(2001) 2 ΑΑΔ 506

[*506]13 Ιουλίου, 2001

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΟΜΗΡΟΣ ΣΑΒΒΑ ΟΜΗΡΟΥ,

Εφεσείων,

ν.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 6953)

 

Απόδειξη ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Αξιολόγηση αξιοπιστίας μαρτύρων ― Απουσία αιτιολογίας της κρίσης αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων και εσφαλμένη καθοδήγηση αναφορικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας ― Ποιος ο ενδεδειγμένος τρόπος αξιολόγησης της μαρτυρίας.

Απόδειξη ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Αρχές που διέπουν επέμβαση του Εφετείου ― Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν τα ευρήματα επί της αξιοπιστίας καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη.

Απόδειξη ― Αντιφατική μαρτυρία ― Η αντίφαση πρέπει να είναι ουσιαστικής μορφής, δηλαδή, να πλήττει καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή να φανερώνει τη διάθεσή του να ψευσθεί.

Ο εφεσείων, μετά από ακροαματική διαδικασία, κρίθηκε ένοχος από το Κακουργιοδικείο Πάφου στις κατηγορίες: (α) βιασμού, (β) απαγωγής, και (γ) επίθεσης που προκάλεσε πραγματική σωματική βλάβη, και καταδικάστηκε σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 5 ετών στην πρώτη κατηγορία, και εννέα μηνών στην τρίτη κατηγορία.

Τα γεγονότα της υπόθεσης, σύμφωνα με την Κατηγορούσα Αρχή, είναι εν συντομία τα ακόλουθα:

Τα ξημερώματα της 23.5.1999 ο εφεσείων πήρε την παραπονούμενη με το αυτοκίνητό του από το καμπαρέ όπου εργαζόταν, σε σπίτι στο χω[*507]ριό Κινούσα όπου χωρίς τη θέλησή της ήλθε σε σεξουαλική επαφή μαζί της.  Για να πετύχει τον πιο πάνω σκοπό του ο εφεσείων χρησιμοποίησε βία κτυπώντας την παραπονούμενη στο πρόσωπο και σε διάφορα μέρη του σώματος και απειλώντας την με μαχαίρι το οποίο τέθηκε ως τεκμήριο στο Δικαστήριο.  Περιπλέον ο εφεσείων την πιο πάνω ημερομηνία απήγαγε την παραπονούμενη με σκοπό τη συνουσία, υπό την έννοια ότι ενώ λέχθηκε στην παραπονούμενη από το δεύτερο κατηγορούμενο ότι θα πήγαινε με τον εφεσείοντα για φαγητό σε εστιατόριο, ο τελευταίος την οδήγησε στο προαναφερόμενο σπίτι χωρίς τη συγκατάθεσή της όπου την κατακράτησε χωρίς τη θέλησή της.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία της παραπονούμενης και του οδηγού του αυτοκινήτου, Μ.Κ. 5, που τη μετέφερε από το μέρος που διαπράχθηκαν τα αδικήματα στο διαμέρισμά της, γιατί έδωσε την εντύπωση εξαιρετικού μάρτυρα.

Η έφεση στρέφεται κατά της καταδίκης και οι λόγοι αφορούν την αξιολόγηση της μαρτυρίας. Η ορθότητα της καταδικαστικής απόφασης αμφισβητείται και λόγω αντιφάσεων στη μαρτυρία.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει καθοδηγηθεί εσφαλμένα αναφορικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονούμενης και ενός βασικού μάρτυρα του ειδικού νευρολόγου, Μ.Κ. 13, ο οποίος την εξέτασε.

2.  Η όλη προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ήτοι η προτίμηση της μαρτυρίας της παραπονούμενης, εκεί όπου ερχόταν σε αντίθεση με τη μαρτυρία άλλων μαρτύρων που κρίθηκαν αξιόπιστοι, αναδεικνύει ότι η μαρτυρία της παραπονούμενης χρησιμοποιήθηκε ως άξονας ή ως μέτρο κρίσης και ελέγχου της αξιοπιστίας των άλλων μαρτύρων. Αυτή η προσέγγιση έχει αποδοκιμαστεί από τη Νομολογία.

3.  Η μαρτυρία της παραπονούμενης στην κυρίως εξέταση και την αντεξέταση περιέχει αντιφάσεις αναφορικά με την αιτία των κακώσεών της και τον δράστη των κακώσεων.

4.  Ερωτηματικά εγείρονται και αναφορικά με τη στάση της παραπονούμενης στο θέμα της καταγγελίας της υπόθεσης στην Αστυνομία.  Ενώ τα επίδικα αδικήματα διαπράχθηκαν στις 23.5.99, η καταγγελία έγινε στις 24.6.99 και συνέπεσε χρονικά και με την πληροφορία που πήρε για την αποκοπή του μισθού της, την αφαίρεση ποσού £100 από το βιβλιάριο της Τράπεζας της και ανώνυμο τηλεφώνημα προς την [*508]Αστυνομία για το βιασμό και κακοποίηση της.

5.  Αναφορικά με τις αντιφάσεις, παρέχεται πεδίο επέμβασης του Εφετείου μόνο όπου αυτές είναι τέτοιες που δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση.

6.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έδωσε αιτιολογία ή επαρκή αιτιολογία γιατί προτίμησε την εκδοχή της παραπονούμενης, η οποία παρουσίαζε ασυμφωνία με εκείνη άλλων μαρτύρων, των οποίων η μαρτυρία κρίθηκε αξιόπιστη.

7.  Το Εφετείο δεν διστάζει να παραμερίσει μια καταδικαστική απόφαση, έστω και αν αυτή ήταν το αποτέλεσμα της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των μαρτύρων αν μια τέτοια καταδικαστική απόφαση φαινεται τόσο ανασφαλής ή ανεπαρκής που να υπάρχει υποβόσκουσα αμφιβολία σε σχέση με την ορθότητά της.

8.  Το Εφετείο έχει δικαίωμα και καθήκο να επέμβει οσάκις έχει τη γνώμη ότι διαπιστώσεις ως προς την αξιοπιστία δεν ήταν εύλογα επιτρεπτές στο πρωτόδικο δικαστήριο, έστω και αν το πρωτόδικο δικαστήριο είχε εντυπωσιασθεί από τη συμπεριφορά των μαρτύρων.

9.  Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί της αξιοπιστίας της παραπονουμένης δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή και ήταν ανασφαλής η αποδοχή της μαρτυρίας της παρόλο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε εντυπωσιασθεί από τη μαρτυρία αυτή.

Η έφεση επιτράπηκε. Η καταδικαστική απόφαση ακυρώθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Αεροπόρος κ.ά. ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 362,

Σωτηριάδης κ.ά. ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 482,

Κακόψητος ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 200,

Δεσπότης ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 287,

Γιουρούκης ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 171,

Λιθογραφεία Κυριακίδη κ.ά. ν. Tiba Publishing Co. Ltd (1998) 1 A.A.Δ. 1894,

[*509]Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41,

Μουζάκης ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 220,

Shioukiouroglou v. Police (1966) 2 C.L.R. 39,

Miliotis v. Police (1971) 2 C.L.R. 292,

Constantinides v. Republic (1978) 2 C.L.R. 337,

Karamanis v. Police (1977) 2 C.L.R. 92,

Fasouliotis v. Police (1979) 2 C.L.R. 180,

Yiannakou v. Police (1982) 2 C.L.R. 37,

Kyriakou v. Aristotelous (1979) 1 C.L.R. 172,

Charalambides v. Hjisoteriou & Son a.o. (1975) 1 C.L.R. 269,

Γιαννή κ.ά. ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 340,

Σοφοκλή ν. Λεωνίδου (1993) 1 Α.Α.Δ. 1003,

Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614,

Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους (1997) 1 Α.Α.Δ. 396,

Ομήρου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 98,

Ανθία ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 558,

Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 449,

Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 390,

Στρατής ν. Πεντέλης – Εταιρείας Μωσαϊκών Λτδ (1999) 2 Α.Α.Δ. 1708,

Ηλία κ.ά. ν. Σταυρινίδη, Πολιτική Έφεση 10240 ημερ. 9.6.2000,

Οράτη ν. Παστού, Πολιτική Έφεση 10368 ημερ. 3.11.2000,

R. ν. Cooper [1969] 1 All E.R. 32,

[*510]Koutras ν. Republic (1976) 2 C.L.R. 13,

Zisimides v. Republic (1978) 2 C.L.R. 302,

Katsiamalis v. Republic (1980) 2 C.L.R. 107,

Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2001) 2 A.A.Δ. 326,

Fournaris v. Republic (1978) 2 C.L.R. 20.

Έφεση εναντίον Καταδίκης.

Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Πάφου, Υπόθεση Αρ. 5214/99, ημερομηνίας 30/6/00, με την οποία βρέθηκε ένοχος σε τρεις κατηγορίες, βιασμού κατά παράβαση των άρθρων 144 και 145 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, (β)  απαγωγή κατά παράβαση του άρθρου 148 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και (γ) επίθεση προκαλούσα πραγματική σωματική βλάβη κατά παράβαση του άρθρου 243 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και καταδικάστηκε σε φυλάκιση 5 ετών στην πρώτη κατηγορία και σε φυλάκιση εννέα μηνών στην τρίτη κατηγορία (ποινές συντρέχουσες).

Λ. Κληρίδης, για τον Εφεσείοντα.

Σ. Μάτσας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.:

Το κατηγορητήριο:

Ο εφεσείων αντιμετώπισε ενώπιον του Κακουργιοδικείου Πάφου (το Πρωτόδικο Δικαστήριο) τρεις κατηγορίες:  (α) βιασμό κατά παράβαση των άρθρων 144 και 145 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, (β)  απαγωγή κατά παράβαση του άρθρου 148 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και (γ) επίθεση προκαλούσα πραγματική σωματική βλάβη κατά παράβαση του άρθρου 243 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Κρίθηκε ένοχος, μετά από ακροαματική διαδικασία και καταδικάστηκε σε φυλάκιση 5 ετών στην πρώτη κατηγορία και σε φυλάκιση εννέα μηνών στην τρίτη κατηγορία.  Οι ποινές να συντρέχουν. Δεν επιβλήθηκε ποινή στη δεύτερη κατηγορία.

[*511]Ο εργοδότης της παραπονούμενης (ο δεύτερος κατηγορούμενος) αντιμετώπισε μια κατηγορία για συνέργεια μετά τη διάπραξη ποινικού αδικήματος κατά παράβαση των άρθρων 23, 24 και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, στην οποία αθωώθηκε.

Αρχικά υπήρχε και τρίτος κατηγορούμενος, ο οποίος αντιμετώπιζε κατηγορίες παρόμοιες με τον δεύτερο κατηγορούμενο. Σε κάποιο στάδιο η Κατηγορούσα Αρχή καταχώρισε αναστολή ποινικής διώξεως εναντίον του τρίτου κατηγορουμένου και αυτός απαλλάχθηκε από τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε.

Η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής.

Η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής εναντίον του εφεσείοντα, όπως τη συνόψισε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, έχει ως εξής:

Ο εφεσείων τα ξημερώματα της 23.5.1999 πήρε την παραπονούμενη Laryssa Agyeyeva (που στη συνέχεια θα αναφέρεται ως η παραπονούμενη), από το καμπαρέ Love Boat, στην Πάφο,  στο οποίο εργαζόταν, και την οδήγησε με το αυτοκίνητό του σε σπίτι το οποίο ενοικίαζε και κατείχε στο χωριό Κινούσα, όπου χωρίς τη θέλησή της ήλθε σε σεξουαλική επαφή μαζί της.  Για να πετύχει τον προαναφερόμενο σκοπό του ο εφεσείων χρησιμοποίησε βία εναντίον της παραπονούμενης, κτυπώντας την στο πρόσωπο και σε διάφορα μέρη του σώματός της και απειλώντας την με μαχαίρι της κουζίνας που κατατέθηκε σαν τεκμήριο ενώπιον του Δικαστηρίου.  Περιπλέον ο εφεσείων την προαναφερόμενη ημερομηνία απήγαγε την παραπονούμενη με σκοπό τη συνουσία, υπό την έννοια ότι ενώ λέχθηκε στην παραπονούμενη από το δεύτερο κατηγορούμενο, ότι θα πήγαινε με τον εφεσείοντα σε εστιατόριο για φαγητό, ο εφεσείων οδήγησε την παραπονούμενη στο προαναφερόμενο σπίτι, χωρίς τη συγκατάθεσή της και όταν εκείνη αντιλαμβανόμενη τις προθέσεις του εφεσείοντα να έλθει σε σεξουαλική επαφή μαζί της, του ζήτησε να τη μεταφέρει πίσω στην Πάφο, αυτός αρνήθηκε και την κατακράτησε παρά τη θέλησή της στο προαναφερόμενο σπίτι.

Οι διαπιστώσεις του Πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο μετά από παράθεση, σχολιασμό και αξιολόγηση της ενώπιόν του μαρτυρίας κατέληξε στις εξής διαπιστώσεις ως προς τα ουσιώδη γεγονότα:

Η παραπονούμενη Laryssa Agyeyeva έφθασε στην Κύπρο στις 15.5.99 με σκοπό να εργαστεί σε καμπαρέ.  Στις 20.5.99 άρχισε να εργάζεται στο καμπαρέ Love Boat στην Πάφο, το οποίο κατά τον ου[*512]σιώδη χρόνο διηύθυνε και διαχειρίζετο ο δεύτερος κατηγορούμενος.  Στις 22.5.99 η παραπονούμενη πήγε κανονικά στη δουλειά της γύρω στις 9.00 μ.μ. και στις 23.5.99 γύρω στις 3.00 το πρωί μετά το πέρας της εργασίας της ο δεύτερος κατηγορούμενος είπε στην παραπονούμενη ότι θα πήγαινε για φαγητό με τον εφεσείοντα, ο οποίος την είχε κεράσει και ένα μπουκάλι σαμπάνια.  Η παραπονούμενη, σύμφωνα με τα όσα της είπε ο δεύτερος κατηγορούμενος, μπήκε στο αυτοκίνητο του εφεσείοντα. Ο τελευταίος οδηγώντας γρήγορα και επικίνδυνα κατευθυνόταν προς σημείο έξω από την πόλη της Πάφου. Στις ερωτήσεις της παραπονούμενης αν πήγαιναν σε εστιατόριο ο εφεσείων απαντούσε «τώρα θα δεις». Μετά από 40 περίπου λεπτά ταξίδι και αφού έφθασαν στο χωριό Κινούσα, ο εφεσείων σταμάτησε το αυτοκίνητο και κατέβασε την παραπονούμενη σε σπίτι που κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν στην κατοχή του.  Εκεί αφού ο εφεσείων κέρασε την παραπονούμενη φρούτα και καφέ άρχισε να ξεντύνεται.  Όταν έμεινε μόνο με τα εσώρουχα πήρε την παραπονούμενη από το χέρι και την οδήγησε στο υπνοδωμάτιο οπόταν η παραπονούμενη αντελήφθηκε ότι η πρόθεσή του ήταν να έχει σεξουαλική επαφή μαζί της.  Εκείνη ήταν φοβισμένη αλλά αρχικά προσπαθούσε να μη το δείξει ελπίζοντας ότι θα  έπειθε τον εφεσείοντα να μην προχωρήσει. Στο υπνοδωμάτιο ο εφεσείων συμπεριφερόταν πολύ άσχημα, άρχισε να της αφαιρεί τα ρούχα και όταν την ξεγύμνωσε την έσπρωξε στο κρεβάτι. Η παραπονούμενη παρακάλεσε τον εφεσείοντα να μην κάνει τίποτα, να μην την πειράξει και να την πάρει στο μέρος όπου διέμενε. Ο εφεσείων δεν την άκουγε και αφού έβαλε προφυλακτικό την πλησίασε. Η κοπέλα παρέμεινε στο κρεβάτι ακίνητη, γεγονός που δεν άρεσε στον εφεσείοντα, ο οποίος ήλθε από πάνω της και της ζήτησε να του κάμει στοματικό έρωτα.  Η κοπέλα αντέδρασε κλαίγοντας και παρακαλώντας να μην την πειράξει και να την πάρει στο σπίτι της. Τότε ο εφεσείων έγινε άγριος, άρχισε να την κτυπά στο πρόσωπο, στο κεφάλι και σε διάφορα μέρη του σώματος.  Κάποιο στιγμή η παραπονούμενη κατόρθωσε να ξεφύγει και άρχισε να ντύνεται, οπότε ο εφεσείων την  ξανάσπρωξε στο κρεβάτι, απομακρύνθηκε για λίγο και ξαναγύρισε με το μαχαίρι, Τεκ. 16, φωνάζοντας ότι αν δεν του κάνει στοματικό έρωτα θα την σκοτώσει. Στη συνέχεια πέταξε το μαχαίρι στο πλάϊ, έσπρωξε την παραπονούμενη στο κρεβάτι, μετακίνησε το εσώρουχό της στην άκρη με το χέρι και παρά τη θέλησή της εισχώρησε το πέος του στον κόλπο της, κάνοντας άγριο σέξ μαζί της με δυνατά σπρωξίματα για περίοδο πέντε με δέκα λεπτών. Κατά τη διάρκεια που γινόταν αυτό η παραπονούμενη είχε πάθει υστερία, όπως είπε η ίδια, ενώ ο εφεσείων τη βίαζε κτυπώντας την ταυτόχρονα 2-3 φορές και κλείοντας το στόμα της με το χέρι του. Σαν αποτέλεσμα των κτυπημάτων η παραπονούμενη υπέστη γδαρσίματα και μώλωπες στο πρόσωπο και διάφορα μέρη του σώματός της.  Ο τρόπος με τον οποίο αντέδρασε η [*513]παραπονούμενη στα προαναφερόμενα ήταν κλαίγοντας και σπρώχνοντας τον εφεσείοντα.  Όταν ο εφεσείων τέλειωσε, σταμάτησε να τη βιάζει, σηκώθηκε, άναψε το φως και πλησιάζοντας την παραπονούμενη της είπε ότι λυπάται, ότι δεν υπάρχει οποιοδήποτε πρόβλημα, την προέτρεψε να κοιμηθούν και το πρωί θα την έπαιρνε στην πανσιόν όπου διέμενε.  Όταν ο εφεσείων ξάπλωσε, ησύχασε και κοιμήθηκε, η παραπονούμενη μάζεψε τα πράγματα της, ντύθηκε γρήγορα και έφυγε από το προαναφερόμενο σπίτι. Βρισκόταν σε κατάσταση «σόκ». Περπάτησε για 10-15 λεπτά και στη συνέχεια συνάντησε τον Μ.Κ.4, από τον οποίο ζήτησε να την πάρει στην Πάφο.  Εκείνος την πήγε μέχρι την Πόλη Χρυσοχούς όπου βρήκαν τον Μ.Κ.5 οδηγό ταξί, ο οποίος μετέφερε την παραπονούμενη στη Γεροσκήπου.  Καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής από την Πόλη Χρυσοχούς μέχρι τη Γεροσκήπου η παραπονούμενη έκλαιγε και βρισκόταν σε άθλια κατάσταση, κτυπημένη και ταλαιπωρημένη. Ενώ αρχικά η παραπονούμενη είχε πεί στον Μ.Κ.5 ότι ήθελε να την μεταφέρει στην Αστυνομία, στη συνέχεια απεφάσισε να μην πάει στην Αστυνομία, αλλά να αναφέρει τα όσα της συνέβησαν στις φίλες της και στον προϊστάμενό της, κατηγορούμενο 2. Η παραπονούμενη έφθασε στην πανσιόν που διέμενε στη Γεροσκήπου γύρω στις 8.00 το πρωί της 23.5.99 και εκεί για πρώτη φορά απεκάλυψε στη Μ.Κ.3 και σε 2-3 άλλες κοπέλες που διέμεναν μαζί τους το τι της είχε συμβεί, δηλαδή ότι ο εφεσείων την κακοποίησε και τη βίασε.  Στη συνέχεια κλήθηκε ο πρώην τρίτος κατηγορούμενος που διέμενε στο ίδιο υποστατικό σε άλλο όροφο και ο τρίτος κατηγορούμενος κάλεσε το δεύτερο κατηγορούμενο που ήταν «το αφεντικό» της παραπονούμενης.  Με τα λίγα αγγλικά που ήξερε η παραπονούμενη και με τη βοήθεια άλλης κοπέλας, της Τάνιας, που μιλούσε ρωσικά και ελληνικά (η οποία δεν παρουσιάστηκε σαν μάρτυρας) η παραπονούμενη αντελήφθηκε ότι ανέφερε στο δεύτερο κατηγορούμενο το τι της είχε συμβεί και συγκεκριμένα ότι ο εφεσείων τη κτύπησε και τη βίασε.  Η ίδια αντελήφθηκε ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος της είπε, (και πάλι μέσω μεταφράστριας που δεν εμφανίστηκε στο Δικαστήριο σαν μάρτυρας) ότι εκείνος θα κατάγγελλε την υπόθεση και τον εφεσείοντα στην Αστυνομία και την επομένη, σύμφωνα με την αντίληψη της παραπονούμενης, (και πάλι μέσω μεταφραστή, κάποιου Ανδρέα, ο οποίος επίσης δεν ήλθε στο Δικαστήριο σαν μάρτυρας) της είπε ότι το έπραξε και μάλιστα ότι ο εφεσείων είχε κληθεί γι’ αυτό το σκοπό στην αστυνομία. Με οδηγίες του δεύτερου κατηγορούμενου η παραπονούμενη οδηγήθηκε το βράδυ της 24.5.99 στην κλινική Άγιος Ραφαήλ στην Πάφο, όπου εξετάστηκε νευρολογικά από τον Μ.Κ.13, ο οποίος μιλούσε ρωσικά.  Στην αρχή η παραπονούμενη δεν απεκάλυψε πού οφείλονταν οι μώλωπες, στη συνέχεια όμως μετά από επιμονή του Μ.Κ.13 η παραπονούμενη του είπε ότι κάποιος την κτύπησε και τη βίασε. Με οδηγίες του Μ.Κ.13, ο οποί[*514]ος πρόσεξε τους μώλωπες σε διάφορα μέρη του σώματός της και διαπίστωσε πως η κοπέλα ήταν σε αγχώδη κατάσταση, η παραπονούμενη παρέμεινε στην προαναφερόμενη κλινική μέχρι 26.5.99 και άρχισε να εργάζεται ξανά στο καμπαρέ Love Boat από 27.5.99.  Δυο-τρεις μέρες αργότερα ο εφεσείων επισκέφθηκε το καμπαρέ Love Boat και ζήτησε όπως η παραπονούμενη καθήσει στο τραπέζι του και πάρει ποτό μαζί του. Η παραπονούμενη παρόλο που ήταν φοβισμένη και ξαφνιασμένη που είδε τον εφεσείοντα στο καμπαρέ, συμμορφώθηκε με το τι της ζητήθηκε και πήγε και κάθισε με τον εφεσείοντα για πέντε περίπου λεπτά. Η παραπονούμενη συνέχισε να εργάζεται στο καμπαρέ Love Boat μέχρι 19.6.99 και στη συνέχεια εργάστηκε στο καμπαρέ Show Palace.  Στις 24.6.99 κατόπιν πληροφορίας που πήραν από τηλεφώνου για το βιασμό και κακοποίηση της παραπονούμενης, εντόπισαν την παραπονούμενη στην πανσιόν όπου διέμενε κοντά στο καμπαρέ Show Palace ο Μ.Κ.6 Λοχίας 256 Κώστας Χ” Οικονόμου και ο Μ.Κ.7 Αστυφύλακας 3697, Στέλιος Χαραλάμπους. Της ζήτησαν να μεταβεί στα γραφεία της Αστυνομικής Διεύθυνσης Πάφου όπου η παραπονούμενη πήγε και έδωσε κατάθεση. Κατά το διάστημα 27.5.99 μέχρι 19.6.99 λειτουργοί της υπηρεσίας αλλοδαπών και μεταναστεύσεως και συγκεκριμένα ο Μ.Κ.6 επισκέφθηκαν σε διάφορες ημερομηνίες το καμπαρέ Love Boat και ο Μ.Κ.6 είχε κατ’ ιδίαν συναντήσεις με την παραπονούμενη, αλλά η παραπονούμενη ουδέποτε ανέφερε οποιονδήποτε πρόβλημα ή παράπονο. Ούτε και η διεύθυνση του καμπαρέ και συγκεκριμένα ο δεύτερος κατηγορούμενος ανέφερε οτιδήποτε για οποιονδήποτε πρόβλημα στην προαναφερόμενη υπηρεσία, αλλά ούτε και ενημέρωσε για την απουσία, κατά τις ημερομηνίες 23 μέχρι 26.5, της παραπονούμενης από την εργασία της.  Περιπλέον ο δεύτερος κατηγορούμενος ουδέποτε κατάγγειλε στην αστυνομία ή αλλού τον εφεσείοντα για τα όσα του καταμαρτυρούσε η παραπονούμενη.  Η παραπονούμενη δεν κατάγγειλε οτιδήποτε στην υπηρεσία αλλοδαπών και μεταναστεύσεως γιατί πίστευε ότι η προαναφερόμενη υπηρεσία δεν είχε οποιαδήποτε σχέση ή αρμοδιότητα με τα παράπονά της εναντίον του εφεσείοντα και δεν κατάγγειλε την υπόθεση στην αστυνομία μέχρι τις 24.6.99, παρά το ότι έφυγε από την εργασία της στο καμπαρέ Love Boat, λίγες μέρες προηγουμένως, επειδή πίστευε, βασισμένη στη διαβεβαίωση που αντελήφθηκε πως της είχε δώσει ο δεύτερος κατηγορούμενος (μέσω μεταφραστών), ότι η υπόθεση θα καταγγελλόταν και ότι καταγγέλθηκε στην αστυνομία από τον δεύτερο κατηγορούμενο.  Παρά ταύτα, η παραπονούμενη, στις 24.6.99 είχε πάρει απόφαση να μεταβεί η ίδια στην αστυνομία και να καταγγείλει την υπόθεση, αφού εκνευρίστηκε και από το ότι παρά την υπόσχεση του δεύτερου κατηγορούμενου περί του αντιθέτου ανακάλυψε ότι της αφαιρέθηκαν από τον τραπεζικό λογαριασμό της ποσό £100 έξοδα της κλινικής Άγιος Ραφαήλ και δεν της καταβλήθηκε ποσό £40 για τα τέσ[*515]σερα βράδια που δεν εργάστηκε στο προαναφερόμενο καμπαρέ του δευτέρου κατηγορουμένου.

Η δομή της πρωτόδικης απόφασης.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο υιοθέτησε την εξής δομή ή αρχιτεκτονική κατά τη συγγραφή της απόφασής του.

Η αξιολόγηση της μαρτυρίας του κάθε ενός από τους μάρτυρες έλαβε χώραν ευθύς μετά την παράθεσή της και όχι μετά την παράθεση του συνόλου της μαρτυρίας.

Η καταδικαστική απόφαση είχε σαν κύριο βάθρο της τη μαρτυρία της παραπονούμενης. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο μετά από εκτενή αξιολόγησή της την έκαμε αποδεκτή στο σύνολό της. Ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου δόθηκε μαρτυρία και από άλλους μάρτυρες η οποία κρίθηκε αξιόπιστη. Οι μάρτυρες αυτοί ήταν οι Μ.Κ. 3, 4 και 13. Ωστόσο στο βαθμό που η μαρτυρία αυτών των μαρτύρων ερχόταν σε αντίθεση με τη μαρτυρία της παραπονούμενης το Πρωτόδικο Δικαστήριο προτίμησε τη μαρτυρία της τελευταίας.

Η ορθότητα της πιο πάνω πρωτόδικης προσέγγισης έχει αμφισβητηθεί με τον πρώτο λόγο της παρούσας έφεσης.  

Η επιχειρηματολογία που έχει τεθεί ενώπιόν μας από τον κ. Κληρίδη, εκ μέρους του εφεσείοντα, θα γίνει κατανοητή με την παράθεση της αξιολόγησης της μαρτυρίας της παραπονούμενης καθώς και την παράθεση και αξιολόγηση της μαρτυρίας των Μ.Κ. 3, 4 και 13.

Η αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονούμενης:

Αξιολογώντας τη μαρτυρία της παραπονούμενης – ευθύς μετά την παράθεσή της – το Πρωτόδικο Δικαστήριο έθεσε το θέμα ως εξής:

«Παρακολουθήσαμε την παραπονούμενη με πολλή προσοχή ενώ έδιδε τη μαρτυρία της εξεταζόμενη και αντεξεταζόμενη εκτενώς. Περιπλέον συγκρίναμε τη μαρτυρία της και με τις μαρτυρίες άλλων μαρτύρων και ιδιαίτερα της Μ.Κ.3 Victoria Tesienko, Μ.Κ.4 Μιχάλη Ματζητάμη, του Μ.Κ.5 Αντρέα Παρασκευά, των τριών γιατρών Μ.Κ.10 Αντρέα Πατσαλίδη, Μ.Κ.12 Χρίστου Γρηγορίου και Μ.Κ.13 Δημήτρη Φούρναρη, με τη μαρτυρία του Μ.Κ.11 Κωνσταντίνου Παπαδόπουλου και με τη μαρτυρία των μαρτύρων Υπεράσπισης.

[*516]Είναι αλήθεια ότι η μαρτυρία της παραπονούμενης παρουσιάζει κάποιες μικροαντιφάσεις και δεν υποστηρίζεται ή έρχεται σε κάποια αντίθεση με σημεία της μαρτυρίας κυρίως των Μ.Κ. 3, 4, 11 και 13.  Η μαρτυρία της έρχεται σε αντίθεση και με τη μαρτυρία των μαρτύρων υπεράσπισης. Όμως η παραπονούμενη Laryssa Agyeyeva, ανεξάρτητα από τα προαναφερόμενα, έδωσε έντονα την εντύπωση στο Δικαστήριο ότι ήταν απόλυτα ειλικρινής και αξιόπιστη μάρτυρας και με ασφάλεια και σιγουριά αποφαινόμαστε ότι η μαρτυρία της ήταν απόλυτα αξιόπιστη και δεχόμαστε την εκδοχή της, όπως φαίνεται στα ευρήματά μας, ως ορθή και αληθινή χωρίς οποιονδήποτε ενδοιασμό. Η παραπονούμενη συμπεριφερόταν απόλυτα φυσικά με έντονα τα σημάδια της καταπίεσης και του εξευτελισμού, δεδομένου και του γεγονότος ότι η αντεξέταση εκ μέρους του πρώτου κατηγορούμενου συνιστούσε ουσιαστικά ψυχολογικό βιασμό της μέσα στο ίδιο το Δικαστήριο. Αποδίδομε τις κάποιες αντιφάσεις στη μαρτυρία της και τη μη απόλυτη ταύτιση της μαρτυρίας της με τη μαρτυρία των προαναφερόμενων μαρτύρων κατηγορίας σε ατέλεια της μνήμης και σε προβλήματα συνεννόησης μεταξύ προσώπων που δεν μιλούν την ίδια γλώσσα. Περιπλέον σημειώνουμε τις εξηγήσεις που η παραπονούμενη έδωσε αναφορικά με τη μη καταγγελία της υπόθεσης στην αστυνομία μέχρι τις 24.6.99 όταν η ίδια προσεγγίστηκε από την αστυνομία και τη μη καταγγελία της υπόθεσης στους λειτουργούς μεταναστεύσεως που επισκέπτονταν συχνά το καμπαρέ όπου αρχικά εργαζόταν.  Δεδομένου ότι η παραπονούμενη είχε καταγγείλει την υπόθεση στον προϊστάμενο της κατηγορούμενο 2, ο οποίος σύμφωνα με την πεποίθησή της τη διαβεβαίωσε ότι είχε καταγγείλει την υπόθεση στην αστυνομία και παρά το ότι αυτή είδε τον πρώτο κατηγορούμενο να κυκλοφορεί ελεύθερος και ότι από 19.6.1999 εργαζόταν σ’ άλλο υποστατικό, δεν θεωρούμε τη στάση της αδικαιολόγητη ή ότι εγείρει ερωτηματικά αναφορικά με την αξιοπιστία της.  Περιπλέον θεωρούμε και την εξήγησή της αναφορικά με το τμήμα μεταναστεύσεως, ότι δηλαδή είχε αντιληφθεί πως τέτοιο θέμα δεν ήταν της αρμοδιότητος του τμήματος εκείνου, για το οποίο μάλιστα η παραπονούμενη δεν αντελήφθηκε καλά καλά ότι επρόκειτο για τμήμα της αστυνομίας, ως ικανοποιητική. Έστω και αν θεωρήσουμε ότι η παραπονούμενη επέδειξε κάποια απροθυμία ή και δισταγμό στο να καταγγείλει την υπόθεση στην Αστυνομία, εκτιμούμε πως αυτό το στοιχείο ουδόλως επηρεάζει την αξιοπιστία της εκδοχής της όσον αφορά τα ουσιώδη σημεία.»

Η μαρτυρία της Μ.Κ.3.

[*517]Η Μ.Κ.3 ήταν η Victoria Teslenko, 26 ετών από την Ουκρανία.  Ήλθε στην Κύπρο στις 15.5.99 την ίδια ημερομηνία με την παραπονούμενη για να εργαστεί επίσης στην Πάφο στο καμπαρέ Love Boat. Ήταν το πρόσωπο στο οποίο η παραπονούμενη παραπονέθηκε για τον βιασμό της και την κακοποίησή της από τον εφεσείοντα και στο οποίο έδωσε όλες τις σχετικές λεπτομέρειες.

Το παράπονο έγινε στην παρουσία δύο άλλων κοπέλων καθώς και των κατηγορουμένων 2 και 3. Παραθέτουμε την αξιολόγηση της μαρτυρίας της: 

«Υπάρχουν πράγματι διαφορές στη μαρτυρία της Μ.Κ.3 σε σύγκριση με τη μαρτυρία της παραπονούμενης (Μ.Κ.2) κυρίως αναφορικά με τις συνθήκες της ισχυριζόμενης κακοποίησης και βιασμού της παραπονούμενης από τον πρώτο κατηγορούμενο, σε σχέση με τα ρούχα και εσώρουχα της παραπονούμενης και σε σχέση με το πώς έγινε το παράπονο της παραπονούμενης στο δεύτερο κατηγορούμενο μετά που η παραπονούμενη έφθασε στο υποστατικό όπου διέμενε, στις 23.5.99. Όμως η Μ.Κ.3 έδωσε (και αυτή) έντονα την εντύπωση ειλικρινούς και αξιόπιστης μάρτυρος και γενικά δεχόμαστε τη μαρτυρία της, εκεί όμως που η μαρτυρία της Μ.Κ.3  έρχεται σε αντίθεση με τη μαρτυρία της παραπονουμένης Μ.Κ.2, προτιμούμε και δεχόμαστε τη μαρτυρία της Μ.Κ.2.  Όπως αναφέραμε τα κυριότερα σημεία διαφοράς μεταξύ των δύο μαρτυριών αφορούν στις συνθήκες διάπραξης των ισχυριζόμενων αδικημάτων από τον πρώτο κατηρορούμενο εναντίον της παραπονούμενης.  Είναι προφανές ότι η ίδια η παραπονούμενη βρίσκεται σε πολύ καλύτερη θέση, να εξιστορήσει αυτά τα γεγονότα, από τη Μ.Κ.3, στην οποία η παραπονούμενη τα ανέφερε. Δεν αποδίδομε ιδιαίτερη σημασία ούτε στην περιγραφή των ρούχων και εσωρούχων της παραπονουμένης από τη Μ.Κ.3, που δεν συνάδει με την περιγραφή της ίδιας της παραπονούμενης, ούτε και στις συνθήκες υπό τις οποίες η παραπονούμενη εξιστόρησε τα όσα της συνέβησαν, στο δεύτερο κατηγορούμενο. Θεωρούμε ότι η Μ.Κ.3 έκαμε κάποια λάθη στη μαρτυρία της, όμως ενόψει της γενικά θετικής εντύπωσης που έδωσε στο Δικαστήριο ως μάρτυρας δεν μπορούμε παρά να δεχτούμε ότι ήταν αξιόπιστη, απορρίπτοντας όμως τα προαναφερόμενα σημεία στα οποία έχουμε αναφερθεί και στα οποία η μαρτυρία της αντικρούεται από εκείνη της παραπονούμενης.»

Η μαρτυρία του Μ.Κ.4.

Μ.Κ. 4 ήταν ο κ. Μιχάλης Ματζητάμη από τη Συρία, ο οποίος δια[*518]μένει στην Κύπρο από το 1995, είναι νυμφευμένος με Κύπρια και κατά τα τελευταία 2 ½ χρόνια κατοικεί στην Κινούσα. Στις 23.5.99 γύρω στις 6.10 το πρωί, πηγαίνοντας με το αυτοκίνητό του από την Κινούσα στην Πόλη Χρυσοχούς, βρήκε στο δρόμο μια κοπέλα ψηλή και ξανθή που φορούσε άσπρη κοντή φούστα. Ήταν η παραπονούμενη.  Του έκαμε σήμα να σταματήσει και του είπε ότι πήγαινε στην Πάφο, ο ίδιος την προέτρεψε να μπει στο αυτοκίνητό του να την πάρει στην Πόλη Χρυσοχούς και απ’ εκεί με ταξί να πάει στην Πάφο. Η κοπέλα μπήκε στο αυτοκίνητο και έμεινε στο αυτοκίνητό του για πέντε περίπου λεπτά, στα οποία καλύφθηκε απόσταση περίπου 2 χιλιομέτρων.  Η κοπέλα φάνηκε στο Μ.Κ.4 κουρασμένη, ιδρωμένη και βαμμένη και κρατούσε τα παπούτσια της στο χέρι.  Του φάνηκε επίσης ζαλισμένη και μύριζε άσχημα ιδρώτα.  Στο πρόσωπό της είχε «κάτι μαύρα» όπως είπε ο μάρτυρας που δεν γνώριζε όμως αν ήταν από το μακιγιάζ της. Σε ερώτηση του μάρτυρα από πού είναι, στα αγγλικά, η κοπέλλα δεν απάντησε.

Αντεξεταζόμενος ο μάρτυρας είπε ότι η κοπέλα δεν του έκαμε οποιοδήποτε παράπονο και σε ερώτηση αν μύριζε αλκοόλ, απάντησε ότι δεν γνώριζε.  Η συνεννόηση μεταξύ του Μ.Κ.4 και της κοπέλας έγινε με νοήματα.

Αξιολογώντας τη μαρτυρία του Μ.Κ.4 το Πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε:

«Θεωρούμε τον Μ.Κ.4 ως γενικά αξιόπιστο μάρτυρα και δεχόμαστε τη μαρτυρία του, ανκαι σε κάποια σημεία μας φάνηκε ότι ήθελε, με μισόλογα, να αποφύγει να δώσει μαρτυρία ζημιογόνα για την υπεράσπιση.  Δεχόμαστε τη μαρτυρία του γενικά ως ορθή, οπουδήποτε όμως έρχεται σε αντίθεση με εκείνη της παραπονούμενης δεχόμαστε τη μαρτυρία της παραπονούμενης.»

Η μαρτυρία του Μ.Κ.13.

Ο Μ.Κ.13 ήταν ένας από τους γιατρούς που εξέτασε την παραπονούμενη στη διάρκεια της νοσηλείας της στην κλινική Άγιος Ραφαήλ. Παραθέτουμε την αξιολόγηση της μαρτυρίας του.  Θα παραθέσουμε μέρος της μαρτυρίας του σε μεταγενέστερο στάδιο (βλ. σελ. 523-526).

«Έδωσε γενικά την εντύπωση αξιόπιστου μάρτυρα ο Μ.Κ.13 και γενικά δεχόμαστε τη μαρτυρία του, εξαιρουμένης της εξ ακοής μαρτυρίας στην οποία αναφερθήκαμε. Όμως η μαρτυρία του παρουσιάζει τουλαχίστο μια ουσιώδη διαφορά σε σύγκριση με τη μαρτυρία της παραπονούμενης Μ.Κ.2, ιδιαίτερα στο σημείο κατά [*519]πόσο η παραπονούμενη είπε στο γιατρό Φούρναρη – Μ.Κ. 13 - (που ήταν ο μόνος γιατρός στην κλινική Άγιος Ραφαήλ που μιλούσε ρωσικά) ότι βιάστηκε. Η παραπονούμενη είπε ότι μετά από την επιμονή του γιατρού που μιλούσε ρωσικά του απεκάλυψε ότι βιάστηκε, ενώ ο Μ.Κ.13 το διέψευσε.  Ενόψει της πολύ καλής εντύπωσης που έδωσε σαν μάρτυρας η παραπονούμενη Μ.Κ.2 δεχόμαστε τη δική της εκδοχή στο προαναφερόμενο σημείο και όχι την εκδοχή του Μ.Κ.13, την οποία απορρίπτομε μόνο αναφορικά με αυτό το συγκεκριμένο σημείο,  αλλά τη δεχόμαστε ως προς τα υπόλοιπα.  Δεν μπορούμε να αποκλείσουμε την πιθανότητα ο Μ.Κ.13 να μην κατάλαβε κάτι που του είπε η παραπονούμενη στα Ρωσικά, πιθανότητα που και η ίδια η παραπονούμενη ανέφερε στη μαρτυρία της.»

  

Μετά την παράθεση των πιο πάνω διαπιστώσεων του (βλ. σελ. 511-515, πιο πάνω) το Πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με τη νομική πτυχή της υπόθεσης και τη νομολογία που αναφέρεται στο πρώτο παράπονο (βλ. αρ. 10 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9). Έκρινε ότι το πρώτο παράπονο που η παραπονούμενη έκαμε στη Μ.Κ.3 και στο οποίο ενέπλεξε άμεσα τον εφεσείοντα ως το δράστη του βιασμού και της κακοποίησής της, δεν συνιστά ενισχυτική μαρτυρία (corroboration) σύμφωνα με την έννοια του Νόμου καθότι δεν προέρχεται από ανεξάρτητη πηγή και επομένως δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ανεξάρτηση ενισχυτική μαρτυρία.

Παρατήρησε, επίσης, ότι τα τραύματα και συγκεκριμένα τα γδαρσίματα και οι μώλωπες που η παραπονούμενη είχε στο πρόσωπο και στο σώμα της τα ξημερώματα της 23.5.99 και τα οποία διεπίστωσαν ο Μ.Κ.5 και η Μ.Κ.3 καθώς και την επόμενη μέρα (24.5.99), το βράδυ, ο Μ.Κ.13 στην κλινική Άγιος Ραφαήλ δεν μπορούν να θεωρηθούν ως ενισχυτική μαρτυρία εις βάρος του εφεσείοντα γιατί δεν τον εμπλέκουν, από μόνα τους, με οποιονδήποτε τρόπο στη διάπραξη των πιο πάνω αδικημάτων.

Αφού διαπίστωσε ότι δεν υπάρχει ανεξάρτητη ενισχυτική μαρτυρία που εμπλέκει τον εφεσείοντα το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ως εξής:

«Παίρνοντας ως δεδομένο λοιπόν, ότι στην παρούσα υπόθεση δεν υπάρχει ανεξάρτητη ενισχυτική μαρτυρία που εμπλέκει τον πρώτο κατηγορούμενο στη διάπραξη των αδικημάτων του βιασμού και της απαγωγής προειδοποιήσαμε τους εαυτούς μας για τον κίνδυνο καταδίκης του πρώτου κατηγορουμένου για σεξουαλικά αδικήματα με βάση μόνο τη μαρτυρία της παραπονούμενης, δεδομέ[*520]νων μάλιστα και των διαφορών που σε ορισμένα σημεία υπάρχουν ιδιαίτερα μεταξύ της μαρτυρίας της παραπονούμενης Μ.Κ.2 και της Μ.Κ.3 αλλά και άλλων μαρτύρων στους οποίους ήδη αναφερθήκαμε.

Εν όψει της εξαιρετικής εντύπωσης που έδωσε στο Δικαστήριο η παραπονούμενη Μ.Κ.2 και ενόψει της έντονης πεποίθησης που μας δημιούργησε η μάρτυρας αυτή ότι η εκδοχή της, όπως την έδωσε στο Δικαστήριο, είναι απόλυτα ειλικρινής και αληθινή και χωρίς να παραγνωρίζουμε τις προαναφερόμενες αδυναμίες, αφού προειδοποιήσαμε τους εαυτούς μας δεόντως για τους κινδύνους καταδίκης με βάση τη μαρτυρία μόνο της παραπονούμενης, σε αδικήματα αυτής της φύσεως, καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι είναι απόλυτα ασφαλές, υπό τις περιστάσεις, να καταδικάσουμε τον πρώτο κατηγορούμενο για τα αδικήματα του βιασμού και της απαγωγής, στη βάση μόνο της μαρτυρίας της παραπονούμενης Μ.Κ.2 και χωρίς ανεξάρτητη ενισχυτική μαρτυρία.

Αναφορικά με το σημείο αυτό, υιοθετούμε με σεβασμό τα όσα λέχθηκαν στην πρόσφατη απόφαση στη Μεϊτανής ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 177»

Οι λόγοι της έφεσης.

Με τον πρώτο λόγο της έφεσης υποστηρίχθηκε ότι εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία της παραπονούμενης εφόσον δέχθηκε ότι η μαρτυρία της ερχόταν σε αντίφαση με τη μαρτυρία των Μ.Κ. 3, 4 και 13.  Ο κ. Κληρίδης υποστήριξε πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο διέπραξε νομικό σφάλμα με το να αποδεχθεί τη μαρτυρία των Μ.Κ. 3, 4 και 13 ως αξιόπιστη αλλά με εξαίρεση στα σημεία που η μαρτυρία τους διαφέρει από εκείνη της παραπονουμένης χωρίς να δίνει τους λόγους ή την αιτιολογία της απόφασής του.  Αυτό - συνέχισε  ο κ. Κληρίδης - αποτελεί εσφαλμένη καθοδήγηση.

Στο επίκεντρο της επιχειρηματολογίας του κ. Κληρίδη βρισκόταν η απόρριψη της μαρτυρίας του Μ.Κ.13 - του γιατρού που εξέτασε την παραπονούμενη στην κλινική Άγιος Ραφαήλ.  Θεωρούμε λοιπόν σκόπιμο να παραθέσουμε το σχετικό μέρος της μαρτυρίας των δύο μαρτύρων - της παραπονούμενης και του Μ.Κ.13.

Στην κυρίως εξέταση η παραπονούμενη ανέφερε ότι στην πιο πάνω κλινική εξετάστηκε από ένα νεαρό γιατρό και στην συνέχεια από ένα άλλο γιατρό ηλικιωμένο ο οποίος την εξέτασε επιφανειακά. Ακολούθως ανέφερε: «Μετά από αυτό με πήραν στο δωμάτιο, ήλθε τρίτος γιατρός ο οποίος μιλούσε ρωσικά, με εξέτασε πλήρως, όλη. Με[*521]τά με ερώτησε τι έγινε με μένα αλλά δεν του είπα τίποτε στην αρχή. Μετά μου είπε να μην φοβάμαι και να του τα πω όλα.  Και εγώ του είπα ότι κάποιος με κτύπησε και με βίασε».    

Στην αντεξέταση και επί του ιδίου θέματος η παραπονούμενη ανέφερε τα εξής:

«Ε. Πέστε στο Δικαστήριο έχετε αναφέρει αυτού του ιατρού που ήταν στην κλινική ότι κτυπήσατε από μόνη σας;

Α.   Ναι στην αρχή έλεγα αυτό.

Ε.   Του γιατρού που μιλούσε ρώσικα στην κλινική ότι κτύπησες από μόνη σου το είπες μια φορά ή πολλές φορές;

Α.   Του γιατρού ο οποίος μιλούσε ρωσικά του το είπα, ίσως και περισσότερες φορές δεν θυμούμαι.

........................................................................................................................

Ε.   Στο γιατρό που μιλούσε ρωσικά σε κάποια στιγμή του είπες ότι σε κτύπησε κάποιος και ο γιατρός σε ρώτησε ποιος σε κτύπησε και του είπες ότι ήταν κάποιο άγνωστο πρόσωπο, είναι αλήθεια αυτό το πράγμα;

Α.   Του είπα που εργάζομαι και ότι είχα πάει σε εστιατόριο για να φάω με κάποιο φίλο του εργοδότη μου ενώ στο τέλος έγινε ότι έγινε.  Αλλά δεν είπα το όνομά του.

Ε.   Η ερώτησή μου είναι διαφορετική.  Όταν μετά από πολλές φορές σε ρώτησε ο γιατρός του είπες ότι κάποιος σε κτύπησε και σε ρώτησε ποιος σε κτύπησε και του είπες ότι είναι άγνωστό μου πρόσωπο, έτσι είναι;

Α.   Στην αρχή του είπα ότι δεν γνωρίζω αυτό τον άνθρωπο αλλά μετά του είπα ότι είναι φίλος του αφεντικού μου.

Ε.   Σου υποβάλλω ότι τέτοιο πράγμα δεν είπες στο γιατρό και το μόνο που είπες ήταν ότι ήταν ένα άγνωστό σου πρόσωπο.

Α.   Ίσως αυτός ο γιατρός να μην κατάλαβε καλά.

.......................................................................................................................

Ε.   Στον γιατρό που σε είδε είναι αλήθεια ότι του είπες ότι και σε ρώτησε για τα κτυπήματα, του ανέφερες ότι έπεσες από τα σκαλιά;

Α.   Ναί, στην αρχή όταν είμαστε μόνοι εγώ και αυτός δεν ήθελα να του πω ότι με κτύπησαν και με βίασαν και του είπα ότι έπεσα.

Ε.   Είπες σε κανένα γιατρό ότι σε βίασε ο Όμηρος ή σε βίασε οποιοδήποτε πρόσωπο;

Α.   Δεν θυμάμαι αν ανέφερα το όνομα του Όμηρου, αλλά ναι, είπα ότι με κτύπησε και με βίασε ένας άντρας.

Ε.   Σε ποιο γιατρό;

[*522]Α.          Αυτός που μιλούσε ρωσικά.

........................................................................................................................

Ε.   Είναι αλήθεια ότι είπατε στο γιατρό που μιλούσε ρωσικά ότι το πρόσωπο που σας κτύπησε ήταν άγνωστο πρόσωπο;

Α.   Στην αρχή νομίζω του είπα αυτό, αλλά μετά δεν θυμάμαι ακριβώς, νομίζω ότι του είπα ότι είναι φίλος του Αντρέα Σαρρή.  Και ίσως να είπα και το όνομα.»

Σε προηγούμενο στάδιο της αντεξέτασής της ήταν απόλυτη ότι δεν ανέφερε όνομα:

«Ε. Ανέφερες κυρία Λαρίσσα και το όνομα αυτού του προσώπου που ισχυρίζεσαι που είπες στον γιατρό ότι σε πήρε για φαγητό στο εστιατόριο και αντί στο εστιατόριο σε επήγε στο σπίτι του και εκτύπησε σε και βίασε σε;

Α.   Όχι.

Ε.   Γιατί κυρία Λαρίσσα;

Α.   Δεν με ρώτησε.»

Σε άλλο σημείο της αντεξέτασής της δέχθηκε ότι στην αρχή είπε ψέματα στο Μ.Κ.13 σε σχέση με την αιτία των κακώσεών της:

«Ε. Εγώ σου υποβάλλω κυρία Λαρίσσα ότι στον γιατρό που μιλά ρωσικά όταν σε εξέταζε, του ανέφερες ότι έπεσες από μόνη σου και κτύπησες.  Αληθεύει αυτό ή ψέματα;

Α.   Ακριβώς τώρα δεν μπορώ να θυμηθώ τι με ακρίβεια είπα, αλλά ίσως να του είπα ότι έπεσα, αλλά όταν με ρώτησε, όταν μου είπε ότι δεν μπορεί να έχω τέτοια κτυπήματα απλά και μόνο επειδή έπεσα, βλέπει μόνος του ότι κάποιος με κτύπησε και μου ζήτησε να του πω όλη την αλήθεια.

Ε.   Δηλαδή στην αρχή κυρία Λαρίσσα μπορεί να είπες στο γιατρό ψέματα;

Α.   Ναί, στην αρχή έμεινα μόνη μου με αυτόν τον γιατρό στο δωμάτιο και στην αρχή δεν του είχα πει όλη την αλήθεια.   Μέχρις ότου με ηρέμησε και τότε του είπα όλη την αλήθεια.»

Περαιτέρω στην αντεξέταση τέθηκε υπόψη της παραπονούμενης απόσπασμα από την κατάθεσή της στην Αστυνομία στις 24.6.99, το οποίο σχετιζόταν με τα όσα είπε στον Μ.Κ.13. Στο μεταφρασμένο στα ελληνικά απόσπασμα η παραπονούμενη φέρεται να είχε πει στο Μ.Κ.13 «για βιασμό και κτυπήματα από κάποιο πελάτη μου». Όταν ρωτήθηκε κατά πόσο ανάφερε τα πιο πάνω στην κατάθεσή της δέχθηκε ότι στο αυθεντικό – ρωσικό – κείμενο της κατάθεσής της ανέφερε [*523]δύο φορές ότι είπε – στο Μ.Κ.13 – ότι τη κτύπησε και τη βίασε ένα πρόσωπο.

Η μαρτυρία του Μ.Κ.13.

Πριν παραθέσουμε τη μαρτυρία του πιο πάνω μάρτυρα παρεμβάλλουμε ότι είναι ειδικός νευρολόγος. Σπούδασε στη Σοβιετική Ένωση από το 1975 μέχρι το 1982 και ειδικεύθηκε στη Τσετσενία.  Άρχισε την ειδίκευσή του το 1983 και τέλειωσε το 1988-1989.

Παραθέτουμε το σχετικό μέρος από την κυρίως εξέταση του Μ.Κ.13:

«Ε. Την είδες αυτή την κοπέλα;

Α.   Μετά ναί.  Πήγα στο δωμάτιο να εξετάσω την ασθενή.  Την ερώτησα το όνομά της, μου είπε ότι ονομάζεται Λαρίσσα, πρόσεξα ότι είχε εμφανή τραύματα στο πρόσωπό της, μώλωπες και έτσι την ερώτησα πώς, τι συνέβηκε, πώς το έπαθε και μου είπε ότι κτύπησε από μόνη της.

.......................................................................................................................

Ε.   Μετά από αυτή την προφορική συνέντευξη και τη διαπίστωση για τους εμφανής μώλωπες στο πρόσωπο, προβήκατε σε κάποια άλλη περαιτέρω εξέταση;

Α.   Συνέχισα πάρα κάτω και την εξέτασα από της πλευράς μου σαν νευρολόγος.  Πρόσεξα ότι είχε και σε άλλα μέρη του σώματος της μώλωπες και τη ξαναρώτησα τι συνέβηκε.

Ε.   Γιατί γιατρέ μου την ξαναρώτησες μετά από αυτές τις εξετάσεις που εκάμετε τις νευρολογικές και τις παρατηρήσεις;  Γιατί την ξαναρωτήσετε τι συνέβηκε, υπήρχε κάποιος λόγος;

Α.   Διότι φαίνονταν οι μώλωπες και είπα να την ξαναρωτήσω τι συνέβηκε, αν εκτύπησε από μόνη της ή αν .....

........................................................................................................................

Ε.   Γιατρέ είπατε ότι είδατε την, είπετε τι είδετε στο πρόσωπο, μετά εξετάσετε την νευρολογικά, μετά προχωρήσατε και είδατε και άλλα, κάποια άλλα τραύματα τα οποία περιγράψατε σαν μώλωπες στο σώμα της και είπετε ότι την ξαναρωτήσετε τι της συνέβηκε ενώ σας είπε προηγουμένως. Αυτό το οποίο θέλω να πείτε στο Δικαστήριο είναι αυτή η ερώτηση που της υποβάλλετε για τρίτη φορά ίσως όπως μας αναφέρετε και υποβάλατε μετά που διαπιστώσετε όλα αυτά που περιγράψατε, υπήρχε κάποιος ιδιαίτερος λόγος και της υποβάλατε την ίδια ερώτηση;

Α.   Κατά την εξέταση αυτή βλέποντας ότι υπάρχουν μώλωπες είπα [*524]να την ξαναρωτήσω μήπως και συνέβη τίποτε άλλο και δεν κτύπησε από μόνη της.  Αυτός ήταν ο λόγος που ξαναρώτησα.

Ε.   Σας απάντησε τίποτε η ασθενής η Λαρίσσα;

Α.   Ναι, μου απάντησε μετά και μου είπε ότι κάποιο πρόσωπο το οποίο δεν  ξέρει την κτύπησε.»

Το σχετικό μέρος από την αντεξέταση του Μ.Κ.13 έχει ως εξής:

«Ε. Κύριε Φούρναρη τη ρωσική γλώσσα τη γνωρίζετε καλά;

Α.   Μάλιστα.

Ε.   Συνομιλήσατε τόσο κατά την πρώτη εξέταση, όσο και για τις υπόλοιπες εξετάσεις που διενεργήσατε και εννοώ την επομένη μέρα και τη μέρα που εξήλθε από την κλινική, συνομιλήσατε με αυτή την ασθενή;

Α.   Μάλιστα.

Ε.   Αυτούς τους μώλωπες που είχατε δει κύριε Φούρναρη εις το πρόσωπο, υπάρχει δυνατότητα να προκληθούν από πτώση αυτού του προσώπου στο έδαφος, δηλαδή αν έπεσε κάτω στο έδαφος να προκληθούν αυτοί οι μώλωπες;

Α.   Μπορούσε.  Μπορεί.

Ε.   Εσύ κύριε Φούρναρη όταν την ερώτησες σου είπε ότι κτύπησε από μόνη της;

Α.   Μάλιστα.

........................................................................................................................

Ε.   Γιατρέ θυμάσαι πόσες φορές σου το είπε αυτό το πράγμα ότι εκτύπησε από μόνη της;

Α.   Είναι λίγο δύσκολο να απαντήσω αυτό πόσες φορές.

Ε.   Σου το είπε αρκετές φορές γιατρέ ότι εκτύπησε από μόνη της;

Α.   Νομίζω ναι.

Ε.   Για να σε υπενθυμίσω γιατρέ θα σου αναγνώσω ένα μέρος της κατάθεσής σου που έδωσες στην αστυνομία. Θα σου υποδείξω την κατάθεσή σου.  Αυτή είναι η κατάθεση γιατρέ που εδώσετε στην αστυνομία, συμφωνείτε μαζί μου, αυτή είναι;

Α.   Μάλιστα.

Ε.   Στην κατάθεσή σας γιατρέ αναφέρετε ότι ‘Τη ρώτησα πώς προκλήθηκαν τα τραύματα στο πρόσωπο και μου είπε ότι εκτύπησε μόνη της. Σε αλλεπάλληλες ερωτήσεις μου πώς εκτύπησε μόνη της δεν μου απάντησε τι ακριβώς συνέβηκε και μου έλεγε συνέχεια ότι εκτύπησε μόνη της’.

Α.   Μάλιστα.

Ε.   Τώρα θυμάστε και συμφωνείτε με αυτό που έχετε πει στην κατάθεσή σας και τότε ήταν πολύ πιο φρέσκα τα γεγονότα και θυμάστου καλύτερα απ’ ότι σήμερα.

[*525]Α.          Μάλιστα.

Ε.   Πέστε γιατρέ στο Δικαστήριο η συνομιλία σας διεξαγόταν στην ρωσική γλώσσα με την ασθενή αυτή και εσείς καταλαμβαίνατε επ’ ακριβώς τι σας έλεγε;

Α.   Μάλιστα.

Ε.   Στην όλη συνομιλία που είχατε μαζί της κύριε Φούρναρη τόσο κατά την πρώτη εξέταση, όσο και για τις υπόλοιπες 1-2 μέρες που παρέμεινε στην κλινική, υπήρχε καμιά περίπτωση να σας πει κάτι και να μην το καταλάβετε;

Α.   Νομίζω όχι.

Ε.   Κύριε Φούρναρη αυτή η ασθενής ένιωθε άνετη όταν συνομιλήσετε μαζί της τόσο σε όλες τις φορές υπήρχε συνομιλία με την ασθενή αυτή κύριε Φούρναρη ήταν άνετη μαζί σας, δηλαδή εμίλα ελεύθερα ή όχι;

Α.   Πώς το εννοείτε;  Εγώ την ασθενή την έβλεπα σαν ασθενή.

Ε.   Ένιωθε να σας φοβάται, δηλαδή διαπιστώσατε να υπάρχει φόβος όταν την βλέπατε την ασθενή;

Α.   Όχι, δεν διαπίστωσα έτσι πράγμα.

Ε.   Κύριε Φούρναρη εσείς όλες αυτές τις φορές που είπατε που την είδατε και συνομιλήσατε μαζί της, σας ανέφερε οποιαδήποτε φορά ότι βιάστηκε αυτή η ασθενής;

Α.   Όχι.

Ε.   Πότε το άκουσες εσύ γιατρέ αυτό το πράγμα για ισχυριζόμενο βιασμό;

Α.   Το άκουσα για πρώτη φορά όταν κλήθηκα για να δώσω κατάθεση.

Ε.   Και όταν το ακούσατε γιατρέ για πρώτη φορά, όταν κληθήκατε για κατάθεση, πώς το δεχθήκατε;  Δηλαδή τι, ποια ήταν η αντίδραση η δική σας;

Α.   Εγώ είπα ότι δεν ήξερα τίποτε και ούτε μου ανέφερε κάτι τέτοιο περιστατικό.»

Έχουμε εξετάσει και συγκρίνει τα όσα ανάφερε η παραπονούμενη στην κυρίως εξέταση και στην αντεξέταση σε σχέση με τη συνομιλία της με το Μ.Κ.13.  Προκύπτουν οι εξής επισημάνσεις αναφορικά με τα όσα είπε στο Μ.Κ. 13 για την αιτία των κακώσεών της και το δράστη των κακώσεων.

Αναφορικά με την αιτία των κακώσεων η παραπονούμενη δέχθηκε, στην αντεξέταση, ότι αρχικά ανέφερε στον Μ.Κ.13 ότι «κτύπησε από μόνη της πέφτοντας από τα σκαλιά».  Δέχθηκε ότι του το ανέφερε όχι μια μόνο φορά αλλά ίσως και «περισσότερες φορές».  Στην κυρίως εξέταση η παραπονούμενη δεν ανέφερε ότι είπε στον Μ.Κ.13 ότι κτύπησε από μόνη της.

[*526]

Αναφορικά με το δράστη των κακώσεων η παραπονούμενη στην κυρίως εξέταση ανέφερε ότι είπε στον Μ.Κ.13 ότι «κάποιος την κτύπησε και τη βίασε». Στην αντεξέταση δέχθηκε ότι αρχικά  είπε στο Μ.Κ.13 ότι δεν γνώριζε τον δράστη αλλά μετά του είπε ότι ήταν φίλος του αφεντικού της. Δεν θυμόταν αν ανέφερε το όνομα του εφεσείοντα – ίσως θα το ανέφερε - αλλά θυμόταν ότι είπε ότι την κτύπησε και την βίασε ένας άντρας. Το μέρος της κατάθεσής της στην Αστυνομία που αναφέρεται στη συνομιλία της με τον Μ.Κ.13 ομιλεί για κακοποίηση και βιασμό της από κάποιο ή ένα πρόσωπο.

Από τη μαρτυρία του Μ.Κ.13 επισημαίνουμε τα εξής:

Η μαρτυρία του στην κυρίως εξέταση σε σχέση με την αιτία των κακώσεων συμφωνεί με τα όσα δέχθηκε η παραπονούμενη στην αντεξέταση ήτοι ότι αρχικά του είπε ότι κτύπησε από μόνη της.  Πρόσθετα ο Μ.Κ.13 ανέφερε ότι σε αλλεπάλληλες ερωτήσεις του για το πως κτύπησε του έλεγε συνέχεια ότι κτύπησε από μόνη της.

Ενώ όμως η παραπονούμενη λέγει – στην αντεξέταση – ότι μίλησε στον Μ.Κ.13 για κακοποίηση και βιασμό ο Μ.Κ.13 λέγει ότι του μίλησε μόνο για κακοποίηση.  Ο Μ.Κ.13 ήταν σαφής ότι η παραπονούμενη δεν του μίλησε ποτέ για βιασμό ενώ η ίδια – και το τονίζουμε – λέγει ότι του  μίλησε.

Συγκρίνοντας τις δύο μαρτυρίες – εκείνη της παραπονούμενης και εκείνη του Μ.Κ.13 – με βάση το όλο περιεχόμενό τους παρατηρούμε τα εξής:

Η μαρτυρία του Μ.Κ.13 διακρίνεται και χαρακτηρίζεται από   σταθερότητα, συνέπεια και βεβαιότητα.  Από την άλλη η μαρτυρία της παραπονούμενης χαρακτηρίζεται από αντιφατικότητα, ασυνέπεια και αβεβαιότητα – χρησιμοποίησε πολλές φορές τις λέξεις «ίσως», «νομίζω», «δεν θυμάμαι ακριβώς».  Συγκεκριμένα παρατηρούμε τα εξής:

(α)  Σε σχέση με την αιτία των κακώσεων της η παραπονούμενη δέχθηκε στη μαρτυρία της ότι έδωσε δύο εκδοχές στο Μ.Κ.13.

(β)  Σε σχέση με τον δράστη των κακώσεων και του βιασμού της η παραπονούμενη δέχθηκε – και πάλι – στη μαρτυρία της ότι έδωσε δύο εκδοχές στον Μ.Κ.13. Στην πρώτη μίλησε για άγνωστο ή κάποιο άνδρα και στη δεύτερη για φίλο του αφεντικού της. Η κατάθεσή της στην Αστυνομία συμφωνεί με την πρώτη εκδοχή.  [*527]Επομένως έχουμε και απουσία σύμπτωσης μεταξύ της ένορκης μαρτυρίας – στη δεύτερη εκδοχή της – και της κατάθεσής της στην Αστυνομία.

Παρά τις πιο πάνω σημαντικές διαφορές στη μαρτυρία των δύο μαρτύρων το Πρωτόδικο Δικαστήριο εντόπισε μόνο μια διαφορά ήτοι κατά πόσο η παραπονούμενη είπε στο γιατρό Φούρναρη ότι βιάστηκε. Δέχθηκε την εκδοχή της παραπονούμενης «εν όψει της πολύ καλής εντύπωσης που έδωσε σαν μάρτυρας».  Και αυτό παρά το ότι ο Μ.Κ.13 έδωσε γενικά – στο πρωτόδικο δικαστήριο - την εντύπωση αξιόπιστου μάρτυρα. Δεν έδωσε οποιαδήποτε αιτιολογία για τη σχετική προσέγγισή του. Υπέδειξε μόνο ότι «δεν μπορούσε να αποκλεισθεί η πιθανότητα ο Μ.Κ.13 να μην κατάλαβε κάτι που του είπε η παραπονούμενη στα Ρωσσικά, πιθανότητα που και η ίδια η παραπονούμενη ανέφερε στη μαρτυρία της». Πρέπει ωστόσο να υποδείξουμε ότι δεν τέθηκε τέτοιο θέμα κατά τη δίκη. Ο Μ.Κ.13 σπούδασε στη Σοβιετική Ένωση όπου έζησε για περίπου 14 χρόνια. Ο ίδιος από ότι νόμιζε είπε ότι δεν υπήρχε καμιά περίπτωση να του είπε κάτι η παραπονούμενη και να μη το κατάλαβε.  Πρόσθετα φαίνεται από το όλο περιεχόμενο της μαρτυρίας του ότι επεδίωξε επίμονα να πληροφορηθεί – είτε από περιέργεια είτε από επιστημονικό ενδιαφέρον και καθήκον – την αιτία των κακώσεων της παραπονουμένης. Περαιτέρω από την γραμμή της εξέτασης του από τον ευπαίδευτο εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής φαίνεται ότι η επιμονή του εκείνη ξένισε κατά κάποιο τρόπο τον τελευταίο.  Ωστόσο ο εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής δεν επεδιώξε να διευκρινίσει κατά πόσο ο Μ.Κ.13 είχε δυσκολία να αντιληφθεί τα όσα έλεγε η παραπονούμενη.

Περαιτέρω το Πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας τη μαρτυρία της παραπονούμενης και συγκρίνοντάς την με εκείνη των Μ.Κ. 3, 4 και 13 απέδωσε τις μικροαντιφάσεις – όπως τις απεκάλεσε – σε ατέλεια μνήμης και σε προβλήματα συνεννόησης μεταξύ προσώπων που δεν μιλούν την ίδια γλώσσα.  Παρατηρούμε ότι δεν μπορεί να εγείρεται θέμα συνεννόησης σε σχέση με το Μ.Κ.13 και τη Μ.Κ.3.  Μιλούν και οι δύο ρωσσικά και στη δίκη δεν είχε τεθεί ποτέ θέμα συνεννόησης σε σχέση με αυτούς τους δύο μάρτυρες.

Είναι πρόδηλο από το όλο περιεχόμενο της πρωτόδικης απόφασης ότι η απόρριψη του Μ.Κ.13 έλαβε χώραν στα πλαίσια της ευχέρειας ή δυνατότητας που διαθέτει το Πρωτόδικο Δικαστήριο να δεχθεί εν όλω ή εν μέρει τη μαρτυρία ενός μάρτυρα.  Είναι επίσης πρόδηλο ότι αυτό που οδήγησε στην επίδικη προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν «η εξαιρετική εντύπωση που έδωσε στο Δικαστήριο η παραπονούμενη» και «η έντονη πεποίθηση που δημιούργησε στο Δικα[*528]στήριο ότι η εκδοχή της ήταν απόλυτα ειλικρινής».

Ωστόσο η ευχέρεια του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να δεχθεί μέρος της μαρτυρίας ενός μάρτυρα και να απορρίψει άλλο μέρος δεν είναι απόλυτη. Υπόκειται στον εξής περιορισμό.  Πρέπει να αιτιολογείται η σχετική προσέγγιση.  Η έντονη πεποίθηση ότι ένας μάρτυρας είπε την άληθεια δεν αποτελεί αιτιολογία για την απόρριψη μέρους της μαρτυρίας ενός μάρτυρα που έχει κριθεί αξιόπιστος.  Αυτό βεβαιώνεται από τη νομολογία.  Στην Αεροπόρος κ.ά. ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 362 η μόνη μαρτυρία προερχόταν από έναν μάρτυρα – τον Τζιαπούρα – ο οποίος ήταν συναυτουργός.  Το Πρωτόδικο Δικαστήριο χρησιμοποίησε περίπου τις ίδιες λέξεις:  «Η πεποίθησή μου ότι είπε την αλήθεια είναι τόσο ισχυρή ώστε ευρίσκω ότι μπορώ να βασιστώ πάνω στη μαρτυρία του χωρίς την αναζήτηση οποιασδήποτε ενισχυτικής μαρτυρίας».  Το Εφετείο έθεσε το θέμα ως εξής στη σελ. 371:

«Ανοίγουμε εδώ μια παρένθεση για να πούμε πως από ενδελεχή μελέτη που έχουμε κάμει του πρακτικού της δίκης διαπιστώνουμε πως δεν υπάρχει οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία που να αποδεικνύει την ενοχή των κατηγορουμένων.  Η πεποίθηση του Δικαστή πως ένας μάρτυρας λέγει την αλήθεια, ασφαλώς είναι το καλύτερο εχέγγυο της ετυμηγορίας του. Η πεποίθηση όμως αυτή δεν αρκεί να βεβαιώνεται αλλά και να αιτιολογείται με συγκεκριμένα στοιχεία της υπόθεσης όταν σ’ αυτήν υπάρχουν γεγονότα που καθιστούν αναγκαία την αιτιολόγηση. Αυτό δεν έχει γίνει στην εξεταζόμενη υπόθεση. Ο Δικαστής είχε μεν την πεποίθηση πως ο Τζιαπούρας είπε ενώπιόν του την αλήθεια, αλλά τα αντικειμενικά στοιχεία που προσκομίστηκαν, και που έχουμε απαριθμήσει, καταδεικνύουν πως ο Τζιαπούρας δεν έπρεπε να θεωρηθεί μάρτυρας της αλήθειας, αλλά αντίθετα αναξιόπιστος.»

Στην Σωτηριάδης κ.ά. ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 482 το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρά τη δυσπιστία που εκδήλωσε απέναντι στη μαρτυρία του παραπονούμενου σημείωσε πως αποδέχεται τη μαρτυρία του ως αληθινή και αξιόπιστη γιατί του έκαμε «καλύτερη εντύπωση παρά οι κατηγορούμενοι». Το Εφετείο αποδοκίμασε τη σχετική προσέγγιση. Υπέδειξε στις σελ. 490, 491, 492:

«Παρά τη δυσπιστία που εκδήλωσε ο πρωτόδικος Δικαστής απέναντι στον παραπονούμενο, σημειώνει πως αποδέχεται τη μαρτυρία του ως αληθινή και αξιόπιστη γιατί του έκαμε ‘καλύτερη εντύπωση παρά οι κατηγορούμενοι’. Όμως το κριτήριο για την αποδοχή της μαρτυρίας του παραπονούμενου δεν θα έπρεπε να ήταν συγκριτικό.  Το ερώτημα ως προς την αξιοπιστία θα έπρεπε [*529]να είχε απαντηθεί με τρόπο θετικό και με αυτοτέλεια έτσι που να δημιουργείται η απαραίτητη εικόνα της βεβαιότητας, αν μπορούσε να δημιουργηθεί, αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης.

..................................................................................................................

Η κατηγορούσα αρχή είχε το βάρος της απόδειξης της ενοχής των εφεσειόντων.  Η στήριξη της καταδίκης πάνω στη μαρτυρία του παραπονούμενου, παρά τις παρατηρήσεις που σημειώσαμε, επειδή έκαμε στο Δικαστήριο καλύτερη εντύπωση από τους εφεσείοντες, αποτελεί εσφαλμένη καθοδήγηση ως προς το τι ήταν το ζητούμενο και που ήταν κατά πόσο, ως πραγματικό γεγονός, οι εφεσείοντες χωρίς αμφιβολία διέπραξαν τα αδικήματα.»

Για την ανάγκη αιτιολόγησης της απόρριψης μιας μαρτυρίας βλ. και Κακόψητος ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 200, 208.  

Στην παρούσα υπόθεση, όπως έχουμε ήδη υποδείξει (βλ. σελ. 527), δεν έχει δοθεί αιτιολογία για την απόρριψη μέρους της μαρτυρίας του Μ.Κ.13.  

Διαπιστώνουμε, επομένως, ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο έχει καθοδηγηθεί εσφαλμένα αναφορικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονούμενης και ενός βασικου μάρτυρα – του Μ.Κ.13  (βλ. Δεσπότης ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 287 και Κακόψητος και Σωτηριάδης (πιο πάνω)).

Η πιο πάνω κατάληξή μας αφορά την απόρριψη της μαρτυρίας του Μ.Κ.13. Έχουμε ασχοληθεί ειδικά και σε κάποια έκταση με το θέμα γιατί η απόρριψη της σχετικής μαρτυρίας δεν συνοδευόταν από οποιαδήποτε αιτιολογία. Τα ίδια ισχύουν και σε σχέση με τη μαρτυρία του Μ.Κ.4.  Δεν δόθηκε αιτιολογία για τη σχετική προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου – απόρριψη μέρους της μαρτυρίας του. Επομένως η πιο πάνω διαπίστωσή μας περί εσφαλμένης καθοδήγησης ισχύει και στην περίπτωση του Μ.Κ.4.

Ο πρώτος λόγος της έφεσης αναφέρεται και στη μαρτυρία της Μ.Κ.3. Θα τον εξετάσουμε ξεχωριστά γιατί το Πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε κάποια αιτιολογία για την προτίμηση της μαρτυρίας της παραπονούμενης εκεί που αυτή έρχεται σε αντίθεση με τη μαρτυρία της Μ.Κ. 3. Υπέδειξε: «Είναι προφανές ότι η ίδια η παραπονούμενη βρίσκεται σε πολύ καλύτερη θέση να εξιστορήσει αυτά τα γεγονότα από την Μ.Κ.3, στην οποία η παραπονούμενη τα ανέφερε».

[*530]Παρατηρούμε:  Οι διαφορές στη μαρτυρία των δύο μαρτύρων, όπως τις έχει εντοπίσει το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αφορούσαν τις συνθήκες διάπραξης των ισχυριζόμενων αδικημάτων.  Ήταν επομένως διαφορές επί της ουσίας των επιδίκων θεμάτων και όχι διαφορές επί των λεπτομερειών.  Πράγματι είναι αλήθεια ότι το πρόσωπο που βίωσε μια ορισμένη κατάσταση είναι σε καλύτερη θέση να την εξιστορήσει.  Ωστόσο στη δίκη δεν είχε τεθεί θέμα αναφορικά με τη δυνατότητα της Μ.Κ.3 να εξιστορήσει τα όσα άκουσε από την παραπονούμενη.

Έπεται, λοιπόν, πως η αιτιολογία για απόρριψη μέρους της μαρτυρίας της Μ.Κ.3 είναι ανεπαρκής.  Επομένως, και στην περίπτωση της Μ.Κ.3, το Πρωτόδικο Δικαστήριο έχει καθοδηγηθεί εσφαλμένα σε σχέση με την αξιολόγηση της μαρτυρίας της.

Περαιτέρω:  Θεωρούμε ότι η όλη προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ήτοι η προτίμηση της μαρτυρίας της παραπονούμενης, εκεί που ερχόταν σε αντίθεση με τη μαρτυρία άλλων μαρτύρων που κρίθηκαν αξιόπιστοι – των Μ.Κ. 3, 4 και 13 – αναδεικνύει ότι η μαρτυρία της παραπονούμενης χρησιμοποιήθηκε ως άξονας ή ως μέτρο κρίσης και ελέγχου της αξιοπιστίας των Μ.Κ. 3, 4 και 13.  Αυτή η προσέγγιση έχει τύχει της αποδοκιμασίας της Νομολογίας (βλ. Γιουρούκης ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 171, 193). Μια μαρτυρία μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως άξονας ή μέτρο κρίσης άλλης μαρτυρίας εφόσον η σχετική προσέγγιση συνοδεύεται από έγκυρους λόγους ή αιτιολογία για να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος της (βλ. Λιθογραφεία Κυριακίδη κ.ά. ν. Tiba Publishing Co. Ltd (1998) 1 Α.Α.Δ. 1894).

Η αξιολόγηση της μαρτυρίας ενός μάρτυρα πρέπει να γίνεται με βάση το περιεχόμενό της, την ποιότητα και πειστικότητά της και με βάση τη σύγκρισή της με την υπόλοιπη μαρτυρία.  Μέρος μαρτυρίας ενός μάρτυρα, ο οποίος κρίθηκε αξιόπιστος, δεν μπορεί να απορρίπτεται χωρίς την παροχή αιτιολογίας με μέτρο κρίσης το συμπέρασμα για την αξιοπιστία άλλου μάρτυρα το οποίο – συμπέρασμα – ήταν το αποτέλεσμα της έντονης πεποίθησης του Δικαστηρίου ότι ο τελευταίος είπε την αλήθεια.  Διαπιστώνουμε και για το λόγο αυτό εσφαλμένη καθοδήγηση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονούμενης και των Μ.Κ. 3, 4 και 13.

Ο κ. Κληρίδης με τον πρώτο λόγο της έφεσης έχει προβάλει ακόμη τρεις λόγους για τους οποίους δεν έπρεπε να γίνει αποδεκτή η μαρτυρία της παραπονούμενης.  Αυτοί είναι:

[*531]

(α)  Το γεγονός ότι δεν έκαμε οποιοδήποτε παράπονο στον Μ.Κ.4.

(β)  Το γεγονός ότι αρνήθηκε να καταγγείλει την υπόθεση στην Αστυνομία παρά την υπόδειξη του Μ.Κ.5.

(γ)  Το γεγονός ότι μετά τον ισχυριζόμενο βιασμό της η παραπονούμενη κάθησε μαζί με τον εφεσείοντα για 5-7 λεπτά στο καμπαρέ όπου εργαζόταν και δέχθηκε κέρασμα από τον εφεσείοντα.

(δ)  Το γεγονός ότι δεν έκαμε παράπονο για το βιασμό της στο γιατρό Φούρναρη – Μ.Κ. 13 – ο οποίος την εξέτασε στην κλινική Άγιος Ραφαήλ.

Θεωρούμε ότι ο εφεσείων δεν μπορεί να οικοδομήσει επί της μαρτυρίας του Μ.Κ.4 γιατί ίσως λόγω προβλήματος συνεννόησης η παραπονούμενη να μη θέλησε να εξιστορήσει την περιπέτεια της στο Μ.Κ.4.  Δεν ισχύει όμως η ίδια θέση και σε σχέση με τον Μ.Κ.5.  Για να γίνει κατανοητός ο λόγος έφεσης που σχετίζεται με τη μαρτυρία του Μ.Κ.5 πρέπει να γίνει αναφορά στο περιεχόμενο της μαρτυρίας του: Ήταν ο οδηγός του ταξί ο οποίος μετέφερε την παραπονούμενη από την Πόλη Χρυσοχούς στο διαμέρισμα όπου διέμενε στην Γεροσκήπου.  Κατέθεσε ότι επρόκειτο για μια κοπέλα ξένη η οποία ήταν κτυπημένη και κατά τη διαδρομή έκλαιγε. Περίγραψε τα κτυπήματα που είχε ως «μαυράδες» στο πρόσωπο, στα πόδια και στα χέρια της.  Βρισκόταν στο αυτοκίνητό του για περίπου 30-40 λεπτά, έκλαιγε συνέχεια, ήταν πολύ ταλαιπωρημένη. Αρχικά του είπε, σε σπασμένα αγγλικά, ότι ήθελε να πάει στην αστυνομία.  Όταν έφθασαν στην Πάφο, έξω από τον Κεντρικό Αστυνομικό Σταθμό, ο μάρτυρας έδειξε στην κοπέλα την αστυνομία, αλλά εκείνη του είπε «όχι, μετά, να με πάρεις στην πανσιόν στη Γεροσκήπου» (όπου διέμενε).            Χαρακτηριστικά ο Μ.Κ.5 είπε:

«Ε. Έκλαιγε συνέχεια, ήταν πολύ ταλαιπωρημένη και μου είπε στα αγγλικά, σπασμένα εγγλέζικα, ότι ήθελε να πάει police.

Α.   Προηγουμένως σου είπε τίποτε άλλο που είχε σχέση με την κατάσταση που την είδες και την περιέγραψες στο Δικαστήριο;

Ε.   Όχι, μου είπε να πάει στη police, εδώ στην αστυνομία της Πάφου ήταν κόκκινο φως, της έδειξα ότι εδώ είναι το police, μου  λέει no.  Θα με πάρεις στην πανσιόν.»

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία του Μ.Κ.5 γιατί έδωσε την εντύπωση εξαιρετικού μάρτυρα που είπε στο Δικαστήριο την αλήθεια.

[*532]

Τα σχόλια που ακολουθούν δεν αφορούν την ενδιάμεση απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία έκρινε ότι τα λεχθέντα στην Μ.Κ.3 αποτελούσαν πρώτο παράπονο γιατί το θέμα δεν έχει θιγεί με τους λόγους της έφεσης.  Έχουν σχέση με την εν γένει αξιοπιστία της παραπονούμενης.

Εγκατέλειψε την οικία του εφεσείοντα μετά την ισχυριζόμενη κακοποίησή της και τον ισχυριζόμενο βιασμό της. Ταξίδευσε για 30-40 λεπτά με τον Μ.Κ.5. Αρχικά εξέφρασε την πρόθεσή της να πάει στην Αστυνομία. Πέρασε έξω από την Αστυνομία και της υποδείχθηκε να πάει στην Αστυνομία. Προτίμησε να πάει στο διαμέρισμά της. Η αξία του πρώτου παραπόνου έγκειται στο ότι σύμφωνα με τις επιταγές της νομολογίας πρέπει να γίνεται αυθόρμητα και με την πρώτη ευκαιρία που εύλογα προσφέρεται (Βλ. Archbold, έκδοση 1995, παραγ. 8-92 και 8-93) για να μη δίνεται η ευκαιρία για δεύτερες σκέψεις. Εδώ η παραπονούμενη είχε την πρώτη ευκαιρία που πολύ εύλογα της προσφέρθηκε να προβεί σε αυθόρμητο παράπονο. Αν οι ισχυρισμοί της περί κακοποίησης και βιασμού ήταν αληθείς η Αστυνομία η οποία βρισκόταν απέναντί της ήταν το πιο πρόσφορο και κατάλληλο βήμα για να καταγγείλει τη μεταχείριση που είχε υποστεί. Για λόγους που η ίδια γνωρίζει έκαμε δεύτερες σκέψεις. Προτίμησε να καταγγείλει τα διατρέξαντα στις φίλες της και στον εργοδότη της. Αυτή η συμπεριφορά της παραπονούμενης, ανεξάρτητα από τη νομική πτυχή του πρώτου παραπόνου αποτελούσε ένα ουσιώδη παράγοντα ο οποίος έπρεπε να αξιολογηθεί δεόντως κατά τη θεώρηση της αξιοπιστίας της. Ωστόσο το Πρωτόδικο Δικαστήριο εκτίμησε πως «αυτό το στοιχείο ουδόλως επηρεάζει την αξιοπιστία της».

Αναφορικά με τον λόγο (γ) πιο πάνω – κάθησε μαζί με τον εφεσείοντα για 5-7 λεπτά και δέχθηκε κέρασμά του – τα γεγονότα όπως τα διαπίστωσε το Πρωτόδικο Δικαστήριο έχουν ως εξής:

Η παραπονούμενη μετά τον ισχυριζόμενο βιασμό της επέστρεψε στην εργασία της στο καμπαρέ Love Boat στις 27.5.99 και συνέχισε να εργάζεται εκεί μέχρι τις 19.6.99. Δύο-τρεις μέρες μετά τις 27.5.99 ο εφεσείων επισκέφθηκε το καμπαρέ Love Boat  και ζήτησε όπως η παραπονουμένη καθήσει στο τραπέζι του και πάρει ποτό μαζί του.  Παρόλο που ήταν φοβισμένη και ξαφνιασμένη που είδε τον εφεσείοντα στο καμπαρέ συμμορφώθηκε με το τι της ζητήθηκε και πήγε και κάθησε με τον εφεσείοντα για πέντε περίπου λεπτά.

Η παραπονούμενη ανέφερε στη μαρτυρία της ότι κάθησε μαζί με τον εφεσείοντα γιατί είχε διαταχθεί από τον εργοδότη της, ήταν μέ[*533]ρος της εργασίας της.  Αυτό είναι κατανοητό.  Είπε, επίσης, ότι όταν είδε τον εφεσείοντα στο καμπαρέ υπέθεσε ότι κανένας δεν κατάγγειλε τον εφεσείοντα στην Αστυνομία. Η υπόθεση που έκαμε ήταν καθόλα βάσιμη, όπως αποδείχθηκε, αλλά δεν την έθεσε σε εγρήγορση.  Δεν κατάγγειλε η ίδια την υπόθεση στην Αστυνομία. Αποφάσισε να το κάμει στις 24.6.99 αφού, όπως διαπίστωσε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, «εκνευρίστηκε και από το ότι παρά την υπόσχεση του δεύτερου κατηγορουμένου περί του αντιθέτου ανακάλυψε ότι της αφαιρέθηκε από τον τραπεζικό λογαριασμό της ποσό £100 έξοδα της κλινικής Άγιος Ραφαήλ και δεν της καταβλήθηκε ποσό £40 για τα τέσσερα βράδυα που δεν εργάστηκε στο καμπαρέ του δευτέρου κατηγορουμένου».  Σύμφωνα με τη μαρτυρία της παραπονούμενης αυτή κατάλαβε ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος την είχε ξεγελάσει όταν της έφεραν το βιβλιάριο της τράπεζάς της από το οποίο της είχαν αφαιρεθεί £100 έξοδα της κλινικής και £40 για τα βράδια που δεν εργάστηκε.  Αυτό έγινε στις 22-23.6.99.

Παρατηρούμε: Ενώ τα επίδικα αδικήματα φέρονταν να διαπράχθηκαν στις 23.5.99 και ενώ η παραπονούμενη, σύμφωνα με τη δική της εκδοχή, 2-3 μέρες μετά τις 27.5.99 ήτοι περί τις αρχές Ιουνίου του 1999 υπέθεσε ότι κανένας δεν κατάγγειλε την υπόθεση στην Αστυνομία συνέχισε να παραμένει αδρανής.  Αποφάσισε να καταγγείλει τον βιασμό και την κακοποίησή της στις 24.6.99 και η απόφασή της αυτή συνέπεσε χρονικά και με την πληροφορία που πήρε για την αποκοπή του μισθού της, την αφαίρεση ποσού £100 από το βιβλιάριο της Τράπεζας της και το ανώνυμο τηλεφώνημα προς την αστυνομία για τον βιασμό και κακοποίησή της.

Θεωρούμε ότι όλα τα ανωτέρω – η μη καταγγελία της υπόθεσης μετά που ο εφεσείων θεάθηκε στο καμπαρέ, η απόφαση για καταγγελία στις 24.6.99 μετά από τις πιο πάνω συμπτώσεις – αποτελούσαν παράγοντες οι οποίοι εύλογα έπρεπε να είχαν εγείρει ερωτηματικά στο Πρωτόδικο Δικαστήριο αναφορικά με την αξιοπιστία της παραπονούμενης. Αποτελούσαν παράγοντες ουσιώδεις για την αξιοπιστία της παραπονούμενης οι οποίοι έπρεπε να είχαν αξιολογηθεί δεόντως. Ωστόσο το Πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε την εξήγηση της παραπονουμένης η οποία αποτελείτο από τη διαβεβαίωση του εργοδότη της – κατηγορούμενου 2 – ότι είχε καταγγείλει την υπόθεση ο ίδιος στην Αστυνομία.  Αφού τη δέχθηκε δεν θεώρησε «τη στάση της αδικαιολόγητη ή ότι εγείρει ερωτηματικά». Υπάρχει εδώ και μια έκδηλη αντιφατικότητα στην προσέγγιση της παραπονουμένης. Παρόλο ότι και στις δύο περιπτώσεις προβληματίσθηκε για τη στάση του εργοδότη της μόνο στη δεύτερη περίπτωση αποφάσισε να καταγγείλει την υπόθεση.

[*534]

Αναφορικά με τον λόγο έφεσης που σχετίζεται με την μη υποβολή παραπόνου στον Μ.Κ.13, έχουμε ασχοληθεί με το θέμα κατά την εξέταση του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου της έφεσης και έχουμε προβεί σε σχετικές διαπιστώσεις (βλ. σελ. 526-530, πιο πάνω). Έχουμε, επίσης, την άποψη ότι αποτελούσε ένα ουσιώδη παράγοντα για την αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονουμένης.

Διαπιστώνουμε ότι τα όσα έχει επικαλεσθεί ο κ. Κληρίδης (βλ. παραγ. (β), (γ) και (δ) στη σελ. 531 πιο πάνω) αποτελούσαν παράγοντες ουσιώδεις για την αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονούμενης. Διαπιστώνουμε, επίσης, ότι οι παράγοντες εκείνοι δεν διαδραμάτισαν οποιοδήποτε ρόλο για την αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονούμενης. Επομένως μπορεί να λεχθεί ότι δεν λήφθηκαν υπόψη. 

Στην παρούσα έφεση έχουμε διαπιστώσει:

(α)  Απουσία αιτιολογίας της κρίσης αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων και εσφαλμένη καθοδήγηση αναφορικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας (βλ. σελ. 529, πιο πάνω).

(β)  Παράλειψη λήψης υπόψη περιστάσεων ουσιωδών για την αξιολόγηση της μαρτυρίας (βλ. σελ. 534-535, πιο πάνω).

Όλες οι πιο πάνω διαπιστώσεις από μόνες τους οδηγούν σε επέμβαση του Εφετείου στα ευρήματα αξιοπιστίας του Πρωτόδικου Δικαστηρίου και σε παραμερισμό της καταδίκης (βλ. Κακόψητος και Δεσπότης, πιο πάνω). Ζήτημα επανεκδίκασης εγείρεται μόνο αν η μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου μπορούσε με ορθή καθοδήγηση να θεμελιώσει την καταδίκη (βλ. Δεσπότης, πιο πάνω, σελ. 292-293).

Δεν θα εξετάσουμε, γιατί δεν το θεωρούμε αναγκαίο, θέμα επανεκδίκασης.  Θα προχωρήσουμε στην εξέταση του επόμενου λόγου της έφεσης με τον οποίο έχει προβληθεί η θέση ότι ενόψει των λόγων που προβλήθηκαν με τον πρώτο λόγο της έφεσης το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε ασφαλές να δεχθεί τη μαρτυρία της παραπονουμένης και να βρεί τον εφεσείοντα ένοχο. 

Ο κ. Κληρίδης υπέβαλε ότι ήταν πάρα πολύ παρακινδυνευμένο για το Πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει σε καταδικαστική απόφαση εν όψει των σοβαρών αντιφάσεων μεταξύ της εκδοχής της παραπονουμένης και των πιο πάνω Μ.Κ.3, 4 και 13.

Έχουμε υπόψη μας ότι η ετυμηγορία του Πρωτόδικου Δικαστη[*535]ρίου ήταν το αποτέλεσμα της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των μαρτύρων. Έχουμε, επίσης, υπόψη την πάγια θέση της νομολογίας ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει στα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου που σχετίζονται με την αξιοπιστία των μαρτύρων.  Επεμβαίνει μόνο όταν τα ευρήματα καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το Πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο Πρωτόδικο Δικαστήριο να κάμει τα ευρήματα τα οποία έκαμε σε σχέση με την αξιοπιστία το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Βλ. Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41, 75, Μουζάκης ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 220 - Βλ. επίσης Shioukiouroglou v. Police (1966) 2 C.L.R. 39, 42, Miliotis v. Police (1971) 2 C.L.R. 292, 295, Constantinides v. Republic (1978) 2 C.L.R. 337, 378, Karamanis v. Police (1977) 2 C.L.R. 92, 96, Fasouliotis v. Police (1979) 2 C.L.R. 180, 181, Yiannakou v. Police (1982) 2 C.L.R. 37, Kyriakou v. Aristotelous (1970) 1 C.L.R. 172, 176, Charalambides v. Hjisoteriou & Son and Others (1975) 1 C.L.R. 269, 277, Γιαννή κ.ά. ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 340, Σοφοκλή ν. Λεωνίδου (1993) 1 Α.Α.Δ. 1003, Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614 και Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους (1997) 1 Α.Α.Δ. 396).

Η ορθότητα της καταδικαστικής απόφασης αμφισβητείται και λόγω των προαναφερθεισών αντιφάσεων.

Αναφορικά με τις αντιφάσεις παρέχεται πεδίο επέμβασης του Εφετείου μόνο όπου αυτές είναι τέτοιες που να δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση. Πρέπει να είναι ουσιαστικής μορφής δηλαδή να πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή να φανερώνουν τη διάθεση του να ψευσθεί. Πρέπει να είναι τέτοιας φύσης και περιεχομένου που να μολύνουν τη μαρτυρία στο βαθμό που να καθίσταται επικίνδυνη η αποδοχή της από το δικαστήριο.  Πρέπει να είναι τόσο σημαντικές ώστε να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αποδέκτηκε τη μαρτυρία ως αξιόπιστη (Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41, 75, Ομήρου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 98, Ανθία ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 558, Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 449, Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 390, Στρατής ν. Πεντέλης - Εταιρεία Μωσαϊκών Λτδ (1999) 1 Α.Α.Δ. 1708, Ηλία κ.ά. ν. Σταυρινίδη, Πολιτική ’Εφεση 10240/9.6.2000 και Οράτη ν. Παστού, Πολιτική ’Εφεση 10368/3.11.2000).

Είναι φυσικό ότι τα όσα, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, εβίωσε η παραπονούμενη βρίσκονται αποκλειστικά εντός της προσω[*536]πικής της γνώσης.  Θα ήταν πολύ δύσκολο αν όχι αδύνατο να υπήρχαν μάρτυρες της κακοποίησης και του βιασμού της.  Ωστόσο πρέπει να τονιστεί  ότι όπου έχει εμφανιστεί η δυνατότητα ελέγχου της μαρτυρίας της μέσα από τη σύγκρισή της με μαρτυρία η οποία – και αυτή – κρίθηκε αξιόπιστη, η μαρτυρία της παραπονούμενης παρουσίαζε ασυμφωνία με εκείνη των άλλων μαρτύρων. Ωστόσο το Πρωτόδικο Δικαστήριο χωρίς αιτιολογία στην περίπτωση των Μ.Κ.4 και 13, και με ανεπαρκή αιτιολογία στην περίπτωση της Μ.Κ.3 και χρησιμοποιώντας το ίδιο λεκτικό προτίμησε την εκδοχή της παραπονουμένης.

Εδώ έχει την θέση του το ακόλουθο απόσπασμα από τον Archbold 1995, παραγ. 16-46, κάτω από τον γενικό τίτλο «Ενίσχυση» («Corroboration”):

“….. any tribunal of fact confronted with a conflict of testimony had to evaluate the credibility of evidence in deciding whether the party who bore the burden of proof had discharged it. It was a commonplace of judicial experience that a witness who made a poor impression in the witness box might be found at the end of the day, when his evidence was considered in the light of all the other evidence, to have been both truthful and accurate. Conversely, the evidence of a witness who at first seemed impressive and reliable might at the end of the day have to be rejected.  Such experience suggested that it was dangerous to assess the credibility of the evidence given by any witness in isolation from other evidence in the case capable of throwing light on its reliability. It would be surprising if the law requiring juries to be warned of the danger of convicting on the uncorroborated evidence of a witness in one of the suspect categories should have developed to the point where, in some cases, the jury had to be directed to make such an assessment of credibility in isolation.”

Σε μετάφραση:  

«... οποιοδήποτε Δικαστήριο γεγονότων που βρίσκεται αντιμέτωπο με διϊστάμενη μαρτυρία πρέπει να αξιολογήσει την αξιοπιστία της μαρτυρίας για να αποφασίσει κατά πόσο το μέρος που φέρει το βάρος απόδειξης το έχει αποσείσει. Αποτελούσε κοινό τόπο των δικαστικών εμπειριών ότι ένας μάρτυρας που έκαμε πτωχή εντύπωση στο εδώλιο του μάρτυρα μπορεί στο τέλος της ημέρας να βρεθεί ότι ήταν φιλαλήθης και ακριβής μετά από την εξέταση της μαρτυρίας του υπό το φως όλης της άλλης μαρτυρίας. Αντίστροφα η μαρτυρία ενός μάρτυρα που στο πρώτο στάδιο φαινόταν εντυπωσιακή και αξιόπιστη μπορεί στο τέλος της ημέρας να πρέπει να απορριφθεί.  Τέτοιες εμπει[*537]ρίες πρότειναν ότι ήταν επικίνδυνο να εκτιμηθεί η αξιοπιστία της μαρτυρίας που δίδεται από οποιοδήποτε μάρτυρα κατ’ απομόνωση από άλλη μαρτυρία στην υπόθεση η οποία είναι ικανή να ρίξει φως επί της αξιοπιστίας της.  Θα  ήταν εκπληκτικό αν το δίκαιο, το οποίο απαιτεί όπως οι ενόρκοι προειδοποιούνται για τον κίνδυνο να καταδικάσουν με βάση την χωρίς ενίσχυση μαρτυρία ενός μάρτυρα σε μια από τις ύποπτες κατηγορίες υποθέσεων, θα αναπτυσσόταν μέχρι του σημείου όπου, σε μερικές υποθέσεις, οι ενόρκοι πρέπει να καθοδηγηθούν να κάμουν μια τέτοια εκτίμηση της αξιοπιστίας κατ’ απομόνωση.»

Ειδικά και σε σχέση με τον Μ.Κ.13 έχουμε ήδη παραθέσει εκτενή σχόλια.  Η αντίφαση μεταξύ της μαρτυρίας του και εκείνης της παραπονουμένης δεν αναφερόταν σε επουσιώδη γεγονότα. Είχε άμεση σχέση με τα επίδικα θέματα.  Με τον πυρήνα των ισχυρισμών της παραπονουμένης και άμεση σχέση με τις κατηγορίες του βιασμού και της πρόκλησης σωματικής βλάβης. Δεν αναφερόταν σε θέματα λεπτομερειών.  Η μεν παραπονούμενη είπε ότι μίλησε στον Μ.Κ.13 για το βιασμό της ο δε τελευταίος σαφώς ανέφερε ότι δεν του είπε οτιδήποτε σχετικώς με το βιασμό της. Είναι βέβαια ορθό ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο προτίμησε σε σχέση με αυτό το θέμα τη μαρτυρία της παραπονουμένης. Για το συμπέρασμα αυτό έχουμε ήδη αποφανθεί. Ήταν προϊόν εσφαλμένης καθοδήγησης. Ανεξάρτητα από το πιο πάνω συμπέρασμά μας παραμένει ανοικτό για εξέταση, εν όψει και του τελευταίου λόγου της έφεσης, το κατά πόσο η αποδοχή της μαρτυρίας της παραπονούμενης ήταν εσφαλμένη ή όχι.

Στην R. v. Cooper [1969] 1 All  E.R. 32, 33 λέχθηκε ότι το Εφετείο έχει υποχρέωση να επέμβει και να επιτρέψει μια έφεση κατά της καταδίκης αν νομίζει ότι η ετυμηγορία των ενόρκων πρέπει να παραμερισθεί για το λόγο ότι κάτω από όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης είναι ανασφαλής ή ανεπαρκής. Αυτό – συνεχίζει η υπόθεση Cooper – σημαίνει ότι το Δικαστήριο πρέπει στο τέλος να υποβάλλει στον εαυτό του ένα υποκειμενικό ερώτημα, κατά πόσο ικανοποιείται με το να αφήσει το θέμα να παραμένει ως έχει ή κατά πόσο δεν υπάρχει στο μυαλό του κάποια υποβόσκουσα αμφιβολία η οποία το κάμνει να διερωτάται κατά πόσο έχει προκληθεί αδικία (Βλ. και απόφαση της πλειοψηφίας στην Koutras v. Republic (1976) 2 C.L.R. 13 η οποία υιοθέτησε τα νομολογηθέντα στην Cooper, πιο πάνω. Βλ. και Zisimides v. Republic (1978) 2 C.L.R. 302, Katsiamalis v. Republic (1980) 2 C.L.R. 107 και Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (Αρ.2) (2001) 2 Α.Α.Δ. 326).

Η απόφαση του δικού μας Εφετείου στην Fournaris v. Republic [*538](1978) 2 C.L.R. 20, 23 ακολούθησε ακριβώς παρόμοια προσέγγιση.  Λέχθηκε συναφώς ότι το Εφετείο δεν διστάζει να παραμερίσει μια καταδικαστική απόφαση, έστω και αν αυτή ήταν το αποτέλεσμα της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των μαρτύρων αν μια τέτοια καταδικαστική απόφαση φαίνεται τόσο ανασφαλής ή ανεπαρκής που να υπάρχει υποβόσκουσα αμφιβολία σε σχέση με την ορθότητά της.

Έχει, επίσης, νομολογηθεί ότι το Εφετείο έχει δικαίωμα και  καθήκο να επέμβει οσάκις έχει τη γνώμη ότι διαπιστώσεις ως προς την αξιοπιστία δεν ήταν εύλογα επιτρεπτές στο πρωτόδικο δικαστήριο, έστω και αν το πρωτόδικο δικαστήριο είχε εντυπωσιασθεί από τη συμπεριφορά των μαρτύρων (βλ. Katsiamalis, πιο πάνω).  

Στην παρούσα υπόθεση λαμβάνουμε υπόψη:

(1)  Τα σχόλια και παρατηρήσεις μας αναφορικά με την ποιότητα της μαρτυρίας της παραπονούμενης σε σύγκριση με εκείνη του Μ.Κ.13 (βλ. σελ. 526-529, πιο πάνω).

(2)  Το γεγονός ότι οι αντιφάσεις μεταξύ της μαρτυρίας της παραπονουμένης και του Μ.Κ.13 αφορούσαν σε θέματα ουσίας.  Αφορούσαν τον πυρήνα της υπόθεσης. Το ίδιο το Κακουργιοδικείο ανέφερε ότι η μαρτυρία του Μ.Κ.13 παρουσίασε μια ουσιώδη διαφορά σε σύγκριση με τη μαρτυρία της παραπονούμενης.

(3)  Τις παρατηρήσεις και επισημάνσεις μας σε σχέση με (ι)  την παράλειψη της παραπονουμένης να καταγγείλει την υπόθεση στην Αστυνομία την ημέρα του ισχυριζόμενου βιασμού της (βλ. σελ. 532-533, πιο πάνω) παρά την υπόδειξη του Μ.Κ.5, (ιι) την παράλειψή της να καταγγείλει την υπόθεση στην Αστυνομία μετά την εμφάνιση του εφεσείοντα στον τόπο εργασίας της, (ιιι) την σύμπτωση της απόφασής της να καταγγείλει τον εφεσείοντα – στις 24.6.99 – με το ανώνυμο τηλεφώνημα και τη διαπίστωσή της για αποκοπές στο μισθό της και αφαίρεση ποσού £100 από το βιβλιάριο της Τράπεζάς της.

(4)  Το γεγονός ότι όπου ήταν δυνατόν να συγκριθεί η μαρτυρία της παραπονούμενης με άλλη αξιόπιστη μαρτυρία έχει σημειωθεί απουσία σύμπτωσης ανάμεσα στη μαρτυρία της και στην υπό σύγκριση μαρτυρία. 

Ενόψει των όσων αναφέρονται πιο πάνω (βλ. παραγ. 1-4) και με δεδομένα και αναγνωρισμένα από το Πρωτόδικο Δικαστήριο τα μει[*539]ονεκτήματα και αδυναμίες στη μαρτυρία της παραπονουμένης, που αφορούσαν θέματα ουσίας, έχουμε την άποψη πως η διαπίστωση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου περί της αξιοπιστίας της παραπονουμένης δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή και ήταν ανασφαλής η αποδοχή της μαρτυρίας της παρόλο ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο είχε εντυπωσιασθεί από τη μαρτυρία της. Τα όσα έχουμε προσδιορίσει πιο πάνω ήταν τόσο σημαντικά που μας παρέχουν την ευχέρεια να επέμβουμε και να παραμερίσουμε την καταδικαστική απόφαση, έστω και αν αυτή ήταν το αποτέλεσμα της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των μαρτύρων, γιατί θεωρούμε την καταδικαστική απόφαση τόσο ανασφαλή ή ανεπαρκή που μας δημιουργεί υποβόσκουσα αμφιβολία σε σχέση με την ορθότητά της.

Το συμπέρασμά μας περί της αξιοπιστίας της παραπονουμένης παρασύρει σε παραμερισμό την καταδικαστική απόφαση σε σχέση με όλες τις κατηγορίες γιατί η σχετική μαρτυρία προερχόταν μόνο από την παραπονούμενη.

Ο κ. Κληρίδης έχει προωθήσει και σειρά άλλων λόγων έφεσης.  Εν όψει όμως της πιο πάνω κατάληξής μας δεν παρίσταται ανάγκη εξέτασής τους.

Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση επιτυγχάνει και η καταδικαστική απόφαση ακυρώνεται.

Η έφεση επιτρέπεται. Η καταδικαστική απόφαση ακυρώνεται.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο