(2006) 1 ΑΑΔ 464

[*464]25 Μαΐου, 2006

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Π.Ε.Δ. ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ 5581/05 ΣΤΙΣ 19.4.2006,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ GLOBAL CONSOLIDATOR LTD (ΤΩΡΑ GLOBAL CONSOLIDATOR PUBLIC LTD ΚΑΙ ΠΡΩΗΝ LK GLOBALSOFT.COM LTD) ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΩΝ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΤΥΠΟΥ MANDAMUS ΚΑΙ/Ή CERTIORARI ΚΑΙ ΣΥΝΑΚΟΛΟΥΘΕΣ ΘΕΡΑΠΕΙΕΣ.

(Αίτηση Αρ. 22/2006)

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari και Mandamus ― Αίτηση για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων Certiorari και Mandamus εναντίον ενδιάμεσης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία απερρίφθη αίτηση για έκδοση διατάγματος ή δήλωσης αναφορικά με τη διαχείριση περιουσιακών στοιχείων  που αποτελούσαν αντικείμενο υφιστάμενου ενδιάμεσου απαγορευτικού διατάγματος ― Απόρριψη αίτησης λόγω ύπαρξης εναλλακτικού ένδικου μέσου και μη στοιχειοθέτησης εξαιρετικών περιστάσεων για παράκαμψη του κανόνα ότι όπου προβλέπεται άλλο ένδικο μέσο δεν χωρεί αίτηση για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων.

Στις 21/7/2005, οι καθ’ ων η αίτηση στην παρούσα διαδικασία εξασφάλισαν μονομερές διάταγμα δεσμευτικό της περιουσίας του εκ των εναγομένων Λυκούργου Κυπριανού (εναγόμενου 1) μέχρι του ποσού των 500.000.000 δολαρίων ΗΠΑ. Η αιτήτρια είναι η εναγόμενη 6 και το μονομερές διάταγμα τής απαγόρευε, μεταξύ άλλων, να πωλεί, μεταβιβάζει, υποθηκεύει, δωρίζει, διαθέτει ή άλλως διαχειρίζεται χρηματικά ποσά και περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν άμεσα ή έμμεσα στην εναγόμενο 1, μέχρι ποσού ΗΠΑ $500.000.000 και/ή ισόποσου του σε [*465]Κυπριακές Λίρες μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου και/ή μέχρι αποπερατώσεως της αγωγής, εκτός εάν η εναγόμενη 6 ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία ή χρήματα κατέχονται κατά τη συνήθη πορεία της εναγόμενης 6 και δεν πρόκειται να μεταβιβαστούν, αμέσως ή εμμέσως στον ή προς όφελος του εναγόμενου 1.

Το διάταγμα αυτό κατέστη απόλυτο στις 20/2/2006. Στις 9/3/2006 η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο ζητώντας διάταγμα ή δήλωση ότι η πώληση και μεταβίβαση δύο ακινήτων της και η είσπραξη και διάθεση του προϊόντος πώλησής τους ενέπιπτε στη συνήθη πορεία της επιχείρησής της και δεν ενέπιπτε στα πλαίσια του εν λόγω διατάγματος, όπως και ακόλουθο διάταγμα ή δήλωση ότι η αιτήτρια ήταν ελεύθερη να μεταβιβάσει και εγγράψει τα ακίνητα στο όνομα των αγοραστών και να εισπράξει το τίμημα για σκοπούς της επιχείρησής της.

Το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση, μετά από ακρόαση, καταλήγοντας ότι δεν μπορούσε να δοθεί η αιτούμενη θεραπεία. Δεδομένου δε ότι το διάταγμα υπόκειται σε έφεση, η οποία έχει ήδη καταχωρηθεί, αρμοδιότητα για να κρίνει την ορθότητα ολόκληρου ή μέρους του σκεπτικού της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, έχει πλέον το Ανώτατο Δικαστήριο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι υπήρχε και πρόσθετος λόγος για απόρριψη της αίτησης, επειδή η αιτήτρια δεν αποκάλυψε κατά την ακρόαση ότι είχε αγοράσει τα ακίνητα από το 2000 και είχε συμφωνήσει να τα πωλήσει πριν τη συμπλήρωση της ακρόασης που οδήγησε στην οριστικοποίηση του διατάγματος.

Μετά από τη παραχώρηση άδειας η αιτήτρια καταχώρησε την παρούσα αίτηση για έκδοση ενταλμάτων Certiorari και Mandamus.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Υπάρχει η δυνατότητα άσκησης έφεσης και δεν στοιχειοθετήθηκαν εξαιρετικές περιστάσεις για παράκαμψη του κανόνα ότι όπου προβλέπεται άλλο ένδικο μέσο δεν χωρεί αίτηση για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων.

2.  Τα γεγονότα τα οποία η αιτήτρια επικαλείται δεν συνιστούν εξαιρετικές περιστάσεις. Αυτά έχουν πηγή την ίδια την ενέργεια της αιτήτριας να συνάψει συμφωνίες πώλησης των ακινήτων κατά προφανή παράβαση του διατάγματος που το απαγόρευε, αντί πρώτα να αποταθεί στο Δικαστήριο για οδηγίες, όπως έκαμε εκ των υστέρων. Η αιτήτρια επιχείρησε να αντιστρέψει την ορθή σειρά των πραγμά[*466]των και ουσιαστικά να προκαταλάβει την κρίση του Δικαστηρίου. Όχι μόνο λοιπόν δεν προσήλθε στην αίτηση της 9/3/2006 και δεν προσέρχεται και σήμερα στο Δικαστήριο στην αίτηση αυτή με άμεμπτη διαγωγή, αλλά δεν μπορεί να επικαλείται ως ειδικές περιστάσεις για επίκληση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου γεγονότα που η ίδια δημιούργησε κατά παράβαση του διατάγματος, λέγοντας ουσιαστικά ότι η δυσχερής θέση στην οποία διατείνεται ότι ευρίσκεται προήλθε από την ίδια τη δική της επιλογή να συνάψει τις συμφωνίες πώλησης που δεν της επιτρέπετο.

Η αίτηση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αίτηση.

Λ. Παπαφιλίππου, για την Αιτήτρια.

Α. Μαρκίδης με Α. Γαβριηλίδης, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Η Αιτήτρια είναι η Εναγόμενη 6 στην αγωγή 5581/05 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας η οποία ηγέρθη από τους Καθ’ ων η Αίτηση εναντίον του Λυκούργου Κυπριανού και 11 άλλων. Στα πλαίσια της αγωγής, οι Καθ’ ων η Αίτηση εξασφάλισαν στις 21.7.2005 μονομερές διάταγμα που εδέσμευε περιουσιακά στοιχεία του κ. Κυπριανού και άλλων εναγομένων μέχρι του ποσού των 500.000.000 δολαρίων ΗΠΑ. Ειδικά για την Αιτήτρια το σχετικό διάταγμα είχε ως εξής:

“ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ και απαγορεύει στην Εναγόμενη 6:

(ι) Να πωλεί, μεταβιβάζει, επιβαρύνει, υποθηκεύει, ενεχυριάζει, δωρίζει, διαθέτει, διασπαθίζει, μειώνει την αξία ή άλλως διαχειρίζεται χρηματικά ποσά και περιουσιακά στοιχεία, γνωστά και άγνωστα, οποιασδήποτε φύσεως ή είδους, που ανήκουν άμεσα ή έμμεσα στον Εναγόμενο 1 ή που η Εναγόμενη 6 κατέχει υφ΄οιανδήποτε μορφή και/ή νομική κατασκευή, περιλαμβανομένου ρητού (express), σιωπηρού ή εξυπακουόμενου (implied) και/ή οιονεί (constructive) Εμπιστεύματος (trust) προς όφελος του Εναγομένου 1, και/ή προς όφελος του Εναγομένου 1 από κοινού με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο.

(ιι)   Να μεταβιβάζει, πληρώνει, δανείζει ή επιτρέπει ή εγκρίνει πρά[*467]ξεις με, προς ή προς όφελος του Εναγομένου 1, ή να διαχειρίζεται καθ΄οιονδήποτε τρόπο οποιοδήποτε τίτλο, μετοχή, ασφάλεια, ή άλλο περιουσιακό στοιχείο, περιλαμβανομένης ενεχυριάσεως, δανειοδοτήσεως, υποθηκεύσεως, μετακινήσεως ή επιβαρύνσεως, τέτοιου τίτλου ή ασφάλειας,

μέχρι ποσού ΗΠΑ$500.000.000 και/ή ισοπόσου του σε Κυπριακές Λίρες, που τώρα είναι ΛΚ236.000.000 μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου και/ή μέχρι αποπερατώσεως της αγωγής, εκτός εάν η Εναγομένη 6 ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία ή χρήματα κατέχονται κατά τη συνήθη πορεία της επιχειρήσεως της Εναγομένης 6 και δεν πρόκειται να μεταβιβαστούν, αμέσως ή εμμέσως στον ή προς ή προς όφελος του Εναγομένου 1.”

Το διάταγμα αυτό, μετά από ακροαματική διαδικασία, κατέστη απόλυτο στις 20.2.2006.  Στις 9.3.2006 η Αιτήτρια υπέβαλε αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο ζητώντας διάταγμα ή δήλωση ότι η πώληση και μεταβίβαση δύο ακινήτων της και η είσπραξη και διάθεση του προϊόντος πώλησης τους ενέπιπτε στη συνήθη πορεία της επιχείρησης της και δεν ενέπιπτε στα πλαίσια του εν λόγω διατάγματος, όπως και ακόλουθο διάταγμα ή δήλωση ότι η Αιτήτρια ήταν ελεύθερη να μεταβιβάσει και εγγράψει τα ακίνητα στο όνομα των αγοραστών και να εισπράξει το τίμημα για σκοπούς της επιχείρησής της. Η Αιτήτρια είχε ήδη συνάψει συμφωνίες για  πώληση των ακινήτων στις 11 και 12 Οκτωβρίου 2005, μετά δηλαδή από την έκδοση του μονομερούς διατάγματος. Και ήταν εν όψει του διατάγματος που το Κτηματολόγιο αρνήθηκε να διενεργήσει τη μεταβίβαση των ακινήτων όταν αυτή επιδιώχθηκε στις 28.12.2005.  Στην αίτηση που υπέβαλε στις 9.3.2006 η Αιτήτρια αναφέρθηκε στα γεγονότα αυτά καθώς και στο ότι οι αγοραστές των ακινήτων είχαν εγείρει αγωγή εναντίον της ζητώντας ειδική εκτέλεση των συμφωνιών, έχοντας μάλιστα ήδη καταβάλει μέρος του τιμήματος.  Η θέση της ήταν δε ότι είχε άμεση ανάγκη να εισπράξει το υπόλοιπο για αντιμετώπιση υποχρεώσεων της που προέκυπταν στη συνήθη πορεία της επιχείρησης της και ότι δεν θα οφελείτο από αυτό άμεσα ή έμμεσα ο κ. Κυπριανού.

Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος, ο οποίος είχε ακούσει και οριστικοποιήσει το διάταγμα, απέρριψε την αίτηση μετά από ακρόαση.  Θεωρώντας ότι η αίτηση δεν αφορούσε τροποποίηση του διατάγματος αλλά επεδίωκε δήλωση ότι οι συγκεκριμένες μεταβιβάσεις δεν ενέπιπταν στα πλαίσια του, κατέληξε ότι (σελίδες 8-10):

“Τέτοια θεραπεία δεν μπορεί όμως να δοθεί. Όχι μόνο γιατί δεν [*468]εμπίπτει σε οποιαδήποτε γνωστή ουσιαστική ή δικονομική διάταξη εφόσον δεν πρόκειται για αίτηση τροποποίησης, αλλά και γιατί στην ουσία είναι ως να ζητείται από το Δικαστήριο να διευκρινίσει ή να αποφασίσει την εμβέλεια του δικού του διατάγματος που έχει οριστικοποιήσει με τη σχετική απόφαση του. Το λεκτικό του διατάγματος είναι καθαρό και οποιαδήποτε «επέμβαση» από το παρόν Δικαστήριο σε αυτό το στάδιο στο λεκτικό του διατάγματος ή στην έννοια του θα ήταν λανθασμένη, δεδομένου ότι το Διάταγμα υπόκειται σε έφεση, η οποία έχει ήδη καταχωρηθεί, το δε Ανώτατο Δικαστήριο είναι πλέον το μόνο αρμόδιο όργανο να κρίνει την ορθότητα ή μη ολόκληρου ή μέρους του σκεπτικού της απόφασης του Δικαστηρίου αυτού, περιλαμβανομένου και του λεκτικού το οποίο το Δικαστήριο θεώρησε ορθό να αφήσει ανέπαφο, αφού εξέτασε το προσωρινό διάταγμα που είχε εκδοθεί προηγουμένως. Διευκρίνιση θα σήμαινε εκ των υστέρων διαφοροποίηση ενός λεκτικού που το Δικαστήριο θεώρησε ορθό για τη συνέχιση του προσωρινού διατάγματος. Σημειώνεται ότι η αναφορά στα συγγράμματα για αίτηση διευκρίνισης γίνεται από τρίτα πρόσωπα που επηρεάζονται από το διάταγμα με σκοπό τον καθορισμό των παραμέτρων επηρεασμού τους από το διάταγμα, έτσι που να μην υπόκεινται σε κυρώσεις για καταστρατήγηση ή παρακοή του διατάγματος. Αυτός ήταν και ο σκοπός της παρέμβασης της Τράπεζας στην υπόθεση Ζ Ltd ν. A-Z and AA-LL [1982] Q.B.558.  Εδώ όμως η αιτήτρια δεν είναι ένα τρίτο επηρεαζόμενο από το διάταγμα πρόσωπο, αλλά η ίδια είναι διάδικος και επομένως όφειλε έγκαιρα να γνωστοποιούσε στο Δικαστήριο και τους αντιδίκους της την ύπαρξη της αγοραπωλησίας των ακινήτων, όπως θα εξηγηθεί κατωτέρω.

Μετέπειτα, τα δηλωτικά διατάγματα που επιδιώκονται ισοδυναμούν στην ουσία με εκμαίευση γνωμάτευσης από το Δικαστήριο ή παροχής νομικής συμβουλής στην αιτήτρια για την απόφαση που είχε λάβει για την αγορά των ακινήτων και κυρίως για την πώληση τους αργότερα. Εδώ, κάλλιστα μπορούσε η αιτήτρια συναντώντας την άρνηση του Κτηματολογίου να δεχθεί τη μεταβίβαση των ακινήτων να λάβει τα δέοντα ένδικα μέτρα εναντίον της απόφασης αυτής ενώπιον του αρμοδίου Δικαστηρίου. Δεν το έχει πράξει (ή τουλάχιστον δεν ανεφέρθη τίποτε σχετικό στην αίτηση ή τη μαρτυρία), και επομένως οποιαδήποτε δηλωτική απόφαση σε αυτό το στάδιο από το Δικαστήριο θα ήταν ως να υποκαθιστούσε την ήδη γενόμενη κρίση του Κτηματολογίου και κατ’ επέκταση της Νομικής Υπηρεσίας του κράτους, η οποία σύμφωνα με την παρ. 18 της αρχικής ένορκης δήλωσης Παναγιώτου γνωμάτευσε ότι ορθά έκρινε το Κτηματο[*469]λόγιο. Ούτε το Κτηματολόγιο αποτάθηκε στο Δικαστήριο, αν είχε τέτοιο δικαίωμα, για διευκρινίσεις, ούτε και έγινε οποιαδήποτε αίτηση από οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο προς αυτό το σκοπό.”

Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος προχώρησε να πει ότι υπήρχε και πρόσθετος λόγος για απόρριψη της αίτησης. Η Αιτήτρια, παρατήρησε, είχε αγοράσει τα ακίνητα από το 2000 και είχε συμφωνήσει να τα πωλήσει πριν από την περάτωση της ακρόασης που οδήγησε στην οριστικοποίηση του διατάγματος. Τα γεγονότα αυτά δεν τα αποκάλυψε κατά την ακρόαση, οπότε και θα μπορούσε να ζητούσε εξαίρεση των ακινήτων αυτών από το διάταγμα, με αποτέλεσμα όχι μόνο να είχε καθυστερήσει να εγείρει το θέμα αλλά και να μην είχε έρθει στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια.

Έδωσα άδεια για καταχώριση της ενώπιον μου Αίτησης για εξασφάλιση διαταγμάτων certiorari και mandamus στη βάση ότι προέκυπτε ενδεχόμενο σφάλμα του ευπαιδεύτου Προέδρου ως προς την αντίληψη του ότι δεν είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί αίτησης η οποία επιδιώκει οδηγίες του Δικαστηρίου για τη λειτουργική εφαρμογή διατάγματος. Και τούτο στη βάση ότι, ανεξαρτήτως οποιασδήποτε ευρύτερης δυνατότητας διαδίκου, συμφυούς προς την ίδια την έκδοση του διατάγματος, να αποταθεί στο Δικαστήριο για τέτοιες οδηγίες, οι όροι του εκδοθέντος διατάγματος ήσαν τέτοιοι ώστε να επιτρέπουν στην Αιτήτρια να πράξει τούτο. Το διάταγμα, εμποδίζοντας αφ’ ενός τη διάθεση περιουσιακών στοιχείων, αφ’ ετέρου ρητά προνούσε “εκτός εάν η Εναγόμενη 6 ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία ή χρήματα κατέχονται κατά τη συνήθη πορεία της επιχειρήσεως της Εναγομένης 6 και δεν πρόκειται να μεταβιβαστούν, αμέσως ή εμμέσως στον ή προς ή προς όφελος του Εναγομένου 1.” Μόνο λοιπόν με αίτηση προς το Δικαστήριο για να αποφανθεί κατά πόσο οποιοδήποτε συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο ενέπιπτε ή όχι στην εξαίρεση μπορούσε να έχει νόημα και λειτουργικότητα το διάταγμα και να αποφεύγετο αδιέξοδο σε περίπτωση διαφωνίας. Και ασφαλώς η δυνατότητα αυτή δεν παρείχετο μόνο σε τρίτο πρόσωπο αλλά, και κατ’ εξοχή, στον ίδιο τον επηρεαζόμενο διάδικο.

Ότι το ενδεχόμενο σφάλμα, αν τελικά διαπιστώνετο, θα ήταν τέτοιας φύσης ώστε να μπορούσε να ελέγχετο με διάταγμα certiorari και mandamus δεν είναι όμως καταλυτικό για την Αίτηση. Δοθέντος ότι η Αιτήτρια είχε δικαίωμα έφεσης κατά της απόφασης του ευπαιδεύτου Προέδρου, προκύπτει το ερώτημα, που ετέθη και από τον ευπαίδευτο συνήγορο για τους Καθ’ ων η αίτηση, κατά πόσο συ[*470]ντρέχουν αρκούντως εξαιρετικές περιστάσεις που να δικαιολογούν παρέκκλιση από τον κανόνα ότι, εφ’ όσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο, δεν ενδείκνυται η προσφυγή σε προνομιακό διάταγμα. Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση η Αιτήτρια καθορίζει τα γεγονότα τα οποία, κατά την εισήγηση της, συνιστούν τέτοιες εξαιρετικές περιστάσεις, ως την εναντίον της αγωγή για ειδική εκτέλεση από τους αγοραστές και την αδυναμία της να ανταποκριθεί στις οικονομικές υποχρεώσεις της αν δεν εισπράξει άμεσα το υπόλοιπο του τιμήματος. Εξ άλλου, παρατήρησε ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Αιτήτρια, η διαδικασία έφεσης θα ήταν χρονοβόρα και έτσι μη αποτελεσματική εν όψει της πίεσης χρόνου που υφίσταται η Αιτήτρια ως εκ της δυσχερούς θέσης που βρίσκεται.

Ως προς το τελευταίο τούτο, δεν συμφωνώ. Τα προνομιακά διατάγματα δεν μπορεί να καθίστανται υποκατάστατα της έφεσης.  Για καλούς λόγους οι εφέσεις μπορούν να επισπεύδονται, αν ο χρόνος είναι πρόβλημα. Ούτε, ως εκ των όσων ακολουθούν, θα θεωρούσα δικαιολογημένη την πιεστική από απόψεως χρόνου θέση που η Αιτήτρια επικαλείται.

Συμμερίζομαι, ως προς την ευρύτερη διάσταση του θέματος, τις εισηγήσεις του κ. Μαρκίδη ότι τα γεγονότα που αναφέρει η Αιτήτρια δεν πρέπει να κριθούν ότι συνιστούν εξαιρετικές περιστάσεις.  Πηγή τους είναι η ίδια η ενέργεια της Αιτήτριας να συνάψει τις συμφωνίες πώλησης των ακινήτων κατά προφανή παράβαση του διατάγματος που απαγόρευε κάτι τέτοιο, αντί πρώτα να αποταθεί στο Δικαστήριο για οδηγίες, όπως έκανε εκ των υστέρων, αφού, σύμφωνα με το διάταγμα, μόνο αν το Δικαστήριο ικανοποιείτο ότι οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο κατείχετο στη συνήθη πορεία της επιχείρησης της και δεν θα μεταβιβάζετο προς όφελος του κ. Κυπριανού μπορούσε να επιτρέψει την αποξένωση του. Η Αιτήτρια επιχείρησε να αντιστρέψει την ορθή αυτή σειρά των πραγμάτων και ουσιαστικά να προκαταλάβει την κρίση του Δικαστηρίου.  Όχι μόνο λοιπόν δεν προσήλθε στην αίτηση της 9.3.2006 και δεν προσέρχεται και σήμερα στο Δικαστήριο στην Αίτηση αυτή με άμεμπτη διαγωγή, αλλά και δεν μπορεί να επικαλείται ως ειδικές περιστάσεις για επίκληση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου γεγονότα που η ίδια δημιούργησε κατά παράβαση του διατάγματος, λέγοντας ουσιαστικά ότι η δυσχερής θέση στην οποία διατείνεται ότι ευρίσκεται προήλθε από την ίδια τη δική της επιλογή να συνάψει τις συμφωνίες πώλησης που δεν της επιτρέπετο.

Αν ήταν αναγκαίο, θα με επροβλημάτιζε και μια άλλη πτυχή του πράγματος. Ο πρόσθετος λόγος που έδωσε ο Πρόεδρος για απόρρι[*471]ψη της αίτησης ήταν ότι, και αν είχε δικαιοδοσία, δεν θα την ασκούσε προς όφελος της Αιτήτριας αφού αυτή δεν είχε προσέλθει με καθαρά χέρια. Δεν θα με απασχολήσει όμως περαιτέρω το θέμα, εν όψει της κατάληξης μου πιο πάνω, κατά πόσο αυτό συνιστούσε άσκηση της δικαιοδοσίας του που θα απέκλειε την καταλληλότητα του προνομιακού διατάγματος ως ένδικου μέσου.

Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.

Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο