ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΡ. 50/2016

(ΑΡ. ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ 5699/2013)

 

 

9 Ιανουαρίου, 2024

 

 

[Γ.N. ΓΙΑΣΕΜΗΣ,  Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

ΛΟΥΚΙΑ ΠΑΥΛΙΔΟΥ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ

ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ ΝΙΚΟΛΑ ΑΝΤΩΝΗ ΠΑΥΛΙΔΗ

Εφεσείουσα/Αιτήτρια

v.

 

            ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ

           1.  ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

2.    ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ

Εφεσίβλητων/Καθ’ ων η Αίτηση

-----------------------------

 

Μ. Δειλινός με Α. Τσολιά  για Δειλινός & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για Εφεσείουσα

Θ. Πιπερή (κα) για Γενικό Εισαγγελέα, για Εφεσίβλητους

Κ. Κακουλλή (κα) για Chrysses Demetriades & Co LLC και Φ. Καμένος για Μαρκίδης, Μαρκίδης & Σία ΔΕΠΕ, για Ενδιαφερόμενο Μέρος

------------------------------

 

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Γ.Ν. Γιασεμή.

----------------------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Η εφεσείουσα, με την παρούσα έφεση επιδιώκει ανατροπή της απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου, στην προσφυγή αρ. 5699/2013. Με αυτήν, απορρίφθηκε αίτημά της να κηρυχθεί άκυρη η παράλειψη των καθ΄ ων η αίτηση, εφεσιβλήτων, να της προσφέρουν την επιστροφή συγκεκριμένων ακινήτων, (τα ακίνητα), τα οποία είχαν απαλλοτριωθεί το 1954, υπο τις συνθήκες που θα αναφερθούν στη συνέχεια.  Για την ακρίβεια, κατά τον Μάρτιο του 2013, η εφεσείουσα ζήτησε από τους εφεσίβλητους να ενεργήσουν προς ικανοποίηση του πιο πάνω αιτήματος της.  Ωστόσο, δεν υπήρξε ανταπόκριση από μέρους τους. Ως εκ τούτου, καταχώρισε την προαναφερθείσα προσφυγή η οποία, όμως, απορρίφθηκε.

 

Τα ακίνητα, αποτελούσαν μέρος μεγαλύτερης έκτασης  γης, στο χωριό Μονή της επαρχίας Λεμεσού, ιδιοκτησία του αποβιώσαντα Νικόλα Αντώνη Παυλίδη, από τον οποίον η εφεσείουσα έλκει δικαίωμα ιδιοκτησίας, σε αυτή. Η εφεσείουσα υπέβαλε το πιο πάνω αίτημα της, θεωρώντας ότι ο σκοπός για τον οποίο τα ακίνητα είχαν απαλλοτριωθεί, δεν κατέστη εφικτός.  Επομένως, έπρεπε να επιστραφούν σε αυτή, ως η διάδοχος, στον τίτλο, του προ της απαλλοτρίωσης ιδιοκτήτη.  Αυτός, ήταν και ο βασικός λόγος που προβλήθηκε, πρωτοδίκως, προς τον σκοπό ελέγχου της νομιμότητας της φερόμενης παράλειψης, ανωτέρω, των εφεσιβλήτων. Βασιζόταν στο Άρθρο 23.5 του Συντάγματος, και στο, σχετικό, άρθρο 15 του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962, (Ν.15/1962), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί, (ο Νόμος 15/1962). 

 

Όπως έχουν, περαιτέρω, τα σχετικά γεγονότα, ολόκληρη η προαναφερθείσα γη, απαλλοτριώθηκε, το 1954, προς όφελος της εταιρείας Τhe Cyprus Cement Company Ltd, (η εταιρεία/το ενδιαφερόμενο μέρος).  Πρόκειται για εταιρεία ιδιωτικού δικαίου. Τούτο, έγινε στη βάση του, τότε, ισχύοντος Νόμου, The Cement (Industry, Encouragement and Control Law, 1952, ο οποίος με τη συμπερίληψη του στην έκδοση των Νόμων της Κύπρου του 1959, αναριθμήθηκε σε CAP 130.  Με τη μετάφραση του στην ελληνική γλώσσα, κατέστη γνωστός και ως ο περί Σκυροκονιάματος (Ενθάρρυνση και Έλεγχος της Βιομηχανίας) Νόμος, Κεφ. 130, (ο Νόμος, Κεφ. 130). 

 

Σκοπός της απαλλοτρίωσης, ήταν η δημιουργία εργοστασίου και άλλων συναφών υποδομών, για την κατασκευή σκυροκονιάματος και παρεμφερών προϊόντων.  Είχε ήδη δοθεί άδεια προς τούτο, στην εταιρεία, από την τότε αρμόδια αποικιοκρατική αρχή, δυνάμει των σχετικών προνοιών του Νόμου, Κεφ. 130. Με την επικύρωση της απαλλοτρίωσης, η γη περιήλθε «απόλυτα» στον κάτοχο της άδειας, δηλαδή στην εταιρεία. Εναπόκειτο, πλέον, στο Διευθυντή Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας να ενεργήσει για την εγγραφή της στο όνομά της, (άρθρο 14, Νόμος, Κεφ. 130).  Επιπρόσθετα, στις 22.10.1956, με απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, στην παραπομπή αρ. 32/1954, ο Νικόλας Αντώνη Παυλίδης, ως δικαιούχος, εισέπραξε από την εταιρεία και το επιδικασθέν ποσό της αποζημίωσης.  Τα ανωτέρω,  έλαβαν χώρα με βάση τις πρόνοιες του Μέρους IV, του Νόμου, Κεφ. 130

 

Μετά την απαλλοτρίωση, η εταιρεία προχώρησε στην λήψη μέτρων που οδήγησαν στην υλοποίηση του πιο πάνω σκοπού. Το εργοστάσιο λειτούργησε για αρκετές δεκαετίες. Κατά το 2011 με 2012, αυτό έπαυσε να λειτουργεί και κατεδαφίστηκε. Η εταιρεία, ως η αδειούχος, είχε, προφανώς, εκπληρώσει μέχρι τότε τον σκοπό της. Δεν υποβλήθηκε αίτημα για επιστροφή της απαλλοτριωθείσας, ως ανωτέρω, γης. Το Άρθρο 23 του Συντάγματος δεν παρέχει τέτοιο δικαίωμα στον προηγούμενο ιδιοκτήτη, όπως ούτε και ο υπό αναφορά Νόμος, Κεφ. 130.  Παρεμπιπτόντως, τούτο, είναι αποδεκτό από μέρους της εφεσείουσας.

 

Το ζήτημα, που απασχόλησε, πρωτίστως, το Δικαστήριο, δεδομένης της προαναφερθείσας πραγματικής και νομικής βάσης της προσφυγής, αφορούσε το νομικό καθεστώς που ίσχυε σε σχέση με τα ακίνητα, όταν ζητήθηκε η επιστροφή τους, για το λόγο που έχει προαναφερθεί.  Συγκεκριμένα, κατά πόσο οι σχετικές πρόνοιες του Νόμου, Κεφ. 130, είχαν ως αποτέλεσμα την παγίωση των δικαιωμάτων της εταιρείας επί των ακινήτων, πριν από την εγκαθίδρυση, το 1960, της Κυπριακής Δημοκρατίας και της έναρξης της ισχύος του Συντάγματος.  Δευτερευόντως, το Δικαστήριο, ασχολήθηκε και με το ζήτημα κατά πόσο τα ακίνητα χρησιμοποιήθηκαν, πράγματι, για το σκοπό για τον οποίο απαλλοτριώθηκαν, το 1954. Η απάντηση του Δικαστηρίου, σε σχέση με τα πιο πάνω δύο ζητήματα, ήταν καταφατική, με αποτέλεσμα την απόρριψη της προσφυγής.

 

  Η εφεσείουσα, θεώρησε εσφαλμένη την απόφαση του Δικαστηρίου. Με πέντε λόγους έφεσης, εκ των οποίων οι τέσσερις πρώτοι σχετικοί, μεταξύ τους, αμφισβητεί την ορθότητα της. Ουσιαστικά, προβάλλει, εκ νέου, τον προαναφερθέντα και εξετασθέντα, πρωτοδίκως, λόγο ακύρωσης. Στο επίκεντρο των επιχειρημάτων της βρίσκεται το Άρθρο 23.5 του Συντάγματος Αντιθέτως, οι εφεσίβλητοι και η εταιρεία, ως το ενδιαφερόμενο μέρος, επικροτούν, στο σύνολό της, την απόφαση του Δικαστηρίου. Τονίζουν, προπαντός  την ιδιαιτερότητα προνοιών του Νόμου, Κεφ. 130, και την απουσία πρόνοιας σε αυτόν που να προβλέπει για την επιστροφή, για οποιοδήποτε λόγο, απαλλοτριωθείσας, με βάση τις πρόνοιές του, ακίνητης ιδιοκτησίας στον προηγούμενο ιδιοκτήτη της. Παραπέμπουν, συναφώς, σε σχετική νομολογία.

 

Το Άρθρο 23.5 του Συντάγματος προβλέπει, συγκεκριμένα, στο βαθμό που ενδιαφέρει, τα εξής: 

 

«23.5 Οιαδήποτε ακίνητος ιδιοκτησία, ή δικαίωμα ή συμφέρον επί τοιαύτης ιδιοκτησίας απαλλοτριωθείσα αναγκαστικώς θα χρησιμοποιηθή αποκλειστικώς προς τον δι' ον απηλλοτριώθη σκοπόν. Εάν εντός τριών ετών από της απαλλοτριώσεως δεν καταστή εφικτός ο τοιούτος σκοπός, η απαλλοτριώσασα αρχή, ευθύς μετά την εκπνοήν της ρηθείσης προθεσμίας των τριών ετών υποχρεούται να προσφέρη την ίδιοκτησίαν επί καταβολή της τιμής κτήσεως εις το πρόσωπον παρ' ου απηλλοτρίωσεν αυτή. …»

 

Οι πρόνοιες του Συντάγματος,  καθ’ ολοκληρία, περιλαμβανομένης της πιο πάνω, ισχύουν στη νομική έννομη τάξη της Κυπριακής Δημοκρατίας από την ημερομηνία εγκαθίδρυσης της, στις 14.8.1960.  Συνακόλουθα, σύμφωνα με ό,τι αποφασίστηκε στην υπόθεση HadjiLoizou v. Impr. Board of Ay. Dhometios (1987) 3 C.L.R. 646, το Άρθρο 23.5 του Συντάγματος, δεν εφαρμόζεται πριν από την πιο πάνω ημερομηνία.  Στη βάση, όμως, του Άρθρου 188.1, νόμοι οι οποίοι ίσχυαν κατά την εν λόγω ημερομηνία, παρέμειναν σε ισχύ μέχρι την κατάργηση ή την τροποποίηση τους. Στην ίδια διάταξη προβλέπεται, επίσης, ότι οποιοσδήποτε νόμος ο οποίος παραμένει σε ισχύ, όπως προβλέπεται πιο πάνω, «… θα ερμηνεύεται και θα εφαρμόζεται προσαρμοζόμενος, καθ’  ον μέτρον είναι αναγκαίον, προς το Σύνταγμα.».

 

Ο συνήγορος της εφεσείουσας, με δεδομένη την πιο πάνω πρόνοια, εισηγήθηκε ότι ο Νόμος, Κεφ. 130, πρέπει, εν προκειμένω, να προσαρμοστεί, ώστε να συνάδει με το Άρθρο 23.5 του Συντάγματος. Τούτο, θα έχει ως αποτέλεσμα, να διαφανεί η παράλειψη των εφεσιβλήτων να προσφέρουν τα ακίνητα στην εφεσείουσα.  Παρέπεμψε, συναφώς, στην υπόθεση Δημητρίου ν. Κωνσταντή κ.α. (1994) 3 Α.Α.Δ. 307.  Η πιο πάνω απόφαση αφορούσε περίπτωση, κατά την οποία ακίνητη ιδιοκτησία των εφεσιβλήτων είχε απαλλοτριωθεί πριν το 1960,  κατά τα έτη 1954 και 1956, από την αρμόδια αποικιοκρατική αρχή, δυνάμει του περί Απαλλοτριώσεως Γαιών Νόμου, Κεφ. 226. Ο συγκεκριμένος νόμος, ήταν ο προκάτοχος του Νόμου 15/1962, και ίσχυε μέχρι που καταργήθηκε με το άρθρο 24 του τελευταίου, την 1.3.1962, που αυτός τέθηκε σε ισχύ. Το 1967, αποτελούσε αδιαμφισβήτητο γεγονός, ότι ο σκοπός για τον οποίο η εν λόγω ακίνητη ιδιοκτησία είχε απαλλοτριωθεί κατέστη ανέφικτος.  Η πρώην ιδιοκτήτρια της, ενεργώντας στη βάση του εν λόγω γεγονότος, ζήτησε από την Δημοκρατία να την επιστρέψει σε αυτή.  Το αίτημα της απορρίφθηκε και η σχετική διοικητική πράξη επικυρώθηκε, στο πλαίσιο προσφυγής, πρωτοδίκως.  Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ανέτρεψε την πρωτόδικη απόφαση, κατά πλειοψηφία.  Αποφάσισε, ότι οι περιστάσεις, πραγματικές και νομικές που ίσχυαν στην υπόθεση εκείνη, δεν είχαν αποκρυσταλλωθεί πριν από την έναρξη της ισχύος του Συντάγματος.  Επομένως, οι σχετικές με αυτή πρόνοιες του Νόμου, Κεφ. 226, τύγχαναν προσαρμογής, κατ’  εφαρμογή του Άρθρου 188.1 του Συντάγματος, ώστε να διαβάζονταν και να εφαρμόζονταν υπό το πρίσμα του Άρθρου 23.5, αυτού. Το στίγμα της απόφασης της πλειοψηφίας, δίνεται, στη σελίδα 318, στο απόσπασμα που ακολουθεί: 

 

«Η υποχρέωση της απαλλοτριούσας αρχής για προσφορά της ακίνητης ιδιοκτησίας των αιτητών, έστω και αν ίσχυε η δεκαετία που προβλέπεται στο άρθρο 13 του Κεφ.226, συνεχιζόταν και μετά το 1960. Εφόσον οι απαλλοτριώσεις έγιναν το 1954 και 1956, στο συνεχιζόμενο αυτό δικαίωμα παρενεβλήθησαν, και εφαρμόζονται, οι διατάξεις του Συντάγματος.»

 

 

Πρέπει εδώ να λεχθεί πως, από το 1961, στην υπόθεση Kaniklides and The Republic, 2 RSCC 49, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο  είχε γνωματεύσει ότι οι σχετικές πρόνοιες του Νόμου, Κεφ. 226, έπρεπε να εφαρμόζονται,  προσαρμοζόμενες στο Άρθρο 23.5 του Συντάγματος, εννοείται ενόσω ο εν λόγω νόμος βρισκόταν σε ισχύ.  Όπως έχει προαναφερθεί, αυτός καταργήθηκε την 1.3.1962, με το άρθρο 24 του Νόμου 15/1962.  Μέχρι τότε, όμως, εφαρμοζόταν, ως η υπόδειξη στην τελευταία πιο πάνω υπόθεση. Από την ημερομηνία εκείνη δε και μετά τύγχανε εφαρμογής, εκτός από το Άρθρο 23.5 και ο Νόμος 15/1962.  Δεν χρειάζεται, όμως, να γίνει περαιτέρω αναφορά στην πιο πάνω υπόθεση, αφού εκεί διαπιστώθηκε ότι ο σκοπός για τον οποίο είχε απαλλοτριωθεί η συγκεκριμένη ακίνητη ιδιοκτησία, δεν κατέστη ανέφικτος. Όσον αφορά την υπόθεση Δημητρίου ν. Κωνσταντή, ανωτέρω, παρά την κατάληξή της, που αναφέρεται πιο πάνω, αναγνωρίστηκε, σε αυτή, ότι σε σχέση με απαλλοτριωθείσα ακίνητη ιδιοκτησία, το ιδιοκτησιακό καθεστώς της οποίας είχε παγιωθεί πριν από το 1960, δεν  τύγχανε εφαρμογής το Άρθρο 23.5 του Συντάγματος. 

 

Η πιο πάνω διαπίστωση,  ακριβώς, έγινε με αναφορά στην υπόθεση HadjiLoizou v. Impr. Board of Ay. Dhometios, ανωτέρω.  Η τελευταία πιο πάνω υπόθεση, ακολούθησε την υπόθεση Pikis v. Republic, (1968) 3 C.L.R. 303.  Σε αυτήν, είχε, ουσιαστικά, αποφασιστεί ότι, εφόσον συγκεκριμένος νόμος προέβλεπε ότι ιδιοκτησιακά δικαιώματα που δημιουργήθηκαν στο πλαίσιο απαλλοτρίωσης ακίνητης ιδιοκτησίας, πριν από την έναρξη της ισχύος του Συντάγματος, το 1960, ακόμα και προς όφελος της ίδιας της απαλλοτριούσας αρχής, αυτά παρέμεναν ανεπηρέαστα από τις πρόνοιες του Άρθρου 23.5, αυτού. Στην περίπτωση εκείνη, η απαλλοτρίωση είχε γίνει το 1951, όμως, ο σκοπός της εγκαταλείφθηκε, οριστικά, το 1956.  Ωστόσο, το 1951, που είχε γίνει η απαλλοτρίωση, δυνάμει του Νόμου, Κεφ. 226, (όπως αυτός είχε πριν λάβει την πιο πάνω αρίθμηση), δεν είχε εισαχθεί ακόμα σε αυτόν το άρθρο 13, που προέβλεπε για τη δυνατότητα επιστροφής ακίνητης ιδιοκτησίας, όταν εγκαταλείπετο ο σκοπός για τον οποίο αυτή είχε απαλλοτριωθεί.

 

Ίδια ήταν η κατάληξη, με τις προαναφερθείσες δύο υποθέσεις και στην  υπόθεση Ιερά Μητρό. Κύκκου και Τυλληρίας ν. Δημοκρατίας (2015) 3 Α.Α.Δ. 151, ECLI:CY:AD:2015:C240.  Σε εκείνη την περίπτωση, είχαν απαλλοτριωθεί συγκεκριμένες εκτάσεις γης, δυνάμει του περί Απαλλοτρίωσης Γαιών, (Σεισμοί Πάφου) Νόμου, Κεφ. 227.  Αφού διαχωρίστηκαν σε οικόπεδα, κατασκευάστηκαν σ’  αυτά λυόμενες κατοικίες, (παράγκες),  και διατέθηκαν στους σεισμόπληκτους για τους οποίους προορίζοντο.  Ένα τέτοιο οικόπεδο στο οποίο είχε κατασκευαστεί παράγκα, παρέμεινε αδιάθετο. Κατά το έτος 2008, η εφεσείουσα, αιτήθηκε από τη Δημοκρατία την επιστροφή σε αυτή, του συγκεκριμένου οικοπέδου.  Υποστήριξε  ότι αυτό δεν είχε χρησιμοποιηθεί για το σκοπό της απαλλοτρίωσης.  Το αίτημα της εφεσείουσας βασίστηκε στο  Άρθρο 23.5 του Συντάγματος καθώς, επίσης, στο άρθρο 15 του Νόμου 15/1962.  Το άρθρο 3(1) του Νόμου, Κεφ. 227 παρείχε τη δυνατότητα στην απαλλοτριούσα αρχή, να χρησιμοποιήσει οποιαδήποτε έκταση της εν λόγω γης και για άλλο σκοπό από εκείνο για τον οποίο αυτή είχε απαλλοτριωθεί. Στην περίπτωση εκείνη, από το 1956, είχε κατασκευαστεί παράγκα από την τελευταία στο αξιούμενο προς επιστροφή οικόπεδο, η οποία χρησιμοποιείτο από τρίτα πρόσωπα, με την άδεια της. 

 

Το Δικαστήριο, στη βάση των πιο πάνω γεγονότων και της νομοθεσίας, όπως αυτή είχε πριν από το 1960, εξέτασε ποιος ήταν «ο χρόνος αποκρυστάλλωσης των δικαιωμάτων των διαδίκων». Κατέληξε στην απόφαση, στις σελίδες 159 έως 160, ότι:  «Στην προκειμένη περίπτωση, η νομική σχέση των εφεσειόντων και των εφεσιβλήτων αναφορικά με την επίδικη περιουσία είχε αποκρυσταλλωθεί πριν από την Ανεξαρτησία, με τέτοιο τρόπο ώστε λόγω της ανέγερσης οικοδομής, να μην είχαν δημιουργηθεί, με βάση το Άρθρο 13 του Κεφ. 226, η προβλεπόμενη από το άρθρο υποχρέωση προσφοράς στον ιδιοκτήτη της ακίνητης περιουσίας του και το δικαίωμα του τελευταίου να την απαιτήσει, αντιστοίχως.».

 

Στην προκειμένη περίπτωση, το αντεπιχείρημα εκ μέρους των εφεσιβλήτων είναι ακόμα πιο ισχυρό υπέρ της θέσης τους ότι τα ακίνητα δεν έπρεπε να είχαν προσφερθεί στην εφεσείουσα, ως η περί του αντιθέτου εισήγησή της. Αναμφίβολα, αυτά, απαλλοτριώθηκαν μαζί με όλη την υπόλοιπη γη, η οποία είχε καθοριστεί ως αναγκαία για τους σκοπούς της εταιρείας, το 1954. Η απαλλοτρίωση τους, διενεργήθηκε από την τότε αρμόδια αποικιακή αρχή, δυνάμει του Μέρους IV, του Νόμου, Κεφ. 130, προς όφελος της εταιρείας. Τούτου δοθέντος, η απαλλοτριωθείσα γη, περιλαμβανομένων των ακινήτων, περιήλθε «απόλυτα» στην εταιρεία και όχι στην απαλλοτριούσα αρχή.  Εν πάση περιπτώσει, όπως και στις υποθέσεις Pikis v. Republic, ανωτέρω, και Ιερά Μητρό. Κύκκου και Τυλληρίας ν. Δημοκρατίας, δεν υπήρχε στο Νόμο, Κεφ. 130, πρόνοια για επιστροφή της απαλλοτριωθείσας γης, σε περίπτωση που ολόκληρη ή μέρος της δεν χρησιμοποιείτο για τον σκοπό για τον οποίο αυτή είχε απαλλοτριωθεί.  Είναι, επομένως, πρόδηλο, ότι τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα της εταιρείας στα ακίνητα, παγιώθηκε με την απαλλοτρίωσή τους, το 1954.  Ως εκ τούτου, δεν ετίθετο θέμα εξέτασης του αιτήματος της εφεσείουσας για προσφορά τους προς αυτήν, δυνάμει του Άρθρου 23.5 του Συντάγματος, όπως ορθώς αποφάσισε η ευπαίδευτη Δικαστής, που εξεδίκασε την υπό αναφορά προσφυγή. Υπό το φως της πιο πάνω κατάληξης, δεν χρειάζεται να εξεταστεί κατά πόσο τα ακίνητα είχαν, πράγματι, χρησιμοποιηθεί για τον σκοπό που είχαν απαλλοτριωθεί.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.  Επιδικάζονται έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και του ενδιαφερόμενου μέρους  και εναντίον της εφεσείουσας, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €1.500.- για τους εφεσίβλητους και €3.000.-, πλέον Φ.Π.Α για το ενδιαφερόμενο μέρος.

 

 

 

                                                  Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

 

                                                    Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

 

 

                                                    ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.

 

 

 

 

 

/γκ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο