(1994) 2 ΑΑΔ 233

[*233] 22 Δεκεμβρίου, 1994

[ΚΟΥΡΡΗΣ, ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ. Δ/στές]

ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ ΠΕΤΡΟΥ,

Εφεσείων,

ν.

ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 5868).

Ποινή — Πρόκληση Θανάτου από αμελή οδήγηση αυτοκινήτου κατά παράβαση του άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 — Επιβολή προστίμου ΛΚ850.- και στέρηση της άδειας οδηγήσεως για 18 μήνες — Μειώθηκε σε πρόστιμο ΛΚ500 και στέρηση της άδειας για 12 μήνες.

Ευρήματα γεγονότων— Αποτελούν ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Συμπεράσματα γεγονότων — Το Εφετείο είναι ελεύθερο να εξάγει τα δικά του συμπεράσματα αν κρίνει ότι τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν δικαιολογούνται με βάση τα γεγονότα στα οποία το ίδιο κατέληξε.

Ποινική Δικονομία — Επικύρωση καταδίκης με βάση την επιφύλαξη του Άρθρου 145(1)(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.

Λέξεις και Φράσεις — "Απερίσκεπτη (reckless) οδήγηση" στο Άρθρο 210 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 όπως αντικαταστάθηκε με το Νόμο 111/89.

Λέξεις και Φράσεις — "Επικίνδυνη οδήγηση".

Ο κατηγορούμενος που οδηγούσε στην εξωτερική λωρίδα της λεωφόρου Σπύρου Χριστοδούλου, τραυμάτισε θανάσιμα πεζή η οποία διέσχιζε τη λεωφόρο από τα δεξιά του προς τα αριστερά. Το σημείο σύγκρουσης ήταν στο αριστερό άκρο της πιο πάνω λωρίδας. Το μέρος του αυτοκινήτου, το οποίο κτύπησε την πεζή, ήταν η μπροστινή αριστερή γωνία του. Υπήρχε μεγάλη και ανεμπόδιστη ορατότητα, και η πεζή διάνυσε μεγάλη απόσταση περνώντας και μπροστά από το αυτοκίνητο του εφεσείοντα μέχρι τη σύγκρουση.

Σύμφωνα με ιατρική μαρτυρία, ο κατηγορούμενος υπέστη επιλεκτική αμνησία σαν αποτέλεσμα του σιόκ που προκλήθηκε από το [*234] ατύχημα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την μαρτυρία αυτή και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος εψεύδετο όταν έλεγε ότι δεν θυμόταν ή δεν είδε την πεζή λόγω του ότι αμέσως μετά το ατύχημα έδωσε λεπτομερή κατάθεση στην Αστυνομία για τα σχετικά με το ατύχημα γεγονότα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο καταδίκασε τον κατηγορούμενο για πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης.

Η έφεση εναντίον της καταδίκης εστρέφετο εναντίον του συμπεράσματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο κατηγορούμενος εψεύδετο και επίσης εναντίον άλλων ευρημάτων επί των γεγονότων συμπεριλαμβανομένου και του ευρήματος για την καλή ορατότητα του εφεσείοντα.

Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι:

1. Τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν πλήρως επιτρεπτά ενόψει της μαρτυρίας που είχε ενώπιον του.

2. Το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο κατηγορούμενος εψεύδετο ήταν λανθασμένο. Η έλλειψη αναφοράς στις ακριβείς συνθήκες της σύγκρουσης στην κατάθεση του προς την Αστυνομία συνάδει πλήρως με την ύπαρξη επιλεκτικής αμνησίας.

3. Το συμπέρασμα για αλόγιστη, απερίσκεπτη ή επικίνδυνη οδήγηση δεν εδικαιολογείτο κάτω από τις συνθήκες που συνέβηκε το ατύχημα και ειδικά της μεγάλης ορατότητας και της μεγάλης απόστασης που διάνυσε η πεζή περνώντας και μπροστά από το αυτοκίνητο του εφεσείοντα μέχρι τη σύγκρουση. Η ύπαρξη της πρόθεσης (mens rea) που απαιτείται για την απερίσκεπτη (reckless) οδήγηση δεν έχει αποδειχθεί και συνεπώς η οδήγηση του κατηγορουμένου αποτελούσε μόνο αλόγιστη ή επικίνδυνη οδήγηση. Το πιο πάνω συμπέρασμα δεν επηρεάζει την καταδίκη η οποία διασώζεται με την εφαρμογή της επιφύλαξης του 'Αρθρου 145(1)(β) του Κεφ. 155. Η ποινή μειώνεται σε πρόστιμο ΛΚ500 και στέρηση της άδειας οδήγησης σε 12 μήνες.

Η έφεση κατά της καταδίκης αποτυγχάνει. Η έφεση κατά της ποινής επιτυγχάνει όπως αναφέρεται πιο πάνω.

Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:

Μαυρίδης ν Dharaghji Απόφαση ημερ. 30/11/1990·

Stylianou vPetrou (1984) 1 C.L.R. 362·

R v Gosney [1971] 55 Cr. App. R. 502·

R ν Laurence [1981] 1 All EH. 974·

R ν Caldwell [1981] 1 All E.R. 961. [*235]

Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.

Έφεση εναντίον της καταδίκης και της ποινής από τον Μιχαλάκη Πέτρου ο οποίος βρέθηκε ένοχος στις 20/1/94 από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας (Αριθμός Ποινικής Υπόθεσης 30111/92) στην κατηγορία της πρόκλησης θανάτου κατά παράβαση του άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, και καταδικάστηκε από Παρπαρίνο, Ε.Δ. σε £850.- πρόστιμο και στέρηση της άδειας οδηγού για 18 μήνες.

Γ. Κορφιώτης, για τον Εφεσείοντα.

Γ. Παπαϊωάννου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΚΟΥΡΡΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Π. Αρτέμης, Δ.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Ο εφεσείοντας, οδηγώντας το αυτοκίνητο του κατά μήκος της λεωφόρου Σπύρου Χριστοδούλου, κοντά στη συμβολή της με την οδό Αιγέως στη Λευκωσία συγκρούστηκε με πεζή, που διασχίζε τη λεωφόρο από τα δεξιά του προς τα αριστερά, με αποτέλεσμα το θάνατο της. Κατηγορήθηκε για πρόκληση θανάτου με βάση το άρθρο 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και καταδικάστηκε σε £850 πρόστιμο και στέρηση της άδειας για 18 μήνες. Η παρούσα έφεση στρέφεται τόσο εναντίον της καταδίκης όσο και της ποινής.

Η λεωφόρος Σπύρου Χριστοδούλου είναι 4 λωρίδων, δύο στη κάθε κατεύθυνση και ο κατηγορούμενος κατά τη στιγμή του ατυχήματος οδηγούσε στην εξωτερική λωρίδα, το δε σημείο σύγκρουσης βρίσκεται στο αριστερό άκρο της λωρίδας αυτής. Το μέρος του αυτοκινήτου, το οποίο κτύπησε την πεζή, ήταν η μπροστινή αριστερή γωνία του. Η εκδοχή του κατηγορούμενου ήταν ότι δεν θυμόταν πώς έγινε το ατύχημα και αντιλήφθηκε ότι κτύπησε την πεζή [*236] μόνο κατά τη στιγμή του κτυπήματος στο αυτοκίνητο του.

Υπήρχε ιατρική μαρτυρία ειδικού ιατρού που τον εξέτασε σε μεταγενέστερο στάδιο, ότι ο κατηγορούμενος, ως αποτέλεσμα του σιόκ που του προκάλεσε το δυστύχημα, υπέστη επιλεκτική αμνησία. Ο ιατρός εξήγησε ότι σε τέτοιες περιπτώσεις η μνήμη χάνεται επιλεκτικά σε σχέση με τα άμεσα γεγονότα που προκάλεσαν το σιόκ. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, βασιζόμενο στο γεγονός ότι αμέσως μετά το ατύχημα ο κατηγορούμενος έδωσε λεπτομερή κατάθεση για τα γεγονότα που περιέβαλλαν το ατύχημα, συμπέρανε ότι ο κατηγορούμενος εψεύδετο όταν έλεγε ότι δεν θυμόταν ή δεν είδε την πεζή, γιατί με βάση τη μαρτυρία του ειδικού ιατρού, η επιλεκτική αμνησία επέρχεται αμέσως μετά το συμβάν και ότι η πάροδος χρονικού διαστήματος δείχνει ότι υποκρίνεται ο παθών.

Ο συνήγορος του εφεσείοντα μας κάλεσε να επέμβουμε στο συμπέρασμα αυτό ως αυθαίρετο και να ακυρώσουμε την καταδίκη. Μας κάλεσε επίσης να ακυρώσουμε την απόφαση και για άλλους λόγους που αφορούσαν τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου επί των γεγονότων, ει-σηγούμενος ότι ορισμένοι μάρτυρες λόγω των αντιφάσεων που υπήρχαν στη μαρτυρία τους δεν έπρεπε να γίνουν πιστευτοί και ισχυριζόμενος ότι το εύρημα του Δικαστηρίου για την καλή ορατότητα του εφεσείοντα προς την πεζή ήταν ακροσφαλές.

Έχουμε εξετάσει με προσοχή τις εισηγήσεις που αφορούν τα ευρήματα γεγονότων, θεωρούμε τις αντιφάσεις ως επουσιώδεις, όσο δε αφορά τα λοιπά ευρήματα του Δικαστηρίου κρίνουμε ότι ήταν πλήρως επιτρεπτά εν όψει της μαρτυρίας που είχε ενώπιον του και με βάση τις αρχές που έχουν διατυπωθεί επανειλημμένα σε αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου κρίνουμε ότι δεν συντρέχουν λόγοι για να επέμβουμε στα ευρήματα γεγονότων και αξιοπιστίας (δέστε Μαυρίδης v. Dharaghji Πολιτική Έφεση 7617, ημερ. 30.11.90).

Αναφορικά όμως με συμπεράσματα που εξήγε το πρω[*237]τόδικο Δικαστήριο, το Εφετείο είναι ελεύθερο, εάν κρίνει ότι αυτά δεν δικαιολογούνται με βάση τα γεγονότα όπως τα βρήκε το πρωτόδικο Δικαστήριο να εξάγει τα δικά του ορθά συμπεράσματα (δέστε Stylianou v. Petrou (1984) 1 C.L.R. 362 at 377).

Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε ότι η κατάθεση του εφεσείοντα στην Αστυνομία, που ήταν τεκμ.2 στην υπόθεση, έδειχνε ότι ο κατηγορούμενος εψεύδετο. Η κατάθεση αυτή, παρόλον ότι αναφέρεται με λεπτομέρεια σε γεγονότα που περιέβαλλαν τη σύγκρουση με την πεζή, εντούτοις, όσον αφορά στην έλλειψη αναφοράς στις ακριβείς συνθήκες κάτω από τις οποίες συγκρούστηκε με την πεζή, συνάδει πλήρως με την ύπαρξη επιλεκτικής αμνησίας. Όπως υπονοεί και η λέξη, η αμνησία αυτή υφίσταται επιλεκτικά στα ουσιώδη γεγονότα, τα οποία θέλει να αποβάλει από το μυαλό του ο παθών, ενώ τα υπόλοιπα παραμένουν στην μνήμη του. Αντίθετα, βρίσκουμε ότι η κατάθεση αυτή συνάδει με την ύπαρξη επιλεκτικής αμνησίας.

Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενώ στην απόφαση του βρίσκει ότι ο κατηγορούμενος οδηγούσε κανονικά και με λογική ταχύτητα το αυτοκίνητο του έχοντας την προσοχή του στο δρόμο, καταλήγει αποκλειστικά και μόνο στο κατά τη γνώμη μας αδικαιολόγητο συμπέρασμα που δεν συνάδει με τα πιό πάνω, ότι ο κατηγορούμενος είδε την πεζή και παρόλον τούτο ενεργώντας απερίσκεπτα απέτυχε να λάβει οποιαδήποτε προφύλαξη ή να κάμει οτιδήποτε για να αποφύγει σύγκρουση μαζί της.

Βρίσκουμε ότι από τα γεγονότα, όπως τα βρήκε το Δικαστήριο, το συμπέρασμα ότι ο εφεσείοντας είδε το θύμα και παρόλον τούτο οδήγησε με τέτοιο τρόπο που συγκρούστηκε με αυτή, ήταν αυθαίρετο και αδικαιολόγητο, τουλάχιστο ως μόνο συμπέρασμα που θα μπορούσε να εξαχθεί από τα γεγονότα αυτά. Κατά τη γνώμη μας, έχοντας υπόψη ότι η δήλωση του κατηγορούμενου ότι δεν είδε το θύμα πριν τη σύγκρουση οφειλόταν στην ύπαρξη επιλεκτικής αμνησίας, αυτή θα έπρεπε να σήμαινε ότι δεν θυμόταν [*238] τι έγινε. Σε τέτοια περίπτωση πρέπει ο εφεσείοντας είτε να μην είδε καθόλου την πεζή όπως ο ίδιος είπε, ή αν την είδε για λόγους για τους οποίους δεν μπορεί να εξαχθεί ασφαλές συμπέρασμα, απέτυχε να λάβει μέτρα για να την αποφύγει.

Με βάση τα πιό πάνω και δεχόμενοι ότι η ορατότητα προς την πεζή, η οποία διασχίζε ήδη το δρόμο από τα δεξιά του προς τα αριστερά, ήταν ανεμπόδιστη από μεγάλη απόσταση, καταλήγουμε τουλάχιστο στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείοντας έπρεπε να είχε δει το θύμα από αρκετή απόσταση και να είχε ενεργήσει με τρόπο ώστε να αποφύγει να την κτυπήσει. Αναφορικά με το όχημα που εισήλθε από πάροδο και πέρασε εμπρός από το αυτοκίνητο του εφεσείοντα καταλήγοντας στην εσωτερική λωρίδα, συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι το όχημα αυτό για πολύ λίγο χρονικό διάστημα ή σχεδόν καθόλου εμπόδιζε την ορατότητα του εφεσείοντα προς την πεζή.

Το άρθρο 210 του Κεφ. 154 όπως αντικαταστάθηκε με το Νόμο 111/89 έχει ως ακολούθως:

'' Όποιος λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς που δεν ανάγεται σε υπαίτια αμέλεια χωρίς πρόθεση επιφέρει το θάνατο άλλου προσώπου είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση δύο χρόνων ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις £1.000".

Με την τροποποίηση του αρχικού άρθρου είναι φανερόν ότι έχουν παραληφθεί οι φράσεις "έλλειψη προφύλαξης" και "απρόσεκτη πράξη" και έχουν αντικατασταθεί με τις φράσεις "απερίσκεπτη" και "επικίνδυνη πράξη". Έτσι, για να βρεθεί τώρα κάποιος ένοχος πρέπει η πρόκληση θανάτου να οφειλόταν σε αλόγιστη (rash), απερίσκεπτη (reckless) ή επικίνδυνη πράξη ή συμπεριφορά. Το άρθρο δεν καθορίζει κριτήρια ως προς το τι αποτελεί αλόγιστη ή επικίνδυνη πράξη και αφήνεται στο Δικαστήριο να ερμηνεύσει το νομοθέτημα με βάση τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης. Σε σχέση με επικίνδυνη οδήγηση, σύμφωνα με τη [*239] νομολογία, απαιτείται τουλάχιστο απόδειξη κάποιας παράλειψης ή λάθους (fault) εκ μέρους του οδηγού.

Στην Αγγλική υπόθεση R. v. Gosney [1971] 55 Cr. App.R. 502 σε σχέση με κατηγορία επικίνδυνης οδήγησης αναφέρεται ότι: "fault certainly does not necessarily involve deliberate misconduct or recklessness or intention to drive in a manner inconsistent with proper standards or driving ... Fault involves a failure; a falling below the care or skill of a competent and experienced driver, in relation to the manner of the driving and to the relevant circumstances of the case."

'Οσον αφορά την έννοια της απερίσκεπτης (reckless) οδήγησης σχετική είναι η απόφαση R. v. Lawrence [1981] 1 All Ε.R. 974, όπου αποφασίστηκε ότι ένα στοιχείο του αδικήματος της απερίσκεπτης οδήγησης είναι η πρόθεση (mens rea) με την έννοια ότι τέτοια πρόθεση είναι εκείνη σύμφωνα με την οποία ένας οδηγός ο οποίος πριν αρχίσει να οδηγά με τρόπο που περιέχει καθαρό και σοβαρό κίνδυνο πρόκλησης σωματικής βλάβης ή άλλης ζημιάς παραλείπει να λάβει υπόψη μιά τέτοια πιθανότητα ή την αγνοεί και αποφασίζει να διακινδυνεύσει οδηγώντας με αυτό τον τρόπο. (Δέστε και R. v. Caldwell [1981] 1 All E.R. 961).

Βρίσκουμε ότι κάτω από τις συνθήκες που περιγράψαμε πιό πάνω και ειδικά την ορατότητα στην σκηνή του ατυχήματος, καθώς και τη μεγάλη απόσταση που διάνυσε η πεζή περνώντας και εμπρός από το αυτοκίνητο του εφεσείοντα μέχρι την σύγκρουση, η αποτυχία του να τη δει ενώ θα έπρεπε να την έβλεπε και να λάβει οποιαδήποτε μέτρα για να μην την κτυπήσει, εμπίπτει στον ορισμό της αλόγιστης ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς, θεωρούμε όμως ότι με βάση τα συμπεράσματα στα οποία εμείς καταλήξαμε δεν αποδεικνύεται απερίσκεπτη (reckless) πράξη.

Κατά συνέπεια βρίσκουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έστω και αν κατέληγε στο σωστό συμπέρασμα θα έπρεπε και πάλιν να καταδικάσει τον εφεσείοντα. Ως εκ τού[*240]του, εφαρμόζοντας την επιφύλαξη του άρθρου 145 (1)(β) του Κεφ. 155 καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η έφεση εναντίον της καταδίκης πρέπει να απορριφθεί.

Παραμένει τώρα το θέμα της ποινής. Εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε ποινή με βάση το εύρημα ουσιαστικά ότι ο Εφεσείων ενήργησε απερίσκεπτα (recklessly) διότι, παρόλον ότι είδε την πεζή "συνέχισε την πορεία του με αποτέλεσμα να επιπέσει με το όχημα του επ' αυτής", είναι προφανές ότι με βάση το δικό μας συμπέρασμα, η υπαιτιότητα και η ευθύνη του πεζού για το ατύχημα είναι σίγουρα μικρότερου βαθμού από εκείνη την οποία βρήκε το πρωτόδικο Δικαστήριο και με βάση την οποία επέβαλε την ποινή.

Έχοντας υπόψη τα δικά μας συμπεράσματα μειώνουμε το πρόστιμο σε £500 και τη στέρηση άδειας σε 12 μήνες.

Η έφεση ως προς τη καταδίκη απορρίπτεται. Η έφεση ως προς την ποινή επιτρέπεται. Το πρόστιμο μειώνεται σε £500 και η στέρηση της άδειας σε 12 μήνες.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο