(2002) 2 ΑΑΔ 473

[*473]8 Οκτωβρίου, 2002

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

v.

ΑΝΤΩΝΗ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ (AP. 1),

Εφεσιβλήτου.

(Ποινική Έφεση Αρ. 7103)

 

Αθωωτική δικαστική απόφαση ― Πρόκληση θανάτου από απερίσκεπτη οδήγηση, κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Πλημμελής εφαρμογή του νόμου επί των πραγματικών γεγονότων ― Παραμερισμός αθωωτικής δικαστικής απόφασης κατ’ έφεση.

Πρόκληση θανάτου κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Ποία τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος.

Το βράδυ της 30ης/12/98, ο εφεσίβλητος, ηλικίας τότε 17½ ετών ενώ δεν είχε άδεια οδήγησης αυτοκινήτου ούτε οποιεσδήποτε σχετικές γνώσεις ή πείρα πήρε το αυτοκίνητο της μητέρας του χωρίς τη συγκατάθεση της, με συνεπιβάτες δύο φίλους του και το οδήγησε διά μέσου του χωριού Ακάκι. Μετά από κάποια στροφή το αυτοκίνητο βγήκε από το δρόμο και προσέκρουσε σε ξύλινο τηλεφωνικό πάσσαλο τον οποίο απέκοψε και το αυτοκίνητο κατεστράφη ολοσχερώς.  Ο ένας από τους δύο φίλους του, ο οποίος καθόταν στο πίσω κάθισμα απεβίωσε από τα τραύματα που υπέστη.

Μεταξύ των κατηγοριών που αντιμετώπισε ο εφεσίβλητος ήταν και η κατηγορία για πρόκληση του θανάτου του θύματος κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Κατά τη βασική θέση της κατηγορούσας αρχής, αυτό ήταν το αποτέλεσμα απερίσκεπτης συμπεριφοράς του εφεσίβλητου.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσίβλητος αντιμετώπισε απρόβλεπτο κίνδυνο, τον οποίο στοιχειοθετούσε, μεταξύ άλλων, [*474]η ιδιότυπη διαμόρφωση του δρόμου κοντά στο σημείο που υπήρχε ο πάσσαλος, το σκούρο χρώμα του πασσάλου και το αριστερό ασφαλτοστρωμένο παγκέττο το οποίο, ιδίως κατά τη νύχτα, έδινε την εντύπωση πως αποτελούσε μέρος του δρόμου. 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε πως δεν απεδείχθη οτιδήποτε το μεμπτό στον τρόπο με τον οποίο ο εφεσίβλητος είχε οδηγήσει το αυτοκίνητο.

Ο Γενικός Εισαγγελέας εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το Εφετείο δύναται να παρέμβει στη βάση της παραγράφου (1)(α)(iii) του Άρθρου 137 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, αφού διαπιστώνεται πλημμελής εφαρμογή του Νόμου επί των πραγματικών γεγονότων.

2.  Σε κατηγορία δυνάμει του Άρθρου 210 για απερίσκεπτη πράξη ή συμπεριφορά, το ζήτημα δεν περιορίζεται αποκλειστικώς στο συγκεκριμένο τρόπο οδήγησης του αυτοκινήτου. Η απερισκεψία, ως στοιχείο τέτοιας κατηγορίας, μπορεί να μη συνδέεται με αυτό καθ’ εαυτό τον τρόπο της οδήγησης.

3.  Στην παρούσα υπόθεση η συμπεριφορά του εφεσίβλητου αποτελούσε απερίσκεπτη συμπεριφορά και στοιχειοθετείται το αδίκημα εφόσον καταδειχθεί αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πρόσκρουσης στον πάσσαλο και της έλλειψης γνώσεων, πείρας και ικανότητας για οδήγηση αυτοκινήτου από τον εφεσίβλητο.

4.  Ένας στοιχειωδώς ικανός οδηγός, θα μπορούσε, υπό τις συνθήκες της υπόθεσης, να αντιμετωπίσει την κατάσταση με ένα απλούστατο ελαφρύ ελιγμό εφόσον δεν έτρεχε. Η αντίδραση του εφεσίβλητου, όπως ο ίδιος την περιέγραψε, αμέσως να στρίψει το τιμόνι και να χρησιμοποιήσει τα φρένα με αποτέλεσμα την απώλεια του ελέγχου του αυτοκινήτου του, ήταν παράλογη. Βρισκόταν έξω από κάθε μέτρο και αυτό, στο πλαίσιο του συνόλου των δεδομένων, δεν μπορεί παρά να είναι ευθέως συνυφασμένο με την απειρία του, την έλλειψη των απαραιτήτων γνώσεων και συναφώς της απαιτούμενης ικανότητας για την οδήγηση αυτοκινήτου.

Η έφεση επιτράπηκε. Ο εφεσίβλητος κρίθηκε ένοχος στην κατηγορία.

[*475]Αναφερόμενες υποθέσεις:

Γενικός Εισαγγελέας ν. Μανώλη (1995) 2 Α.Α.Δ. 207,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Σωφρονίου (2000) 2 Α.Α.Δ. 151,

R. v. Lawrence [1981] 1 All E.R. 974,

R. v. Reid [1992] 3 All E.R. 673.

Έφεση εναντίον Αθωωτικής Απόφασης.

Έφεση από το Γενικό Εισαγγελέα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπόθεση Αρ. 26012/99), ημερομηνίας 6/4/2001, με την οποία ο κατηγορούμενος, ο οποίος αντιμετώπιζε κατηγορία για πρόκληση θανάτου του θύματος κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, αθωώθηκε και απαλλάχθηκε.

Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας A΄, για τον Εφεσείοντα.

Θ. Ανδρέου, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Στις 30.12.98, ο εφεσίβλητος, ηλικίας τότε 17½ ετών, δεν είχε άδεια οδήγησης αυτοκινήτου ούτε οποιεσδήποτε σχετικές γνώσεις ή πείρα. Όπως κατέθεσε, έμαθε να οδηγεί μέσα στα χωράφια όπου βοηθούσε τον πατέρα του, με την περαιτέρω επεξήγηση “όταν λέω οδηγώ εννοώ ήξερα να πατώ το κλάτς να βάζω μια ταχύτητα και να κλώνω το τιμόνι”.  Εν τούτοις, πήρε το αυτοκίνητο της μητέρας του με αριθμό DS 241, χωρίς τη συγκατάθεσή της και το οδήγησε δια μέσου του χωριού Ακάκι. Δίπλα του καθόταν ο φίλος του Α. Στασής (ΜΚ10) και στο πισινό κάθισμα ο επίσης φίλος του Ν. Χατζηγιάννης. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα, στην οδό Ανεξαρτησίας, μετά από στροφή, το αυτοκίνητο βγήκε από το δρόμο και προσέκρουσε σε ξύλινο τηλεφωνικό πάσσαλο αφού άφησε ίχνη μήκους 31.5 μ. Ο πάσσαλος απεκόπη. Το αυτοκίνητο κατεστράφη ολοσχερώς. Ο άτυχος Ν. Χατζηγιάννης απεβίωσε από τα τραύματα που υπέστη.

[*476]Ο εφεσίβλητος αντιμετώπισε και άλλες κατηγορίες αλλά η έφεση αφορά στην κατηγορία για πρόκληση του θανάτου του θύματος κατά παράβαση του άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.  Κατά τη βασική θέση της κατηγορούσας αρχής, αυτό ήταν το αποτέλεσμα απερίσκεπτης συμπεριφοράς του εφεσίβλητου αλλά το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε πως δεν απεδείχθη οτιδήποτε το μεμπτό στον τρόπο με τον οποίο ο εφεσίβλητος είχε οδηγήσει το αυτοκίνητο. Στη βάση της μαρτυρίας που  είχε προσαχθεί, έκρινε ως εξής:  Δεν είχε αποδειχτεί πως η ταχύτητα του αυτοκινήτου του εφεσείοντα ήταν υπερβολική. Δεν μπορούσε συναφώς να στηριχτεί με ασφάλεια στη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα που κάλεσε η κατηγορούσα αρχή σύμφωνα με την οποία τα ίχνη που άφησε το αυτοκίνητο ήταν πλάγιας ολίσθησης, ενδεικτικά μεγάλης ταχύτητας σε στροφή. Όπως εξήγησε, δεν μπορούσε να αποκλείσει τη διαφορετική ερμηνεία των ιχνών από τον εμπειρογνώμονα που κάλεσε ο εφεσίβλητος. Αυτός είχε την άποψη πως τα ίχνη ήταν ό,τι περιγράφονται ως “yaw marks”. Δηλαδή ίχνη που προκαλούνται από απότομη στροφή και ταυτόχρονη εφαρμογή των φρένων. Περαιτέρω, η αποκοπή του πασσάλου και οι εκτεταμένες ζημιές που υπέστη το αυτοκίνητο δεν ήταν αφ’ εαυτών ενδεικτικές μεγάλης ταχύτητας, χωρίς επί τούτου μαρτυρία. Ιδίως εφόσον, όπως απεδείχθη, το αυτοκίνητο βρισκόταν σε κακή κατάσταση. Ο στύλος του ήταν συγκολλημένος και επομένως οι αντιστάσεις του μειωμένες.

Στο πλαίσιο του συνόλου δέχτηκε ως αληθινή την ένορκη μαρτυρία του εφεσιβλήτου που υποστηριζόταν από τη μαρτυρία του φίλου του, ο οποίος κατέθεσε ως μάρτυρας κατηγορίας. Οδηγούσε κανονικά, διατηρούσε τον έλεγχο του αυτοκινήτου και η ταχύτητά του ήταν μικρή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε αυτή την εκτίμηση ως προς την αξιοπιστία παρά το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος, στη γραπτή του κατάθεση στην αστυνομία, είχε εκτιμήσει πως η ταχύτητά του ήταν της τάξης των 70 χιλιομέτρων ανά ώρα. Ο κατηγορούμενος εξήγησε πως είχε κάμει λάθος και, στο ίδιο πλαίσιο, αναφέρθηκε στο γεγονός ότι ο δρόμος είχε αλλεπάλληλες στροφές που δεν επέτρεπαν την ανάπτυξη μεγαλύτερης ταχύτητας.

Κατά την κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου, ο εφεσίβλητος αντιμετώπισε απρόβλεπτο κίνδυνο, όχι επειδή παρενεβλήθη οποιαδήποτε ενέργεια τρίτου. Δεν υπήρχε άλλη κίνηση στο δρόμο εκείνη την ώρα. Τον απρόβλεπτο κίνδυνο τον στοιχειοθετούσε η διαμόρφωση του δρόμου. Ήταν η μαρτυρία του εφεσίβλητου πως μόλις διήλθε από μια διάβαση πεζών, ενώ οδηγούσε μέσα στα όρια των χαρακτηριστικών γραμμών ζικ-ζακ μετά από αυτή, είδε μπροστά του, στη μέση του δρόμου, ένα πάσσαλο. [*477]Αντέδρασε στρίβοντας το τιμόνι και χρησιμοποιώντας τα φρένα του αυτοκινήτου, και χωρίς πλέον να έχει οποιαδήποτε δυνατότητα άσκησης ελέγχου στο αυτοκίνητο, προσέκρουσε στον πάσσαλο.

Το πρωτόδικο δικαστήριο συνυπολόγισε τα πιο κάτω. Ο πάσσαλος ήταν σκούρου χρώματος και επειδή ο φωτισμός στην περιοχή ήταν ελλιπής δεν ήταν ορατός από τη διάβαση πεζών που αποτελούσε το σημείο αναφοράς σε σχέση με την έναρξη της ορατότητας μετά τη στροφή. Περαιτέρω, η διαμόρφωση του δρόμου ήταν ιδιότυπη. Είχε πλάτος 4.5 μ. αλλά στα αριστερά υπήρχε ασφαλτοστρωμένο παγκέτο το οποίο, ιδίως κατά τη νύκτα, έδινε την εντύπωση πως αποτελούσε μέρος του δρόμου. Μόνο που αυτό το παγκέτο διακοπτόταν αμέσως πριν από τον πάσσαλο ο οποίος ήταν τοποθετημένος στο χώμα περίπου ένα μέτρο έξω από το δρόμο. Ο δρόμος ήταν ελαφρά κατηφορικός με κλίση προς τα δεξιά και σημειώθηκαν, σε σχέση με τον κίνδυνο παραπλάνησης οδηγού, η φορά των γραμμών ζικ-ζακ στα όρια των οποίων οδηγούσε ο εφεσίβλητος.

Ορισμένοι από τους λόγους έφεσης αφορούν στις διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με τα γεγονότα. Άπτονται των εκτιμήσεων του σε σχέση με την αξιοπιστία των μαρτύρων, περιλαμβανομένων και των εμπειρογνωμόνων που κάλεσε η κάθε πλευρά. Ο εφεσίβλητος παρέπεμψε στις περιοριστικές διατάξεις του άρθρου 137 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155. Ο κ. Μαππουρίδης εισηγήθηκε πως ιδίως οι εισηγήσεις του σε σχέση με τη μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων καλύπτονται από την παράγραφο (1)(α)(ιι) σύμφωνα με την οποία έφεση από το Γενικό Εισαγγελέα μπορεί να ασκηθεί και για το ότι “απόδειξη έγινε πλημμελώς δεκτή ή αποκλείστηκε”. Όπως πρότεινε, η μαρτυρία του εμπειρογνώμονα της κατηγορούσας αρχής στην πραγματικότητα αποκλείστηκε πλημμελώς αφού χαρακτηρίστηκε ως θεωρητική. Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε. Το Δικαστήριο δεν απέκλεισε καμιά μαρτυρία ως απαράδεκτη κατά το δίκαιο της απόδειξης. Εξέτασε τις μαρτυρίες όλων των μαρτύρων, τις αντιπαρέβαλε και υπό το φως του συνόλου κατέληξε σε εκτιμήσεις στη βάση των οποίων στηρίχτηκαν και οι διαπιστώσεις του σε σχέση με τα γεγονότα στα οποία αυτές αφορούσαν. (Βλ. συναφώς Γενικός Εισαγγελέας ν. Μανώλη (1995) 2 Α.Α.Δ. 207 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Σωφρόνης Σωφρονίου (2000) 2 Α.Α.Δ. 151).

Βλέπουμε όμως σαφή βάση ως προς τα υπόλοιπα. Εννοούμε τα συμπεράσματα στα οποία αναπόφευκτα οδηγεί η μαρτυρία [*478]όπως τη δέχτηκε το Δικαστήριο. Και για τους λόγους που θα εξηγήσουμε στοιχειοθετείται αιτία παρέμβασης στη βάση της παραγράφου (1)(α)(ιιι) του άρθρου 137 αφού διαπιστώνεται πλημμελής εφαρμογή του Νόμου επί των πραγματικών γεγονότων.

Το πρωτόδικο δικαστήριο και οι δυο πλευρές συζήτησαν το ζήτημα της απερίσκεπτης οδήγησης με αναφορά στη βασική αγγλική υπόθεση R. v. Lawrence [1981] 1 All ER 974, στην οποία και σε άλλες περιπτώσεις το Ανώτατο Δικαστήριο αναφέρθηκε. [Βλ. και τη μεταγενέστερη απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων στη R. v. Reid [1992] 3 All ER 673, που την επιβεβαίωσε]. Δεν στοιχειοθετείται απερίσκεπτη ενέργεια ή συμπεριφορά απλώς με την απόδειξη αμελούς οδήγησης, με την έννοια της οδήγησης που εξ αντικειμένου υπολείπεται της αναμενόμενης από το μέσο συνετό οδηγό. Υπεισέρχεται ως συστατικό του όρου, με τη συνήθη του έννοια, υποκειμενικό στοιχείο. Αυτό είναι συναρτημένο προς τη συγκεκριμένη ενέργεια, στην οδήγηση εφόσον συζητούμε για τέτοια περίπτωση. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του Lord Diplock στη σελ. 982:

«Ιn my view, an appropriate instruction to the jury on what is meant by driving recklessly would be that they must be satisfied of two things: first, that the defendant was in fact driving the vehicle in such a manner as to create an obvious and serious risk of causing physical injury to some other person who might happen to be using the road or of doing substantial damage to property; and, second, that in driving in that manner the defendant did so without having given any thought to the possibility of there being any such risk or, having recognised that there was some risk involved, had none the less gone on to take it.

It is for the jury to decide whether the risk created by the manner in which the vehicle was being driven was both obvious and serious and, in deciding this, they may apply the standard of the ordinary prudent motorist as represented by themselves.

If satisfied that an obvious and serious risk was created by the manner of the defendant’s driving, the jury are entitled to infer that he was in one or other of the states of mind required to constitute the offence and will probably do so; but regard must be given to any explanation he gives as to his state of mind which may displace the inference.»

[*479]Σε μετάφραση:

«Κατά τη γνώμη μου, μια κατάλληλη οδηγία προς τους ενόρκους αναφορικά με την έννοια της απερίσκεπτης οδήγησης θα πρέπει να ικανοποιεί δυο πράγματα. Πρώτον, ότι ο κατηγορούμενος πράγματι οδηγούσε το όχημα κατά τρόπο που να δημιουργούσε εμφανή και σοβαρό κίνδυνο πρόκλησης φυσικής βλάβης σε άλλο πρόσωπο που θα τύγχανε να χρησιμοποιούσε το δρόμο ή ουσιαστικής ζημιάς σε περιουσία· και, δεύτερον, ότι ο κατηγορούμενος οδηγούσε κατ’ αυτό τον τρόπο χωρίς να είχε στρέψει την προσοχή του προς την πιθανότητα ύπαρξης τέτοιου κινδύνου ή, αφού αναγνώρισε πως υπήρχε κάποιος κίνδυνος, εν τούτοις προχώρησε αναλαμβάνοντάς τον.

Είναι οι ένορκοι που αποφασίζουν το κατά πόσο ο κίνδυνος που δημιουργήθηκε από τον τρόπο οδήγησης του οχήματος ήταν ταυτόχρονα εμφανής και σοβαρός και, κατά την απόφαση αυτή, οι ένορκοι μπορούν να χρησιμοποιούν το επίπεδο του συνήθους συνετού οδηγού όπως τον προσωποποιούν οι ίδιοι.

Αν ικανοποιηθούν ότι είχε δημιουργηθεί εμφανής και σοβαρός κίνδυνος από τον τρόπο οδήγησης του κατηγορούμενου δικαιούνται να συμπεράνουν ότι είχε τη μια ή την άλλη από τις νοητικές καταστάσεις που στοιχειοθετούν το αδίκημα και πιθανόν αυτό θα κάμουν· πρέπει όμως να εξετάζεται οποιαδήποτε εξήγηση την οποία ο ίδιος ο κατηγορούμενος δίδει αναφορικά με τη νοητική του κατάσταση η οποία είναι δυνατό να αναιρέσει το συμπέρασμα.»

Στην παρούσα περίπτωση, με δοσμένες τις διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα, η ορθότητα των οποίων δεν είναι δυνατό να αποτελέσει αντικείμενο αυτής της έφεσης, δεν στοιχειοθετείται συγκεκριμένος τρόπος οδήγησης του αυτοκινήτου που να μπορεί αφ’ εαυτού να θεωρηθεί ότι δημιουργούσε οποιονδήποτε κίνδυνο πριν από τη διέλευσή του από τη διάβαση πεζών. Από εκεί δε και μέχρι τη σύγκρουση έχουμε μόνο την αντίδραση του εφεσίβλητου μπροστά σε ό,τι ο ίδιος θεώρησε ως κίνδυνο. Όμως, σε κατηγορία δυνάμει του άρθρου 210 για απερίσκεπτη πράξη ή συμπεριφορά, το ζήτημα δεν περιορίζεται αποκλειστικώς στο συγκεκριμένο τρόπο οδήγησης του αυτοκινήτου. Η απερισκεψία, ως στοιχείο τέτοιας κατηγορίας,  μπορεί να μη συνδέεται με αυτό καθ’ εαυτό τον τρόπο της οδήγησης. Παραπέμπουμε συναφώς στη νομολογία που συνοψίζεται στον Wilkinson’ s Road Traffic Offences 4η έκδοση  παράγραφοι 1-[*480]302 και 1-307 σε σχέση με τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος και στις περιπτώσεις οδήγησης με γνώση ελαττώματος στο αυτοκίνητο ή με γνώση του κινδύνου το φορτίο του να πέσει ή μετά από κατανάλωση οινοπνεύματος σε βαθμό που επηρέαζε την ικανότητα οδήγησης. Αυτά, βεβαίως, υπό τη βασική προϋπόθεση της θεμελίωσης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των πιο πάνω και του αποτελέσματος. Όπως και στην περίπτωση άλλης νομολογίας στην οποία αναφέρεται η παράγραφος 1-307 του πιο πάνω συγγράμματος  στην οποία, σε κατηγορία για πρόκληση θανάτου από απερίσκεπτη οδήγηση, κρίθηκε σχετική η προσαγωγή μαρτυρίας για οδήγηση από “μαθητευόμενο” οδηγό χωρίς την προβλεπόμενη επιτήρηση.

Ο εφεσίβλητος εδώ ήταν κινούμενος κίνδυνος.  Δεν είχε οποιαδήποτε άδεια οδήγησης και ήταν εντελώς άπειρος, χωρίς βασικές γνώσεις σε σχέση με τον τρόπο οδήγησης αυτοκινήτου. Εν τούτοις, ανέλαβε να οδηγήσει το αυτοκίνητο της μητέρας του μέσα σε κατοικημένη περιοχή, μεταφέροντας επιβάτες σε δρόμο στενό, με αλλεπάλληλες στροφές, μάλιστα κατά τη νύκτα. Αυτά αποτελούν απερίσκεπτη συμπεριφορά και θα στοιχειοθετείται το αδίκημα εφόσον καταδειχθεί αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πρόσκρουσης στον πάσσαλο και της έλλειψης γνώσεων, πείρας και ικανότητας για οδήγηση αυτοκινήτου από τον εφεσίβλητο.

Δεν νομίζουμε ότι στην παρούσα περίπτωση το ζήτημα της ορατότητας από τη διάβαση μέχρι το πάσσαλο ή το ζήτημα του ασφάλτινου παγκέτου και της διαμόρφωσης του δρόμου εξ αιτίας του, εδικαιολογείτο να είχαν προσλάβει τη σημασία που τους απέδωσε το πρωτόδικο δικαστήριο. Ούτως ή άλλως το αυτοκίνητο του εφεσείοντα άφησε ίχνη μήκους 31.5 μ. από τον πάσσαλο και, όπως αναγνώρισε και το πρωτόδικο δικαστήριο, της αντίδρασης του εφεσίβλητου θα πρέπει να προηγήθηκε και κάποιος χρόνος σκέψης. Περαιτέρω, δεν ήταν η μαρτυρία του εφεσίβλητου ότι οδηγούσε στο παγκέτο για να είχε σημασία η εντύπωση που δινόταν πως αυτό αποτελούσε μέρος του δρόμου. Αλλά και το ζήτημα της φοράς των γραμμών ζικ-ζακ δεν αφαιρεί οτιδήποτε από την εικόνα μιας κατάστασης η οποία, όσο και αν θα μπορούσε να ήταν καλύτερη, κάθε άλλο παρά έθετε όποιον οδηγό περνούσε τη διάβαση μπροστά σε απρόβλεπτο κίνδυνο για τον οποίο θα χρειαζόταν τόσο δραστική αντίδραση. Το πιο πολύ, είδε τον πάσσαλο στην ευθεία μπροστά του, έστω χωρίς να μπορεί να διακρίνει σε εκείνο το στάδιο ότι διακοπτόταν μπροστά του το ασφάλτινο παγκέτο. Ένας στοιχειωδώς ικανός οδηγός, θα μπορούσε να αντιμετωπίσει την κατάσταση με ένα απλούστατο ελαφρύ ελιγμό, εφόσον δεν έτρεχε. Η αντίδραση του εφεσίβλητου, όπως ο ίδιος την περιέγραψε, αμέσως να στρί[*481]ψει το τιμόνι και να χρησιμοποιήσει τα φρένα με αποτέλεσμα την απώλεια του ελέγχου του αυτοκινήτου του, ήταν παράλογη. Βρισκόταν έξω από κάθε μέτρο και αυτό, στο πλαίσιο του συνόλου των δεδομένων, δεν μπορεί παρά να είναι ευθέως συνυφασμένο με την απειρία του, την έλλειψη των απαραίτητων γνώσεων και συναφώς της απαιτούμενης ικανότητας για την οδήγηση αυτοκινήτου. H έφεση επιτυγχάνει. Παραμερίζουμε την πρωτόδικη απόφαση και βρίσκουμε τον εφεσίβλητο ένοχο στην κατηγορία.

Η έφεση επιτρέπεται. Ο εφεσίβλητος κρίνεται ένοχος στην κατηγορία.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο