετάσαμε τη μαρτυρία θεωρούμε τους λόγους εκείνους έγκυρους και πειστικούς.

Σε σχέση με την μαρτυρία του Boris Goutman η επιλεκτική αποδοχή μέρους της μαρτυρίας ενός μάρτυρα δεν είναι επιλήψιμη (βλ. Kades v. Nicolaou and Another (1986) 1 C.L.R. 212, 216, Agapiou v. Panayiotou (1988) 1 C.L.R. 257, 263 και Ιωάννου ν. Κουννίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 1215).

Στην παρούσα υπόθεση το Πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αιτιολογήσει επαρκώς την προτίμηση της μαρτυρίας της εφεσίβλητης έναντι εκείνης του Boris Goutman στα σημεία που έρχεται σε αντίθεση με εκείνη της εφεσίβλητης.  Η αιτιολογία συνίσταται από τις ανακρίβειες και αντιφάσεις στη μαρτυρία του Boris Goutman ενώ η μαρτυρία της εφεσίβλητης παρουσίαζε συνοχή και λογική.

Έχουμε εξετάσει προσεκτικά την εκκαλούμενη απόφαση σε συνάρτηση με τους σχετικούς λόγους της έφεσης.  Δεν έχουμε πεισθεί από τα επιχειρήματα του ευπαίδευτου συνήγορου του εφεσείοντα ότι παρέχεται περιθώριο επέμβασης μας. Τα αποσπάσματα της μαρτυρίας στα οποία μας παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος αποδυναμώνουν παρά ενισχύουν την θέση του.  Οι σχετικοί λόγοι της έφεσης δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.

Με το λόγο 5 της έφεσης προσβάλλεται το συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων απέσυρε από το λογαριασμό της εφεσίβλητης τα επίδικα ποσά «χωρίς εντολή ή εξουσιοδότηση ή έγκριση εκ των προτέρων ή εκ των υστέρων και ότι καμιά επικύρωση των προαναφερόμενων πράξεων του εφεσείοντα έγινε ποτέ».  Υποστηρίχθηκε ότι είναι εσφαλμένο και δεν στηρίζεται στη δοθείσα μαρτυρία.  Ο λόγος αυτός είναι συναφής με τον λόγο έφεσης 12 με τον οποίο προσβάλλεται το συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «ουδέποτε η ενάγουσα προσωπικά ή μέσω του Boris Goutman έδωσε οδηγίες ή εντολές στον εναγόμενο να μεταφέρει από το λογαριασμό της ή να επενδύσει ή να αποσύρει τα επίδικα ποσά».  Είναι, επίσης, συναφής με το λόγο έφεσης 13 με τον οποίο προσβάλλεται το συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «δεν υπήρξε εκ των υστέρων έγκριση ή επικύρωση της μεταφοράς των επίδικων ποσών από το λογαριασμό της ενάγουσας». Υποστηρίχθηκε ότι τα σχετικά συμπεράσματα είναι «εσφαλμένα και αποτελούν κατάληξη κατά παραγνώριση μαρτυρίας ή εσφαλμένη αξιολόγηση μαρτυρίας».

Τα επίδικα συμπεράσματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου έχουν [*466]σαν κύριο βάθρο την μαρτυρία της εφεσίβλητης την οποία το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε αξιόπιστη.  Έχουμε ήδη επικυρώσει την πρωτόδικη κατάληξη η οποία σχετίζεται με την αξιολόγηση της μαρτυρίας της εφεσίβλητης. Εκτός όμως από την μαρτυρία της εφεσίβλητης υπάρχει και η μαρτυρία του Μ.Υ.2 Σ. Σολομωνίδη.  Ο τελευταίος ήταν μάρτυρας του εφεσείοντα.  Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποδεχόμενο τη μαρτυρία του παρατήρησε:

«Ο Μ.Υ.2 ήταν επίσης αξιόπιστος μάρτυρας. Ιδιαίτερη σημασία αποδίδω στη μαρτυρία του ότι ο εναγόμενος δήλωσε σ’  αυτόν ότι έπαιξε ένα μεγάλο μέρος των χρημάτων της ενάγουσας στα μέταλλα, χωρίς να της το αναφέρει, το έχασε και μετά έπαιξε και τα υπόλοιπα χρήματα για να κερδίσει εκείνα που έχασε, είχε όμως πρόθεση να της τα δώσει πίσω.»

Το συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου περί της αξιοπιστίας του Μ.Υ.2 δεν έχει προσβληθεί με την έφεση.  Κρίνουμε, επομένως, πως οι επίδικες καταλήξεις του Πρωτόδικου Δικαστηρίου υποστηρίζονται όχι μόνο από τη μαρτυρία της εφεσίβλητης αλλά και από μαρτυρία που έχει προσαχθεί από την πλευρά του εφεσείοντα.  Έπεται πως οι σχετικοί λόγοι της έφεσης δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.

Πρέπει επί του προκειμένου να τονίσουμε ότι το κύριο επίδικο θέμα στην παρούσα διαδικασία ήταν η επένδυση των χρημάτων της εφεσίβλητης από τον εφεσείοντα χωρίς τη συγκατάθεση της.  Αυτό το επίδικο θέμα έχει αποδειχθεί και με μαρτυρία που προέρχεται από μάρτυρα του εφεσείοντα – τον Μ.Υ.2.  Αυτή η μαρτυρία αποδυναμώνει καίρια τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα περί αναξιοπιστίας της εφεσίβλητης και περί μη ορθής αξιολόγησης της μαρτυρίας.

Οι λόγοι έφεσης 6 και 7 στρέφονται κατά της διαπίστωσης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου που σχετίζεται με τον άδικο πλουτισμό του εφεσείοντα.  

Όπως έχει ήδη υποδειχθεί (βλ. σελ. 456, 457, πιο πάνω) ο άδικος πλουτισμός αποτελούσε ένα από τα δύο αγώγιμα δικαιώματα της εφεσίβλητης. Το άλλο αγώγιμο δικαίωμα αναφερόταν στην αθέτηση συμφωνίας από τον εφεσείοντα.  Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αφού διαπίστωσε την αθέτηση συμφωνίας και αφού χορήγησε τις σχετικές θεραπείες διατύπωσε και την άποψη – ως εκ περισσού θα λέγαμε – ότι η εφεσίβλητη δικαιούται στα επίδικα ποσά και με βάση την αρχή του άδικου ή αδικαιολόγητου πλουτισμού.

[*467]Θεωρούμε ότι το αγώγιμο δικαίωμα της αθέτησης συμφωνίας είναι αυτοτελές και δεν εξαρτάται από το θέμα του άδικου πλουτισμού. Εφόσον το Πρωτόδικο Δικαστήριο χορήγησε θεραπεία λόγω αθέτησης συμφωνίας δεν παρίσταται ανάγκη να εξετάσουμε την ορθότητα της πρωτόδικης κατάληξης που σχετίζεται με τον άδικο πλουτισμό.  Ένα τέτοιο εγχείρημα θα ήταν εντελώς θεωρητικής ή ακαδημαϊκής υφής. Οι δικαστικές διαδικασίες δεν προσφέρονται για την επίλυση θεωρητικών ή ακαδημαϊκών θεμάτων αλλά για την επίλυση των διαφορών μεταξύ των διαδίκων.  Έπεται πως δεν θα εξεταστούν οι σχετικοί λόγοι της έφεσης.

Με το λόγο έφεσης 10 ο εφεσείων προσβάλλει το συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπήρξε συμφωνία πληρωμής προμήθειας.  Ο κ. Αβρααμίδης υποστήριξε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντα και του Boris Goutman ότι υπήρχε συμφωνία πληρωμής προμήθειας και απεδέχθη την μαρτυρία της εφεσίβλητης, ενώ στη βάση της πιθανολόγησης θα έπρεπε να αποφασίσει υπέρ της ύπαρξης τέτοιας συμφωνίας. Υποστήριξε, επίσης, ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε τεκμήρια τα οποία περιείχαν μαρτυρία που αποδεικνύει την ύπαρξη συμφωνίας αμοιβής για τον εφεσείοντα.

Το επίδικο εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι το αποτέλεσμα της αξιολόγησης της ενώπιον του μαρτυρίας. Επί του προκειμένου έχουμε ήδη αποφανθεί ότι δεν παρέχεται περιθώριο επέμβασης μας.  Αναφορικά με τα τεκμήρια στα οποία έκαμε αναφορά ο κ. Αβρααμίδης αυτά δεν προέρχονται από την εφεσίβλητη αλλά από τον Boris Goutman.  Η μαρτυρία του τελευταίου επί του θέματος της προμήθειας δεν έγινε δεκτή από το Πρωτόδικο Δικαστήριο και το σχετικό  συμπέρασμα του έχει ήδη επικυρωθεί.  Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.  

Ο λόγος έφεσης 11 έχει αποσυρθεί.

Με τον τελευταίο λόγο της έφεσης ο εφεσείων προσβάλλει την απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να μη αποδεχθεί την κατάθεση ορισμένων εγγράφων. Τα τελευταία ήταν τηλεμοιότυπα ημερ. 23.6.93, 20.7.93 και 22.7.93 με αποστολέα τον εφεσείοντα και παραλήπτη τον Boris Goutman.  Με το πρώτο έγγραφο ο εφεσείων πληροφορούσε τον Boris Goutman ότι σε συνέχεια πρόσφατης τηλεφωνικής επικοινωνίας τους και των οδηγιών του να αρχίσει να επενδύει τα ποσά που βρίσκονται στο λογαριασμό της εφεσίβλητης μετέφερε «χθες το πρώτο ποσό» με σκοπό να το επενδύσει σε μέταλλα.  Του ζήτησε, επίσης, να διαβιβάσει το τηλεμοιότυπο στην εφε[*468]σείουσα.  

Με το δεύτερο έγγραφο ο εφεσείων επεσύναψε οδηγίες του προς την Τράπεζα που αφορούσαν την μεταφορά που είχε ζητήσει ο Boris Goutman με το τηλεμοιότυπο του ημερ. 19.7.93.  Το έγγραφο εκείνο καταλήγει ως εξής:

«I hope that you have understood what it meant in our yesterday’s telephone conversation.  It is something that does not apply directly to you but to the people we trust and give credit in goods or services.  Τherefore we have to be organized on the way to perform our transaction.  Let us see the results from both sides.»

Σε μετάφραση:

«Ελπίζω ότι έχεις αντιληφθεί τί εννοούσα στη χθεσινή μας τηλεφωνική συνομιλία. Είναι κάτι που δεν εφαρμόζεται άμεσα σε σένα αλλά στους ανθρώπους που εμπιστευόμεθα και τους δίνουμε πίστωση σε αγαθά ή υπηρεσίες.  Επομένως πρέπει να οργανωθούμε σε σχέση με τον τρόπο που θα εκτελέσουμε την πράξη. Ας δούμε τα αποτελέσματα και από τις δύο πλευρές.»

Με το τρίτο έγγραφο ο εφεσείων επεσύναψε τα έγγραφα των πράξεων που περιλάμβαναν τα ποσά που έλαβε η εφεσείουσα στο λογαριασμό της.  Πληροφόρησε, επίσης, τον Boris Goutman ότι το ποσό των δολλαρίων Η.Π.Α. 175.000 έχει μεταφερθεί δυνάμει των οδηγιών του και σε περίπτωση που χρειαζόταν περαιτέρω πληροφορίες για τα πιο πάνω να του το καταστήσει γνωστό.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν  δέχθηκε την κατάθεση των πιο πάνω εγγράφων.  Θεώρησε το περιεχόμενο των εγγράφων ως ενισχυτικό της μαρτυρίας του εφεσείοντα.  Σύμφωνα με το γενικό κανόνα – συνέχισε το Πρωτόδικο Δικαστήριο – προηγούμενες δηλώσεις μάρτυρα που συνάδουν με τη μαρτυρία του στο Δικαστήριο και αποσκοπούν στην ενίσχυση του είναι άσχετες και σαν τέτοιες απαράδεκτες ως μαρτυρία.  Το Πρωτόδικο Δικαστήριο άντλησε καθοδήγηση από την απόφαση του Νικήτα, Δ. στην Μούρτζινος ν. Πλοίου «Galaxias» κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 612, 614, 615 και από τον Phipson on Evidence, 10η έκδοση, παραγ. 1573, 1574.

Ο κ. Αβρααμίδης υπέβαλε ότι τα πιο πάνω έγγραφα δεν  μπορούσαν να γίνουν αποδεκτά ως προς την αλήθεια του περιεχομένου τους αλλά για να αποδείξουν ότι ο εφεσείων ενημέρωνε τον Boris [*469]Goutman.  Υπέβαλε, επίσης, ότι η κατάθεση των πιο πάνω εγγράφων σε καμιά περίπτωση δεν μπορούσε να αποτελέσει αυτοενυσχιτική μαρτυρία του εφεσείοντα. Ήταν άμεση μαρτυρία ως προς τα επίδικα θέματα.  Η υπόθεση Μούρτζινος (πιο πάνω) διαφοροποιείται γιατί σε εκείνη την υπόθεση το έγγραφο (α) είχε συνταχθεί από πρόσωπα που δεν ήταν παρόντα στο Δικαστήριο, (β)  επιχειρήθηκε η κατάθεση του προς απόδειξη της αλήθειας του περιεχομένου του, και (γ)  έπρεπε για την κατάθεση του ως προς εκείνο το σκοπό, δηλαδή προς απόδειξη της αλήθειας του περιεχομένου του, να πληρούνται τα κριτήρια του άρθρου 4 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9.

Παρατηρούμε ότι μόνο το έγγραφο ημερομ. 20.7.93 επιδιώχθηκε να παρουσιασθεί για περιορισμένο σκοπό ήτοι «να αποδειχθεί η αποστολή του» (βλ. σελ. 340 των πρακτικών).  Η παρουσίαση των άλλων δύο εγγράφων επιδιώχθηκε για την αλήθεια του περιεχομένου τους.

Ανεξάρτητα από το σκοπό της παρουσίασης τους θεωρούμε το περιεχόμενο τους ότι είναι σαφώς ενισχυτικό της εκδοχής του εφεσείοντα.  Το θέμα, επομένως, διέπεται από τον κανόνα ο οποίος έχει διατυπωθεί από τον Νικήτα, Δ. στην Μούρτζινος (πιο πάνω).  Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από τις σελ. 614, 615:

«Ο ευρύτερος κανόνας είναι ότι προηγούμενες δηλώσεις μάρτυρα που συνάδουν με τη μαρτυρία του στο δικαστήριο και αποσκοπούν στην ενίσχυση του είναι άσχετες και σαν τέτοιες απαράδεκτες ως μαρτυρία.  Η πιο σημαντική εξαίρεση στη γενική αυτή αρχή, που επιτρέπει την προσαγωγή της μαρτυρίας, είναι η περίπτωση που στην αντεξέταση ο μάρτυς κατηγορείται ανοικτά πως η σχετική μαρτυρία του αποτελεί πρόσφατο επινόημα. ..................................................................

Σε πολλές πτυχές του συζητούμενου θέματος ρίχνει φως η υπόθεση Fox v. General Medical Council [1960] 1 W.L.R. 1017, που παραθέτει τους σχετικούς κανόνες σε συσχετισμό με τη νομολογία επί του θέματος.  Στη σελ. 1024 η απόφαση παρατηρεί τα εξής:

‘The purpose of such evidence of a witness’s previous statement is and can only be to support his credit, when his veracity has been impugned, by showing a consistency in his account which adds some probative value to his evidence in the box.’*

Ακολουθεί στην επόμενη σελίδα σχόλιο για τις εξαιρέσεις:

‘There are, however, certain special exceptions, or at any rate one head of exception, from this general rule. If in cross-examination a witness’s account of some incident or set of facts is challenged as being a recent invention, thus presenting a clear issue as to whether at some previous time he said or thought what he has been saying at the trial, he may support himself by evidence of earlier statements by him to the same effect.   Plainly the rule that sets up the exception cannot be formulated with any great precision, since its application will depend on the nature of the challenge offered by the course of cross-examination and the relative cogency of the evidence tendered to repel it· Its application must be, within limits, a matter of discretion, and its range can only be measured by the reported instances, not in themselves many, in which it has been successfully invoked.’** »

Τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης ουδόλως διαφοροποιούνται από εκείνα της Μούρτζινος (πιο πάνω). Ορθά λοιπόν το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι εφαρμόζεται ο κανόνας που έχει διατυπωθεί στην υπόθεση εκείνη.  Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

[*471]

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο