(2008) 2 ΑΑΔ 861

[*861]18 Δεκεμβρίου, 2008

[ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]

ΙΩΑΝΝΗΣ ΕΥΘΥΜΙΟΥ,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 45/2008)

 

Ποινικός Κώδικας ― Απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις ― Το ψευδές της παράστασης, όπως και της πρόθεσης καταδολίευσης για στοιχειοθέτηση ποινικής  ευθύνης ανάγεται στην εξ αρχής πρόθεση του παρασπονδούντος μέρους να μην εκπληρώσει τις υποσχέσεις που δίδει.

Απόδειξη ― Βάρος αποδείξεως σε ποινική υπόθεση ― Η Κατηγορούσα Αρχή φέρει το βάρος αποδείξεως της κατηγορίας πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ― Καταδικαστική απόφαση για απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις ― Ακυρώθηκε κατ’ έφεση λόγω του ότι δεν αποδείχθηκε συστατικό στοιχείο του αδικήματος πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ένοχο τον εφεσείοντα, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, σε κατηγορία απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις.

Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της καταδίκης ως νομικά εσφαλμένης. Ο εφεσείων εισηγήθηκε ότι (α) η μαρτυρία της κατηγορούσας αρχής, και δη του παραπονούμενου, ήταν τόσο αντιφατική και μη πειστική ώστε να μην μπορούσε να γίνει δεκτή για στήριξη καταδίκης και (β) η μαρτυρία την οποία έκανε δεκτή το Δικαστήριο δεν δικαιολογούσε κατάληξη ενοχής, και δη διαπίστωση ψευδούς παράστασης, με πρόθεση καταδολίευσης, η δε απόφαση δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη αφού δεν εξηγείται με αυτήν ο τρόπος αποδείξεως των συστατικών στοιχείων του αδικήματος για το οποίο ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος.

[*862]Τα ευρήματα του Δικαστηρίου, τα οποία βασίστηκαν ουσιαστικά στη μαρτυρία του παραπονούμενου, είναι εν συντομία τα ακόλουθα:

Ο εφεσείων και ο παραπονούμενος ήσαν συνέταιροι σε επιχείρηση καταστήματος κρεππερί – παγωταρίας στην Αγία Νάπα. Ο εφεσείων σε δύο περιπτώσεις εντός του έτους 2003 πρότεινε στον παραπονούμενο να του πωλήσει μέρος του 50% μεριδίου του σε άλλες δύο παρόμοιες επιχειρήσεις έναντι £9.500 και £12.500 αντίστοιχα. Ο παραπονούμενος αποδέχθηκε την πρόταση και έδωσε στον εφεσείοντα τα χρήματα χωρίς όμως να υπογραφεί οποιοδήποτε έγγραφο αλλά με τη διαβεβαίωση του εφεσείοντος ότι τα έγγραφα του συνεταιρισμού θα διευθετούντο. Τις αρχές του 2005 ο παραπονούμενος πρότεινε στον εφεσείοντα να υπογράψουν έγγραφο με ημερομηνία 15.7.2003 ότι πήρε τις £22.000.00 για τον προαναφερθέντα σκοπό και ο εφεσείων αντιπρότεινε τον καταρτισμό άλλου σχετικού εγγράφου με την ίδια ημερομηνία. Το Μάιο του 2005 ο παραπονούμενος προσέφυγε στην Αστυνομία.

Το Ανώτατο Δικαστήριο έκαμε δεκτή την έφεση στη βάση του λόγου έφεσης υπό το β) ανωτέρω.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το ψευδώς παριστάμενο γεγονός είναι η ίδια η υποκειμενική πρόθεση του παρασπονδούντος μέρους κατά το χρόνο της παράστασης και όχι η εκ των υστέρων ένοχη συμπεριφορά του. Τέτοια υποκειμενική υπόσταση μπορεί να αποδειχθεί με αντικειμενικά στοιχεία που συναρτώνται προς αυτή, στα οποία περιλαμβάνεται και η όλη μετέπειτα συμπεριφορά. Τα στοιχεία όμως αυτά πρέπει να είναι τόσο σαφή και μονοσήμαντα ώστε να μην αφήνουν την αμφιβολία εκείνη που αναιρεί ποινική καταδίκη. Στην παρούσα υπόθεση δεν θα μπορούσε να εξαχθεί με τη δέουσα ασφάλεια συμπέρασμα εξ αρχής ψευδούς παράστασης και πρόθεσης καταδολίευσης. Η όλη συμπεριφορά του εφεσείοντος μπορούσε να ήταν συμβατή και με εκ των υστέρων απόφαση και παράλειψή του να τηρήσει τα συμφωνηθέντα.

2.  Το συμπέρασμα αρχικής ψευδούς παράστασης και πρόθεσης καταδολίευσης καθίστατο ακόμα πιο ανασφαλές ενόψει και άλλων δεδομένων τα οποία υπήρχαν στην παρούσα υπόθεση.

Η έφεση επιτράπηκε.

[*863]Έφεση εναντίον Kαταδίκης.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Kίτσιος, E.Δ.), (Ποινική Yπόθεση Aρ. 23605/06), ημερομηνίας 19/2/08.

Γ. Πιττάτζης και Δ. Μιχαήλ, για τον Εφεσείοντα.

Λ. Λάμπρου-Ουστά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Χατζηχαμπής.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ: Ο Εφεσείων καταδικάσθηκε, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, σε κατηγορία απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις. Οι λεπτομέρειες της κατηγορίας είχαν ως ακολούθως:

«Ο κατηγορούμενος σε άγνωστη ημερομηνία μεταξύ του μηνός Ιουνίου 2003 και του μηνός Ιανουαρίου 2004 στη Λεμεσό, της Επαρχίας Λεμεσού, με ψευδείς παραστάσεις και με σκοπό την καταδολίευση απέσπασε από τον Δημήτρη Χριστοδούλου από τη Λεμεσό το χρηματικό ποσό των £22.000.00 σε μετρητά, των ψευδών παραστάσεων συνισταμένων στην ουσία και στο αποτέλεσμα στο ότι ο κατηγορούμενος προσποιήθηκε ψευδώς ότι θα τον έβαλε συνέταιρο στα δύο καταστήματα κρεππερί-παγωταρίες Davilles Ice Cream America Y & S Ευθυμίου Enterprises Ltd στην Αγία Νάπα με αποτέλεσμα να του δώσει το χρηματικό ποσό των £22.000.00 ενώ στην πραγματικότητα ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι δεν θα τον έβαλε συνέταιρο στις δύο πιο πάνω επιχειρήσεις που είχε.»

Τα ευρήματα του δικαστηρίου, τα οποία βασίσθησαν ουσιαστικά στη μαρτυρία του παραπονούμενου, ήσαν ότι περί το 2003 ο Εφεσείων πρότεινε στον παραπονούμενο να του πωλήσει μέρος του 50% μεριδίου του σε επιχείρηση παγωταρίας έναντι £9.500. Ο παραπονούμενος απεδέχθη και την 10.6.2003 έδωσε στον Εφεσείοντα τα χρήματα χωρίς όμως να υπογραφεί οποιοδήποτε έγγραφο, αλλά με τη διαβεβαίωση του Εφεσείοντα, που επανελήφθη στη συνέχεια, ότι τα έγγραφα του συνεταιρισμού θα διευθετούντο. Το Σεπτέμβριο του 2003 ο Εφεσείων έκανε νέα [*864]πρόταση στον παραπονούμενο να του πωλήσει μέρος του 50% μεριδίου του σε άλλη επιχείρηση παγωταρίας έναντι £12.500.  Και αυτή την πρόταση την απεδέχθη ο παραπονούμενος, δίδοντας στον Εφεσείοντα τα χρήματα σε τρεις δόσεις μέχρι τον Ιανουάριο του 2004, με τη διαβεβαίωση και πάλι του Εφεσείοντα, που επανελήφθη και στη συνέχεια, για τη διευθέτηση των εγγράφων. Περί τα τέλη μάλιστα του 2003 ο Εφεσείων είχε πληροφορήσει τον παραπονούμενο ότι το κέρδος του από την πρώτη επιχείρηση ήταν £2.500, το οποίο όμως θα εκρατούσε για ανακαινίσεις, πράγμα που ο παραπονούμενος εδέχθη. Το Μάρτιο του 2004 Εφεσείων και παραπονούμενος, μαζί με άλλο ένα, έκαναν άλλη κοινή επιχείρηση παγωταρίας-κρεππερί, αυτή τη φορά με ανάλογα έγγραφα, η οποία όμως έκλεισε ως μη κερδοφόρα.  Το Μάιο του 2005 ήταν που ο παραπονούμενος προσέφυγε στην Αστυνομία. Προηγήθηκε αρχές του 2005 πρόταση του παραπονούμενου στον Εφεσείοντα να υπογράψουν έγγραφο με ημερομηνία 15.7.2003 ότι πήρε τις £22.000.00 για τον προαναφερθέντα σκοπό και αντιπρόταση του Εφεσείοντα άλλου σχετικού εγγράφου με την ίδια ημερομηνία. Το Μάιο του 2005 ο παραπονούμενος κατέληξε να προσφύγει στην Αστυνομία.

Η εκδοχή του Εφεσείοντα, η οποία και απερρίφθη, ήταν διαφορετική. Ουδέποτε, είπε, εισέπραξε χρήματα από τον παραπονούμενο ή υπήρξε θέμα συνεργασίας τους σε επιχείρηση. Ο παραπονούμενος του ζήτησε να υπογράψουν ένα έγγραφο που να δείχνει ότι του έδωσε χρήματα για τέτοιο σκοπό ώστε να δικαιολογήσει στη γυναίκα του χρήματα τα οποία σπαταλούσε στην εξωσυζυγική ζωή του.

Παραθέτουμε αυτούσια τα συμπεράσματα του δικαστηρίου αφού σε αυτά επικεντρώνεται η έφεση:

«Λαμβάνοντας υπόψη την πιο πάνω νομική πτυχή καθώς και τα ευρήματα επί των πραγματικών γεγονότων κρίνεται ότι η Κατηγορούσα Αρχή έχει αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας όλα τα συστατικά στοιχεία της κατηγορίας που αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος, καθ’ ότι, η συμπεριφορά του να εισπράττει χρήματα από τον παραπονούμενο συνολικού ποσού ΛΚ22.000.00 στη βάση ότι του πωλούσε το μερίδιο του που είχε σε δύο επιχειρήσεις και έτσι καθιστούσε αυτόν συνέταιρο του, πράγμα το οποίο ουδέποτε συνέβηκε ως και ο ίδιος αποδέχεται δίδοντας βέβαια εξήγηση ότι δεν πήρε χρήματα, για αυτό το σκοπό, συνεπώς ψευδώς παρουσίασε τα πιο πάνω στοιχεία στον παραπονούμενο αφού γνώριζε ότι [*865]κάτι τέτοιο δεν έπραττε και ούτε επιχείρησε να πράξει με την είσπραξη των ΛΚ22.000.00. Επίσης ψευδής παράσταση αποτελεί το θέμα των «κερδών» ΛΚ2.500.00 που δήθεν ο παραπονούμενος εξασφάλισε από τη συμμετοχή του στην πρώτη επιχείρηση κάτι που είχε ως αποτέλεσμα την περαιτέρω κοροϊδία του παραπονούμενου.

Περαιτέρω κρίνεται πως η όλη συμπεριφορά του κατηγορούμενου συνιστά πρόθεση καταδολίευσης αφού αφ’ ενός μεν έπαιρνε τα χρήματα χωρίς να εκπληρώσει την υποχρέωση του και ταυτόχρονα βεβαίωνε τον παραπονούμενο ότι το θέμα θα διευθετούνταν με την παρουσίαση των τεκμηρίων 4 και 6 να αποσπάσει την υπογραφή του παραπονούμενου εξαπατώντας τον ουσιαστικά, στοιχεία τα οποία συνιστούν και επισφραγίζουν πρόθεση καταδολίευσης εκ μέρους του συστατικό στοιχείο που απαιτείται από το νόμο.

Συνακόλουθα με όλα τα πιο πάνω ο κατηγορούμενος κρίνεται ένοχος στην κατηγορία που αντιμετωπίζει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.»

Υπάρχει λόγος έφεσης κατά των ευρημάτων του δικαστηρίου, συνιστάμενος στην εισήγηση ότι η μαρτυρία της κατηγορούσας αρχής, και δη του παραπονούμενου, ήταν τόσο αντιφατική και μη πειστική ώστε να μην μπορούσε να γίνει δεκτή για στήριξη καταδίκης. Σε αυτή τη βάση, ο λόγος έφεσης δεν γίνεται δεκτός αφού από την όλη μαρτυρία δεν προκύπτει τέτοια αντινομικότητα της που να δικαιολογεί παρέμβαση του Εφετείου σύμφωνα με τις καλά καθιερωμένες αρχές. Η εισήγηση έχει όμως και μία άλλη διάσταση την οποία θα εξετάσουμε στα πλαίσια των άλλων δύο λόγων έφεσης που αφορούν τη διαπίστωση ενοχής.

Είναι η θέση του Εφεσείοντα ότι η μαρτυρία την οποία έκανε δεκτή το δικαστήριο δεν δικαιολογούσε κατάληξη ενοχής, και δη διαπίστωση ψευδούς παράστασης με πρόθεση καταδολίευσης, η δε απόφαση υστερεί ως μη αιτιολογημένη καθ’ όσον δεν εξηγεί πως αποδεικνύονται τα εν λόγω συστατικά στοιχεία του αδικήματος.

Παραθέσαμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του δικαστηρίου. Από αυτό προκύπτει ότι το δικαστήριο, για να φθάσει στο συμπέρασμα ενοχής, βασίσθηκε ουσιαστικά στο ότι ο Εφεσείων έπαιρνε χρήματα από τον παραπονούμενο στη βάση της πώλησης σε αυτόν μεριδίου στις επιχειρήσεις του [*866]χωρίς όμως να τον κάνει τελικά συνέταιρο του, διαβεβαιώνοντας τον ότι θα το έπραττε.  Ψευδής παράσταση και πρόθεση καταδολίευσης εξήχθη επίσης από το γεγονός ότι ο Εφεσείων παρουσίασε στον παραπονούμενο κέρδη από τη συμμετοχή του καθώς και το έγγραφο που τελικά ετοίμασε ο ίδιος προς υπογραφή.

Με αυτά τα δεδομένα, οι εισηγήσεις του ευπαιδεύτου συνηγόρου για τον Εφεσείοντα μας βρίσκουν σύμφωνους. Η μη εκπλήρωση των υποσχέσεων του Εφεσείοντα δεν μπορούσε να ερμηνευθεί ως επαρκώς αποδεικτική σαφούς αρχικής του πρόθεσης να μην τις εκπληρώσει ώστε να τεκμηριώνετο ψευδής παράσταση και πρόθεση καταδολίευσης όταν εγίνοντο οι συμφωνίες, με τη βεβαιότητα και ασφάλεια που πρέπει να διέπει την ποινική καταδίκη.

Κατ’ αρχάς, δεν πρέπει να λησμονείται ότι, αν και υπήρξαν δύο συναλλαγές, μόνο μία κατηγορία διατυπώθηκε για το σύνολο των £22.000.00.  Αποδόθηκε έτσι στον Εφεσείοντα η ψευδής παράσταση και η ενιαία πρόθεση καταδολίευσης ευθύς εξ αρχής η οποία και συνεχίσθηκε μέχρι το τέλος. Όμως η παράλειψη τήρησης συμβατικών υποσχέσεων, και δη που έχουν κάποια έκταση σε αριθμό και χρόνο, συχνά συνοδευόμενη και από παράλληλες διαβεβαιώσεις εκπλήρωσης, αφ’ εαυτής δεν μπορεί να παρέχει στίγμα σε ποινική ευθύνη αφού η υπόσχεση δεν συνιστά «παρόν» γεγονός που μόνο μπορεί να αποτελέσει «παράσταση».  Το ψευδές της παράστασης, όπως και της πρόθεσης καταδολίευσης, που θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει ποινική ευθύνη σε τέτοιες περιπτώσεις ανάγεται στην ίδια την εξ αρχής βέβαια πρόθεση του παρασπονδούντος μέρους να μην εκπληρώσει τις υποσχέσεις που δίδει, όπως ήταν και η αποδιδόμενη στο κατηγορητήριο στον Εφεσείοντα πρόθεση.  Και τούτο διότι, για να θυμηθούμε το χαρακτηριστικότατο τρόπο που το έθεσε ο Bowen, L.J. (Edgington v. Fitzmaurice [1885] 29 Ch.D. 459, 483), “The state of a man´s mind is as much a fact as the state of his digestion”. Το ψευδώς παριστάμενο γεγονός είναι λοιπόν η ίδια η υποκειμενική πρόθεση του παρασπονδούντος μέρους κατά το χρόνο της παράστασης και όχι η εκ των υστέρων ένοχη συμπεριφορά του. Η τέτοια υποκειμενική πρόθεση μπορεί βεβαίως να αποδειχθεί με αντικειμενικά στοιχεία που συναρτώνται προς αυτή, περιλαμβανομένης της όλης μετέπειτα συμπεριφοράς, τα στοιχεία αυτά όμως πρέπει να είναι τόσο σαφή και μονοσήμαντα ώστε να μην αφήνουν, στο τέλος της ημέρας, την αμφιβολία εκείνη που αναιρεί ποινική καταδίκη.  Εδώ δεν θα μπορούσε να εξαχθεί με [*867]τη δέουσα ασφάλεια, από το γεγονός της, παρά την είσπραξη χρημάτων, μη τήρησης των υποσχέσεων του Εφεσείοντα και των διαβεβαιώσεων του ότι θα διευθετούσε το θέμα, συμπέρασμα εξ αρχής ψευδούς παράστασης και πρόθεσης καταδολίευσης. Η όλη συμπεριφορά του Εφεσείοντα μπορούσε να ήταν συμβατή και με εκ των υστέρων απόφαση και παράλειψη του να τηρήσει τα συμφωνηθέντα.

Υπήρχαν μάλιστα και δεδομένα τα οποία καθιστούσαν συμπέρασμα αρχικής ψευδούς παράστασης και πρόθεσης καταδολίευσης ακόμα πιο ανασφαλές. Οι επιχειρήσεις στις οποίες ο Εφεσείων πώλησε μερίδιο στον παραπονούμενο υφίσταντο και λειτουργούσαν, ο δε παραπονούμενος είχε ελεύθερη πρόσβαση σε αυτές και επήγαινε εκεί. Και μάλιστα ο ίδιος ο Εφεσείων πληροφόρησε τον παραπονούμενο για κέρδη που του αναλογούσαν.  Ακόμα, τα μέρη ήσαν συνέταιροι και σε άλλη τρίτη επιχείρηση του ιδίου είδους, για την οποία δεν γίνεται παράπονο, γεγονός που δείχνει την κοινότητα και ευχέρεια των επαγγελματικών τους συνεργασιών. Αλλά και τα έγγραφα που τελικά ετοίμασαν οι δύο στις αρχές του 2005 είναι βοηθητικά. Το ίδιο το έγγραφο που ετοίμασε ο Εφεσείων δεν διέφερε ουσιαστικά από εκείνο που είχε ετοιμάσει ο παραπονούμενος, προνοώντας ότι από τον Ιούλιο του 2003 ο Εφεσείων είχε προβεί σε συναλλαγή με τον παραπονούμενο για το εν λόγω μέρος του μεριδίου του στις δύο επιχειρήσεις και είχε λάβει ως αξία £22.000. Αναγνώριζε δηλαδή την ίδια την υποχρέωση την οποία, κατά το κατηγορητήριο, εξ αρχής δεν είχε πρόθεση να τηρήσει. Το ότι το έγγραφο αυτό επιδίωκε να κατοχυρώσει τα συμφέροντα του Εφεσείοντα μάλλον παρά του παραπονούμενου κάθε άλλο παρά ενδεικτικό είναι εξ αρχής ψευδούς παράστασης και πρόθεσης καταδολίευσης εκ μέρους του Εφεσείοντα.

Όλα αυτά καταδεικνύουν ότι το συμπέρασμα ενοχής του Εφεσείοντα δεν μπορούσε να εξαχθεί με τη δέουσα ασφάλεια και χωρίς τη λογική αμφιβολία που διέπουν την ποινική καταδίκη.  Η έφεση επιτυγχάνει και η καταδίκη του Εφεσείοντα όπως και η επιβληθείσα σε αυτόν ποινή παραμερίζονται και ο Εφεσείων αθωώνεται και απαλλάσσεται.

H έφεση επιτρέπεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο