(2002) 2 ΑΑΔ 246

[*246]7 Ιουνίου, 2002

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

v.

ΑΝΔΡΕΑ ΕΥΡΙΠΙΔΟΥ,

Εφεσιβλήτου.

(Ποινική Έφεση Αρ. 7102)

 

Απόδειξη ― Ποινική διαδικασία ― Η απόδειξη της κατηγορίας και κάθε στοιχείου που τη συνιστά βαρύνει εξ ολοκλήρου την κατηγορούσα αρχή ― Δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων, όσο εύλογες κι αν είναι.

Ο εφεσίβλητος, ο οποίος αντιμετώπιζε τρεις κατηγορίες για εισαγωγή, κατοχή με σκοπό την προμήθεια σε άλλο πρόσωπο και κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξης Β΄, αθωώθηκε από το Κακουργιοδικείο.  Το Κακουργιοδικείο κατέληξε ότι υπήρχαν εύλογες αμφιβολίες αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα που έλαβαν χώρα κατά το χρόνο σύλληψης του εφεσίβλητου στη σκηνή και το περιεχόμενο της απάντησης που ο τελευταίος φέρεται να έδωσε στους αστυνομικούς που τον συνέλαβαν.  Ο Μ.Κ. 7 στον οποίο είχε ανατεθεί η διερεύνηση της υπόθεσης, είχε ισχυρισθεί ότι η δήλωση που του είχε κάμει ο εφεσίβλητος ότι «ξέρω ότι είναι χόρτο, αλλά εν ηξέρω πόσον είναι», συνιστούσε στην ουσία παραδοχή. Το Κακουργιοδικείο έκρινε τη μαρτυρία των Μ.Κ. 2 έως Μ.Κ. 7, ως αναξιόπιστη και ως μη δυνάμενη να αποτελέσει ασφαλές υπόβαθρο για την εξαγωγή συμπερασμάτων και διαπιστώσεων.

Ο Γενικός Εισαγγελέας εφεσίβαλε την απόφαση προβάλλοντας ως λόγους ότι το Κακουργιοδικείο:

1) Εσφαλμένα απέκλεισε τη μαρτυρία του Μ.Κ. 7.

2) Εφάρμοσε πλημμελώς το νόμο, και

3) Εφάρμοσε λανθασμένα τις νομικές αρχές, ενώ σειρά γεγονότων που έγιναν αποδεκτά, στοιχειοθετούν γνώση εκ μέρους του εφεσίβλητου.

Αποφασίστηκε ότι:

[*247]1.      Η Κατηγορούσα Αρχή έχει την υποχρέωση να αποδείξει την υπόθεσή της εναντίον του κατηγορουμένου.  Το Δικαστήριο, πολύ ορθά, μετά την απόρριψη της εκδοχής της Κατηγορούσας Αρχής, δεν μπορούσε να προσπαθήσει μέσα από τη συμπεριφορά του εφεσίβλητου να αντλήσει συμπεράσματα τα οποία δυνατόν να στοιχειοθετούσαν την ενοχή του.

2.  Οι κατηγορίες θα πρέπει να αποδεικνύονται πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και όσα ερωτηματικά κι αν η συμπεριφορά του εφεσίβλητου εγείρει, δεν θα ήταν δυνατόν να καταδικαστεί μετά την απόρριψη της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής. Υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων, όσον εύλογες και αν είναι αυτές, δεν επιτρέπονται.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Λοΐζου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 363.

Έφεση εναντίον Aθωωτικής Aπόφασης.

Έφεση από το Γενικό Eισαγγελέα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας (Yπόθεση Aρ. 32916/2000) ημερομηνίας 26/4/2001, με την οποία ο εφεσίβλητος αθωώθηκε από το Kακουργιοδικείο σε τρεις κατηγορίες για εισαγωγή, κατοχή με σκοπό την προμήθεια σε άλλο πρόσωπο και κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξης B΄.

Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τον Εφεσείοντα.

Γ. Α. Γεωργίου, για τον Εφεσίβλητο.

Ο Εφεσίβλητος είναι παρών.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγελθεί από το Δικαστή Νικολαΐδη.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος αθωώθηκε από το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας σε τρεις κατηγορίες για εισαγωγή, κατοχή με σκοπό την προμήθεια σε άλλο πρόσωπο και κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξης Β. Εναντίον της αθωωτικής απόφασης ασκήθηκε από το Γενικό Εισαγγελέα η παρούσα έφεση. 

[*248]Ο εφεσίβλητος συνελήφθη από άνδρες της Υπηρεσίας Δίωξης Ναρκωτικών, το βράδυ της 29.11.2000, στο χώρο στάθμευσης της χονδρικής αγοράς Λευκωσίας, όταν εισήλθε μέσα σε ρυμουλκούμενο όχημα που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά ζώων, που ήταν σταθμευμένο εκεί. Το όχημα είχε φτάσει την ίδια ημέρα ατμοπλοϊκώς από τον Πειραιά και επειδή η συμπεριφορά του κατηγορούμενου, τόσο στο λιμάνι Λεμεσού, όσο και στη συνέχεια, δημιούργησε υποψίες στον ιδιοκτήτη του Μ.Κ.3 Γιώργο Χριστοδούλου, αυτός ειδοποίησε το γνωστό του αστυφύλακα Φίλιππο Ουλουπή που υπηρετούσε στην Υπηρεσία Δίωξης Ναρκωτικών. Ο Χριστοδούλου είχε φοβηθεί την πιθανότητα κλοπής του οχήματος και χρησιμοποίησής του για λαθραία μεταφορά ζώων από τα κατεχόμενα. 

Ο Ουλουπής ερεύνησε το εσωτερικό του οχήματος έξω από το σπίτι του Μ.Κ.3. Κατά τη διάρκεια της έρευνας ανακαλύφθηκε, κάτω από σωρό αλυσίδων που βρίσκονταν μέσα στο όχημα, μία τσάντα και μία άσπρη σακκούλα. Το όχημα μεταφέρθηκε στη συνέχεια στο χώρο στάθμευσης της χονδρικής αγοράς Λευκωσίας όπου ο ιδιοκτήτης του συνήθιζε να το σταθμεύει. Η Υπηρεσία Δίωξης Ναρκωτικών χρησιμοποιώντας αριθμό αστυνομικών το έθεσε υπό παρακολούθηση. Όταν ο εφεσίβλητος προσήγγισε και προσπάθησε να μπει μέσα συνελήφθηκε.

Το Δικαστήριο, για διάφορους λόγους που εξηγεί στην απόφασή του και κυρίως για διάφορα σοβαρά γεγονότα τα οποία αποκρύβηκαν, κατέληξε ότι η όλη συμπεριφορά του Μ.Κ.3 ήταν αφύσικη και παράξενη. Το ίδιο ανεξήγητη κρίθηκε και η συμπεριφορά του Μ.Κ.5, αστυφύλακα Ουλουπή. Χαρακτηριστικά μπορεί να λεχθεί ότι η όλη επιχείρηση της Αστυνομίας χαρακτηρίστηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο που παρουσιάστηκε για τους εφεσείοντες ως ερασιτεχνική. Το Δικαστήριο κατέληξε ότι οι ισχυρισμοί και θέσεις του Μ.Κ.5 στερούνταν πειστικότητας, ενώ οι κατ’ ισχυρισμόν ενέργειες και παραλείψεις τις οποίες ο μάρτυρας απέδωσε στον κατηγορούμενο, ήταν, υπό τις περιστάσεις, τουλάχιστον αφύσικες.  Το Δικαστήριο δεν δέκτηκε τις εξηγήσεις του μάρτυρα ο οποίος, ας σημειωθεί, είναι λοχίας της Υπηρεσίας Δίωξης Ναρκωτικών, με μακρόχρονη πείρα στη διερεύνηση υποθέσεων ναρκωτικών.

Καταθέτοντας ο Μ.Κ.7, Αστυνομικός Λοχίας 425, Αλέκος Αλεξάνδρου, στον οποίο γύρω στα μεσάνυκτα της 29ης Νοεμβρίου, 2000, ανατέθηκε η διερεύνηση της υπόθεσης, ισχυρίστηκε ότι ενώ ο εφεσίβλητος τελούσε υπό νόμιμη κράτηση, του ζήτησε τη συγκατάθεσή του για λήψη αίματος για σκοπούς επιστημονικής εξέτασης του DNA, πράγμα που ο εφεσίβλητος αρνήθηκε. Περαιτέρω ισχυ[*249]ρίστηκε ότι το ίδιο βράδυ, στο χώρο στάθμευσης, όταν υπέδειξε στον εφεσίβλητο τα ναρκωτικά που βρέθηκαν στη τσάντα και αφού του επέστησε την προσοχή στο νόμο, ο εφεσίβλητος του απάντησε «ξέρω ότι είναι χόρτο, αλλά εν ηξέρω πόσον είναι». 

Το Δικαστήριο εξέφρασε σοβαρές αμφιβολίες κατά πόσο ο εφεσίβλητος προέβη στην πιο πάνω δήλωση και απέρριψε τον ισχυρισμό του Μ.Κ.7. Όπως εξηγείται στην απόφαση, ένας από τους λόγους είναι γιατί ο Μ.Κ.5 Ουλουπής, ο οποίος ήταν παρών όταν επιστήθηκε η προσοχή του εφεσίβλητου στο νόμο, δεν ανέφερε κάτι τέτοιο. Δεδομένης της σημασίας που η κατ’ ισχυρισμόν δήλωση του εφεσίβλητου θα είχε για την υπόθεση της κατηγορούσας αρχής, αφού συνιστούσε στην ουσία παραδοχή, θα αναμενόταν, σύμφωνα πάντα με το Κακουργιοδικείο, από το Μ.Κ.5 να το αναφέρει στην κατάθεσή του.

Το Δικαστήριο κατέληξε ότι υπήρχαν εύλογες αμφιβολίες αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα που έλαβαν χώρα κατά το χρόνο σύλληψης του εφεσίβλητου στη σκηνή και το περιεχόμενο της απάντησης που ο τελευταίος φέρεται να έδωσε στους αστυνομικούς που τον συνέλαβαν. Περαιτέρω έκρινε τη μαρτυρία των Μ.Κ.2 έως Μ.Κ.7, ως αναξιόπιστη και ως μη δυνάμενη να αποτελέσει ασφαλές υπόβαθρο για την εξαγωγή συμπερασμάτων και διαπιστώσεων.

Στο διάγραμμα αγόρευσης των εφεσειόντων διατυπώνεται το παράπονο ότι αποκλείστηκε από τη μαρτυρία του Μ.Κ.7 η δήλωση του εφεσίβλητου με την οποία ουσιαστικά παραδεχόταν τη γνώση ύπαρξης των ναρκωτικών μέσα στο όχημα μετά τη σύλληψή του.

Το Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία αυτή γιατί ο Μ.Κ.5 Φίλιππος Ουλουπής, ο οποίος σύμφωνα με το Μ.Κ.7 ήταν παρών, δεν ανέφερε κάτι τέτοιο. Σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσειόντων δεν υπάρχει μαρτυρία αν ο Ουλουπής, ο οποίος ασχολείτο με την τοποθέτηση της βαλίτσας με τα ναρκωτικά στο πάτωμα και το άνοιγμά της, άκουσε τη δήλωση του εφεσίβλητου ή αν ακόμα ήταν σε θέση να την ακούσει. Γι’ αυτό η δήλωση θα έπρεπε να γίνει αποδεκτή ως μαρτυρία και να αξιολογηθεί. 

Κατ’ αρχήν θα πρέπει να λεχθεί ότι ο Μ.Κ.7 σαφώς αναφέρει την παρουσία του Ουλουπή στη σκηνή όταν εφιστούσε την προσοχή του εφεσίβλητου στο νόμο. Είναι αλήθεια ότι στον Ουλουπή καμιά απολύτως ερώτηση δεν έγινε σχετικά.  Πέραν όμως αυτού, το Δικαστήριο εξηγεί ότι δεν είναι μόνο αυτός ο λόγος για τον οποίο δεν έγινε πιστευτή η μαρτυρία του συγκεκριμένου μάρτυρα. Με με[*250]γάλη λεπτομέρεια εξηγούνται οι λόγοι απόρριψης της συγκεκριμένης μαρτυρίας και οι εύλογες αμφιβολίες αναφορικά με τα γεγονότα που έλαβαν χώρα κατά το χρόνο σύλληψης του εφεσίβλητου στη σκηνή και το περιεχόμενο της απάντησης που ο τελευταίος φέρεται να έδωσε στους αστυνομικούς που τον συνέλαβαν.

Με το δεύτερο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το Δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο πλημμελώς. Προβάλλεται το επιχείρημα ότι η απόρριψη των κατηγοριών για παράνομη κατοχή και κατοχή με σκοπό την προμήθεια συνδέθηκε με την απόρριψη της κατηγορίας για παράνομη εισαγωγή, ενώ δεν αιτιολογείται το συμπέρασμα ότι η μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής δεν οδηγεί στο αποκλειστικό συμπέρασμα ότι ο εφεσίβλητος είναι ένοχος των αδικημάτων που αντιμετώπιζε.

Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι οι νομικές αρχές εφαρμόστηκαν λανθασμένα, ενώ σειρά γεγονότων που έγιναν αποδεκτά, στοιχειοθετούν γνώση εκ μέρους του εφεσίβλητου.  Τα γεγονότα αυτά είναι, μεταξύ άλλων, η αδικαιολόγητη παρουσία του εφεσίβλητου στο λιμάνι Λεμεσού, η επικοινωνία που είχε λίγες μέρες πριν, με τον ιδιοκτήτη του οχήματος για να του ζητήσει το όχημα, η προσπάθειά του να πληροφορηθεί το χώρο στάθμευσης.

Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την εκδοχή των μαρτύρων κατηγορίας. Η Κατηγορούσα Αρχή έχει την υποχρέωση να αποδείξη την υπόθεσή της εναντίον του κατηγορούμενου.  Το Δικαστήριο, πολύ ορθά, μετά την απόρριψη της εκδοχής της Κατηγορούσας Αρχής, δεν μπορούσε να προσπαθήσει μέσα από τη συμπεριφορά του εφεσίβλητου να αντλήσει συμπεράσματα τα οποία δυνατόν να στοιχειοθετούσαν την ενοχή του. Όσα υπέδειξε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα δεν μπορούσαν, έστω και σωρευτικά, να οδηγήσουν σε συμπεράσματα ενοχής, στον απαιτούμενο βαθμό βεβαιότητας.

Οι κατηγορίες θα πρέπει να αποδεικνύονται πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και όσα ερωτηματικά κι αν η συμπεριφορά του εφεσίβλητου εγείρει, δεν θα ήταν δυνατόν να καταδικαστεί μετά την απόρριψη της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής. Υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων, όσον εύλογες και αν είναι αυτές, δεν επιτρέπονται (Λοΐζου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 363).

Εν όψει όλων των ανωτέρω, η έφεση απορρίπτεται.

H έφεση απορρίπτεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο