ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 285/2014)

 

27 Φεβρουαρίου, 2024

 

 

[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

 

ΕΛΕΝΗ ΘΕΟΧΑΡΟΥΣ,

 Εφεσείουσα,

 

ν.

 

1.   ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΑΡΚΤΙΝΟΣ ΛΤΔ»

2.   ΓΙΑΝΝΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

3.   ΛΟΥΚΑ ΠΑΠΑΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

Εφεσίβλητων.

 

_________________

 

Α. Σ. Αγγελίδης, για Ανδρέας Σ. Αγγελίδης Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.

 

Κ. Γεωργίου (κα), για Κάλια Γεωργίου Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.

 

_________________

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι ομόφωνη. Την απόφαση της πλειοψηφίας, με την οποία συμφωνώ, θα δώσει ο Σάντης, Δ. Την απόφαση μειοψηφίας θα δώσει η Σωκράτους, Δ.

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(Πλειοψηφίας)

 

          ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Η έφεση αφορά σε απόρριψη αγωγής που είχε καταχωρίσει η Ενάγουσα («η Εφεσείουσα») εναντίον των Εναγόμενων 1-3 («οι Εφεσίβλητοι»).

Υποσημειώνουμε πως την 17.11.20 η έφεση αποσύρθηκε και απορρίφθηκε εναντίον του συντάκτη του επίδικου δημοσιεύματος Εφεσίβλητου 3 (ΜΥ1 στη δίκη), λόγω του ότι τούτος απεβίωσε μετά από την καταχώριση της («ο πρώην Εφεσίβλητος 3»).

Την 10.1.10 η Εφημερίδα Πολίτης, η οποία εκδίδεται από τις Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ («οι Εφεσίβλητοι 1»), δημοσίευσε άρθρο με τίτλο «Στο Ζάλογγο και στο Χαρέμι» («το δημοσίευμα»), που είχε συντάξει ο πρώην Εφεσίβλητος 3, κατά τα ακόλουθα (με την περικοπή να είναι αυτούσια όπως και όσες ακολουθούν):

«Έχω γράψει και άλλες φορές για τη θλιβερή αλλαγή που έχει επέλθει στη φυσιογνωμία του Δημοκρατικού Συναγερμού από τότε που έφυγε από την πολιτική ο ιδρυτής του Γλαύκος Κληρίδης. Η ειρωνεία της τύχης είναι ότι αυτή επήλθε σε μια περίοδο που στην προεδρία του κόμματος βρίσκεται ο κ. Αναστασιάδης, το κατά τεκμήριο σταθερότερο στην πολιτική φιλοσοφία του ΔΗΣΥ στέλεχος του κόμματος. Είναι ολοφάνερο ότι όσον αφορά το πολιτικό μας πρόβλημα, ορισμένα από τα σημερινά στελέχη υιοθετούν και δημοσίως τη δημαγωγική πολιτική του ΔΗΚΟ και της ΕΔΕΚ. Δηλαδή το κόμμα έχει τους δικούς του Παπαδόπουλο και Κολοκασίδη. Το πιο αποκρουστικό παράδειγμα είναι η Ελένη Θεοχάρους. Ένας πολιτικός «τσιγγάνος» που, χωρίς να έχει καμιά σχέση με την ιστορία και την πολιτική ιδεολογία του ΔΗΣΥ, μετακόμισε στο κόμμα ως «μεταγραφή» από το ΔΗΚΟ, μετά την αποτυχία της να εκλεγεί βουλευτής του τελευταίου. Αυτή η παράδοξη μεταγραφή ήταν ένα εγκληματικό λάθος του κ. Αναστασιάδη.

 

Όπως ήταν φυσικό, στην πιο κρίσιμη στιγμή της ιστορίας του Κυπριακού, στο δημοψήφισμα του 2004, η Θεοχάρους μαζί με άλλους βουλευτές του κόμματος, όχι μόνο δεν πειθάρχησε στην απόφαση του συνεδρίου του, αλλά αυτή συντάχθηκε μαζί με τον Τάσσο Παπαδόπουλο εναντίον της λύσης, για να μην κινδυνεύσει να χάσει τη βουλευτική της έδρα. Φυσικά δεν είχε το θάρρος να αποχωρήσει από το κόμμα. Αλλά και ο κ. Αναστασιάδης διέπραξε το δεύτερο ασυγχώρητο σφάλμα να μην την εκδιώξει μαζί με τους άλλους βουλευτές που είχαν επιδείξει την ίδια αντικομματική συμπεριφορά. Τώρα πληρώνει τις αμαρτίες του. Διότι έτσι μεγάλωσε το θράσος της, ώστε να κομπάζει σήμερα ότι «αν εξαρτιόταν από το «ναι» το δικό μου να εφαρμοστεί το συγκεκριμένο σχέδιο, θα προτιμούσα να αυτοκτονήσω» -(συνέντευξη στο «Φιλελεύθερο», 27/12/09). Αλλά αν έχει την τόλμη να αυτοκτονήσει, υπάρχει λόγος να το κάμει σήμερα, μπροστά στα αποτελέσματα του «όχι» της. Με την ψήφο της άφησε στην Κύπρο τον τουρκικό στρατό και μονιμοποίησε την τουρκική κατοχή της Αμμοχώστου, της Μόρφου και άλλων 50 σχεδόν ελληνικών κωμοπόλεων και χωριών. Υπάρχει καλύτερη δικαιολογία για να αυτοκτονήσει κανείς;».

 

Στην προαναφερθείσα συνέντευξή της, η κυρία Θεοχάρους χρησιμοποίησε αλαζονικά τόσο βρόμικο λεξιλόγιο, που θα το ζήλευε και ο Ζαχαρίας Κουλίας, χαρακτηρίζοντας όσους δεν έχουν τα δικά της μυαλά «συβαρίτες, μαυραγορίτες, βολεμένους, ανίδεους, κιοτήδες και δειλούς»!. Πάνω στην άγνοια της για τη σημασία των λέξεων, δεν σκέφτηκε πως όλοι οι συβαρίτες και οι βολεμένοι του τόπου, όπως η ίδια, ψήφισαν «όχι» ακριβώς γιατί δεν ήθελαν να χάσουν το βόλεμα (το βουλευτιλίκι) και την καλοπέραση. Στη συνέντευξή της, η υπερπατριώτισσα βουλευτίνα προσπάθησε να παραστήσει και το παλληκάρι, δηλώνοντας πως «προτιμά το Ζάλογγο παρά το χαρέμι του Αλί Πασά». Θα ήθελα να την καθησυχάσω πως τέτοια τύχη, ειδικά η ίδια, δεν θα μπορούσε να έχει. Τον Οκτώβριο είχα την ευκαιρία να επισκεφθώ το χαρέμι του ανακτόρου Ντολμά Μπαχτσέ στην Κωνσταντινούπολη. Με εντυπωσίασαν το μέγεθος και η πολυτέλειά του, αλλά και τα αυστηρά κριτήρια επιλογής των περίπου 120 γυναικών. Επιλέγονταν οι πιο όμορφες γυναίκες από όλη την αυτοκρατορία. Για ευνόητους λοιπόν λόγους, η κυρία Θεοχάρους αποκλείεται να πατούσε το πόδι της στο χαρέμι. Το πολύ να την έπαιρναν ως καθαρίστρια στα διαμερίσματα των ευνούχων που είναι δίπλα».

 

Παραδεκτώς το δημοσίευμα κυκλοφόρησε (δημοσιεύθηκε) και αναφερόταν στην Εφεσείουσα.

          Στους κρίσιμους χρόνους, η Εφεσείουσα υπηρετούσε «ως Ευρωβουλευτής στις Βρυξέλλες», μεταξύ δε 2001 και 2009, υπηρέτησε ως εκλεγμένο μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων, με τη στήριξη του Δημοκρατικού Συναγερμού («ο ΔΗΣΥ»).

Η Εφεσείουσα υποστήριξε πως το δημοσίευμα ήταν δυσφημιστικό και υπονοούσε ότι χρησιμοποίησε αθέμιτα, αλλότρια ή ανέντιμα μέσα για να πετύχει τη βουλευτική εκλογή της, πως μεταλλάσσει τις πολιτικές της πεποιθήσεις και πιστεύω (με βάση το προσωπικό όφελος), ότι είναι δημαγωγός και λαοπλάνος και γενικά άτομο χωρίς πολιτικές αξίες και ιδεώδη, πως είναι αλλοπρόσαλλη, θρασύτατη και υβρίστρια όσων διαφωνούν με τις απόψεις της, ότι «πουλά ανέξοδο πατριωτισμό» (με αποκλειστικό σκοπό το «βόλεμα» στη βουλευτική θέση), πως η εξωτερική της εμφάνιση προκαλεί απέχθεια ή και αηδία και ότι, για το μόνο που θα ήταν ικανή ήταν να εργάζεται ως καθαρίστρια στα προσωπικά διαμερίσματα των ευνούχων.

Οι Εφεσίβλητοι αρνήθηκαν ότι το δημοσίευμα ήταν δυσφημιστικό ισχυριζόμενοι πως ακόμη και να ήταν δυσφημιστικό, αυτό ήταν καλόπιστο και προνομιούχο υπό επιφύλαξη. Υποστήριξαν περιπλέον, ότι ο πρώην Εφεσίβλητος 3 σχολιάζοντας ανταπάντησε σε θέσεις της Εφεσείουσας τις οποίες αυτή είχε διατυπώσει σε συνέντευξη που παραχώρησε στην Εφημερίδα «ο Φιλελεύθερος» την 27.12.09 με τίτλο «Προτιμώ το Ζάλογγο παρά το Χαρέμι του Αλί Πασά» («η συνέντευξη»), σε χρόνο που απασχολούσε τη δημόσια σφαίρα διάλογος περί των συνομιλιών για το Κυπριακό πρόβλημα και την προτεινόμενη λύση του.

Στη συνέντευξη, αναφέρθηκαν και τούτα από την Εφεσείουσα ως απάντηση σε κάποιες των ερωτήσεων που της υποβλήθηκαν (οι εμφάσεις εντοπίζονται στο πρωτότυπο κείμενο):

«[…] -Είστε όντως Μπουμπουλίνα όπως σας παρουσίασαν κάποια σκίτσα με αφορμή την πρόσφατη αντίδραση σας στην πρόταση του Σωκράτη Χάσικου;

 

Είμαι άνθρωπος με πολύ χιούμορ, μου αρέσει το καλό χιούμορ και το ευχαριστιέμαι. Ένα-δύο σκίτσα ήταν πολύ καλά. Δεν ξέρω όμως εάν το συγκεκριμένο στο οποίο αναφέρεστε ήταν η Μπουμπουλίνα, η Μαντώ Μαυρογένους ή μια γυναίκα του Ζαλόγγου. Όμως για να χορέψει κανείς το χορό του Ζαλόγγου χρειάζεται να έχει λεβεντιά και παλικαριά, να έχει τόλμη, αυτογνωσία και να ξέρει γιατί υπάρχει σ΄ αυτόν τον κόσμο. Ο χορός του Ζαλόγγου ήταν η άλλη επιλογή στο να γίνει κανείς γιουσουφάκι στα χαρέμια του Αλί Πασά. Επειδή αυτά είναι στενά συνυφασμένα με την επιλογή του σχεδίου Ανάν γιατί από εκεί ξεκινούν όλα και να μη κοροϊδευόμαστε, σας λέω ότι αν εξαρτιόταν από το «ναι» το δικό μου για να εφαρμοστεί το συγκεκριμένο σχέδιο, τότε θα προτιμούσα να αυτοκτονήσω.

 

-Φαίνεται ότι κάποιοι εντός του ΔΗΣΥ δεν σας έχουν συγχωρήσει για εκείνη τη στάση σας.

……………………………………………………………………………………….

Εάν εγώ εμφανίζομαι σήμερα να χορεύω το χορό του Ζαλόγγου, ας σκεφτούν και αυτοί με τη δική μου τη λογική να χορεύουν το χορό της κοιλιάς ως γιουσουφάκια … Ξέρετε, ένας αγώνας, ένα έπος, μια επανάσταση ξεκινούν από μόνα τους, από την ψυχή του λαού, σχεδόν αυτόματα και δεν χρειάζονται την άδεια κανενός για να εκδηλωθούν. Δείτε όλες τις επαναστάσεις και ανατροπές των τελευταίων χρόνων. Δυστυχώς στον τόπο μας πλήθυναν ανεξέλεγκτα οι συβαρίτες, οι φιλιππουπολίτες, οι μαυραγορίτες, οι βολεμένοι, οι ανίδεοι, αυξήθηκαν οι κιοτήδες και οι δειλοί και καθήλωσαν τις διεκδικήσεις μας για να λυθεί το Κυπριακό σε επικίνδυνα επίπεδα. Αν δεν λύνεται, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η Τουρκία μη βρίσκοντας αντίσταση αποθρασύνεται και επιχειρεί να ολοκληρώσει το τελικό της στόχο: τον πλήρη στρατηγικό έλεγχο της Κύπρου και τη σταδιακή μετατροπή του ελληνισμού σε φθίνουσα μειονότητα […]».

 

          Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας («το Πρωτόδικο Δικαστήριο»), αφού άκουσε μαρτυρία από και εκ μέρους της Εφεσείουσας και των Εφεσίβλητων - την οποία αποδέχτηκε ως θετική κατατάσσοντας αιτιολογημένα τη μαρτυρία κάποιων εκ των μαρτύρων ως τυπική ή και περιορισμένης σημασίας- θεώρησε το δημοσίευμα ως μη δυσφημιστικό και απέρριψε την αγωγή («η Πρωτόδικη Απόφαση»).

          Διά δεκατεσσάρων λόγων έφεσης, η Εφεσείουσα λέγει, ότι εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε πως κατά τον ουσιώδη χρόνο βρισκόταν σε εξέλιξη δημόσιος διάλογος για τη λύση του Κυπριακού αφού η μαρτυρία του πρώην Εφεσίβλητου 3 αξιολογήθηκε κακά μια και το Πρωτόδικο Δικαστήριο, συνέδεσε το δημοσίευμα με « την δήθεν «εν βρασμώ ψυχής» αντίδραση » του πρώην Εφεσίβλητου 3 (λόγος έφεσης 1), στοιχείο εντούτοις άσχετο « και έξω από το άρθρο 17 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, τα συστατικά στοιχεία του οποίου έκρινε ότι δήθεν πληρούντο» (λόγος έφεσης 2), αντιλαμβανόμενο το Πρωτόδικο Δικαστήριο πως το δημοσίευμα γράφτηκε σε απάντηση των όσων δήλωσε η Εφεσείουσα στη συνέντευξη (λόγος έφεσης 3), σπεύδοντας έτσι να ερμηνεύσει πρωτογενώς και ανεπιτρέπτως το τι εννοούσε η Εφεσείουσα στη συνέντευξη (λόγος έφεσης 4).

Προσθέτως, η Πρωτόδικη Απόφαση περιέχει ευρήματα που είναι όχι μόνο λανθασμένα αλλά και αντίθετα προς τις διαπιστώσεις του Πρωτόδικου Δικαστηρίου για την αξιολόγηση της μαρτυρίας (λόγοι έφεσης 5 και 6), παραλείποντας να ζυγίσει καταλλήλως και «… τα Τεκμήρια 2 και 3 και 8, και τα σκίτσα …», μολονότι ήταν θέση της Εφεσείουσας πως τούτα συνιστούσαν αποδεικτικά στοιχεία κακοβουλίας « των Εναγομένων » (λόγος έφεσης 7), αμελώντας να αποφανθεί διαυγώς ως προς την ύπαρξη ή μη κακοβουλίας του πρώην Εφεσίβλητου 3 κατά τη συγγραφή του δημοσιεύματος (λόγος έφεσης 8).

Πέραν τούτου, το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέφυγε να εξετάσει τη θέση της Εφεσείουσας για ανεπαρκή δικογράφηση « των αναγκαίων λεπτομερειών των γεγονότων στην Υπεράσπιση των Εναγομένων …», κάτι που οδήγησε σε πλάνη και εσφαλμένη αιτιολογία περί «… «μη δυσφημιστικού» δημοσιεύματος» (λόγος έφεσης 9), συνδέοντας εν πάση περιπτώσει, και λαθεμένα καθ’ υποτροπήν, τον χαρακτήρα του δημοσιεύματος ως δυσφημιστικού (ή όχι) με τους ισχυρισμούς των Εφεσίβλητων « περί «απάντησης» σε προηγούμενη συνέντευξη-επίθεση της Ενάγουσας …».

Επίπτωση των χειρισμών αυτών ήταν το Πρωτόδικο Δικαστήριο να κατηγοριοποιήσει το δημοσίευμα ως μη δυσφημιστικό, όχι γιατί δεν πληρούνταν οι νομοθετικές προϋποθέσεις αλλά διότι δικαιολόγησε την αντίδραση του πρώην Εφεσίβλητου 3 ως αυτοάμυνα ή ανταπόκριση στη συνέντευξη (λόγος έφεσης 10), αποτυγχάνοντας να εξακριβώσει πως δεν υπήρχε εξισορρόπηση μεταξύ της ελευθερίας του τύπου και έκφρασης εν σχέσει προς το δικαίωμα στη φήμη και προσωπικότητα και της υποχρέωσης ενός δημόσιου προσώπου να ανέχεται τη δημόσια κριτική (λόγος έφεσης 11), ερμηνεύοντας συν τοις άλλοις «… εσφαλμένα τα συμπεράσματα της απόφασης Berkoff v Burchill [1996] 4 All ER 1008 …» (λόγος έφεσης 12), κρίνοντας αόριστα και γενικά ότι η αγωγή κατά του Εφεσίβλητου 2 ήταν αβάσιμη, παρά την αντίστροφη νομολογία και μαρτυρία (λόγος έφεσης 13), αρκούμενο σε απόρριψη της αγωγής, λησμονώντας όμως υπό προφανή σπουδή « αφενός να αναφέρει ποια θα ήταν η κατάληξη του, αναφορικά με τις υπερασπίσεις των Εναγομένων - αν ήθελε φανεί ότι το δημοσίευμα ήταν δυσφημιστικό και αφετέρου για το ύψος των αποζημιώσεων» (λόγος έφεσης 14).

Κατά νομική και λογική τάξη - και ως πρώτη ενότητα των λόγων έφεσης - θα επιληφθούμε των λόγων έφεσης 1-6 και 9-12 οι οποίοι αμφισβητούν το πρωτόδικο εύρημα ότι το δημοσίευμα δεν ήταν δυσφημιστικό.  

Αυτό, γιατί, εκ των πραγμάτων και μεθοδολογικώς, η διαπίστωση για το αν ένα δημοσίευμα είναι δυσφημιστικό προηγείται κατά κανόνα οποιασδήποτε υπεράσπισης και εξετάζεται πρώτο (Μαύρος και Άλλων ν. Παπαπέτρου Π.Ε. 59/12, ημ. 29.5.18, Κουτσού ν. Μικελλίδη και Άλλων (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 1256, 1266).

          Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης 7, 8, 13 και 14 - οι οποίοι συνθέτουν τη δεύτερη ενότητα - και αφορούν σε άλλα παράπλευρα πλην όμως άμεσα συναρτώμενα προς τα επίδικα θέματα ζητήματα (και εν τίνι τρόπω προς τους υπόλοιπους λόγους έφεσης), θα εξεταστούν, αν και εφόσον χρειαστεί, στο κατάλληλο στάδιο.

Αρχίζοντας από την πρώτη ενότητα, προσθέτουμε ότι οι αφορώντες λόγοι έφεσης, υπό διάφορες οπτικές, καταπιάνονται, κυρίως, με την πλημμελή (κατά την Εφεσείουσα) αξιολόγηση της προφορικής και έγγραφης μαρτυρίας αλλά και με τα συνακόλουθα αντιφατικά ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Σε σχέση προς τον λόγο έφεσης 1, το Πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν σαφές ότι τόσο πριν όσο και μετά από «… το δημοψήφισμα …» βρισκόταν « σε εξέλιξη δημόσιος διάλογος σε ότι αφορά την λύση του εθνικού μας προβλήματος στην βάση του πιο πάνω σχεδίου » (με το τελευταίο να αφορά το «Σχέδιο Ανάν»).

Η πρωτόδικη αναφορά περί δημόσιου διαλόγου εκπορεύθηκε από δοθείσα μαρτυρία (που κρίθηκε αξιόπιστη), και εύλογη δικαστική ερμηνεία της.

Ο διάλογος για το Σχέδιο Ανάν είχε, κατά τη μαρτυρία, βάθος διαχρονικό.

Το θέμα αναδείχθηκε από την Εφεσείουσα στη συνέντευξη, και ήταν βάσει αυτού που συνακολούθησε η δημοσιογραφική τοποθέτηση/ερώτηση για το ότι « κάποιοι εντός του ΔΗΣΥ » δεν είχαν συγχωρήσει την Εφεσείουσα « για εκείνη τη στάση [της]».

Τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο.

Δεν ευσταθούν οι επί του θέματος θέσεις της Εφεσείουσας.

Ο λόγος έφεσης 1 απορρίπτεται.

Στον λόγο έφεσης 2 αντιτάσσεται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρανόησε τη μαρτυρία του πρώην Εφεσίβλητου 3, ιδίως γιατί αυτό συνέζευξε άστοχα το δημοσίευμα με μια « δήθεν «εν βρασμώ ψυχής» αντίδραση/συμπέρασμα του », και πως το στοιχείο τούτο ήταν αλλότριο προς τα συστατικά του Άρθρου 17 του Περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148.

Δεν διακρίνουμε μεμπτότητα στην πρωτόδικη πραγμάτευση.

Απεναντίας.

Οι εκκαλούμενες αναφορές συγκροτούν απόρροια της καθολικής εικόνας που εξέπεμψε ο πρώην Εφεσίβλητος 3 ως μάρτυς στο εδώλιο, με μέρος της μαρτυρίας του να απαρτίζει και η Γραπτή Δήλωση, η οποία, έχοντας αναγνωστεί ενώπιον του εκδικάσαντος δικαστηρίου από τον μάρτυρα, κατατέθηκε υπό ένδειξη «Γ», ως μέρος της κυρίως εξέτασης του («η Γραπτή Δήλωση»).

Επειδή το ύφος και περιεχόμενο κάποιων εκ των δηλώσεων του πρώην Εφεσίβλητου 3, έχουν τη δική τους ειδική σημασία σε ό,τι ευρύτερα απασχολεί την έφεση, και το σκεπτικό που ακολουθεί, κρίνουμε πρόσφορο να παραθέσουμε κάποιες στοχευμένες αναφορές ούτως ώστε να αποτυπωθεί πιο παραστατικά το πνεύμα και η διάθεση του πρώην Εφεσίβλητου 3 προς το δημοσίευμα και την Εφεσείουσα.

Στη Γραπτή Δήλωση, ο μάρτυς αναφέρθηκε με τρόπο φανερά επικριτικό, και περίπου απόλυτο, κατά της Εφεσείουσας, υπογραμμίζοντας ότι το δημοσίευμα « γράφτηκε αποκλειστικά ως ανταπόκριση-απάντηση προς την συνέντευξη …» επί του δημοψηφίσματος « για το Σχέδιο λύσης που ετοιμάστηκε με τη βοήθεια του ΟΗΕ, το γνωστό ως Σχέδιο Ανάν » το 2004.

Είπε ότι θεωρεί το Σχέδιο Ανάν « ως την πιο σοβαρή προσπάθεια και ίσως την τελευταία ευκαιρία που αναφέρθηκε για μια συμφωνημένη λύση στην ιστορία του κυπριακού …», με την Εφεσείουσα ωστόσο, μαζί με άλλους « βουλευτές και στελέχη του ΔΗΣΥ » να μην πειθαρχούν στην απόφαση του « Συνεδρίου του κόμματος μας, που ήταν η υπερψήφιση του εν λόγω Σχεδίου …», θεωρώντας τη συμπεριφορά αυτή και ως ασύμφωνη προς « την ιστορία και την πολιτική ιδεολογία του κόμματος» (παράγραφος 11).

Επιπροσθέτως, κατά τον μάρτυρα τα στελέχη που διχογνώμησαν δημοσίως και δεν πειθάρχησαν στην απόφαση του Συνεδρίου του ΔΗΣΥ « απεχώρησαν οικειοθελώς από το κόμμα και αυτό θεωρώ ότι ήταν μια σωστή πολιτική κίνηση εκ μέρους τους », με την Εφεσείουσα όμως να μην αποχωρεί αλλά τουναντίον να πρωτοστατεί «… στην επικράτηση των απόψεων των πολιτικών αντιπάλων του ΔΗΣΥ », θεώρηση που ο μάρτυς κατέταξε ως άστοχη και ασυνεπή πολιτική συμπεριφορά (παράγραφος 12).  

Αυτοί λοιπόν οι χειρισμοί από μέρους της Εφεσείουσας απέρρευσαν και από το « σφάλμα του τότε Προέδρου » του κόμματος να μην διαγράψει την Εφεσείουσα από το κόμμα, κάτι που είχε « ως συνέπεια να μεγαλώσει το θράσος της …» (παράγραφος 14).

Τούτη η κατάσταση, ως επιπλέον ανέφερε ο μάρτυς (στην παράγραφο 14 της Γραπτής Δήλωσης), με την Εφεσείουσα να « κομπάζει », οδήγησε, με την ψήφο όσων συμπορεύθηκαν με παρόμοιες ή όμοιες απόψεις, στην απόρριψη του Σχεδίου Ανάν, με παρεπόμενο « οι αρνητικές για μας συνέπειες της απόρριψης του … [να] είναι εμφανείς σήμερα » εξού και η αναφορά του μάρτυρα ότι αν η Εφεσείουσα «… έχει την τόλμη να αυτοκτονήσει υπάρχει λόγος να το κάνει σήμερα … [αφού] κατά τη γνώμη μου, με την αρνητική της ψήφο, συνέτεινε και αυτή στην παραμονή του τουρκικού στρατού στην Κύπρο, στην μονιμοποίηση της κατοχής της Αμμοχώστου, της Μόρφου και άλλων κατεχομένων περιοχών μας, οι οποίες σύμφωνα με τις πρόνοιες του σχεδίου αυτού, θα περνούσαν υπό την ελληνοκυπριακή διοίκηση », με τον μάρτυρα να υπογραμμίζει πως η γνώμη του τούτη ενδέχεται « να είναι λάθος αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι δυσφήμιση για την ενάγουσα. Άλλωστε ποιος μπορεί να κρίνει την ορθότητα της μιας ή της άλλης άποψης;».

Πέραν τούτων, ο μάρτυς συμπεριέλαβε ως ένα « εξαιρετικά αρνητικό στοιχείο της συνέντευξης … και άξιο αυστηρής κριτικής …» τη χρήση από την Εφεσείουσα « πολύ άσχημων λέξεων και χαρακτηρισμών, όπως συβαρίτες, μαυραγορίτες, βολεμένοι, κιοτήδες, ανίδεοι, δειλοί » με τις οποίες « χαρακτήριζε ανθρώπους που δεν ενστερνίζονταν τις απόψεις της » (μεταξύ των οποίων και ο μάρτυς), που δεν είχαν «…κανένα κακό ή ύποπτο κίνητρο » (παράγραφος 15).

Αισθάνθηκε ο μάρτυς « προσωπικά προσβεβλημένος …» εξαιτίας του ότι υπηρέτησε « όσο λίγοι το κόμμα, με τεράστιες για τα προσωπικά μου δεδομένα προσπάθειες και θυσίας, τα πρώτα δύσκολα χρόνια μέχρι να το κτίσουμε και να το καθιερώσουμε ως τον μεγαλύτερο πολιτικό οργανισμό της Κύπρου », και έτσι δεν μπορούσε να αποδεχθεί ένα άτομο όπως την Εφεσείουσα « που μεταγράφηκε σε αυτό 25 χρόνια μετά να καταλογίζει σε μένα, που παραμένω πιστός στην πολιτική ιδεολογία του κόμματος και του ιδρυτή του, και γενικά σε όσους διαφωνούν μαζί της ότι π.χ. είμαι συβαρίτης ή κιοτής ή μαυραγορίτης ή δειλός ή ότι προτιμώ την καλοπέραση σε αντίθεση με την ίδια που ισχυρίζεται ότι θα έφτανε στην αυτοκτονία λόγω του υπέρμετρου πατριωτισμού της …».

Γι’ αυτό είναι που ο μάρτυς, ως εξέθεσε, ανταπέδωσε τα «… λόγια και τους δικούς της προσβλητικούς χαρακτηρισμούς » στο δημοσίευμα, καταγράφοντας πως « διαφορετική θα ήταν η διατύπωση της δικής μου απάντησης αν η ίδια είχε χρησιμοποιήσει άλλη, πιο αποδεκτή γλώσσα », με τις λέξεις και εκφράσεις που επιστράτευσε η Εφεσείουσα « εκφερόμενες μάλιστα δημοσίως από μία βουλευτή σε εφημερίδα ευρείας κυκλοφορίας και απευθυνόμενες σε συμπατριώτες της όπως εγώ, που δεν ασπάζονται τις δικές της απόψεις » να είναι « ανοίκειες, άδικες και προσβλητικές » και όχι «… λιγότερο σκληρές από κάποιες λέξεις που χρησιμοποίησα εγώ στην αυστηρή, όντως, κριτική μου ».

Οι θέσεις της Εφεσείουσας ότι προτιμούσε τον Ζάλογγο παρά το Χαρέμι του Αλή Πασά, εκλήφθηκαν από τον μάρτυρα ως αλαζονικές και πομπώδεις, αφού « παρουσίασε τον εαυτό της … ως πατριώτισσα, έτοιμη να αυτοκτονήσει για χάρη της πατρίδας της, σε αντίθεση με εμάς του μαυραγορίτες, τους δειλούς και βολεμένους συμπατριώτες της ».

Ο μάρτυς ανέφερε επίσης ότι βρήκε « γενικά … το ύφος … και το περιεχόμενο της συνέντευξης » ως σκληρό, υπερβολικό, αφοριστικό, αλαζονικό και προκλητικό, και σίγουρα όχι τέτοιο που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως « ήπιος πολιτικός λόγος, ή ως ανοχή στην αντίθετη άποψη στα πλαίσια δημοκρατικού διαλόγου », με αποτέλεσμα να ήταν φυσικό να εκλάβει « όλες αυτές τις αιχμές της και τους χαρακτηρισμούς της ως απευθυνόμενους και σε μένα προσωπικά, αφού ήμουν και παραμένω ένας από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της λύσης που προτάθηκε με το σχέδιο Ανάν υπέρ της αποδοχής του οποίου έχω γράψει περισσότερα των 150 άρθρων …».

Αυτά τα συναισθήματα είναι που, κατά τον μάρτυρα, διαμόρφωσαν τη στάση και αντενέργεια του προς τη συνέντευξη, το περιεχόμενο της οποίας χαρακτήρισε και ως «… δείγμα παραλογισμού στην έκφραση », διερωτώμενος για τη σχέση μεταξύ του Σχεδίου Ανάν με τον χορό του Ζαλόγγου και τα χαρέμια, κάτι που ο μάρτυς βρήκε «…τουλάχιστον αστείο …».

Είναι για τούτους τους λόγους και συναισθήματα που ο πρώην Εφεσίβλητος 3 διαχειρίστηκε την επίδικη δήλωση στη συνέντευξη «... κατά σκωπτικό τρόπο καθησυχάζοντας την … ότι δεν διατρέχει κανένα κίνδυνο η ίδια να την βάλουν στο χαρέμι », και πως η αντίπραξη του « ανταποκρινόταν στην γελοιότητα της δικής της απάντησης …».

Ορθώς είναι που το Πρωτόδικο Δικαστήριο, έχοντας όλα αυτά κατά νουν, προέκρινε τη φράση εν βρασμώ ψυχής για να αποτυπώσει το μέγεθος της έντασης, απαρέσκειας και εναντίωσης του πρώην Εφεσίβλητου 3 στα όσα η Εφεσείουσα νόμισε καλό, κατά την ενάσκηση του δικού της δικαιώματος έκφρασης, να πει για το Σχέδιο Ανάν και τις όποιες επιπτώσεις αποδοχής του.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο συμπύκνωσε, υπό μια ευρεία έννοια, σε μια αρχαϊστική φράση, στην οποία δεν προσέδωσε νομική υφή (πόσω δε μάλλον ειδικής υπεράσπισης), για να περιγράψει τον γενικότερο τρόπο με τον οποίο ο πρώην Εφεσίβλητος 3 επέλεξε να σχολιάσει τις αναφορές της Εφεσείουσας στη συνέντευξη υπό τις συνθήκες που τούτος περιέγραψε.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αυτοκαθοδηγήθηκε συναφώς ως εξής:

«[...] Στο Σύγγραμμα Gatley [1] διαβάζουμε τα πιο κάτω, σε σχέση με τη χυδαία κακολογία, εν βρασμώ ψυχής:

 

«… Even if the words, taken literally and out of context, might be defamatory, the circumstances in which they are uttered may make it plain to the hearers that they cannot regard it as reflecting on the claimant’s character so as to affect his reputation because they are spoken in the heat of passion or accompanied by a number of non-actionable but scurrilous epithets, e.g a blackguard, rascal, scoundrel, villain e.t.c. for the manner in which the words were pronounced may explain the meaning of the words».

 

Στην ίδια παράγραφο αναφέρεται ότι σύμφωνα με τη γενική πρακτική ο γραπτός λόγος δεν μπορεί να θεωρηθεί «χυδαία κακολογία» καθότι είναι πολύ πιο πιθανόν ο γραπτός λόγος παρά ο προφορικός να εκληφθεί στα σοβαρά, τονίζεται όμως ότι αυτή η γενική πρακτική δεν πρέπει να θεωρηθεί ως ο κανόνας. Κείμενα που γράφονται εν βρασμώ ψυχής (heat of the moment) θα πρέπει να κατατάσσονται στην ίδια κατηγορία [...]».

         

Η αυτοκαθοδήγηση ήταν ορθή.

Στο σύγγραμμα Halsburys Laws of England, 5η Έκδοση, Τομ. 32, παρ. 49, αναφέρονται και αυτά, τα οποία αναδείχνουν τη νομική ορθότητα της πρωτόδικης προσέγγισης:

« […] A person may use strong language of another, which if taken literally would be defamatory, but if it is obvious to the reasonable viewer or reader, from the tone and context, that the words are not intended literally but merely as insults, then the natural and ordinary meaning conveyed will not be a defamatory one. [2] This principle is sometimes called the “defence of mere vulgar abuse” but in fact it is a doctrine of interpretation going to exclude liability. By a similar principle, apparently defamatory words may be published in an obviously sarcastic or ironic manner so as to be deprived of their defamatory meaning; though more commonly the effect of irony or sarcasm is to render defamatory apparently innocent expressions.

Whether words make a definite charge of misconduct, or are merely abusive or sarcastic, depends on all the circumstances of the case [3] […] ».

 

Σε ελεύθερη μετάφραση:

 

«[...] Ένα άτομο μπορεί να χρησιμοποιήσει έντονη γλώσσα εναντίον ενός άλλου, η οποία, αν εκληφθεί κυριολεκτικά, θα ήταν δυσφημιστική, αλλά αν είναι προφανές στον λογικό παρατηρητή ή αναγνώστη, από τον τόνο και το περιεχόμενο της γλώσσας αυτής, ότι οι λέξεις δεν εννοούνται κυριολεκτικά αλλά απλώς ως προσβολές, τότε η φυσική και συνήθης σημασία των όσων μεταδίδονται δεν θα είναι δυσφημιστική. Αυτή η αρχή προσδιορίζεται ορισμένες φορές ως «υπεράσπιση χυδαίας κακολογίας», αλλά στην πραγματικότητα είναι ένα ερμηνευτικό δόγμα που αποκλείει την επίρριψη ανάλογης ευθύνης. Κατά ανάλογη αρχή, φαινομενικά δυσφημιστικές λέξεις ή εκφράσεις μπορεί να δημοσιευτούν κατά εμφανώς σαρκαστικό ή ειρωνικό τρόπο με αποτέλεσμα να στερούνται οποιουδήποτε δυσφημιστικού νοήματος· αν και συνήθως το αποτέλεσμα της ειρωνείας ή του σαρκασμού είναι να μετατρέπει ως δυσφημιστικές τις φαινομενικά αθώες εκφράσεις.

Εάν οι λέξεις οδηγούν σε σαφές συμπέρασμα ύπαρξης ευθύνης για την εκφορά τους ή απλώς είναι προσβλητικές ή σαρκαστικές, εξαρτάται από τις περιστάσεις της υπόθεσης [...]».

 

Αυτές οι αρχές, με όλη τη διαχρονικότητα τους, συμβαδίζουν (τηρουμένων των αναλογιών), με τον δικαστικό λόγο του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων («ΕΔΑΔ») στην Drousiotis v. Cyprus [2022] ECHR 544.

Στην Drousiotis v. Cyprus (ανωτέρω) - και παρά την κρίση του Ανωτάτου Δικαστηρίου (στην Δρουσιώτης και Άλλων ν. Παπασάββα (2015) 1(Α) Α.Α.Δ. 482, ECLI:CY:AD:2015:A158, 493), ότι οι (δυσφημιστικές) αναφορές του εφεσείοντα στο εκεί επίδικο δημοσίευμα για το πρόσωπο του εφεσίβλητου δεν ήταν σχόλια αλλά ισχυρισμοί επί γεγονότων και στην ουσία ύβρεις) - το ΕΔΑΔ, παρατήρησε και τούτα, τα οποία, κατά βάση, δεν παρεκκλίνουν από τα αναφερθέντα θέματα αρχής ή και γεγονότα στην παρούσα ώστε να προτρέπουν και σε αλλιώτικους δικαστικούς συνειρμούς:

« […] 54. The Court observes that the applicant chose to convey his strong criticism of the extension of S.P.’s service, using a caustic and ironic style with admittedly harsh expressions, which according to him was aimed at stirring controversy, provoking the public and attracting its attention (see paragraph 17 above). Journalists may exaggerate and even provoke (see, in particular, Mamère v. France, no. 12697/03, § 25, ECHR 2006‑XIII). There is no indication that the article was published in bad faith, or that the domestic courts considered it as such. Certain attention-grabbing expressions do not by themselves raise an issue under the Court’s case-law (see Couderc and Hachette Filipacchi Associés, cited above, § 145), while style forms part of communication and is protected together with the content of the expression (see Uj, cited above, § 20; see also, mutatis mutandis, Kılıçdaroğlu v. Turkey, no. 16558/18, § 62, 27 October 2020).

 

55. In this connection, the Court observes that the expressions used in the article were essentially made up of value judgments and not concrete statements of fact (compare, for example, Üstün v. Turkey, no. 37685/02, §§ 9 and 32, 10 May 2007, and Tuşalp v. Turkey, nos. 32131/08 and 41617/08, §§ 17, 21, 22 and 47, 21 February 2012; see also Balaskas, cited above, §§ 54-55, concerning the characterisation of a headmaster as a “well-known neo‑Nazi”).

……………………………………………………………………………………….

57. The Court reiterates that the necessity of a link between a value judgment and its supporting facts may vary from case to case according to the specific circumstances (see Feldek v. Slovakia, no. 29032/95, § 86, ECHR 2001‑VIII). A value judgment may be protected under Article 10 even if it has a slim factual basis (see, mutatis mutandis, Arbeiter v. Austria, no. 3138/04, § 26, 25 January 2007). During the domestic proceedings, the applicant endeavoured to explain the basis of his allegations (see paragraphs 17 and 18 above). This aspect was not sufficiently elaborated upon by the domestic courts.

 

58. […] The Court reiterates in this connection that even factual inaccuracies should be tolerated if published in good faith and if the expression at issue concerns controversial topics (see, mutatis mutandis, Țiriac v. Romania, no. 51107/16, § 96, 30 November 2021) […]».

 

Σε ελεύθερη μετάφραση:

 

« […] 54. Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι ο αιτών (εφεσείων) επέλεξε να μεταδώσει τη σφοδρή αντίθεση και κριτική του για την επέκταση [της υπηρεσίας του εφεσίβλητου στη θέση του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα] χρησιμοποιώντας καυστικό και ειρωνικό ύφος με ομολογουμένως αυστηρές εκφράσεις, οι οποίες κατά την άποψή του [εφεσείοντα] είχαν σκοπό να δημιουργήσουν αντιπαράθεση, προσελκύοντας το κοινό και τραβώντας την προσοχή του (βλέπε παράγραφο 17 ανωτέρω) […]. Οι δημοσιογράφοι μπορεί να υπερβάλλουν ακόμη και να προκαλούν (βλ. ειδικότερα, Mamère κατά Γαλλίας, αρ. 12697/03, § 25, ECHR 2006 XIII) […]. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι το άρθρο δημοσιεύτηκε με κακή πίστη, ή ότι τα εθνικά δικαστήρια το εξέτασαν ως τέτοιο. Ορισμένες εκφράσεις που προσελκύουν την προσοχή δεν εγείρουν από μόνες τους θέμα προς συζήτηση στη βάση της νομολογίας του Δικαστηρίου (βλ. Couderc και Hachette Filipacchi Associés, που παραπέμπεται παραπάνω, § 145) με το ύφος της έκφρασης να απαρτίζει μέρος της επικοινωνίας και να προστατεύεται μαζί με το περιεχόμενο της έκφρασης (βλ. Uj, που τυγχάνει παραπομπής παραπάνω, § 20· βλ. επίσης, mutatis mutandis, Kılıçdaroğlu κατά Τουρκίας, αρ. 16558/18, § 62, 27 Οκτωβρίου 2020) […].

 

55. Υπό αυτή τη συνάρτηση, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι οι εκφράσεις που χρησιμοποιήθηκαν στο άρθρο αποτελούνταν κατ’ ουσίαν από αξιολογικές κρίσεις και όχι από συμπαγείς δηλώσεις γεγονότων (συγκρίνετε, για παράδειγμα, Üstün κατά Τουρκίας, αρ. 37685/02, §§ 9 και 32, 10 Μαΐου 2007, και Tuşalp κατά Τουρκίας, αρ. 32131/08 και 41617/08, §§ 17, 21, 22 και 47, 21 Φεβρουαρίου 2012· βλ. επίσης Balaskas, που τυγχάνει παραπομπής παραπάνω, §§ 54-55, σχετικά με τη χαρακτηρισμό ενός διευθυντή σχολείου ως "γνωστού νεοναζί").

……………………………………………………………………………………….

57. Το Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι η ανάγκη διασύνδεσης μεταξύ μιας αξιολογικής κρίσης και των γεγονότων που την υποστηρίζουν μπορεί να ποικίλλει από περίπτωση σε περίπτωση κατά τις συγκεκριμένες περιστάσεις (βλ. Feldek ν. Σλοβακίας, αρ. 29032/95, § 86, ECHR 2001 VIII). Μια αξιολογική κρίση μπορεί να τύχει προστασίας κάτω από το Άρθρο 10 ακόμη και αν χαρακτηρίζεται από αδύναμη βάση γεγονότων (mutatis mutandis, Arbeiter κατά Αυστρίας, αρ. 3138/04, § 26, 25 Ιανουαρίου 2007) […].  

 

58. […] Το Δικαστήριο επαναλαμβάνει σχετικά, ότι ακόμη και ανακρίβειες επί γεγονότων θα πρέπει να γίνονται ανεκτές εάν δημοσιεύονται με καλή πίστη και η επίδικη έκφραση αφορά σε αμφιλεγόμενα θέματα (βλ. mutatis mutandis, Țiriac κατά Ρουμανίας, αρ. 51107/16, § 96, 30 Νοεμβρίου 2021) […]».

 

 

Θα επανέλθουμε στην Drousiotis v. Cyprus (ανωτέρω), υπό άλλη ματιά.

Δεν έχουμε τώρα κάτι άλλο να προσθέσουμε.

Τα πράγματα μιλούν από μόνα τους.

Απορρίπτουμε και αυτό το επιχείρημα της Εφεσείουσας.

Ο λόγος έφεσης 2 απορρίπτεται.

          Με τον λόγο έφεσης 3, η Εφεσείουσα διατείνεται ότι κακώς το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξέλαβε πως το δημοσίευμα γράφτηκε σε απάντηση της συνέντευξης.

Μήτε και αυτό ευσταθεί.

Το ότι, ως πραγματικό γεγονός έτσι είχε το πράγμα - και σχετικά είναι όσα προαναφέραμε για τον λόγο έφεσης 2 - το είχε δηλώσει ευθύς εξ αρχής ο πρώην Εφεσίβλητος 3 στη Γραπτή Δήλωση, δίχως να αντεξεταστεί ή να αμφισβητηθεί ευθέως στη δίκη.

Αυτό, υπό τις περιστάσεις (ελλείψει και επεξήγησης για τη μη αντεξέταση), ισοδυναμεί με παραδοχή (Αργυρού και Άλλων ν. Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Μακράσυκας-Λάρνακας-Επαρχίας Αμμοχώστου Λτδ, Π.Ε. 325/14, ημ. 7.4.23, Frederickou Schools Co Ltd και Άλλων ν. Acuac (2002) 1(Γ) A.A.Δ. 1527, 1541-1544).

Παρεμβάλλουμε, ότι ο κατά τα άλλα εναργής λόγος έφεσης 3, φαίνεται να διευρύνεται, σε τέτοια μεγάλη έκταση στη συνοδευτική αιτιολογία στο εφετήριο, που κατ’ ελάχιστον, να προξενεί σύγχυση και τέτοιο πλατειασμό ώστε να αναιρεί - και αυτό όχι ως ζήτημα τύπου ή φορμαλισμού αλλά ουσίας - το καθήκον για συγκεκριμενοποίηση του όποιου λόγου έφεσης ταυτόχρονα με τη συνοδό και άμεσα σχετική αιτιολογία του, η οποία πρέπει να συγκροτεί, ακριβώς, εκείνο που ο λόγος έφεσης αποδίδει και όχι να περικλείει συγκεκαλυμμένα πρόσθετους λόγους έφεσης (Αναφορικά με την Αίτηση της Εταιρείας Tricor Limited, Π.Ε. 28/23, ημ. 6.7.23 [Ολομέλεια]).

Στη βάση αυτή, όσα αναφέρονται ως αιτιολογία του λόγου έφεσης 3 που δεν συνάδουν με ό,τι, ο λόγος αυτός αυστηρώς και σαφώς εκφράζει στο κείμενο του, παραμερίζονται ως απαράδεκτα.

Ο λόγος έφεσης 3 απορρίπτεται.

Με τον λόγο έφεσης 4, η Εφεσείουσα προτάσσει πως ατυχώς το Πρωτόδικο Δικαστήριο επεδίωξε πρωτογενή ερμηνεία όσων αυτή εννοούσε στη συνέντευξη

Η θέση δεν γίνεται δεκτή.

Στην Χατζηγιάννη ν. Pitsillides Trading Co Ltd και Άλλου, Π.Ε. 341/14, ημ. 22.5.23, το Εφετείο κατάγραψε σχετικώς:

«[…] Αυτό γιατί - κατά το απαύγασμα της ισχύουσας νομολογίας - το Πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε, καθηκόντως (ως εκ των γεγονότων και επίμαχων θεμάτων), να αντικρύσει την ολότητα των γεγονότων, λέξεων και φράσεων, ώστε να ερμηνεύσει το δημοσίευμα περί ου η αξίωση. Αυτό, αφού, το αν ένα δημοσίευμα είναι δυσφημιστικό, κρίνεται από το Δικαστήριο και αποφασίζεται κατά κανόνα ως ζήτημα πραγματικό με απόδοση (στις λέξεις ή φράσεις), της συνήθους φυσικής τους έννοιας, με γνώμονα το μέτρο του μέσου λογικού πολίτη. Δεν έχει σημασία το κατά πόσον ένας αναγνώστης ή ακόμη και ο ίδιος ο ενάγων, δυνατόν να θεωρήσει το δημοσίευμα δυσφημιστικό, ούτε ομοίως και η μαρτυρία που τυχόν δίδεται για το πώς ένα δημοσίευμα έγινε αντιληπτό σε σχέση προς το νόημα και τη γενική του έννοια. Ο ενάγων δεν μπορεί να αποδώσει ο ίδιος δυσφημιστική έννοια στο δημοσίευμα και να θεωρήσει τον εαυτό του θιγμένο, αν το κείμενο είναι δεκτικό και άλλων αθώων ερμηνειών. Κατά τη δικαστική εξέταση τού κειμένου συνεκτιμάται η ετυμολογία συγκεκριμένων λέξεων και το όλον περιεχόμενο του, με αναφορά στον χρόνο και τόπο του δημοσιεύματος καθώς και στην κοινή γνώμη για το θέμα, με την επισήμανση, ότι κάποια μομφή ίσως να είναι δυσφημιστική ασχέτως αν γίνεται πιστευτή από αυτούς στους οποίους δημοσιοποιείται. Είναι πιθανό η μια ή η άλλη διατύπωση σε ένα κείμενο να θεωρείται δυσφημιστική ενώ να υπάρχουν εκεί και άλλες φράσεις ή προτάσεις που να απομακρύνουν από την πρώτη εντύπωση [...])».

 

Δεν δικαιολογείται τώρα, διάφορη οπτική.

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λειτούργησε δεόντως, με τις όποιες αξιολογικές του κρίσεις, να μην εκφεύγουν του επιτρεπτού αφού συνταυτίζονται πλήρως και με την αξιόπιστη μαρτυρία (Μεσαρίτη ν. Λαζαρίδη, Π.Ε. 470/14, ημ. 14.5.18, Πετρίδης ν. Εκδοτικός Οίκος Δίας Λτδ και Άλλων (2013) 1(Β) Α.Α.Δ. 1464, 1478).

Ο λόγος έφεσης 4 απορρίπτεται.

Με τους λόγους έφεσης 5 και 6 υποστηρίζεται ότι η Πρωτόδικη Απόφαση περικλείει αντιθετικά και ανακόλουθα προς τη μαρτυρία συμπεράσματα.

Ειδικότερα (με επικέντρωση στον λόγο έφεσης 5), η Εφεσείουσα διατείνεται πως, παρόλο που το Πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά διαπίστωσε «… ότι η ενάγουσα, πρώην στέλεχος του ΔΗΚΟ και θερμή υποστηρίκτρια του «ΟΧΙ», «μετακόμισε» στο ΔΗ.ΣΥ, την χαρακτηρίζει ως «πολιτικό τσιγγάνο» για να τονίσει την «παράδοξη» όπως την χαρακτηρίζει, διαδρομή της μέσα από δύο κόμματα με εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις και ιδεολογίες …», έκρινε αργότερα ότι δεν αφήνεται καμιά υπόνοια στο δημοσίευμα ως προς τον τρόπο επιλογής της Εφεσείουσας στη βουλευτική θέση αλλά και ως προς τις πεποιθήσεις και πιστεύω της, αφού « όχι μόνο δεν παρουσιάζεται ότι αλλάζει τα πιστεύω και τις πεποιθήσεις της, αλλά παρουσιάζεται σταθερή, «αμετακίνητη», όσον αφορά τουλάχιστο τις απόψεις της σε σχέση με το Κυπριακό πρόβλημα, που αποτελεί και το θέμα του δημοσιεύματος », και πως η ««αδιαλλαξία» της αυτή, ήταν και ο λόγος που ο συντάκτης τη θεωρούσε «παρείσακτη» στο Δημοκρατικό Συναγερμό».

Αυτή η θέση, συνεχίζει η Εφεσείουσα, δεν συνάδει με τα αναφερθέντα από τον πρώην Εφεσίβλητο 3 (στην παράγραφο 13 της Γραπτής Δήλωσης) όπου τούτος διατείνεται πως στο δημοσίευμα αναφέρεται ότι η Εφεσείουσα « τάχθηκε εναντίον του σχεδίου για να μην κινδυνεύσει να χάσει τη βουλευτική της έδρα». 

Επομένως, κατά τη σκέψη της Εφεσείουσας, δεν μπορούσε το Πρωτόδικο Δικαστήριο να διαπιστώνει από τη μια, την αναφορά του πρώην Εφεσίβλητου 3 στην Εφεσείουσα ως πολιτικού τσιγγάνου, και από την άλλη, να απορρίπτει τις θέσεις της εκλαμβάνοντας πως τούτος « την παρουσίασε ως «σταθερή» και «αμετακίνητη» στις απόψεις της …», κάτι εσφαλμένο, αφού ο πρώην Εφεσίβλητος 3 ουδέποτε ανέφερε ότι η Εφεσείουσα ήταν «σταθερή ή αμετακίνητη».

Δεν συγκλίνουμε με την Εφεσείουσα.

Οι τοποθετήσεις του πρώην Εφεσίβλητου 3, ιδωμένες σφαιρικώς, δεν θα μπορούσαν λελογισμένως να αναδείξουν τέτοιου μεγέθους παρεκτροπή από τις εδραιωμένες αρχές αξιολόγησης, ισοδυναμούσες μάλιστα και με πλημμέλεια, ώστε να δικαιολογείται πιθανώς η εφετειακή παρέμβαση. 

Αντιθέτως.

Ό,τι κατέγραψε το Πρωτόδικο Δικαστήριο επί των συζητούμενων πτυχών ήταν βάσιμο και ταυτισμένο προς τη δοθείσα και αξιόπιστη γραπτή και προφορική μαρτυρία, ήτοι πως, παρότι η Εφεσείουσα μετακινήθηκε από ένα πολιτικό χώρο σε άλλο πολιτικό χώρο, τούτη δεν μετέβαλε τις πολιτικές της πεποιθήσεις «… όσον αφορά τουλάχιστον τις απόψεις της σε σχέση με το Κυπριακό πρόβλημα, που αποτελεί και το θέμα του δημοσιεύματος».

Στο ίδιο μήκος κύματος, εντάσσονται και τα παράπονα της Εφεσείουσας (με εξειδικευμένη αναφορά στον λόγο έφεσης 6), ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο άδικα προέβη σε μνεία άλλου δημοσιεύματος όπου περιλήφθηκε η συνέντευξη, και δη στην Εφημερίδα «ο Φιλελεύθερος», ως το Τεκμήριο 5, ισχυρισμός που δεν είχε δικογραφηθεί στην Υπεράσπιση (κατά την Εφεσείουσα), με επακόλουθο η δικονομική αυτή παρασπονδία να οδηγήσει το Πρωτόδικο Δικαστήριο σε ακόμη « ένα αβάσιμο πρωτογενές εύρημα ».

Κατ’ αρχάς - και συμφωνούμε με τους δικηγόρους των Εφεσίβλητων 1 και 2 - όσα γράφονται στον λόγο έφεσης 6, χαρακτηρίζονται από κάποια ασάφεια εξ απόψεως στόχευσης.

Μολαταύτα, τούτα διόλου δεν οδηγούν στο ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρασύρθηκε σε λαθεμένη κρίση ως εκ του υποβάθρου στο οποίο βάσισε τον συλλογισμό του, πολλώ μάλλον - ως υπονοείται στον λόγο έφεσης 6 - πως το υποτιθέμενο γεγονός επηρέασε καταλυτικά τη γενικότερη πρωτόδικη κρίση επί των προβληματικών και προπαντός τη μαρτυριακή αξιολόγηση.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ενέταξε και τη θεματική αυτή, στο γενικότερο νομολογιακό πλαίσιο, το οποίο ορίζει - και σωστά - ότι τα πολιτικά πρόσωπα, ή οι κατέχοντες άλλα δημόσια αξιώματα, θα πρέπει να ανέχονται ευκολότερα τη δημόσια κριτική (SH v. Malta [2022] ECHR 1128).

Η πρωτόδικη ανάπτυξη της θεματικής δεν απέστη από όσα ειπώθηκαν στην Δρουσιώτης ν. Παπαδόπουλου (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 102, 109-111):

«Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, με βάση τις σχετικές αυθεντίες, παρατηρεί τα ακόλουθα, τα οποία μας βρίσκουν απόλυτα σύμφωνους:

«Η ελευθερία της έκφρασης αποτελεί ευλογία και γνώρισμα κάθε πολιτισμένης κοινωνίας, όμως ο περιορισμός του δικαιώματος αυτού, δικαιολογείται προς όφελος της προστασίας της υπόληψης και των δικαιωμάτων τρίτων. Ο περιορισμός είναι προς όφελος και των ιδίων των δημοσιογράφων έτσι ώστε τα γραφόμενα τους να απεικονίζουν την αλήθεια και όχι την αναλήθεια. Τελικός κριτής για την αναγκαιότητα του περιορισμού είναι το Δικαστήριο. Αν γινόταν παραδεκτή, άνευ συνεπειών, η προβολή αναληθών δημοσιευμάτων, το κοινό θα έπαυε να τους αποδίδει πίστη, είτε αυτά είναι αληθή είτε είναι ψευδή. Η φήμη αποτελεί αναπόσπαστο και σημαντικό μέρος της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Μια και κηλιδωθεί από ανυπόστατους ισχυρισμούς σε εφημερίδες εθνικής εμβέλειας ή άλλα συγγράμματα (που αναλόγως της περίπτωσης, μπορεί να έχουν το ίδιο ή και περισσότερο εκτόπισμα), η φήμη του ατόμου μπορεί να ζημιωθεί για πάντα, ιδιαίτερα εάν δεν παρέχεται η ευκαιρία στο ίδιο να την υπερασπίσει. Όταν αυτό συμβαίνει, χαμένοι είναι τόσον η κοινωνία όσο και το άτομο. Η προστασία της φήμης του ατόμου συντελεί στο καλό του δημοσίου. Είναι προς το δημόσιο συμφέρον να μην αμαυρώνεται η φήμη δημοσίων προσώπων με ασύδοτο λόγο και ψέμα. Η προστασία της υπόληψης είναι απαραίτητη για την ανεμπόδιστη άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου. Δεν είναι δίκαιο το άτομο να λειτουργεί κάτω από τη σκιά του ψόγου και της υπονόμευσης της κοινωνικής του υπόστασης. Είναι αυτή η πραγματικότητα που καθιστά αναγκαίο τον περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασης. Το θέμα της εξισορρόπησης του δικαιώματος της ελεύθερης έκφρασης και της μετάδοσης πληροφοριών από τον Τύπο και τα ΜΜΕ, με το θεμελιώδες δικαίωμα του ατόμου για τη φήμη και υπόληψή του, είναι δύσκολο και λεπτό. Από τη μια, το δικαίωμα ελευθερίας του Τύπου, δίδει ενθάρρυνση στην ελεύθερη συζήτηση πάνω σε δημόσια θέματα, ενώ από την άλλη, παρίσταται αναγκαίος ο αποκλεισμός αναληθών και δυσφημιστικών δηλώσεων έτσι ώστε να προστατεύεται το άτομο και για να βελτιώνεται η ποιότητα της δημοσιογραφίας με τον αποκλεισμό της κακής πληροφόρησης και την προστασία του δικαιώματος του κοινού για ορθή ενημέρωση. Δεν υφίσταται δικαίωμα στη δυσφήμιση οποιουδήποτε προσώπου. Ωστόσο, η προστασία του δικαιώματος στη φήμη, δε θα πρέπει να είναι υπέρμετρη σε σχέση με την προστασία άλλων ανταγωνιστικών δικαιωμάτων, όπως το συζητούμενο δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης. Θα πρέπει να υπάρχει μεταξύ των δύο αναλογία. Η έννοια της αναλογικότητας δεν εξυπακούει ισότητα μεταξύ ανταγωνιστικών συμφερόντων, αλλά αντιπαραβολή με ανοικτή συζήτηση, θεμάτων δημοσίου ενδιαφέροντος, με τρόπο που να μην αποθαρρύνει το κοινό από την έκφραση γνώμης λόγω φόβου ποινικών ή άλλων κυρώσεων. Η σύγχρονη τάση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων είναι να περιορίζει το δικαίωμα στη φήμη, προς όφελος του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης, την οποία το Δικαστήριο κατατάσσει ψηλά, αποδίδοντας της ιδιαίτερη αξία ως ουσιαστικό θεμέλιο της δημοκρατικής κοινωνίας και βασικής προϋπόθεσης προόδου της. Η ελευθερία αυτή εφαρμόζεται όχι μόνο σε πληροφορίες και ιδέες που είναι αρεστές ή τουλάχιστον, θεωρούνται ως μη εχθρικές ή αδιάφορες, αλλά και σε εκείνες που είναι προσβλητικές, εκπλήττουν ή ενοχλούν. Αυτό απαιτεί ο πλουραλισμός, η ανεκτικότητα και η ευρύτητα πνεύματος. Πολιτικά ή άλλα δημόσια πρόσωπα, έχοντας εισέλθει στο δημόσιο στίβο, θα πρέπει να αναμένουν και ανέχονται πιο εύκολα τη δημόσια κριτική και είναι γεγονός ότι, στους δημοσιογράφους αναγνωρίζεται και σε κάποιο βαθμό επιτρέπεται (με τη χαλαρή έννοια του όρου) - και ένας βαθμός υπερβολής ή ακόμη και πρόκλησης σε αυτά που αναφέρονται, νοουμένου βεβαίως ότι εμπίπτουν εντός των αναφερόμενων παραμέτρων [βλ. μεταξύ άλλων «Αλήθεια» Εκδοτική Εταιρεία Λτδ κ.ά. ν. Αλωνεύτη (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1863 (Ολομέλεια), Stoll v. Switzerland, Application 69698/01, ημερομηνίας 25.04.06 (Ολομέλεια), Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ ν. Παπαευσταθίου (2007) 1(Α) Α.Α.Δ. 856, Ονουφρίου κ.ά. ν. Εταιρείας «Κ.Κ. Σύγχρονες Κούρσες Λτδ (2006) 1(Α)Α.Α.Δ. 742, Λουκαϊδης ν. Εκδοτική Εταιρεία Αλήθεια Λτδ (2003) 1(Α) Α.Α.Δ. 22, Jameel v. Wall Street Journal Europe [2006] 4 All.E.R. 609)».

 

Πέραν και ανεξαρτήτως των πιο πάνω, δεν μπορεί να παραβλεφθεί ότι οι Εφεσίβλητοι δικογράφησαν καθαρά τις παραγράφους 11, 14 και 13 αντιστοίχως (σε ξεχωριστές Υπερασπίσεις), τα του δημοσιεύματος στον Φιλελεύθερο/Τεκμήριο 5 και την επενέργεια τους στα επίδικα.

Η ουσία των παραγράφων 11, 14 και 13 των Υπερασπίσεων είναι αυτόδηλη.

Δεν καλούν σε άλλο σχολιασμό.

Οι λόγοι έφεσης 5 και 6 δεν μπορούν να γίνουν δεκτοί.

Για τον λόγο έφεσης 9, όσα απαρτίζουν τις ξεχωριστές Υπερασπίσεις των Εφεσίβλητων, δεν θα μπορούσαν αντικειμενικώς - και εκ περιεχομένου - να υπαχθούν ως ανεπαρκή, ώστε να επηρεάσουν και το δικαίωμα της Εφεσείουσας να ξέρει επακριβώς την υπερασπιστική γραμμή των Εφεσίβλητων (Σάουρος και Άλλου ν. Φιλίππου (2009) 1(Α) Α.Α.Δ. 203, 210-211).

Ο λόγος έφεσης 9 απορρίπτεται.

Εισερχόμαστε στα της ανάλυσης των λόγων έφεσης 10, 11 και 12.

Δεν είναι σωστή η αναφορά της Εφεσείουσας, στον λόγο έφεσης 10, ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε για το μη δυσφημιστικό του δημοσιεύματος « όχι γιατί δεν πληρούντο οι προϋποθέσεις του νόμου για να χαρακτηριστεί ως τέτοιο … αλλά γιατί «δικαιολόγησε την αντίδραση του Εναγομένου 3, ως “αυτοάμυνα ή ανταπόκριση” στο Τεκμήριο 5».

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο πραγματεύθηκε το δημοσίευμα στην ολότητα του, ως πραγματικό ζήτημα, σε συνάρτηση και προς τη συνέντευξη, ώστε να καταλήξει στην ερμηνευτική του δημοσιεύματος, έχοντας στο μυαλό (ως πολύ εύκολα διαπιστώνεται από το κείμενο της Πρωτόδικης Απόφασης), και τις τοποθετήσεις των διαδίκων, όπως και τη μαρτυρία που έγινε δεκτή.

Τούτο, ήταν το νομικώς πρέπον (Κουτσού ν. Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ και Άλλων (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 1198, 1204, Norman v. Future Publishing Ltd [1999] EWCA 161).

Η ουσία δεν εντοπίζεται στα όσα προτάθηκαν εκ μέρους της Εφεσείουσας στον λόγο έφεσης 10, αλλά στο ότι τούτη ανέπτυξε στη συνέντευξη τις πολιτικές της θέσεις για το Σχέδιο Ανάν, ως πολιτικό πρόσωπο, συσχετίζοντας χωρίς παρότρυνση ή παρεμβολή του πρώην Εφεσίβλητου 3, τις απόψεις της λέγοντας πως ο « χορός του Ζαλόγγου ήταν η άλλη επιλογή στο να γίνει κανείς γιουσουφάκι στα χαρέμια του Αλί Πασά …» καθότι « αυτά είναι στενά συνυφασμένα με την επιλογή του σχεδίου Ανάν γιατί από εκεί ξεκινούν όλα και να μην κοροϊδευόμαστε …» και πως « αν εξαρτιόταν από το «ναι» το δικό μου για να εφαρμοστεί το συγκεκριμένο σχέδιο, τότε θα προτιμούσα να αυτοκτονήσω».

Η Εφεσείουσα προσέθεσε ότι εάν η ίδια εμφανιζόταν να χορεύει τον χορό του Ζαλόγγου, τότε « ας σκεφτούν και αυτή με τη δική μου τη λογική να χορεύουν το χορό της κοιλιάς ως γιουσουφάκια ».

Είναι σε αυτές τις θέσεις που όντως απάντησε ο πρώην Εφεσίβλητος 3.

Το επί της ουσίας ζητούμενο όμως δεν είναι αυτό.

Ζητούμενο είναι το κατά πόσον μπορεί κανείς εύλογα να διαχωρίσει την τοποθέτηση της Εφεσείουσας περί των χαρεμιών του Αλή Πασά, από τον πολιτικό λόγο που εξέφρασε στη συνέντευξη, ως πολιτικό πρόσωπο.

Αλληλένδετο με αυτό, είναι και ένα άλλο ζητούμενο. 

Το αν, δηλαδή, θα μπορούσε κανείς, λελογισμένα, να αποτμήσει από την απάντηση του πρώην Εφεσίβλητου 3, την αναφορά του στο δημοσίευμα (περί της προοπτικής επιλογής της Εφεσείουσας σε Τούρκικο χαρέμι), από τη σφοδρή επίκριση που εξέφρασε κατά της Εφεσείουσας για τις πολιτικές της θέσεις περί του Σχεδίου Ανάν.

Από το όλον της αξιόπιστης μαρτυρίας στη δίκη, η απάντηση στα ως άνω ζητούμενα σύγκειται στο ότι ούτε οι δηλώσεις της Εφεσείουσας στη συνέντευξη ούτε και εκείνες του πρώην Εφεσίβλητου 3 στο δημοσίευμα μπορούν να διαχωριστούν νοηματικά. 

Το δημοσίευμα αποτέλεσε προϊόν ενάσκησης του δικαιώματος ελεύθερης έκφρασης του πρώην Εφεσίβλητου 3, μετουσιωμένης σε κριτική οξείας μορφής προς τον πολιτικό λόγο που εξίσου δικαιωματικώς προέταξε η Εφεσείουσα στη συνέντευξη.  

Υπό αυτό το πρίσμα, τα ως άνω ζητούμενα είναι στοιχειωδώς αδιαίρετα, σε αντίθεση με όσα επιχείρησε να προβάλει η Εφεσείουσα για να πείσει ότι οι αναφορές στο δημοσίευμα περί χαρεμιών και άλλων τινών (συναρτώμενων προς αυτήν), θα πρέπει να προσεγγιστούν ξέχωρα από την κριτική του πρώην Εφεσίβλητου 3 επί των απόψεων της στη συνέντευξη για το Σχέδιο Ανάν.

Πάντως, αν υιοθετείτο αυτή η αντίληψη, θα οδηγούσε σε σαφή παράβαση θεμελιακών αρχών που αφορούν στην ερμηνευτική δημοσιευμάτων ή δηλώσεων στο περί δυσφήμισης δικαιϊκό πεδίο.

Δεν είναι κατά κανόνα επιτρεπτό διάδικος σε υπόθεση δυσφήμισης να επιλέγει συγκεκριμένα μέρη δημοσιεύματος (που ιδωμένα απομονωμένα θα μπορούσαν να καταταχθούν ως δυσφημιστικά), και την ίδια στιγμή να αγνοεί άλλα μέρη του τα οποία μπορεί θα μπορούσαν να εκπέμψουν μια αποκλίνουσα εικόνα εάν συνταιριάζονταν με το μέρος εκείνο που ο ενάγων ή η ενάγουσα θεωρεί ως δυσφημιστικό (Turley v. Unite the Union and Another [2019] EWHC 3547 (QB), Monks ν. Warwick DC [2009] EWHC 959 (QB)).

Στην Δρουσιώτης ν. Παπαδόπουλου (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 102, 108, το Εφετείο υιοθετώντας ακέραια την πρωτόδικη εντρύφηση ως αποδίδουσα ορθά « τη νομική θέση », υπογράμμισε πως:

« […] Το κατά πόσον ένα δημοσίευμα είναι δυσφημιστικό, κρίνεται από το Δικαστήριο και αποφασίζεται ως ζήτημα πραγματικό, με απόδοση στις λέξεις ή φράσεις, της συνήθους φυσικής τους έννοιας, με γνώμονα το μέτρο του μέσου λογικού πολίτη. Δεν έχει σημασία το κατά πόσον ένας αναγνώστης ή ακόμη και ο ίδιος ο ενάγων, δυνατόν να θεωρήσει το δημοσίευμα δυσφημιστικό, ούτε και έχει σημασία η μαρτυρία που τυχόν δίδεται για το πώς ένα δημοσίευμα έγινε αντιληπτό σε σχέση με το νόημα και τη γενική του έννοια. Ο ενάγων, δε μπορεί να αποδώσει ο ίδιος δυσφημιστική έννοια στο δημοσίευμα και να θεωρήσει τον εαυτό του θιγμένο, αν το κείμενο είναι δεκτικό και άλλων αθώων ερμηνειών. Κατά την εξέταση του κειμένου το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη, όχι μόνον την ετυμολογία συγκεκριμένων λέξεων αλλά και το σύνολο του περιεχομένου του, με αναφορά στο χρόνο και τόπο του δημοσιεύματος καθώς και στην ισχύουσα κοινή γνώμη για το θέμα, με την επισήμανση, ότι κάποια μομφή δυνατόν να είναι δυσφημιστική, ανεξαρτήτως αν γίνεται πιστευτή από αυτούς στους οποίους δημοσιοποιείται. Οι λέξεις στις οποίες αποδίδεται δυσφημιστικό περιεχόμενο πρέπει να ερμηνεύονται στο σύνολό τους. Είναι δυνατόν η μια ή η άλλη διατύπωση σε ένα κείμενο, να θεωρείται δυσφημιστική, όπως είναι εξίσου δυνατόν, να υπάρχουν εκεί και άλλες φράσεις ή προτάσεις οι οποίες να απομακρύνουν από την πρώτη εντύπωση […]».

 

Εν προκειμένω, το Πρωτόδικο Δικαστήριο καίρια ενέταξε το δημοσίευμα στις ισχύουσες νομολογιακές και νομοθετικές παραμέτρους για να αποφανθεί περί του όποιου δυσφημιστικού του (Σταυράκης ν. Κοντεάτη (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1957, 1965, Κουτσού ν. Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ και Άλλων (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 1198, 1203).

Έγραψε:

«[...] Κατά πόσο ένα άρθρο είναι δυσφημιστικό ή όχι δεν εξαρτάται από τη πρόθεση του συντάκτη αλλά από τη φυσική τάση του δημοσιεύματος. Εναπόκειται στο Δικαστήριο να το κρίνει αποδίδοντας στις λέξεις ή στις φράσεις που χρησιμοποιούνται, τη συνήθη και φυσική τους έννοια. Κριτήριο είναι η αντίληψη του μέσου, συνηθισμένου λογικού ανθρώπου […] και όχι η εντύπωση που προκάλεσε το επίδικο άρθρο σε ένα δικηγόρο ή σε ένα διανοούμενο, ούτε σε κάποιο που θα το διαβάσει και θα το ξαναδιαβάσει και θα προβεί σε μια εκ βάθους ανάλυση του, με προοπτική ανακάλυψης του πραγματικού ή ενός πιθανού νοήματος του [...]».

 

Η αντίκρυση τούτη ενισχύεται και από πιο επίκαιρη νομολογία (Ιωαννίδης ν. Στυλιανός & Γεώργιος Εργοληπτική Εταιρεία Λτδ, Π.Ε. 369/14, ημ. 24.5.22, Sigma Radio Television Ltd v. Γεωργιάδη, Π.Ε. 349/09, ημ. 8.6.21).

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέσχε επίσης ανεξάρτητη, επαρκή και ορθολογική αιτιολογία, για την απόφαση του να κατατάξει (κατά πραγματικό ζήτημα), το δημοσίευμα ως μη δυσφημιστικό, σταθμίζοντας, διά εμπεδωμένων αρχών, την ελευθερία του τύπου και της έκφρασης με το δικαίωμα στη φήμη και προσωπικότητα, αλλά και την υποχρέωση ενός δημοσίου προσώπου να ανέχεται τη δημόσια κριτική.

Είπε:

«[…] Η ενάγουσα είναι πολιτικό πρόσωπο που κατείχε διάφορα αξιώματα, μεταξύ των οποίων και αυτό της βουλευτού και ευρωβουλευτού. Τα όρια της αποδεκτής κριτικής σε τέτοια περίπτωση είναι ευρύτερα από την περίπτωση των ιδιωτών, καθότι οι πολιτικοί και άτομα που κατέχουν δημόσια αξιώματα εκθέτουν τον εαυτό τους σε στενό έλεγχο των λόγων και των πράξεων τους, από δημοσιογράφους και το ευρύτερο κοινό […]. Η κριτική των πράξεων και των δηλώσεων και γενικά της συμπεριφοράς των πολιτικών προσώπων και αυτών που κατέχουν δημόσια αξιώματα αποτελεί γνώρισμα της σύγχρονης δημοκρατίας. Πρόσωπα που κατέχουν πολιτικά ή άλλα δημόσια αξιώματα θα πρέπει να ανέχονται πιο εύκολα τη δημόσια κριτική […]. Το γεγονός ότι θα πρέπει να είναι πιο ανεκτικοί στη δημόσια κριτική, δεν εξυπακούει ότι οι πολιτικοί δεν έχουν δικαίωμα προστασίας της υπόληψης τους. Μπορεί να επιτραπεί σε ένα συντάκτη ένας βαθμός υπερβολής ή πρόκλησης, αλλά δεν είναι επιτρεπτό η ενημέρωση να διατυπώνεται με τρόπο παραπλανητικό και ή ανεύθυνο […].

………………………………………………………………………………………..

Δηλώσεις που αφορούν την εξωτερική εμφάνιση ενός προσώπου, όπως η συγκεκριμένη, δεν εμπίπτουν συνήθως εντός της έννοιας της «δυσφήμισης», καθότι δεν καταλογίζουν στον ενάγοντα μεμπτή συμπεριφορά ή κακό χαρακτήρα, εκτός στην περίπτωση που ο ενάγοντας έχει εκτεθεί σε χλεύη και υπάρχει το ενδεχόμενο τρίτα πρόσωπα να τον αποφεύγουν.

 

Στην αγγλική υπόθεση Berkoff v Burchill, ο χαρακτηρισμός «hideously ugly» θεωρήθηκε από την πλειοψηφία του Εφετείου ως δυσφήμιση. Το Εφετείο έλαβε σοβαρά υπόψη το επάγγελμα του ενάγοντα, επρόκειτο για διάσημο ηθοποιό, η εξωτερική εμφάνιση του οποίου αποτελούσε σημαντικό στοιχείο στην επαγγελματική του σταδιοδρομία. Παραθέτω αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα:

 

«While insults which did not diminish a person’s standing among other people did not find an action for libel or slander, words were capable of being defamatory of a plaintiff if they held him up to contempt, scorn or ridicule or tended to exclude him from society, notwithstanding that they neither imputed disgraceful conduct to him nor any lack of skill or efficiency in the conduct of his trade or business or professional activity. Whether they were so capable in a particular case had to be answered in relation to the plaintiff’s claim, taking into account the context in which they were published. In the instant case, the words might have been understood to mean that the plaintiff was not merely physically unattractive in appearance, but actually repulsive. To say that of someone in the public eye who made his living, in part at least, as an actor could be defamatory, since it was capable of lowering his standing in the estimation of the public and of making him an object of ridicule [4]».

 

Η επίδικη αναφορά γράφτηκε σε κοροϊδευτικό ύφος, λαμβάνοντας όμως υπόψη το σύνολο του κειμένου και τις περιστάσεις που αυτό δημοσιεύθηκε ως τις αναλύω πιο πάνω, το γεγονός ότι η ενάγουσα είναι πολιτικός και όχι ηθοποιός ή παρουσιάστρια, επαγγέλματα όπου η εξωτερική εμφάνιση είναι βαρύνουσας σημασίας, κρίνω ότι δεν είναι δυσφημιστική καθότι η αναφορά αυτή δεν ενδέχεται να τη θέσει σε χλεύη και να προκαλέσει την αποστροφή και τον αποκλεισμό της από το κοινωνικό σύνολο.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους καταλήγω ότι το επίδικο δημοσίευμα δεν ήταν δυσφημιστικό [...]».

 

Οι επίδικες αναφορές, ως εκ του τόνου και περιεχομένου τους, δεν θα μπορούσαν αντικειμενικώς να ταξινομηθούν ως δυσφημιστικές, παρά μονάχα ως προσβλητικές (insulting), ή και ειρωνικές και σαρκαστικές προς την Εφεσείουσα.

Καλώς, στη βάση αυτή, κρίθηκε το δημοσίευμα ως μη δυσφημιστικό.

Και κάτι ακόμη.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, έχοντας, κατά διαχρονική και πάγια νομολογία, την ύψιστη ευθύνη διαπίστωσης των πραγματικών γεγονότων - πέραν της διεξοδικής αξιολόγησης και αντιπαραβολής της μαρτυρίας με άλλη έγγραφη και προφορική μαρτυρία στη δίκη - αποτίμησε ως εκ της πλεονεκτικής θέσης του, την αξιοπιστία των μαρτύρων, παρατηρώντας και ακούγοντας τους στο εδώλιο (Νίκολας ν. Κυπριακών Αερογραμμών Λτδ και Άλλου, Π.Ε. 43/07, ημ. 7.6.23, Χατζηγιάννη ν. Pitsillides Trading Co Ltd και Άλλου, Π.Ε. 341/14, ημ. 22.5.23, Κωνσταντίνου ν. Θεοδώρου και Άλλης, Π.Ε. 388/14, ημ. 3.4.23, Αψερός ν. Παρασκευόπουλος, Π.Ε. 17/15, ημ. 29.3.23, Γεωργιάδη και Άλλων ν. Συνεργατικής Εταιρείας Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ, Π.Ε. 376/14, ημ. 16.3.23, Περατικού ν. Ελληνική Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ, Π.Ε. 287/13, ημ. 16.6.21, Charalambous v. Demetriou (1961) 1  C.L.R. 14, 16-29).

Η αξιολόγηση της μαρτυρίας από το Πρωτόδικο Δικαστήριο - και αυτό αφορά οριζοντίως όλους τους λόγους έφεσης - επιτελέστηκε κατά τα πρέποντα, εντός των ορίων εξουσίας του, δίχως να αναφύεται κάτι που θα μπορούσε να την εντάξει σε εκείνες που θα καλούσαν σε ανάστροφο αποτέλεσμα (Αλέκου ν. Agrowise Ltd, Π.Ε. 368/14, ημ. 28.3.23).

Δεν εντοπίζουμε ολίσθημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου σε οποιαδήποτε πτυχή πρότεινε η Εφεσείουσα αναφορικώς προς την αξιολογική διεργασία.

Ούτε όμως και για τη νομική αξιολόγηση και αυτοκαθοδήγηση του.

Εκτός των άλλων που προαναφέραμε (και με ειδικότερη αναφορά στον λόγο έφεσης 12), ήταν ορθή η ανάλυση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου για το σκεπτικό στην Berkoff v. Burchill and Another [1996] 4 All E.R. 1008 (CA).

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, έχοντας υπόψη τις αναπροσαρμογές που έπρεπε να κάνει ως προς τα γεγονότα των δύο περιπτώσεων, κατέληξε πως, σε ό,τι αφορούσε στη συγκεκριμένη υπόθεση που είχε ενώπιον του, τα όσα εξαπόλυσε ο πρώην Εφεσίβλητος 3 κατά της Εφεσείουσας στο δημοσίευμα δεν θα μπορούσαν - και για αυτό τον λόγο - να ταξινομηθούν εντός της έννοιας της δυσφήμισης αφού δεν καταλόγιζαν στην Εφεσείουσα επίμεμπτη συμπεριφορά, κακό χαρακτήρα ή και χλεύη ώστε να υπάρχει το ενδεχόμενο τρίτα πρόσωπα να την αποστραφούν.

Έκρινε ότι:

«[...] Η επίδικη αναφορά γράφτηκε σε κοροϊδευτικό ύφος, λαμβάνοντας όμως υπόψη το σύνολο του κειμένου και τις περιστάσεις που αυτό δημοσιεύθηκε ως τις αναλύω πιο πάνω, το γεγονός ότι η ενάγουσα είναι πολιτικός και όχι ηθοποιός ή παρουσιάστρια, επαγγέλματα όπου η εξωτερική εμφάνιση είναι βαρύνουσας σημασίας, κρίνω ότι δεν είναι δυσφημιστική καθότι η αναφορά αυτή δεν ενδέχεται να τη θέσει σε χλεύη και να προκαλέσει την αποστροφή και τον αποκλεισμό της από το κοινωνικό σύνολο [...]».

 

Περαιτέρω, δεν μπορεί να παραγνωριστεί - ξανά κατ’ αναλογίαν - ότι η χρήση απρεπών εκφράσεων και η ειρωνεία δεν συνιστούν κατά κανόνα και άνευ ετέρου δυσφήμιση του προσώπου προς το οποίο απευθύνονται ή αφορούν (Sim v. Stretch [1963] 2 All E.R. 1237).

Ούτε προσέτι να αγνοηθεί ότι ένα έντονα επικριτικό και επιθετικό σχόλιο δεν είναι κατ’ ανάγκην δυσφημιστικό και πως, ως έννοια, η ελευθερία της έκφρασης θα ήταν κενή περιεχομένου αν περιοριζόταν σε δημοσιεύματα που τα χαρακτήριζε η ευγένεια και ο καθωσπρεπισμός (Κυριάκου και Άλλων ν. Λουκαΐδη, Π.Ε. 103/14, ημ. 18.12.20).

Στην ONeil v. Carson [2023] NIMaster 9 (High Court of Justice of Northen Ireland, Kings Bench Division), η ενάγουσα, σε υπόθεση δυσφήμισης, ήταν πολιτικό πρόσωπο, και δη η ηγέτιδα της Κυβέρνησης της Βορείου Ιρλανδίας (First Minister). Πριν καταλάβει το ύψιστο αυτό πολιτικό αξίωμα είχε υπηρετήσει σε διάφορα δημόσια αξιώματα όπως Υπουργός Γεωργίας και Υπουργός Υγείας. Ανέκαθεν ήταν υπέρμαχος της συμμετοχής περισσότερων γυναικών στη δημόσια ζωή. Σε όλη την εμπλοκή της στα κοινά υποστήριζε την ισότητα. Θεωρούσε ότι οι γυναίκες στη δημόσια ζωή κρίνονται αρνητικά και υποβιβάζονται συνεχώς, και πως αρκετά συχνά υπόκεινται και σε σχόλια μισογυνισμού τόσο στην καθημερινή ζωή όσο και στο διαδίκτυο. Ο εναγόμενος, που ήταν δημοτικός σύμβουλος αντίθετου πολιτικού κόμματος από εκείνο της ενάγουσας, ανάρτησε για αυτήν σχόλιο στην ιστοσελίδα του, το οποίο έγραφε «She will be put back in her kennel» («Θα την βάλουν πάλι στον στάβλο της»), κάτι που, ως κρίθηκε από το Δικαστήριο, εννοούσε για την ενάγουσα ότι «She is a bitch and we will get her under control» («Είναι σκύλα και θα την φέρουμε υπό έλεγχο»).

Το High Court, με αναφορά και στην Berkoff v. Burchill (ανωτέρω), υπάγοντας το δημοσίευμα ως μη δυσφημιστικό αλλά και ανεπαρκές για επιδίκαση αποζημιώσεων, αποφάσισε κατά τούτα:

« [36] I take it that this is classic misogynistic abuse and is also combined with that bravado and bombast often seen amongst football supporters, asserting that their team will beat the opponent. The context of Mr Carson’s post is therefore somewhat related to the impending leadership contest in the DUP. The implication is that Mr Carson’s preferred candidate would triumph over Ms O’Neill. But I do not consider it reasonable to draw from that context that the statement is defamatory of Ms O’Neill’s competence as a politician. The winning of elections depends on far more than the competence of a party leader.

.......................................................................................................................

[60] In the light of these authorities I consider that, on any reasonable interpretation of the meaning of the words used, Mr Carson’s post falls short of being defamatory. It has had no adverse impact on Ms O’Neill’s reputation, either in the local community or internationally. In my view no president or prime minister, nor any member of the public, will think of her reputation in reduced terms as a result of it. To return to the words of Sir Thomas Bingham in John v MGN Limited [5] which I referred to earlier, the impugned post did not touch on Ms O’Neill’s personal integrity, professional reputation, honour, courage, loyalty or the core attributes of her personality. Hence it was abusive and misogynistic but not defamatory and therefore falls into the category of “mere vulgar abuse” […] ».

 

Σε ελεύθερη μετάφραση:

 

«… [36] Θεωρώ ότι πρόκειται για κλασική περίπτωση μισογυνιστικής προσβολής που συνδυάζεται επίσης με την αλαζονεία, τη ψευτοπαλληκαριά και τη μεγαλοστομία εκείνη που συχνά παρατηρείται μεταξύ οπαδών ποδοσφαίρου, οι οποίοι επιμένουν ότι η ομάδα τους θα νικήσει τον αντίπαλο. Το περιεχόμενο της ανάρτησης του κ. Κάρσον είναι κάπως σχετικό με τις επερχόμενες διεργασίες εκλογής της ηγεσίας του DUP. Το τι υπονοείται είναι ότι ο προτιμώμενος από τον κ. Κάρσον υποψήφιος θα επικρατήσει της κας Ο’Νηλ. Παρά ταύτα δεν θεωρώ ότι είναι λογικό να συμπεράνει κανείς από το περιεχόμενο της δήλωσης ότι τούτη είναι δυσφημιστική σε σχέση προς την  ικανότητα της κας Ο’Νηλ ως πολιτικού προσώπου. Η επικράτηση στις εκλογές εξαρτάται από περισσότερους παράγοντες παρά μόνο από την ικανότητα ενός κομματικού ηγέτη.

.......................................................................................................................

[60] Με αυτές τις αρχές υπόψη, θεωρώ ότι, κατά λογική ερμηνεία της σημασίας των λέξεων και εκφράσεων που χρησιμοποιήθηκαν,, η ανάρτηση του κ. Κάρσον δεν φθάνει σε σημείο που να μπορούσε να χαρακτηριστεί ως δυσφημιστική. Δεν έχει οδηγήσει σε αρνητικές επιπτώσεις στη φήμη της κας Ο’Νηλ, ούτε στην τοπική κοινότητα αλλά ούτε και διεθνώς. Κατά την άποψή μου, κανένας πρόεδρος ή πρωθυπουργός, ή οποιοσδήποτε πολίτης θα επηρεαστεί ώστε να θεωρήσει τη φήμη της ως πληγείσα εξαιτίας της ανάρτησης. Για να επανέλθω στα λόγια του Sir Thomas Bingham στην υπόθεση John κατά MGN Limited,[6] τα οποία ανέφερα νωρίτερα, η επίδικη ανάρτηση δεν αφορούσε στην προσωπική ακεραιότητα, επαγγελματική φήμη, τιμή, θάρρος, πίστη, ή βασικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς της κας Ο’Νηλ. Επομένως, η ανάρτηση ήταν εξευτελιστική και μισογυνιστική αλλά όχι δυσφημιστική και, επομένως, εμπίπτει στην κατηγορία της «απλής χυδαίας κακολογίας»».

 

Η ως άνω δικαστική αντιμετώπιση, υπό την αίρεση πάντοτε των όποιων διαφοροποιήσεων στα γεγονότα, κουλτούρα και άλλες μεταβλητές, ταυτίζεται ως ζήτημα αρχής, με την Berkoff v Burchill and Another (ανωτέρω), και ενισχύει παρά αποδυναμώνει, την Πρωτόδικη Απόφαση και ό,τι τούτη απηχεί σε επίπεδο αρχών και γεγονότων.

Πράγματι, το δημοσίευμα πόρρω απέχει στο ειδικό μέρος που αφορά στα περί χαρεμιών, από το να μπορούσε να χαρακτηριστεί, υπό οποιοδήποτε μέτρο, και με κάθε σεβασμό, ως ευπρεπές, με τον Διονύση Διονυσίου (ΜΥ2), να παραδέχεται απόκλιση του ιδίου από το ύφος του δημοσιεύματος (και να κρίνεται και ως προς τούτο ως αξιόπιστος από το Πρωτόδικο Δικαστήριο), λέγοντας ότι « δεν θα το παρουσίαζα εγώ έτσι » αλλά και « δεν θα το έγραφα εγώ έτσι », και προσθέτοντας στην αντεξέταση πως η Εφεσείουσα δεν είχε δείξει « ότι ως γυναίκα έχει την ανάγκη υπηρέτησης από κανένα. Είναι μια εξαιρετική προσωπικότητα που μπορεί, εξού και το δείχνει, μιλά με τον τρόπο που μιλά και όταν είσαι τόσο έντονος θα πάρεις και κάποιες απαντήσεις και ο κ. Χαραλάμπους δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσα άρθρα έχω προσωπικά δημοσιεύσει εναντίον του, επιστολές, προδότη τον ανέβαζα, ήταν άσχετος μα ήταν και αυτός μέρος ενός λόγου και αντίλογου εκείνων των ήμερων».

Τονίζουμε, κατά παρέκβαση, πως η μνεία μας στη μαρτυρία του Διονύση Διονυσίου (ΜΥ2) αποσκοπεί αποκλειστικώς σε ό,τι είναι που προλέχθηκε και όχι βεβαίως ως μαρτυρία για την ερμηνεία, νόημα ή γενική έννοια του δημοσιεύματος κάτι που θα ήταν και στοιχειωδώς απαράδεκτο (Γαληνιώτης ν. Εκδοτικός Οίκος Δίας Λτδ και Άλλων (2011) 1 (Α) Α.Α.Δ. 474, 485-486, Sigma Radio Television Ltd v. Γεωργιάδη, Π.Ε. 349/09, ημ. 8.6.21).

Κάθε άλλη συζήτηση για το ζήτημα παρέλκει.

Δεν παρέχεται αντικειμενικό έρεισμα εφετειακής ανατροπής.

Οι λόγοι έφεσης 10, 11 και 12 απορρίπτονται.

Για τη δεύτερη ενότητα και τους λόγους έφεσης 7, 8, 13 και 14 - και στον βαθμό που εκφάνσεις τους δεν έτυχαν ήδη διερεύνησης και απόφανσης (έστω και μερικώς) - παρατηρούμε τα πιο κάτω.

Για τον λόγο έφεσης 7 και τα περί ανεπαρκούς ή και καθόλου αξιολόγησης των Τεκμηρίων 2, 3 και 8 από το Πρωτόδικο Δικαστήριο - τα οποία αφορούν σε δημοσιεύματα στην Εφημερίδα Πολίτης ημερομηνίας 31.10.10, 4.12.11 και 16.11.13 αντιστοίχως (κάποια με συνοδευτικά σκίτσα της Εφεσείουσας) - που, κατά την Εφεσείουσα, επεκτείνουν την κακεντρέχεια των Εφεσίβλητων 1 και 2 προς το πρόσωπο της, παρατηρούμε πως η επί τούτω πρωτόδικη αξιολόγηση κάθε άλλο παρά ανύπαρκτη ή ελλιπής ήταν.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε και τούτα για το θέμα:

«[…] Η ενάγουσα θεωρεί ότι οι εναγόμενοι στη συγκεκριμένη περίπτωση τηρούσαν εχθρική στάση απέναντι της και συνδέει το επίδικο δημοσίευμα με δύο άλλα δημοσιεύματα, τεκμήρια 2 και 3. Από τη μαρτυρία που έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ο συντάκτης των πιο πάνω δημοσιευμάτων δεν ήταν ο εναγόμενος 3 αλλά κάποιο τρίτο πρόσωπο. Προκύπτει επίσης ότι τα συγκεκριμένα δημοσιεύματα δημοσιεύθηκαν σε στήλη σατυρικού περιεχομένου όπου σατιρίζονται πολλοί πολιτικοί και αξιωματούχοι. Η ενάγουσα ήταν μία εξ αυτών. Παρατηρώ επίσης ότι η δημοσίευση των άρθρων αυτών έγινε πολλούς μήνες μετά τη δημοσίευση του επιδίκου και αφορούν εντελώς διαφορετικά θέματα. Το γεγονός δε ότι η εφημερίδα ΠΟΛΙΤΗΣ δημοσίευσε σε τρεις διαφορετικές περιπτώσεις άρθρα που αφορούσαν την ενάγουσα, επικριτικού περιεχόμενου δεν αποδεικνύει ότι υπήρξε κακοβουλία ή ότι η εφημερίδα διατηρεί εχθρική στάση απέναντι της. Από τη μαρτυρία που έχει τεθεί ενώπιον μου προκύπτει ότι η εφημερίδα σε αρκετές περιπτώσεις είχε φιλοξενήσει άρθρα της ιδίας της ενάγουσας ως επίσης και άρθρα με θετικά σχόλια σε σχέση με το πρόσωπο της [.

 

          Χωρίς να υποτιμούμε πως ήδη έχουμε απορρίψει τους λόγους έφεσης που αντιτίθενται στην πρωτόδικη κρίση ότι το δημοσίευμα δεν ήταν δυσφημιστικό, και αφού στην Drousiotis v. Cyprus (ανωτέρω), συμπλέχθηκε η ύπαρξη κακής πίστης (bad faith) με τη σταχυολόγηση ενός δημοσιεύματος ως δυσφημιστικού ή όχι, θεωρούμε πως, για τους λόγους που εξηγήθηκαν πρωτοδίκως, τα υπό συζήτηση δημοσιεύματα/Τεκμήρια 2 και 3 δεν θα μπορούσαν, υπό τις περιστάσεις, να αναδείξουν τα όσα επιχείρησε η Εφεσείουσα να υποβάλει ως καθοριστικά για τον προσδιορισμό του δημοσιεύματος ως δυσφημιστικού και κακόβουλου (σε ό, τι αφορά αποκλειστικώς του Εφεσίβλητους 1 και 2).

          Η πρωτόδικη αιτιολογία μιλά από μόνη της.

          Τα ίδια, αφορούν κατ’ αναλογίαν και στο δημοσίευμα/Τεκμήριο 8.

Όσα αναφέρθηκαν στην Κωνσταντινίδης και Άλλων ν. Παπασάββα (2004) 1(B) Α.Δ.Δ. 981, 985, περί δυνατότητας αξιολόγησης δημοσιευμάτων άλλων από εκείνα που δικογραφούνται στην έκθεση απαίτησης για την προτασσόμενη δυσφήμιση, υποδηλώνουν ότι δεν είναι επιτρεπτό να αξιολογούνται δικαστικώς αφού δεν μπορούν να μετουσιωθούν διά της πλαγίας ως επίμαχα («Αλήθεια» Εκδοτική Εταιρεία Λτδ και Άλλη ν. Λεωνίδα (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 550, 553-554, British Data Management Plc v. Boxer Commercial Removals Plc and Another [1996] 3 All ER 707).

Η γενική αυτή αρχή περί δικογράφησης ουδόλως μεταβλήθηκε.

Συνεχίζει ισχυρή (Αψερός ν. Παρασκευόπουλος, Π.Ε. 17/15, ημ. 29.3.23).

Ό,τι αποφασίστηκε στην Κωνσταντινίδης και Άλλων ν. Παπασάββα (ανωτέρω), είναι ότι, ακόμη και δημοσιεύματα που δεν είναι επίδικα, μπορεί υπό κάποιες αιρέσεις να χρωματίσουν «… την όλη συμπεριφορά των εφεσειόντων και να [εικονογραφήσουν] εναργώς το πάθος με το οποίο στρέφονταν εναντίον του εφεσίβλητου».

Τίποτα παραπάνω.

Όπως και να έχουν τα πράγματα, υπό όποια γωνία και αν ήθελαν ιδωθεί τα δημοσιεύματα/Τεκμήρια 2, 3 και 8, δεν θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε συμπέρασμα κακοβουλίας ή κακής πίστης των Εφεσίβλητων 1 και 2.

Η δοθείσα, αξιόπιστη, μαρτυρία δεν δικαιολογεί κάτι τέτοιο.

Ο λόγος έφεσης 7 απορρίπτεται.

Για τον λόγο έφεσης 8 και τα περί σφάλματος του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην ασχοληθεί με όσα ήγειρε η Εφεσείουσα για κακοπιστία του πρώην Εφεσίβλητου 3 κατά τη συγγραφή του δημοσιεύματος, αποφαινόμαστε, στην έκταση που τούτο καθίσταται αναγκαίο εκ της Drousiotis v. Cyprus (ανωτέρω), ότι στην προκειμένη, δεν μπορεί ευλόγως να εξαχθεί συμπέρασμα περί ύπαρξης κακής πίστης (ή κακοβουλίας) του πρώην Εφεσίβλητου 3.

Αυτό, όχι μόνο στη βάση του περιεχομένου του δημοσιεύματος (και όλων όσων το περιστοιχίζουν), αλλά και του ότι ποτέ στην αντεξέταση τού πρώην Εφεσίβλητου 3 δεν υποβλήθηκε σε αυτόν εκ πλευράς Εφεσείουσας οτιδήποτε το σχετικό (περί κακής πίστης ή κακοβουλίας), έτσι ώστε να του δινόταν, αν μη τι άλλο, η ευκαιρία να τοποθετηθεί, όπως έγινε για παράδειγμα στην περίπτωση της Εφεσείουσας, όπου κατά τη δική της αντεξέταση κλήθηκε να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους θεωρούσε το δημοσίευμα κακόβουλο, με την ευπαίδευτη συνήγορο των Εφεσίβλητων να την αντεξετάζει επί του θέματος και να την αμφισβητεί κατά μέτωπο.

Αυτή η διάσταση, αποτιμώμενη στο σύνολο των πράγματων, δεν μπορεί να υποτιμηθεί (Σενέκκης ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Παγκυπριακή Λτδ (2012) 1 (Α) Α.Α.Δ. 417, 436).

Ο λόγος έφεσης 8 απορρίπτεται.

Για τον λόγο έφεσης 13 και το παράπονο της Εφεσείουσας ότι δεν έπρεπε να απορριφθεί η αγωγή κατά του Εφεσίβλητου 2, σημειώνουμε πως δεν τέθηκε πρωτοδίκως μαρτυρία που να αποδεικνύει ότι τούτος ήταν διευθυντής των Εφεσίβλητων 1, πόσω δε μάλλον πως είχε οποιαδήποτε γνώση για το δημοσίευμα, ενεργώντας κιόλας για την έγκριση και ενθάρρυνση προβολής του στην Εφημερίδα Πολίτης (Λουκαΐδης ν. Εκδοτική Εταιρεία Αλήθεια Λτδ και Άλλων (2003) 1(Α) Α.Α.Δ. 22, 44-45).

Παρενθέτουμε, πως δόθηκε μαρτυρία από τους Εφεσίβλητους, η οποία παρέμεινε απρόσβλητη, ότι οι Εφεσίβλητοι 1 δεν αναμιγνύονται, και δεν λογοκρίνουν τα άρθρα που δημοσιεύονται στις στήλες της Εφημερίδας Πολίτης.

Ο λόγος έφεσης 13 απορρίπτεται.

Ως εκ της συνολικής μας κρίσης, συμπαρασύρεται και ο λόγος έφεσης 14.

Ο λόγος έφεσης 14 απορρίπτεται.

Εν κατακλείδι, ουδείς των λόγων έφεσης ευσταθεί.

Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των Εφεσίβλητων 1 και 2 και κατά της Εφεσείουσας - συν ΦΠΑ αν υπάρχει - ως τούτα θα υπολογιστούν από την Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

 

Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

Ν. Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/μκε

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση αρ. 285/2014)

                                               

27 Φεβρουαρίου, 2024

 

[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ,  ΣΑΝΤΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

                              EΛΕΝΗ ΘΕΟΧΑΡΟΥΣ

Εφεσείουσα,

ν.

 

              1.  ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΑΡΚΤΙΝΟΣ ΛΤΔ»

       2.  ΓΙΑΝΝΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

               3.  ΛΟΥΚΑ ΠΑΠΑΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ

Εφεσιβλήτων.

………………

 

Α.Σ. Αγγελίδης για Α.Σ. Αγγελίδης ΔΕΠΕ,  για την εφεσείουσα

 

Κ. Γεωργίου (κα) για Κ. Γεωργίου ΔΕΠΕ, για τους εφεσίβλητους

…………………..

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ ΜΕΙΟΨΗΦΙΑΣ

 

 

    ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ:   Με απόλυτο σεβασμό προς την απόφαση της πλειοψηφίας, δεν συμφωνώ, γι΄ αυτό και ακολουθεί η διϊστάμενη απόφαση μου. Συμφωνώ με την απόρριψη των λόγων έφεσης 7 και 13, με διαφορετικό σκεπτικό. 

 

Η εφεσείουσα είναι πτυχιούχος ιατρικής με ειδικότητα στην παιδοχειρουργική και κάτοχος διδακτορικού διπλώματος PhD. Διετέλεσε διευθύντρια της παιδολογικής-παιδοουρολογικής κλινικής του Νοσοκομείου Παίδων της Λευκωσίας και καθηγήτρια παιδοχειρουργικής της Ιατρικής Σχολής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου στην Ελλάδα.  Είναι μέλος εθελοντικών οργανώσεων και μη κυβερνητικών οργανισμών παροχής ιατρικής, περιβαλλοντικής και ανθρωπιστικής βοήθειας σε περιοχές κρίσεων.  Είναι παράλληλα συγγραφέας-ποιήτρια.  Έχει τιμηθεί με διάφορα μετάλλια και άλλους τιμητικούς τίτλους για την προσφορά της.

 

Κατά τον ουσιώδη για την αγωγή χρόνον ήταν εκλελεγμένη ευρωβουλευτής της Κυπριακής Δημοκρατίας στις Βρυξέλλες.  Το χρονικό διάστημα από το 2001 έως το 2009 υπηρέτησε ως εκλελεγμένη βουλευτής του Κυπριακού Κοινοβουλίου με τη στήριξη του Δημοκρατικού Συναγερμού.

 

Στις 10/1/2010 η εφημερίδα «Πολίτης» η οποία εκδίδεται από τους εφεσίβλητους 1,  στη στήλη «Πολιτική» υπό τον τίτλο «Στο Ζάλογγο και στο χαρέμι» δημοσίευσε άρθρο το οποίο συνέταξε ο εφεσίβλητος 3, με το ακόλουθο περιεχόμενο: 

 

«Έχω γράψει και άλλες φορές για τη θλιβερή αλλαγή που έχει επέλθει στη φυσιογνωμία του Δημοκρατικού Συναγερμού από τότε που έφυγε από την πολιτική ο ιδρυτής του Γλαύκος Κληρίδης. Η ειρωνεία της τύχης είναι ότι αυτή επήλθε σε μια περίοδο που στην προεδρία του κόμματος βρίσκεται ο κ. Αναστασιάδης, το κατά τεκμήριο σταθερότερο στην πολιτική φιλοσοφία του ΔΗΣΥ στέλεχος του κόμματος. Είναι ολοφάνερο ότι όσον αφορά το πολιτικό μας πρόβλημα, ορισμένα από τα σημερινά στελέχη υιοθετούν και δημοσίως τη δημαγωγική πολιτική του ΔΗΚΟ και της ΕΔΕΚ. Δηλαδή το κόμμα έχει τους δικούς του Παπαδόπουλο και Κολοκασίδη. Το πιο αποκρουστικό παράδειγμα είναι η Ελένη Θεοχάρους. Ένας πολιτικός «τσιγάννος» που, χωρίς να έχει καμιά σχέση με την ιστορία και την πολιτική ιδεολογία του ΔΗΣΥ, μετακόμισε στο κόμμα ως «μεταγραφή» από το ΔΗΚΟ, μετά την αποτυχία της να εκλεγεί βουλευτής του τελευταίου. Αυτή η παράδοξη μεταγραφή ήταν ένα εγκληματικό λάθος του κ. Αναστασιάδη.

 

Όπως ήταν φυσικό, στην πιο κρίσιμη στιγμή της ιστορίας του Κυπριακού, στο δημοψήφισμα του 2004, η Θεοχάρους μαζί με άλλους βουλευτές του κόμματος, όχι μόνο δεν πειθάρχησε στην απόφαση του συνεδρίου του, αλλά αυτή συντάχθηκε μαζί με τον Τάσσο Παπαδόπουλο εναντίον της λύσης, για να μην κινδυνεύσει να χάσει τη βουλευτική της έδρα. Φυσικά δεν είχε το θάρρος να αποχωρήσει από το κόμμα. Αλλά και ο κ. Αναστασιάδης διέπραξε το δεύτερο ασυγχώρητο σφάλμα να μην την εκδιώξει μαζί με τους άλλους βουλευτές που είχαν επιδείξει την ίδια αντικομματική συμπεριφορά. Τώρα πληρώνει τις αμαρτίες του. Διότι έτσι μεγάλωσε το θράσος της, ώστε να κομπάζει σήμερα ότι «αν εξαρτιόταν από το «ναι» το δικό μου να εφαρμοστεί το συγκεκριμένο σχέδιο, θα προτιμούσα να αυτοκτονήσω» -(συνέντευξη στο «Φιλελεύθερο», 27/12/09). Αλλά αν έχει την τόλμη να αυτοκτονήσει, υπάρχει λόγος να το κάμει σήμερα, μπροστά στα αποτελέσματα του «όχι» της. Με την ψήφο της άφησε στην Κύπρο τον τουρκικό στρατό και μονιμοποίησε την τουρκική κατοχή της Αμμοχώστου, της Μόρφου και άλλων 50 σχεδόν ελληνικών κωμοπόλεων και χωριών. Υπάρχει καλύτερη δικαιολογία για να αυτοκτονήσει κανείς;».

 

Στην προαναφερθείσα συνέντευξή της, η κυρία Θεοχάρους χρησιμοποίησε αλαζονικά τόσο βρόμικο λεξιλόγιο, που θα το ζήλευε και ο Ζαχαρίας Κουλίας, χαρακτηρίζοντας όσους δεν έχουν τα δικά της μυαλά «συβαρίτες, μαυραγορίτες, βολεμένους, ανίδεους, κιοτήδες και δειλούς»!. Πάνω στην άγνοια της   για τη σημασία των λέξεων, δεν σκέφτηκε πως όλοι οι συβαρίτες και οι βολεμένοι του τόπου, όπως η ίδια, ψήφισαν «όχι» ακριβώς γιατί δεν ήθελαν να χάσουν το βόλεμα (το βουλευτιλίκι) και την καλοπέραση. Στη συνέντευξή της, η υπερπατριώτισσα βουλευτίνα προσπάθησε να παραστήσει και το παλληκάρι, δηλώνοντας πως «προτιμά το Ζάλογγο παρά το χαρέμι του Αλί Πασά». Θα ήθελα να την καθησυχάσω πως τέτοια τύχη, ειδικά η ίδια, δεν θα μπορούσε να έχει. Τον Οκτώβριο είχα την ευκαιρία να επισκεφθώ το χαρέμι του ανακτόρου Ντολμά Μπαχτσέ στην Κωνσταντινούπολη. Με εντυπωσίασαν το μέγεθος και η πολυτέλειά του, αλλά και τα αυστηρά κριτήρια επιλογής των περίπου 120 γυναικών. Επιλέγονταν οι πιο όμορφες γυναίκες από όλη την αυτοκρατορία. Για ευνόητους λοιπόν λόγους, η κυρία Θεοχάρους αποκλείεται να πατούσε το πόδι της στο χαρέμι. Το πολύ να την έπαιρναν ως καθαρίστρια στα διαμερίσματα των ευνούχων που είναι δίπλα».

Σημειώνεται πως σύμφωνα με το τεκμ. 7 το οποίο αποτελεί βεβαίωση του πρακτορείου διανομής τύπου HELLENIC, την ανωτέρω ημερομηνία πωλήθηκαν 8,495 φύλλα της εφημερίδας «Πολίτης».

 

Είναι αποδεκτό και εξάλλου πασιφανές, πως όλα τα ανωτέρω γραφέντα, αναφέρονταν ονομαστικά στην εφεσείουσα η οποία θεωρώντας ότι ήταν κακόβουλα, ανυπόστατα και προσβλητικά και της απέδιδαν αλλότρια και αθέμιτα κίνητρα για να επιτύχει την εκλογή της ως βουλευτής, καταχώρησεν αγωγή εναντίον των εφεσιβλήτων διεκδικώντας γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για δυσφήμιση και/ή κακόβουλη ψευδολογία και/ή αναλήθεια και/ή ανοίκεια φραστική φαντασίωση και/ή λίβελλο.

 

Οι εφεσίβλητοι αρνήθηκαν με τις υπερασπίσεις τους ότι το δημοσίευμα ήταν δυσφημιστικό και ισχυρίστηκαν ότι εάν ήθελε κριθεί ως τέτοιο, τότε αυτό ήταν «προνομιούχο υπό επιφύλαξη, που έγινε καλόπιστα.»

Προέβαλαν περαιτέρω τη θέση ότι ο συντάκτης του επίδικου δημοσιεύματος, σχολίασε και απάντησε τις θέσεις της εφεσείουσας που εξέφρασε σε συνέντευξη της στην εφημερίδα «Φιλελεύθερος» στις 27/12/2009 και ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο βρισκόταν σε εξέλιξη δημόσιος διάλογος αναφορικά με τις συνομιλίες για λύση του Κυπριακού, την πορεία και εξέλιξη του, την προτεινόμενη λύση και τις θέσεις των πολιτικών κομμάτων της Κύπρου επ’ αυτών.

 

H περί ης ο λόγος συνέντευξη της εφεσείουσας δημοσιεύτηκε στις 27/12/2009 στην εφημερίδα «Ο Φιλελεύθερος» και έφερε τον τίτλο «Προτιμώ το Ζάλογγο παρά το χαρέμι του Αλή Πασά» όπου αναφέρονταν μεταξύ άλλων:

 

«-Είστε όντως Μπουμπουλίνα όπως σας παρουσίασαν κάποια σκίτσα με αφορμή την πρόσφατη αντίδραση σας στην πρόταση του Σωκράτη Χάσικου;

 

Είμαι άνθρωπος με πολύ χιούμορ, μου αρέσει το καλό χιούμορ και το ευχαριστιέμαι. Ένα-δύο σκίτσα ήταν πολύ καλά. Δεν ξέρω όμως εάν το συγκεκριμένο στο οποίο αναφέρεστε ήταν η Μπουμπουλίνα, η Μαντώ Μαυρογένους ή μια γυναίκα του Ζαλόγγου. Όμως για να χορέψει κανείς το χορό του Ζαλόγγου χρειάζεται να έχει λεβεντιά και παλικαριά, να έχει τόλμη, αυτογνωσία και να ξέρει γιατί υπάρχει σ΄ αυτόν τον κόσμο. Ο χορός του Ζαλόγγου ήταν η άλλη επιλογή στο να γίνει κανείς γιουσουφάκι στα χαρέμια του Αλή Πασά. Επειδή αυτά είναι στενά συνυφασμένα με την επιλογή του σχεδίου Ανάν γιατί από εκεί ξεκινούν όλα και να μη κοροϊδευόμαστε, σας λέω ότι αν εξαρτιόταν από το «ναι» το δικό μου για να εφαρμοστεί το συγκεκριμένο σχέδιο, τότε θα προτιμούσα να αυτοκτονήσω.

 

-Φαίνεται ότι κάποιοι εντός του ΔΗΣΥ δεν σας έχουν συγχωρήσει για εκείνη τη στάση σας.

………………………………………………………………………..

Εάν εγώ εμφανίζομαι σήμερα να χορεύω το χορό του Ζαλόγγου, ας σκεφτούν και αυτοί με τη δική μου τη λογική να χορεύουν το χορό της κοιλιάς ως γιουσουφάκια … Ξέρετε, ένας αγώνας, ένα έπος, μια επανάσταση ξεκινούν από μόνα τους, από την ψυχή του λαού, σχεδόν αυτόματα και δεν χρειάζονται την άδεια κανενός για να εκδηλωθούν. Δείτε όλες τις επαναστάσεις και ανατροπές των τελευταίων χρόνων. Δυστυχώς στον τόπο μας πλήθυναν ανεξέλεγκτα οι συβαρίτες, οι φιλιππουπολίτες, οι μαυραγορίτες, οι βολεμένοι, οι ανίδεοι, αυξήθηκαν οι κιοτήδες και οι δειλοί και καθήλωσαν τις διεκδικήσεις μας για να λυθεί το Κυπριακό σε επικίνδυνα επίπεδα. Αν δεν λύνεται, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η Τουρκία μη βρίσκοντας αντίσταση αποθρασύνεται και επιχειρεί να ολοκληρώσει το τελικό της στόχο: τον πλήρη στρατηγικό έλεγχο της Κύπρου και τη σταδιακή μετατροπή του ελληνισμού σε φθίνουσα μειονότητα».

 

     

Για ολοκλήρωση της εικόνας, όπως διαμορφώθηκε μέσα από την ακροαματική διαδικασία, αναφέρονται τα όσα περιγράφει το πρωτόδικο Δικαστήριο, τα οποία αποτελούν τα τεκμ. 2 και 3:

 

«Δέκα περίπου μήνες μετά τη δημοσίευση του επιδίκου άρθρου και συγκεκριμένα τη 31.10.10 δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Πολίτης, στη στήλη «ΣΤΗ ΦΑΚΑ», άρθρο γραμμένο σε σατυρικό ύφος που είχε ως τίτλο «Για έναν αγώνα αδειανό, για μια … Ελένη». Το πιο πάνω δημοσίευμα αποτελείτο από δώδεκα άρθρα, οκτώ εκ των οποίων είχαν ως θέμα τις συνεδρίες της Μεικτής Επιτροπής ΕΕ-Τουρκίας. Σύμφωνα με το συντάκτη του άρθρου στις συνεδρίες αυτές οι Ευρωβουλευτίνες της Κύπρου, μεταξύ των οποίων ήταν και η ενάγουσα, «… πάνε προετοιμασμένες για καβγά». Κατά τη τελευταία συνεδρία η ενάγουσα, μετά από κάποια δυσμενή δήλωση αξιωματούχου, που αναφερόταν στην Κυπριακή Δημοκρατία «σηκώθηκε απάνω, έκανε ένα καβγά με την πρόεδρο της Επιτροπής και έφυγε από την αίθουσα για να υπερασπιστεί την αξιοπρέπεια της Κ.Δ.». Στη συνέχεια ο αρθρογράφος καυτηριάζει ότι «…γίναμε η Πελλομαλλού της Ευρώπης», ένα τσίρκο και ότι η ενάγουσα είχε στήσει «ένα σκηνικό κρίσης και όλοι όσοι φλερτάρουν την προεδρία αναζητούν πρωταγωνιστικό ρόλο».

 

       Δεκατέσσερις περίπου μήνες μετά τη δημοσίευση του επιδίκου άρθρου, δημοσιεύθηκε στην ίδια εφημερίδα, στην ίδια στήλη «ΣΤΗ ΦΑΚΑ» άρθρο με τίτλο «Ο πάτρωνας της Πολιτικής». Και αυτό το άρθρο είναι γραμμένο σε σατυρικό ύφος και ασχολείται με τα θέματα της επικαιρότητας. Ένα από τα θέματα που καυτηριάζει είναι την ανάμειξη του αρχιεπισκόπου σε πολιτικά θέματα και κυρίως στην επιλογή υποψηφίου προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας. Σε ένα από τα άρθρα αυτά γίνεται αναφορά και στην ενάγουσα. Παραθέτω το σχετικό άρθρο αυτούσιο:

 

«Ο Αρχιεπίσκοπος είπε ότι στη σύσκεψη που θα συγκαλέσει τον Γενάρη για να διαβουλευτεί με τα «πατριωτικά» κόμματα για τον υποψήφιο της εθνικοφροσύνης, δεν θα κληθούν ο ΔΗΣΥ και το ΑΚΕΛ διότι αποδέχθηκαν την ομοσπονδία.

 

Λάβρος κατά του Ηρόδοτου Δημητρίου, ο Αναστασιάδης τού είπε να σταματήσει να κάνει τον πάτρωνα της πολιτικής ζωής. Σε αντίθεση με τον πρόεδρο του ΔΗΣΥ, η ευρωβουλευτής Ελένη Θεοχάρους, η οποία χάλασε τον κόσμο επειδή το ΡΙΚ είπε ότι ο Μάτσης απαγχονίστηκε και όχι εκτελέστηκε από τους Εγγλέζους (σιγά το πράμα!), υπερασπίστηκε ενυπόγραφα το δικαίωμα του Αρχιεπισκόπου να αναμειγνύεται στα της πολιτικής, τουτέστιν να είναι ο πάτρωνάς της, κατά τον Αναστασιάδη.

 

Η Θεοχάρους λέγεται ότι είναι στη λίστα των επιλογών του Ηρόδοτου Δημητρίου για το χρίσμα του υποψηφίου Προέδρου.

 

Δηλαδή, αν ο Αρχιεπίσκοπος είναι ο πάτρωνας της πολιτικής, με τους ίδιους όρους η ευρωβουλευτής του ΔΗΣΥ είναι η Ελένη του Αντέννα.

Να διευκρινίσουμε ότι αναφερόμαστε αυστηρά και μόνο στην πολιτική  και όχι στην προσωπική ζωή, καθώς με τα όσα γράφονται και λέγονται στα μπλογκ, οι καιροί παραείναι πονηροί».

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού άκουσε μαρτυρία τόσο από την εφεσείουσα και εκ μέρους αυτής αλλά και από τους εφεσίβλητους έκρινε μη δυσφημιστικό το δημοσίευμα και συνακόλουθα απέρριψε την αγωγή.

 

Με δεκατέσσερεις (14) λόγους έφεσης προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης τόσο για επιμέρους συμπεράσματα και αναφορές, όπως, ότι εγράφη «εν βρασμώ ψυχής», ότι κατ’ εκείνο το χρονικό διάστημα διεξαγόταν δημόσιος διάλογος για το σχέδιο ΑΝΑΝ, και ότι γράφτηκε σε απάντηση συνέντευξης της εφεσείουσας, τα οποία κατ’ ισχυρισμόν οδήγησαν σε λανθασμένη αντίληψη του επίδικου κειμένου, όσο και για την παράλειψη να αποφασίσει για το ύψος των αποζημιώσεων τις οποίες η εφεσείουσα θα εδικαιούτο αλλά και για τη μη ενασχόληση με τη δικογραφημένη θέση της εφεσείουσας για ύπαρξη κακοβουλίας εκ μέρους των εφεσιβλήτων  και τις προταθείσες από τους τελευταίους υπερασπίσεις.

 

Η έφεση εναντίον του εφεσίβλητου 3, ο οποίος απεβίωσε, αποσύρθηκε στις 17/11/2020.

 

Έχει προταθεί με το περίγραμμα αγόρευσης των εφεσιβλήτων, πως η εφεσείουσα δεν έχει εφεσιβάλει το βασικό συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου όπως αποτυπώνεται στη σελ. 26 της απόφασης του ήτοι ότι:  «Για όλους τους πιο πάνω λόγους καταλήγω ότι το επίδικο δημοσίευμα δεν ήταν δυσφημιστικό» και κατά συνέπεια παραμένει «άθικτο και άτρωτο».

 

Εάν η εισήγηση αυτή είχε έρεισμα, τότε η έφεση θα καθίστατο αλυσιτελής.  Πλην όμως διάφοροι λόγοι όπως ο δέκατος και η συναφής αιτιολογία αυτού ο δωδέκατος καθώς και ο ενδέκατος με τον οποίον μέμφεται το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι «απέτυχε να διαπιστώσει ότι δεν υπήρξε εξισορρόπηση μεταξύ της ελευθερίας του τύπου και έκφρασης, σε σχέση με το δικαίωμα στη φήμη και προσωπικότητα και την υποχρέωση ενός δημόσιου προσώπου να ανέχεται τη δημόσια κριτική» πλήττουν ακριβώς το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπήρξε δυσφήμιση.

 

Για τούτο εξετάζονται, στη συνέχεια σωρευτικά οι λόγοι έφεσης 1, 2, 3, 4, 5, 6, 9, 10, 11 και 12, οι οποίοι καταπιάνονται με την κατάληξη του Δικαστηρίου ότι το κείμενο δεν περιείχε δυσφήμιση και τα επί μέρους συμπεράσματα του, τα οποία διαμόρφωσαν την ανωτέρω κρίση του.

 

Ο συνήγορος της εφεσείουσας επικρίνοντας την πρωτόδικη απόφαση χαρακτήρισε το περιεχόμενο του επίδικου δημοσιεύματος ιδιαίτερα προσβλητικό και ανοίκειο, το οποίο την μείωνε και την εξευτέλιζε.

 

Αντίθετα η συνήγορος των εφεσιβλήτων υποστηρίζοντας την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης παρέπεμψε στα λεχθέντα στο σύγγραμμα Π. Πολυβίου «Το σύγχρονο δίκαιο της δυσφήμισης», όπου μεταξύ άλλων αναφέρεται πως το Δικαστήριο, όπου το κείμενο επιδέχεται διαφόρων ερμηνειών, θα πρέπει να παρέχει προστασία στον εναγόμενο, εξετάζοντας και αν το δημοσίευμα δικαιολογείται από το «δημόσιο συμφέρον», όπως στην κρινόμενη περίπτωση.

 

Κρίνεται πως δεν επρόκειτο για τέτοιο δημοσίευμα, ήτοι δημοσίου συμφέροντος και ενδιαφέροντος, διότι δεν συζητείτο το Σχέδιο ΑΝΑΝ για τη ψήφιση του ή όχι όπως εγίνετο το 2004, αλλά στα πλαίσια συνέντευξης που η εφεσείουσα παραχώρησε και αφού ετέθη συγκεκριμένη ερώτηση από δημοσιογράφο, αναφέρθηκε στο Σχέδιο ΑΝΑΝ.  Ανέφερε περαιτέρω η συνήγορος πως «οι γενικές αρχές οι οποίες καλύπτουν το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ κωδικοποιήθηκαν σε αριθμό αποφάσεων, όπως: Satakunnan Markkinaporssi Oy v. Finland GC. No. 931/13, para 124-128, ημερ. 27/6/2017 και υιοθετήθηκαν στις πιο πρόσφατες αποφάσεις Tolmacher v. Russia App. No. 42182/11, para 45, ημερ. 2.6.2020, Balaskas v. Greece, App. No. 73087/17, ημερ. 5/11/2020.  Η ελευθερία της έκφρασης, ανέφερε, όπως προστατεύεται από την πρώτη παράγραφο του πιο πάνω άρθρου, συνιστά ένα από τα ουσιαστικά θεμέλια της δημοκρατικής κοινωνίας (Paraskevopoulos v. Greece, App. No. 64184/11, παρα. 29, Ημερ. 28/6/2018) και το νοηματικό της εύρος δεν εξαντλείται σε πληροφορίες και ιδέες που είναι αρεστές, μη εχθρικές ή αδιάφορες, αλλά, ιδίως, και σε αυτές που είναι προσβλητικές, επιπλήττουν ή ενοχλούν (Terentyev v. Russia, App. No. 25147/09, ημερ. 26/1/2017, παρα 19, Balaskas (aνωτέρω).  Αναφέρθηκε επίσης στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Εκδόσεις «Αρκτινος Λτδ» κ.α. ν. Ανδρέας Σ. Αγγελίδης, Πολ. Έφεση 315/2013, ημερ. 3/12/2020, ECLI:CY:AD:2020:D449, όπου λέχθηκε πως:

 

«Η χρήση απρεπών εκφράσεων και η ειρωνεία δεν συνιστούν αφ’ εαυτών δυσφήμηση  του προσώπου στο οποίο απευθύνονται ή αφορούν (Sim v. Stretch (1963) 2 All E.R. 1237).  Είναι το ουσιαστικό νόημα που μπορεί να εξαχθεί από την απρεπή φράση ή την ειρωνεία που καθορίζει κατά πόσο στοιχειοθετείται δυσφήμηση.»

Τόνισε επίσης πως είναι νομολογιακά αναγνωρισμένο ότι τα όρια της αποδεκτής κριτικής είναι ευρύτερα στις περιπτώσεις όπου εμπλέκεται δημόσιο πρόσωπο, το οποίο εκθέτει τον εαυτό του στη δημόσια σφαίρα και από το οποίο αναμένεται να επιδεικνύει ψηλότερο βαθμό ανεκτικότητας (Gra Stiffung Gegen Rassismus und Antisemitismus v. Switzerlan, App. No. 18597/13, ημερ. 9/1/2018, παρα 62).

 

Μελετήθηκαν με προσοχή τα όσα προτάθηκαν από τους ευπαίδευτους συνηγόρους.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθά αναφέρθηκε στις γενικές αρχές του χαρακτηρισμού ενός δημοσιεύματος ως δυσφημιστικού ή όχι.  Υπενθυμίζεται πως κατά πόσο ένα δημοσίευμα είναι δυσφημιστικό εναπόκειται στο Δικαστήριο, να το κρίνει, αντιμετωπίζεται το ζήτημα ως θέμα πραγματικό και αποδίδονται στις λέξεις ή φράσεις που χρησιμοποιούνται στη φυσική τους έννοια, χωρίς να ενέχει σημασία για την εξαγωγή του συμπεράσματος ως προς το δυσφημιστικό ή όχι του κειμένου είτε η γνώμη του ιδίου του ενάγοντος είτε η τυχόν μαρτυρία που προσφέρεται από διάφορα άτομα ως προς την ερμηνεία, νόημα ή γενική έννοια του κειμένου.  Το κριτήριο αν ένα δημοσίευμα είναι δυσφημιστικό είναι κατά πόσο ένας λογικός άνθρωπος προς τον οποίον απευθύνεται το κείμενο θα μπορούσε να το αντιληφθεί κατά δυσφημιστικό τρόπο και όχι να αποδώσει απλώς ο ίδιος ο ενάγων ένα δυσφημιστικό νόημα στο δημοσίευμα θεωρώντας τον εαυτό του θιγμένο, ενώ το κείμενο μπορεί να είναι δεκτικό και άλλων αθώων ερμηνειών (Ιορδάνης Νικόλα Κυριάκου κ.α. ν. Λουκή Λουκαϊδη, Πολ. Εφ. 104/2014, ημερ. 18/12/2020, Sigma Radio Television Ltd ν. Δώρου Γεωργιάδη, Πολ. Εφ. 349/2009, ημερ. 8/6/2021), ECLI:CY:AD:2021:A230Το κείμενο ή κείμενα, πρέπει να ιδωθούν σωρευτικά και οι λέξεις να αναγνωσθούν λογικά, χωρίς υπερβολική ανάλυση, ούτε όμως υπερβολική υποψία (Gatley on Libel and Slancer, 11η έκδοση, σελ. 103, Jeynes v. New Magasines Ltd (2008) EWCa Civ. 130).

 

Η σύγχρονη τάση όπως προσδιορίστηκε από το ΕΔΑΔ είναι ο περιορισμός του δικαιώματος στη φήμη προς όφελος του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης, όπως κατοχυρώνεται από το Άρθρο 10 της ΕΣΔΑ.  Ιδιαίτερο σημαντικό σταθμό αποτελεί η απόφαση του ΕΔΑΔ στην Drousiotis v. Cyprus, Αίτηση αρ. 42315/15, ημερ. 5/7/2022, η οποία και επανέλαβε και υιοθέτησε την ανωτέρω αρχή. 

 

Τονίστηκε δε, στην ανωτέρω απόφαση, πως σε κάποιες περιπτώσεις υπάρχει σύγκρουση των ανωτέρω δικαιωμάτων δυνάμει των Άρθρων 10 και 8 της ΕΣΔΑ και το Δικαστήριο θα πρέπει να εξισορροπεί τα δύο αυτά δικαιώματα, λαμβάνοντας υπόψη το δημόσιο συμφέρον, την αυθεντικότητα των γεγονότων και την ύπαρξη ή όχι κακής πίστης.

 

Βέβαια είναι ορθό να τονιστεί  ότι χάριν της πληροφόρησης του κοινού και του δικαιώματος έκφρασης δεν υποχωρούν οι εδραιωμένες αρχές του δικαιώματος στη φήμη, υπόληψη και αξιοπρέπεια του ατόμου.  Ούτε η ιδιότητα ενός πολιτικού προσώπου υπερακοντίζει τις ανωτέρω αρχές.  Λέχθηκε στην Εκδόσεις «Αρκτίνος Λτδ» κ.α. ν. Αγγελίδη, Πολ. Έφεση 315/2013 ημερ. 3/12/2020, ECLI:CY:AD:2020:D449, σε σχολιασμό της εισήγησης των συνηγόρων των εναγομένων για τη σύγχρονη τάση περιορισμού του δικαιώματος στη φήμη προς όφελος του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης πως:

 

«Δεν διαφωνούμε ότι αυτή είναι η προσέγγιση που έχει επικρατήσει, απότοκο των απαιτήσεων των σύγχρονων κοινωνιών για διαφάνεια και ενημέρωση, με την κυπριακή κοινωνία να μην αποτελεί εξαίρεση.  Άλλωστε, στην Κύπρο το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου κατοχυρώνεται από το Άρθρο 19 του Συντάγματος, μέσα από το οποίο πρέπει να αναζητούνται οι εξουσίες για τον περιορισμό του, που αποτελούν την εξαίρεση του κανόνα (Αλήθεια Εκδοτ. Εταιρεία Λτδ κ.ά ν. Αλωνεύτη (2002) 1 AAΔ 1863, 1885-92, με αναφορά στην Police v. Ekdotiki Eteria, (1982) 2 CLE 63).  Προσεγγίζουμε με αυτό το πνεύμα την υπόθεση, καθοδηγούμενοι από τα όσα πολύ πρόσφατα διατυπώθηκαν στην Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ κ.ά. ν. ΧΧΧ Πομηλορίδη, Πολ. Εφ. 106/2013 ημερ. 7/9/2020, ECLI:CY:AD:2020:A311, στο απόσπασμα που ακολουθεί:

 

 

«Η συνύπαρξη της ελευθερίας έκφρασης και της προστασίας δικαιωμάτων τρίτων προσώπων είναι έργο σύνθετο, το οποίο καλούνται τα Δικαστήρια να επιτελέσουν, με οδηγό την αρχή της αναλογικότητας και με ιδιαίτερη προσοχή και ευαισθησία στην όλη πορεία εξισορρόπησης των εκατέρωθεν δικαιωμάτων. Σε κάθε δεδομένη περίπτωση θα πρέπει να εξετάζουν κατά πόσο η προστασία της φήμης του επηρεαζόμενου προσώπου είναι αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία, η οποία έχει το δικαίωμα της πληροφόρησης αναφορικά με ζητήματα δημοσίου ή γενικού ενδιαφέροντος και η οποία, εν πάση περιπτώσει, θα πρέπει να δείχνει την απαραίτητη ανοχή και ανεκτικότητα στις αντίθετες απόψεις. Η αναγνώριση από τα Δικαστήρια της ύψιστης αξίας του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης, οδήγησε στη σύγχρονη τάση του περιορισμού του δικαιώματος της φήμης.»

 

 

Το επίδικο δημοσίευμα δημοσιεύτηκε στις 10/1/2010.  Σε αυτό η εφεσείουσα φέρεται να οδηγήθηκε στην επιλογή του ΟΧΙ για το Σχέδιο ΑΝΑΝ του 2004 «για να μην κινδυνεύσει να χάσει τη βουλευτική της έδρα».  ‘Ότι δεν είχε το θάρρος, παρά την επιλογή της, ενάντια στην απόφαση του κόμματος, να αποχωρήσει από αυτό.

 

Χαρακτηρίζεται ως αποκρουστικό παράδειγμα πολιτικού δημαγωγού και πολιτικός τσιγγάνος που μετακομίζει από κόμμα σε κόμμα χωρίς να την συνδέει και χωρίς να έχει καμιά σχέση με την ιστορία και την ιδεολογία του.

 

Kαταλήγει δε πως η εφεσείουσα για «ευνόητους λόγους», λοιπόν, δεν είχε καν θέση στο χαρέμι και το «…. πολύ να την έπαιρναν ως καθαρίστρια στα διαμερίσματα των ευνούχων που είναι δίπλα».

 

Ποια άλλη ερμηνεία εκτός από δυσφημιστική μπορεί να αποδοθεί στο ανωτέρω κείμενο, από το οποίο αναδύεται μια περιφρόνηση, χλεύη, υποτίμηση και μείωση της προσωπικότητας της εφεσείουσας, αφού της αποδίδεται ουσιαστικά ότι διαπνέεται από συμφεροντολογικά, ιδιοτελή κίνητρα και οδηγείται από εγωϊστικά και αλλότρια προς τις αρχές της, βήματα για τις πράξεις και αποφάσεις που υιοθετεί.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αν και δέχθηκε ότι κάποιες αναφορές μπορούν να εκληφθούν ως δυσφημιστικές, ωστόσο κρίνοντας ότι γράφτηκε ως απάντηση και «εν βρασμώ ψυχής», κατέληξε σε απόρριψη της δυσφήμισης.

 

Η θέση αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως το κείμενο γράφτηκε «εν βρασμώ ψυχής» και σε απάντηση της παραχωρηθείσας, από την εφεσείουσα, συνέντευξης δεν ευσταθεί.  Η εν λόγω συνέντευξη παραχωρήθηκε στις 27/12/2009, ήτοι δύο εβδομάδες πριν τη δημοσίευση του επίδικου κειμένου, ήταν γενικού περιεχομένου, σε απαντήσεις δημοσιογράφου και δεν στρεφόταν εναντίον συγκεκριμένου προσώπου, και δη του εφεσίβλητου 3, ούτως ώστε να θιγεί σε τέτοιο βαθμό ώστε να απαντήσει με τον τρόπο που απάντησε.

 

Εάν κριθεί πως ουσιαστικά απαντούσε στις πολιτικές θέσεις της εφεσείουσας, θα δικαιούτο να το πράξει απαντώντας πολιτικά.  Δεν το έκανε όμως αυτό.  Η αήθης και ανοίκεια επίθεση την οποίαν δέχθηκε η εφεσείουσα, αναδεικνύεται και ολοκληρώνεται με τις τελευταίες φράσεις του κειμένου.  Δεν την «καθησύχαζε» όπως ο ίδιος χρησιμοποιεί τη λέξη αυτή και την υιοθετεί το πρωτόδικο Δικαστήριο, αλλά τη χλευάζει.  Ο τρόπος της γραφής, το ύφος, η ειρωνεία και ο χλευασμός αποτελούν μομφή στη γενικότερη προσωπικότητα του οποιουδήποτε ανθρώπου, ικανή να προκαλέσει την αποστροφή του μέσου λογικού ανθρώπου.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως η τελευταία αναφορά, ήτοι ότι η εφεσείουσα δεν έχει θέση στο χαρέμι του Αλή Πασά και η μόνη θέση που της ταιριαζει είναι καθαρίστρια στα διαμερίσματα των ευνούχων, παρά το ότι ήταν «κακόγουστη και άτοπη αναφορά» ωστόσο δεν εκφράζει τον ίδιο το συντάκτη διότι έδωσε στο Δικαστήριο την εικόνα σοβαρού και ευγενικού προσώπου και η αναφορά αυτή δεν ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία του.

 

Όμως η εν λόγω θέση και υπεράσπιση ότι γράφτηκαν τα όσα γράφτηκαν εν βρασμώ ψυχής ούτε δικογραφείται αλλά ούτε και προωθήθηκε από τη μαρτυρία του εφεσίβλητου 3.  Αντίθετα.  Ο τελευταίος υποστήριξε ενόρκως ότι ουδέποτε είδε θετικά την είσοδο της εφεσείουσας στο κόμμα του ΔΗΣΥ διότι θεωρούσε ότι αυτή και οι όμοιοι της αλλάζουν τη φυσιογνωμία του, υιοθετώντας δημαγωγική πολιτική και απόψεις άλλων κομμάτων στα οποία ως «πολιτικοί τσιγγάνοι» ανήκαν στο παρελθόν.  Συνεπώς ο συντάκτης του άρθρου εξέφρασε όσα από καιρό ένοιωθε και όχι από αντίδραση «εν βρασμώ ψυχής».  Κρίνεται για τους λόγους που εξηγούνται, πως δεν μπορεί να εκληφθεί ως τέτοιο. Ούτε μπορεί να κριθεί ως απάντηση στη συνέντευξη της εφεσείουσας, η οποία υπό ορισμένες προϋποθέσεις είναι μια υπεράσπιση του κοινοδικαίου, η οποία εμπίπτει στο προνόμιο υπό επιφύλαξη.  Απαιτείται, για να διατηρείται αυτό το προνόμιο το κείμενο να έχει τη μορφή αυτοάμυνας (Harbour Ratio Pty Limited v. Trad (2012) HCA 44).  Θα πρέπει, προκειμένου να εφαρμοστεί το προνόμιο αυτό να υπάρχει αποδεδειγμένα αμοιβαιότητα καθήκοντος και ενδιαφέροντος (reciprocity of duty and interest) μεταξύ του δημοσιεύματος και του κοινού.  Συνεπώς θα έπρεπε πρώτα να διαπιστωθεί από το Δικαστήριο, όπως ορθά παρατηρεί ο συνήγορος της εφεσείουσας «(α) εάν τα όσα ανέφερε η Ενάγουσα-Εφεσείουσα  στην συνέντευξη της στο Φιλελεύθερο (τεκμ. 5) αποτελούσαν «επίθεση» κατά του συγγράψαντος το υπό κρίση δημοσίευμα (β) ότι ο συγγραφέας του υπό κρίση κειμένου είχε καθήκον να δημοσιεύσει «απάντηση» και (γ) ότι το κοινό της εφημερίδας, είχε ενδιαφέρον να γνωρίζει την όποια «απάντηση» προς το τεκμ. 5 από το συγγραφέα του επίδικου δημοσιεύματος.»  Ορθή είναι επίσης η παρατήρηση του κ. Αγγελίδη ότι εύρημα για  προσωπική επίθεση στη συνέντευξη της κας Θεοχάρους, εναντίον του συγγράψαντος το δημοσιευθέν κείμενο δεν υπάρχει.

 

Περαιτέρω θα πρέπει να τονιστεί πως δεν θα μπορούσε κάποιος αναγνώστης της εφημερίδας ΠΟΛΙΤΗΣ να διαβάσει και συνδέσει το επίδικο δημοσίευμα με τη συνέντευξη που δόθηκε από την εφεσείουσα, δύο εβδομάδες προηγουμένως και μάλιστα σε διαφορετική εφημερίδα από εκείνη που δημοσίευσε το επίδικο.  Γι’ αυτό και δεν μπορεί να εκληφθεί ως απάντηση, αλλά κρίνεται αυτοτελώς και ξεχωριστά (Telnixoff v. Motuseritch (1990) 3 All E.R. 865, Ο Φιλελεύθερος Δημόσια Εταιρεία Λτδ. κ.α. ν. Καντούνα, Πολ. Εφ. 320/14, ημερ. 24/6/2022), ECLI:CY:AD:2022:A268.

 

Στην υπόθεση Μακάριος Δρουσιώτης ν. Νικόλας Παπαδόπουλος (2012) 1 ΑΑΔ 102 λέχθηκε από το Εφετείο πως: 

 

«Η ελευθερία της έκφρασης αποτελεί ευλογία και γνώρισμα κάθε πολιτισμένης κοινωνίας, όμως ο περιορισμός του δικαιώματος αυτού, δικαιολογείται προς όφελος της προστασίας της υπόληψης και των δικαιωμάτων τρίτων. Ο περιορισμός είναι προς όφελος και των ιδίων των δημοσιογράφων έτσι ώστε τα γραφόμενα τους να απεικονίζουν την αλήθεια και όχι την αναλήθεια. Τελικός κριτής για την αναγκαιότητα του περιορισμού είναι το Δικαστήριο. Αν γινόταν παραδεκτή, άνευ συνεπειών, η προβολή αναληθών δημοσιευμάτων, το κοινό θα έπαυε να τους αποδίδει πίστη, είτε αυτά είναι αληθή είτε είναι ψευδή. Η φήμη αποτελεί αναπόσπαστο και σημαντικό μέρος της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Μια και κηλιδωθεί από ανυπόστατους ισχυρισμούς σε εφημερίδες εθνικής εμβέλειας ή άλλα συγγράμματα (που αναλόγως της περίπτωσης, μπορεί να έχουν το ίδιο ή και περισσότερο εκτόπισμα), η φήμη του ατόμου μπορεί να ζημιωθεί για πάντα, ιδιαίτερα εάν δεν παρέχεται η ευκαιρία στο ίδιο να την υπερασπίσει.  Όταν αυτό συμβαίνει, χαμένοι είναι τόσον η κοινωνία όσο και το άτομο. Η προστασία της φήμης του ατόμου συντελεί στο καλό του δημοσίου. Είναι προς το δημόσιο συμφέρον να μην αμαυρώνεται η φήμη δημοσίων προσώπων με ασύδοτο λόγο και ψέμα. Η προστασία της υπόληψης είναι απαραίτητη για την ανεμπόδιστη άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου. Δεν είναι δίκαιο το άτομο να λειτουργεί κάτω από τη σκιά του ψόγου και της υπονόμευσης της κοινωνικής του υπόστασης. Είναι αυτή η πραγματικότητα που καθιστά αναγκαίο τον περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασης.»

 

Αναφορικά με την περιγραφή της εξωτερικής εμφάνισης της εφεσείουσας κρίνεται πως δικαίωμα προστασίας αυτής ως μέρους της προσωπικότητας δεν έχουν μόνο οι ηθοποιοί ή τα μοντέλα, όπως πρωτόδικα θεωρήθηκε με αναφορά στην απόφαση Βerkeff v. Burchill (1966) 4 All E.R. 1008.    Υπενθυμίζεται πως στην εν λόγω απόφαση κρίθηκε πως αποτελούσε δυσφήμιση η προσβολή της εξωτερικής εμφάνισης, χωρίς να γίνει οποιαδήποτε σύνδεση του δυσφημουμένου με το επάγγελμα του, ο οποίος έτυχε να ήταν ηθοποιός.  Ο χλευασμός που αναδύεται από τον γράφοντα είναι αήθης και ανοίκειος και αποτελεί δυσφήμιση όπως ο όρος εξηγήθηκε στην Θεμιστοκλέους ν. Κουλίας (2012) 1 (Α) ΑΑΔ 76.

 

Οι ανωτέρω λόγοι έφεσης πετυχαίνουν.  Κρίνεται συναφώς πως το κείμενο του επίδικου δημοσιεύματος ήταν δυσφημιστικό, γραφέν με αήθη και ανοίκειο ύφος προσβάλλοντας και χλευάζοντας την εφεσείουσα, η οποία πέραν και πάνω από την ιδιότητα της πολιτικού, φέρει την ιδιότητα της επιστήμονα με πολυποίκιλτη προσφορά των ιατρικών της υπηρεσιών, εκτός των ορίων της Κύπρου, σε διάφορα μέρη του κόσμου και σε περιοχές κρίσεων, όπου εθελοντικά πρόσφερε τις υπηρεσίες της.

 

Κρίνεται πως η παρούσα διαφοροποιείται από την Drousiotis v. Cyprus, (ανωτέρω) καθόσον, σε εκείνη οι χαρακτηρισμοί οι οποίοι είχαν αποδοθεί στον κ. Παπασάββα, ο οποίος ως Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας ήταν δημόσιο πρόσωπο, αναφέρονταν στις ενέργειες και πράξεις του υπό την ανωτέρω και μόνον ιδιότητα του και καυτηρίαζαν αυτές με υβριστικό τρόπο.

 

Στην παρούσα, πέραν της κατάκρισης που δέχθηκε η εφεσείουσα ως πολιτικός και βουλευτής, υπέστη μια προσωπική επίθεση με άξονα την εξωτερική της εμφάνιση και την ιδιοσυγκρασία της ως γυναίκα, με αποτέλεσμα το δημοσίευμα να καταντά υβρεολόγιο και να λαμβάνει διαστάσεις ρατσιστικής και σεξιστικής επίθεσης.  Κάτι απαράδεκτο, το οποίο εκφεύγει της προστασίας του προνομίου της ελεύθερης έκφρασης χάριν της πληροφόρησης του κοινού, καθόσον καθιστά κατά εξευτελιστικό και χλευαστικό τρόπο, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια παιχνίδι και βορά στα χέρια και την «πένα» του καθενός.  Πέραν τούτου, επισημαίνεται ότι και στην Drousiotis v. Cyprus (ανωτέρω),  με το σκεπτικό 52 της παραγράφου αυτής, γίνεται διάκριση μεταξύ της δημόσιας και της ιδιωτικής ζωής η οποία πρέπει να τυγχάνει σεβασμού.

 

Με τον έβδομο λόγο έφεσης η εφεσείουσα διατείνεται πως το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει επαρκώς προσαχθέντα τεκμήρια ήτοι τα τεκμ. 2, 3 και 8 με αποτέλεσμα να οδηγηθεί στο εσφαλμένο συμπέρασμα περί μη απόδειξης κακοβουλίας εκ μέρους των εφεσιβλήτων 1 και 2.

 

Ο λόγος αυτός κρίνεται αβάσιμος.  Τα εν λόγω τεκμήρια αφορούν τα δημοσιεύματα που αναφέρθηκαν ανωτέρω και έλαβαν χώρα 10 και πλέον μήνες μετά τη δημοσίευση του επίδικου στις 31/10/10 και 4/12/2011.  Είναι σαφές ότι δεν υπάρχει δικογράφηση τους, πλην όμως είναι γνωστή νομολογιακή αρχή όπως ετέθη με την Αλέκος Κωνσταντινίδη κ.α. ν. Παπασάββα (2004) 1 ΑΑΔ 981, ότι τέτοια δημοσιεύματα παρά το ότι δεν μπορούν να θεωρηθούν δικονομικά ως βάση για αξίωση για δυσφήμιση, «δεν παύουν να χρωματίζουν την όλη συμπεριφορά των εφεσειόντων και να εικονογραφούν εναργώς το πάθος με το οποίο στρέφονταν εναντίον του εφεσίβλητου».

 

Κρίνεται απόλυτα ορθή η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. το οποίο κατέγραψε πως:

 

«Η ενάγουσα θεωρεί ότι οι εναγόμενοι στη συγκεκριμένη περίπτωση τηρούσαν εχθρική στάση απέναντι της και συνδέει το επίδικο δημοσίευμα με δύο άλλα δημοσιεύματα, τεκμήρια 2 και 3. Από τη μαρτυρία που έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ο συντάκτης των πιο πάνω δημοσιευμάτων δεν ήταν ο εναγόμενος 3 αλλά κάποιο τρίτο πρόσωπο. Προκύπτει επίσης ότι τα συγκεκριμένα δημοσιεύματα δημοσιεύθηκαν σε στήλη σατυρικού περιεχομένου όπου σατιρίζονται πολλοί πολιτικοί και αξιωματούχοι. Η ενάγουσα ήταν μία εξ αυτών. Παρατηρώ επίσης ότι η δημοσίευση των άρθρων αυτών έγινε πολλούς μήνες μετά τη δημοσίευση του επιδίκου και αφορούν εντελώς διαφορετικά θέματα. Το γεγονός δε ότι η εφημερίδα ΠΟΛΙΤΗΣ δημοσίευσε σε τρεις διαφορετικές περιπτώσεις άρθρα που αφορούσαν την ενάγουσα, επικριτικού περιεχόμενου δεν αποδεικνύει ότι υπήρξε κακοβουλία ή ότι η εφημερίδα διατηρεί εχθρική στάση απέναντι της. Από τη μαρτυρία που έχει τεθεί ενώπιον μου προκύπτει ότι η εφημερίδα σε αρκετές περιπτώσεις είχε φιλοξενήσει άρθρα της ιδίας της ενάγουσας ως επίσης και άρθρα με θετικά σχόλια σε σχέση με το πρόσωπο της.»

 

Σημειώνεται περαιτέρω πως, αποτέλεσμα των δημοσιευθέντων άρθρων της εφεσείουσας από τους εφεσίβλητους 1 και 2 δέχθηκαν τόσον αυτοί όσο και η εφεσείουσα αγωγή για λίβελλο, από πρόσωπο το οποίο έκρινε ότι θίγηκε από τη δημοσίευση.

 

Συνεπώς ο συγκεκριμένος λόγος απορρίπτεται.

 

Συναφής με τον έβδομο είναι και ο όγδοος λόγος ο οποίος πραγματεύεται την ύπαρξη κακοβουλίας εκ μέρους του εφεσίβλητου 3 κατά τη συγγραφή και σε σχέση με το επίδικο δημοσίευμα, την οποίαν κακοβουλία «παραλείπει υπό πλάνη η πρωτόδικη απόφαση να αποφανθεί ξεκάθαρα ως προς την ύπαρξη της ….»

Όντως, το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεδομένης ως είναι φανερό της κρίσης του για μη ύπαρξη δυσφήμισης, δεν προέβη στην εξέταση της ύπαρξης κακοβουλίας εκ μέρους του συντάκτη του κειμένου.

 

Κρίνεται πως δεδομένων των ευρημάτων και αδιαμφισβήτητων γεγονότων, όπως και των πρακτικών της διαδικασίας, κατ’ εφαρμογήν του Άρθρου 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (αρ. 14/60) και Δ.35 θ. 8 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, καθώς και των νομολογηθέντων στις Ζερβός ν. Hellenic Bank Public Co. Ltd (2013) 1 ΑΑΔ 2357, Χρυσούλλα Σεργίδη το γένος Σάββα ΧατζηΠαύλου ν. Μαρίας Σ. ΧατζηΠαύλου κ.α.  Π.Ε. 317/2010 ημερ. 16/5/2016, ECLI:CY:AD:2016:A240, Ιουλία Μουσουπέτρου ν. Α. Σκορδή ως διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντα Νίκου Ψαθά, Πολ. Εφ. 335/2013 ημερ. 16/6/2021, ECLI:CY:AD:2021:A256, δύναται να το αποφασίσει το παρόν Δικαστήριο.

 

Υπενθυμίζεται πως η διαπίστωση περί ύπαρξης κακοβουλίας μπορεί να εξαχθεί αντικειμενικά από μια σειρά γεγονότων ενώ το Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να στηριχθεί και στη στάση του εναγομένου κατά τη διάρκεια της εκδίκασης της υπόθεσης και μέχρι τέλους της διαδικασίας (Κωνσταντίνου κ.α. ν. Χαραμεσίνη (2011) 1 (Α) ΑΑΔ 715).

Λέχθηκε σχετικά στην απόφαση ΧΧΧ Νεοκλέους ν. ΧΧΧ Θεοδότου, Πολ. Εφ. 40/2014 ημερ. 8/6/2022, ECLI:CY:AD:2022:D243:

 

«Τι συνιστά κακοπιστία ορίζεται επακριβώς στο άρθρο 21(2) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ.148[2].  Λέχθηκε από το Εφετείο στην υπόθεση Πετρίδης ν Εκδοτικός Οίκος Δίας Λτδ κ.ά,  (2013) 1 ΑΑΔ 1464, με αναφορά στις υποθέσεις Spiller & Anor v. Joseph & Ors. (ανωτέρω) και Tse Wai Chun v. Cheng (2000) HKCFA 86, ότι η εμβέλεια της κακοβουλίας έχει στενέψει σημαντικά, «Το γεγονός ότι το κίνητρο του εναγόμενου μπορεί να ήταν ο φθόνος (spite) ή η κακή πίστη δεν είναι πλέον ουσιώδες. Το μόνο ζήτημα είναι κατά πόσο αυτός πίστευε ότι το σχόλιο του ήταν δικαιολογημένο». Εάν ο εναγόμενος δεν πίστευε ότι αυτό που δημοσίευσε ήταν αληθές, τότε αποδεικνύεται η κακή πίστη, (βλ. Duncan & Neill on Defamation (4th edition) (2015) παραγ. 19.6). Στην υπόθεση Ονουφρίου κ.ά. ν. «Εταιρείας Κ.Κ. Σύγχρονες Κούρσες Λτδ» κ.ά (2006) 1 ΑΑΔ 742, λέχθηκε ότι «ένα δημοσίευμα θεωρείται ότι έγινε με κακή πίστη όπου αποδεικνύεται ότι ο εναγόμενος ενήργησε με σκοπό να βλάψει τον ενάγοντα σε βαθμό σχετικά μεγαλύτερο, με τρόπο σχετικά διαφορετικό του εύλογα αναγκαίου, το δε βάρος απόδειξης κακής πίστης φέρει ο ενάγων».

 

Η ύπαρξη κακοβουλίας αντλείται συμπερασματικά από τα όσα ο εναγόμενος έπραξε ή είπε ή γνώριζε. Το δε κίνητρο το οποίο ανιχνεύεται και αποδίδεται σ' ένα εναγόμενο, εξάγεται από το τι ελέχθη ή ήταν γνωστό ή κατά πόσο ο εναγόμενος ήταν αδιάφορος ως προς τα πραγματικά δεδομένα, (βλ. Horrocks v. Lowe (1975) AC 135).  Παρατηρείται, ωστόσο, στο σύγγραμμα  των Duncan & Neill, (ανωτέρω), στην παράγραφο 19.6, ότι η απροσεξία ή η παρορμητικότητα ή ο παραλογισμός στο να καταλήξει κάποιος σε θετική πίστη στην αλήθεια των όσων δημοσιεύτηκαν δεν ισοδυναμεί με αδιαφορία για την αλήθεια («carelessness or impulsiveness or irrationality in arriving at a positive belief in the truth of what was published does not amount to indifference to the truth”).”

 

 

Ο εφεσίβλητος 3 κατά τη μαρτυρία του, επέμενε στη γνώμη που εξέφρασε διά του επίδικου κειμένου, θεωρώντας όπως είπε και όπως καταγράφει το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η εφεσείουσα χρησιμοποίησε «χυδαίο λεξιλόγιο» κατά την παράθεση της συνέντευξης της στο «Φιλελεύθερο».  Χαρακτήρισε δε ως τέτοιο τη χρήση των λέξεων «συβαρίτες», «μαυραγορίτες, «φιλιππουπολίτες».  Πλην όμως η εφεσείουσα εξήγησε την έννοια των ανωτέρω λέξεων που κάθε άλλο παρά χυδαία είναι.  Αυστηρή μπορεί να χαρακτηριστεί αλλά όχι βρώμικη, αφού σημαίνει εκείνους ο οποίοι προτιμούν την καλοπέραση.

 

Όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο σημειώνει κατά την παράθεση της αξιολόγησης του εφεσίβλητου 3, ο τελευταίος θεωρούσε ότι η εφεσείουσα δεν είχε καμιά θέση στο Δημοκρατικό Συναγερμό λόγω των πολιτικών της πεποιθήσεων και τη θεωρούσε «ως παρείσακτη» στο συγκεκριμένο κόμμα. Χαρακτήρισε στη μαρτυρία του την εφεσείουσα ως άτομο του οποίου οι θέσεις και οι απόψεις δεν μπορούν να προσεγγιστούν με σοβαρότητα. Αδιαφόρησε εάν η επιλογή της να ταχθεί κατά του σχεδίου ΑΝΑΝ, ήταν αποτέλεσμα των πολιτικών της πεποιθήσεων και επέμενε ότι αυτή οδηγείτο από το ιδιοτελές κίνητρο της μη απώλειας της βουλευτικής της έδρας.

 

Η χρήση των ακραίων χαρακτηρισμών όπως μόνο "για καθαρίστρια των διαμερισμάτων των ευνούχων» είναι ικανή η εφεσείουσα συνιστά μαρτυρία κακοβουλίας (Halsburys Laws of England, 4η έκδ. Τόμος 28, παρ. 151, Κυριακίδης ν. Αριστείδου (2000) 1 ΑΑΔ 349).  Η γνώμη του παρέμεινε αταλάντευτη, χωρίς απόδειξη για το έρεισμα της, και κατά τη μαρτυρία του όπως εναργώς αναδύεται από το ακόλουθο απόσπασμα (παρ. 13 δήλωσης του):

 

«Στο επίδικο άρθρο αναφέρω ότι η κα Θεοχάρους τάχθηκε εναντίον του σχεδίου για να μην κινδυνεύσει να χάσει τη βουλευτική της έδρα.  Αυτός ήταν, κατά την γνώμη και την προσωπική μου εκτίμηση, ο λόγος της ανάλογης στάσης και άλλων πολλών βουλευτών τόσο του ΔΗΣΥ όσο και άλλων κομμάτων.  Ήταν γνωστό ότι, σε περίπτωση αποδοχής του σχεδίου, η Βουλή, όπως την ξέρουμε σήμερα θα διαλυόταν και έχω έντονη την πεποίθηση ότι δυστυχώς πολλοί βουλευτές αντιτάχθηκαν στην λύση του προβλήματος απλώς και μόνο για να μην ρισκάρουν την απώλεια των εδρών τους….»

         

Συνεπώς κρίνεται πως υπήρξε κακοβουλία εκ μέρους του εφεσίβλητου 3.

 

Με τον δέκατο τρίτο (13ο) λόγο έφεσης η εφεσείουσα προσβάλλει ως εσφαλμένη την απόρριψη της αγωγής εναντίον του εφεσίβλητου 2 καθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε αόριστα και γενικά ότι η αγωγή δεν ήταν βάσιμη.

 

Παραπονείται ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τα τεκμ. 9(α)-9(γ) αντίγραφα αγωγής και έκθεση απαίτησης αντίστοιχα στην οποία περιγράφει τον εαυτό του, ως εκδότη της εφημερίδας «Πολίτης» και κύριο μέτοχο της εφεσίβλητης 1.

 

Δεν συμφωνώ με τη θέση αυτή του συνηγόρου της εφεσείουσας.

 

Με το δικόγραφο της έκθεσης απαίτησης, στην παράγραφο 4 αυτής, ο εφεσίβλητος 2 περιγράφεται ως ο «κατά νόμο υπεύθυνος και Διευθυντής της εφημερίδας «Πολίτης».  Ο εφεσίβλητος 2 παραδέχθηκε με το δικόγραφο της Υπεράσπισης του ότι είναι ο κατά νόμο υπεύθυνος αλλά αρνήθηκε την ιδιότητα του Διευθυντή.

 

Δεν προσφέρθηκε μαρτυρία η οποία να απέδειξε την αποδιδόμενη ιδιότητα του διευθυντή, αλλά αντίθετα, η δοθείσα από τους εφεσίβλητους αναντίρρητη μαρτυρία ήταν πως η εφημερίδα ΠΟΛΙΤΗΣ δεν επεμβαίνει και δεν λογοκρίνει τα άρθρα που δημοσιεύονται στις στήλες της.

 

Παρόμοιο θέμα είχε εγερθεί και αποφασίστηκε στην Λουκής Λουκαϊδης ν. Εκδοτική Εταιρεία Αλήθεια Λτδ κ.α. (2003) 1 ΑΑΔ 22, όπου σημειώθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Ανεξάρτητα από τυχόν ευθύνη του ιδιοκτήτη της εφημερίδας, ο κατά νόμον υπεύθυνος της εφημερίδας ευθύνεται για κάθε αδίκημα που διαπράττεται από τον ιδιοκτήτη της εφημερίδας σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντα ή άλλου νόμου ή σύμφωνα με τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα.»

Το Ανώτατο Δικαστήριο ερμήνευσε το πιο πάνω άρθρο, αναφέροντας ότι: «Η πλασματική ευθύνη του κατά νόμο υπεύθυνου περιορίζεται σε ποινικά αδικήματα.  Ο νόμος δε δημιουργεί τεκμήριο γνώσης και έγκρισης των δημοσιευμάτων της εφημερίδας για σκοπούς αστικής ευθύνης.  Επομένως, αστική ευθύνη για δυσφημιστικά δημοσιεύματα της εφημερίδας πρέπει να αποδεικνύεται.  Στην προκείμενη περίπτωση, δεν προσάχθηκε ίχνος μαρτυρίας, που να στοιχειοθετεί γνώση, εκ μέρους του κ. Χάσικου, για τα δημοσιεύματα, ή έγκριση του κειμένου τους, ή ενθάρρυνση της προβολής τους.»

Η αρχή αυτή επαναλήφθηκε και στην Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας κ.α. ν. Thamira Food Manufacturers (2004) 1 AAΔ 355, ως επίσης πολύ πρόσφατα στην ΠΕ 315/13 Α.Σ. Αγγελίδης ν. Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ κ.α., ημερ. 3/12/2020.»

Συνεπώς ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης απορρίπτεται.  Στη βάση όμως της κατάληξης στην οποία οδηγούμαι σε σχέση με τους υπόλοιπους λόγους, η παρούσα έφεση θα επιτύγχανε.

 

 

Δ. Σωκράτους, Δ.

/Κας

 



[1] 11η έκδοση, παρ. 335. Η καθοδήγηση αυτή παραμένει βασικώς η ίδια και στην πιο πρόσφατη 13η έκδοση (2022), παρ. 3-047.

[2] «Penfold v Westocote (1806) 2 Bos & PNR 335; Christie v Robertson (1899) 1 F 1155, Ct of Sess (effect of words spoken in heat); Smith v ADVFN Plc [2008] EWHC 1797 (QB), [2008] All ER (D) 335 (Jul) (postings on internet bulletin board amounted to mere vulgar abuse) […] ».

[3] «See the cases cited in not 1 supra».

[4] «[1996] 4 All ER 1008».

[5] [1997] QB 586.

[6] [1997] QΒ 586.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο