(2011) 1 ΑΑΔ 1797

[*1797]20 Οκτωβρίου, 2011

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΝΙΚΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,

Εφεσείων-Εναγόμενος,

v.

ΑΝΤΩΝΗ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ,

Εφεσιβλήτου-Eνάγοντος.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 250/2008)

 

Δικαστική απόφαση Αιτιολογία ― Πότε η αιτιολογία μιας δικαστικής απόφασης είναι ελλιπής και εσφαλμένος ο τρόπος προσέγγισης και αξιολόγησης της προσφερθείσας μαρτυρίας ― Τα γνωρίσματα μιας δεόντως αιτιολογημένης απόφασης συναρτώνται από την ανάλυση της μαρτυρίας υπό το φως των επιδίκων θεμάτων, τη διατύπωση συγκεκριμένων ευρημάτων και την καταγραφή σαφούς δικαστικής απόφασης ― Χρειάζεται ορθός προσδιορισμός των επίδικων θεμάτων, η σύνοψη του ουσιώδους μέρους της μαρτυρίας, ο συσχετισμός της με τα ευρήματα και τα συμπεράσματα, καθώς και η σύνδεση της απόφασης με τα επίδικα θέματα και τα ευρήματα και συμπεράσματα του Δικαστηρίου ― Η αποτυχία να καταγραφεί η αξιολόγηση και ανάλυση της μαρτυρίας αναφερόμενη στα ουσιώδη σημεία αυτής, αφήνει έκθετη την απόφαση ως προς την ορθότητά της ― Παραμερισμός πρωτόδικης απόφασης και διαταγή για επανεκδίκαση, λόγω πλημμελούς και ανεπαρκούς τρόπου προσέγγισης και άσκησης κρίσης ως προς την αξιοπιστία της δοθείσας μαρτυρίας.

Απόδειξη ― Αξιολόγηση Μαρτυρίας ― Το Εφετείο δεν επεμβαίνει παρά μόνο εκεί όπου τα πρωτόδικα ευρήματα ή συμπεράσματα είναι αντίθετα με τη μαρτυρία που κρίθηκε αξιόπιστη, ή όπου αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εκδίκασε αγωγή κατόπιν διαταγής για επανεκδίκαση ύστερα από επιτυχή έφεση. Η αγωγή αφορούσε αποζημιώσεις συνεπεία τροχαίου δυστυχήματος και παρά το μικρό ύψος των συμφωνηθέντων γενικών και ειδικών αποζημιώσεων, η αντιδικία οδηγήθηκε σε διαδοχικές δικαστικές διαδικασίες σχετικά με το θέμα της ευθύνης.

[*1798]Κατέληξε δε, εκδίδοντας απόφαση υπέρ του ενάγοντα-εφεσίβλητου, για το συμφωνηθέν ποσό των £1.300 ως γενικές και ειδικές αποζημιώσεις, αφού έκρινε ότι η συμπεριφορά του εναγόμενου-εφεσείοντα κατά την οδήγηση, υπήρξε η αποκλειστική αιτία της σύγκρουσης.

Ασκήθηκε έφεση με την οποία υποστηρίχθηκε μεταξύ άλλων ότι:

α) H αξιολόγηση των μαρτύρων ήταν εσφαλμένη, ελλιπής και αναιτιολόγητη, καθώς επίσης και εσφαλμένος ο τρόπος προσέγγισης και αξιολόγησης της προσφερθείσας μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Ήταν ορθή η θέση του εφεσείοντα ότι η αιτιολογία την οποία κατέγραψε το πρωτόδικο Δικαστήριο για τη μαρτυρία την οποία απεδέχθη, δεν ήταν ικανοποιητική. Το Δικαστήριο δεν αξιολόγησε, δεν σχολίασε, ούτε αναφέρθηκε καθόλου στη μαρτυρία του εφεσίβλητου.

2. Στην υπό εξέταση περίπτωση, η μαρτυρία που δόθηκε από τους διαδίκους ήταν έντονα διϊστάμενη και η εκδοχή τους ως προς τις συνθήκες υπό τις οποίες επεσυνέβη το δυστύχημα, τελείως διαφορετική. Υπήρχαν συγκεκριμένα τρωτά σημεία της μαρτυρίας του Μ.Ε.1, τα οποία ως επίσης μαζί με άλλα θέματα, θα έπρεπε να είχαν απασχολήσει το πρωτόδικο Δικαστήριο και να είχε δοθεί περαιτέρω και καλύτερη αιτιολογία γιατί τελικά δέχτηκε ως αξιόπιστη τόσο μαρτυρία, μάρτυρα του ενάγοντα όσο και του ίδιου του εναγόμενου.

3. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αρκέστηκε στο να αναφέρει  ότι ήταν πεπεισμένο ότι τα όσα ο Μ.Ε.1 κατέγραψε στα σχεδιαγραφήματα αποτελούσαν ακριβή δεδομένα της σκηνής. Τίποτε όμως δεν ανέφερε ως προς το που βάσιζε αυτή την πεποίθησή του. Το μόνο που πρόσθεσε ήταν ότι ως υπάλληλος αρμόδιου κυβερνητικού τμήματος, θεωρείτο ως μάρτυρας ανεξάρτητος και αμερόληπτος. Το γεγονός ότι αυτός λόγω θέσης είναι ανεξάρτητος και αμερόληπτος, αν και είναι ένα στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη, δεν καθιστούσε κατ’ ανάγκη και εξ’ ορισμού τη μαρτυρία του είτε αξιόπιστη είτε ορθή ή καλής ποιότητας μαρτυρία. Η δε προσθήκη στην απόφαση ότι η αξιοπιστία και αμεροληψία του Μ.Ε.1 δεν κλονίστηκαν κατά την αντεξέταση, τίποτε το ουσιαστικό δεν προσέθετε.

[*1799]4.    Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία του Μ.Ε.2 και του εφεσίβλητου, εξικνείτο από πλευράς απόδοσης αιτιολογίας, στη σημείωση περί του άμεσου και σταθερού τους λόγου και της ήρεμης συμπεριφοράς τους ενώ κατέθεταν. Όσο όμως και αν τέτοια χαρακτηριστικά μπορούν να προσδώσουν θετικότητα στη μαρτυρία ενός μάρτυρα, δεν μπορούν να αποτελέσουν τον αποκλειστικό λόγο για την αποδοχή της μαρτυρίας τους. Χωρίς μάλιστα οποιαδήποτε αντιπαραβολή ή έστω αναφορά στην ποιότητα της μαρτυρίας του εφεσείοντα-εναγομένου η οποία δυνατόν να εμφορείτο και αυτή από τα ίδια χαρακτηριστικά.

5. Καμιά κρίση δεν εκφράστηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση ως προς τη διαφορετική εκδοχή του εφεσείοντα ο οποίος δικαιούτο να γνωρίζει γιατί αυτή απορρίφθηκε.

6. Ο τρόπος προσέγγισης και άσκησης κρίσης ως προς την αξιοπιστία της δοθείσας μαρτυρίας στην υπό εξέταση περίπτωση, υπήρξε πλημμελής και ανεπαρκής.

Η έφεση είχε επιτυχή κατάληξη με έξοδα υπέρ του εφεσείοντα. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίστηκε και διατάχθηκε επανεκδίκαση του θέματος της ευθύνης.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Παπαϊωάννου v. Νικολάου (2008) 1(Α) Α.Α.Δ. 380,

Ξενής κ.ά. v. Αριστοδήμου κ.ά. (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1103,

Παπαϊωάννου v. Νικολάου (2005) 1(Β) Α.Α.Δ. 800,

Μελά v. Συμβουλίου Κεντρικού Σφαγείου (2003) 1(Γ) Α.Α.Δ 1799,

Μαρσέλ κ.ά. v. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1858,

Papadopoulos v. Stavrou (1982) 1 C.L.R. 321,

Καννάουρου κ.ά. v. Σταδιώτη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 35,

Γενικός Εισαγγελέας v. Κωστάκη ανηλίκου μέσω των γονέων του και φυσικών κηδεμόνων του Χρήστου & Μαρίας Κωστάκη (2008) 1(Α) Α.Α.Δ. 432.

[*1800]Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Λυκούργου, E.Δ.), (Αγωγή Aρ. 6920/00), ημερομ. 5.6.2008.

Στ. Ερωτοκρίτου, για τον Εφεσείοντα.

 

Α. Χατζηαράπη, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κληρίδης, Δ..

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Παρά το μικρό χρηματικό αντικείμενο το οποίο διακυβεύετο στην αντιδικία μεταξύ των διαδίκων, ως αποτέλεσμα τροχαίου δυστυχήματος που είχε επισυμβεί στη Λεμεσό πριν από 11 ολόκληρα χρόνια, εν τούτοις, η διαμάχη οδηγήθηκε σε διαδοχικές δικαστικές διαδικασίες με αναπόφευκτο αποτέλεσμα την ανάλωση μακρού δικαστικού χρόνου και, ασφαλώς, εξόδων.

Στην απόφαση την οποία εξέδωσε το Εφετείο σε προηγούμενη έφεση, η οποία είχε ασκηθεί από τον ενάγοντα (εδώ εφεσίβλητο) κατά της απόρριψης της αγωγής λόγω παρερμηνείας του αγώγιμου δικαιώματος, είχαν λεχθεί χαρακτηριστικά και τα εξής:

“... Πριν οκτώ χρόνια συγκρούσθησαν στην παραλιακή λεωφόρο της Λεμεσού δύο αυτοκίνητα οδηγούμενα από τους διαδίκους. Η μακρά και περίπλοκη πορεία της υπόθεσης (μας ελέχθη κατά την ακρόαση ότι μέχρι την ενώπιόν μας διαδικασία μεσολάβησε άλλη έφεση και επανεκδίκαση) ήταν υπέρμετρα δυσανάλογη της σημασίας της, χαρακτηριστικό της οποίας είναι ότι οι γενικές και ειδικές αποζημιώσεις του Εφεσείοντα-Ενάγοντα συμφωνήθησαν σε £1.300 στη βάση πλήρους ευθύνης με μόνο ζήτημα προς εκδίκαση την ευθύνη, και δεν περιποιεί τιμή σε όσους συνέβαλαν σε αυτή. Και όχι μόνο τούτο. Η ευπαίδευτη Δικαστής η οποία επελήφθη της υπόθεσης, παρά το ότι άκουσε όλη τη μαρτυρία, την απέρριψε για λόγους που αφορούν τα δικόγραφα, χωρίς δυστυχώς να αποφανθεί με διαπιστώσεις επί της ουσίας έστω σε περίπτωση που θα ήταν λανθασμένη επί της δικογραφικής πτυχής ...”

(Παπαϊωάννου v. Νικολάου (2008) 1(Α) Α.Α.Δ. 380).

[*1801]Με την απόφαση στην προαναφερθείσα έφεση είχε παραμεριστεί η πρωτόδικη απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή και το πρωτόδικο Δικαστήριο ενετάλη όπως προχωρήσει στην έκδοση απόφασης επί των επίδικων θεμάτων στη βάση της ήδη δοθείσας μαρτυρίας και των αγορεύσεων.

Πράγματι, το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου τέθηκε ξανά η υπόθεση, προχώρησε στην έκδοση απόφασης κατόπιν αξιολόγησης της μαρτυρίας επί του εναπομείναντος θέματος της ευθύνης για την πρόκληση του δυστυχήματος. Κατέληξε δε, εκδίδοντας απόφαση υπέρ του ενάγοντα-εφεσίβλητου, για το συμφωνηθέν ποσό των £1.300 ως γενικές και ειδικές αποζημιώσεις, αφού έκρινε ότι η συμπεριφορά του εναγόμενου-εφεσείοντα κατά την οδήγηση υπήρξε η αποκλειστική αιτία της σύγκρουσης. Αντικείμενο της παρούσας έφεσης είναι εκείνη η πρωτόδικη απόφαση η οποία προσβάλλεται από τον αποτυχόντα εναγόμενο ως εσφαλμένη.

Όπως καθίσταται φανερό από την Ειδοποίηση Έφεσης, από το Περίγραμμα Αγόρευσης του εφεσείοντα αλλά και από τις προφορικές παραστάσεις της συνηγόρου του ενώπιόν μας, το κύριο παράπονο το οποίο προβάλλεται έγκειται στον ισχυρισμό περί εσφαλμένης αξιολόγησης των μαρτύρων, καθώς επίσης και εσφαλμένου τρόπου προσέγγισης και αξιολόγησης της προσφερθείσας μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

Σε σχέση με αυτό, τον προεξάρχοντα λόγο έφεσης, σημειώνουμε κατ’ αρχάς τα ακόλουθα:

Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατέθεσαν εκ μέρους του ενάγοντα-εφεσίβλητου ο Μ.Ε.1 αστυφύλακας Π. Κεραυνός, εξεταστής του δυστυχήματος, ο Μ.Ε.2 Μ. Γαϊτάνης, αυτόπτης μάρτυρας και ο Μ.Ε.3, ενάγων. Εκ μέρους της υπεράσπισης κατέθεσε μόνο ο εναγόμενος-εφεσείων (Μ.Υ.1). Κατατέθηκαν επίσης ενώπιον του Δικαστηρίου τα σχεδιαγράμματα της σκηνής του δυστυχήματος, οι καταθέσεις που έδωσαν οι διάδικοι στην Αστυνομία, καθώς επίσης και δέσμη φωτογραφιών της σκηνής του δυστυχήματος.

Μετά που προέβηκε σε σύνοψη της μαρτυρίας που δόθηκε από όλους τους μάρτυρες, το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε ως ακολούθως τη δοθείσα μαρτυρία:

“Μελέτησα με προσοχή τα δεδομένα της προκείμενης υπό[*1802]θεσης και διαπιστώνω, κατ’ αρχάς, πως το κρίσιμο εύρημα για τις πορείες που ακολουθούσαν τα δύο εμπλεκόμενα αυτοκίνητα κατά τον ουσιώδη χρόνο, θα προκύψει από την αξιολόγηση της ζωντανής μαρτυρίας που παρουσιάσθηκε εκατέρωθεν. Οι ζημιές που προεκλήθηκαν στα δύο αυτοκίνητα, όπως αυτές περιεγράφηκαν από τον εξεταστή της υπόθεσης Μ.Ε.1 και όπως αυτές διακρίνονται καθαρά στις φωτογραφίες 4, 9 και 11 του Τεκμηρίου 3, δεν μπορούν να αποτελέσουν οδηγό εφ’ όσον απουσιάζει μαρτυρία πραγματογνώμονα. Μόνον πραγματογνώμονας θα μπορούσε να αναπαραστήσει το δυστύχημα επί τη βάσει των ζημιών αυτών και να εκφέρει άποψη για τις πορείες των δύο αυτοκινήτων αμέσως πριν από τη σύγκρουση. Έχει, κατ’ επανάληψη, νομολογηθεί πως στην απουσία μαρτυρίας εμπειρογνώμονα εν σχέσει με τις προεκτάσεις των ζημιών στα εμπλεκόμενα, σε ένα δυστύχημα, οχήματα, το Δικαστήριο αδυνατεί να εξάγει συμπεράσματα επί τη βάσει των ζημιών αυτών (Ξενής κ.ά. v. Αριστοδήμου κ.ά. (2001) 1(Β) Α.Α.Δ 1103, 1104, Παπαϊωάννου v. Νικολάου (2005) 1(Β) Α.Α.Δ. 800, 804).

Είχα την ευκαιρία να ακούσω και να παρακολουθήσω τα πρόσωπα που κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου και δεν έχω αμφιβολία πως οι Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2 καθώς επίσης και ο ίδιος ο ενάγων υπήρξαν ειλικρινείς και αξιόπιστοι. Είμαι πεπεισμένη ότι όσο ο Μ.Ε.1 κατέγραψε στα σχεδιαγραφήματα, τα οποία ο ίδιος ετοίμασε (Τεκμήρια 1 και 2), αποτελούν ακριβή δεδομένα της σκηνής του δυστυχήματος. Άλλωστε θεωρών τον Μ.Ε.1, έναν υπάλληλο αρμοδίου κυβερνητικού τμήματος, ως μάρτυρα ανεξάρτητο και αμερόληπτο (Μελά v. Συμβουλίου Κεντρικού Σφαγείου (2003) 1(Γ) Α.Α.Δ 1799, 1807). Η αξιοπιστία και η αμεροληψία του Μ.Ε.1 δεν κλονίστηκαν κατά την αντεξέτασή του. Όσον αφορά στο Μ.Ε.2 και τον ενάγοντα σημειώνω το άμεσο και σταθερό τους λόγο καθώς και την ήρεμη συμπεριφορά τους ενόσω κατέθεταν. Αυτοί παρέμειναν ακλόνητοι στις θέσεις τους παρά την εντατική αντεξέταση στην οποίαν υποβλήθηκαν.

Η αξιοπιστία των μαρτύρων της πλευράς του ενάγοντος καθιστά την εκδοχή τους σχετικώς με τις συνθήκες υπό τις οποίες συνέβηκε το δυστύχημα πιο πιθανή παρά όχι (Μαρσέλ κ.ά. v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ 1858, 1868).

Χωρίς να χρειάζεται να επανέλθω σε όλα όσα οι μάρτυρες αυτοί ανέφεραν, τα οποία, άλλωστε, σκιαγραφούνται πιο πάνω [*1803]καταλήγω στα εξής πραγματικά ευρήματα: ......”

Ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του, παρέθεσε τα ευρήματά του ως προς τα γεγονότα, καταλήγοντας στο ότι η όλη οδική συμπεριφορά του ενάγοντα-εφεσίβλητου ήταν ορθή και ότι η πρόκληση του δυστυχήματος οφειλόταν αποκλειστικά στην αμέλεια του εναγομένου-εφεσείοντα.

Όπως υποστηρίζει ο εφεσείων, η πιο πάνω αξιολόγηση της μαρτυρίας στην οποία προέβηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, είναι εσφαλμένη, ελλιπής και αναιτιολόγητη. Κυρίως επειδή, παρά τα διάφορα τρωτά στη μαρτυρία των μαρτύρων του εφεσίβλητου και τις μεταξύ τους αντιφάσεις που εντοπίζει, το Δικαστήριο έκρινε αυτή τη μαρτυρία αξιόπιστη. Επειδή, περαιτέρω, η αιτιολογία την οποία κατέγραψε το Δικαστήριο για την οποία δέχθηκε τη μαρτυρία αυτή δεν ήταν ικανοποιητική και, επίσης, επειδή το Δικαστήριο δεν αξιολόγησε, σχολίασε ή αναφέρθηκε καθόλου στη μαρτυρία του εφεσίβλητου.

Συμμεριζόμαστε τη θέση αυτή του εφεσείοντα.

Είναι καλά γνωστές οι αρχές σύμφωνα με τις οποίες η αξιολόγηση της μαρτυρίας ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο και το Εφετείο δεν επεμβαίνει παρά μόνο εκεί όπου τα πρωτόδικα ευρήματα ή συμπεράσματα είναι αντίθετα με τη μαρτυρία που κρίθηκε αξιόπιστη, ή όπου αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική. (Papadopoulos v. Stavrou (1982) 1 C.L.R. 321, Καννάουρου κ.ά. v. Σταδιώτη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 35).

Στην υπό εξέταση περίπτωση, η μαρτυρία που δόθηκε από τους διαδίκους ήταν έντονα διϊστάμενη και η εκδοχή τους ως προς τις συνθήκες υπό τις οποίες επεσυνέβη το δυστύχημα, τελείως διαφορετική. Όπως υποστήριξε ο ενάγων-εφεσίβλητος, ενώ οδηγούσε στον κύριο δρόμο και ετοιμαζόταν να στρίψει αριστερά για να εισέλθει σε παράδρομο, ο εναγόμενος-εφεσείων, το όχημα του οποίου τον ακολουθούσε, παρέλειψε να αντιληφθεί την πρόθεσή του ή να λάβει έγκαιρα μέτρα, με αποτέλεσμα να προσκρούσει στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου του εφεσίβλητου. Από την άλλη, ο εναγόμενος-εφεσείων υποστήριζε τη θέση ότι οδηγούσε μεν στον ίδιο δρόμο, πλην όμως, δεν ακολουθούσε αντίθετη κατεύθυνση, οπότε ο εφεσείων έστριψε χωρίς προειδοποίηση για να εισέλθει στη δική του λωρίδα κυκλοφορίας, ανακόπτοντας την πορεία του.

Η ουσιώδους σημασίας μαρτυρία του εξεταστή του δυστυχή[*1804]ματος Μ.Ε.1 αμφισβητήθηκε έντονα από πλευράς υπεράσπισης σε διάφορα σημεία της και ιδιαίτερα αμφισβητήθηκαν στοιχεία τα οποία ο ίδιος κατέγραψε στο σχεδιάγραμμα της σκηνής, όπως ήταν οι πορείες τις οποίες ακολουθούσαν τα συγκρουσθέντα οχήματα και τα ίχνη τροχοπέδησης, τα οποία υποτίθεται ότι άφησε στο δρόμο το αυτοκίνητο του εφεσείοντα. Σύμφωνα δε με το μάρτυρα, τα κτυπήματα και οι ζημιές που είχε υποστεί το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου δεν ήσαν στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου του όπου, κατά την έκδοχή του, είχε προσκρούσει το αυτοκίνητο του εφεσείοντα, αλλά στον πίσω αριστερό τροχό και σε σημείο μεταξύ της αριστερής πόρτας και του αριστερού πίσω τροχού και στο κέντρο της αριστερής πόρτας.

Όπως αποκαλύπτεται από τη μελέτη των τηρηθέντων πρακτικών, ο εξεταστής Μ.Ε.1 δεν ήταν ιδιαίτερα θετικός ως προς διάφορα θέματα και παρουσιάστηκε να μεταβάλλει θέσεις τις οποίες προέβαλλε. Για παράδειγμα, όπως ορθά υπέδειξε και η συνήγορος του εφεσείοντα, τόσο στην κύρια εξέτασή του όσο και στην αρχή της αντεξέτασής του, ο μάρτυρας κατέθεσε και επανέλαβε ότι τις πορείες τις οποίες ακολουθούσαν τα δύο ενεχόμενα οχήματα, όπως τις κατέγραφε στο σχεδιάγραμμα της σκηνής εμφανίζοντας το όχημα του εφεσείοντα να ακολουθεί αυτό του εφεσίβλητου, τους τις είχαν υποδείξει οι δύο οδηγοί. Το πιο κάτω απόσπασμα από τα πρακτικά είναι χαρακτηριστικό:

“Ε. Άρα στην κυρίως εξέταση είπατε, τις πορείες Α και Β μου τις υπέδειξε ο ενάγοντας και ο εναγόμενος. Αυτό εννοούσατε;

 Α.   Μάλιστα.

 Ε.   Είστε σίγουρος, θυμάστε καλά ότι στις πορείες Α και Β, την πορεία Α, με συγχωρείτε την πορεία Β, σας την υπέδειξε ο εναγόμενος; Ο εναγόμενος σας είπε ότι το αυτοκίνητο του ενάγοντα πήγαινε ως η πορεία Β;

 Α.   Δεν θυμούμαι.

 Ε.   Να σας υπενθυμίσω επειδή πέρασαν και πέντε χρόνια από το δυστύχημα. Συμφωνείτε μαζί μου ότι ο εναγόμενος ουδέποτε σας είπε ότι το αυτοκίνητο ΜΖ πήγαινε ως η πορεία Β; Το Α και το Β ήταν υποδείξεις του ενάγοντα. Ο εναγόμενος σας είπε ότι το αυτοκίνητο ΜΖ που οδηγούσε ο ενάγοντας εξέρχετο της εισόδου του ξενοδοχείου Poseidonia που βρίσκεται νότια επί του σχεδίου και εισερχόταν με κάθετη κλίση στην οδό Προύσης. Αυτή ήταν η εκδοχή του εναγομένου ως προς την πορεία Β έτσι είναι;

 Α.   Έτσι είναι.”

[*1805]Μια άλλη αδυναμία στη μαρτυρία του Μ.Ε.1 ήταν η διάψευσή του ως προς την παρουσία του Μ.Ε.2 στη σκηνή του δυστυχήματος. Όπως διαπιστώνεται από τη σελίδα 3 των τηρηθέντων πρακτικών, ο Μ.Ε.1 ρωτήθηκε κατά την κύρια εξέτασή του ποιοι ήσαν παρόντες όταν πήγε στη σκηνή και κατονόμασε τον Μ.Ε.2, Μ. Γαϊτάνη. Αυτό όμως το διάψευσε ενόρκως ο Μ.Ε.2 κατά την αντεξέτασή του (σελίδες 46-47 των πρακτικών), όπου ερωτηθείς κατά πόσο έμεινε στη σκηνή μέχρι να έρθει η Αστυνομία, απάντησε αρνητικά για να προσθέσει ότι έφυγε και πήγε στη δουλειά του και του τηλεφώνησε αργότερα η Αστυνομία επειδή προφανώς τους έδωσε τα στοιχεία του ο εφεσίβλητος.

Άλλα σημεία στα οποία μετέβαλε τη μαρτυρία του Μ.Ε.1 αναφέρονται στο γεγονός ότι ενώ ο ίδιος παρέστησε την οδό Προύσης στην οποία κατευθυνόταν ο εφεσίβλητος ως μονόδρομο, αντεξεταζόμενος διαφοροποιήθηκε για να πει ότι δεν ήταν στην πραγματικότητα μονόδρομος, αλλά πιο στενός από τον κύριο δρόμο, για να διαφοροποιηθεί αργότερα και ως προς την αρχική του θέση σύμφωνα με την οποία η στροφή εντός της οδού Προύσης ήταν κάπως απότομη και ότι η ορατότητα εμποδιζόταν από θάμνους.

Παραθέτουμε αυτά τα παραδείγματα από τρωτά σημεία της μαρτυρίας του Μ.Ε.1 όχι για να καταλήξουμε εμείς σε οποιοδήποτε συμπέρασμα περί αναξιοπιστίας της μαρτυρίας του μάρτυρα, αλλά για να συμφωνήσουμε ότι αυτό και άλλα θέματα θα έπρεπε να είχαν απασχολήσει το πρωτόδικο Δικαστήριο και να είχε δοθεί περαιτέρω και καλύτερη αιτιολογία γιατί τελικά δέχτηκε ως αξιόπιστη τόσο τη μαρτυρία του Μ.Ε.2 όσο και του ίδιου του εφεσίβλητου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αρκέστηκε στο να αναφέρει (στο πιο πάνω απόσπασμα της Απόφασης που παραθέσαμε), ότι ήταν πεπεισμένο ότι τα όσα ο Μ.Ε.1 κατέγραψε στα σχεδιαγραφήματα αποτελούν ακριβή δεδομένα της σκηνής. Τίποτε όμως δεν αναφέρει ως προς το πού βάσιζε αυτή την πεπείθησή του. Το μόνο που πρόσθεσε ήταν ότι ως υπάλληλος αρμόδιου κυβερνητικού τμήματος, θεωρείται ως μάρτυρας ανεξάρτητος και αμερόληπτος. Αυτό είναι βέβαια σωστό. Όμως, ενώ από τη μια η έλλειψη αμεροληψίας και εχεγγύων ανεξαρτησίας επηρεάζει αρνητικά την αξιοπιστία της μαρτυρίας κάποιου προσώπου, από την άλλη το γεγονός ότι αυτός λόγω θέσης είναι ανεξάρτητος και αμερόληπτος, αν και είναι ένα στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη, δεν καθιστά κατ΄ ανάγκη και εξ’ ορισμού τη μαρτυρία του είτε αξιόπιστη είτε ορθή ή καλής ποιότητας μαρτυρία. Η δε προσθήκη στην απόφαση ότι η αξιοπιστία και αμεροληψία του Μ.Ε.1 δεν κλονίστηκαν κατά την αντεξέταση, τίποτε το ουσιαστικό δεν προσθέτει.

[*1806]Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία του Μ.Ε.2 και του εφεσίβλητου, εξικνείται από πλευράς απόδοσης αιτιολογίας, στη σημείωση περί του άμεσου και σταθερού τους λόγου και της ήρεμης συμπεριφοράς τους ενώ κατέθεταν. Όσο όμως και αν τέτοια χαρακτηριστικά μπορούν να προσδώσουν θετικότητα στη μαρτυρία ενός μάρτυρα, δεν μπορούν να αποτελέσουν τον αποκλειστικό λόγο για την αποδοχή της μαρτυρίας τους. Χωρίς μάλιστα οποιαδήποτε αντιπαραβολή ή έστω αναφορά στην ποιότητα της μαρτυρίας του εφεσείοντα-εναγομένου η οποία δυνατόν να εμφορείτο και αυτή από τα ίδια χαρακτηριστικά. Καμιά κρίση δεν εκφράστηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση ως προς τη διαφορετική εκδοχή του εφεσείοντα ο οποίος δικαιούται να γνωρίζει γιατί αυτή απορρίφθηκε.

Όπως ορθά παρατήρησε το Εφετείο στην απόφασή του στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Κωστάκη ανηλίκου, μέσω των γονέων του και φυσικών κηδεμόνων του Xρήστου & Mαρίας Kωστάκη (2008) 1 (Α) Α.Α.Δ. 432:

“Είναι νομολογιακά καθορισμένο ότι τα γνωρίσματα μιας δεόντως αιτιολογημένης απόφασης συναρτώνται από την ανάλυση της μαρτυρίας υπό το φως των επιδίκων θεμάτων, τη διατύπωση συγκεκριμένων ευρημάτων και την καταγραφή σαφούς δικαστικής απόφασης. (Δέστε Πιττάκα v. Γ. & Β. Χατζηδημοσθένους Λτδ (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1895, στη σελ. 1908.) Αναμφίβολα ένα Δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να επαναλαμβάνει το σύνολο της μαρτυρίας που προσφέρεται ενώπιόν του, ούτε και να αναφέρεται σε κάθε πτυχή της. Εκείνο το οποίο χρειάζεται είναι, σύμφωνα με το σκεπτικό της υπόθεσης Loukason Ltd κ.ά. v. Παναγιώτης Μακεδόνας & Υιοί Λτδ κ.ά. (2005) 1(Α) Α.Α.Δ. 345, στη σελ. 358:

«... ο ορθός προσδιορισμός των επίδικων θεμάτων, η σύνοψη του ουσιώδους μέρους της μαρτυρίας, ο συσχετισμός της με τα ευρήματα και τα συμπεράσματα, καθώς και η σύνδεση της απόφασης με τα επίδικα θέματα και τα ευρήματα και συμπεράσματα του Δικαστηρίου.»

Ο τρόπος καταγραφής της αιτιολόγησης επαφίεται βέβαια στο πρωτόδικο Δικαστήριο και είναι συνυφασμένος με τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. (Σ. & Γ. Κολοκασίδης Λτδ v. Κιμωνή (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ 132 και Καννάουρου κ.ά. v. Σταδιώτη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 35). Αιτιολογία όμως πρέπει να υπάρχει. Διαφορετικά η αποτυχία να καταγραφεί η [*1807]αξιολόγηση και ανάλυση της μαρτυρίας αναφερόμενη στα ουσιώδη σημεία αυτής, αφήνει έκθετη την απόφαση ως προς την ορθότητά της. (Κωνσταντίνου v. Κρασιά (2005) 1(Α) Α.Α.Δ. 162.). ...”

Ο τρόπος προσέγγισης και άσκησης κρίσης ως προς την αξιοπιστία της δοθείσας μαρτυρίας στην υπό εξέταση περίπτωση, υπήρξε πλημμελής και ανεπαρκής και, επομένως, η έφεση θα πρέπει να επιτύχει.

Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και αναπόφευκτα διατάσσεται η επανεκδίκαση του θέματος της ευθύνης για το επίδικο δυστύχημα από άλλο Δικαστή του ίδιου Επαρχιακού Δικαστηρίου, το συντομότερο δυνατό. Τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, ενώ τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας να είναι έξοδα στο αποτέλεσμα της επανεκδίκασης.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ του εφεσείοντα. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και διατάσσεται επανεκδίκαση του θέματος της ευθύνης.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο