(2008) 2 ΑΑΔ 1

[*1] 14 Ιανουαρίου, 2008

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΟΥΜΠΟΥΡΗΣ,

                                    Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

                                    Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 103/2007)

 

Ποινή ― Αμελής οδήγηση κατά παράβαση του Άρθρου 8 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου ― Εγκατάλειψη του τόπου του δυστυχήματος, κατά παράβαση του Άρθρου 235 Α του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 ― Εφεσείων ανέπτυξε την ταχύτητα του οχήματός του σε δημόσιο δρόμο, έκανε ελιγμούς, και αφού εισήλθε στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας κτύπησε πεζό ο οποίος περπατούσε στη δεξιά πλευρά του δρόμου σε απόσταση 0,50 μ. από το παρακείμενο πεζοδρόμιο, τον οποίο και εγκατέλειψε ― Επιβολή ποινής προστίμου £350 και 4 βαθμοί ποινής στην άδεια οδήγησης στην πρώτη κατηγορία και £300 πρόστιμο και αποστέρηση του δικαιώματος κατοχής άδειας οδηγού για ένα χρόνο στη δεύτερη κατηγορία ― Επικύρωση καταδίκης και ποινής κατ’ έφεση.

Ποινικός Κώδικας ― Εγκατάλειψη του τόπου δυστυχήματος ― Άρθρο 235 Α του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 ― Ποίος ο σκοπός θέσπισης της προαναφερθείσας νομοθετικής διάταξης.

Δικαιώματα κατηγορουμένου ― Κατά πόσο η πορεία εκδίκασης της [*2]υπόθεσης οδήγησε σε παραβίαση των προνοιών του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος και του αντίστοιχου Άρθρου 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων τα οποία κατοχυρώνουν την διάγνωση της ποινικής ευθύνης κατηγορουμένου εντός ευλόγου χρόνου ― Αρχές που διέπουν το θέμα του εύλογου χρόνου ― Το κατά πόσο μια δίκη είναι δίκαιη δεν κρίνεται με τρόπο αφηρημένο αλλά ο κατηγορούμενος πρέπει να αποδεικνύει σε κάθε περίπτωση ότι η θέση του πραγματικά επηρεάστηκε δυσμενώς ― Η κατοχύρωση των εχεγγύων της δίκαιης δίκης εξετάζεται στα πλαίσια της δίκης και όχι έξω από αυτά.

Απόδειξη ― Κατάθεση εγγράφου ως τεκμηρίου ― Κατά πόσο ήταν ή όχι κανονική.

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας σε υπόθεση αμελούς οδήγησης και εγκατάλειψης του τόπου του δυστυχήματος ― Ήταν ορθή και δεν παρεχόταν πεδίο για επέμβαση του Εφετείου για ανατροπή της ετυμηγορίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο κατηγορούμενος ήταν ένοχος.

Το βράδυ της 25.3.05, ο εφεσείων οδηγούσε αυτοκίνητο σε δημόσιο δρόμο με ανατολική κατεύθυνση. Στην δεξιά πλευρά του δρόμου περπατούσαν νεαροί τους οποίους είδε προηγουμένως. Σε κάποια στιγμή, ο εφεσείων ανέπτυξε ταχύτητα, έκανε ελιγμούς και αφού εισήλθε στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας, κτύπησε ένα από τους πεζούς ο οποίος περπατούσε στη δεξιά πλευρά του δρόμου σε απόσταση 0,50 μ. από το παρακείμενο πεζοδρόμιο. Ο πεζός τραυματίστηκε και ο εφεσείων εγκατέλειψε τον τόπο του δυστυχήματος χωρίς να του δώσει βοήθεια.

Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος στις κατηγορίες της αμελούς οδήγησης και της εγκατάλειψης του τόπου του δυστυχήματος και του επιβλήθηκαν ποινή προστίμου £350 και 4 βαθμοί ποινής στην άδεια οδήγησης στην πρώτη κατηγορία και £300 πρόστιμο και στέρηση της άδειας οδηγού για ένα χρόνο στη δεύτερη κατηγορία.

Η έφεση στρέφεται εναντίον της καταδίκης και της ποινής και στις δύο κατηγορίες. Προβλήθηκαν οι ακόλουθοι λόγοι έφεσης:

1.  Η διαπίστωση ότι τραυματίστηκε ο πεζός (ΜΚ2) συνεπεία του δυστυχήματος είναι αναιτιολόγητη επειδή δεν εξηγείται σε ποια μαρτυρία βασίστηκε.

2.  Η κατάθεση του φωτοαντίγραφου της καταχώρησης εισδοχής του [*3]θύματος στο Τμήμα Πρώτων Βοηθειών (Τεκμ.4) ήταν αντικανονική.

3.  Η αξιολόγηση της μαρτυρίας ήταν εσφαλμένη.

4.  Υπήρξε μεγάλη καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης κατά παράβαση των προνοιών του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος και του αντίστοιχου Άρθρου 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

5.  Η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική, ενόψει των συνθηκών διάπραξης των αδικημάτων.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η διαπίστωση για τον τραυματισμό του ΜΚ2 προέκυψε από τη μαρτυρία του ίδιου του εφεσείοντος, ο οποίος δεν αρνήθηκε ότι κτύπησε με το αυτοκίνητό του τον εν λόγω πεζό, το περιεχόμενο του σημειώματος του τμήματος επειγόντων περιστατικών του νοσοκομείου αλλά και τη μαρτυρία του θύματος που κρίθηκε αξιόπιστη.

2.  Η κατάθεση του τεκμ.4 έγινε σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ.9 και χωρίς ένσταση του δικηγόρου του εφεσείοντος.

3.  Τα γεγονότα της υπόθεσης ήταν σύντομα και απλά οι δε διαπιστώσεις επί των γεγονότων, συνάδουν με τη μαρτυρία που κρίθηκε αξιόπιστη.

4.  Δεν έχει διαπιστωθεί ότι ο χρόνος εντός του οποίου διαγνώστηκε η ποινική ευθύνη του εφεσείοντος, δεν ήταν εύλογος. Η υπόθεση δεν ήταν πολύπλοκη και η συνολική διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας δεν ήταν υπερβολική. Οι αναβολές που δόθηκαν ήταν δικαιολογημένες. Ο εφεσείων δεν επηρεάστηκε δυσμενώς ούτε πρωτόδικα ούτε κατ’ έφεση. Εξάλλου το θέμα δεν ηγέρθη κατά τη δίκη στο πρωτόδικο δικαστήριο.

5.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού στάθμισε όλους τους παράγοντες μετριασμού της ποινής και τη σοβαρότητα των αδικημάτων επέβαλε στον εφεσείοντα τις προαναφερόμενες ποινές εφαρμόζοντας την αρχή της συνολικότητας της ποινής. Οι ποινές που έχουν επιβληθεί στον εφεσείοντα δεν είναι έκδηλα υπερβολικές.

Η έφεση απορρίφθηκε.

[*4]Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Ευσταθίου v. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 294,

Χριστόπουλου v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 100,

Χαραλαμπίδης v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 330,

Μενελάου v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 407,

Αστυνομία v. Φάντη κ.ά. (1994) 2 Α.Α.Δ. 160,

Δημοκρατία v. Ford (Αρ. 2) (1995) 2 Α.Α.Δ. 232.

Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Λυκούργου, E.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 28240/05), ημερομηνίας 24/4/07.

Μ. Παρασκευάς, για τον Εφεσείοντα.

Γ. Πετάση, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Κραμβής.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος διάπραξης των αδικημάτων της αμελούς οδήγησης και της εγκατάλειψης του τόπου του δυστυχήματος χωρίς να παράσχει βοήθεια, κατά παράβαση του άρθρου 8 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου και του άρθρου 235Α του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 αντίστοιχα. Στην πρώτη κατηγορία επιβλήθηκε στον εφεσείοντα πρόστιμο £350 και 4 βαθμοί ποινής στην άδεια οδήγησης. Στη δεύτερη κατηγορία επιβλήθηκε πρόστιμο £300 και αποστερήθηκε του δικαιώματος να κατέχει άδεια οδηγού για ένα χρόνο.

Τα γεγονότα επί των οποίων στηρίχθηκε η καταδίκη είναι ότι το βράδυ της 25.3.05, ο εφεσείων οδηγούσε αυτοκίνητο σε δημόσιο δρόμο με ανατολική κατεύθυνση όπου το ανώτατο όριο ταχύτητας ήταν 50 χ.α.ω. και με καλό οδικό φωτισμό. Στη δεξιά πλευρά του [*5]δρόμου, όπως κατευθυνόταν, περπατούσαν νεαροί που είδε προηγουμένως. Σε κάποια στιγμή, ο εφεσείων ανέπτυξε ταχύτητα, έκανε ελιγμούς και αφού εισήλθε στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας, κτύπησε ένα από τους πεζούς ο οποίος περπατούσε στη δεξιά πλευρά του δρόμου σε απόσταση 0,50 μ. από το παρακείμενο πεζοδρόμιο.

Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος αμέλειας επειδή η συμπεριφορά του δεν συνήδε με τη συμπεριφορά ενός συνετού, ικανού και έμπειρου οδηγού κάτω από παρόμοιες συνθήκες. Χωρίς εύλογη αιτία, παρέβηκε το καθήκον να οδηγεί στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας και αδιαφόρησε για την ασφάλεια του πεζού που εκινείτο στη δεξιά πλευρά του δρόμου, ήταν ορατός και δεν έκανε οποιαδήποτε αιφνιδιαστική ενέργεια. Ο εφεσείων μετά την εμπλοκή του στο δυστύχημα, που είχε ως αποτέλεσμα τον τραυματισμό του πεζού, εγκατέλειψε χωρίς εύλογη αιτία τον τόπο του δυστυχήματος, αφήνοντας αβοήθητο το θύμα. Το πρωτόδικο δικαστήριο, διαπίστωσε ότι ο εφεσείων εγκατέλειψε τον τόπο του δυστυχήματος χωρίς να δώσει βοήθεια στο θύμα για δικούς του λόγους και όχι γιατί απειλήθηκε από τους φίλους και οικείους του θύματος, όπως ήταν η εκδοχή του εφεσείοντα στη δίκη. Οι φίλοι του πεζού ενδιαφέρθηκαν μόνο για την κατάσταση της υγείας του και δεν απείλησαν τον εφεσείοντα.

Ο εφεσείων, αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης για την καταδίκη και την ποινή. Για το σκοπό αυτό υποβλήθηκαν 12 λόγοι έφεσης με λεπτομέρειες, υποδιαιρέσεις και επί μέρους εισηγήσεις. Με αφορμή τον τρόπο με τον οποίο είναι διατυπωμένοι οι λόγοι έφεσης και την εν πολλοίς αχρείαστη ενασχόληση με πτυχές της μαρτυρίας που δεν έχουν οποιαδήποτε σημασία στο αποτέλεσμα, θα υπενθυμίσουμε ότι τα πρωτόδικα δικαστήρια δεν έχουν υποχρέωση να σχολιάζουν κάθε ένα από τα επιχειρήματα της υπεράσπισης αλλά ούτε και το Εφετείο εξετάζει τις αποφάσεις των πρωτόδικων δικαστηρίων μικροσκοπικά αλλά στο σύνολό τους.

Ο πρώτος λόγος έφεσης αναφέρεται στη διαπίστωση ότι ο Δημοσθένης Μακρίδης (ΜΚ 2) τραυματίστηκε συνεπεία του δυστυχήματος. Ο εφεσείων εισηγείται ότι η διαπίστωση αυτή είναι αναιτιολόγητη επειδή δεν επεξηγείται σε ποια μαρτυρία βασίστηκε. Η προαναφερόμενη διαπίστωση είναι φανερό ότι προέκυψε από τη μαρτυρία του ίδιου του εφεσείοντα, ο οποίος δεν αρνήθηκε ότι κτύπησε με το αυτοκίνητό του τον εν λόγω πεζό, το περιεχόμενο του σημειώματος του τμήματος [*6]επειγόντων περιστατικών του νοσοκομείου αλλά και τη μαρτυρία του θύματος που κρίθηκε αξιόπιστη. Η φύση και η σοβαρότητα της σωματικής βλάβης ή των τραυμάτων του θύματος δεν συνιστούν στοιχείο του αδικήματος με βάση το άρθρο 235Α και συνεπώς αχρείαστα απασχόλησε το θέμα αυτό το δικηγόρο του εφεσείοντα. Αυτό που εδώ ενδιαφέρει είναι αν ο εφεσείων εγκατέλειψε πράγματι τον τόπο του δυστυχήματος χωρίς να σταματήσει για να προσφέρει βοήθεια στο πρόσωπο που κτύπησε με το αυτοκίνητό του. Η γραμμή της υπεράσπισης κατά την ακρόαση της υπόθεσης ήταν ότι ο εφεσείων, εγκατέλειψε τον τόπο του δυστυχήματος επειδή δέχθηκε απειλές από τους φίλους του θύματος αμέσως μετά το δυστύχημα. Όμως, για το ίδιο θέμα, ο εφεσείων πρόβαλε διαφορετική εκδοχή στην κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία, γεγονός που επισημαίνει το πρωτόδικο δικαστήριο. Ο εφεσείων ανέφερε στη γραπτή κατάθεσή του ότι εγκατέλειψε τη σκηνή επειδή θεώρησε ότι δεν έκανε σοβαρή ζημιά στον πεζό. Προκύπτει από τα πιο πάνω ότι εν πάση περιπτώσει, ο εφεσείων παραδέχεται ότι εγκατέλειψε τη σκηνή ασχέτως αν δικαιολογεί διαφορετικά τη συμπεριφορά του.

Το πρωτόδικο δικαστήριο, μετά από ενδελεχή αξιολόγηση της μαρτυρίας, διαπίστωσε ότι ο εφεσείων δεν απειλήθηκε από τους φίλους του θύματος. Αυτό συνάδει με τη μαρτυρία που κρίθηκε αξιόπιστη και έτσι δεν συντρέχει λόγος επέμβασης αφού, όπως επανειλημμένα έχει ειπωθεί, η αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι κατ’ εξοχή έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου. Θεωρούμε συνεπώς αβάσιμους τους λόγους έφεσης με τους οποίους αμφισβητείται η πτυχή αυτή της εφεσιβαλλόμενης απόφασης.

Μετά το δυστύχημα, ο εφεσείων συνέχισε την πορεία του και αφού κάλυψε απόσταση περίπου 50 μέτρων, έκανε στροφή και εισήλθε στο γκαράζ της οικίας του, λίγα μόνο μέτρα από το μέρος του δυστυχήματος. Ο πατέρας του, κατέθεσε ότι πληροφορήθηκε για το περιστατικό από νεαρή η οποία κτύπησε την πόρτα του σπιτιού του και του είπε ότι κάποιος ένοικος του σπιτιού, κτύπησε ένα φίλο της με το αυτοκίνητο που βρισκόταν στο γκαράζ. Τηλεφώνησε στο γιό του και του είπε «να παραμείνει στο γκαράζ γιατί το κλίμα δεν ήταν καλό» και μετά πήγε στη σκηνή του δυστυχήματος. Ο εφεσείων κατέθεσε ότι πήγε στον τόπο του δυστυχήματος μετά την άφιξη της αστυνομίας που είχε αναλάβει τη διερεύνηση του περιστατικού.

[*7]Συνάγεται από τα πιο πάνω ότι ο εφεσείων, μολονότι βρισκόταν στην ευρύτερη περιοχή του τόπου του δυστυχήματος εν τούτοις δεν προσήλθε στο μέρος του δυστυχήματος ούτε πρόσφερε οποιαδήποτε βοήθεια στον πεζό, που γνώριζε ότι είχε κτυπήσει λίγα λεπτά προηγουμένως με το αυτοκίνητό του. Τα πιο πάνω γεγονότα ήταν αρκετά για να τεκμηριωθεί, πέρα από κάθε λογική αμφιβολία, η ενοχή του εφεσείοντα στην κατηγορία της εγκατάλειψης του τόπου του δυστυχήματος με βάση το άρθρο 235Α του Ποινικού Κώδικα και ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ενοχής.

Ο σκοπός για τον οποίο θεσπίστηκε η πιο πάνω διάταξη είναι προφανής και νομίζουμε πως δεν χρειάζεται οποιαδήποτε εξειδίκευση. Ωστόσο, επιγραμματικά θα επαναλάβουμε το αυτονόητο ότι δηλαδή κάθε οδηγός οχήματος που εμπλέκεται σε τροχαίο δυστύχημα έχει νομική και ηθική υποχρέωση να σταματά και να προσφέρει βοήθεια στο θύμα του δυστυχήματος. Η έγκαιρη παροχή βοήθειας μπορεί να σώσει τη ζωή του θύματος ενώ η εγκατάλειψή του μπορεί να οδηγήσει ακόμα και στο θάνατο. Συνιστά άκρως εγωιστική συμπεριφορά η εγκατάλειψη θύματος τροχαίου δυστυχήματος χωρίς βοήθεια, όταν μάλιστα, είναι τέτοιες οι συνθήκες ώστε να καθίσταται απομακρυσμένη η παροχή βοήθειας μέσα σε σύντομο χρόνο.

Ο εφεσείων προβάλλει ως λόγο έφεσης ότι η κατάθεση του φωτοαντιγράφου της καταχώρησης εισδοχής του θύματος στο Τμήμα Πρώτων Βοηθειών ήταν αντικανονική. Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί αφού η κατάθεση του εν λόγω εγγράφου (τεκμ. 4), έγινε σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9 και χωρίς ένσταση του δικηγόρου του.

Οι λόγοι έφεσης 4 – 10 αφορούν στην αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο δικαστήριο. Τα επιχειρήματα που προβάλλονται είναι ολωσδιόλου αβάσιμα. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας έγινε με τρόπο άμεμπτο και υποδειγματικό. Τα γεγονότα της υπόθεσης ήταν σύντομα και απλά οι δε διαπιστώσεις επί των γεγονότων, συνάδουν με τη μαρτυρία που κρίθηκε αξιόπιστη.

Ο εφεσείων λέγει ότι υπήρξε μεγάλη καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης κατά παράβαση των προνοιών του άρθρου 30.2 του Συντάγματος και του αντίστοιχου άρθρου 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Τα αδικήματα διαπράχθηκαν στις 25.3.2005 και στις 27.10.2005 καταχωρήθηκε [*8]το κατηγορητήριο. Η ακρόαση της υπόθεσης ορίστηκε στις 9.3.06 και άρχισε το Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου. Προέκυψε θέμα αμφισβήτησης της θεληματικότητας κατάθεσης του εφεσείοντα προς την αστυνομία και έγινε δίκη εντός δίκης. Στις 16.1.07 δόθηκε η ενδιάμεση απόφαση και συνεχίστηκε η ακρόαση για να αναβληθεί στη συνέχεια την 1.2.2007. Επειδή δεν κατέστη δυνατή η κλήτευση μαρτύρων κατηγορίας η υπόθεση αναβλήθηκε για συνέχιση της ακρόασης στις 2.3.2007. Η ακρόαση συνεχίστηκε και σε κάποιο στάδιο, ύστερα από κοινό αίτημα των δικηγόρων, αναβλήθηκε στις 8.3.2007 οπότε και συμπληρώθηκε. Η εφεσιβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε στις 24.4.2007.

Η διάγνωση της ποινικής ευθύνης του κατηγορουμένου εντός ευλόγου χρόνου είναι δικαίωμα κατοχυρωμένο από το άρθρο 30.2 του Συντάγματος και το αντίστοιχο 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Οι αρχές που διέπουν το θέμα αναπτύχθηκαν από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου η οποία ταυτίζεται με εκείνη του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Βλ. ενδεικτικά Ευσταθίου ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 294, Χριστόπουλου ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 100, Χαραλαμπίδης ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 330 και Μενελάου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 407.

Οι παράγοντες οι οποίοι λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσο χρόνος διάγνωσης της ποινικής ευθύνης του κατηγορουμένου ήταν εύλογος ή το αντίθετο σε αδρές γραμμές είναι

(α) ο προσδιορισμός της ημερομηνίας από την οποία αρχίζει η μέτρηση του χρόνου. Ως τέτοια, θεωρείται η ημερομηνία που ο κατηγορούμενος πληροφορήθηκε επίσημα ότι λαμβάνονται εναντίον του μέτρα ποινικής δίωξης. Βλ. Emmerson and Ashworth, Human Rights and Criminal Justice, 1st Ed., 2001.

(β) Η πολυπλοκότητα της υπόθεσης προσμετρά για να κριθεί το εύλογο του χρόνου που απαιτείται για την εκδίκαση μιας υπόθεσης. Βλ. Μενελάου (ανωτέρω).

(γ) Η συμπεριφορά των παραγόντων της δίκης δηλαδή, του Δικαστηρίου, της Κατηγορούσας Αρχής και του κατηγορουμένου, λαμβάνεται υπόψη για να κριθεί αν παραβιάστηκε το δικαίωμα της διάγνωσης της ποινικής [*9]ευθύνης του κατηγορουμένου μέσα σε εύλογο χρόνο.

Στην προκείμενη περίπτωση η υπόθεση δεν ήταν πολύπλοκη και η συνολική διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας δεν ήταν υπερβολική ώστε να συνιστά παράβαση του κατοχυρωμένου δικαιώματος. Οι αναβολές που δόθηκαν ήταν δικαιολογημένες και εν πάση περιπτώσει ο εφεσείων δεν ισχυρίστηκε ότι έχει υποστεί οποιαδήποτε βλάβη εξαιτίας του χρόνου που διάρκεσε η δίκη. Το κατά πόσο μια δίκη είναι δίκαιη δεν κρίνεται με τρόπο αφηρημένο αλλά ο κατηγορούμενος πρέπει να αποδεικνύει σε κάθε περίπτωση ότι η θέση του πραγματικά επηρεάστηκε δυσμενώς. Στην υπό κρίση υπόθεση ούτε πρωτόδικα ούτε κατ’ έφεση αποδείχθηκε δυσμενής επηρεασμός. Εξάλλου το θέμα δεν ηγέρθη κατά τη δίκη στο πρωτόδικο δικαστήριο. Η κατοχύρωση των εχεγγύων της δίκαιης δίκης εξετάζεται στα πλαίσια της ιδίας της δίκης και όχι έξω από αυτή εφόσον η απλή διαπίστωση καθυστέρησης δεν συνιστά από μόνη της στοιχείο αποφασιστικό για την αθώωση του κατηγορούμενου. Βλ. Αστυνομία ν. Φάντη κ.ά. (1994) 2 Α.Α.Δ. 160 και Δημοκρατία ν. Ford (Αρ. 2) (1995) 2 Α.Α.Δ. 232.

Ο τελευταίος λόγος έφεσης αφορά στην ποινή. Ο δικηγόρος του εφεσείοντα υποστήριξε ότι οι συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων ήταν τέτοιες που μετριάζουν τη σοβαρότητα τους. Εισηγήθηκε επίσης ότι η στέρηση του δικαιώματος οδήγησης για ένα χρόνο έπρεπε να είχε δοθεί υπό το πρίσμα της κυπριακής πραγματικότητας όπου τα ιδιωτικά οχήματα αποτελούν κατ’ ουσίαν το μόνο πρόσφορο μέσο διακίνησης των πολιτών.

Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν είχε τεθεί οτιδήποτε τα οποίο να συνιστά ειδικό λόγο ώστε να μην επιβληθεί η ποινή της στέρησης του δικαιώματος οδήγησης σύμφωνα με το άρθρο 235(Α)(3) του Ποινικού Κώδικα. Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού στάθμισε όλους τους παράγοντες μετριασμού της ποινής και τη σοβαρότητα των αδικημάτων επέβαλε στον εφεσείοντα τις προαναφερόμενες ποινές εφαρμόζοντας την αρχή της συνολικότητας της ποινής. Έχουμε τη γνώμη ότι οι ποινές που έχουν επιβληθεί στον εφεσείοντα δεν είναι έκδηλα υπερβολικές ώστε να χρειάζεται η επέμβαση του Εφετείου προς διαφοροποίηση.

Η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο