(2007) 1 ΑΑΔ 1357

[*1357]20 Δεκεμβρίου, 2007

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]

ΒΕΡΕΓΓΑΡΙΑ Π. ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ,

Εφεσείoυσα,

ν.

ΛΑΪΚΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΛΤΔ,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 319/2005)

 

Ιδιοκτήτης και ενοικιαστής ? Αίτηση για είσπραξη οφειλομένων ενοικίων σε σχέση με ενοικίαση καταστήματος ? Κατά πόσο το ενοικιαστήριο έγγραφο τερματίστηκε μετά τη λήξη της ενοικιαστικής περιόδου, οπόταν οι ενοικιαστές κατέστησαν θέσμιοι ενοικιαστές μέσα στην έννοια του Άρθρου 2 του περί Ενοικιοστασίου Νόμου του 1983, Ν.23/83, όπως τροποποιήθηκε ή κατά πόσο συνέχιζε η ισχύς του ενοικιαστηρίου εγγράφου.

Δικαιώματα διαδίκου ? Δικαίωμα διαδίκου να ακουστεί βάσει του Άρθρου 30.3(β) και (γ) του Συντάγματος ? Θα πρέπει να εξετάζεται σε συνδυασμό με το δικαίωμα της διεξαγωγής της ακρόασης σε εύλογο χρονικό διάστημα.

Πολιτική Δικονομία ? Δικόγραφα ? Τροποποίηση δικογράφου ? Ο λανθασμένος τίτλος δικογράφου δεν το καθιστά ανύπαρκτο.

Η εφεσείουσα είναι ιδιοκτήτρια ενός γωνιακού καταστήματος στην Πάφο το οποίο ενοικιάστηκε στους εφεσίβλητους δυνάμει ενοικιαστηρίου εγγράφου ημερ.5.10.88 για περίοδο τριών ετών από 11.10.1988 μέχρι 10.10.1991. Οι εφεσίβλητοι είχαν δικαίωμα ανανέωσης του συμβολαίου με τους ίδιους όρους συμπεριλαμβανομένου και όρου για ανανέωση, αλλά με υψηλότερο ενοίκιο. Για την ανανέωση απαιτείτο γραπτή προειδοποίηση, τρεις τουλάχιστον μήνες πριν τη λήξη της αρχικής περιόδου ενοικίασης. Το μηναίο ενοίκιο ήταν £250. Οι εφεσίβλητοι συνέχισαν να κατέχουν το κατάστημα και μετά την εκπνοή της περιόδου που προέβλεπε το ενοικιαστήριο έγγραφο με το ενοίκιο να έχει αυξηθεί σταδιακά σε £405 μηνιαίως. [*1358]Οι εφεσίβλητοι κατέβαλλαν τα ενοίκια μέχρι 10.1.2000.

Με επιστολή τερματισμού του ενοικιαστηρίου εγγράφου, οι εφεσίβλητοι πληροφόρησαν την αιτήτρια ότι θα της παρέδιδαν το ακίνητο την 31.12.1999.

Στο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων, στο οποίο η εφεσείουσα καταχώρησε αίτηση αξιώνοντας £7.290 ως οφειλόμενα ενοίκια από 11.1.2000 - 10.6.2001, η εφεσείουσα υποστηρίζει ότι οι εφεσίβλητοι κατείχαν το κατάστημα δυνάμει του ενοικιαστηρίου εγγράφου, το οποίο παραμένει έγκυρο.

Το Δικαστήριο ανέφερε πως η άρνηση της εφεσείουσας να παραλάβει το κατάστημα μετά την 31.12.1999, που έληξε κανονικά η ενοικίαση, ήταν αναιτιολόγητη και η απόφασή της να δεχτεί να παραλάβει τα κλειδιά από το Δικαστήριο στις 25.4.2002, δεν επιβάλλει ή υπονοεί ότι συνεχίστηκε η ενοικίαση και μετά το Γενάρη του 2000. Το Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν υπήρχε μαρτυρία για αποστολή ειδοποίησης ανανέωσης της σύμβασης μετά τη λήξη της πρώτης τριετίας. Έτσι αποδέχθηκε ότι το ενοικιαστήριο έγγραφο τερματίστηκε μετά τη λήξη της πρώτης τριετίας, οι δε εφεσίβλητοι από τις 11.10.1991 κατέστησαν θέσμιοι ενοικιαστές, μέσα στην έννοια του ?ρθρου 2 του περί Ενοικιοστασίου Νόμου του 1983, Ν.23/83, όπως τροποποιήθηκε.

Με την έφεσή της η εφεσείουσα υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε ότι οι εφεσίβλητοι μετά τις 11.10.1991 κατέστησαν θέσμιοι ενοικιασταί. Υποστηρίζει ότι με την επιστολή ημερ. 4.9.1997, με την οποία οι εφεσίβλητοι την πληροφορούσαν ότι επιθυμούν τη συνέχιση της ενοικίασης μέχρι 11.10.1999, με μηνιαίο ενοίκιο £405 (τεκμήριο 3), η σχέση τους παρέμεινε συμβατική.

Η εφεσείουσα παραπονείται ακόμα και για την έκδοση διατάγματος τροποποίησης δικογράφου των εφεσιβλήτων και επίσης για το χρονικό διάστημα που παρήλθε μεταξύ καταχώρησης της αίτησής της στις 26.4.2001 και της έκδοσης της τελικής απόφασης στις 16.9.2005.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Από τη στιγμή που δεν έχει αποδειχτεί η συνέχιση της συμβατικής σχέσης μετά τη λήξη της αρχικής τριετίας, ορθά το Δικαστήριο κατέληξε ότι η ενοικίαση είχε μετατραπεί σε θέσμια, και το τεκμήριο 3 θα πρέπει να αναγνωστεί μέσα στα πλαίσια αυτά.

[*1359]2.    Το συμπέρασμα του Δικαστηρίου σε σχέση με την πρόθεση των εφεσιβλήτων να παραδώσουν το κατάστημα και ότι αυτό ήταν ελεύθερο στις 19.1.2000, είναι ορθό και συνάδει πλήρως με την προαχθείσα αποδεκτή μαρτυρία. Οι εφεσίβλητοι κάθε άλλο παρά έδειξαν κακή πίστη στην όλη εξέλιξη της υπόθεσης.

3.  Ο λανθασμένος τίτλος δικογράφου δεν καθιστά το δικόγραφο ανύπαρκτο.

4.  Λαμβάνοντας υπ’ όψιν όλες τις περιστάσεις, η υπόθεση δεν καθυστέρησε υπέρμετρα, αφού ουσιαστικά οι αναβολές οφείλονταν σε λόγους υγείας παραγόντων της δίκης. Παρ’ όλον ότι η εκδίκαση της υπόθεσης κράτησε μεγάλο χρονικό διάστημα, δεν έχει σημειωθεί καθυστέρηση η οποία μάλιστα δεν ήταν εύλογη και από την οποία, εν πάση περιπτώσει, η εφεσείουσα δεν έχει επηρεαστεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Μουγής v. Σπανούδη (1996) 1 Α.Α.Δ. 997,

Αρέστη v. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984,

Στυλιανού v. Σκύρα Λίμα Λτδ (2003) 1 Α.Α.Δ. 1234,

Εφορεία Ελληνικών Εκπαιδευτηρίων Λευκωσίας v. Sazen Fast Food Ltd (2003) 1 Α.Α.Δ. 1283.

Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων Λεμεσού - Πάφου (Τμήμα Πάφου) (Αίτ. Αρ. 6/01), ημερομ. 16.9.2005.

Αλ. Παπακόκκινου, για την Εφεσείουσα.

Αγ. Χριστοδούλου για Ν. Παπαευσταθίου, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

[*1360]ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστήριου απαγγέλλεται από τον Δικαστή Νικολαΐδη.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.:  Η εφεσείουσα είναι ιδιοκτήτρια γωνιακού καταστήματος στην οδό Νικολάου Έλληνα, αρ. 23, στην Πάφο, το οποίο ενοικιάστηκε στους εφεσίβλητους δυνάμει ενοικιαστηρίου εγγράφου ημερ. 5.10.1988, για περίοδο τριών ετών, δηλαδή από 11.10.1988 μέχρι 10.10.1991.  Οι εφεσίβλητοι είχαν δικαίωμα ανανέωσης του συμβολαίου με τους ίδιους όρους, συμπεριλαμβανομένου και του όρου για ανανέωση, αλλά με υψηλότερο ενοίκιο.  Για την ανανέωση απαιτείτο γραπτή προειδοποίηση, τρεις τουλάχιστον μήνες πριν από τη λήξη της αρχικής περιόδου ενοικίασης.  Το μηνιαίο ενοίκιο ορίστηκε στις £250.  Οι εφεσίβλητοι συνέχισαν να κατέχουν το κατάστημα και μετά την εκπνοή της περιόδου που προέβλεπε το ενοικιαστήριο έγγραφο, με το ενοίκιο να έχει αυξηθεί σταδιακά σε £405 μηνιαίως.  Οι εφεσίβλητοι κατέβαλλαν τα ενοίκια μέχρι 10.1.2000.

Η εφεσείουσα υποστηρίζει ότι οι εφεσίβλητοι κατείχαν το κατάστημα δυνάμει του ενοικιαστηρίου εγγράφου, το οποίο παραμένει έγκυρο.

Το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων, στο οποίο προσέφυγε η εφεσείουσα αξιώνοντας την καταβολή ποσού £7.290 ως οφειλόμενα ενοίκια από 11.1.2000-10.6.2001, ύστερα από μακρά διαδικασία κατέληξε ότι δεν υπήρχε ενώπιόν του μαρτυρία για την αποστολή ειδοποίησης ανανέωσης της σύμβασης ενοικίασης μετά τη λήξη της πρώτης τριετίας.  Έτσι αποδέχτηκε ότι το ενοικιαστήριο έγγραφο τερματίστηκε μετά τη λήξη της πρώτης τριετίας, οι δε εφεσίβλητοι από τις 11.10.1991 κατέστησαν θέσμιοι ενοικιαστές, μέσα στην έννοια του άρθρου 2 του περί Ενοικιοστασίου Νόμου του 1983, Ν.23/83, όπως τροποποιήθηκε.

Οι εφεσίβλητοι χρησιμοποιούσαν το μίσθιο ως τραπεζικό υποκατάστημα.  Τον Ιούνιο του 1999 αποφάσισαν να τερματίσουν τη λειτουργία του υποκαταστήματος. Η σχετική επιστολή τερματισμού της ενοικίασης προς την εφεσείουσα, η οποία φέρει ημερομηνία 29.6.1999 (τεκμήριο 5), ταχυδρομήθηκε στις αρχές Αυγούστου, αλλά έφτασε στα χέρια της εφεσείουσας το Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου, όταν αυτή επέστρεψε από τις καλοκαιρινές της διακοπές.

Στην επιστολή τερματισμού, οι εφεσίβλητοι πληροφορούν την εφεσείουσα ότι το ακίνητο θα της παραδιδόταν την 31.12.1999.  Η εφεσείουσα καλείτο να επικοινωνήσει εντός μιας εβδομάδας μαζί [*1361]τους, για να συζητηθούν οποιεσδήποτε τυχόν υποχρεώσεις που απέρρεαν από τη συμφωνία.

Με επιστολή της ημερ. 20.12.1999 (Τεκμήριο 7), η εφεσείουσα  πληροφορεί τους εφεσίβλητους ότι θα παραλάβει το ακίνητο με επιφύλαξη των δικαιωμάτων της.

Το δικαστήριο δέχτηκε ότι οι εφεσίβλητοι είχαν την πρόθεση να παραδώσουν το κατάστημα στην εφεσείουσα.  Δέχτηκε επίσης τη μαρτυρία τους ότι σταμάτησαν να χρησιμοποιούν το υποστατικό ως υποκατάστημα από το Δεκέμβρη του 1999 και ότι αυτό ήταν ελεύθερο κατοχής  από το Γενάρη του 2000.  Η ίδια η εφεσείουσα καταθέτοντας δέχτηκε ότι τουλάχιστον από τις 19.1.2000 το κατάστημα ήταν άδειο.

Η εφεσείουσα μετέβη στην Πάφο στις  31.12.1999.  Ανέμενε έξω από το κατάστημα εκπρόσωπο των εφεσιβλήτων.  Την ίδια ημέρα εκπρόσωπος των εφεσιβλήτων, μετέβη στο γραφείο της αδελφής της εφεσείουσας, στο Μέγαρο Μιτσή, στη διεύθυνση η οποία φαίνεται στα επιστολόχαρτα της εφεσείουσας ως δική της, για να παραδώσει το κλειδί του καταστήματος.  Στο γραφείο δεν υπήρχε κανένας και έτσι, τόσο η εφεσείουσα από την Πάφο, όσο και ο εκπρόσωπος των εφεσιβλήτων από το Μέγαρο Μιτσή, επέστρεψαν άπρακτοι.

Μετά από ανεπιτυχείς προσπάθειες συνεννόησης για την παράδοση της κατοχής του επίδικου καταστήματος, οι εφεσίβλητοι, μέσω πλέον των δικηγόρων τους, απέστειλαν στις 3.4.2000 επιστολή (τεκμήριο 14). Αφού σημείωναν τις μάταιες προσπάθειες που έγιναν στο παρελθόν για παραλαβή του υποστατικού, την ειδοποιούσαν ότι στις 12 το μεσημέρι της 10.4.2000 αρμόδιος υπάλληλος θα βρισκόταν στο κατάστημα για να παραδώσει τα κλειδιά και να υπογραφεί το σχετικό πρωτόκολλο παράδοσης. Ατυχώς η επιστολή παραλήφθηκε μετά τις 10.4.2000 και η παράδοση ματαιώθηκε.

Το δικαστήριο έκρινε ότι η επιστολή ορθά εστάλη στη συγκεκριμένη διεύθυνση, γιατί αυτή ήταν η διεύθυνση που η εφεσείουσα χρησιμοποιούσε στα επιστολόχαρτά της.

Περαιτέρω απέρριψε ως αναιτιολόγητη την άρνηση της εφεσείουσας να παραλάβει το κατάστημα μετά την 31.12.1999 και την εμμονή της στη συνέχιση μίας ενοικίασης η οποία πρακτικά δεν υφίστατο πλέον, ενώ οι ενοικιαστές είχαν ήδη δηλώσει την πρόθεσή τους να την τερματίσουν.

[*1362]Τελικά η παράδοση των κλειδιών του καταστήματος έγινε στο δικαστήριο στις 25.4.2002 και όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε, βοήθησε στη λήξη μιας παράδοξης και άνευ λόγου καθυστέρησης στην απόδοση των κλειδιών στην ιδιοκτήτρια, παράδοση η οποία δεν χρωματίζει τη νομική όψη των γεγονότων.

Το δικαστήριο περαιτέρω ανέφερε ότι η άρνηση της εφεσείουσας να παραλάβει τα κλειδιά από τις 31.12.1999 που έληξε κανονικά η ενοικίαση, και η απόφασή της να δεχτεί να τα παραλάβει από το δικαστήριο στις 25.4.2002, δεν επιβάλλει ή υπονοεί ότι η ενοικίαση συνεχίστηκε και μετά το Γενάρη του 2000.  Σημειώνουμε ότι στις 11.4.2002 η εφεσείουσα με επιστολή της (τεκμήριο 18), έκρινε ότι τότε θα έπρεπε να της παραδοθεί το ακίνητο μετά τον τερματισμό της ενοικίασης στον οποίο η ίδια προέβη.

Εναντίον της πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκε η παρούσα έφεση, με τριάντα συνολικά λόγους, οι οποίοι αναλύονται σε ένα πολυσέλιδο περίγραμμα.

Με τον πρώτο λόγο έφεσης η εφεσείουσα υποστηρίζει ότι το δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε ότι οι εφεσίβλητοι μετά τις 11.10.1991 κατέστησαν θέσμιοι ενοικιασταί. Υποστηρίζει ότι, εν όψει του τεκμηρίου 3, η σχέση τους παρέμεινε συμβατική.

Ο λόγος αυτός θα πρέπει να απορριφθεί.  Το δικαστήριο ορθά  κατέληξε ότι ελλείψει σαφούς μαρτυρίας για την ανανέωση της σύμβασης ενοικίασης μετά τη λήξη της τριετίας στο μόνο συμπέρασμα στο οποίο μπορούσε να καταλήξει είναι ότι οι εφεσίβλητοι άμα τη λήξει της συμβατικής περιόδου, κατέστησαν θέσμιοι ενοικιαστές.  Το τεκμήριο 3, η επιστολή ημερ. 4.9.1997, με την οποία οι εφεσίβλητοι πληροφορούν την εφεσείουσα ότι επιθυμούν τη συνέχιση της ενοικίασης μέχρι 11.10.1999, με μηνιαίο ενοίκιο £405, δεν αποδεικνύει ότι η σχέση παρέμεινε συμβατική.  Από τη στιγμή που δεν έχει αποδειχτεί η συνέχιση της συμβατικής σχέσης μετά τη λήξη της αρχικής τριετίας, ορθά το δικαστήριο κατέληξε ότι η ενοικίαση είχε μετατραπεί σε θέσμια, και το τεκμήριο 3 θα πρέπει να αναγνωστεί μέσα στα πλαίσια αυτά.

Ο επόμενος λόγος έφεσης αναφέρεται στο τεκμήριο 5, την ειδοποίηση τερματισμού ημερ. 29.6.1999.  Και αυτός ο λόγος θα πρέπει να απορριφθεί, αφού στηρίζεται πάνω στη θέση ότι οι εφεσίβλητοι είναι συμβατικοί και όχι θέσμιοι ενοικιαστές.

Η εφεσείουσα παραπονείται ακόμα και για την έκδοση διατάγ[*1363]ματος τροποποίησης του δικογράφου των εφεσιβλήτων.  Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί.  Πρόκειται ουσιαστικά για μια τυπική αλλαγή του τίτλου του δικογράφου των εφεσιβλήτων οι οποίοι λανθασμένα το ονόμασαν «Υπεράσπιση» αντί του ορθού «Απάντηση».  Ο λανθασμένος τίτλος δικογράφου δεν καθιστά το δικόγραφο ανύπαρκτο, όπως εισηγείται η εφεσείουσα.  Πρόκειται για απλή παρατυπία, χωρίς οποιεσδήποτε ουσιαστικές συνέπειες.  Πολύ δε περισσότερο αφού η όποια παρατυπία διορθώθηκε με τροποποίηση.

Όσο δε για τη δεύτερη τροποποίηση και πάλι ουσιαστικά πρόκειται περί τυπικής. Στην παράγραφο 5 της Απάντησής τους οι εφεσίβλητοι ανέφεραν ότι «..κατά ή περί την 29/6/99 γνωστοποίησαν την πρόθεσή τους για τον τερματισμό της ενοικίασης».  Επειδή είχε επιτραπεί η προσαγωγή μαρτυρίας ότι η εν λόγω επιστολή εστάλη τελικά περί τα τέλη Ιουλίου χωρίς, εξ αβλεψίας, να διορθωθεί η ημερομηνία, κρίθηκε αναγκαίο από τους εφεσίβλητους να τροποποιηθεί ανάλογα το δικόγραφό τους.  Αυτή τη σχεδόν τυπική τροποποίηση, η εφεσείουσα στο περίγραμμά της παρουσιάζει ως τη σοβαρότερη παράβαση της δικονομίας.

Οι επόμενοι λόγοι έφεσης αναφέρονται στο συμπέρασμα του δικαστηρίου ότι οι εφεσίβλητοι είχαν την πρόθεση να παραδώσουν το επίδικο κατάστημα και ότι στις 19.1.2000 το κατάστημα ήταν ελεύθερο.  Δεν μας έχει επισημανθεί οτιδήποτε που να μας πείθει ότι τα συμπεράσματα του δικαστηρίου είναι λανθασμένα.  Αντίθετα, από τη μαρτυρία προκύπτει ότι η εφεσείουσα εκμεταλλευόμενη λεπτομέρειες, προσπάθησε να δημιουργήσει την εντύπωση ότι η ενοικίαση δεν είχε τερματιστεί, με σκοπό να συνεχίσει να καρπώνεται ενοίκια από ένα υποστατικό του οποίου η κατοχή είχε εγκαταλειφθεί από τους ενοικιαστές.  Οι εφεσίβλητοι κάθε άλλο παρά κακή πίστη έδειξαν.  Αντίθετα, φαίνεται ότι προσπάθησαν επανειλημμένα η θλιβερή αυτή υπόθεση να λήξει με τον πιο ανώδυνο και για τις δύο πλευρές τρόπο.

Ως προς την παράδοση των κλειδιών στο δικαστήριο και το συμπέρασμα της εφεσείουσας ότι αυτό προϋποθέτει ότι η παράδοση των υποστατικών έγινε στις 25.4.2002, αρκεί να λεχθεί ότι είναι φανερό από το όλο πνεύμα ότι η διαδικασία  παράδοσης των κλειδιών έγινε ούτως ώστε να μπορέσουν οι διάδικοι να βρεθούν μαζί και να γίνει επί τέλους η μέχρι τότε ακατόρθωτη  παραλαβή των κλειδιών.  Είναι φανερό ότι το δικαστήριο δεν είχε την πρόθεση να θεωρηθεί ότι έγινε παράδοση της κατοχής του ακινήτου στις 25.4.2002.  Άλλωστε, για ποιό λόγο τότε το δικαστήριο θα συνέχιζε τη διαδικασία διερεύνησης του χρόνου λήξης της μίσθωσης και [*1364]παράδοσης κατοχής του μισθίου, αν θα είχε συμφωνηθεί και καταγραφεί στο σχετικό πρακτικό, ότι η παράδοση της κατοχής έγινε στις 25.4.2002.

Η εφεσείουσα διαμαρτύρεται ακόμα και για τη διαδικασία.  Εκτός του παραπόνου της για το υπερβολικό χρονικό διάστημα που πέρασε μεταξύ της καταχώρησης της αίτησής της και της έκδοσης της τελικής απόφασης με το οποίο θα ασχοληθούμε αργότερα, παραπονείται ότι πολλές ακροάσεις της υπόθεσης δεν ήταν δημόσιες, κατά παράβαση του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος και του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Υποστηρίζει ότι πλείστες των συνεδριάσεων  πραγματοποιήθηκαν εντός του κλειστού γραφείου της δικαστού, με αποτέλεσμα η εφεσείουσα να στερηθεί της δημόσιας ακροαματικής διαδικασίας.

Το παράπονο είναι επίπλαστο. Στο πρακτικό δεν υπάρχει οποιαδήποτε ένδειξη για ακρόαση εντός του γραφείου της δικαστού.  Όμως κι’ αν έτσι έχουν τα πράγματα είναι κοινή πρακτική οι ακροάσεις υποθέσεων, όχι μόνο του συγκεκριμένου δικαστηρίου, αλλά και Επαρχιακών Δικαστηρίων, όταν δεν υπάρχει διαθέσιμη αίθουσα, να διεξάγονται μέσα στο γραφείο του δικαστή.  Κάθε όμως φορά που γίνεται κάτι τέτοιο το γραφείο κηρύσσεται αίθουσα δικαστηρίου και συνεπώς οι ακροάσεις θεωρούνται ότι είναι δημόσιες, αφού οιοσδήποτε μπορεί να τις παρακολουθήσει έστω κι΄ αν γίνονται μέσα σε γραφείο. Μια τέτοια συνεδρίαση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι γίνεται κεκλεισμένων των θυρών, αλλά δημόσια, επ’ ακροατηρίω.  Εξάλλου, αξίζει να σημειωθεί ότι δεν καταγράφεται η υποβολή οποιασδήποτε ένστασης για τη διαδικασία και η δικηγόρος της ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε για την παραβίαση «των συνταγματικών δικαιωμάτων της εφεσείουσας».

Η εφεσείουσα παραπονείται, όπως είπαμε και πιο πάνω, ότι από την καταχώρηση της αίτησης στις 26.4.2001 μέχρι την έκδοση της απόφασης στις 16.9.2005, παρήλθε τεράστιο χρονικό διάστημα καθυστέρησης και κωλυσιεργίας, με αποτέλεσμα να καταπατηθούν τα ανθρώπινά της δικαιώματα, αφού στερήθηκε της δίκαιης δίκης εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.

Πράγματι το δικαίωμα διάδικου να ακουστεί βάσει του Άρθρου 30.3(β) και (γ) του Συντάγματος, θα πρέπει να εξετάζεται σε συνδυασμό με το δικαίωμα της διεξαγωγής της ακρόασης σε εύλογο χρονικό διάστημα (Μουγής ν. Σπανούδη (1996) 1 Α.Α.Δ. 997).  Η  απονομή της δικαιοσύνης μέσα σε εύλογο χρόνο, η οποία διασφα[*1365]λίζεται από το Άρθρο 30.2 συνιστά θεμελιώδες δικαίωμα του ανθρώπου και εχέγγυο για τη διασφάλιση της λειτουργικότητας της δικαστικής εξουσίας (Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984, 988, Στυλιανού ν. Σκύρα Λίμα Λτδ (2003) 1 Α.Α.Δ. 1234 και Εφορεία Ελληνικών Εκπαιδευτηρίων Λευκωσίας ν. Sazen Fast Food Ltd (2003) 1 Α.Α.Δ. 1283).

Η αίτηση καταχωρήθηκε στις 26.4.2001 και μετά τη συμπλήρωση των δικογράφων ορίστηκε για πρώτη φορά στις 28.2.2002, ημερομηνία κατά την οποία η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 18.4.2002.  Εκείνη την ημερομηνία συμφωνήθηκε η παράδοση των κλειδιών στις 25.4.2002 και στις 20.6.2002 που άρχισε η ακρόαση, το δικαστήριο επισκέφθηκε το υποστατικό.  Η ακρόαση άρχισε ουσιαστικά στις 26.9.2002 και συνεχίστηκε αδιάλειπτα μέχρι την ημερομηνία συμπλήρωσής της.  Οι όποιες αναβολές που κατά καιρό υπήρξαν οφείλονταν είτε σε ασθένεια της εφεσείουσας, ασθένεια της προέδρου του δικαστηρίου και τον τραυματισμό της δικηγόρου των εφεσιβλήτων σε οδικό δυστύχημα.  Το δικαστήριο έδειξε τη διάθεσή του να εκδικάσει την υπόθεση το ταχύτερο δυνατό, ακόμα μάλιστα και κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών.  Η μόνη περίπτωση κατά την οποία η υπόθεση αναβλήθηκε με υπαιτιότητα, κατά κάποιο τρόπο, του δικαστηρίου, ήταν όταν σε συγκεκριμένη ημερομηνία ένας πάρεδρος θα απουσίαζε στο εξωτερικό.  Θα πρέπει να σημειωθεί ότι σε όλες τις αναβολές η δικηγόρος της εφεσείουσας πάντοτε συγκατατίθετο, πλην της περιπτώσεως όπου στις 23.6.2003 όταν η κα Παπακόκκινου συμπλήρωσε την υπόθεσή της και η κα Χριστοδούλου, δικηγόρος των εφεσιβλήτων, δήλωσε ότι επειδή δεν είχε ειδοποιηθεί από την κα Παπακόκκινου ότι θα έπρεπε να ήταν έτοιμη, δεν είχε φέρει δικούς της μάρτυρες.  Όταν η κα Χριστοδούλου ζήτησε αναβολή, έγινε έντονη συζήτηση.  Αυτή ήταν και η μοναδική περίπτωση στην οποία η κα Παπακόκκινου έφερε ένσταση σε αναβολή.

Λαμβάνοντας υπ’ όψιν όλες τις περιστάσεις, κρίνουμε ότι η υπόθεση δεν καθυστέρησε υπέρμετρα, αφού ουσιαστικά οι αναβολές οφείλονταν σε λόγους υγείας παραγόντων της δίκης. Παρ’ όλον ότι η εκδίκαση της υπόθεσης κράτησε μεγάλο χρονικό διάστημα, κρίνουμε ότι δεν υπήρξε καθυστέρηση η οποία μάλιστα να μην ήταν εύλογη και από την οποία, εν πάση περιπτώσει, η εφεσείουσα να επηρεάστηκε καθ’ οιονδήποτε τρόπο. Έτσι και αυτός ο λόγος έφεσης θα πρέπει να απορριφθεί.

Ο 17ος λόγος έφεσης αναφέρεται με δυσνόητο, είναι αλήθεια, τρόπο, σε ανεπίτρεπτη έκδοση δύο διαφορετικών διαταγμάτων [*1366]από το δικαστήριο. Κατ’ αρχάς στις 14.12.2002, ημερομηνία η οποία αναφέρεται από την εφεσείουσα τρεις τουλάχιστον φορές, κανένα απολύτως διάταγμα δεν εκδόθηκε.  Περαιτέρω, αν η εφεσείουσα εννοεί την τροποποίηση ημερομηνίας 23.1.2004, θα πρέπει να πούμε ότι ο ισχυρισμός πως το δικαστήριο εξέδωσε δύο διαφορετικά διατάγματα δεν ευσταθεί.  Το δικαστήριο απλώς επέτρεψε τροποποίηση του δικογράφου των εφεσιβλήτων, τροποποίηση στην οποία αναφερθήκαμε προηγουμένως.

Παράπονα ότι το δικαστήριο επέτρεψε μαρτυρία αντίθετη με τα δικόγραφα των εφεσιβλήτων, απαντήθηκαν ήδη και συνεπώς κανένας πρακτικός σκοπός δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί με την επανάληψή τους.

Η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί.  Το δικαστήριο ορθά ερμήνευσε τα τεκμήρια και τη δοθείσα μαρτυρία και κατέληξε στα ορθά συμπεράσματα.  Συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι δεν υπήρχε ουσιαστική διαφορά μεταξύ της εκδοχής της εφεσείουσας και των εφεσιβλήτων.  Εκείνο το οποίο διαφέρει είναι η ερμηνεία την οποία οι δύο πλευρές έδωσαν στα διάφορα τεκμήρια και γεγονότα.  Ως προς δε το παράπονο ότι οι μάρτυρες των εφεσιβλήτων περιέπεσαν σε αντιφάσεις, αρκεί να λεχθεί πως η αξιοπιστία των μαρτύρων βαρύνει πάντα το πρωτόδικο δικαστήριο και το Εφετείο σπάνια και σε συγκεκριμένες περιπτώσεις επεμβαίνει.

Τέλος, ως προς το παράπονο της εφεσείουσας ότι το δικαστήριο παρέμβαινε κατά την ακροαματική διαδικασία συνεχώς με συμπεριφορά πολλές φορές επιθετική και εχθρική προς την πλευρά της και ιδίως της δικηγόρου της, εκτός του ότι ο ισχυρισμός αυτός είναι αόριστος και γενικός δεν έχουμε παρατηρήσει στα πρακτικά οτιδήποτε που να αιτιολογεί ένα τέτοιο παράπονο.  Όλα τα σημεία στα οποία η δικηγόρος της εφεσείουσας μας παρέπεμψε κάθε άλλο παρά επιβεβαιώνουν τον ισχυρισμό.

Εν όψει όλων των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο