(2003) 2 ΑΑΔ 220

[*220]22 Απριλίου, 2003

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

(Ποινική Έφεση Αρ. 7223)

ΚΩΣΤΑΣ ΖΥΠΙΤΗΣ,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 7224)

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

v.

ΚΩΣΤΑ ΖΥΠΙΤΗ,

Εφεσίβλητου.

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 7223, 7224)

 

Ποινικός Κώδικας ― Πρόκληση θανάτου από αλόγιστη, απερίσκεπτη ή επικίνδυνη πράξη μη αναγόμενη σε υπαίτια αμέλεια, κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 111/89 ― Ποία τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος.

Άδεια οδικής χρήσης ― Μεταφορά επιβατών πέραν του επιτρεπτού ορίου ― Η εξασφάλιση άδειας οδικής χρήσης αποτελεί προϋπόθεση για τη χρήση λεωφορείου για τη μεταφορά επιβατών ― Ο έχων τον έλεγχο του αυτοκινήτου έχει ιδιάζουσα γνώση περί των γεγονότων που σχετίζονται με την ύπαρξη άδειας οδικής χρήσης και αντίστοι[*221]χο καθήκον να αποδείξει την ύπαρξή της.

Δικαιώματα κατηγορουμένου ― Δικαίωμα για δίκαιη δίκη ― Αρχή της ισότητας των όπλων ― Κατά πόσο παραβιάσθηκε με την άρνηση του Δικαστηρίου να εγκρίνει, στο πλαίσιο νομικής αρωγής που χορηγήθηκε για την υπεράσπιση κατηγορουμένου, αίτημα για αμοιβή εμπειρογνώμονος.

Ποινή ― Μεταφορά επιβατών πέραν το επιτρεπτού ορίου ― Επιβολή, κατ’ έφεση, ποινής φυλάκισης τριών μηνών.

Ευρήματα Δικαστηρίου ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Έφεση ― Αρχές, που διέπουν επέμβαση του Εφετείου.

Ο εφεσείων, στην υπόθεση αυτή, κρίθηκε ένοχος σε οκτώ κατηγορίες για την πρόκληση θανάτου σε αντίστοιχο αριθμό επιβατών λεωφορείου, το οποίο οδηγούσε, κατά παράβαση των προνοιών του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και σε μία κατηγορία για την οδήγηση λεωφορείου χωρίς άδεια κυκλοφορίας. Το Δικαστήριο απάλλαξε τον εφεσείοντα της κατηγορίας για τη μεταφορά επιβατών πέραν του επιτρεπτού ορίου. Με τον εφεσείοντα συγκατηγορήθηκε και ο εργοδότης του ο οποίος κρίθηκε ένοχος μετά από παραδοχή στις κατηγορίες προσθήκης νέων καθισμάτων στο λεωφορείο και ότι επέτρεψε τη χρήση του λεωφορείου χωρίς άδεια κυκλοφορίας.  Μετά την επιβολή ποινής κατέθεσε ως μάρτυρας κατηγορίας εναντίον του εφεσείοντος.

Τα γεγονότα διαδραματίστηκαν στις 30 Ιανουαρίου 2000, ημέρα Κυριακή, όταν ο εφεσείων κλήθηκε από τον εργοδότη του να μεταφέρει με το λεωφορείο αριθμό αλλοδαπών κατοίκων Λάρνακας, που ήθελαν να εκδράμουν στο χιονισμένο Τρόοδος.  Ο αριθμός των επιβατών ανερχόταν σε τριάντα - είκοσι τρεις ενήλικες και επτά παιδιά. Ο εφεσείων έλεγξε τα φρένα του λεωφορείου προτού ξεκινήσει. Σύντομα μετά την έναρξη του ταξιδίου, το λεωφορείο παρουσίασε δυσλειτουργία του συστήματος πέδησης του με αποτέλεσμα να μην υπάρχει η δυνατότητα ελέγχου της πορείας του. Κατά την επιστροφή του λεωφορείου στη Λάρνακα, σε στροφή του συνεχώς κατηφορικού δρόμου, το λεωφορείο προσέκρουσε διαδοχικά σε δύο σημεία του προστατευτικού τοιχώματος στην άκρη του δρόμου, παρεξέκλινε από την πορεία του και, κινούμενο διαγωνίως, προσέκρουσε σε δύο σημεία με μικρότοιχο αυλακιού στην απέναντι όχθη του δρόμου, με αποτέλεσμα να ανατραπεί και τελικά να ακινητοποιηθεί.  Συνέπεια του δυστυχήματος ήταν η απώλεια της ζωής οκτώ επιβατών και ο τραυματισμός πολλών άλλων.

[*222]Ο εφεσείων κλήθηκε σε απολογία σε όλες τις κατηγορίες. Ο δικηγόρος του υπέβαλε αίτημα όπως το Δικαστήριο εγκρίνει, στο πλαίσιο της νομικής αρωγής που του χορηγήθηκε για την υπεράσπισή του, ποσό £3.000,00 αμοιβή σε εμπειρογνώμονα για την προετοιμασία και την προσέλευση του να καταθέσει σε θέματα της μηχανολογίας αυτοκινήτου, για τα αίτια της μηχανικής βλάβης του λεωφορείου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα.

Σύμφωνα με την μαρτυρία, η οποία έγινε αποδεκτή, το λεωφορείο παρουσίασε μηχανική δυσλειτουργία κατά την ανάβαση του στο Τρόοδος η οποία ήταν εμφανής τόσο στους επιβάτες όσο και στον εφεσείοντα, γεγονός που τον ανάγκασε να ακινητοποιήσει το λεωφορείο σε σημείο του δρόμου πριν την ακολουθητέα διαδρομή, να ζητήσει τη βοήθεια οδηγού διερχόμενου Pajero, για τη ρυμούλκηση του λεωφορείου στον προορισμό του και να γνωστοποιήσει το γεγονός στον εργοδότη του αναζητώντας οδηγίες για το τι δέον γενέσθαι με την επιστροφή των επιβατών στη Λάρνακα. Οι εμπειρογνώμονες που κλήθηκαν από την Κατηγορούσα Αρχή υποστήριξαν ότι η βλάβη εντοπιζόταν στον συμπλέκτη, όπως και ο ίδιος ο εφεσείων είχε διαπιστώσει.

Έφεση 7223

Το κύριο μέρος της έφεσης στρέφεται εναντίον των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τα αίτια της μηχανικής βλάβης, περιλαμβανομένης της αξιολόγησης και αποδοχής της μαρτυρίας του Προέδρου της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων, που συστάθηκε για την εξέταση της μηχανικής κατάστασης του λεωφορείου.  Προσβλήθηκε επίσης η ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία είχε απορριφθεί το αίτημα της υπεράσπισης για πληρωμή του εμπειρογνώμονος.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η ουσία της υπόθεσης εναντίον του εφεσείοντος εντοπίζεται στο ότι, ενώ διαπίστωσε ότι το λεωφορείο είχε υποστεί μηχανική βλάβη, εγκυμονούσα κινδύνους για τη χρήση του, αποφάσισε να το θέσει σε λειτουργία, εκθέτοντας σε ορατούς κινδύνους την ασφάλεια των επιβατών.

2.  Η κατάρρευση του συστήματος πέδησης του λεωφορείου αποτελεί μηχανική βλάβη. Είναι αδιάφορο, όπως σωστά διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ποία ήταν τα ακριβή αίτια της βλάβης.

[*223]3.      Η μαρτυρία των τριών πραγματογνωμόνων που κατέθεσαν δεν θα μπορούσε να αλλοιώσει, ή να μεταβάλει το υπόβαθρο των γεγονότων που στοιχειοθετούν την καταδίκη του εφεσείοντος, ούτε οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία, όπως εκείνη που ήθελε να προσαγάγει ο εφεσείων, σχετιζόμενη με διαφορετικές εκτιμήσεις ως προς τα αίτια της μηχανικής βλάβης.

4.  Τα ευρήματα του Δικαστηρίου έγιναν υπό το φως των διαπιστώσεων του για την αξιοπιστία των μαρτύρων και ως προς το που έγκειται η αλήθεια για τα διαδραματισθέντα.  Υπό το φως των ευρημάτων αυτών κρίθηκε η ενοχή του εφεσείοντος.

Έφεση 7224

Η Δημοκρατία εφεσίβαλε την αθώωση του κατηγορουμένου στην κατηγορία για τη μεταφορά επιβατών πέραν του επιτρεπτού ορίου.

Αποφασίστηκε ότι:

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να καταδικάσει τον εφεσείοντα στην πιο πάνω κατηγορία, παρά την έλλειψη θετικής μαρτυρίας περί τούτου, βάσει της αρχής ότι ο έχων τον έλεγχο του αυτοκινήτου έχει ιδιάζουσα γνώση περί των γεγονότων που σχετίζονται με την ύπαρξη άδειας οδικής χρήσης (άλλωστε, αυτή είναι η άδεια που του παρέχει έρεισμα για τη μεταφορά επιβατών) και αντίστοιχο καθήκον να αποδείξει την ύπαρξή της.  Πέραν τούτου, η άδεια οδικής χρήσης, η οποία είχε κατατεθεί από την Κατηγορούσα Αρχή, δεν αφήνει αμφιβολία για τον αριθμό των επιβατών που μπορεί να μεταφερθούν σ’ αυτό - είκοσι δύο.  Η μαρτυρία κατέδειξε ότι ο κατηγορούμενος μετέφερε τριάντα επιβάτες.

Η αθώωση και η απαλλαγή του εφεσείοντος πρέπει να παραμεριστεί και να υποκατασταθεί με καταδικαστική απόφαση για το αδίκημα αυτό.

Επιβάλλεται στον εφεσείοντα συντρέχουσα ποινή φυλάκισης τριών μηνών προσμετρούσα από την ημερομηνία της προφυλάκισής του.

Η έφεση 7223 απορρίφθηκε. Η έφεση 7224 επιτράπηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Georghiades v. Police (1985) 2 C.L.R. 56,

[*224]Kades v. Nicolaou and another (1986) 1 C.L.R. 212,

Agapiou v. Panagiotou (1988) 1 C.L.R. 257,

Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172,

Πουτζουρής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 309,

Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 168,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Μανώλη (1995) 2 Α.Α.Δ. 207,

Καρεκλά ν. Κλεάνθους (1997) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1199,

Ιωάννου ν. Κουννίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 1215,

Χριστοδούλου (Ρόπας) κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 628,

Αγαθοκλέους κ.ά. ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 316,

Λοίζου κ.ά. ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 546,

Ανδρέου ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 409,

Gavalas v. Police (1985) 2 C.L.R. 114,

Louroutziatis v. Republic (1983) 2 C.L.R. 125,

Αντωνίου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 299,

R. v. Reid [1992] 3 All E.R. 873,

Kouppis v. Republic (1977) 2 C.L.R. 361,

X v. Switzerland, 11.3.1982 DR 28, 127.

Έφεση εναντίον αθώωσης και Εφεση εναντίον απόρριψης αίτησης του κατηγορούμενου για παροχή νομικής αρωγής.

Έφεση από το Γενικό Εισαγγελέα (Ποιν. Έφεση 7224) εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Υπόθ. Αρ. 15181/2000) ημερ. 8/11/01, με την οποία ο κατηγορούμενος ο οποίος κρίθηκε ένοχος σε οκτώ κατηγορίες για πρόκληση θανάτου σε αντίστοιχο αριθμό επιβατών του λεωφορείου το [*225]οποίο οδηγούσε, κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Κεφ. 154, αθωώθηκε στην ένατη κατηγορία για μεταφορά επιβατών πέραν του επιτρεπτού ορίου και έφεση από τον κατηγορούμενο (Ποινική Έφεση 7223) που στρέφεται κατά της απόρριψης από το πρωτόδικο Δικαστήριο αίτησής του για την παροχή σ’ αυτόν μέσα στο πλαίσιο της χορηγηθείσας για την υπεράσπισή του νομικής αρωγής, ποσού £3.000,- για την αμοιβή πραγματογνώμονα, τον οποίο είχε κατά νου να καλέσει η Υπεράσπιση να καταθέσει για τα αίτια της μηχανικής βλάβης του λεωφορείου.

Α. Ιωάννου, για τον Εφεσείοντα στην Έφεση Αρ. 7223 και τον Εφεσίβλητο στην Έφεση Αρ. 7224.

Ρ. Βραχίμης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη στην Έφεση Αρ. 7223 και για τον Εφεσείοντα στην Έφεση Αρ. 7224.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π.

ΠΙΚΗΣ, Π.: O Κώστας Ζυπιτής, ο εφεσείων, (Ποινική Έφεση  7223), εργοδοτείτο ως οδηγός λεωφορείου σε εταιρεία μεταφοράς επιβατών, που διηύθυνε ο Γεώργιος Πιερή Καλλή, ο εργοδότης. Πτωχεύσας ο ίδιος διηύθυνε εταιρεία μεταφοράς επιβατών, ανήκουσα στη θυγατέρα του. Ένα από τα οχήματα της εταιρείας ήταν το λεωφορείο TCAH 364, εφεξής «το λεωφορείο».

Στις 30 Ιανουαρίου 2000,  ημέρα Κυριακή, ο εφεσείων κλήθηκε από τον εργοδότη του να μεταφέρει με το λεωφορείο αριθμό αλλοδαπών (από τις Φιλιππίνες), κατοίκων της Λάρνακας, που ήθελαν να εκδράμουν στο χιονισμένο Τρόοδος. Ήταν η πρώτη φορά που ο εφεσείων εκαλείτο να οδηγήσει το λεωφορείο, αφότου προσελήφθη στην υπηρεσία του Γεώργιου Πιερή Καλλή, οχτώ μέρες νωρίτερα. Όταν έφτασε στο σημείο παραλαβής των επιβατών, ο εφεσείων διαπίστωσε ότι αυτοί ήταν περισσότεροι απ’ όσους θα μπορούσε να μεταφέρει το όχημά του. Έτσι περιόρισε, σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, τον αριθμό των επιβατών που θα μετέφερε σε τριάντα – είκοσι τρεις ενήλικες και επτά παιδιά. Οι περισσεύσαντες επιβάτες πήραν ταξί για τη μεταφορά τους στο Τρόοδος. Μια από τις επιβάτιδες του λεωφορείου ήταν η Ελίζαπεθ ΧατζηΠασχάλη, μαζί και ο γιος της, ηλικίας δύο χρονών, τον οποίο κρατούσε στα γόνατα της. 

[*226]

Ο εφεσείων, αφού ήλεγξε τα φρένα του λεωφορείου (ποδόφρενο, χειρόφρενο), διαπίστωσε ότι αυτά ήταν σε λειτουργήσιμη κατάσταση, γεγονός που του έδωσε το αίσθημα ασφάλειας, ως είπε, να εκτελέσει το ταξίδι χωρίς ανησυχία. Το λεωφορείο κατευθύνθηκε προς το Τρόοδος μέσω Λεμεσού.  Η τροχαία προς το Τρόοδος ήταν πυκνή.

Ανηφορίζοντας προς το Τρόοδος, στο τελευταίο στάδιο της διαδρομής,  τόσο ο εφεσείων όσο και οι επιβάτες του λεωφορείου διαπίστωσαν ότι αναδυόταν μια μυρωδιά από το λεωφορείο, γεγονός που οδήγησε τον εφεσείοντα, σε συνδυασμό με την πυκνή τροχαία κίνηση, να ακινητοποιήσει το λεωφορείο, για να το ελέγξει.  Πρόδηλο είναι ότι το θεώρησε ανασφαλές να συνεχίσει την πορεία του μέχρι το τέρμα της διαδρομής, παρόλο που η απόσταση που τον χώριζε από αυτό ήταν μόνο διακόσια μέτρα. Οι επιβάτες πήγαν με τα πόδια ως την Πλατεία Τροόδους, όπου ανέμεναν το λεωφορείο τους, για να πάρουν από αυτό το φαγητό που μετέφεραν για το γεύμα τους. Προκύπτει από τα ευρήματα του δικάσαντος Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων δεν το θεώρησε ασφαλές να οδηγήσει το λεωφορείο μέχρι την πλατεία, γεγονός που τον ανάγκασε να ζητήσει τη βοήθεια του οδηγού διερχόμενου Pajero να τον ρυμουλκήσει στον προορισμό του, όπως και έπραξε.

Ο εφεσείων  επικοινώνησε τηλεφωνικώς με τον εργοδότη του, του ανέφερε τα συμβάντα, διατυπώνοντας συγχρόνως την εκτίμηση, βασισμένη βεβαίως στην εμπειρία οδήγησης του λεωφορείου – ότι υπήρχε πρόβλημα στο συμπλέκτη (clutch) του λεωφορείου και η θερμοκρασία στη μηχανή είχε ανέλθει επικίνδυνα, ως έδειχνε ο σηματοδότης, πλησιάζοντας το κόκκινο σημείο. Ο εργοδότης του εκδήλωσε τη δυσαρέσκειά του για το συμβάν και τον επέπληξε με έντονο τρόπο.

Παρά την εκδηλωθείσα μηχανική δυσλειτουργία του λεωφορείου και χωρίς να διενεργηθεί οποιοσδήποτε μηχανικός έλεγχος για την ασφαλή χρήση του, ο εφεσείων πήρε την απόφαση να το οδηγήσει και να μεταφέρει τους τριάντα επιβάτες πίσω στη Λάρνακα. 

Η δυσλειτουργία του αυτοκινήτου εκδηλώθηκε πολύ σύντομα μετά την έναρξη του ταξιδιού της επιστροφής. Καπνός αναδυόταν από το πίσω μέρος του λεωφορείου, ορατός και αισθητός από τους επιβάτες, τον ίδιο τον εφεσείοντα και από τους επιβαίνοντες των αυτοκινήτων που το ακολουθούσαν. Το λεωφορείο συνέχισε [*227]την πορεία του, όπως συνάγεται από τα ευρήματα του Δικαστηρίου, για να διαπιστωθεί σύντομα από τον εφεσείοντα ότι το σύστημα πέδησης του λεωφορείου δε λειτουργούσε και, επομένως, δεν παρεχόταν η δυνατότητα ελέγχου της πορείας του. Σε στροφή του συνεχώς κατηφορικού δρόμου, το λεωφορείο προσέκρουσε διαδοχικά σε δύο σημεία του προστατευτικού τοιχώματος στην άκρη του δρόμου, παρεξέκλινε από την πορεία του και, κινούμενο διαγωνίως, προσέκρουσε σε δύο σημεία σε μικρό τοίχο αυλακιού στην απέναντι όχθη του δρόμου, στην αριστερή πλευρά, με αποτέλεσμα το λεωφορείο να ανατραπεί και, παρεπόμενα, να ακινητοποιηθεί.

Το δυστύχημα είχε μοιραίες συνέπειες για οκτώ από τους επιβάτες του λεωφορείου, περιλαμβανομένου και του μικρού Στέλιου Ανδρέα ΧατζηΠασχάλη, οι οποίοι έχασαν τη ζωή τους από τα τραύματα που υπέστησαν.  Πολλοί από τους υπόλοιπους επιβάτες του λεωφορείου τραυματίστηκαν, άλλοι σοβαρότερα και άλλοι ελαφρότερα.

Σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, βασισμένα σε διαπιστώσεις εμπειρογνωμόνων, η κατάρρευση του συστήματος πέδησης του λεωφορείου οφειλόταν σε μηχανική βλάβη, προερχόμενη από φθορά του συμπλέκτη, ο οποίος καταστράφηκε κατά την ανοδική πορεία του λεωφορείου προς το Τρόοδος. Αυτό αποτέλεσε, όπως διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, και τη γενεσιουργό αιτία της υπερθέρμανσης των φρένων. Το σύστημα πέδησης (τα φρένα), παρά την κατά τα άλλα ικανοποιητική του κατάσταση, ατόνησε και έπαυσε να λειτουργεί, ως αποτέλεσμα της υπερθέρμανσης των τυμπάνων και των αμιάντων τους:-

«Ο συμπλέκτης του λεωφορείου, ο οποίος έχει δίσκο με αμίαντο και στις δύο πλευρές και ο οποίος συνδέει την περιστροφική κίνηση της μηχανής με το κιβώτιο ταχυτήτων και τους τροχούς ήταν εντελώς φθαρμένος.»

Εναντίον του εφεσείοντος προσάφθηκαν έντεκα κατηγορίες, ήτοι:-

(α)  Οκτώ κατηγορίες για την πρόκληση του θανάτου του καθενός από τους οκτώ επιβάτες, που σκοτώθηκαν στο δυστύχημα, αποδίδοντας το θάνατό τους σε αλόγιστη, απερίσκεπτη, ή επικίνδυνη πράξη του εφεσείοντος, μη αναγόμενη σε υπαίτια αμέλεια, κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, ΚΕΦ. 154, όπως διαμορφώθηκε [*228]από το Ν. 111/89.

(β)  Μια κατηγορία για τη μεταφορά επιβατών πέραν του επιτρεπτού αριθμού, κατά παράβαση των όρων άδειας οδικής χρήσης του λεωφορείου.

(γ)  Μια κατηγορία για τη μεταφορά επιβατών επί μη σταθερών καθισμάτων. και

(δ)  Μια κατηγορία για την οδήγηση λεωφορείου χωρίς άδεια κυκλοφορίας. 

Με τον εφεσείοντα συγκατηγορήθηκε και ο εργοδότης του, εναντίον του οποίου προσάφθηκαν τέσσερις κατηγορίες. Συγκεκριμένα, κατηγορήθηκε ότι:-

(α)  Επέτρεψε τη μεταφορά επιβατών πέραν του ορίου που θέτει η άδεια οδικής χρήσης του λεωφορείου.

(β)  Επέτρεψε τη μεταφορά επιβατών σε μη σταθερά καθίσματα.

(γ)  Άλλαξε, ή προσάρμοσε, ή μετέτρεψε τη διάρθρωση του λεωφορείου, με την προσθήκη νέων καθισμάτων. και

(δ)  Επέτρεψε τη χρήση του λεωφορείου χωρίς άδεια κυκλοφορίας.

Αμφότεροι οι κατηγορούμενοι αρνήθηκαν τις κατηγορίες.   Πριν την προσαγωγή μαρτυρίας, η Κατηγορούσα Αρχή απέσυρε την κατηγορία 10 εναντίον του εφεσείοντος (μεταφορά επιβατών σε μη σταθερά καθίσματα) και εναντίον του εργοδότη τις κατηγορίες 12 και 13 (μεταφορά επιβατών πέραν του επιτρεπομένου ορίου και μεταφορά επιβατών σε μη στερεά καθίσματα).  Ο εργοδότης παραδέχτηκε τις κατηγορίες 14 και 15 (προσθήκη καθισμάτων και χρήση λεωφορείου χωρίς άδεια κυκλοφορίας).  Του επιβλήθηκε ποινή και αργότερα κατέθεσε ως μάρτυρας κατηγορίας εναντίον του εφεσείοντος.

Προκαλεί εντύπωση γιατί ο εργοδότης δε διώχθηκε και ως συνεργός για τα αδικήματα για τα οποία κατηγορήθηκε ο εφεσείων. Στη μαρτυρία του, υποστήριξε ότι, συναισθανόμενος τους κινδύνους για την ασφάλεια των επιβατών, στην τηλεφωνική του επικοινωνία με τον εφεσείοντα, του συνέστησε να μη χρησιμοποιήσει το λεωφορείο για το ταξίδι της επιστροφής, λέγοντάς του ότι θα έστελνε δυο μικρά λεωφορεία για να μεταφέρουν τους επιβάτες πίσω. 

Το Δικαστήριο προσήγγισε τη μαρτυρία του εργοδότη ως εκείνη συνεργού στα αδικήματα για τα οποία κατηγορήθηκε ο εφεσείων κάτω από το Άρθρο 210 του Κεφ. 254 και την αξιολόγησε κάτω απ’ αυτό το πρίσμα. Απέρριψε τη μαρτυρία του ως αναληθή, εκπηγάζουσα από τη διάθεσή του να προστατεύσει τα συμφέροντά του κατά πάντα τρόπο, αδιαφορώντας για την αλήθεια των πραγμάτων.

Προς υποστήριξη της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής, κατέθεσαν είκοσι δύο μάρτυρες.  Ο εφεσείων κλήθηκε σε απολογία σε όλες τις κατηγορίες. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε εισήγηση της Υπεράσπισης ότι δεν τεκμηριώθηκε εναντίον του κατηγορουμένου εκ πρώτης όψεως υπόθεση. Ο εφεσείων κατέθεσε από το εδώλιο του μάρτυρα και κάλεσε τρεις μάρτυρες υπεράσπισης. 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκαμε ατομική αναφορά στο περιεχόμενο της μαρτυρίας του κάθε μάρτυρα που κατέθεσε ενώπιον του, περιλαμβανομένου και του εφεσείοντος, και προέβη και πάλιν σε ατομική κρίση της αξιοπιστίας και της σημασίας της μαρτυρίας του καθενός από αυτούς. Το έργο της αξιολόγησης των μαρτύρων επιτέλεσε, καθοδηγούμενο από τις αρχές που έχει θέσει η νομολογία* ως προς το πλαίσιο αξιολόγησης της μαρτυρίας, τις παραμέτρους του εγχειρήματος και το εύρος της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου στη διαπίστωση της αλήθειας των πραγμάτων.

Τα ευρήματα του Δικαστηρίου, τα οποία έχουμε συνοψίσει, έγιναν υπό το φως των διαπιστώσεών του για την αξιοπιστία των μαρτύρων και ως προς το πού έγκειται η αλήθεια για τα διαδραματισθέντα. Υπό το φως των ευρημάτων του, το Δικαστήριο έκρινε τον εφεσείοντα ένοχο και στις οκτώ κατηγορίες για την πρόκληση θανάτου σε αντίστοιχο αριθμό επιβατών του λεωφορείου, κατά παράβαση των προνοιών του Άρθρου 210 του ΚΕΦ. 154. Στον προσδιορισμό των συστατικών στοιχείων του αδικήματος, το οποίο στοιχειοθετεί το Άρθρο 210, γίνεται αναφορά, στην απόφασή του, σε σειρά κυπριακών και αγγλικών αποφάσεων. Εξηγείται ότι, με την τροποποίηση που επέφερε ο Νόμος 111/89, ο νομοθέτης αντικατέστησε το μέρος της κολάσιμης συμπεριφοράς, διατυπωμένο στα Αγγλικά “by want of precaution or by any rash or careless act”, με το ακόλουθο: «λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς». Το άλλο μέρος του Άρθρου 210, ως ήταν αρχικά διατυπωμένο, παρέμεινε το ίδιο, υπό την αίρεση της μεταφοράς του σε ελληνική ορολογία, με μόνη εξαίρεση το ύψος του χρηματικού μέρους της ποινής, που αυξήθηκε από £300,00 σε £1.000,00.*

Επικαλούμενο την Ανδρέου ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 409, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι όροι «αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς», υποδηλώνουν διαζευκτικούς τρόπους διάπραξης του ιδίου αδικήματος. Στην προγενέστερη απόφαση Πέτρου ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 233, επισημαίνονται οι αλλαγές που επέφερε ο Νόμος και διαπιστώνεται ότι ο Νόμος δεν προσδιορίζει τι συνιστά αλόγιστη, απερίσκεπτη και επικίνδυνη πράξη ή συμπεριφορά. 

Στην προηγούμενη απόφαση Gavalas v. The Police (1985) 2 C.L.R. 114, που άπτεται της ερμηνείας του Άρθρου 210, ως είχε πριν την αντικατάστασή του, στην οποία, επίσης, παραπέμπει το Δικαστήριο, εξετάζεται η προϋπάρχουσα νομολογία και γίνονται διαπιστώσεις για τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος, που στοιχειοθετεί το Άρθρο 210. Στην Gavalas, το Δικαστήριο πραγματεύεται, επίσης, την έννοια του όρου “recklessness”, που, ως μπορεί να αποδοθεί στα Ελληνικά με τη σημασία που του αποδόθηκε από την αγγλική νομολογία, υποδηλώνει αδιαφορία έναντι εμφανούς κινδύνου.

Το Δικαστήριο απάλλαξε τον εφεσείοντα της κατηγορίας για τη μεταφορά επιβατών πέραν του επιτρεπτού ορίου, λόγω της αναξιοπιστίας των μαρτύρων, των κυβερνητικών λειτουργών που κατέθεσαν για τα στοιχεία που περιστοίχιζαν την άδεια οδικής χρήσης του λεωφορείου. Η Δημοκρατία εφεσίβαλε (Έφεση 7224) την αθώωση του κατηγορουμένου στην κατηγορία αυτή [*231](9), προβάλλοντας τη θέση ότι τα τεκμήρια που κατέθεσαν οι αναξιόπιστοι, έστω, μάρτυρες και, ειδικά, το Τεκμήριο 34, η άδεια οδικής χρήσης του αυτοκινήτου, δεν αφήνει αμφιβολία για την ενοχή του. Το τεκμήριο 34 είναι η άδεια οδικής χρήσης του λεωφορείου, που επιτρέπει τη χρήση του για τουριστικούς σκοπούς και περιορίζει τον αριθμό επιβατών που μπορεί να μεταφέρει σε 22. Στην απόφαση του Δικαστηρίου, δε φαίνεται να γίνεται αναφορά σ’ αυτό το τεκμήριο, παρά την εισήγηση του εφεσίβλητου (εφεσείοντος στην Έφεση 7223) περί του αντιθέτου.  Η εξασφάλιση άδειας οδικής χρήσης αποτελεί προϋπόθεση για τη χρήση λεωφορείου για τη μεταφορά επιβατών. Γενικά, η χρήση οχήματος για τη μεταφορά επιβατών επ’ αμοιβή προϋποθέτει την εξασφάλιση άδειας.  Δεν πρόκειται για φυσικό αλλά επίκτητο δικαίωμα του ανθρώπου, το οποίο μπορεί να κτηθεί υπό όρους και προϋποθέσεις που θέτει η άδεια, η οποία χορηγείται – (βλ. Louroutziatis v. The Republic (1983) 2 C.L.R. 125 και Αντωνίου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 299). 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο καταδίκασε τον εφεσείοντα στην κατηγορία ότι οδήγησε το λεωφορείο χωρίς άδεια κυκλοφορίας, παρά την έλλειψη θετικής μαρτυρίας περί τούτου, βάσει της αρχής ότι ο έχων τον έλεγχο του αυτοκινήτου έχει ιδιάζουσα γνώση των γεγονότων που σχετίζονται με την ύπαρξη της άδειας και αντίστοιχο καθήκον να αποδείξει την ύπαρξή της. Ανάλογη γνώση αναμένεται να έχει ο οδηγός αυτοκινήτου και για την ύπαρξη άδειας οδικής χρήσης. Άλλωστε, είναι αυτή η άδεια που του παρέχει έρεισμα για τη μεταφορά επιβατών. Συνεπώς, και σ’ αυτή την κατηγορία, ο εφεσείων ήταν σε ιδιάζουσα θέση να καταθέσει τα νομιμοποιητικά στοιχεία για τη χρήση του λεωφορείου σχετικά με τη μεταφορά επιβατών. Επομένως, η μη προσαγωγή από τον εφεσείοντα μαρτυρίας επί του προκειμένου, έπρεπε να οδηγήσει στο ίδιο αποτέλεσμα που είχε η δίωξή του για τη χρήση του λεωφορείου χωρίς άδεια κυκλοφορίας. Πέραν τούτου, η άδεια οδικής χρήσης, η οποία κατατέθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή, δεν αφήνει αμφιβολία για τον αριθμό των επιβατών που μπορεί να μεταφερθούν σ’ αυτό – είκοσι δύο. Η μαρτυρία κατέδειξε ότι ο κατηγορούμενος μετέφερε τριάντα επιβάτες. Η απόφαση του Δικαστηρίου ότι δεν αποδείχθηκε η κατηγορία αυτή είναι εσφαλμένη. Η αθώωση και η απαλλαγή του από την κατηγορία 9 πρέπει να παραμεριστεί και να υποκατασταθεί με απόφαση καταδικαστική για το αδίκημα αυτό.

Προτού αναφερθούμε στην έφεση του καταδικασθέντος και στους λόγους που προβάλλονται προς υποστήριξή της, το θεω[*232]ρούμε επωφελές να προσδιορίσουμε την πεμπτουσία της πράξης ή και της συμπεριφοράς του εφεσείοντος, στην οποία θεμελιώνεται η καταδίκη του στις οκτώ πρώτες κατηγορίες. 

Η μαρτυρία κατέδειξε και έγινε παραδεχτό από το Δικαστήριο ότι το λεωφορείο παρουσίασε μηχανική δυσλειτουργία κατά την ανάβαση στο Τρόοδος, σε βαθμό που να καθιστά προβληματική τη συνέχιση της πορείας του. Η δυσλειτουργία ήταν εμφανής, τόσο στους επιβάτες όσο και στον ίδιο τον εφεσείοντα, γεγονός που τον ανάγκασε να ακινητοποιήσει το λεωφορείο σε σημείο του δρόμου πριν το τέρμα της ακολουθητέας διαδρομής. Οι επιβάτες αναγκάστηκαν να πεζοπορήσουν προς την Πλατεία Τροόδους, διανύοντας απόσταση διακοσίων, περίπου, μέτρων. Ο ίδιος ο εφεσείων το θεώρησε ανασφαλές ή επικίνδυνο να θέσει σε λειτουργία και να οδηγήσει το λεωφορείο πάρα πέρα. Επικαλέστηκε (ο εφεσείων) τη βοήθεια του οδηγού διερχόμενου Pajero, για τη ρυμούλκηση του λεωφορείου στον προορισμό του. Εμφανής ήταν στον εφεσείοντα η ύπαρξη μηχανικής βλάβης, καθιστώσα προβληματική και αβέβαιη την περαιτέρω χρήση του λεωφορείου. Γνωστοποίησε το γεγονός στον εργοδότη του, πληροφορώντας τον, συγχρόνως, ότι, κατά την άποψή του, η βλάβη εντοπίζεται στο συμπλέκτη. Παρόλο που ο εφεσείων δεν είχε μηχανικές γνώσεις, η δυσλειτουργία του συμπλέκτη μπορούσε να γίνει αισθητή από κάθε οδηγό αυτοκινήτου. Άλλη ένδειξη για την ύπαρξη της μηχανικής βλάβης, πήρε, και το σημείωσε ο εφεσείων, από την άνοδο του δείκτη της θερμοκρασίας, που πλησίασε το κόκκινο σημείο. Τις διαπιστώσεις του για την ύπαρξη μηχανικής βλάβης τις διαβίβασε στον εργοδότη του, αναζητώντας, ως συνάγεται, οδηγίες για το τι δέον γενέσθαι με τη μεταφορά των επιβατών πίσω στη Λάρνακα. Αποθαρρυμένος από την αρνητική του στάση για την παροχή διαζευκτικού μέσου για τη μεταφορά των επιβατών πίσω, ο εφεσείων πήρε την απόφαση να κάμει το δρόμο της επιστροφής με το λεωφορείο και έδρασε ανάλογα. Οδήγησε το λεωφορείο χωρίς μηχανική επιθεώρηση και χωρίς να μεριμνήσει για τη διόρθωση της εκδηλωθείσας βλάβης, προτού το χρησιμοποιήσει.  Ο ίδιος δεν είχε μηχανικές γνώσεις, ούτε μπορούσε να προβεί σε ουσιαστική διάγνωση για τα αίτια της μηχανικής βλάβης του λεωφορείου. Είναι αυτή του η απόφαση και, στη συνέχεια, η υλοποίησή της που συνθέτουν το αλόγιστο, το απερίσκεπτο και το επικίνδυνο της συμπεριφοράς του. 

Το αυτοκίνητο αποτελεί, ως υποδεικνύει το Δικαστήριο με αναφορά στην R. v. Reid [1992] 3 All E.R. 873, αντικείμενο ικανό να προκαλέσει το θάνατο ή σοβαρή βλάβη, κατά πάντα χρόνο, όταν αυτό βρίσκεται σε κίνηση, γεγονός που προσδιορίζει και τις ευθύνες του οδηγού για τη χρήση και το καθήκον του για την [*233]προστασία της ασφάλειας τρίτων, πρωτίστως των επιβατών, η ασφάλεια των οποίων εξαρτάται άμεσα από την καλή μηχανική κατάσταση του αυτοκινήτου. Η ανάληψη ευθύνης από τον εφεσείοντα να χρησιμοποιήσει το λεωφορείο για τη μεταφορά των επιβατών εγκυμονούσε άμεσο κίνδυνο για την ασφάλειά τους, κίνδυνο τον οποίο αψήφησε. Είναι αυτή του η πράξη που στοιχειοθετεί το αλόγιστο της συμπεριφοράς του.  Δεν ήταν λελογισμένη ενέργεια, δηλαδή απόρροια της κοινής λογικής, να χρησιμοποιήσει, κάτω από αυτές τις συνθήκες το λεωφορείο για τη μεταφορά των επιβατών. Ταυτόχρονα, η πράξη του ήταν απερίσκεπτη, υποδηλώνουσα αδιαφορία για την ασφάλεια των επιβατών και, παράλληλα, επικίνδυνη, διότι εγκυμονούσε ορατούς κινδύνους.

Η μαρτυρία απέδειξε συντριπτικά ότι το λεωφορείο είχε υποστεί μηχανική βλάβη, γεγονός που καθιστούσε τη χρήση του προβληματική και επικίνδυνη, πράγμα του οποίου  ο εφεσείων ήταν ενήμερος, ως επιμαρτυρεί η απόφασή του να ακινητοποιήσει το λεωφορείο και να αναζητήσει βοήθεια για τη ρυμούλκησή του στον προορισμό του. Είναι αδιαμφισβήτητο και, εξ αντικειμένου, αδιάσειστο ότι η κατάρρευση του συστήματος πέδησης και η επακολουθήσασα αδυναμία του οδηγού να ελέγξει το λεωφορείο οφειλόταν σε μηχανική βλάβη.

Τα ακριβή αίτια της μηχανικής βλάβης, που οδήγησαν στην κατάρρευση του συστήματος πέδησης του λεωφορείου, δεν υπεισέρχονται στον καθορισμό της ευθύνης του οδηγού για την ανεύθυνη πράξη και συμπεριφορά του να οδηγήσει το λεωφορείο, παρά στους κινδύνους που εγκυμονούσε η πράξη του.  Αυτό διαπιστώνει και το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρά την προγενέστερη αναφορά του στην προσαχθείσα μαρτυρία εμπειρογνωμόνων, που έτεινε να επιβεβαιώσει ότι, όντως, η βλάβη εντοπιζόταν στο συμπλέκτη, όπως και ο ίδιος ο εφεσείων είχε διαπιστώσει. Η διασαφήνιση της βάσης της καταδίκης του εφεσείοντος προλειαίνει το έδαφος για την εξέταση του πρώτου λόγου έφεσης, (Ποινική Έφεση 7223), που στρέφεται κατά της απόρριψης από το πρωτόδικο Δικαστήριο αίτησης του για την παροχή σ’ αυτό, μέσα στο πλαίσιο της χορηγηθείσας για την υπεράσπισή του νομικής αρωγής, ποσού £3.000,00, για την αμοιβή πραγματογνώμονα, τον οποίο είχε κατά νου να καλέσει η Υπεράσπιση να καταθέσει για τα αίτια της μηχανικής βλάβης του λεωφορείου. Το ποσό των £3.000,00 ήταν η αμοιβή που ζήτησε το εν λόγω άτομο για να προετοιμαστεί και να καταθέσει στο Δικαστήριο.

[*234]Είναι η θέση του εφεσείοντος ότι, ως αποτέλεσμα της μη έγκρισης του αιτήματός του, παραβιάστηκε η αρχή της ισότητας των όπλων, συστατικό στοιχείο της δικαίας δίκης, ως διαγράφεται στο Άρθρο 30.2 του Συντάγματος.

Μετά την κλήση του εφεσείοντος σε απολογία, ο δικηγόρος του υπέβαλε αίτημα όπως το Δικαστήριο εγκρίνει, στο πλαίσιο της νομικής αρωγής που του χορηγήθηκε για την υπεράσπισή του, ποσό £3.000,00, αμοιβή σε εμπειρογνώμονα για την προετοιμασία και την προσέλευσή του να καταθέσει σε θέματα της μηχανολογίας αυτοκινήτου, για τα αίτια της μηχανικής βλάβης του λεωφορείου.  Το εν λόγω άτομο είχε την ευκαιρία να επιθεωρήσει το λεωφορείο εκ μέρους της εταιρείας στην οποία το όχημα ήταν ασφαλισμένο μετά το δυστύχημα και, επομένως, είχε γνώση της κατάστασής του. Αντικείμενο της μαρτυρίας του πραγματογνώμονα θα ήταν η διαφώτιση του Δικαστηρίου για τη μηχανική κατάσταση του λεωφορείου και τα αίτια της μηχανικής βλάβης. Θεμελιώνοντας το αίτημά της (ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου), η συνήγορος του εφεσείοντος επεσήμανε ότι, επί του ιδίου θέματος, κατέθεσαν τρεις πραγματογνώμονες για την Κατηγορούσα Αρχή, οπόταν η παροχή ανάλογης ευκαιρίας και στην Υπεράσπιση να καλέσει ειδικό επί του θέματος ήταν μέτρο αναγκαίο, προς εξισορρόπηση των όπλων Κατηγορούσας Αρχής και Υπεράσπισης. 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν είχε εξουσία να εγκρίνει την παροχή υλικής αρωγής για το σκοπό που ζητήθηκε, είτε στο πλαίσιο της χορηγηθείσας νομικής αρωγής ή ανεξάρτητα από αυτή. Ο περί Ποινικής Δικονομίας Νόμος, ΚΕΦ. 155, που ορίζει τα της νομικής αρωγής, αναφέρει, δεν προβλέπει την παροχή τέτοιας βοήθειας, ούτε γίνεται πρόνοια περί τούτου στις διατάξεις των Άρθρων 12.5 ή 30.3 του Συντάγματος.

Ενώπιόν μας η δικηγόρος του εφεσείοντος επιχειρηματολόγησε ότι η αρχή της ισότητας των όπλων, που, όντως, αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της δικαίας δίκης, παραβιάστηκε από την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Μας κάλεσε να αποστούμε από το λόγο της Kyriacos Nicola Kouppis v. The Republic (1977) 2 C.L.R. 361, που παρέχει νομολογιακό έρεισμα στην πρωτόδικη απόφαση επί του προκειμένου, και ουσιαστικά να τον ανατρέψουμε.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρά τη διαπίστωση ότι γνώση της επακριβούς μηχανικής βλάβης την οποία υπέστη το λεωφορείο συ[*235]νιστούσε αδιάφορο στοιχείο για την καταδίκη του, προέβη σε αξιολόγηση της μαρτυρίας η οποία προσκομίστηκε επί του προκειμένου, δηλαδή της μαρτυρίας των τριών εμπειρογνωμόνων και, κυρίως, του Μ.Κ.17, για να καταλήξει ότι ο κατηγορούμενος είχε και σαφή αντίληψη της φύσης της μηχανικής βλάβης, την οποία εντόπισε στο συμπλέκτη. Αναντίλεκτο είναι ότι ο εφεσείων εστερείτο μηχανικών γνώσεων. Όντως απεδείχθη ότι ο εφεσείων προέβη στη διαπίστωση ότι ο συμπλέκτης δυσλειτουργούσε, διαπίστωση στην οποία προέβη, λόγω της εμπειρίας του ως οδηγός του λεωφορείου, κατά την ανάβαση στο Τρόοδος. Η ουσία της υπόθεσης εναντίον του εντοπίζεται στο ότι, ενώ διαπίστωσε ότι το λεωφορείο είχε υποστεί μηχανική βλάβη, εγκυμονούσα κινδύνους για τη χρήση του, αποφάσισε, όπως έχουμε νωρίτερα εξηγήσει, να θέσει το λεωφορείο σε λειτουργία, εκθέτοντας σε ορατούς κινδύνους την ασφάλεια των επιβατών.

Η κατάρρευση του συστήματος πέδησης του λεωφορείου αποτελεί εκδήλωση της μηχανικής βλάβης. Είναι αδιάφορο, όπως σωστά διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ποία ήταν τα ακριβή αίτια της βλάβης.  Το σημαντικό είναι ότι υπήρχαν σαφείς ενδείξεις για την ύπαρξη βλάβης, των οποίων ήταν ενήμερος ο εφεσείων, καθιστώντας τη χρήση του λεωφορείου επικίνδυνο εγχείρημα. Τους κινδύνους αυτούς αλόγιστα αψήφησε (ο εφεσείων) και, απερίσκεπτα, πήρε την ευθύνη να οδηγήσει το λεωφορείο στο δρόμο της επιστροφής, εκθέτοντας την ασφάλεια των επιβατών σε προβλεπτούς κινδύνους, η εκδήλωση των οποίων είχε μοιραίες συνέπειες για οκτώ από αυτούς και οδυνηρές για πολλούς άλλους.

Τα ακριβή αίτια της μηχανικής βλάβης ο εφεσείων δεν είχε τη δυνατότητα να τα διαπιστώσει, η δε εκτίμησή του ότι επρόκειτο για φθορά του συμπλέκτη δεν έχει άλλη σημασία από τούτη – ότι είχε άμεση αίσθηση της μηχανικής δυσλειτουργίας του λεωφορείου. Η μαρτυρία των τριών πραγματογνωμόνων που κατέθεσαν δεν θα μπορούσε να αλλοιώσει, ή να μεταβάλει το υπόβαθρο των γεγονότων που στοιχειοθετούν την καταδίκη του εφεσείοντος, ούτε οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία, όπως εκείνη που ήθελε να προσαγάγει ο εφεσείων, σχετιζόμενη με διαφορετικές εκτιμήσεις ως προς τα αίτια της μηχανικής βλάβης. Τούτου δοθέντος, δε θα ασχοληθούμε με το λόγο έφεσης 1,  που σχετίζεται με τη μη παραδοχή του αιτήματος για την αμοιβή μάρτυρα, που είχε κατά νου να καλέσει ο εφεσείων, ως προς τα ακριβή αίτια της μηχανικής βλάβης. Άλλωστε, ως υποδηλώνει η απόφαση της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων X. v. Switzerland, 11/3/1982 DR 28, [*236]127, η επίκληση των αρχών της δικαίας δίκης, σε σχέση με την κλήτευση μάρτυρα, προϋποθέτει τη σχετικότητα της μαρτυρίας, αναφορικά με τα κρίσιμα γεγονότα που άπτονται της ουσίας της κατηγορίας. 

Για τους ίδιους λόγους, δε θα υπεισέλθουμε στην εξέταση των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τα αίτια της μηχανικής βλάβης, γύρω από τα οποία περιστρέφεται το κύριο μέρος της έφεσης, περιλαμβανόμενης της αξιολόγησης και αποδοχής της μαρτυρίας του Μ.Κ.17, Αθανάσιου Κυριακίδη, του Προέδρου της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων, που συστάθηκε από τον Υπουργό Συγκοινωνιών και Έργων για την εξέταση της μηχανικής κατάστασης του λεωφορείου. 

Οι λόγοι έφεσης (Ποινική Έφεση 7223), (20 τον αριθμό) υποδιαιρέθηκαν από τη συνήγορο του εφεσείοντος σε οκτώ ενότητες και αναπτύχθηκαν ανάλογα. Αυτές απολήγουν, όπως αναφέρεται στη σελ. 6 του διαγράμματος του εφεσείοντος, στις ακόλουθες τέσσερις θέσεις, που συνθέτουν τον άξονα προσβολής της καταδίκης του εφεσείοντος.  Αυτές είναι:-

«Α)         Σ’ αυτή που προβάλλει την διαφωνία, της υπεράσπισης, με την κατάληξη του Δικαστηρίου, περί της βλάβης του συμπλέκτη, ως γενεσιουργού αιτίας του δυστυχήματος. (σ’ αυτή συμπεριλαμβάνονται, οι ενότητες, 2,3,4,5,6)

 Β)  Στη σχετική με την αξιολόγηση με το δικαστήριο της μαρτυρίας του ΜΚ17 εμπειρογνώμονος· (ενότητα 6 και 7)

 Γ)  Τη σχετική με την τεκμηρίωση του δικαστηρίου, της γνώσης του κατηγορουμένου, περί της βλάβης του συμπλέκτη. (γενεσιουργός αιτία του δυστυχήματος συμφώνως του δικαστηρίου)· (ενότητα 5)

 Δ)  Σ’ αυτή που προσβάλλει, τη σχετική ενδιάμεση, απόφαση του δικαστηρίου, με την οποία, το δικαστήριο, απέρριψε αίτημα, της υπεράσπισης, περί πληρωμής, μάρτυρος εμπειρογνώμονος, από τας δημόσιας προσόδους, δοθέντος ότι ο κατ. ετύγχανε, του ευεργετήματος Νομικής Αρωγής.  Η ενότητα αυτή, φέρει τον αριθμό 8, και εξετάζεται στο τέλος, επειδή, αφού ακουσθούν οι υπόλοιποι λόγοι εφέσεως, αυτόματα, θα γίνει φανερό, πόσο αναγκαία ήτο για την υπεράσπιση η κλήση στο εδώλιο του μάρτυρος, ενός εμπειρογνώμονος.»

Αριθμός λόγων έφεσης εγκαταλείφθηκαν*, περιλαμβανομένου και του λόγου έφεσης 8, που στρεφόταν κατά πτυχών της αξιολόγησης της μαρτυρίας του εφεσείοντος από το πρωτόδικο Δικαστήριο. 

Αδιαμφισβήτητο είναι ότι γενεσιουργό αιτία του δυστυχήματος αποτέλεσε η κατάρρευση του συστήματος πέδησης του λεωφορείου, οφειλόμενη σε μηχανική βλάβη. Ως έχουμε εξηγήσει, με αναφορά στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ο εφεσείων ήταν ενήμερος της ύπαρξης της μηχανικής βλάβης του λεωφορείου και της δυσλειτουργίας που αυτή προκαλούσε στην κίνηση και στον έλεγχο του λεωφορείου. Η πράξη του να οδηγήσει, παρά ταύτα, το λεωφορείο χωρίς μηχανικό έλεγχο για τα αίτια της μηχανικής βλάβης και χωρίς προηγουμένως να μεριμνήσει για τη διόρθωσή της, εγκυμονούσε κινδύνους για την ασφάλεια των επιβατών, τους οποίους ο εφεσείων αλόγιστα αγνόησε, ή παραγνώρισε και απερίσκεπτα αψήφησε. Η χρήση του λεωφορείου στην κατάσταση που βρισκόταν συνιστούσε, συνάμα, επικίνδυνη πράξη, αφήνουσα έκθετη την ασφάλεια των επιβατών σε προβλεπτό κίνδυνο, η εκδήλωση του οποίου είχε μοιραίες συνέπειες για οκτώ από αυτούς.

Η έφεση του εφεσείοντος κρίνεται απορριπτέα και η απόρριψή της είναι η κατάληξή μας.

Παραμένει η επιβολή ποινής στον εφεσείοντα για το αδίκημα το οποίο αποδείχθηκε εναντίον του και για το οποίο δεν καταδικάστηκε, εκείνο που εκτίθεται στην κατηγορία 9 – μεταφορά επιβατών πέραν του επιτρεπτού ορίου – αδίκημα σοβαρό, συνεπαγόμενο κατάχρηση του δικαιώματος οδικής χρήσης του λεωφορείου. Επιβάλλεται στον εφεσείοντα συντρέχουσα ποινή φυλάκισης τριών μηνών προσμετρούσα από την ημερομηνία της προφυλάκισής του, που αποτέλεσε και, κατά την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, την αφετηρία για την έκτιση των επιβληθεισών ποινών.

Η έφεση 7223 απορρίπτεται.

Η έφεση 7224 επιτρέπεται.

Η ετυμηγορία του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην κατηγορία 9 παραμερίζεται και υποκαθίσταται με απόφαση ως έχουμε διαγρά[*238]ψει.

Η έφεση 7223 απορρίπτεται. Η έφεση 7224 επιτρέπεται.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο