(2004) 2 ΑΑΔ 330

[*330]1 Ιουνίου, 2004

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΜΙΧΑΛΗΣ ΑΝΑΞΑΓΟΡΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση 7369)

 

Ποινή ― Πλαστογραφία και κυκλοφορία πλαστού εγγράφου ― Εφεσείων, κατόπιν σχεδίου, κατήρτισε ψευδή έγγραφα που εμφανίζονταν ως ειδικά ψηφίσματα εταιρείας, σφραγισμένα με πλαστές σφραγίδες από τον πρόεδρο και γραμματέα της, διά των οποίων εξουσιοδοτείτο τρίτο πρόσωπο να αποσύρει από το Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λευκωσίας πωλητήρια έγγραφα ακινήτων που ο ίδιος είχε πωλήσει στην εταιρεία ― Επιβολή συντρέχουσων ποινών φυλάκισης δεκαπέντε μηνών σε κάθε κατηγορία ― Επικυρώθηκαν κατ’ έφεση.

Δικαιώματα κατηγορουμένου ― Δίκαιη δίκη ― Σύνταγμα, Άρθρο 30.2 και Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών, Άρθρο 6(1) ― Δικαίωμα του δικάζεσθαι εντός ευλόγου χρόνου ― Αρχές που διέπουν το θέμα του εύλογου χρόνου ― Ποια είναι η ημερομηνία που λαμβάνεται υπόψη ως αφετηρία για διακρίβωση της ποινικής ευθύνης κατηγορουμένου.

Εκδίκαση ποινικών υποθέσεων ― Ο προγραμματισμός της δικαστικής εργασίας με τρόπο που να αποφεύγονται, όσο αυτό είναι δυνατό, οι αναβολές και ο κατακερματισμός της ακρόασης σε ημερομηνίες που απέχουν πολύ η μια από την άλλη, αποτελεί παράγοντα που συμβάλλει στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης.

Απόδειξη ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Αξιολόγηση αξιοπιστίας μαρτύρων ― Αποτελεί κατ’ εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου για παραγκωνισμό ευρημάτων που σχετίζονται με την αξιοπιστία μαρτύρων.

[*331]Εταιρείες ― Μαρτυρία σύμφωνα με την οποία η προβαλλόμενη ως εταιρεία διεξήγαγε εργασίες ως τέτοια είναι αρκετή προς απόδειξη της ύπαρξής της.

Απόδειξη ― Ομολογία ενοχής κατηγορουμένου ― Ποία η σημασία της ― Κατά πόσο είναι αναγκαία η αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας η οποία να την επαληθεύει.

Ποινή ― Επιμέτρηση ― Μετριαστικοί παράγοντες ― Καθυστέρηση στη διάγνωση ποινικής ευθύνης κατηγορουμένου ― Αποτελεί μετριαστικό παράγοντα, ο οποίος όμως δεν πρέπει να οδηγεί σε εξουδετέρωση της ποινής.

Ποινή ― Αναστολή ποινής φυλάκισης ― Είναι δικαιολογημένη μόνο εφόσον συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις ― Άρθρο 3(2) του περί της Υφ’ Όρον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμου του 1972 (Νόμος 95/72 όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 41(I)/97).

Ο εφεσείων είναι δικηγόρος. Τον Αύγουστο του 1993 πρότεινε στον Αδάμο Χαρίτωνος, εγγεγραμμένο κτηματομεσίτη και διευθυντή και μέτοχο κατά 50% της εταιρείας K.A.S. Properties Ltd να του πωλήσει δύο κτήματα που ανήκαν στη σύζυγό του, ένα στον Πεδουλά και ένα στον Αρχάγγελο, για συνολικό ποσό £85.000. Έγιναν δύο πωλητήρια έγγραφα τα οποία υπέγραψαν εκ μέρους της πωλήτριας ο εφεσείων ως πληρεξούσιος αντιπρόσωπος της συζύγου του δυνάμει γενικού πληρεξουσίου ημερ. 28.9.1992 και εκ μέρους των αγοραστών ο Α. Χαρίτωνος, Μ.Κ. 2 – ως διευθυντής της αγοράστριας εταιρείας K.A.S. Properties Ltd (η εταιρεία). Έναντι του τιμήματος ο Χαρίτωνος εξέδωσε εκ μέρους της εταιρείας δύο επιταγές επ’ ονόματι του εφεσείοντος για ποσό £13.000 και £12.000 αντιστοίχως και ο εφεσείων εξέδωσε για τα αντίστοιχα ποσά δύο αποδείξεις.

Τα δύο κτήματα ήταν υποθηκευμένα. Η υποθήκη εξαλείφθηκε με χρήματα που έδωσε ο Χαρίτωνος στον εφεσείοντα στις 6.9.93 και τα οποία ο τελευταίος παρέδωσε στους ενυπόθηκους δανειστές. Η εταιρεία έδωσε έναντι του πωλητηρίου την ίδια μέρα ποσά £3.000 και £9.200 αντίστοιχα για το κτήμα στον Αρχάγγελο και στον Πεδουλά.  Μετά την εξάλειψη των υποθηκών τα πωλητήρια κατατέθηκαν στο Κτηματολόγιο.

Στις 23.9.1993 ξοφλήθηκε ολόκληρο το οφειλόμενο υπόλοιπο.

Επειδή ο εφεσείων ζήτησε για φορολογικούς λόγους η μεταβίβα[*332]ση στο όνομα της εταιρείας να γίνει εντός του 1994, παραδόθηκαν οι τίτλοι των κτημάτων στον Χαρίτωνος, ενώ υπογράφηκαν από τη σύζυγο του εφεσείοντος δύο πληρεξούσια έγγραφα.

Στις 24.9.1993 ο εφεσείων και η σύζυγός του έπεισαν τον Χαρίτωνος να ακυρωθεί η όλη αγορά των κτημάτων νοουμένου ότι θα του επέστρεφαν όλα τα χρήματα που τους πλήρωσε και άλλα συναφή έξοδα και τόκους. Ο εφεσείων συνέταξε δύο σχετικές δηλώσεις τις οποίες υπέγραψε ο Χαρίτωνος.

Ο εφεσείων εξέδωσε τρεις επιταγές οι οποίες επιστράφηκαν απλήρωτες, ο Χαρίτωνος θεώρησε ότι δεν είχαν τηρηθεί οι όροι των δηλώσεων και μετέβη στο Κτηματολόγιο με σκοπό να μεταβιβάσει τα κτήματα στο όνομα της εταιρείας. Αυτό όμως δεν μπορούσε να γίνει επειδή το γενικό πληρεξούσιο που είχε υπογράψει η σύζυγος του εφεσείοντος και το οποίο ήταν κατατεθειμένο στο Κτηματολόγιο είχε ακυρωθεί με αποτέλεσμα η μεταβίβαση να μη μπορούσε να πραγματοποιηθεί.

Εν τω μεταξύ ο εφεσείων χρησιμοποιώντας πλαστά ειδικά ψηφίσματα της εταιρείας τα οποία ετοίμασε ο ίδιος ακύρωσε την κατάθεση των πωλητηρίων εγγράφων στο Κτηματολόγιο.

Την ακύρωση της κατάθεσης των πωλητηρίων στο Κτηματολόγιο έκανε ο Μ.Κ. 7 Μ. Μάρκου, ο οποίος διατηρεί γραφείο στη Λευκωσία στο οποίο διεξάγει κτηματολογικές και τεχνικές εργασίες κατόπιν οδηγιών του εφεσείοντος.

Ο εφεσείων έδωσε κατάθεση στην Αστυνομία με την οποία παραδέχθηκε την πλαστογράφηση της υπογραφής των Χαρίτωνος και Τταουσιάνη προέδρου και γραμματέα της εταιρείας αντίστοιχα, και την κατασκευή πλαστών σφραγίδων της εταιρείας αλλά και προσωπικών τους σφραγίδων. Παραδέχθηκε επίσης ότι παρέδωσε τα πλαστά έγγραφα στον Μ. Κ. Μάρκου ο οποίος τα πήρε στο Κτηματολόγιο για να αποσυρθούν τα πωλητήρια έγγραφα.  Κατά τη διάρκεια της δίκης ο εφεσείων ισχυρίσθηκε ότι τα πιο πάνω δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα και ότι καταγράφηκαν μόνο μετά από απαίτηση και απειλές του εξεταστή της υπόθεσης ότι, σε αντίθετη περίπτωση θα προχωρούσε σε έκδοση διατάγματος προσωποκράτησης.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τον εφεσείοντα ένοχο σε έξι κατηγορίες για πλαστογραφία και κυκλοφορία πλαστού εγγράφου και του επέβαλε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 15 μηνών στην κάθε μια από αυτές.

[*333]Το Δικαστήριο αποφάσισε ότι το Δεκέμβρη του 1994 ο εφεσείων κατήρτισε ψευδή έγγραφα που εμφανίζονταν ως ειδικά ψηφίσματα της εταιρείας σφραγισμένα και υπογραμμένα από τον πρόεδρο και γραμματέα της, διά των οποίων εξουσιοδοτείτο τρίτο πρόσωπο να αποσύρει από το Κτηματολόγιο δύο πωλητήρια έγγραφα ακινήτων, που ο εφεσείων είχε πωλήσει στην εταιρεία.

Ο εφεσείων βρέθηκε επίσης ένοχος για κατάρτιση πλαστού εγγράφου, που εμφανιζόταν ως δήλωση του γραμματέα της εταιρείας σχετικά με την ίδρυση και λειτουργία της εταιρείας, πάντα για τον ίδιο σκοπό. Η έφεση στρέφεται κατά της καταδίκης και της ποινής.

Α. Έφεση κατά της καταδίκης.

Ο εφεσείων προβάλλει αδικαιολόγητη καθυστέρηση της υπόθεσης εναντίον του ώστε να δικαιολογείται η απαλλαγή του. Αμφισβητεί την ορθότητα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία έχει κριθεί ένοχος των πιο πάνω κατηγοριών. Αναπτύσσει επίσης λόγους που σχετίζονται με τη θεληματικότητα της ομολογίας του. Τέλος υποστηρίζει ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η κατάθεσή του στην Αστυνομία ήταν θεληματική είναι εσφαλμένη.

Β. Έφεση κατά της ποινής.

Ο εφεσείων υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε τη μεγάλη καθυστέρηση στη διάγνωση της ποινικής του ευθύνης. Υποστηρίζει επίσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε επαρκώς υπόψη τις επαγγελματικές συνέπειες του εφεσείοντος ως δικηγόρου και/ή τις προσωπικές και οικογενειακές του συνθήκες.  Τέλος ο εφεσείων υποστηρίζει ότι η καθυστέρηση στη διάγνωση της ποινικής του ευθύνης, συνιστά εξαιρετικές περιστάσεις, που δικαιολογούν την αναστολή της ποινής, και κακώς το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν διέταξε αναστολή της επιβληθείσας ποινής.

Α. Έφεση κατά της καταδίκης.

Αποφασίστηκε ότι:

Υπό Καλλή, Δ., συμφωνούντος και του Κραμβή, Δ.:

1.  Οι πολυάριθμες αναβολές της υπόθεσης, πολλές από τις οποίες δόθηκαν ύστερα από αίτηση του ιδίου του εφεσείοντος και ο κατακερματισμός της ακρόασης σε ημερομηνίες που απέχουν πολύ η μια από την άλλη, αποδεικνύουν ότι δεν έχουν τηρηθεί οι επιταγές της Νομολο[*334]γίας ως προς τον ενδεδειγμένο τρόπο διεξαγωγής της διαδικασίας ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ωστόσο το ζητούμενο είναι κατά πόσο η συνολική διάρκεια της διαδικασίας ήταν υπερβολική. Μετά από συνεκτίμηση όλων των σχετικών παραγόντων η καθυστέρηση δεν ήταν τέτοια που να παραβιάζει το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και το Άρθρο 6(1) της Σύμβασης.

2.  Η καταδικαστική απόφαση έχει σαν βάθρο την προφορική μαρτυρία η οποία κρίθηκε αξιόπιστη καθώς και την ομολογία του εφεσείοντος.  Η ομολογία του εγκλήματος – εφόσο γίνεται δεκτή ως εθελούσια – μπορεί αφ’ εαυτής να θεμελιώσει την καταδίκη του εφεσείοντος.

3.  Στην παρούσα υπόθεση το πρωτόδικο Δικαστήριο λειτούργησε με βάση τις αρχές της σχετικής νομολογίας. Αφού παρέθεσε σχετικά αποσπάσματα από τις σχετικές αποφάσεις έκρινε ότι ήταν ορθό να αναζητήσει, στο βαθμό που είναι δυνατό, ενίσχυση του περιεχομένου της ομολογίας του εφεσείοντος. Ακολούθως το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στη μαρτυρία η οποία επαληθεύει την ομολογία του εφεσείοντος. Κατέληξε με την διαπίστωση «ότι το περιεχόμενο της κατάθεσης συνάδει πλήρως με τα πραγματικά γεγονότα και ευρήματα του Δικαστηρίου – όπως έχουν διακριβωθεί πιο πάνω». Από τα πιο πάνω προκύπτει σαφώς ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λειτούργησε με βάση τις επιταγές της νομολογίας και δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης του Εφετείου. Το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η ομολογία του εφεσείοντος επαληθεύεται από άλλη μαρτυρία η οποία κρίθηκε αξιόπιστη είναι ορθό.

4.  Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων ως δικηγόρος γνώριζε τις συνέπειες μιας ομολογίας και δεν θα ήταν δυνατό να παρασυρθεί από τις κατ’ ισχυρισμό υποσχέσεις του Μ.Κ. 8, είναι ορθή.

Β. Έφεση κατά της ποινής.

1.  Η καθυστέρηση στην εκδίκαση υπόθεσης αποτελεί ελαφρυντικό παράγοντα. Ελαφρυντικό παράγοντα αποτελούν και οι επαγγελματικές συνέπειες της ποινής. Όμως αυτοί οι παράγοντες δεν πρέπει να εξουδετερώνουν τους σκοπούς μιας ποινής. Το πρωτόδικο Δικαστήριο συνεκτίμησε τους πιο πάνω παράγοντες και τους έδωσε τη δέουσα βαρύτητα.  Το ορθό κριτήριο δεν είναι ποια ποινή θα επέβαλλε το Εφετείο αν βρισκόταν στη θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αλλά κατά πόσο η ποινή είναι το αποτέλεσμα σφάλματος αρχής ή είναι έκδηλα υπερβολική.  Στην παρούσα [*335]υπόθεση η εκκαλούμενη ποινή δεν είναι το αποτέλεσμα σφάλματος αρχής ή έκδηλα υπερβολική.

2.  Δεν έχουν εντοπισθεί περιστάσεις που να μπορούν να εντάξουν την παρούσα υπόθεση εντός της εμβέλειας του Άρθρου 3(2) του Νόμου 95/72 όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 41(I)/97.

Υπό Νικολαϊδη, Δ.:

1.  Αφετηρία για την επιμέτρηση του χρόνου αποτελεί η ημέρα σύλληψης ή καταγγελίας του κατηγορουμένου.

2.  Στην παρούσα υπόθεση, τα μεγάλα χρονικά διαστήματα μεταξύ των δικασίμων, μαζί με την αναβλητικότητα από πλευράς του εφεσείοντος και του μεγάλου αριθμού μαρτύρων, έφεραν την ολοκλήρωση της υπόθεσης με την έκδοση απόφασης, τέσσερα ολόκληρα χρόνια από την καταχώρηση του κατηγορητηρίου και σχεδόν δύο χρόνια από την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας.

3.  Υπό τις περιστάσεις ο χρόνος που συνολικά διέρρευσε θεωρείται εκτός του εύλογου διαστήματος μέσα στο οποίο θα έπρεπε να εξακριβωθεί η ποινική ευθύνη του εφεσείοντος.

Η έφεση απορρίφθηκε κατά πλειοψηφία.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Γενικός Εισαγγελέας ν. Μενελάου (2004) 2 A.A.Δ. 223,

Χριστόπουλος ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 100,

Procurator Fiscal v. Watson [2002] 4 All E.R. 1.

Έφεση εναντίον Kαταδίκης & Ποινής.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Yπόθεση Aρ. 24994/98), ημερ. 11/11/2002, με την οποία κρίθηκε ένοχος στις κατηγορίες 1-6 του κατηγορητηρίου οι οποίες αφορούσαν τρεις κατηγορίες για πλαστογραφία κατά παράβαση των Άρθρων 331, 333(α), 335 και 29 του Ποινικού Kώδικα, Kεφ. 154 - οι κατηγορίες 1, 3, 5, 7, 8, 14, 15 και 16 και τρεις κατηγορίες για κυκλοφορία πλαστού εγγράφου κατά παράβαση των Άρθρων 331, 333 (α) (δ) (ι), 335, 339 και 29 του Kεφ. 154 - οι κατηγορίες 2, 4, 6, 9 και του επιβλήθηκε ποι[*336]νή φυλάκισης 15 μηνών για κάθε μια από αυτές, ποινές συντρέχουσες.

Α. Ευτυχίου, για τον Εφεσείοντα.

Η. Στεφάνου με Χ. Χρυσάνθου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η πρώτη απόφαση, με την οποία συμφωνεί και ο Κραμβής, Δ., θα δοθεί από τον Καλλή, Δ.. Αντίθετη είναι η δική μου άποψη για τους λόγους που εξηγώ στη δική μου ξεχωριστή απόφαση.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.:

Το κατηγορητήριο:

Ο εφεσείων αντιμετώπισε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (το Πρωτόδικο Δικαστήριο) 15 κατηγορίες για διάπραξη των πιο κάτω αδικημάτων:

(α)       Πλαστογραφία κατά παράβαση των αρ. 331, 333(α), 335 και 29 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154- οι κατηγορίες 1, 3, 5, 7, 8, 14, 15 και 16.

(β)       Κυκλοφορία πλαστού εγγράφου κατά παράβαση των αρ. 331, 333 (α) (δ) (ι), 335, 339 και 29 του Κεφ. 154 – οι κατηγορίες  2, 4, 6, 9.

(γ)        Εξασφάλιση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις κατά παράβαση των αρ. 297, 298 και 29 του Κεφ. 154 – η κατηγορία 10.

(δ)       Εξασφάλιση πίστωσης με ψευδείς παραστάσεις κατά παράβαση των αρ. 301(α), 20 και 29 του Κεφ. 154 – οι κατηγορίες 12 και 13.

Σημειώνουμε ότι στα αδικήματα των κατηγοριών 12 και 13 συγκατηγορούμενη ήταν και η σύζυγος του εφεσείοντος. Η τελευταία αντιμετώπισε επίσης και μια κατηγορία για εξασφάλιση πιστοποιητικών με ψευδείς παραστάσεις κατά παράβαση του αρ. 305 του Κεφ. 154 – η κατηγορία 11.

Στο στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης ο εφεσείων αθωώ[*337]θηκε και απαλλάγηκε στις κατηγορίες 7, 8, 9 και 10.  Στο τελικό στάδιο ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος στις κατηγορίες 1-6 (3 κατηγορίες για πλαστογραφία και 3 κατηγορίες για κυκλοφορία πλαστού εγγράφου) και αθωώθηκε στις κατηγορίες 12-16.  Η σύζυγος του αθωώθηκε και απαλλάγηκε σε όλες τις κατηγορίες.

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των κατηγοριών της πλαστογραφίας (οι κατηγορίες 1 και 3) ο εφεσείων κατήρτησε ψευδή έγγραφα, που εμφανίζονταν ως ειδικά ψηφίσματα της εταιρείας K.A.S. Properties Ltd σφραγισμένα και υπογραμμένα από τον πρόεδρο και γραμματέα της εταιρείας, διά των οποίων εξουσιοδοτείτο τρίτο πρόσωπο να αποσύρει από το Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λευκωσίας δύο πωλητήρια έγγραφα ακινήτων, που ο εφεσείων είχε προηγουμένως πωλήσει στην πιο πάνω εταιρεία. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της κατηγορίας 5 – για πλαστογραφία – ο εφεσείων κατάρτισε πλαστό έγγραφο που εμφανιζόταν ως δήλωση του γραμματέα της πιο πάνω εταιρείας σχετικά με την ίδρυση και λειτουργία της.

Τέλος, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των κατηγοριών 2, 4 και 6 ο εφεσείων έθεσε σε κυκλοφορία τα έγγραφα αντικείμενο των κατηγοριών 1, 3 και 5.

Η εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής.

Παραθέτουμε την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής όπως έχει συνοψισθεί από το Πρωτόδικο Δικαστήριο:

Ο εφεσείων είναι δικηγόρος.  Τον Αύγουστο του 1993 παρουσιάστηκε στο γραφείο του Μ.Κ.2 Αδάμου Χαρίτωνος. Ο τελευταίος είναι εγγεγραμμένος κτηματομεσίτης και διευθυντής και μέτοχος κατά 50% της εταιρείας K.A.S. Properties Ltd. Ο εφεσείων τον πληροφόρησε ότι ήθελε να πωλήσει δύο κτήματα ιδιοκτησίας της συζύγου του, ένα στον Πεδουλά και ένα στον Αρχάγγελο. Ύστερα από διάφορες διαπραγματεύσεις ο Χαρίτωνος πρότεινε στον εφεσείοντα να αγοράσει η εταιρεία του τα δύο κτήματα, για συνολικό ποσό £85.000.- Ο εφεσείων δέχθηκε την πρόταση. Ως αποτέλεσμα της αποδοχής υπογράφηκαν δύο πωλητήρια έγγραφα. Εκ μέρους της πωλήτριας υπέγραψε ο εφεσείων ως πληρεξούσιος αντιπρόσωπος της συζύγου του δυνάμει γενικού πληρεξουσίου ημερ. 28.9.1992. Εκ μέρους των αγοραστών υπέγραψε ο Μ.Κ.2 – Χαρίτωνος – ως διευθυντής της αγοράστριας εταιρείας K.A.S. Properties Ltd.

Έναντι του τιμήματος ο Χαρίτωνος εξέδωσε εκ μέρους της [*338]εταιρείας K.A.S. Properties Ltd δύο επιταγές επ’ ονόματι του εφεσείοντoς για ποσό £13.000 και £12.000 αντιστοίχως. Ο εφεσείων εξέδωσε σχετικές αποδείξεις για τα αντίστοιχα ποσά, οι οποίες φέρουν και την υπογραφή της συζύγου του.

Τα δύο κτήματα ήταν υποθηκευμένα. Ως εκ τούτου κανονίστηκε στις 6.9.1993 συνάντηση στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λευκωσίας με σκοπό την καταβολή των οφειλόμενων ποσών στους ενυπόθηκους δανειστές προς άρση των υποθηκών και κατάθεση των πωλητηρίων στο Κτηματολόγιο. Στις 6.9.93 ο Χαρίτωνος συναντήθηκε με τον εφεσείοντα. Του έδωσε χρήματα, τα οποία ο εφεσείων παρέδωσε στους ενυπόθηκους δανειστές με αποτέλεσμα να εξαλειφθεί η υποθήκη. Την ίδια μέρα δόθηκε από την εταιρεία K.A.S. Properties Ltd έναντι του πωλητηρίου για το κτήμα στον Αρχάγγελο, ποσό £3.000 για το οποίο ο εφεσείων και η σύζυγος του εξέδωσαν σχετική απόδειξη. Άλλο ποσό £9.200 καταβλήθηκε για το κτήμα στον Πεδουλά έναντι και πάλιν αποδείξεως. Μετά την εξάλειψη των υποθηκών τα πωλητήρια κατατέθηκαν στο Κτηματολόγιο.

Στις 23.9.1993 ξοφλήθηκε ολόκληρο το υπόλοιπο των £20.800 για το κτήμα στον Πεδουλά, καθώς και το υπόλοιπο για το κτήμα στον Αρχάγγελο ύψους £11.100. Εκδόθηκαν από τη σύζυγο του εφεσείοντος σχετικές αποδείξεις.

Επειδή ο εφεσείων ζήτησε για φορολογικούς λόγους η μεταβίβαση των κτημάτων στο όνομα της K.A.S. Properties Ltd να γίνει εντός του 1994, παραδόθηκαν οι τίτλοι των κτημάτων στο Χαρίτωνος, ενώ υπογράφηκαν από τη σύζυγο του εφεσείοντος δύο πληρεξούσια έγγραφα.

Την επομένη της εξόφλησης ολόκληρου του ποσού της αγοράς των κτημάτων, δηλαδή στις 24.9.1993, ο εφεσείων και η σύζυγός του επισκέφθηκαν τον Χαρίτωνος στο γραφείο του και προσπάθησαν να τον πείσουν να ακυρωθεί η όλη αγορά των κτημάτων. Ο Χαρίτωνος δέχθηκε νοουμένου ότι ο εφεσείων και η σύζυγός του θα επέστρεφαν όλα τα χρήματα που είχαν λάβει, δηλαδή τις £85.000, μαζί με οποιαδήποτε άλλα έξοδα είχε υποστεί η K.A.S. Properties Ltd, όπως έξοδα χαρτοσήμανσης και τόκους. Συντάχθηκαν από τον εφεσείοντα δύο σχετικές δηλώσεις τις οποίες ο Χαρίτωνος υπέγραψε.

Όταν οι επιταγές που είχε εκδώσει ο εφεσείων για £42.000, £43.000 και £2.660 επιστράφηκαν απλήρωτες, ο Χαρίτωνος θεώρησε ότι δεν είχαν τηρηθεί οι όροι των δηλώσεων και μετέβη [*339]στο Κτηματολόγιο με σκοπό να μεταβιβάσει τα κτήματα στο όνομα της K.A.S. Properties Ltd. Εκεί πληροφορήθηκε ότι το γενικό πληρεξούσιο που είχε υπογράψει η σύζυγος του εφεσείοντος και το οποίο ήταν κατατεθημένο στο Κτηματολόγιο είχε ακυρωθεί με επιστολή της ημερ. 8.2.1994, με αποτέλεσμα η μεταβίβαση να μην μπορούσε να πραγματοποιηθεί. Ο Χαρίτωνος κατήγγειλε την υπόθεση στην αστυνομία και καταχώρησε πολιτική αγωγή.

Εν τω μεταξύ ο εφεσείων χρησιμοποιώντας πλαστά ειδικά ψηφίσματα της εταιρείας K.A.S. Properties Ltd, τα οποία ο ίδιος ετοίμασε, προχώρησε και ακύρωσε την κατάθεση των πωλητηρίων εγγράφων στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λευκωσίας.

Την ακύρωση της κατάθεσης των πωλητηρίων στο Κτηματολόγιο έκανε ο Μ.Κ.7 Μάρκος Μάρκου, ο οποίος διατηρεί γραφείο στη Λευκωσία, στο οποίο διεξάγει κτηματολογικές και τεχνικές εργασίες κάθε φύσης.

Στις αρχές Δεκεμβρίου του 1994 επισκέφθηκε τον Μάρκου ο εφεσείων στο γραφείο του και του ανέφερε ότι σε λίγες μέρες θα ερχόταν με ταξί ένας φάκελος της K.A.S. Properties Ltd.  Πράγματι, στις 13.12.1994 του παραδόθηκε με ταξί φάκελος στον οποίο αναγραφόταν το όνομά του. Μέσα στο φάκελο υπήρχαν κάποια έγγραφα της K.A.S. Properties Ltd, καθώς και £30 για την αμοιβή του. Ένα από τα έγγραφα που περιείχε ο φάκελος ήταν και το ειδικό ψήφισμα (τεκμήριο 67). Την ίδια ημέρα ο Μάρκου μετέβη στο Κτηματολόγιο και διεκπεραίωσε την απόσυρση του πωλητηρίου εγγράφου.

Στις 10.3.1995 χωρίς, αυτή τη φορά, προηγούμενη συνεννόηση με τον εφεσείοντα, κατέφθασε και πάλι με ταξί ένας φάκελος στον οποίο περιείχετο άλλο ειδικό ψήφισμα (τεκμήριο 68).  Αυθημερόν ο Μάρκου μετέβη στο Κτηματολόγιο και διεκπεραίωσε την απόσυρση και του άλλου πωλητηρίου εγγράφου.

Η εκδοχή του εφεσείοντος.

Ήταν ο ισχυρισμός του εφεσείοντος ότι δεν είχε πρόθεση να πωλήσει τα δύο ακίνητα. Πρόθεση του ήταν να εξασφαλίσει κάποιο δάνειο από τον Χαρίτωνος, ο οποίος είχε προθυμοποιηθεί να τον εξυπηρετήσει. Όταν ο Χαρίτωνος του παρουσίασε τα δύο πωλητήρια έγγραφα, αντέδρασε αλλά τελικά πείστηκε από τον Χαρίτωνος να τα υπογράψει. Ο εφεσείων οπισθογράφησε μεν τις επιταγές για τα ποσά των £13.000 και £12.000 αντιστοίχως, τις οποίες του πα[*340]ρέδωσε ο Χαρίτωνος, σύμφωνα με τις πρόνοιες των πωλητηρίων εγγράφων, αλλά τις επέστρεψε στον Χαρίτωνος.

Ο εφεσείων παραδέχθηκε την πλαστογράφηση της υπογραφής του Χαρίτωνος και Τταουσιάνη και την κατασκευή πλαστών σφραγίδων της εταιρείας τους K.A.S. Properties Ltd, αλλά και σφραγίδων προσωπικών τους σε κατάθεση που έδωσε στον εξεταστή της υπόθεσης. Παραδέχθηκε επίσης ότι παρέδωσε τα πλαστά έγγραφα στον Μ.Κ. Μάρκου ο οποίος τα πήρε στο Κτηματολόγιο για να αποσυρθούν τα πωλητήρια έγγραφα. Ωστόσο κατά τη διάρκεια της δίκης ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι τα πιο πάνω δεν αναταποκρίνονται στην πραγματικότητα και ότι καταγράφηκαν μόνο μετά από απαίτηση και απειλές του εξεταστή της υπόθεσης ότι, σε ενάντια περίπτωση, θα τον παρουσίαζε ενώπιον δικαστηρίου για έκδοση διατάγματος προσωποκράτησης.

Η απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ύστερα από εκτεταμένη παράθεση και ανάλυση της μαρτυρίας, έκρινε τον Χαρίτωνος ως πλήρως αξιόπιστο και ως μάρτυρα που έκαμε εξαίρετη εντύπωση. Ως αξιόπιστοι κρίθηκαν επίσης όλοι οι υπόλοιποι μάρτυρες κατηγορίας. Αντίθετα ο εφεσείων, κρίθηκε αναξιόπιστος. Σύμφωνα με το Πρωτόδικο Δικαστήριο άφησε την χείριστη εντύπωση.  Έδωσε την εντύπωση πονηρού ανθρώπου, ο οποίος διαστρέβλωσε τα γεγονότα για να απαλλαγεί ευθύνης, χωρίς κανένα απολύτως σεβασμό προς τη αλήθεια. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε και σε μεγάλο αριθμό σημείων από τα πολλά που αποδεικνύουν την πιο πάνω εντύπωσή του. Την ίδια κακή εντύπωση έκαμε και η σύζυγος του εφεσείοντα, κατηγορούμενη 2.

Αναφορικά με την κατάθεση του εφεσείοντος (τεκμήριο 89), το Δικαστήριο, ύστερα από δίκη εντός δίκης, κατέληξε ότι ήταν θεληματική. Ως αποτέλεσμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τον εφεσείοντα ένοχο στις κατηγορίες 1-6 και του επέβαλε ποινή φυλάκισης 15 μηνών στην κάθε μια από τις κατηγορίες. Οι ποινές να συντρέχουν.

Η έφεση.

(α) Η έφεση κατά της καταδίκης.

Έχει διατυπωθεί σειρά λόγων έφεσης. Με τον πρώτο από αυτούς έχει αμφισβητηθεί η ορθότητα της διαπίστωσης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «δεν υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση της υπόθεσης εναντίον του εφεσείοντος ώστε να δικαιολογείται η απαλλαγή του».

Ο κ. Ευτυχίου, αφού αναφέρθηκε στο ιστορικό και στην πορεία της διαδικασίας (παρατίθενται στις σελ. 342-346, πιο κάτω), υπέβαλε ότι υπήρξε:

(α)       Αδικαιολόγητη και μεγάλη καθυστέρηση στη διερεύνηση της υπόθεσης από την Αστυνομία η οποία επέδειξε ολιγωρία, αμφιταλαντεύσεις, διακοπές στη διερεύνηση λόγω αντιφατικών γνωματεύσεων από τη Γενική Εισαγγελία που επηρέασαν αρνητικά και συνέβαλαν στην αδικαιολόγητη και μεγάλη καθυστέρηση στη διερεύνηση της υπόθεσης η οποία άρχισε με την καταγγελία του Μ.Κ.3 στην Αστυνομία στις 12.3.96 και συμπληρώθηκε στις 25.6.98.

(β)       Αδικαιολόγητη και μεγάλη καθυστέρηση από τη συμπλήρωση της διερεύνησης που έγινε στις 25.6.98 μέχρι τις 18.9.98 που καταχωρήθηκε το Κατηγορητήριο δηλαδή σχεδόν 3 μήνες.

(γ)        Αδικαιολόγητη και μεγάλη καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης γιατί δεν διατέθηκε ο απαιτούμενος χρόνος που χρειαζόταν από το Δικαστήριο με τον κατάλληλο προγραμματισμό της ακρόασης.

Σαν αποτέλεσμα τούτου η ακρόαση διεξήγετο αντί σε τακτά σε αραιά χρονικά διαστήματα που συνέτεινε να εξελιχθεί η ακρόαση σε ατέρμονη διαδικασία αφήνοντας τη διαπίστωση της ποινικής ευθύνης του εφεσείοντος στη δίνη του χρόνου.  Το αποτέλεσμα – κατέληξε ο κ. Ευτυχίου – ήταν να παραβιασθεί το θεμελιώδες δικαίωμα του εφεσείοντα για διάγνωση της ποινικής ευθύνης του σε εύλογο χρόνο όπως κατοχυρώνεται από το άρθρο 30.2* του Συντάγματος και «το άρθρο 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης που κυρώθηκε με το Νόμο 39/62».

Το ιστορικό της διαδικασίας.

[*342]

Ο πιο πάνω λόγος της έφεσης καθιστά απαραίτητη την παράθεση του ιστορικού της διαδικασίας.

Η αστυνομική ανάκριση άρχισε στις 13.3.96. Στις 23.9.96 οι αστυνομικές αρχές υπέβαλαν το πόρισμα τους στη Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας. Στις 3.11.96 η Νομική Υπηρεσία αποφάσισε να μη προχωρήσει σε ποινική δίωξη του εφεσείοντος. Μετά από επιστολή της παραπονούμενης εταιρείας και του Επαρχιακού Κτηματολογίου Λευκωσίας ο φάκελος υποβλήθηκε εκ νέου στη Νομική Υπηρεσία. Στις 15.5.98 η Νομική Υπηρεσία έδωσε οδηγίες για δίωξη του εφεσείοντος. Ο τελευταίος κατηγορήθηκε γραπτώς στις 16.6.98. Οι ανακρίσεις ολοκληρώθηκαν στις 25.6.98. Η ποινική δίωξη καταχωρήθηκε στις 18.9.98. Η υπόθεση ορίσθηκε στις 14.10.98 για να απαντήσει ο εφεσείων στις κατηγορίες. Ο εφεσείων δεν παραδέχθηκε τις κατηγορίες και η υπόθεση ορίσθηκε για ακρόαση στις 20.11.98.  Η ακρόαση δεν άρχισε στις 20.11.98 γιατί η υπεράσπιση ζήτησε αναβολή για να λάβει αντίγραφα των καταθέσεων.  Ζήτησε επίσης όπως της δοθεί χρόνος για να ετοιμαστεί.  Το αίτημα εγκρίθηκε και η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 13.1.99. Ούτε και στις 13.1.99 άρχισε η ακρόαση. Και πάλιν η υπεράσπιση ζήτησε αναβολή «για να προετοιμαστεί κατάλληλα». Το αίτημα εγκρίθηκε και η υπόθεση ορίσθηκε για ακρόαση στις 19.2.99. Ούτε στις 19.2.99 άρχισε η ακρόαση γιατί ο εφεσείων ήγειρε θέμα νομικής αρωγής και η υπόθεση αναβλήθηκε για να ετοιμαστεί έκθεση του Γραφείου Ευημερίας σε σχέση με την οικονομική κατάσταση του. Ως εκ τούτου η υπόθεση ορίσθηκε στις 8.3.99 για προγραμματισμό και στη συνέχεια στις 12.3.99 και στις 19.3.99 για τον ίδιο σκοπό.

Στις 19.3.99 ο μέχρι τότε δικηγόρος του εφεσείοντος – κ. Α. Παπαχαραλάμπους – έπαυσε να τον εκπροσωπεί. Εμφανίστηκε άλλος δικηγόρος – ο κ. Π. Σολομωνίδης. Ο τελευταίος δήλωσε  ότι δεν θα επιμένει επί του αιτήματος για νομική αρωγή. Ταυτόχρονα ζήτησε να του δοθεί χρόνος για να προετοιμαστεί. Το αίτημα του εγκρίθηκε και η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 25.5.99.

Στις 25.5.99 δεν έλαβε χώραν ακρόαση της υπόθεσης. Αυτό γιατί ο νέος δικηγόρος του εφεσείοντος ζήτησε αναβολή για το λόγο ότι εμφανιζόταν ενώπιον άλλου Δικαστή σε συνεχιζόμενη ακρόαση. Το αίτημα εγκρίθηκε και η υπόθεση ορίστηκε εκ νέου για ακρόαση στις 30.6.99. Ούτε και στις 30.6.99 άρχισε η ακρόαση. Αυτό γιατί ο Δικαστής επρόκειτο να αλλάξει δικαιοδοσία από την 1.9.99 και για το λόγο αυτό την όρισε για ακρόαση ενώπιον άλλου Δικαστή την 1.9.99. Την 1.9.99 η Κατηγορούσα Αρχή ζήτησε αναβολή [*343]λόγω του ότι την υπόθεση επρόκειτο να την χειριστεί δημόσιος κατήγορος. Το αίτημα εγκρίθηκε και η υπόθεση ορίστηκε στις 13.9.99 για προγραμματισμό. Στις 13.9.99 η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 11.11.99. Στις 11.11.99 ζητήθηκε αναβολή από το δικηγόρο του εφεσείοντος λόγω του ότι εμφανιζόταν ενώπιον άλλου δικαστηρίου και η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 23.11.99. Στις 23.11.99 αποσύρθηκε και ο νέος δικηγόρος του εφεσείοντος λόγω διαφωνίας με τον εφεσείοντα ως προς την υπεράσπιση.

Μετά την αποχώρηση του δικηγόρου του ο εφεσείων ζήτησε αναβολή για να του δοθεί η ευκαιρία να διορίσει νέο δικηγόρο.  Σημειώνεται ότι η Κατηγορούσα Αρχή έφερε ένσταση στο αίτημα αλλά παρά την ένσταση της Κατηγορούσας Αρχής η υπόθεση ορίστηκε στις 29.11.99 για προγραμματισμό.

Στις 29.11.99 εμφανίστηκε νέος δικηγόρος για να υπερασπίσει τον εφεσείοντα.  Ο τελευταίος ζήτησε όπως του δοθεί χρόνος για να προετοιμαστεί. Μάλιστα ζήτησε όπως η υπόθεση οριστεί για προγραμματισμό τουλάχιστον τον Ιανουάριο του 2000. Σημειώνεται ότι και πάλι η Κατηγορούσα Αρχή έφερε ένσταση. Εν όψει του αιτήματος της υπεράσπισης η υπόθεση ορίστηκε για προγραμματισμό στις 6.12.99. Στις 6.12.99 και πάλι ζητήθηκε αναβολή από την υπεράσπιση διότι ο συνήγορος ο οποίος χειριζόταν την υπόθεση του εφεσείοντος απουσίαζε σε άλλη πόλη.  Το αίτημα εγκρίθηκε και η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 14.12.99. Ούτε και στις 14.12.99 άρχισε η ακρόαση. Την ημέρα εκείνη ο εφεσείων εμφανίστηκε χωρίς δικηγόρο. Ζήτησε εκ νέου όπως του χορηγηθεί νομική αρωγή. Το δικαστήριο ενέκρινε το αίτημα του λόγω του ότι στο μεταξύ είχαν προκύψει νέα στοιχεία ήτοι η έκδοση διατάγματος παραλαβής εναντίον του εφεσείοντος. Μετά που εγκρίθηκε το αίτημα του εφεσείοντος για νομική αρωγή ζήτησε να του δοθεί χρόνος για να εμφανιστεί ο δικηγόρος κ. Ευτυχίου και να δηλώσει κατά πόσο αποδέχεται να αναλάβει την υπεράσπιση του εφεσείοντος. Ο κ. Ευτυχίου εμφανίστηκε στις 17.12.99 και ζήτησε όπως του δοθεί χρόνος για να υποβάλει εισήγηση για απαλλαγή του εφεσείοντος λόγω καταστρατήγησης των συνταγματικών του δικαιωμάτων συνεπεία της υπέρμετρης και αδικαιολόγητης καθυστέρησης.

Το Δικαστήριο ενέκρινε το αίτημα του και άκουσε τις επί του προκειμένου αγορεύσεις των δύο μερών στις 23.12.99. Η ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου επί του θέματος της καθυστέρησης εκδόθηκε στις 21.1.2000. Το δικαστήριο απέρριψε το αίτημα της υπεράσπισης για προδικαστική επίλυση και εξέταση σε εκείνο [*344]το στάδιο του ισχυρισμού για παραβίαση του άρθρου 30.2 του Συντάγματος. Μετά την απόρριψη του αιτήματος το δικαστήριο όρισε την 7.2.2000 για έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας. Στις 7.2.2000 οι δύο πλευρές ζήτησαν όπως τους δοθεί χρόνος για να συμφωνήσουν και καταθέσουν ενώπιον του δικαστηρίου ορισμένα γεγονότα ως παραδεκτά. Το αίτημα τους εγκρίθηκε και η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 16.2.2000.  Στις 16.2.2000 οι δύο πλευρές κατέθεσαν ορισμένα παραδεκτά γεγονότα τα οποία καλύπτουν 5 δακτυλογραφημένες σελίδες.   Μετά την καταχώριση των παραδεκτών γεγονότων η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 28.2.2000.

Η ακρόαση άρχισε στις 28.2.2000 με την προσαγωγή προφορικής μαρτυρίας. Η επόμενη της 28.2.2000 δικάσιμος ήταν η 8.3.2000.  Αυτό για να δοθεί καιρός στην Κατηγορούσα Αρχή να τοποθετηθεί επί της αιτήσεως του εφεσείοντος ημερ. 23.2.2000.

Στις 8.3.2000 συνέχισε η παρουσίαση της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής. Η ακρόαση της υπόθεσης συνεχίσθηκε στις 22.3.2000, 5.4.2000, 19.4.2000, 18.5.2000, 25.5.2000 και στις 6.6.2000 οπόταν ορίσθηκε για να συνεχισθεί στις 13.6.2000. Η ακρόαση της 13.6.2000 αναβλήθηκε στις 27.6.2000 λόγω ασθένειας της εκπροσώπου της Κατηγορούσας Αρχής.

Στις 27.6.2000 ζητήθηκε αναβολή από την  υπεράσπιση και η υπόθεση ορίσθηκε για την επομένη – 28.6.2000. Στις 28.6.2000, ύστερα από την ολοκλήρωση της μαρτυρίας του παραπονουμένου, το Δικαστήριο όρισε την υπόθεση για συνέχιση στις 23.8.2000. Ο εφεσείων ζήτησε όπως η  υπόθεση ορισθεί «μετά τις 25 Αυγούστου» και το Δικαστήριο όρισε τη συνέχιση της ακρόασης στις 30.8.2000. Η ακρόαση συνεχίσθηκε στις 30.8.2000, 8.9.2000 και 26.9.2000 οπόταν αναβλήθηκε για τις 24.10.2000. Σημειώνεται ότι η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής δήλωσε ότι θα απουσίαζε με άδεια από τις 2.10.2000 – 21.10.2000. Η ακρόαση συνεχίσθηκε στις 24.10.2000, 7.11.2000, 29.11.2000. Στις 29.11.2000 ηγέρθηκε θέμα δεκτότητας της κατάθεσης του εφεσείοντος και το δικαστήριο όρισε την 21.12.2000 για τη διεξαγωγή δίκης εντός δίκης για τη δεκτότητα της κατάθεσης.  Η δίκη εντός δίκης άρχισε στις 21.12.2000 και ορίσθηκε για να συνεχισθεί στις 25.1.2001 οπόταν αναβλήθηκε για να συνεχισθεί στις 12.2.2001 λόγω άλλης εργασίας του Δικαστηρίου. Η δίκη εντός δίκης συνεχίσθηκε και ολοκληρώθηκε στις 12.2.2001 οπόταν ορίσθηκε για αγορεύσεις στις 7.3.2001. Οι αγορεύσεις συμπληρώθηκαν στις 7.3.2001 και το δικαστήριο όρισε την υπόθεση στις 4.4.2001 για την έκδοση της ενδιάμεσης απόφασης στη δίκη εντός δίκης.  Η ενδιάμε[*345]ση απόφαση δόθηκε στις 4.4.2001 οπόταν και συνεχίσθηκε η παρουσίαση μαρτυρίας στην κυρίως δίκη. Μετά τις 4.4.2001 η ακρόαση συνεχίσθηκε στις 2.5.2001 και 16.5.2001. Στις 16.5.2001 δεν έλαβε χώραν ακρόαση λόγω άλλης εργασίας του Δικαστηρίου και η υπόθεση ορίσθηκε στις 24.5.2001 για συνέχιση της ακρόασης. Η ακρόαση συνεχίσθηκε στις 24.5.2001, 18.6.2001, 4.7.2001, 17.8.201, 3.9.2001, 13.9.2001 και 19.9.2001 οπόταν και ολοκληρώθηκε η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής. Η περαιτέρω ακρόαση της υπόθεσης ορίσθηκε για τις 9.10.2001. Στις 9.10.2001 ζητήθηκε αναβολή από την  υπεράσπιση λόγω σοβαρού προβλήματος υγείας του δικηγόρου του εφεσείοντος και η υπόθεση ορίσθηκε για να συνεχισθεί στις 24.10.2001. Στις 24.10.2001 οι συνήγοροι των μερών αγόρευσαν επί της εισήγησης της υπεράσπισης για μη απόδειξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης. Η ενδιάμεση απόφαση του δικαστηρίου επί του εν λόγω θέματος εκδόθηκε στις 15.11.2001. Ο εφεσείων αθωώθηκε και απαλλάγηκε στις κατηγορίες 7, 8, 9 και 10 και η υπόθεση ορίσθηκε για συνέχιση της ακρόασης στις 28.11.2001. Κατά την εν λόγω ημερομηνία δεν έλαβε χώραν ακρόαση. Το Δικαστήριο ενέκρινε από κοινού υποβληθέν αίτημα των μερών «για να εξεταστούν και από τις δύο πλευρές κάποια θέματα». Η ακρόαση της υπόθεσης ορίσθηκε στις 11.12.2001. Άρχισε η παρουσίαση της υπόθεσης της υπεράσπισης και η ακρόαση ορίσθηκε για να συνεχισθεί στις 17.12.2001. Λόγω όμως  ασθενείας της κατηγορουμένης 2 – στις 17.12.2001 - η ακρόαση αναβλήθηκε στις 20.12.2001 και στη συνέχεια στις 17.1.2002 για τον ίδιο λόγο. Η ακρόαση συνεχίσθηκε στις 17.1.2002, 21.1.2002, 24.1.2002, 1.2.2002, 6.2.2002 και 15.2.2002.  Στις 15.2.2002 ο συνήγορος του εφεσείοντος ζήτησε χρόνο 10 ημερών για να κλητεύσει μάρτυρες και η συνέχιση της ακρόασης ορίσθηκε στις 27.2.2002. Η ακρόαση συνεχίστηκε στις 27.2.2002. Στις 27.2.2002 ο δικηγόρος του εφεσείοντος ζήτησε χρόνο για να κλητεύσει και άλλους μάρτυρες και η ακρόαση ορίσθηκε στις 7.3.2002. Η ακρόαση συνεχίσθηκε στις 7.3.2002 οπόταν αναβλήθηκε για τις 19.3.2002 για να αγορεύσουν τα δύο  μέρη επί συγκεκριμένου νομικού θέματος.  Αφού αγόρευσαν – στις 19.3.2002 – η υπόθεση ορίσθηκε στις 9.4.2002 «για ενδιάμεση απόφαση και συνέχιση της ακρόασης». Ύστερα από την έκδοση της ενδιάμεσης απόφασης – στις 9.4.2002 – συνεχίσθηκε η ακρόαση.  Κατέθεσαν δύο μάρτυρες και ο συνήγορος υπεράσπισης ζήτησε αναβολή της ακρόασης.  Ζήτησε, επίσης, ένταλμα συλλήψεως δύο μαρτύρων τους οποίους είχε κλητεύσει και δεν είχαν παρουσιασθεί. Τα αιτήματα του εγκρίθηκαν και η ακρόαση της υπόθεσης αναβλήθηκε στις 25.4.2002. Η υπόθεση της υπεράσπισης ολοκληρώθηκε στις 25.4.2002. Κατέθεσαν 13 μάρτυρες υπεράσπισης και η μαρτυρία τους καλύπτει 170 δακτυλογραφημένες σελίδες.  Μετά το κλείσιμο της υπόθεσης της υπεράσπισης οι δύο πλευρές ζήτησαν να τους δοθεί άλλη ημερομηνία για τις αγορεύσεις [*346]«λόγω της μεγάλης μαρτυρίας που δόθηκε». Το αίτημα εγκρίθηκε και η υπόθεση ορίσθηκε στις 21.5.2002 για αγορεύσεις. Δεν έγιναν αγορεύσεις στις 21.5.2002. Ζητήθηκε αναβολή από τον εφεσείοντα λόγω ασθενείας του συνηγόρου του. Το αίτημα εγκρίθηκε και η υπόθεση ορίσθηκε στις 6.6.2002 για να αναβληθεί στις 25.6.2002 λόγω της απουσίας του εκπροσώπου της Κατηγορούσας Αρχής για παρακολούθηση σειράς μαθημάτων.  Στις 25.6.2002 η ακρόαση αναβλήθηκε για τις 9.7.2002 λόγω αδυναμίας της κατηγορουμένης 2 – συζύγου του εφεσείοντος – να παρουσιαστεί συνεπεία κάποιου προσωπικού προβλήματος. Οι αγορεύσεις των δύο μερών ολοκληρώθηκαν στις 9.7.2002 και η απόφαση του Δικαστηρίου επιφυλάχθηκε για τις 2.9.2002. Η απόφαση δεν δόθηκε στις 2.9.2002. Δεν είχε καταστεί δυνατή η ετοιμασία της λόγω φόρτου εργασίας, του όγκου της μαρτυρίας που είχε δοθεί και των νομικών σημείων που εγείρονται. Η απόφαση ορίστηκε να δοθεί στις 29.10.2002. Δεν δόθηκε στις 29.10.2002 λόγω απουσίας της κατηγορουμένης 2 για σοβαρούς λόγους υγείας. Ορίσθηκε να δοθεί στις 4.11.2002. Δεν δόθηκε στις 4.11.2002 λόγω της απουσίας του δικηγόρου του εφεσείοντος ο οποίος «ήταν απασχολημένος ενώπιον άλλου Δικαστή». Τελικά η απόφαση απαγγέλθηκε στις 6.11.2002.

Αρχές που διέπουν το θέμα του εύλογου χρόνου.

Το δικαίωμα του δικάζεσθαι εντός ευλόγου χρόνου διασφαλίζεται από το αρ. 30.2 του Συντάγματος και το αρ. 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών (η Σύμβαση).  Η σχετική διασφάλιση σκοπό έχει να υπογραμμίσει την σπουδαιότητα απονομής της δικαιοσύνης χωρίς καθυστερήσεις οι οποίες δυνατόν να θέτουν σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα και αξιοπιστία της (H. v. France [1990] 12 E.H.R.R. 74). Στις ποινικές υποθέσεις εξυπηρετεί ακόμη ένα σκοπό.  Προστατεύει τα άτομα από μια μακρά κατάσταση αβεβαιότητας για την τύχη τους (Stogmuller v. Austria [1979-80] 1 E.H.R.R. 155).

Κατά την εξέταση του τί αποτελεί «εύλογο χρόνο» πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, περιλαμβανομένων ειδικώς της πολυπλοκότητας των πραγματικών ή νομικών ζητημάτων που εγείρονται, της συμπεριφοράς του κατηγορουμένου και των αρμοδίων διοικητικών και δικαστικών αρχών (Zimmermann and Steiner v. Switzerland [1984] 6 E.H.R.R. 17).

Οι πιο πάνω νομολογιακές αρχές του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχουν υιοθετηθεί από τη δική μας [*347]Νομολογία. Στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Μενελάου (2004) 2 A.A.Δ. 223, λέχθηκαν τα εξής:

«Το εύλογο διάστημα αποφασίζεται με καθιερωμένα κριτήρια όπως, η πολυπλοκότητα της υπόθεσης, η σημασία για εκείνον που υποβάλλει το αίτημα, η στάση των αρχών και η συμπεριφορά του ιδίου του αιτούντος. Στη Σειρά «Θεσμικά Κείμενα του Συμβουλίου της Ευρώπης» των Donna Gomien, David Harris, Leo Zwaak, σε επιμέλεια και μετάφραση των Γαβριήλ Αμίτση και Έφης Τσατσαρέλη, διαβάζουμε τα εξής σχετικά: 

‘Η συνολική διάρκεια της διαδικασίας είναι προφανώς αντικειμενικό γεγονός, εφόσον βέβαια είναι γνωστά  τα χρονικά της ορόσημα, υπεισέρχονται όμως και άλλοι παράγοντες όταν χρειάζεται να εκτιμηθεί ο εύλογος χαρακτήρας της προθεσμίας. Η Επιτροπή και το Δικαστήριο εφάρμοσαν ειδικότερα τα ακόλουθα κριτήρια:

α. την πολυπλοκότητα της υπόθεσης

β. τη σημασία για τους αιτούντες

γ. τη στάση των αρχών

δ. τη συμπεριφορά του ίδιου του αιτούντα.’

Στην ανάλυση που ακολουθεί, και σε αναφορά με την πολυπλοκότητα της υπόθεσης, επισημαίνεται πως αυτή σχετίζεται ταυτόχρονα με θέματα πραγματικών περιστατικών και δικαίου, όπως η φύση και σοβαρότητα των συγκεκριμένων ζητημάτων και παραβάσεων, ο αριθμός των ζητημάτων και των αξιόποινων πράξεων που μελετώνται στην ίδια υπόθεση, η φυσική και χρονολογική απόσταση ανάμεσα στα γεγονότα ή τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά. Σε σχέση δε με τη σημασία που το ζήτημα έχει για τον αιτούντα, σημειώνεται πως εφαρμόζεται γενικά πιο αυστηρό κριτήριο όταν πρόκειται για ποινικές διαδικασίες, ιδιαίτερα όταν ο κατηγορούμενος τελεί υπό προφυλάκιση. Η συμπεριφορά δε αυτού που επικαλείται το δικαίωμα, εδώ του εφεσίβλητου, μη συνεργασίας ή κωλυσιεργίας λαμβάνεται επίσης υπόψη.

Οι ίδιες αρχές επαναλαμβάνονται και στις εκδόσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης (Νο.13), αναφορικά με το άρθρο 6 της Σύμβασης, όπου γίνεται παραπομπή σε αποφάσεις, στις οποίες η επίμαχη χρονική περίοδος κρίθηκε εύλογη ή μη ανάλογα με τα ιδιαίτερα περιστατικά στην κάθε υπόθεση. Και αυ[*348]τή ποικίλλει. Ειδικότερα, στο σύγγραμμα των D.J.Harris, M.O΄ Boyle, C.Warbrick, Law of the European Convention on Human Rights, διαβάζουμε τα εξής:

‘The reasonableness of the length of proceedings in both criminal and non-criminal cases depends on the particular circumstances of the case. There is no absolute time limit.  Factors that are always taken into account are the complexity of the case, the conduct of the applicant and the conduct of the competent administrative and judicial authorities. No particular factor is conclusive; the approach must be to examine them separately and then to assess their cumulative effect. Although particular instances of delay attributable to the state may not seem unreasonable, they may be such when taken together. No margin of appreciation doctrine is applied, at least expressly, when determining the reasonableness of the time taken; the European Court simply makes its own assessment of the length of time taken. When it does so, it must bear in mind that Article 6 can only require such expedition as is consistent with the proper administration of Justice. 

As to the first of the three factors listed above, a case may be complicated for many reasons, such as the volume of evidence, the number of defendants or charges, the need to obtain expert evidence or evidence from abroad, or the complexity of the legal issues involved.’

Σε μετάφραση:

 

‘To εύλογο του χρόνου της δικαστικής διαδικασίας τόσο στις ποινικές όσο και μη ποινικές υποθέσεις, εξαρτάται από τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης. Δεν υπάρχει δογματικά καθορισμένο διάστημα. Παράγοντες που πάντοτε λαμβάνονται υπόψη είναι η πολυπλοκότητα της υπόθεσης, η συμπεριφορά του αιτητή και η συμπεριφορά των αρμοδίων διοικητικών και δικαστικών αρχών. Κανένας ειδικός παράγοντας δεν είναι καθοριστικός. Η ορθή προσέγγιση είναι, η εξέταση πρώτα των παραγόντων ξεχωριστά και μετά να υπολογιστούν οι σωρευτικές τους επιπτώσεις.  Μολονότι, ειδικές περιπτώσεις αργοπορίας που βαρύνουν την πολιτεία μπορεί να μη φαίνονται εύλογες, δυνατόν να κριθούν εύλογες, αν οι πιο πάνω παράγοντες προσμετρήσουν. Δεν εφαρμόζεται οποιαδήποτε συγκεκριμένη αρχή αναφορικά με το χρονικό τούτο διάστημα, τουλάχιστον ρητά, όταν υπολογίζεται το εύλογο του χρόνου. Το Ευρωπαϊ[*349]κό Δικαστήριο απλά υπολογίζει το ίδιο το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Όταν δε το κάνει αυτό, πρέπει να έχει υπόψη του ότι το Άρθρο 6 απαιτεί μόνο τέτοια ταχύτητα η οποία θα είναι συμβατή με τον ορθό τρόπο απονομής της Δικαιοσύνης’.»

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δεν περιορίζεται στην πολυπλοκότητα της υπόθεσης και στη συμπεριφορά του κατηγορουμένου. Έχει αναφερθεί και σε άλλους παράγοντες. Ένας τέτοιος παράγοντας είναι το τί διακυβεύεται για τον κατηγορούμενο. Ως εκ τούτου χρειάζεται ειδική επιμέλεια σε υποθέσεις που αφορούν στην απασχόληση του κατηγορουμένου, την πολιτική υπόσταση του, την ψυχική του υγεία ή τον τίτλο του επί της ακίνητης ιδιοκτησίας ή όπου είναι θέμα τροχαίου ατυχήματος.

Στο πιο πάνω σύγγραμμα υποδεικνύεται ότι σε όλες τις υποθέσεις όπου η διαδικασία κράτησε πάνω από 8 χρόνια ή περισσότερο το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο σχεδόν πάντοτε διαπίστωνε παραβίαση του αρ. 6(1). Στο άλλο άκρο – σύμφωνα με τους ευπαίδευτους συγγραφείς – σε υποθέσεις όπου τα γεγονότα συνηγορούσαν υπέρ μιας συγκεκριμένης ανάγκης για επιτάχυνση, περίοδος 2 ετών κρίθηκε μη εύλογος (H. v. U.K. A120 [1987]). Ανάμεσα σ’ αυτά τα άκρα – συμπληρώνουν οι ευπαίδευτοι συγγραφείς στη σελ. 229 – το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι μερικές υποθέσεις που διήρκεσαν 6 ή 7 χρόνια δεν συνεπάγοντο παραβίαση του αρ. 6(1) όπου υπήρχαν ειδικές περιστάσεις που το δικαιολογούσαν (Vernillo v. France A198 [1991] – 7 χρόνια: σφάλμα των μερών) και έκρινε διαδικασίες που κράτησαν 3 με 5 χρόνια σε άλλες υποθέσεις ότι πήραν μη εύλογο χρόνο (Foti v. Italy A56 [1982] – 3 χρόνια).  Οι ευπαίδευτοι συγγραφείς καταλήγουν ως εξής στη σελ. 230:

“Whatever the approach, one would expect that whenever a period of unjustifiable and other than de minimis delay can be attributed to the state, the Court would find a breach of Article 6. In fact, however, it does not always do so. Although it requires periods when little or nothing has happened in order find a breach, the Court has been prepared to tolerate some proven instances of delay provided the overall length of the proceedings is not clearly excessive given the number of stages of proceedings in the case.”

Σε μετάφραση:

«Οποιαδήποτε και να είναι η προσέγγιση, ένας θα ανέμενε ότι οσάκις μια περίοδος αδικαιολόγητης και άλλης από de minimis [*350]καθυστέρησης μπορεί να αποδοθεί στην Πολιτεία, το Δικαστήριο θα διαπιστώσει παραβίαση του αρ. 6. Ωστόσο ως γεγονός δεν το πράττει πάντοτε. Αν και χρειάζεται περιόδους όπου έγιναν λίγα ή τίποτε για να διαπιστώσει παραβίαση, το Δικαστήριο είναι διατεθειμένο να ανεχθεί ορισμένες αποδεδειγμένες περιπτώσεις καθυστέρησης νοουμένου ότι η συνολική διάρκεια της διαδικασίας δεν είναι σαφώς υπερβολική δεδομένου του αριθμού των σταδίων της διαδικασίας στην υπόθεση.»

Στις ποινικές υποθέσεις η διασφάλιση του εύλογου χρόνου αρχίζει από την ημερομηνία της διατύπωσης της κατηγορίας μέχρι την ημερομηνία της τελικής εκδίκασης της, περιλαμβανομένης και της εξάντλησης της διαδικασίας της εφέσεως (Eckle v. Federal Republic of Germany [1983] 5 E.H.R.R. 1).

Ένα πρόσωπο υπόκειται σε κατηγορία εντός της έννοιας του αρ. 6 της Σύμβασης όταν ειδοποιείται επισήμως για τους εναντίον του ισχυρισμούς ή όταν επηρεάζεται ουσιωδώς από τη διαδικασία που καταχωρείται εναντίον του (Deweer v. Belgium [1979-80] 2 E.H.R.R. 439). Σε μια εύκολη υπόθεση (straight forward) αυτή είναι η ημερομηνία που ο κατηγορούμενος κατηγορείται από την Αστυνομία (Ewing v. U.K. [1988] 10 E.H.R.R. 141 και Χριστόπουλος ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 100, 105).  Πλην όμως σε υποθέσεις όπου καθυστερεί η διατύπωση του κατηγορητηρίου ο χρόνος δυνατόν να αρχίζει από την ημερομηνία της σύλληψης ή από την  ημερομηνία κατά την οποία ο κατηγορούμενος ενημερώνεται (becomes aware) ότι εξετάζεται άμεσα η πιθανότητα ποινικής δίωξης του (X. v. U.K. [1978] 14 D.R. 26).

Όπου ο κατηγορούμενος βρίσκεται υπό κράτηση εφαρμόζεται ένα πιο αυστηρό κριτήριο (Abdoella v. Netherlands [1992] 20 E.H.R.R. 585). Η πολυπλοκότητα δυνατόν να υφίσταται από τον αριθμό των κατηγοριών, από την δυσκολία των επίδικων νομικών ζητημάτων και από τον όγκο της μαρτυρίας (Wemhoff v. Germany [1968] 1 E.H.R.R. 55). Η Πολιτεία δεν ευθύνεται για καθυστερήσεις που αποδίδονται στο κατηγορούμενο ή στους δικηγόρους του.  Η συμπεριφορά του κατηγορουμένου μπορεί να ληφθεί υπόψη ως ένας αντικειμενικός παράγων για τον οποίο το κράτος δεν ευθύνεται (Eckle, πιο πάνω). Ωστόσο η Πολιτεία ευθύνεται για καθυστερήσεις που αποδίδονται στην Κατηγορούσα Αρχή ή στο Δικαστήριο.

Για να θεμελιωθεί παραβίαση του αρ. 6(1) της Σύμβασης λόγω υπερβολικής διαδικαστικής καθυστέρησης δεν είναι ανάγκη να αποδειχθεί ότι ο κατηγορούμενος έχει επηρεαστεί δυσμενώς στην [*351]ετοιμασία ή παρουσίαση της υπεράσπισης του (Crummock (Scotland) Ltd v. H.M. Advocate, 2000 J.C. 408).  Η Αγγλική Νομολογία φαίνεται να διαφοροποιείται  από αυτό τον κανόνα.  Βλ. απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων στην Attorney-General’s Reference (No. 2/2001), δημοσιευμένη στους Times Law Report, 11.12.2003, στην οποία αποφασίστηκε πως ποινική διαδικασία δυνατό να ανασταλεί γιατί υπήρξε παραβίαση της αρχής πως η εκδίκαση της υπόθεσης θα έπρεπε να περατωθεί σε εύλογο χρονικό διάστημα σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αλλά τούτο μπορεί να γίνει μόνο εφόσον δεν θα ήταν πλέον δυνατή η διεξαγωγή δίκαιης δίκης, ή για κάποιο πειστικό λόγο θα ήταν άδικο να προχωρήσει η δίκη εναντίον του κατηγορουμένου.

Υπενθυμίζουμε ότι αυτή η προσέγγιση της Αγγλικής Νομολογίας έχει επικριθεί (Βλ. Criminal Law Review (2003) σελ. 518).   Ωστόσο στο ίδιο σύγγραμμα σημειώνεται ότι η απόφαση πρέπει να γίνει δεκτή ως η θεμελιωμένη θέση τουλάχιστον στην Αγγλία και την Ουαλλία μέχρι να εκδοθεί περαιτέρω απόφαση από την Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων. Υπενθυμίζουμε, επίσης, ότι η πιο πάνω απόφαση έχει αναφερθεί και στη Μενελάου (πιο πάνω), χωρίς όμως να αποτελέσει μέρος του λόγου (ratio) της απόφασης. Υιοθετούμε επί του προκειμένου τη θέση της δικής μας νομολογίας – η οποία είναι ευθυγραμμισμένη με την επί του προκείμενου Νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Έχει οριοθετηθεί στην Ευσταθίου ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 294, 301, 302:

«Παραβίαση των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στο άρθρο 30.2 καθιστά τη διαδικασία άκυρη στην ολότητά της. Το άρθρο30.2 οριοθετεί τις  προϋποθέσεις για την έγκυρη διαπίστωση των αστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του πολίτη καθώς και της ποινικής του ευθύνης. Η διάγνωση τους έξω από τα πλαίσια αυτά αποτελεί εκτροπή από τα συνταγματικά θέσμια και καθιστά τη διαδικασία άκυρη ως μέσο διαπίστωσης των αστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ή της ποινικής ευθύνης του κατηγορουμένου (Βλέπε Psaras and Another v. Republic (1987) 2 C.L.R. 132, Bell v. D.P.P. of Jamaica [1985] 2 All E.R. 585. Βλέπε επίσης Police v. Georghiades (1982) 2 C.L.R. 33, αναφορικά με τις δικαιϊκές επιπτώσεις από παραβιάσεις των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών που κατοχυρώνονται στο μέρος ΙΙ του Συντάγματος). Η τήρηση των εχέγγυων που θέτει το άρθρο 30.2 του Συντάγματος αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα του κάθε κατηγορουμένου για τη διαπίστωση της ποινικής του ευθύνης [*352]και συγχρόνως υποχρέωση της πολιτείας.»

Η δική μας νομολογία είναι απόλυτα ταυτισμένη με την πιο πάνω Νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου τόσο όσον αφορά τους παράγοντες που καθορίζουν την έννοια του «εύλογου χρόνου» όσο και όσον αφορά τις συνέπειες από την παραβίαση του αρ. 30.2 του Συντάγματος (Βλ. Καυκαρής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 202, Ευσταθίου ν. Αστυνομίας (πιο πάνω) και Λιασίδης (1999) 1 Α.Α.Δ. 185. Βλ. και Χριστόπουλος (πιο πάνω) στην οποία η ποινική ευθύνη του κατηγορουμένου διαπιστώθηκε 5 χρόνια μετά την καταχώρηση του κατηγορητηρίου και περισσότερα από 6 χρόνια αφότου ο εφεσείων κατηγορήθηκε γραπτώς από την Αστυνομία. Διαπιστώθηκε παραβίαση του αρ. 30.2 του Συντάγματος.

Στην Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Μενελάου (πιο πάνω) διάστημα πάνω από 3 χρόνια κρίθηκε ότι δεν συνιστούσε παραβίαση του αρ. 30.2 του Συντάγματος λαμβανομένων υπόψη της σοβαρότητας και πολυπλοκότητας της υπόθεσης και της συμπεριφοράς του ιδίου του κατηγορουμένου.

Η προσέγγιση που πρέπει να υιοθετείται όταν αποφασίζεται κατά πόσο έχει παραβιασθεί το δικαίωμα του δικάζεσθαι εντός ευλόγου χρόνου έχει αναλυθεί στην Procurator Fiscal v. Watson [2002] 4 All E.R. 1 (απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής του Ανακτοσυμβουλίου). Κρίθηκε ότι: Το κατώφλι της απόδειξης παραβίασης της απαίτησης του εύλογου χρόνου δυνάμει του αρ. 6(1) της Σύμβασης ήταν ψηλό και ήταν σχεδόν με βεβαιότητα αχρείαστο να εξεταστεί περαιτέρω εκτός αν το χρονικό διάστημα που παρήλθε εκ πρώτης όψεως και χωρίς οτιδήποτε άλλο έδινε λαβή για πραγματική ανησυχία.  Ωστόσο αν η περίοδος που παρήλθε, εκ πρώτης όψεως και χωρίς οτιδήποτε άλλο, πράγματι δίνει λαβή για τέτοια ανησυχία, το Δικαστήριο έπρεπε να εξετάσει τα λεπτομερή γεγονότα και περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης και η Πολιτεία έπρεπε να εξηγήσει και δικαιολογήσει οποιοδήποτε χρονικό διάστημα που διέρρευσε που φαινόταν ότι ήταν υπερβολικό.  Τρεις παράγοντες πρέπει να διερευνηθούν ειδικώς ήτοι η πολυπλοκότητα της υπόθεσης, η συμπεριφορά του κατηγορουμένου και ο τρόπος με τον οποίο η υπόθεση έτυχε χειρισμού από τις διοικητικές και δικαστικές αρχές.  Αν και ο κατήγορος δεν έχει γενική υποχρέωση να δείξει ότι είχε ενεργήσει με όλη τη δέουσα επιμέλεια και ταχύτητα, μια σημαντική έλλειψη ταχύτητας, αν είναι αδικαιολόγητη, θα υποδεικνύει προς την κατεύθυνση της παραβίασης της απαίτησης του εύλογου χρόνου και η παρέλευση οποιασδήποτε σημαντικής χρονικής περιόδου πριν από το κατηγο[*353]ρητήριο δυνατόν αργότερα να απαιτεί περισσότερη από την κανονική επιτάχυνση.

Στην πρώτη έφεση – στην Procurator Fiscal, πιο πάνω - κρίθηκε ότι η περίοδος 20 μηνών μεταξύ του κατηγορητηρίου και της δίκης εκ πρώτης όψεως και χωρίς οτιδήποτε άλλο δεν προκαλούσε πραγματική ανησυχία έτσι που να προτείνει ότι ένα βασικό ανθρώπινο δικαίωμα των κατηγορουμένων δυνατόν να είχε παραβιασθεί. Στη δεύτερη έφεση, που αφορούσε ανήλικους, η συνολική περίοδος των 27-28 μηνών που είχε παρέλθει, εκ πρώτης όψεως και χωρίς οτιδήποτε άλλο, έδινε λαβή για πραγματική ανησυχία. Οι διωκτικές και διοικητικές αρχές δεν έδωσαν οποιαδήποτε ικανοποιητική εξήγηση για την παρέλευση χρόνου που ήταν τόσο μακρός έτσι που να παραβιάζει την απαίτηση του εύλογου χρόνου.

Στη συνέχεια θα παραθέσουμε ορισμένες υποθέσεις στις οποίες εξετάσθηκε το θέμα του εύλογου χρόνου:

(1) Wemhoff v. Germany [1968] 1 E.H.R.R. 55. Κρίθηκε ότι δεν παραβιάσθηκε η απαίτηση του εύλογου χρόνου ή η πρόνοια για εύλογη περίοδο κράτησης. Ο κατηγορούμενος συνελήφθη στις 9.11.1961, παρουσιάσθηκε σε δίκη στις 9.11.1964 και καταδικάστηκε στις 7.4.1965.  Βρισκόταν υπό κράτηση σε όλο το πιο πάνω διάστημα. Η εξαιρετικά μακρά περίοδος κράτησης κρίθηκε ότι ήταν δικαιολογημένη λόγω της εξαιρετικής πολυπλοκότητας της υπόθεσης και ότι οι περαιτέρω αναπόφευκτοι λόγοι για την καθυστέρηση και τα δικαιώματα του κατηγορουμένου δεν πρέπει να παρεμβάλλονται στο δρόμο μιας πλήρους δίκης και επιφυλαγμένης απόφασης. Λέχθηκε, επίσης, ότι ο πραγματικός σκοπός της απαίτησης του εύλογου χρόνου ήταν να διασφαλίσει όπως οι κατηγορούμενοι μη βρίσκονται κάτω από μια κατηγορία για μακρό χρονικό διάστημα και όπως η κατηγορία εκδικάζεται.

(2) Neumeister v. Austria (No. 1) [1968] 1 E.H.R.R. 91. Ο κατηγορούμενος αντιμετώπιζε διάφορες κατηγορίες δόλου και κρατήθηκε πριν από τη δίκη για περίοδο 2 ετών και 2 μηνών.  Αφέθη ελεύθερος πριν από την έναρξη της δίκης.  Μετά που είχε αρχίσει η δίκη είχε σταματήσει και αργότερα είχε επαναρχίσει.  Όταν δόθηκε η απόφαση από το Δικαστήριο είχαν παρέλθει 7 χρόνια από την καταχώριση του κατηγορητηρίου.  Η πλειοψηφία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου έκρινε ότι δεν είχε σημειωθεί παραβίαση της απαίτησης του εύλογου χρόνου λόγω της πολυπλοκότητας της υπόθεσης.

[*354](3) Ringeisen v. Austria (No. 1) [1971] 1 E.H.R.R. 455. Ο κατηγορούμενος αντιμετώπιζε κατηγορίες δόλου και δόλιας πτώχευσης. Κρατήθηκε για περίοδο 2 ετών και 4½  μηνών.  Διαπιστώθηκε παραβίαση της πρόνοιας για εύλογη περίοδο κράτησης στη διαδικασία δόλιας πτώχευσης.  Η περίοδος πέραν των 5 ετών για εκδίκαση των κατηγοριών δόλου κρίθηκε ότι δεν παραβίαζε την απαίτηση του εύλογου χρόνου λόγω της πολυπλοκότητας της διαδικασίας και της συμπεριφοράς του κατηγορουμένου.

Πολύ σημαντικά είναι τα όσα διακηρύχθηκαν στην Procurator Fiscal (πιο πάνω) στις σελ. 352-353, αναφορικά με το  θέμα της κράτησης και του εύλογου χρόνου. Τα παραθέτουμε σε δική μας μετάφραση:

«Η πρόνοια για εύλογη περίοδο κράτησης και η απαίτηση για εύλογο χρόνο παρέχουν σημαντικά δικαιώματα στον πολίτη και δεν πρέπει να υποβαθμίζονται ή να εξασθενούν. Πλην όμως ο πολίτης δεν απολαμβάνει αυτά τα δικαιώματα στο κενό. Είναι μέλος της κοινωνίας και τα άλλα μέλη της κοινωνίας έχουν συμφέροντα που αξίζουν σεβασμού. Αυτό αναγνωρίσθηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στην Sporrong v. Sweden [1982] 5 E.H.R.R. 35, 52 όταν στην απόφαση του αναφέρθηκε στην χάραξη ενός δίκαιου ισοζυγίου ανάμεσα στις απαιτήσεις του γενικού συμφέροντος της κοινωνίας και των απαιτήσεων για προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων του πολίτη, η αναζήτηση του οποίου – ισοζυγίου – είναι σύμφυτη στην όλη Σύμβαση ....... Ενώ για τους λόγους που έχουν ήδη δοθεί είναι σημαντικό όπως οι ύποπτοι που αναμένουν την δίκη τους δεν πρέπει να κρατούνται για μεγαλύτερη περίοδο από ότι είναι ευλόγως αναγκαία, και ότι οι διαδικασίες (περιλαμβανομένης και της έφεσης) πρέπει να αποφασίζονται με εύλογη ταχύτητα, υφίσταται επίσης ένα σημαντικό αντίστοιχο δημόσιο συμφέρον για την προσαγωγή σε δίκη όλων εκείνων εναντίον των οποίων υπάρχει εύλογη υποψία για διάπραξη εγκλημάτων και σε περίπτωση καταδίκης τους να τους επιβληθεί η κατάλληλη ποινή. Αν η αποτελεσματικότητα και αξιοπιστία της απονομής της δικαιοσύνης τεθούν σε κίνδυνο λόγω υπερβολικής καθυστέρησης στην προσαγωγή των κατηγορουμένων σε δίκη τείνουν επίσης να τεθούν σε κίνδυνο οσάκις εκείνοι οι οποίοι ενδεχομένως είναι ένοχοι εγκλημάτων αποφεύγουν την τιμωρία που τους αξίζει.»

Αφετηρία για την επιμέτρηση του εύλογου χρόνου στην παρούσα υπόθεση είναι η 16.6.98 ημερ. κατά την οποία ο εφεσείων κατηγορήθηκε γραπτώς από την Αστυνομία (βλ. Χριστόπουλος, [*355]πιο πάνω). Μόνο σ’ αυτό το χρόνο επηρεάστηκε ο εφεσείων ουσιαστικά ώστε να θεωρείται ότι  βρισκόταν υπό κατηγορία. Η ποινική του ευθύνη διαπιστώθηκε στις 6.11.2002 – σε διάστημα 4 ετών και 5 μηνών. Σημειώνουμε ότι η καταγγελία έγινε στις 12.3.96 και ο εφεσείων κατηγορήθηκε γραπτώς στις 16.6.98.  Όπως υπέδειξε και το Πρωτόδικο Δικαστήριο:

«... Όντως υπάρχει καθυστέρηση στη διερεύνηση της υπόθεσης από την Αστυνομία η οποία διαφαίνεται από την ολιγωρία που επέδειξε αλλά και από τις αμφιταλαντεύσεις που υπήρξαν. Οι ανακρίσεις ενώ φαίνεται ότι αρχικά είχαν συμπληρωθεί, μετά επανήρχισαν και τα Τεκμήρια που είχαν ήδη επιστραφεί στους αρχικούς κατόχους τους, περισυνελλέγησαν ξανά. Φαίνεται ότι κατά τη διερεύνηση δεν υπήρξε κάποια σταθερότητα αφού μεταξύ άλλων μεσολαβούσαν διακοπές της πορείας της, αντιφατικές γνωματεύσεις κλπ που επηρέασαν αρνητικά και συνέτειναν στην καθυστέρηση της διερεύνησης της υπόθεσης.»

Ωστόσο σύμφωνα με τη νομολογία η ημερομηνία που λαμβάνεται υπόψη είναι η ημερομηνία κατά την οποία ο εφεσείων κατηγορήθηκε γραπτώς από την Αστυνομία.

Έχουμε την άποψη πως  εκ πρώτης όψεως και χωρίς οτιδήποτε άλλο αυτή η περίοδος δίνει λαβή για πραγματική ανυσυχία.  Επομένως παρίσταται ανάγκη εξέτασης των λεπτομερών γεγονότων και περιστατικών της υπόθεσης (βλ. Procurator Fiscal, πιο πάνω).

Αρχίζουμε με την πολυπλοκότητα της υπόθεσης.

Έχουμε την άποψη πως η παρούσα υπόθεση μπορεί να ενταχθεί στην κατηγορία των πολύπλοκων υποθέσεων οι λόγοι είναι οι εξής:

- Ο μεγάλος αριθμός κατηγοριών (15).

- Η σοβαρότητα των κατηγοριών – περιλάμβανε κατηγορίες πλαστογραφίας και κατηγορίες κυκλοφορίας πλαστών εγγράφων. Σε μερικές από τις κατηγορίες ήταν συγκατηγορούμενη και η σύζυγος του εφεσείοντος.

- Τα πολύπλοκα και δύσκολα νομικά ζητήματα ήτοι

(α)     εκτός της κυρίως δίκης έλαβε χώραν και δίκη εντός δίκης στο τέλος της οποίας δόθηκε αιτιολογημένη ενδιάμεση απόφαση.

[*356]

(β)     Η έγερση νομικών ζητημάτων επί των οποίων ακούστηκε επιχειρηματολογία των μερών και εκδόθηκαν δύο ενδιάμεσες αιτιολογημένες αποφάσεις.

(γ)     Η έκδοση αιτιολογημένης ενδιάμεσης απόφασης στο στάδιο της εισήγησης για μη απόδειξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης με την οποία ο εφεσείων αθωώθηκε και απαλλάγηκε στις κατηγορίες 7, 8, 9 και 10.

(δ)     Ο μεγάλος όγκος της μαρτυρίας.  Δόθηκε μαρτυρία από 25 μάρτυρες κατηγορίας και 13 μάρτυρες υπεράσπισης. Η μαρτυρία καλύπτει 773 δακτυλογραφημένες σελίδες. Η δε τελική απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη και καλύπτει 86 δακτυλογραφημένες σελίδες.

Στη συνέχεια θα εξετάσουμε τη συμπεριφορά του εφεσείοντος.

Κυρίαρχο στοιχείο αυτής της συμπεριφοράς ήταν η ανετοιμότητα του ιδίου του εφεσείοντος στο αρχικό στάδιο της διαδικασίας η οποία οφειλόταν κυρίως στην αδυναμία του να εξεύρει δικηγόρο και να προετοιμαστεί για την υπεράσπιση του. Η διαδικασία εξεύρεσης δικηγόρου κράτησε περίπου 14 μήνες. Σημειώνουμε ωστόσο ότι στο στάδιο εκείνο έλαβαν χώραν και αναβολές οι οποίες οφείλοντο στο Δικαστήριο και στην Κατηγορούσα Αρχή οι οποίες παρέτειναν τη διαδικασία για περίοδο περίπου 2½  μηνών.

Σημειώνουμε, επίσης, ότι και στο στάδιο της ακρόασης της υπόθεσης  καθώς και στο στάδιο της έκδοσης της απόφασης σημειώθηκε καθυστέρηση λόγω 11 αναβολών για τις οποίες ευθύνεται αποκλειστικά ο εφεσείων (βλ. τις πιο πάνω αναβολές ημερ. 9.10.2001, 11.12.2001, 17.12.2001, 20.12.2001, 15.2.2002, 27.2.2002, 9.4.2002, 21.5.2002, 9.7.2002, 29.10.2002 και 4.11.2002).

Ένας άλλος παράγοντας που θα λάβουμε υπόψη είναι ότι ο εφεσείων δεν βρισκόταν υπό κράτηση σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας. Περαιτέρω θα ληφθεί υπόψη το τί διακυβευόταν για τον εφεσείοντα. Ο τελευταίος ήταν μεν εγγεγραμμένος δικηγόρος αλλά προ της έκδοσης της απόφασης στην παρούσα υπόθεση είχε καταδικαστεί σε φυλάκιση ενός έτους για το αδίκημα της κλοπής υπό αντιπροσώπου. Πρόσθετα συνεπεία της καταδίκης του είχε στερηθεί η άδεια άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος από το Πειθαρχικό Συμβούλιο των Δικηγόρων.

[*357]Περαιτέρω λαμβάνουμε υπόψη ότι  μετά την καταχώριση του κατηγορητηρίου δεν υπήρξε περίοδος πλήρους απραξίας.

Επίσης λαμβάνουμε υπόψη ότι η καθυστέρηση λήφθηκε υπόψη από το Πρωτόδικο Δικαστήριο ως ο κύριος ελαφρυντικός παράγων στην επιμέτρηση της ποινής.

Τέλος λαμβάνουμε υπόψη την ανάγκη εξισορρόπησης του δικαιώματος του εφεσείοντος δυνάμει του αρ. 30.2 του Συντάγματος και του γενικού κοινωνικού συμφέροντος για την τιμωρία των παραβατών.

Αφού συνεκτιμήσαμε όλους τους πιο πάνω παράγοντες έχουμε την άποψη πως η συνολική διάρκεια της διαδικασίας δεν ήταν τόσο υπερβολική για να συνιστά παραβίαση του αρ. 30.2 του Συντάγματος και του αρ. 6(1) της Σύμβασης.  Έπεται πως ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Πρέπει ωστόσο να τονίσουμε ότι δεν μας αφήνει αδιάφορους η πορεία που έχει υιοθετηθεί στην παρούσα διαδικασία και ο κατακερματισμός της ακρόασης σε ημερομηνίες που απέχουν πολύ η μια από την άλλη.  Επί του  προκειμένου επαναλαμβάνουμε τα όσα λέχθηκαν στην Ρούσος ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 471, 480, 481:

«Στην Tsiarta and Another v. Yiapana and Another (1962) C.L.R. 198, 208, τονίστηκε:

‘... adjournments ... produce justifiable dissatisfaction by litigants and their witnesses, and statistical records of this Court confirm the opinion there are far too many. If an action can proceed the first time it comes on for trial so much the better. When adjournments are necessary there should  be no more than one or two. After that there should be no more adjourments except in unsual circumstances, as to which the Judge has to decide .......................................................................

Concerning the taking of evidence in our opinion once a trial is begun it should proceed continuously day in and day out, where possible, until its conclusion.’

Σε μετάφραση:

‘.. οι αναβολές ... προκαλούν δικαιολογημένη δυσφορία στους διαδίκους και στους μάρτυρες τους και τα στατιστικά στοιχεία [*358]αυτού του Δικαστηρίου επιβεβαιώνουν την γνώμη ότι υπάρχουν πολλές αναβολές. Αν μια αγωγή μπορεί να προχωρήσει την πρώτη μέρα που ορίζεται για ακρόαση τόσο το καλύτερο. Όπου οι αναβολές είναι αναγκαίες δεν πρέπει να είναι πάνω από μια ή δύο. Μετά από αυτό δεν πρέπει να υπάρχουν άλλες αναβολές εκτός κάτω από ασυνήθιστες περιστάσεις, για τις οποίες θα αποφασίζει το δικαστήριο .............................................’

Αναφορικά με τη λήψη της μαρτυρίας έχουμε την άποψη πως άπαξ και αρχίσει μια δίκη πρέπει να συνεχίζεται καθημερινά, όπου αυτό είναι δυνατό, μέχρι την συμπλήρωση της.”

Τα πιο πάνω λέχθηκαν σε πολιτική υπόθεση. Ωστόσο στην Nicolaou v. Police (1965) 2 C.L.R. 87, τονίστηκε ότι τυγχάνουν πιο αυστηρής εφαρμογής στις ποινικές υποθέσεις.

Τα όσα λέχθηκαν στην Tsiarta (πιο πάνω) αποτελούν χωρίς αμφιβολία την ιδεώδη και επιθυμητή κατάσταση. Προτρέπουμε, με αυτή την ευκαιρία, τα πρωτόδικα δικαστήρια να τα έχουν υπόψη τους και να τα εφαρμόζουν εκτός εάν υπάρχουν ανυπέρβλητα εμπόδια. Ο προγραμματισμός της δικαστικής εργασίας με τρόπο που να αποφεύγονται, όσο αυτό είναι δυνατό, οι αναβολές και ο κατακερματισμός της ακρόασης σε ημερομηνίες που απέχουν πολύ η μια από την άλλη, αποτελεί παράγοντα που συμβάλλει στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Προάγει την αποτελεσματικότητα της και την αξιοπιστία της.»

Στην παρούσα υπόθεση δεν έχει τεθεί ενώπιον μας οποιοσδήποτε λόγος ο οποίος παρεμπόδιζε την εκδίκαση της υπόθεσης με τον τρόπο που υποδεικνύεται πιο πάνω. Διαπιστώνουμε, επομένως, ότι δεν έχουν τηρηθεί οι επιταγές της Νομολογίας. Ωστόσο το ζητούμενο είναι κατά πόσο η συνολική διάρκεια της διαδικασίας ήταν υπερβολική. Έχουμε επί του προκειμένου αποφανθεί ότι δεν ήταν τέτοια που να παραβιάζει το αρ. 30.2 του Συντάγματος. 

Με το δεύτερο λόγο της έφεσης έχει αμφισβητηθεί η ορθότητα της απόφασης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία ο εφεσείων έχει κριθεί ένοχος των πιο πάνω κατηγοριών της πλαστογραφίας και κυκλοφορίας πλαστών εγγράφων –αντικείμενο των κατηγοριών 1-6.

Ο κ. Ευτυχίου υπέβαλε ότι οι πιο πάνω 6 κατηγορίες αφορούσαν την κατ’ ισχυρισμό κατάρτιση και κυκλοφορία δύο πλαστών ειδικών ψηφισμάτων της εταιρείας K.A.S. Properties Ltd και μιας δήλωσης του Γραμματέα της Αντρέα Τταουσιάνη.  Η εκκαλούμενη [*359]απόφαση – συνέχισε ο κ. Ευτυχίου – στηρίχθηκε επί της μαρτυρίας του Μ.Κ.8 ότι ο εφεσείων κατείχε πλαστές σφραγίδες η οποία ήταν ανεπαρκής, ασαφής και αναξιόπιστη. Ακόμη και το Πρωτόδικο Δικαστήριο – συμπλήρωσε ο κ. Ευτυχίου - αξιολόγησε ως ανεπαρκή τη μαρτυρία του Μ.Κ.8 γι’ αυτό και αθώωσε και απάλλαξε τον εφεσείοντα στις κατηγορίες 14, 15 και 16 που αφορούσαν την κατάρτιση πλαστών σφραγίδων που αφορούσαν την εταιρεία K.A.S. Properties Ltd και των αξιωματούχων αυτής Αντρέα Τταουσιάνη και Αδάμου Χαρίτωνος.

Περαιτέρω, σύμφωνα με τον κ. Ευτυχίου:

(α) Το Πρωτόδικο Δικαστήριο για να καταλήξει στο εκκαλούμενο συμπέρασμα του στηρίχθηκε στο μέρος της κατάθεσης του εφεσείοντος ότι «έκαμε πλαστές σφραγίδες». Ωστόσο το Πρωτόδικο Δικαστήριο όταν εξέτασε τις κατηγορίες 14, 15 και 16 θεώρησε ότι το πιο πάνω απόσπασμα από την κατάθεση του εφεσείοντος – ότι έκαμε πλαστές σφραγίδες – δεν περιέχει τόση σαφήνεια όση είναι αναγκαία για να επιτύχει και καταδίκη από μόνη της και αθώωσε και απάλλαξε τον εφεσείοντα.

(β) Το Πρωτόδικο Δικαστήριο στηρίχθηκε στη μαρτυρία του Μ.Κ. 7 η οποία ήταν ανεπαρκής, ασαφής και αναξιόπιστη για την οποία ακόμη και το Πρωτόδικο Δικαστήριο είχε αμφιβολία για την αξιοπιστία της.

(γ) Στηρίχθηκε στις μαρτυρίες του Μ.Κ.2 και Μ.Κ.3 που ήταν ανεπαρκείς, ασαφείς, αντιφατικές και συγκρούονται με τις μαρτυρίες του εφεσείοντος και τις μαρτυρίες υπεράσπισης του εφεσείοντος.

(δ) Αγνόησε και/ή παραγνώρισε και/ή δεν έλαβε καθ΄ όλου και/ή επαρκώς υπ’ όψη την μαρτυρία του εφεσείοντος η οποία σε ουσιώδη σημεία αυτής ενισχύεται από τις μαρτυρίες των μαρτύρων υπεράσπισης του εφεσείοντος τους οποίους δέχθηκε ως αξιόπιστους.

Αρχίζουμε με τις εισηγήσεις του κ. Ευτυχίου που άπτονται της αθώωσης του εφεσείοντος στις κατηγορίες 14, 15 και 16.  Θα εξετάσουμε πρώτα τη μαρτυρία που έλαβε υπόψη το Πρωτόδικο Δικαστήριο για να καταδικάσει τον εφεσείοντα στις κατηγορίες 1 και 2 (πλαστογραφία και κυκλοφορία πλαστών εγγράφων).  Παραθέτουμε το σχετικό μέρος της απόφασης:

[*360]«Οι κατηγορίες αυτές αναφέρονται στο Ειδικό Ψήφισμα (Τεκ. 67).  Η περιστατική μαρτυρία που υπάρχει συνοψίζεται στα πιο κάτω σημεία:

1.  Η μαρτυρία των Μ.Κ. 2 και 3 (Αδ. Χαρίτωνος και Τ. Τταουσιάνης) ήταν οι μόνοι αξιωματούχοι της K.A.S. και ουδεμία ανάμειξη είχαν στη σύνταξη και υπογραφή του εγγράφου αυτού, θέση η οποία ενισχύεται και από τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα της Αστυνομίας (Μ.Κ. 24) ότι οι γνήσιες υπογραφές των δυο πιο πάνω ατόμων παρουσιάζουν διαφορές από τις υπογραφές στο Τεκ. 67.

2.  Η μαρτυρία του Εξεταστή (Μ.Κ. 8) ότι οι σφραγίδες στο Τεκ. 67 είναι ίδιες με αυτές που είχε ανεύρει στην οικία των κατηγορουμένων σε συνδυασμό με τη μαρτυρία του Μ.Κ. 24 ότι αυτές διαφέρουν από τις γνήσιες σφραγίδες της K.A.S. (Τεκ. 70). Μαρτυρία προς το τελευταίο αυτό συμπέρασμα υπάρχει και από το Μ.Κ.2.

3.  Η μαρτυρία του Μ. Μάρκου (Μ.Κ. 7) ότι είχε προηγηθεί συνεννόηση με τον κατηγορούμενο 1 και ως αποτέλεσμα αυτής της συνεννόησης στις 13.12.94 του στάληκαν με ταξί η επιστολή τεκ. 89 μαζί με το Ειδικό Ψήφισμα (Τεκ. 67).  Ακολούθως ο Μ.Κ. 7 ενήργησε με βάση το περιεχόμενο των πιο πάνω εγγράφων δηλαδή έκαμε ό,τι ήταν η μοναδική εύλογη ενέργεια που έπρεπε να κάμει που ήταν να προβεί προς τις σχετικές ενέργειες στο Κτηματολόγιο.

     Στο σημείο αυτό πιθανό να εγερθεί θέμα αμφιβολιών, εφόσον ο κατηγορούμενος 1 δεν είχε δώσει σαφείς προφορικές οδηγίες στον Μ.Κ. 7 ενώ δεν υπάρχει μαρτυρία ότι αυτός είχε όντως αποστείλει το φάκελο με τα Τεκ. 67 και 84 αλλά από την υπάρχουσα μαρτυρία είναι το μοναδικό συμπέρασμα το οποίο μπορεί να εξαχθεί. Τονίζεται ότι ο Μ.Κ.7 δεν γνώριζε ούτε τον Αδάμο Χαρίτωνος αλλά ούτε και τον Α. Τταουσιάνη (Μ.Κ. 2 και 3).

4.  Οι ενέργειες του Μ.Κ. 7 στο Κτηματολόγιο, σε συνδυασμό με τη μαρτυρία της Μ.Κ. 4 Μαρίας Καμπούρη αποδεικνύουν την κυκλοφορία του Τεκ. 67 εφόσον είχαν ως αποτέλεσμα την άρση του Πωλητηρίου Εγγράφου για το Κτήμα στην Λακατάμια (Τεκ. 74) και την απελευθέρωση του Κτήματος.

Με την πιο πάνω μαρτυρία θεωρώ ότι αποδεικνύονται οι [*361]κατηγορίες 1 και 2 αλλά σημειώνω και τη θεληματική κατάθεση του κατηγορουμένου 1 (Τεκ. 89) στην οποία ομολογεί τη διάπραξη των αδικημάτων αυτών και θεωρώ ότι αυτή και από μόνη της θα μπορούσε να στηρίξει καταδίκη.

Επομένως καταλήγω ότι όλα τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων των κατηγοριών 1 και 2 έχουν αποδειχθεί γι΄ αυτό και κρίνω τον κατηγορούμενο 1 ένοχο σε αμφότερες της κατηγορίες.»

Παραθέτουμε επίσης το απόσπασμα από την κατάθεση του εφεσείοντος στην οποία, σύμφωνα με το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ομολογεί τη διάπραξη των αδικημάτων αυτών και η οποία από μόνη της θα μπορούσε να στηρίξει την καταδίκη:

«Αρχικά παραδέχομαι ότι επλαστογράφησα την υπογραφή του Αδάμου Χαρίτωνος και του Ανδρέα Τταουσιάνη και έκαμα πλαστές σφραγίδες της εταιρείας τους K.A.S. Properties Ltd και σφραγίδες προσωπικές τους. Τα πλαστά έγγραφα τα έδωκα του φίλου μου Μάρκου Χρ. Μάρκου τζιαι επήρεντα στο κτηματολόγιο Λ/σίας τζιαι απόσυρε τα πωλητήρια έγγραφα 643/93 τζιαι 644/93 που έκαμα με τον Αδάμο τζιαι αφορούν τα κτήματα α) αρ. εγγραφής C 1837, φύλλον/σχέδιον 30/4Ε.2, Τεμ. 1765, οικόπεδο περιοχή Αγία Παρασκευή, Κάτω Λακατάμια, β) αρ. εγγρ. 12942, Φύλλον/σχέδιο 37/26, εντός του χωριού Πεδουλάς, Τεμ. 1170, τμήμα 7/493, κτίρια Πεδουλάς. Ο λόγος που έκαμα τις πιο πάνω αξιόποινες πράξεις είναι ως ακολούθως:

.............................................................................................................

Το Δεκέμβρη του 1994 επειδή είχα άμεση ανάγκη χρημάτων από την ανέγερση της κατοικίας έκαμα πλαστό ψήφισμα της εταιρείας K.A.S. Properties Ltd, ημερ. 29.11.94 και ετοίμασα επιστολή του Μάρκου Χρ. Μάρκου προς το κτηματολόγιο. Ο Μάρκος είναι φίλος μου και του είπα ότι είχα μιαν εταιρεία πελάτες μου και θα του έστελλαν ορισμένα χαρτιά για να ελευθερώσει ένα κτήμα από εμπόδια στο κτηματολόγιο. Έκαμα πλαστές σφραγίδες της εταιρείας K.A.S. του Αδάμου Χαρίτωνος και του Ανδρέα Τταουσιάνη και αφού πλαστογράφησα τις υπογραφές του Αδάμου και του Τταουσιάνη στο ειδικό ψήφισμα και αφού τα σφράγισα με τις πλαστές σφραγίδες του τα έστειλα με ένα ταξί που βρήκα στο δρόμο. Μετά από δύο ή τρεις ημέρες τηλεφώνησα στο Μάρκο και μου είπεν ότι αφαίρεσε το εμπόδιο για τα κτήματα στην Λακατάμια.  Τον Μάρ[*362]τιο του 1995 με τον ίδιο ακριβώς τρόπο και μέσω του Μάρκου αφαιρέθηκε το πωλητήριο έγγραφο που αφορούσε το ακίνητο στον Πεδουλά.»

Οι μεν κατηγορίες 1-6 αφορούν την κατάρτιση πλαστών εγγράφων με την τοποθέτηση των πλαστών σφραγίδων που βρέθηκαν στην κατοχή του εφεσείοντος από τον Μ.Κ. 8 οι δε κατηγορίες 14-16 αφορούν αυτή τούτη την κατασκευή των πλαστών σφραγίδων. Σε σχέση με τις κατηγορίες 1-6 το Πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη κυρίως τη μαρτυρία που αναφέρεται πιο πάνω και την ομολογία του ιδίου του εφεσείοντος. Σε σχέση με τις κατηγορίες 14-16 έθεσε το θέμα ως εξής:

«Η μαρτυρία που υπάρχει είναι ότι ο κατηγορούμενος 1 κατείχε τις εν λόγω σφραγίδες, ενώ από την κατάθεση του τεκ. 89 παραδέχεται ότι ‘έκαμα πλαστές σφραγίδες’. Η παραδοχή του όμως αυτή δεν περιέχει τόση σαφήνεια όση είναι αναγκαία για να επιτύχει καταδίκη από μόνη της, η δε υπόλοιπη μαρτυρία είναι ανεπαρκής. Επαναλαμβάνω τις νομικές αρχές που παρατίθενται πιο πάνω ότι η ομολογία πρέπει να κρίνεται σε συνάρτηση με άλλη υπάρχουσα μαρτυρία.

Επομένως ο κατηγορούμενος 1 δικαιούται στο ευεργέτημα της αμφιβολίας στις κατηγορίες αυτές, γι’ αυτό και αθωώνεται και απαλλάσσεται στις κατηγορίες αυτές.»

Δεν έχουμε διακρίνει οποιαδήποτε αντίφαση στη σχετική προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Αυτό που αναδεικνύεται είναι η έγνοια του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να μη βασισθεί αποκλειστικά επί της ομολογίας του εφεσείοντος εκτός αν αυτή επιβεβαιώνεται και από άλλη μαρτυρία.  Στην περίπτωση των κατηγοριών 1-6 έκρινε ότι υπήρχε τέτοια επιβεβαίωση ενώ στην περίπτωση των κατηγοριών 14-16 έκρινε ότι απουσίαζε. Η επίδικη προσέγγιση του συνάδει πλήρως με τις σχετικές νομολογιακές αρχές και δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης μας.

Ο σχετικός λόγος της έφεσης θίγει και θέμα αξιοπιστίας της μαρτυρίας επί της οποίας στηρίχθηκε η καταδικαστική απόφαση και της μαρτυρίας του εφεσείοντος.

Αποτελεί πάγια θέση της νομολογίας ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων αποτελεί κατ’ εξοχήν έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου το οποίο έχει τη δυνατότητα να ακούσει και να παρακολουθήσει τους μάρτυρες ενώ καταθέτουν. Το Εφε[*363]τείο σπάνια επεμβαίνει. Διαθέτει ευχέρεια για παραγκωνισμό ευρημάτων που σχετίζονται με την αξιοπιστία μόνο όταν καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να κάμει τα ευρήματα τα οποία έκαμε σε σχέση με την αξιοπιστία το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Βλ. Simadhiakos v. Police (1961) C.L.R. 64, Tofas v. Republic (1961) C.L.R. 99, Koumbaris v. Republic (1967) 2 C.L.R. 1 - Βλ. και Kyriakou v. Aristotelous (1970) 1 C.L.R. 172, 176, Charalambides v. Hjisoteriou & Son and Others (1975) 1 C.L.R. 269, 277, Γιαννή κ.ά. ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 340, Σοφοκλή ν. Λεωνίδου (1993) 1 Α.Α.Δ. 1003, Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1 A.A.Δ. 614 και Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους (1997) 1 A.A.Δ. 396).

Έχουμε εξετάσει προσεκτικά τα όσα έχει θέσει ενώπιον μας ο κ. Ευτυχίου.  Θεωρούμε ότι τα σχετικά ευρήματα κάθε άλλο παρά παράλογα ή αυθαίρετα μπορεί να θεωρηθούν. Συνάδουν με την κοινή λογική και την ανθρώπινη πείρα. Το βάρος απόδειξης της εσφαλμένης αξιολόγησης της μαρτυρίας το φέρει ο εφεσείων και δεν το έχει αποσείσει (Βλ. Yiannakou v. Police (1982) 2 C.L.R. 37). Έπεται πως δεν δικαιολογείται η επέμβαση μας στα ευρήματα τα οποία έχει κάμει το Πρωτόδικο Δικαστήριο σε σχέση με την αξιοπιστία.

Ο κ. Ευτυχίου υποστήριξε, επίσης, ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε τη μαρτυρία του πραγματογνώμονα γραφολόγου Μ.Κ. 24, Αν. Υπ. Παναγιώτου, ο οποίος ανέφερε ότι «κανένας από τους κατηγορούμενους δεν μπορεί να συνδεθεί με τις αμφισβητούμενες υπογραφές επί των ψηφισμάτων που αναφέρονται στις λεπτομέρειες της κατηγορίας». Παρά την πιο πάνω θετική μαρτυρία του Μ.Κ. 24 – συμπλήρωσε ο κ. Ευτυχίου – το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν ο εφεσείων που πλαστογράφησε τις αμφισβητούμενες υπογραφές «αναλαμβάνοντας αυθαίρετα το ρόλο του πραγματογνώμονα Αν. Υπαστυνόμου Παναγιώτου».

Εξέταση του σχετικού μέρους της εκκαλούμενης απόφασης δεν αποκαλύπτει ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο έχει υποδυθεί το ρόλο του πραγματογνώμονα. Αναφέρθηκε στη μαρτυρία του Μ.Κ. 24 η ουσία της οποίας ήταν ότι δεν μπορούσε να εκφέρει οποιαδήποτε θετική γνώμη λόγω της ποιότητας της γραφής.  Όπως έχουμε ήδη υποδείξει πιο πάνω η καταδικαστική απόφαση βασίστηκε επί της προφο[*364]ρικής μαρτυρίας και της ομολογίας του εφεσείοντος. Θεωρούμε ότι η καταδικαστική απόφαση δικαιολογείται πλήρως από τη μαρτυρία η οποία έγινε δεκτή από το Πρωτόδικο Δικαστήριο και δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης μας.

Η επόμενη εισήγηση του κ. Ευτυχίου σχετίζεται με την μη απόδειξη της ύπαρξης της παραπονούμενης εταιρείας.

Παρόλο ότι σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της κατηγορίας – υποστήριξε ο κ. Ευτυχίου – αναφέρεται η εταιρεία K.A.S. Properties Ltd ως το πρόσωπο που καταδολιεύτηκε δεν αποδείχθηκε ότι η εταιρεία «υπήρχεν ως συγκεκριμένο νομικό πρόσωπο στον ουσιώδη χρόνο που καταρτίσθηκε το πλαστό έγγραφο που να καταδολιευτεί από αυτό».

Έχει νομολογηθεί ότι μαρτυρία σύμφωνα με την οποία η προβαλλόμενη ως εταιρεία διεξήγαγε εργασίες ως τέτοια είναι αρκετή προς απόδειξη της ύπαρξης της (Lioufis & Co. Ltd v. Ανδρονίκου κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 773 και Εδαξίλ Ξυλουργικές Επιχειρήσεις Λτδ κ.ά. ν. Αγαθοκλέους (1996) 1 Α.Α.Δ. 1337).

Στην παρούσα υπόθεση εξέταση της μαρτυρίας (βλ. σελ. 74, 79, 118, 119, 146-148, 150, 151, 184 και 186 των πρακτικών) αποκαλύπτει ότι έχει παρουσιαστεί τέτοια μαρτυρία.  Έπεται πως ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Ήταν περαιτέρω η εισήγηση του κ. Ευτυχίου ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο στηρίχθηκε στην κατάθεση του εφεσείοντος «η οποία είναι ασαφής, ανεπαρκής και το περιεχόμενο της αντίθετο με τη μαρτυρία του πιο πάνω Μ.Κ. 24 πραγματογνώμονα-γραφολόγου». Το Πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε, σύμφωνα με τη νομολογία, να βεβαιωθεί κατά πόσο το περιεχόμενο της κατάθεσης συνάδει με την αλήθεια των γεγονότων ως εξακριβώνονται για να μπορέσει να καταλήξει εάν η ενοχή του εφεσείοντος αποδεικνύεται πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

Έχουμε ήδη αποφανθεί επί της εισήγησης του κ. Ευτυχίου που σχετίζεται με την μαρτυρία του γραφολόγου Μ.Κ. 24.  Έχουμε ήδη υποδείξει ότι η καταδικαστική απόφαση έχει σαν βάθρο την προφορική μαρτυρία η οποία κρίθηκε αξιόπιστη καθώς και την ομολογία του εφεσείοντος.  Η αποδεικτική αξία της ομολογίας έχει αναλυθεί σε σειρά αποφάσεων. Στην Καυκαρής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 203, 225 (απόφαση Πική, Δ. όπως ήταν τότε) λέχθηκαν τα εξής:

[*365]

«Η ομολογία του εγκλήματος – εφόσο γίνεται δεκτή ως εθελούσια – μπορεί αφεαυτής να θεμελιώσει την καταδίκη του εφεσείοντα. Η ανθρώπινη εμπειρία υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι δεν ομολογούν κατά κανόνα εγκλήματα τα οποία δε διέπραξαν. Η συνείδηση του ανθρώπου όσο πωρωμένη κι΄ αν είναι έχει εκρήξεις για λύτρωση από το βάρος του εγκλήματος που δεν ελέγχονται.  Η ομολογία του εγκλήματος αποτελεί μέσο για την εκτόνωση της βεβαρημένης συνείδησης.  Όσο θεληματική κι αν είναι η κατάθεση του κατηγορουμένου είναι φρόνιμο, όπως ορίζει η νομολογία, να αναζητείται στο βαθμό που είναι δυνατό ενίσχυση της ορθότητας του περιεχομένου της. Έτσι αποκλείεται η πιθανότητα λάθους και συγχρόνως δεν ενθαρρύνονται οι ανακριτικές Αρχές να επιδιώκουν την ομολογία ως εύκολο υποκατάστατο της ανίχνευσης του εγκλήματος. Το περιεχόμενο της ομολογίας κρίνεται όχι μόνο με βάση τη συμφυή αυθεντικότητα των ισχυρισμών που περιέχονται σ’ αυτή αλλά και σε συνάρτηση με κάθε άλλη μαρτυρία που τείνει να ενισχύσει ή να καταρρίψει την ορθότητα του περιεχομένου της.»

Για τη σημασία της ομολογίας παραπέμπουμε και στην Ανδρέου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 166, 172 (απόφαση Νικήτα, Δ.):

«Η ομολογία ενοχής έχει αποκληθεί η βασιλίδα των μαρτυριών. Στο σύστημα όμως που διέπει την ποινική μας δίκη δεν έχουμε απολυτοποιήσει στον ύψιστο αυτό βαθμό την αξία της. Είναι θέμα πραγματικό που συναρτάται με τις περιστάσεις κάθε υπόθεσης. Έστω και αν γίνει αποδεκτή η ομολογία και ενταχθεί στον κορμό της μαρτυρίας, το δικαστήριο, στο τέλος, προβληματίζεται για την αλήθεια του περιεχομένου της και φυσικά για το κατά πόσο οδηγεί σε ασφαλή συμπεράσματα ενοχής. Η σχετική νομολογία μας, που αρχίζει από τις παλιές υποθέσεις R. v. Sfongaras 22 C.L.R. 13 και Volettos v. Republic (1961) C.L.R. 169, τηρεί σταθερή γραμμή στο θέμα αυτό. Είναι ζήτημα που άπτεται των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της δίκαιης δίκης. Πρόσφατη επικύρωση είχαμε στην Μάρτιν ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1994) 2 Α.Α.Δ. 65.

Στην υπόθεση R. v. Mallinson [1977] Crim.L.Rev. 161, διακηρύχθηκε ότι καταδίκη που στηρίζεται σε προφορική ομολογία δεν είναι κατ’ ανάγκη ανασφαλής ή μη ικανοποιητική. Η καταδίκη του κατηγορουμένου για κατοχή ναρκωτικών με σκοπό την εμπορία τους στηρίχθηκε κυρίως στις προφορικές πα[*366]ραδοχές ενοχής. Το αγγλικό εφετείο τόνισε πως δε συνάγεται, ως θέμα αρχής, από τη νομολογία ότι η προφορική ομολογία ενοχής δεν είναι αρκετή για να οδηγήσει σε καταδίκη.

‘Held, as to that ground, there was no principle to be gathered from the authorities, of universal or general application, that a conviction wholly or mainly resting on evidence of an oral confession could never be safe or satisfactory. It must in every case be a question to be decided on the particular facts.’

Το παραπάνω κείμενο μπορεί να αποδοθεί ως εξής στα ελληνικά:

‘Αποφασίστηκε, αναφορικά με το λόγο εκείνο, ότι δεν υπάρχει αρχή δικαίου που συνάγεται από τις αυθεντίες, καθολικής ή γενικής εφαρμογής, ότι καταδίκη η οποία εξολοκλήρου ή κυρίως βασίζεται σε μαρτυρία προφορικής ομολογίας δε θα μπορούσε ποτέ να είναι ασφαλής ή ικανοποιητική.  Πρέπει σε κάθε περίπτωση να αποτελεί θέμα πραγματικό που αποφασίζεται στο πλαίσιο των ιδιαίτερων περιστατικών της.’»

Βλ., επίσης, Ιακωβίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 110, 117, Μάρτιν ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1994) 2 Α.Α.Δ. 65, 73).

Στην παρούσα υπόθεση το Πρωτόδικο Δικαστήριο έχει λειτουργήσει με βάσει τις αρχές που έχουν διατυπωθεί στις πιο πάνω αποφάσεις. Αφού παρέθεσε σχετικά αποσπάσματα από τις εν λόγω αποφάσεις έκρινε ότι ήταν ορθό να αναζητήσει, στο βαθμό που είναι δυνατό, ενίσχυση του περιεχομένου της ομολογίας του εφεσείοντος. Ακολούθως το Πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στη μαρτυρία η οποία επαληθεύει την ομολογία του εφεσείοντος. Κατέληξε με τη διαπίστωση «ότι το περιεχόμενο της κατάθεσης συνάδει πλήρως με τα πραγματικά γεγονότα και ευρήματα του Δικαστηρίου – όπως έχουν διακριβωθεί πιο πάνω». Από τα πιο πάνω προκύπτει σαφώς ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο λειτούργησε με βάσει τις επιταγές της νομολογίας και δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης μας. Το συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η ομολογία του εφεσείοντος επαληθεύεται από άλλη μαρτυρία η οποία κρίθηκε αξιόπιστη είναι ορθό.

Ο κ. Ευτυχίου ανέπτυξε και λόγους έφεσης που σχετίζονται με τη θεληματικότητα της ομολογίας του εφεσείοντος. Με το σχετικό λόγο της έφεσης υποστηρίζεται ότι η απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η κατάθεση που ο εφεσείων έδωσε στην Αστυνομία [*367]ήταν θεληματική είναι εσφαλμένη για τους πιο κάτω λόγους:

(α)       Το Πρωτόδικο Δικαστήριο «απέρριψε την εκδοχή του εφεσείοντος ότι η πιο πάνω κατάθεση δόθηκε μετά από υπόσχεση του Μ.Κ. 8 προς τον εφεσείοντα ότι εάν έδιδε την κατάθεση κατά τον υποδειχθέντα τρόπο από τον πιο πάνω μάρτυρα θα εισηγείτο στο Γενικό Εισαγγελέα να μην προχωρήσει υπόθεση εναντίον του αλλά σε αντίθετη περίπτωση τον φοβέρισε ότι θα τον παρουσίαζε στο Δικαστήριο για έκδοση διατάγματος προφυλάκισης του η οποία ήταν πειστική, συγκροτημένη, ειλικρινής και ακόμη σε ουσιώδη σημεία της ενισχύεται από τις μαρτυρίες του Μ.Κ. 8, Μ.Κ. 4 και των περιστάσεων της υπόθεσης».

(β)       Η Κατηγορούσα Αρχή δεν απέδειξε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι η πιο πάνω κατάθεση του εφεσείοντος ήταν θεληματική δεδομένου ότι ο ισχυρισμός του εφεσείοντος ότι υπήρχε υπόσχεση του Μ.Κ. 8 προς αυτόν ότι εάν έδιδε την κατάθεση του κατά τον τρόπο που του υπέδειξε ότι δηλαδή ήταν το πρόσωπο που πλαστογράφησε και κυκλοφόρησε τα Τεκ. 67, 68, 69 θα εισηγείτο να κλείσει η υπόθεση όπως και έπραξε και η υπόθεση είχε κλείσει.

Στο διάγραμμα της αγόρευσης του ο κ. Ευτυχίου δεν έχει επιχειρηματολογήσει επί της παραγ. (α) πιο πάνω. Το εκλαμβάνουμε ότι έχει εγκαταλείψει το σχετικό ισχυρισμό. Σε σχέση με την παραγ. (β) ο κ. Ευτυχίου υποστήριξε ότι ο Μ.Κ. 8 ανέφερε στον εφεσείοντα «ότι ήταν πεποίθηση του ότι δεν υπήρχε υπόθεση εναντίον του και του ανέφερε ότι μοναδικός σκοπός της κατάθεσης ήταν να σταλεί η υπόθεση στο Γενικό Εισαγγελέα με σκοπό να κλείσει η υπόθεση». Υποστήριξε, επίσης, ότι ο εφεσείων κατέθεσε «ενόρκως στη δίκη εντός δίκης και είπε με κάθε λεπτομέρεια τα όσα συνοπτικά αναφέρονται πιο πάνω». Εν όψει των όσων συνέβησαν στη συνέχεια – κατέληξε ο κ. Ευτυχίου – «από το Μ.Κ. 8 να συστήσει στον Γενικό Εισαγγελέα την απόσυρση της υπόθεσης εναντίον του εφεσείοντος και να μην κατηγορήσει αυτόν για οποιοδήποτε αδίκημα και της εκφρασθείσας πεποίθησης του ότι δεν διέπραξε ο εφεσείων αδίκημα, καθιστούν την άρνηση του Μ.Κ. 8 να δεχθεί τα όσα του καταλόγισε ο εφεσείων για να τον πείσει να δώσει την κατάθεση ως μη ειλικρινή».

Στην παρούσα υπόθεση το Πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στη μαρτυρία που είχε προσαχθεί στη δίκη εντός δίκης ανέλυσε τη νομική πτυχή. Έκαμε επί του προκειμένου αναφορά στην Αγγλική και Κυπριακή Νομολογία (Βλ. Commissioner of Customs and Excise v. Harz [1967] 51 Cr. App. R. 123, D.P.P. v. Ping Lin [1975] [*368]3 All E.R. 175, Kokkinos v. Police (1967) 2 C.L.R. 217, Petris v. Police (1968) 2 C.L.R. 40, Psaras v. Republic (1987) 2 C.L.R. 132 και Fournides v. Republic (1986) 2 C.L.R. 73).

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε την εκδοχή του Μ.Κ. 8 και απέρριψε εκείνη του εφεσείοντος. Επί του προκειμένου παρατήρησε τα εξής:

«Η εκδοχή του κατηγορουμένου 1 φαντάζει εξωπραγματική εφόσον ο κατηγορούμενος 1 ως δικηγόρος γνώριζε τα δικαιώματά του και ήταν απίθανο να ξεγελαστεί στο να δηλώσει κάτι που δεν έκανε μόνο και μόνο για να αναμένει μετά από άλλους την απαλλαγή του με τη μη δίωξη του.

Δεν αποδέχομαι επομένως ούτε τον ισχυρισμό του κατηγορουμένου 1 περί υποσχέσεως και ως εκ τούτου δεν τίθεται θέμα εφαρμογής της αρχής στην υπόθεση D.P.P. v. Ping Lin [1975] 3 All E.R. 175, την οποία επικαλέστηκε η υπεράσπιση κατά την αγόρευση της.

Με βάση τα πιο πάνω ευρίσκω ότι για τη λήψη του Τεκ. Α3 δεν ασκήθηκε από πλευράς Αστυνομίας οιουδήποτε είδους βία, πίεση ή εξαναγκασμός, ούτε ότι δόθηκε στον κατηγορούμενο 1 οιουδήποτε είδους υπόσχεση. Επομένως καταλήγω ότι η κατάθεση του κατηγορουμένου 1 (Τεκ. Α3) ήταν θεληματική και ως εκ τούτου η ένσταση της Υπεράσπισης απορρίπτεται και το Τεκ. Α3 μπορεί να παρουσιαστεί στο Δικαστήριο ως Τεκ. 89.»

Έχουμε την άποψη πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο έχει καθοδηγηθεί με τον ορθό τρόπο και δεν έχουμε εντοπίσει οποιοδήποτε σφάλμα στην προσέγγιση του. Συμφωνούμε με το Πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ο εφεσείων ως δικηγόρος γνώριζε τις συνέπειες μιας ομολογίας και δεν θα ήταν δυνατόν να παρασυρθεί από τις κατ’ ισχυρισμό υποσχέσεις του Μ.Κ. 8.  Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

(β) Η έφεση κατά της ποινής.

Τέλος ο κ. Ευτυχίου προώθησε και λόγο έφεσης που σχετίζεται με την ποινή. Υποστήριξε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρεγνώρισε και δεν έλαβε καθόλου υπόψη τη μεγάλη καθυστέρηση στη διάγνωση της ποινικής ευθύνης του εφεσείοντος. Υποστήριξε, επίσης, ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε καθόλου υπόψη και/ή επαρκώς τις επαγγελματικές συνέπειες του εφεσείοντος ως δικηγόρου. Περαιτέρω υποστήριξε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη και/ή επαρκώς τις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις του εφεσείοντος. Ο κ. Ευτυχίου υποστήριξε, επίσης, ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν ανέστειλε την ποινή φυλάκισης. Η μεγάλη καθυστέρηση στη διάγνωση της ποινικής ευθύνης του εφεσείοντος – κατέληξε ο κ. Ευτυχίου – συνιστά εξαιρετικές περιστάσεις που δικαιολογούν την αναστολή της ποινής.

Η νομολογία έχει αναγνωρίσει ότι η καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης αποτελεί ελαφρυντικό παράγοντα. Ελαφρυντικό παράγοντα αποτελούν και οι επαγγελματικές συνέπειες της ποινής. Ωστόσο αυτοί οι παράγοντες δεν πρέπει να αφήνονται να εξουδετερώνουν τους σκοπούς μιας ποινής. Εξέταση της εκκαλούμενης απόφασης αποκαλύπτει ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο συνεκτίμησε όλους τους πιο πάνω παράγοντες και τους έδωσε τη δέουσα βαρύτητα. Πρόκειται για έφεση κατά της ποινής. Το ορθό κριτήριο δεν είναι ποιά ποινή θα επέβαλλε το Εφετείο αν βρισκόταν στη θέση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου αλλά κατά πόσο η ποινή είναι το αποτέλεσμα σφάλματος αρχής ή είναι έκδηλα υπερβολική. 

Αφού εξετάσαμε τη φύση και σοβαρότητα των αδικημάτων σε συνάρτηση με την όλη εγκληματική συμπεριφορά του εφεσείοντος και τα ελαφρυντικά που έχει επικαλεσθεί ο ευπαίδευτος συνήγορος του θεωρούμε ότι η εκκαλούμενη ποινή δεν είναι το αποτέλεσμα σφάλματος αρχής ή έκδηλα υπερβολική. Έπεται πως ο σχετικός λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί.

Αναφορικά με την εισήγηση για αναστολή της ποινής το θέμα διέπεται από το αρ. 3(2)* του περί Υφ’ Όρον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως σε Ορισμένες Περιπτώσεις Νόμου του 1972 (Νόμος 95/72 όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 41(Ι)/97).

Το πιο πάνω αρ. 3(2) έχει αναλυθεί στην Παγιαβλάς ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 240 (απόφαση Πική, Π.). Λέχθηκαν τα εξής:

«Με την τροποποίηση, που επέφερε ο Ν.41(Ι)/97, περιορίστηκε η δυνατότητα αναστολής της ποινής. Οι νομοθετικές προϋποθέσεις για την αναστολή έχουν καταστεί, όντως ανελα[*370]στικές.

...................................................................................................

Συνήθη μετριαστικά περιστατικά, αναγόμενα είτε στα περιστατικά του εγκλήματος ή στις περιστάσεις του παραβάτη, δεν αποτελούν εξαιρετικές αλλά συνήθεις περιστάσεις.»

Στην R. v. Lowery, 14 Cr. App. R(S) κρίθηκε ότι ο συνδυασμός προσωπικών ελαφρυντικών παραγόντων περιλαμβανομένων και των οικονομικών δυσκολιών και η απώλεια σταδιοδρομίας δεν αποτελούν εξαιρετικές περιστάσεις.

Έχουμε εξετάσει προσεκτικά τα όσα σχετικά υπέβαλε ο κ. Ευτυχίου.  Δεν έχουμε εντοπίσει οτιδήποτε στις περιστάσεις της υπόθεσης ή στις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντος το οποίο είναι ικανό να εντάξει την παρούσα υπόθεση εντός της εμβέλειας του πιο πάνω αρ. 3(2) του Νόμου.  Ούτε η καθυστέρηση μπορεί να θεωρηθεί ως εξαιρετική περίσταση της υπόθεσης εντός της έννοιας του πιο πάνω αρ. 3(2). Αποτελεί λόγο για μετριασμό της ποινής πλην όμως δεν είναι ικανή να εντάξει την υπόθεση εντός της εμβέλειας του αρ. 3(2).

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση κατά της καταδίκης και της ποινής αποτυγχάνει.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων καταδικάστηκε σε φυλάκιση δεκαπέντε μηνών σε κάθε μια από έξι κατηγορίες στις οποίες βρέθηκε ένοχος για πλαστογραφία και κυκλοφορία πλαστού εγγράφου. Συγκεκριμένα το Δικαστήριο αποφάσισε ότι ο κατηγορούμενος το Δεκέμβρη του 1994 κατήρτησε ψευδή έγγραφα, που εμφανίζονταν ως ειδικά ψηφίσματα της εταιρείας K.A.S. Properties Ltd σφραγισμένα και υπογραμμένα από τον πρόεδρο και γραμματέα της εταιρείας, διά των οποίων εξουσιοδοτείτο τρίτο πρόσωπο να αποσύρει από το Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λευκωσίας δύο πωλητήρια έγγραφα ακινήτων, που ο εφεσείων είχε προηγουμένως πωλήσει στην πιο πάνω εταιρεία.

Ο εφεσείων βρέθηκε επίσης ένοχος για κατάρτιση πλαστού εγγράφου, που εμφανιζόταν ως δήλωση του γραμματέα της ίδιας εταιρείας σχετικά με την ίδρυση και λειτουργία της προαναφερθείσας εταιρείας, πάντα για τον ίδιο σκοπό.

Σύμφωνα με τη μαρτυρία όπως τη δέκτηκε το Δικαστήριο, ο εφεσείων ο οποίος είναι δικηγόρος, παρουσιάστηκε στο γραφείο [*371]του Μ.Κ.2 Αδάμου Χαρίτωνος, που είναι εγγεγραμμένος κτηματομεσίτης και διευθυντής και μέτοχος κατά 50% της εταιρείας K.A.S. Properties Ltd και τον πληροφόρησε ότι ήθελε να πωλήσει δύο κτήματα ιδιοκτησίας της συζύγου του, ένα στον Πεδουλά και ένα στον Αρχάγγελο. Ύστερα από διάφορες διαπραγματεύσεις ο Χαρίτωνος πρότεινε στον εφεσείοντα να αγοράσει η εταιρεία του τα δύο κτήματα, για συνολικό ποσό £85.000. Ο εφεσείων αποδέκτηκε και δυνάμει του γενικού πληρεξουσίου ημερ. 28.9.1992 (τεκμήριο 10), το οποίο παρουσίασε στον Χαρίτωνος, υπογράφηκαν τα δύο πωλητήρια έγγραφα των κτημάτων (τεκμήρια 48 και 49). Και τα δύο πωλητήρια υπογράφηκαν από πλευράς της πωλήτριας από τον εφεσείοντα, υπό την ιδιότητά του ως πληρεξούσιου αντιπροσώπου της ιδιοκτήτριας συζύγου του και από πλευράς των αγοραστών από τον Χαρίτωνος, ως διευθυντή της αγοράστριας εταιρείας K.A.S. Properties Ltd.

Ο Χαρίτωνος εξέδωσε εκ μέρους της εταιρείας K.A.S. Properties Ltd, δύο επιταγές επ’ ονόματι του εφεσείοντα για ποσό £13.000 και £12.000 αντιστοίχως, ως προκαταβολές όπως προνοούνταν στις συμφωνίες. Εκδόθηκαν σχετικές αποδείξεις από τον εφεσείοντα για τα αντίστοιχα ποσά. Οι δύο αποδείξεις φέρουν και την υπογραφή της συζύγου του.

Επειδή τα δύο κτήματα ήταν υποθηκευμένα, κανονίστηκε στις 6.9.1993 συνάντηση στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λευκωσίας με σκοπό την καταβολή των οφειλόμενων ποσών στους ενυπόθηκους δανειστές προς άρση των υποθηκών και κατάθεση των πωλητηρίων στο Κτηματολόγιο.

Πράγματι, την πιο πάνω ημερομηνία ο Χαρίτωνος συναντήθηκε με τον εφεσείοντα στον οποίο έδωσε χρήματα, τα οποία εκείνος με τη σειρά του παρέδωσε στους ενυπόθηκους δανειστές με αποτέλεσμα να εξαλειφθεί η υποθήκη. Την ίδια μέρα δόθηκε από την εταιρεία K.A.S. έναντι του πωλητηρίου για το κτήμα στον Αρχάγγελο, ποσό £3.000 για το οποίο ο εφεσείων και η σύζυγός του εξέδωσαν σχετική απόδειξη. Άλλο ποσό £9.200 καταβλήθηκε για το κτήμα στον Πεδουλά έναντι και πάλιν αποδείξεως. Μετά την εξάλειψη των υποθηκών τα πωλητήρια κατατέθηκαν στο Κτηματολόγιο.

Στις 23.9.1993 ξοφλήθηκε ολόκληρο το υπόλοιπο των £20.800 για το κτήμα στον Πεδουλά, καθώς και το υπόλοιπο για το κτήμα στον Αρχάγγελο ύψους £11.100. Εκδόθηκαν από τη σύζυγο του εφεσείοντα σχετικές αποδείξεις.

[*372]Επειδή ο εφεσείων ζήτησε για φορολογικούς λόγους η μεταβίβαση των κτημάτων στο όνομα της K.A.S. να γίνει εντός του 1994, παραδόθηκαν οι τίτλοι των κτημάτων στο Χαρίτωνος, ενώ υπογράφηκαν από τη σύζυγο του εφεσείοντα δύο πληρεξούσια έγγραφα (τεκμήρια 61 και 62).

Την επομένη της εξόφλησης ολόκληρου του ποσού της αγοράς των κτημάτων, δηλαδή στις 24.9.1993, ο εφεσείων και η σύζυγός του επισκέφθηκαν τον Χαρίτωνος στο γραφείο του και προσπάθησαν να τον πείσουν να ακυρωθεί η όλη αγορά των κτημάτων. Ο Χαρίτωνος δέκτηκε νοουμένου ότι ο εφεσείων και η σύζυγός του θα επέστρεφαν όλα τα χρήματα που είχαν λάβει, δηλαδή τις £85.000, μαζί με οποιαδήποτε άλλα έξοδα είχε υποστεί η K.A.S., όπως έξοδα χαρτοσήμανσης και τόκους. Συντάκτηκαν από τον εφεσείοντα δύο σχετικές  δηλώσεις τις οποίες ο Χαρίτωνος υπέγραψε.

Όταν οι επιταγές που είχε εκδόσει ο εφεσείων για £42.000, £43.000 και £2.660 επιστράφηκαν απλήρωτες, ο Χαρίτωνος θεώρησε ότι δεν είχαν τηρηθεί οι όροι των δηλώσεων και μετέβη στο Κτηματολόγιο με σκοπό να μεταβιβάσει τα κτήματα στο όνομα της K.A.S. Εκεί πληροφορήθηκε ότι το γενικό πληρεξούσιο που είχε υπογράψει η σύζυγος του εφεσείοντα και το οποίο ήταν κατατεθημένο στο Κτηματολόγιο είχε ακυρωθεί με επιστολή της ημερ. 8.2.1994, με αποτέλεσμα η μεταβίβαση να μην μπορούσε να πραγματοποιηθεί. Ο Χαρίτωνος κατήγγειλε την υπόθεση στην αστυνομία και καταχώρησε πολιτική αγωγή.

Εν τω μεταξύ ο εφεσείων χρησιμοποιώντας πλαστά ειδικά ψηφίσματα της εταιρείας Κ.Α.S., τα οποία ο ίδιος ετοίμασε (τεκμήρια 67 και 68) προχώρησε και ακύρωσε την κατάθεση των πωλητηρίων εγγράφων στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λευκωσίας.

Την ακύρωση της κατάθεσης των πωλητηρίων στο Κτηματολόγιο έκανε ο Μ.Κ.7 Μάρκος Μάρκου, ο οποίος διατηρεί γραφείο στη Λευκωσία, στο οποίο διεξάγει κτηματολογικές και τεχνικές εργασίες κάθε φύσης.

Στις αρχές Δεκεμβρίου του 1994 τον επισκέφθηκε ο εφεσείων στο γραφείο του και του ανέφερε ότι σε λίγες μέρες θα ερχόταν με ταξί ένας φάκελος της K.A.S.  Πράγματι, στις 13.12.1994 του παραδόθηκε με ταξί φάκελος στον οποίο αναγραφόταν το όνομά του. Μέσα στο φάκελο υπήρχαν κάποια έγγραφα της K.A.S., καθώς και £30 για την αμοιβή του. Ένα από τα έγγραφα που περιείχε ο φάκελος ήταν και το ειδικό ψήφισμα (τεκμήριο 67). Την [*373]ίδια ημέρα ο Μάρκου μετέβη στο Κτηματολόγιο και διεκπεραίωσε την απόσυρση του πωλητηρίου εγγράφου.

Στις 10.3.1995 χωρίς, αυτή τη φορά, προηγούμενη συνεννόηση με τον εφεσείοντα, κατέφθασε και πάλι με ταξί ένας φάκελος στον οποίο περιείχετο άλλο ειδικό ψήφισμα (τεκμήριο 68). Αυθημερόν ο Μάρκου μετέβη στο Κτηματολόγιο και διεκπεραίωσε την απόσυρση και του άλλου πωλητηρίου εγγράφου.

Ο εξεταστής της υπόθεσης Μ.Κ.8 Λοχίας 1317 Κούμεττος Κουμέττου, αφού συμπλήρωσε τις έρευνές του, διαβίβασε το φάκελο εντός του 1996 στη Νομική Υπηρεσία, μαζί με εισήγησή του ότι δεν είχε διαπραχθεί το αδίκημα της πλαστογραφίας αφού δεν υπήρχε πρόθεση για καταδολίευση. Ύστερα από σχετικό παράπονο που οι παραπονούμενοι υπέβαλαν στις αρχές του 1997, με οδηγίες του υπεύθυνου του ΤΑΕ Λευκωσίας η υπόθεση διαβιβάστηκε εκ νέου στη Νομική Υπηρεσία, με αποτέλεσμα το 1998 να δοθούν νέες οδηγίες για συνέχιση των εξετάσεων.

Κατά την αντεξέταση ο Κούμεττος ανέφερε ότι κατά τη γνώμη του ο εφεσείων και η σύζυγός του δεν είχαν διαπράξει ποινικά αδικήματα, αφού οι ενέργειές τους έγιναν με γνώμονα τη διαφύλαξη της περιουσίας τους και όχι με πρόθεση καταδολίευσης!!

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι κατά το 1995 ο μάρτυρας διερευνούσε άλλη υπόθεση εναντίον του εφεσείοντα. Είχε καταγγελθεί ότι ως εκτελεστής διαθήκης είχε οικειοποιηθεί τα χρήματα των κληρονόμων και επειδή υπήρχαν υπόνοιες για χρήση πλαστών σφραγίδων δύο κοινοταρχών, εκδόθηκε ένταλμα έρευνας κατά τη διάρκεια της οποίας βρέθηκαν σε σακούλι καλά κρυμμένο μεγάλος αριθμός σφραγίδων 10-12 διάφορων εταιρειών και προσώπων. Μεταξύ τους βρέθηκαν και σφραγίδες της K.A.S. Properties Ltd, του Αδάμου Χαρίτωνος και του Ανδρέα Τταουσιάνη. Ο μάρτυρας, λόγω του ότι οι σφραγίδες αυτές δεν συνδέονταν με την υπόθεση που διερευνούσε τότε, τις κατέστρεψε, αφού προηγουμένως πήρε δείγματά τους.

Ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι δεν είχε πρόθεση να πωλήσει τα δύο ακίνητα, αλλά να εξασφαλίσει κάποιο δάνειο από τον Χαρίτωνος, ο οποίος είχε προθυμοποιηθεί να τον εξυπηρετήσει. Όταν του παρουσιάστηκαν τα δύο πωλητήρια έγγραφα, αντέδρασε αλλά τελικά πείστηκε από τον Χαρίτωνος να τα υπογράψει. Σύμφωνα πάντα με τον εφεσείοντα, όταν ο Χαρίτωνος, σύμφωνα με τις πρόνοιες των πωλητηρίων, του παρέδωσε τις επιταγές για τα ποσά των £13.000 [*374]και £12.000 αντιστοίχως, αφού τις οπισθογράφησε του τις επέστρεψε.

Ο εφεσείων δεν εξήγησε γιατί δέκτηκε να υπογραφούν τα δύο αμετάκλητα πληρεξούσια έγγραφα (τεκμήρια 61 και 62), ούτε και γιατί δεν αντέδρασε όταν στις 10.9.1993 ο Χαρίτωνος του παρουσίασε την εξάλειψη των δύο υποθηκών.

Σε κατάθεση που έδωσε στον Κουμέττου (τεκμήριο 89) παραδέκτηκε την πλαστογράφηση της υπογραφής του Χαρίτωνος και Τταουσιάνη και την κατασκευή πλαστών σφραγίδων της εταιρείας τους K.A.S. Properties Ltd, αλλά και σφραγίδων προσωπικών τους. Παραδέκτηκε ακόμα ότι παρέδωσε τα πλαστά έγγραφα στον Μάρκου ο οποίος τα πήρε στο Κτηματολόγιο για να αποσυρθούν τα πωλητήρια έγγραφα. Κατά τη διάρκεια της δίκης ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι τα πιο πάνω δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και ότι καταγράφηκαν μόνο μετά από απαίτηση και απειλές του Κούμεττου ότι, σε ενάντια περίπτωση θα τον παρουσίαζε ενώπιον δικαστηρίου για έκδοση διατάγματος προσωποκράτησης.

Το Δικαστήριο έκρινε τον Χαρίτωνος ως πλήρως αξιόπιστο και ως μάρτυρα που έκαμε εξαίρετη εντύπωση. Ως αξιόπιστοι κρίθηκαν επίσης όλοι οι υπόλοιποι μάρτυρες κατηγορίας. Αντίθετα ο εφεσείων, σύμφωνα πάντα με το πρωτόδικο δικαστήριο, άφησε τη χειρίστη εντύπωση. Έδωσε την εντύπωση πονηρού ανθρώπου, ο οποίος διαστρέβλωσε τα γεγονότα για να απαλλαγεί ευθύνης, χωρίς κανένα απολύτως σεβασμό προς την αλήθεια και χωρίς κανένα απολύτως ενδοιασμό. Το Δικαστήριο αναφέρεται και σε μεγάλο αριθμό σημείων από τα πολλά που αποδεικνύουν την πιο πάνω εντύπωσή του. Την ίδια αλγεινή εντύπωση έκαμε και η σύζυγος του εφεσείοντα, κατηγορούμενη 2.

Όσον αφορά την κατάθεση του εφεσείοντα (τεκμήριο 89), το Δικαστήριο, ύστερα από δίκη εντός δίκης, κατέληξε ότι ήταν όντως θεληματική. Έτσι, μετά την αξιολόγηση της μαρτυρίας ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος στις κατηγορίες που αντιμετώπιζε.

Με την έφεση εγείρεται αριθμός λόγων. Ο πρώτος λόγος που είχε εγερθεί και ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, είναι ότι υπήρξε τόσο μεγάλη και αδικαιολόγητη καθυστέρηση, τόσο κατά τη διάγνωση της ευθύνης, όσο και κατά την εκδίκαση της υπόθεσης του εφεσείοντα, που παρατηρήθηκε παραβίαση του θεμελιώδους δικαιώματος του εφεσείοντα για διάγνωση της ποινικής [*375]υπόθεσης εναντίον του εντός εύλογου χρόνου, όπως κατοχυρώνεται από το άρθρο  30.2 του Συντάγματος και το άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών που κυρώθηκε με το Νόμο υπ’ αρ. 39/62. Ο εφεσείων είχε ζητήσει και από το πρωτόδικο δικαστήριο τη διακοπή, αναστολή και απόρριψη της ποινικής υπόθεσης εναντίον του, αίτημα το οποίο απορρίφθηκε.

Η εισήγηση για αδικαιολόγητη καθυστέρηση βασίζεται στο ότι τα αδικήματα σε όλες τις κατηγορίες διαπράχθηκαν την περίοδο από το Φεβράρη του 1994 μέχρι το Νιόβρη του 1995. Η καταγγελία εναντίον του εφεσείοντα έγινε από τον Ταουσιάνη στις 12.3.1996 και από τον Χαρίτωνος την επομένη. Η υπόθεση, σύμφωνα με τον εφεσείοντα, διερευνήθηκε πλήρως από την αστυνομία και ενώ αρχικά δόθηκαν από τη Νομική Υπηρεσία οδηγίες για μη συνέχισή της στις 28.5.1998, ύστερα από νέες οδηγίες, άρχισε εκ νέου διερεύνηση της υπόθεσης, η οποία τελείωσε ένα περίπου μήνα αργότερα. Το κατηγορητήριο καταχωρήθηκε στις 18.9.1998 και αφού η υπόθεση αναβλήθηκε ορισμένες φορές, η ακρόαση της υπόθεσης άρχισε στις 17.12.1999 και συμπληρώθηκε στις 11.11.2002. Για τη συμπλήρωση της ακρόασης πραγματοποιήθηκαν περί τις 55 συνεδριάσεις.

Ο εφεσείων προβάλλει: (α) αδικαιολόγητη και μεγάλη καθυστέρηση στην προώθηση της υπόθεσης από την αστυνομία, (β) αδικαιολόγητη και μεγάλη καθυστέρηση από τη συμπλήρωση της διερεύνησης μέχρι την καταχώρηση του κατηγορητηρίου, αφού από τη συμπλήρωση της διερεύνησης μέχρι την καταχώρηση του κατηγορητηρίου πέρασαν τρεις περίπου μήνες, καθώς και (γ) αδικαιολόγητη μεγάλη καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης.

Οι παράγοντες που καθορίζουν το εύλογο του χρόνου για τον καθορισμό της ποινικής ευθύνης κατηγορουμένου, καθορίστηκαν κυρίως στις υποθέσεις Ευσταθίου ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 294 και Χριστόπουλος ν. Αστυνομίας, (2001) 2 Α.Α.Δ. 100.

Όπως αναφέρθηκε και στην υπόθεση Girolami v. Italy 1991 series A, No.196 E 55, το εύλογο του χρόνου κρίνεται υπό το φως των συγκεκριμένων συνθηκών και περιστάσεων κάθε υπόθεσης. Θα πρέπει να γίνεται συνολική αντίκρυση της καθυστέρησης που παρουσιάστηκε στη διάγνωση της ποινικής ευθύνης κατηγορουμένου.

Στην υπόθεση Ευσταθίου ν. Αστυνομίας, ανωτέρω, σελ. 301, [*376]κρίθηκε ότι παραβίαση των δικαιωμάτων που αναφέρονται στο άρθρο 30.2 του Συντάγματος καθιστά τη διαδικασία άκυρη στην ολότητά της. Η διάγνωση της ποινικής ευθύνης έξω από τα πλαίσια που οριοθετούνται από το άρθρο 30, συνιστά εκτροπή από τα συνταγματικά θέσμια και καθιστά τη διαδικασία άκυρη ως μέσο διαπίστωσης της ποινικής ευθύνης του κατηγορουμένου.

Αφετηρία για την επιμέτρηση του χρόνου αποτελεί η ημέρα σύλληψης ή καταγγελίας του κατηγορουμένου. Η φύση και το περίπλοκο της υπόθεσης είναι ουσιώδεις παράγοντες στον καθορισμό του εύλογου του χρόνου, που απαιτήθηκε για την ολοκλήρωση της δίκης. Οι παράγοντες αυτοί λαμβάνονται υπ’ όψιν, τόσον όσον αφορά τη διερεύνηση της υπόθεσης από τις ανακριτικές αρχές, όσο και την εκδίκασή της από το δικαστήριο.

Στην Ευσταθίου κρίθηκε επίσης ότι η συμπεριφορά των ανακριτικών και εισαγγελικών αρχών, καθώς και του ίδιου του κατηγορουμένου στη διεξαγωγή της δίκης αποτελούν επίσης παράγοντες, οι οποίοι συνεκτιμούνται στον προσδιορισμό του αναγκαίου χρόνου για την ολοκλήρωση της δίκης (βλέπε επίσης Χριστόπουλος ν. Αστυνομίας, ανωτέρω).

Στην παρούσα υπόθεση οι ανακρίσεις άρχισαν το Μάρτη του 1996 και η υπόθεση συμπληρώθηκε με την έκδοση απόφασης στις 6.11.2002, επτάμιση χρόνια αργότερα. Μετά τη διερεύνηση της υπόθεσης λήφθηκε απόφαση από τη Γενική Εισαγγελία για μη ποινική δίωξη του εφεσείοντα, απόφαση η οποία αναθεωρήθηκε ενάμιση χρόνο αργότερα. Ως αποτέλεσμα, ο εφεσείων κατηγορήθηκε γραπτώς στις 16.6.1998 και στις 18.9.1998 καταχωρήθηκε η υπόθεση εναντίον του.

Είναι αλήθεια ότι κατά την επί ακροατηρίω διαδικασία πολλές αναβολές δόθηκαν ύστερα από αίτηση του ιδίου. Όμως, έξι τουλάχιστον αναβολές δόθηκαν με πρωτοβουλία του Δικαστηρίου είτε λόγω φόρτου εργασίας, είτε «για προγραμματισμό». Σημειώνονται επίσης τα μεγάλα χρονικά διαστήματα μεταξύ των διαφόρων ημερομηνιών συνέχισης της εκδίκασης. Σε ορισμένες περιπτώσεις τα διαστήματα μεταξύ των δύο δικασίμων ήταν πέραν των τριών εβδομάδων. Το γεγονός αυτό, μαζί με την αναβλητικότητα από πλευράς του εφεσείοντα και του μεγάλου αριθμού μαρτύρων, έφερε την ολοκλήρωση της υπόθεσης με την έκδοση απόφασης, τέσσερα ολόκληρα χρόνια από την καταχώρηση του κατηγορητηρίου και σχεδόν δύο χρόνια από την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας.

[*377]

Υπό τις περιστάσεις θεωρώ το χρόνο που συνολικά διέρρευσε εκτός του εύλογου διαστήματος μέσα στο οποίο θα έπρεπε η ποινική ευθύνη του εφεσείοντα να εξακριβωθεί και γι’ αυτό θα έκανα δεκτή την έφεση και θα αθώωνα τον εφεσείοντα.

Είναι προφανής η ανάγκη για συμπλήρωση των ακροάσεων των υποθέσεων το συντομότερο δυνατό, χωρίς την εμφιλοχώρηση μεταξύ των διαφόρων δικασίμων τόσων μεγάλων χρονικών διαστημάτων. Αντιλαμβάνομαι το φόρτο εργασίας των πρωτόδικων δικαστηρίων, όμως από την άλλη, μέσα στις νέες συνθήκες που δημιουργούνται από την ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και, τις λόγω αυτής, αυξανόμενες απαιτήσεις από τους λειτουργούς της δικαιοσύνης στον τόπο μας, θα πρέπει να δίδεται κάθε φροντίδα για την έγκαιρη ολοκλήρωση των υποθέσεων.

H έφεση απορρίπτεται κατά πλειοψηφία.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο