(2013) 1 ΑΑΔ 832

[*832]29 Μαρτίου, 2013

 

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΛΙΚΙΔΗΣ,

 

Εφεσείων - Ενάγων,

 

ν.

 

1. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ,

2. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΤΟΟΥΛΙΑ,

3. ΓΕΩΡΓΙΟΥ Γ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

4. ΣΤΕΛΙΟΥ ΤΣΕΡΚΕΖΟΥ,

5. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΤΑ ΝΟΜΟ ΥΠΕΘΥΝΟΥ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΚΑΙ/Ή ΠΑΡΑΛΕΙΨΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΤΩΝ ΚΑΙ/Ή ΟΡΓΑΝΩΝ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ/Ή ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,

 

Εφεσιβλήτων/Εναγομένων.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 89/2009)

 

 

Αποζημιώσεις ― Απόρριψη αγωγής εναντίον αστυνομικών για αποζημιώσεις για σωματικές βλάβες ― Λόγοι έφεσης που στηρίζονταν σε ζητήματα αξιολόγησης μαρτυρίας ― Απόφανση Εφετείου περί επαρκούς αιτιολόγησης της πρωτόδικης απόφασης.

 

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Την πρωταρχική ευθύνη για αξιολόγηση της αποδεκτής μαρτυρίας, τη φέρει το πρωτόδικο δικαστήριο ― Επέμβαση του Εφετείου χωρεί μόνο εκεί όπου οι διαπιστωθείσες αντιφάσεις είναι ουσιαστικής μορφής και δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση, πλήττουν καίρια την αξιοπιστία του μάρτυρα και φανερώνουν διάθεση του να αποκρύψει την αλήθεια ή δεν βρίσκουν έρεισμα στη μαρτυρία που έγινε αποδεκτή ως αξιόπιστη από το πρωτόδικο δικαστήριο.

 

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Το πρωτόδικο δικαστήριο διατηρεί πάντα την ευχέρεια, νοουμένου ότι η σχετική προσέγγιση του αιτιολογείται επαρκώς και ικανοποιητικά, να δεχθεί τη μαρτυρία ενός μάρτυρα, είτε στο σύνολο της είτε εν μέρει ― Απουσία τέτοιας αιτιολόγησης αναπόφευκτα οδηγεί σε απόρριψη της αξιολόγη[*833]σης λόγω εσφαλμένης καθοδήγησης.

 

Απόδειξη ― Μάρτυρες ― Εμπειρογνώμονες ― Για σκοπούς αξιολόγησης της μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων, ισχύουν οι ίδιοι κανόνες που ισχύουν στην περίπτωση κάθε άλλου μάρτυρα.

 

Ο εφεσείων αξίωσε με αγωγή που ήγειρε εναντίον των εφεσιβλήτων (πρώην εναγομένων 1, 2, 3 και 4), αποζημιώσεις για σωματικές βλάβες τις οποίες, όπως ισχυριζόταν, υπέστη, ενώ τελούσε υπό κράτηση στον Κεντρικό Αστυνομικό Σταθμό Λεμεσού, ως αποτέλεσμα επίθεσης που δέχθηκε από τους εφεσίβλητους 3 και 4, στην παρουσία του εφεσίβλητου 2, -όλοι τους μέλη τότε της Αστυνομικής Διεύθυνσης Λεμεσού-, όπως και διάφορες άλλες αποζημιώσεις.

 

Στην πορεία της υπόθεσης, ο εφεσείων απέσυρε την αγωγή του εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία και κατέληξε σε διαπιστώσεις, απέρριψε την εκδοχή του ενάγοντα/εφεσείοντα τον οποίο έκρινε αναξιόπιστο, όπως και τη μαρτυρία  του βασικού του μάρτυρα, ιατροδικαστή Π. Σταυριανού (Μ.Ε.9), την οποία έκρινε ως ανασφαλές υπόβαθρο για την εξαγωγή συμπερασμάτων, και συνακόλουθα απέρριψε την αγωγή, με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντα.

 

Στο στάδιο ακρόασης της έφεσης, ο εφεσείων περιόρισε τις αξιώσεις του σε αποζημιώσεις αποκλειστικά για τις σωματικές βλάβες τις οποίες, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, υπέστη στα πλαίσια της κατ’ ισχυρισμό παράνομης επίθεσης που δέχθηκε και τις συναφείς με αυτή ειδικές ζημιές.

 

Με την έφεση υποστηρίχθηκε ότι:

 

α)  Εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την καταλυτική, όπως την χαρακτήρισε, πτυχή της μαρτυρίας του εμπειρογνώμονα ιατροδικαστή Π. Σταυριανού, η οποία αφορούσε στον τρόπο με τον οποίο προκλήθηκαν τα τραύματα στο κεφάλι του εφεσείοντα, από  την οποία συνδεόταν και συναρτούταν η εκδοχή του εφεσείοντα.

 

β)  Η συγκεκριμένη πτυχή της μαρτυρίας του εν λόγω ιατροδικαστή θα έπρεπε, να είχε προσεγγιστεί υπό το φως των ευρημάτων του ιατρού του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού (ο οποίος εξέτασε τον εφεσείοντα την επομένη του τραυματισμού του) σε συνάρτηση με [*834]τα οποία και θα έπρεπε να είχε αξιολογηθεί.

 

γ)  Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και κατά παράβαση των κανόνων της δίκαιης δίκης, δεν απεδέχθη αίτημα του εφεσείοντα να καταθέσει οπτικογραφημένο υλικό με τις δηλώσεις του εφεσίβλητου 1 προς τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Το ζητούμενο ήταν κατά πόσο, με αναφορά στο σύνολο του περιεχομένου της εκκαλούμενης απόφασης και όχι αποσπασματικά, το πρωτόδικο Δικαστήριο αιτιολόγησε επαρκώς και ικανοποιητικά τον τρόπο με τον οποίο προσέγγισε τη μαρτυρία των δύο ιατροδικαστών.

 

2.  Η επί του προκειμένου κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου συνοδευόταν από αιτιολογία. Η δοθείσα αιτιολογία δεν ήταν ασαφής και αόριστη, αλλά δινόταν με αναφορά σε συγκεκριμένα στοιχεία της υπόθεσης και ειδικότερα, της μαρτυρίας των εν λόγω εμπειρογνωμόνων.

 

3.  Ως προς το πώς προκλήθηκαν τα τραύματα στον εφεσείοντα και στον εφεσίβλητο 3, δεν διαπιστωνόταν λόγος που θα δικαιολογούσε επέμβαση στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου υπέρ της αποδοχής της μαρτυρίας του (Μ.Υ.2) αντί της αντίστοιχης του (Μ.Ε.9), όπως δεν διαπιστωνόταν λόγος που θα δικαιολογούσε επέμβαση του Εφετείου στην άσκηση της εν λόγω εξουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει ως αναξιόπιστη την επί του προκειμένου εκδοχή του εφεσείοντα και να αποδεχθεί ως αξιόπιστη μέρος της μαρτυρίας του εφεσίβλητου 3.

 

4.  Τόσο στην περίπτωση της μαρτυρίας του εφεσείοντα, όσο και στην περίπτωση της μαρτυρίας του εφεσίβλητου 3, η πρωτόδικη κατάληξη ήταν αιτιολογημένη, με αναφορά σε συγκεκριμένα στοιχεία της υπόθεσης στα οποία η πρωτόδικη απόφαση παρέπεμπε.

 

5.  Εν τέλει, η ουσία του θέματος ήταν ότι ο εφεσείων, ως ενάγων που είχε το βάρος απόδειξης της υπόθεσης του στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, δεν κατάφερε να ανταποκριθεί σε αυτό. Η μαρτυρία του ιδίου, όπως και των μαρτύρων του, δεν έγινε πιστευτή.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

[*835]Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Αριστείδου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 32,

 

Φραντζής κ.ά. ν. Φιλική Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ (2010) 1(Α) Α.Α.Δ. 254,

 

Κουρίδη κ.ά. ν. G.P.C. Fortune Insurance & Investment Ltd (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2014,

 

Magistrato Gardens Ltd ν. Γενικού Εισαγγελέα (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 220,

 

Κοινοτικό Συμβούλιο Ομόδους ν. Κονναρή (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2298.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τον Ενάγοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Ταλαρίδου-Κοντοπούλου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 6941/03), ημερομ. 15/1/2009.

 

Π. Κλεοβούλου, για τον Εφεσείοντα.

 

Ντ. Σαβεριάδης, για τους Εφεσίβλητους 1 και 2.

 

Χρ. Χατζηλοΐζου, για τους Εφεσίβλητους 3 και 4.

 

Cur. adv. vult.

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.

 

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Με αγωγή που καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, ο εφεσείων, αρχικά αξίωνε από τους εφεσίβλητους (πρώην εναγόμενους 1, 2, 3 και 4), όπως και από το Γενικό Εισαγγελέα (πρώην εναγόμενο 5), αποζημιώσεις για σωματικές βλάβες τις οποίες, όπως ισχυριζόταν, υπέστη στις 17/10/2003, ενώ τελούσε υπό κράτηση στον Κεντρικό Αστυνομικό Σταθμό Λεμεσού, ως αποτέλεσμα επίθεσης που δέχθηκε από τους εφεσίβλητους 3 και 4, στην παρουσία του εφεσίβλητου 2, όλοι τους μέλη τότε της Αστυνομικής Διεύθυνσης Λεμεσού, όπως και αποζημιώσεις για κακόβουλη ποινική δίωξη. Πρόσθετα, εναντίον του εφεσίβλητου 1 ο εφεσείων αξίωνε και αποζημιώσεις για δυσφήμιση.  Στα πλαίσια των εν λόγω αξιώσεών του ο εφεσείων πρόβαλλε επίσης ισχυρισμούς για προσβολή της προσωπικότητας και αξιοπρέ[*836]πειάς του, για πρόκληση ψυχικών τραυμάτων, όπως και για στέρηση της προσωπικής ελευθερίας του, παράγοντες που δικαιολογούσαν, σύμφωνα με το δικόγραφό του, τον επιδικασμό προς όφελός του και τιμωρητικών αποζημιώσεων.

 

Στην πορεία της υπόθεσης ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, ο εφεσείων απέσυρε την αγωγή του εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα, ενώ στο στάδιο ακρόασης της έφεσης, με δήλωση του συνηγόρου του, περιόρισε τις αξιώσεις του εναντίον των εφεσιβλήτων, σε αποζημιώσεις αποκλειστικά για τις σωματικές βλάβες τις οποίες, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, υπέστη στα πλαίσια της κατ’ ισχυρισμό παράνομης επίθεσης που δέχθηκε και τις συναφείς με αυτή ειδικές ζημιές. Επομένως, ανάλογα θα πραγματευθούμε και τους λόγους έφεσης.

 

Κατά τον ουσιώδη χρόνο οι εφεσίβλητοι 3 και 4, υπηρετούσαν, ο μεν πρώτος ως Ειδικός Αστυφύλακας με αριθμό 5259 στο Τμήμα Αλλαγών της Αστυνομικής Διεύθυνσης Λεμεσού, ο δε δεύτερος ως Αστυφύλακας με αριθμό 3964 στο ίδιο τμήμα. Κατά τον ίδιο χρόνο, οι εφεσίβλητοι 1 και 2, για τους οποίους ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι «φέρουν εκ προστήσεως και/ή πρωτογενή ευθύνη» για τις ενέργειες των εφεσίβλητων 3 και 4, επίσης υπηρετούσαν στην Αστυνομική Διεύθυνση Λεμεσού ο μεν εφεσίβλητος 1 στη θέση του Αστυνομικού Διευθυντή Λεμεσού, ο δε εφεσίβλητος 2, ο οποίος είχε, σύμφωνα με τον εφεσείοντα, «τον έλεγχο της συμπεριφοράς των εναγομένων 3 και 4» κατά τον ουσιώδη χρόνο και έφερε το βαθμό του Λοχία, ως υπεύθυνος στο Τμήμα Αλλαγών στην εν λόγω Αστυνομική Διεύθυνση. Σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης, οι εφεσίβλητοι 2, 3 και 4 ενεργούσαν κατά τον ουσιώδη χρόνο «κάτω από τις οδηγίες και/ή τον έλεγχο και/ή την διεύθυνση» του εφεσίβλητου 1 και/ή «ενεργούσαν δια λογαριασμό του και/ή τον εκπροσωπούσαν».

 

Για τον εφεσείοντα κατέθεσαν συνολικά δώδεκα μάρτυρες, περιλαμβανομένου και του ιδίου. Για την υπεράσπιση, η οποία να σημειωθεί ήταν ουσιαστικά κοινή για όλους τους εφεσίβλητους, κατέθεσαν οι εφεσίβλητοι 1 και 3, ενώ κλήθηκαν και τρεις μάρτυρες, δύο από τον εφεσίβλητο 1 και ένας από τους εφεσίβλητους 3 και 4. Ως μέρος του αποδεικτικού υλικού κατατέθηκαν επίσης οι καταθέσεις στην Αστυνομία των εφεσίβλητων 2 και 4, όπως και ένας μεγάλος αριθμός εγγράφων.

 

Σύμφωνα με την εκδοχή του εφεσείοντα, όπως αυτή τέθηκε ενόρκως ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, στις 17/10/2003, ενώ αυτός τελούσε υπό κράτηση στην Αστυνομική Διεύθυνση Λε[*837]μεσού, δέχθηκε απρόκλητα και παράνομα επίθεση από τους εφεσίβλητους 3 και 4, στην παρουσία του εφεσίβλητου 2, οι οποίοι τον κτύπησαν στο κεφάλι, όπως και σε διάφορα μέρη του σώματος του, τόσο με τα χέρια τους, όσο και με ξύλα, ενώ παράλληλα τον κλώτσησαν επανειλημμένα. Το συμβάν έλαβε χώρα στο εντευκτήριο των κρατητηρίων της Αστυνομικής Διεύθυνσης Λεμεσού, ενώ ο εφεσείων έφερε χειροπέδες. Στην Αστυνομική Διεύθυνση Λεμεσού ο εφεσείων, ο οποίος είχε νωρίτερα την ίδια μέρα συλληφθεί ως παράνομος μετανάστης, είχε μεταφερθεί για σκοπούς κράτησης και στο εντευκτήριο των κρατητηρίων είχε οδηγηθεί για σκοπούς συμπλήρωσης της απαιτούμενης για την κράτηση του, διαδικασίας.

 

Εκ διαμέτρου αντίθετη ήταν η εκδοχή του εφεσίβλητου 3, ο οποίος στην ένορκη μαρτυρία του υιοθέτησε ως μέρος της κύριας εξέτασης του, το περιεχόμενο της κατάθεσης του στην αστυνομία, την οποία έδωσε την ίδια μέρα λίγο μετά το συμβάν και τα οποία αντεξεταζόμενος, επανέλαβε. Στις ίδιες γραμμές ήταν και η εκδοχή του εφεσίβλητου 4, όπως αυτή προκύπτει μέσα από την κατάθεση του στην αστυνομία, η οποία υπενθυμίζουμε αποτελεί μέρος της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, ενώ ο ίδιος είχε επιλέξει να μην καταθέσει. Συνοψίζουμε την εκδοχή των δύο εφεσιβλήτων.

 

Προτού ο εφεσείων τοποθετηθεί στα κρατητήρια της Αστυνομικής Διεύθυνσης Λεμεσού, όπου μεταφέρθηκε αμέσως μετά τη σύλληψη του, οδηγήθηκε από τους εφεσίβλητους 3 και 4 σε μικρό δωμάτιο, παρά την είσοδο των κρατητηρίων, για σκοπούς έρευνας και συμπλήρωσης των απαιτούμενων για σκοπούς κράτησης τυπικών διαδικασιών. Εκεί, μεταξύ άλλων, του ζητήθηκε από τον εφεσίβλητο 3 να αφαιρέσει τα κορδόνια των παπουτσιών του. Αντιδρώντας ο εφεσείων επιτέθηκε, αρχικά, φραστικά εναντίον και των δύο εφεσιβλήτων με τη φράση «γιατί ρε μαλάκες είμαι τρελός και θα αυτοκτονήσω;» και στη συνέχεια σε υπόδειξη του εφεσίβλητου 3 όπως ηρεμήσει, επιτέθηκε και κτύπησε τον εφεσίβλητο 3 με ένα ξύλινο κιβώτιο, ενώ ταυτόχρονα, ρίχνοντας βίαια στο πάτωμα το ξύλινο τραπέζι πάνω στο οποίο το κιβώτιο ήταν τοποθετημένο, το έσπασε. Αφού κατάφεραν να ακινητοποιήσουν τον εφεσείοντα προσωρινά, οι εφεσίβλητοι 3 και 4 του πέρασαν χειροπέδες. Αντιδρώντας βίαια ο εφεσείων και φωνάζοντας «δεν θα σας περάσει να φορέσετε χειροπέδες σε πυγμάχο», κατάφερε, ασκώντας δύναμη, να απελευθερώσει το αριστερό του χέρι, σπάζοντας τις χειροπέδες, οι οποίες παρέμειναν να κρέμονται από το δεξιό του καρπό. Ακολούθως, επιτέθηκε εκ νέου εναντίον του εφε[*838]σίβλητου 3 τον οποίο αφού άρπαξε από τη μέση, τον έσυρε προς το μέρος του με αποτέλεσμα να πέσουν και οι δυο στο έδαφος. Πέφτοντας μαζί με τον εφεσίβλητο 3, ο εφεσείων κτύπησε με τη δεξιά πλευρά του προσώπου του στη γωνία του ξύλινου τραπεζιού και στη συνέχεια με το πίσω μέρος της κεφαλής του, στο έδαφος. Τελικά, οι εφεσίβλητοι 3 και 4 αφού κατάφεραν να ακινητοποιήσουν τον εφεσείοντα του φόρεσαν νέες χειροπέδες και τον μετέφεραν στα αστυνομικά κρατητήρια.

 

Σύμφωνα με τα γεγονότα που ακολούθησαν και τα οποία συνιστούν κοινό έδαφος, ο εφεσείων μεταφέρθηκε στο Τμήμα Πρώτων Βοηθειών του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού το ίδιο βράδυ του συμβάντος, όπου, αφού έτυχε ιατρικής περίθαλψης από τον επί καθήκοντι ιατρό-χειρούργο Γ. Καυκαλιά (Μ.Ε.4), στη συνέχεια οδηγήθηκε πίσω στα αστυνομικά κρατητήρια. Τα ευρήματα του, ο εν λόγω ιατρός κατέγραψε σε έκθεση που ετοίμασε και της οποίας το περιεχόμενο υιοθέτησε (τεκμήριο 9). Σύμφωνα με τον εν λόγω μάρτυρα, ο εφεσείων έφερε αιμάτωμα στην περιοχή του δεξιού οφθαλμού, θλαστικά τραύματα στην ινιακή χώρα του τριχωτού της κεφαλής των οποίων έγινε συρραφή, όπως και εκδορές στην αριστερή ωμοπλάτη.

 

Στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού ο εφεσείων μεταφέρθηκε από την αστυνομία και την επομένη, 18/10/2003, όπου εξετάστηκε από τον ιατρό Γ. Ιωάννου (Μ.Ε.7), στην παρουσία του ιατροδικαστή Ματσάκη. Ο τελευταίος ενεργούσε για την υπεράσπιση. Τα ευρήματα του ιατρού Ιωάννου καταγράφονται σε έκθεση του, τεκμήριο 29, το περιεχόμενο της οποίας ο εν λόγω ιατρός υιοθέτησε στη μαρτυρία του.

 

Στις 21/10/2003 ο εφεσείων εξετάστηκε στο Τμήμα Παραβάσεων της Αστυνομικής Διεύθυνσης Λεμεσού από καρδιολόγο της δικής του επιλογής, το Σ. Αττίπα (Μ.Ε.5) και τον ιατροδικαστή Σ. Σοφοκλέους (Μ.Υ.3), ο οποίος ενεργούσε με βάση οδηγίες που δόθηκαν από το Δικαστήριο στα πλαίσια διερεύνησης παραπόνου που υπέβαλε ο εφεσείων για κακομεταχείριση. Τα ευρήματα των δύο ιατρών κατεγράφησαν από τον ιατροδικαστή Σοφοκλέους σε σχετική έκθεση, με το περιεχόμενο της οποίας ο (Μ.Ε.5) συμφώνησε. Λίγες μέρες αργότερα ο (Μ.Ε.5) ετοίμασε δική του έκθεση (τεκμήριο 13.1) στην οποία επαναλαμβάνει ουσιαστικά τα ευρήματα που κατεγράφησαν στην έκθεση που ετοιμάστηκε από τον ιατροδικαστή Σοφοκλέους.

 

Τον εφεσείοντα εξέτασε στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού, [*839]όπου μεταφέρθηκε από την αστυνομία, στις 22/10/2003, η νευρολόγος του νοσοκομείου Άντρη Μαλεκκίδου, τα ευρήματα της οποίας καταγράφονται στην έκθεση της, τεκμήριο 10, το περιεχόμενο της οποίας η εν λόγω ιατρός υιοθέτησε.

 

Την ίδια μέρα, ο εφεσείων εξετάστηκε στα αστυνομικά κρατητήρια της Αστυνομικής Διεύθυνσης Λεμεσού από τον ψυχίατρο Τ. Κυριακίδη (Μ.Ε.11), ο οποίος κατέγραψε τις διαπιστώσεις του στην έκθεση τεκμήριο 11, το περιεχόμενο της οποίας υιοθέτησε κατά τη μαρτυρία του.

 

Αρχές Δεκεμβρίου 2003 εξέτασε τον εφεσείοντα η ψυχολόγος Λουκία Δημητρίου, η οποία κατέγραψε τα ευρήματα της στην έκθεση τεκμήριο 14, την οποία ετοίμασε 2½ περίπου χρόνια μετά την εξέταση, το περιεχόμενο της οποίας και υιοθέτησε.

 

Τέλος, τον εφεσείοντα εξέτασε και ο δικής του επιλογής ιατροδικαστής Πανίκος Σταυριανού. Η εξέταση έγινε στις 2/5/2008 και τα σχετικά ευρήματα του εν λόγω ιατροδικαστή κατεγράφησαν από τον τελευταίο στην έκθεση του τεκμήριο 30, το περιεχόμενο της οποίας ο ιατροδικαστής υιοθέτησε. Στο περιεχόμενο της εν λόγω έκθεσης θα αναφερθούμε λεπτομερέστερα, ενόψει των λόγων έφεσης, σε κατοπινό στάδιο.

 

Για σκοπούς ολοκλήρωσης της εικόνας που αναδύεται μέσα από τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα, θεωρούμε σκόπιμο να αναφέρουμε και τα πιο κάτω.

 

Με αφορμή παράπονο που ο εφεσείων υπέβαλε μέσω του δικηγόρου του εναντίον των εφεσίβλητων 3 και 4 στις 19/10/2003, αναφορικά με τη συμπεριφορά τους, διατάχθηκε εναντίον των τελευταίων, από τον εφεσίβλητο 1, έρευνα. Την έρευνα διεξήγαγε ο Υπαστυνόμος Χριστάκης Καπηλιώτης, ο οποίος κλήθηκε μεν από τους εφεσίβλητους 1 και 2, κατέθεσε όμως για λογαριασμό και των εφεσίβλητων 3 και 4. Σύμφωνα με τον εν λόγω μάρτυρα, ο οποίος ετοίμασε έκθεση την οποία και κατέθεσε στο δικαστήριο, δεν προέκυψε οτιδήποτε το ενοχοποιητικό εναντίον των εφεσίβλητων 3 και 4.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία και κατέληξε σε διαπιστώσεις τις οποίες και παραθέτει στην απόφασή του, απέρριψε την εκδοχή του εφεσείοντα τον οποίο έκρινε αναξιόπιστο, όπως και τη μαρτυρία του βασικού του μάρτυρα, ιατροδικαστή Π. Σταυριανού (Μ.Ε.9), την οποία έκρινε ανασφαλές υπόβαθρο για την εξαγωγή συμπερασμάτων, και συνακόλουθα απέρριψε την αγωγή, με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντα.

 

Η πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου αμφισβητείται με έξι συνολικά λόγους έφεσης, τους οποίους, στο βαθμό και την έκταση που μας ενδιαφέρει, ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα αιτιολογεί στην Ειδοποίηση Έφεσης και πραγματεύεται στα πλαίσια του διαγράμματος του σε συνάρτηση με την κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν τυγχάνει εφαρμογής το δημιουργούμενο από τις πρόνοιες του Άρθρου 6* του Νόμου 36(ΙΙΙ)/2002, τεκμήριο. Υπενθυμίζουμε ότι ο εφεσείων, με δήλωση του συνηγόρου του κατά την ακρόαση της έφεσης, περιόρισε τις αξιώσεις του αποκλειστικά σε αξιώσεις για αποζημιώσεις για σωματικές βλάβες που σύμφωνα με τον ίδιο υπέστη ως αποτέλεσμα παράνομης επίθεσης που δέχθηκε από τους εφεσίβλητους 3 και 4 και τις συναφείς με τις εν λόγω αξιώσεις ειδικές ζημιές.

 

Κατ’ αρχάς θα πρέπει να λεχθεί ότι η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν τύγχανε εφαρμογής το δημιουργούμενο από τις πρόνοιες του Άρθρου 6 του Νόμου 36(ΙΙΙ)/2002, τεκμήριο, στην ουσία δεν έχει εφεσιβληθεί. Εκείνο που ο εφεσείων ισχυρίζεται, και αυτό στα πλαίσια του πρώτου λόγου έφεσης, είναι πως η παράλειψη του δικαστηρίου να εφαρμόσει το εν λόγω τεκμήριο, σε συνδυασμό με την υπόλοιπη μαρτυρία, πραγματική και μη, οδήγησαν το δικαστήριο στην εσφαλμένη, κατά τη γνώμη του εφεσείοντα, κατάληξη ότι δεν απεδείχθη η κακοποίηση του από τους εφεσίβλητους 3 και 4. Με άλλα λόγια, ο εφεσείων διαμόρφωσε την περί εσφαλμένης κατάληξης του πρωτόδικου δικαστηρίου παίρνοντας ως δεδομένο ότι το εν λόγω τεκμήριο τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση, κάτι όμως που δεν ισχύει. [*841]Επομένως, το συγκεκριμένο ζήτημα δεν θα μας απασχολήσει.

 

Στρεφόμαστε τώρα στους λόγους έφεσης.

 

Οι πέντε από τους έξι λόγους έφεσης (λόγοι έφεσης 1, 2, 3, 5 και 6), έχουν στο στόχαστρο τους την πρωτόδικη δικαστική κρίση σχετικά με θέματα αξιοπιστίας μαρτύρων.

 

Η επί του προκειμένου επιχειρηματολογία του ευπαίδευτου συνηγόρου του εφεσείοντα, περιστρέφεται γύρω από τη θέση ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την καταλυτική, όπως την χαρακτηρίζει, πτυχή της μαρτυρίας του εμπειρογνώμονα ιατροδικαστή Π. Σταυριανού (Μ.Ε.9), η οποία αφορούσε στον τρόπο με τον οποίο προκλήθηκαν τα τραύματα στην κεφαλή του εφεσείοντα, με την οποία πτυχή ο κ. Κλεοβούλου συνδέει και συναρτά την εκδοχή του εφεσείοντα.

 

Η συγκεκριμένη πτυχή της μαρτυρίας του εν λόγω ιατροδικαστή θα έπρεπε, σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο, να είχε προσεγγιστεί υπό το φως των ευρημάτων του ιατρού του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού Γ. Ιωάννου (Μ.Ε.7), σε συνάρτηση με τα οποία και θα έπρεπε να είχε αξιολογηθεί. Υπενθυμίζουμε ότι ο ιατρός Ιωάννου εξέτασε τον εφεσείοντα την επομένη του τραυματισμού του τελευταίου στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού, στην παρουσία του ιατροδικαστή Μ. Ματσάκη, σε συνεργασία με τον οποίο συνέταξε και τη σχετική έκθεση, τεκμήριο 29, στην οποία καταγράφονται οι κοινές διαπιστώσεις των δύο ιατρών. Ο ιατροδικαστής Ματσάκης είχε κληθεί να εξετάσει τον εφεσείοντα από την αδελφή του τελευταίου, δεν κλήθηκε όμως να καταθέσει ως μάρτυρας.

 

Διεξήλθαμε προσεκτικά τη μαρτυρία του (Μ.Ε.7), όπως και την έκθεση τεκμήριο 29, έχοντας κατά νου την επί του προκειμένου πτυχή της επιχειρηματολογίας του κ. Κλεοβούλου. Είναι η διαπίστωση μας ότι, με εξαίρεση το γεγονός ότι στην έκθεση τεκμήριο 29, η περιγραφή των τραυμάτων είναι λεπτομερής, για όλα εκείνα από τα τραύματα στα οποία δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση από τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα και στα οποία ο κ. Κλεοβούλου επέσυρε την προσοχή μας, η ουσία των ευρημάτων του ιατρού Γ. Ιωάννου συνάδει απόλυτα, θα λέγαμε, με την ουσία των ευρημάτων του ιατρού Καυκαλιά (Μ.Ε.4), ο οποίος εξέτασε τον εφεσείοντα το ίδιο βράδυ του τραυματισμού του. Εξάλλου και ο ίδιος ο (Μ.Ε.7) αντεξεταζόμενος περιόρισε τη διαφορά στις δύο εκθέσεις, ήτοι τη δική του έκθεση, τεκμήριο 29 και την έκθεση του [*842]ιατρού Καυκαλιά, τεκμήριο 9, στον τρόπο περιγραφής των τραυμάτων και συγκεκριμένα στο λεπτομερέστερο τρόπο που αυτά περιγράφονται στη δική του έκθεση. Υπενθυμίζουμε τα ευρήματα του ιατρού Καυκαλιά: Αιμάτωμα στην περιοχή του δεξιού οφθαλμού, γραμμοειδείς οριζόντιες εκδορές στην αριστερή ωμοπλάτη μήκους 8 εκ. και παράλληλα θλαστικά τραύματα στην ινιακή χώρα, το τριχωτό της κεφαλής των οποίων έγινε συρραφή.

 

Με την ίδια προσοχή διεξήλθαμε και τη μαρτυρία του ιατροδικαστή Π. Σταυριανού (Μ.Ε.9), ο οποίος εξέτασε τον εφεσείοντα 4½ περίπου χρόνια μετά το συμβάν και συγκεκριμένα στις 2/5/2008. Τα ευρήματα του ιατροδικαστή Σταυριανού αποτυπώνονται στην έκθεση του, τεκμήριο 30. Πρόκειται για παλαιές ουλές στην περιοχή της ινιακής χώρας, φυσιολογικά κατάλοιπα των τραυμάτων που είχαν διαπιστωθεί στην εν λόγω περιοχή,  κατά την εξέταση του εφεσείοντα από τους (Μ.Ε.4 και 7). Στην έκθεση του ο ιατροδικαστής κάμνει επίσης αναφορά «σε μια κάκωση στην περιοχή του δεξιού οφθαλμού» του εφεσείοντα, για την οποία τη σχετική πληροφόρηση άντλησε αποκλειστικά από τις περιγραφές της συγκεκριμένης κάκωσης στις εκθέσεις των ιατρών που είχαν εξετάσει τον εφεσείοντα, όπως και από φωτογραφίες με τις οποίες τον είχε εφοδιάσει ο συνήγορος του τελευταίου.

 

Στην έκθεση του και με τη μορφή συμπερασμάτων τα οποία υιοθέτησε στη μαρτυρία του, ο (Μ.Ε.9) διατυπώνει τη γνώμη ότι η περιγραφή των τραυμάτων στις εκθέσεις των (Μ.Ε.4 και 7), σε συνδυασμό με τη μορφολογία των ουλών που ο ίδιος διαπίστωσε και το είδος των χειροπέδων που η αστυνομία χρησιμοποιεί, για το οποίο έχει προσωπική γνώση, συνάδουν με την εκδοχή του εφεσείοντα ότι τα τραύματα στην ινιακή χώρα προκλήθηκαν όχι από βίαιη κρούση της κεφαλής του εφεσείοντα στο πάτωμα, ως είναι η θέση των εφεσιβλήτων, αλλά από κτυπήματα που ο εφεσείων δέχθηκε στη συγκεκριμένη περιοχή της κεφαλής, με μεταλλικές χειροπέδες. Αναφορικά με την κάκωση στην περιοχή του δεξιού οφθαλμού, ο μάρτυρας, με βάση αποκλειστικά την περιγραφή της κάκωσης στις εκθέσεις των (Μ.Ε.4 και 7) και τις φωτογραφίες με τις οποίες τον εφοδίασε ο συνήγορος του εφεσείοντα, καταλήγει: «... θεωρώ τον ισχυρισμό του Γ. Μελικκίδη ότι δηλαδή αυτή η κάκωση προκλήθηκε από χτύπημα που δέχτηκε με κλωτσιά ως επικρατέστερο από τον ισχυρισμό ότι η κάκωση αυτή προκλήθηκε από επαφή με την γωνιά του ξύλινου τραπεζιού της συγκεκριμένης ανατομικής χώρας του προσώπου του Γ. Μελικκίδη που σε τέτοια περίπτωση θα πρέπει να είχαμε διαφορετική μορφολογία του τραύματος και κατ’ επέκταση μέχρι και λύση της συνέχειας [*843]του δέρματος και όχι μόνο την οποία και θα περιέγραφαν οι γιατροί που τον εξέτασαν».

 

Αναφορικά με τον τρόπο που προκλήθηκαν τα τραύματα στον εφεσείοντα, θεωρούμε σκόπιμο σ’ αυτό το στάδιο και προτού στραφούμε στην ουσία των συγκεκριμένων λόγων έφεσης, να παρεμβάλουμε τα σχετικά συμπεράσματα του (Μ.Υ.3), ιατροδικαστή Σ. Σοφοκλέους, τα οποία υιοθετήθηκαν από το πρωτόδικο δικαστήριο αντί των αντίστοιχων του ιατροδικαστή Σταυριανού. Υπενθυμίζουμε ότι ο ιατροδικαστής Σοφοκλέους εξέτασε τον εφεσείοντα τέσσερις μέρες μετά το συμβάν, ήτοι στις 21/10/2003, με οδηγίες του δικαστηρίου που είχε επιληφθεί αίτησης της αστυνομίας για έκδοση διατάγματος προσωποκράτησης του εφεσείοντα. Η εξέταση έλαβε χώρα στην Αστυνομική Διεύθυνση Λεμεσού, στην παρουσία του ιατρού – καρδιολόγου Σ. Αττιπά (Μ.Ε.5), ο οποίος ενεργούσε για λογαριασμό του εφεσείοντα.

 

Σύμφωνα με τον ιατροδικαστή Σοφοκλέους, η ιατροδικαστική εξέταση των τραυμάτων δεν μπορούσε να οδηγήσει σε ασφαλή συμπεράσματα αναφορικά με τα γεγονότα που οδήγησαν στον τραυματισμό του εφεσείοντα. Αναφορικά με τις πιθανότητες η κάκωση στην περιοχή του δεξιού οφθαλμού να προκλήθηκε με τον τρόπο που ισχυρίζεται ο εφεσείων, αυτές είναι οι ίδιες με τις πιθανότητες η κάκωση να προκλήθηκε με τον τρόπο που ισχυρίζονται οι εφεσίβλητοι. Αναφορικά με τον τραυματισμό του εφεσείοντα στην ινιακή χώρα, ο μάρτυρας δεν απέκλεισε την πιθανότητα αυτός να προκλήθηκε από χειροπέδες των οποίων το σχήμα και η μορφολογία είναι η ίδια με αυτή των ουλών, όχι όμως με τον τρόπο που ισχυρίστηκε ο εφεσείων, δηλαδή από κτυπήματα με τη χρήση χειροπέδων, αλλά από πρόσκρουση της κεφαλής του εφεσείοντα στις χειροπέδες. Τα συγκεκριμένα τραύματα θα μπορούσαν να είχαν προκληθεί, σύμφωνα με τον ιατροδικαστή Σοφοκλέους, εάν κατά το χρόνο της πρόσκρουσης τα χέρια του εφεσείοντα στα οποία ήταν εφαρμοσμένες οι χειροπέδες, ήταν στο πίσω μέρος της κεφαλής, στο ύψος της ινιακής χώρας. Αναφορικά με τα υπόλοιπα τραύματα – εκδορές και εκχυμώσεις σε διάφορα μέρη του σώματος του εφεσείοντα – η θέση του ιατροδικαστή Σοφοκλέους ήταν ότι αυτά συνάδουν με την κοινά αποδεκτή θέση ότι προκλήθηκαν κατά τη διάρκεια της σώμα με σώμα συμπλοκής.

 

Συνιστά πάγια αρχή της νομολογίας μας ότι την πρωταρχική ευθύνη για αξιολόγηση της αποδεκτής μαρτυρίας, την φέρει το πρωτόδικο δικαστήριο και πως, επέμβαση του Εφετείου χωρεί μόνο εκεί όπου οι διαπιστωθείσες αντιφάσεις είναι ουσιαστικής [*844]μορφής και δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση, πλήττουν καίρια την αξιοπιστία του μάρτυρα και φανερώνουν διάθεση του να αποκρύψει την αλήθεια ή δεν βρίσκουν έρεισμα στη μαρτυρία που έγινε αποδεκτή ως αξιόπιστη από το πρωτόδικο δικαστήριο. Εκεί όμως όπου με βάση το σύνολο της μαρτυρίας ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να καταλήξει στις υπό αμφισβήτηση σχετικά με την αξιοπιστία, διαπιστώσεις του, το Εφετείο δεν επεμβαίνει. (Βλ. Αριστείδου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ.   32, Φραντζής κ.ά. ν. Φιλική Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ (2010) 1(Α) Α.Α.Δ. 254, 263, Κουρίδη κ.ά. ν. G.P.C. Fortune Insurance & Investment Ltd (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2014, και Magistrato Gardens Ltd ν. Γενικού Εισαγγελέα (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 220).

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο διατηρεί πάντα την ευχέρεια, νοουμένου ότι η σχετική προσέγγιση του αιτιολογείται επαρκώς και ικανοποιητικά, να δεχθεί τη μαρτυρία ενός μάρτυρα, είτε στο σύνολο της είτε εν μέρει. Απουσία τέτοιας αιτιολόγησης αναπόφευκτα οδηγεί σε απόρριψη της αξιολόγησης λόγω εσφαλμένης καθοδήγησης (Magistrato Gardens Ltd. (πιο πάνω) και Αριστείδου (πιο πάνω)).

 

Τέλος, υπενθυμίζουμε την αρχή ότι για σκοπούς αξιολόγησης της μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων ισχύουν οι ίδιοι κανόνες που ισχύουν στην περίπτωση κάθε άλλου μάρτυρα. Το καθήκον του εμπειρογνώμονα είναι να εφοδιάσει το δικαστήριο με όλες τις απαραίτητες για σκοπούς ελέγχου της ορθότητας των συμπερασμάτων του, επιστημονικές πληροφορίες, έτσι ώστε το δικαστήριο να είναι σε θέση, εφαρμόζοντας αυτές τις πληροφορίες στα γεγονότα της ενώπιον του υπόθεσης που έχουν αποδειχθεί, να σχηματίσει τη δική του κρίση. (Βλ. Κοινοτικό Συμβούλιο Ομόδους ν. Κονναρή (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2298).

 

Επανερχόμενοι στην παρούσα έφεση, παρατηρούμε τα εξής.

 

Αναφορικά με το πώς προκλήθηκαν τα τραύματα στον εφεσείοντα και στον εναγόμενο 3, το πρωτόδικο δικαστήριο, κάμνοντας εκτενή, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, αναφορά στη μαρτυρία των δύο ιατροδικαστών, για τους λόγους που παραθέτει στην απόφαση του, απορρίπτει ως ανασφαλή τα συμπεράσματα και τις διαπιστώσεις του (Μ.Ε.9), ενώ αποδεχόμενο τη μαρτυρία του (Μ.Υ.2), την οποία χαρακτηρίζει ως «πιο λογική», υιοθετεί τα συμπεράσματα και τις διαπιστώσεις του τελευταίου.

 

Έχουμε την άποψη πως ενόψει των λόγων έφεσης, το ζητούμε[*845]νο είναι κατά πόσο, με αναφορά στο σύνολο του περιεχομένου της εκκαλούμενης απόφασης και όχι αποσπασματικά, το πρωτόδικο δικαστήριο αιτιολόγησε επαρκώς και ικανοποιητικά τον τρόπο με τον οποίο προσήγγισε τη μαρτυρία των δύο ιατροδικαστών.

 

Διεξήλθαμε προσεκτικά το σύνολο της εκκαλούμενης απόφασης. Είναι διαπίστωση μας ότι η επί του προκειμένου κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου συνοδευόταν από αιτιολογία. Συνιστά επίσης διαπίστωση μας ότι η δοθείσα αιτιολογία δεν είναι ασαφής και αόριστη, αλλά δίνεται με αναφορά σε συγκεκριμένα στοιχεία της υπόθεσης και ειδικότερα, της μαρτυρίας των εν λόγω εμπειρογνωμόνων. Τα πιο κάτω αποσπάσματα από την πρωτόδικη απόφαση μαρτυρούν του λόγου το αληθές:

 

“Στην τελική ανάλυση η γνώμη των δύο ιατροδικαστών δεν μπορεί να διαφωτίσει το Δικαστήριο σε σχέση με το τι έγινε ακριβώς μέσα σε εκείνο το δωμάτιο αλλά θεωρώ ότι η προσέγγιση του (Μ.Υ.2) στην προκειμένη περίπτωση ήταν πιο ορθή διότι δεν κατέβαλε προσπάθεια να οδηγήσει τα πράγματα σε συγκεκριμένη κατεύθυνση. Τούτο σε αντίθεση με τον (Μ.Ε.9) ο οποίος πέντε χρόνια μετά το συμβάν και αφού είδε μόνο φωτογραφίες και αφού του τέθηκαν συγκεκριμένες εκδοχές προς εξέταση, κατέληξε σε πιο θετική γνώμη από τον (Μ.Υ.2). Όμως ούτε και ο (Μ.Ε.9) ήταν σε θέση να δώσει απόλυτα θετική επιστημονική άποψη για τον τρόπο που επεσυνέβηκαν τα τραύματα του ενάγοντα. Θεωρώ όμως ότι μπορεί να αγνόησε ορισμένα στοιχεία στην προσπάθεια του να απορρίψει ή να υιοθετήσει μία από τις δύο προβαλλόμενες εκδοχές.

 

.............................................................................................

 

......................... Στην παρούσα περίπτωση έχουν διαπιστωθεί κάποια τραύματα επί του σώματος του ενάγοντα και του εναγόμενου 3. Το μόνο συμπέρασμα που εξάγεται απ’ αυτά τα γεγονότα είναι ότι τα τραύματα προκλήθηκαν από κτυπήματα. Όμως οι εμπειρογνώμονες μόνο μ’ αυτό το δεδομένο δεν θα μπορούσαν να κάνουν αναπαράσταση του επεισοδίου. Υπάρχουν πιθανότητες και άλλες πιθανότητες που δεν μπορεί να αποκλεισθούν. Όμως θεωρώ ότι δεν τέθηκαν αρκετά στοιχεία και γεγονότα στον (Μ.Ε.9) ώστε να καταλήξει σε συμπέρασμα σε σχέση με τον τρόπο που προκλήθηκαν αυτά τα τραύματα στο σώμα του ενάγοντα. Ο (Μ.Ε.9) είχε υπόψη του μόνο τα όσα του λέχθηκαν από τον ενάγοντα με αποτέλεσμα το συμπέρασμα του πορίσματος του να αποκλείει ορισμένες πιθανότητες. Ισχυρι[*846]σμοί που βασίζονται σ’ αυτά τα δεδομένα δεν είναι πειστικά, όσο παράξενο και να φαίνεται, για τον απλό λόγο ότι η πλευρά που παρουσιάζει τα γεγονότα μπορεί να μπει στον πειρασμό να αγνοήσει ουσιαστικά γεγονότα που δεν ταιριάζουν με την εκδοχή του. Στην παρούσα περίπτωση η αναπαράσταση του επεισοδίου έχοντας υπόψη τα σπασμένα έπιπλα, αντικείμενα, και τα διάφορα κτυπήματα που παρουσιάζονται και στο σώμα του ενάγοντα αλλά και του αστυνομικού, θα ήταν πράγματι δύσκολο εγχείρημα διότι έπρεπε να ληφθούν υπόψη διάφοροι παράγοντες που δεν είναι σταθεροί. Γι’ αυτό το λόγο το συμπέρασμα του (Μ.Ε.9) τόσο για το μάτι όσο και για τις ουλές στο πίσω μέρος της κεφαλής, δεν μπορεί να θεωρηθεί απόλυτο. Εξάλλου ο (Μ.Ε.9) παραδέχθηκε τις περιορισμένες δυνατότητες της έρευνας του έχοντας υπόψη το γεγονός ότι πολλά γεγονότα για το επεισόδιο δεν του ήταν γνωστά. Ο (Μ.Ε.9) άρχισε με την προϋπόθεση ότι η μία η άλλη εκδοχή των γεγονότων πρέπει να είναι απόλυτα ορθή. Αυτό ήταν το ερώτημα που του τέθηκε εξάλλου, δηλαδή να απορρίψει την μία από τις δύο εκδοχές. Το αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας δεν θα μπορούσε να παράξει απόλυτα συμπεράσματα. Επί παραδείγματι, το συμπέρασμα του (Μ.Ε.9) για το μάτι βασίζεται σε ελλιπή στοιχεία και έτσι δεν αποδίδω ιδιαίτερη βαρύτητα σ’ αυτό το στοιχείο. Το συμπέρασμα του (Μ.Ε.9) για τις ουλές έχει βάση αλλά θεωρώ ότι ο (Μ.Ε.9) δεν είχε συγκεκριμένα στοιχεία υπόψη του για να καταλήξει σε ασφαλή συμπέρασμα για το πως ήρθαν οι χειροπέδες σε επαφή με το τριχωτό της κεφαλής του ενάγοντα για να αφήσουν τα αποτυπώματα που διαπιστώθηκαν εκεί.”

 

Ως προς το πώς προκλήθηκαν τα τραύματα στον εφεσείοντα και στον εφεσίβλητο 3, δεν διαπιστώνουμε λόγο που θα δικαιολογούσε επέμβαση μας στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του πρωτόδικου δικαστηρίου υπέρ της αποδοχής της μαρτυρίας του (Μ.Υ.2) αντί της αντίστοιχης του (Μ.Ε.9), όπως δεν διαπιστώνουμε λόγο που θα δικαιολογούσε επέμβαση μας στην άσκηση της εν λόγω εξουσίας του πρωτόδικου δικαστηρίου να απορρίψει ως αναξιόπιστη την επί του προκειμένου εκδοχή του εφεσείοντα και να αποδεχθεί ως αξιόπιστη μέρος της μαρτυρίας του εφεσίβλητου 3. Τόσο στην περίπτωση της μαρτυρίας του εφεσείοντα, όσο και στην περίπτωση της μαρτυρίας του εφεσίβλητου 3, η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι αιτιολογημένη, της σχετικής αιτιολογίας τεκμηριωμένης, με αναφορά σε συγκεκριμένα στοιχεία της υπόθεσης στα οποία η πρωτόδικη απόφαση παραπέμπει.

 

Εντέλει, η ουσία του θέματος είναι ότι ο εφεσείων, ως ενάγων [*847]που είχε το βάρος απόδειξης της υπόθεσης του στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, δεν κατάφερε να το αποσείσει. Η μαρτυρία του ιδίου, όπως και των μαρτύρων του, δεν έγινε πιστευτή.

 

Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω, οι λόγοι έφεσης 1, 2, 3, 5 και 6 απορρίπτονται.

 

Σύμφωνα με τον τέταρτο λόγο έφεσης, «το Δικαστήριο λανθασμένα και κατά παράβαση των κανόνων της δίκαιης δίκης δεν απεδέχθη αίτημα του ενάγοντα (εφεσείοντα) να καταθέσει οπτικογραφημένο υλικό με τις δηλώσεις του εναγόμενου 1 (εφεσίβλητου 1) προς τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης».

 

Διεξήλθαμε προσεκτικά την αιτιολογία του συγκεκριμένου λόγου έφεσης, όπως και την επί του προκειμένου πτυχή της επιχειρηματολογίας του εφεσείοντα. Είναι η διαπίστωση μας ότι ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης στην ουσία δεν έχει προωθηθεί. Στο περίγραμμα του ο εφεσείων, επαναλαμβάνοντας αυτολεξεί την αιτιολογία του συγκεκριμένου λόγου έφεσης, διατυπώνει κατά τρόπο γενικό, αόριστο και ασαφή, χωρίς οποιαδήποτε διευκρίνιση ή άλλη επιχειρηματολογία, τη θέση ότι, «Η κατάθεση του οπτικογραφημένου υλικού δεν προσέκρουε σε κανένα από τους ισχύοντες κανόνες απόδειξης», χωρίς οποιαδήποτε περαιτέρω επεξήγηση ή διευκρίνιση. Θεωρούμε ότι ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης δεν έχει δεόντως προωθηθεί, γι’ αυτό και δεν θα μας απασχολήσει.

 

Ως αποτέλεσμα, ούτε ο τέταρτος λόγος έφεσης μπορεί να πετύχει.

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντος, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο