(2009) 2 ΑΑΔ 162

[*162]27 Φεβρουαρίου, 2009

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]

ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΙΤΡΟΜΗΛΙΔΗΣ,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 95/2007)

 

Ερμηνεία νόμων ― Τελεολογικός κανόνας ερμηνείας ― Όταν το νόημα των λέξεων δεν είναι ξεκάθαρο για το τι εννοεί ο νομοθέτης, εφαρμόζεται ο τελεολογικός κανόνας ερμηνείας νομοθετημάτων, ώστε να εξακριβωθεί ο σκοπός του νομοθέτη ― Η αυστηρή γραμματική ερμηνεία ανήκει στο παρελθόν και η ερμηνεία με αναφορά στο σκοπό του νομοθετήματος έχει εδραιωθεί.

Λέξεις και Φράσεις ― «Μιμητικές» φωνές άγριων πτηνών στο Άρθρο 44 (1)(δ) του περί Προστασίας και Διαχείρισης Αγρίων Πτηνών και Θηραμάτων Νόμου του 2003 (Ν.152(Ι)/03) ― Περιλαμβάνει και τις πραγματικές φωνές πουλιών οι οποίες εκπέμπονται τεχνικά, μετά από ηχογράφηση.

Θήραμα ― Προστασία θηράματος ― Ο περί Προστασίας και Διαχείρισης Αγρίων Πτηνών και Θηραμάτων Νόμος του 2003 (Ν.152(Ι)/03), Άρθρο 45(1) ― Δημιουργία αδικήματος αυστηρής ευθύνης ώστε να διασφαλιστούν οι σκοποί του Άρθρου 3 του Νόμου.

Τα επίδικα θέματα στην έφεση αυτή ήταν (α) κατά πόσο η ηχοπαράγωγη συσκευή «Lock Vogel», η οποία βρέθηκε στην κατοχή του εφεσείοντος χωρίς αυτός να είναι κάτοχος άδειας από τον Υπουργό Εσωτερικών, εμπίπτει στην έννοια των ηχοπαραγωγών συσκευών οι οποίες σύμφωνα με το Άρθρο 45(1) του περί Προστασίας και Διαχείρισης Αγρίων Πτηνών και Θηραμάτων Νόμου του 2003 (Ν.152(Ι)/03), εκπέμπουν μιμητικές φωνές άγριων πτηνών και αποτελούν απαγορευμένο τρόπο παρενόχλησης ή παραπλάνησης θηράματος σύμφωνα με το Άρθρο 44 (1) (δ) του Νόμου και (β) κατά πόσο ο νομοθέτης με το Άρθρο 45(1) του πιο πάνω Νόμου στοχεύει στην ποινικοποίηση της [*163]κατοχής οποιασδήποτε συσκευής που δυνατό να μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για παραγωγή ή αναπαραγωγή μιμητικών φωνών άγριων πτηνών, ανεξάρτητα από το κατά πόσο η κατοχή σχετίζεται ή όχι με το άθλημα του κυνηγίου.

Η απάντηση στα ερωτήματα ήταν θετική και γι’ αυτό η έφεση κατά της πρωτόδικης καταδικαστικής απόφασης με την οποία ο εφεσείων τιμωρήθηκε με πρόστιμο £400, πλέον £98 έξοδα, απορρίφθηκε.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Κ.Ο.Τ. v. Δήμου Παπαδόπουλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 86,

Hermes Insurance Ltd κ.ά. v. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 406,

Hailis v. Police (1982) 2 C.L.R. 99,

Sea Island & Tours Ltd. κ.ά. v. K.O.T. (1995) 2 Α.Α.Δ. 196.

Έφεση εναντίον Kαταδίκης.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Παναγιώτου, E.Δ.), (Ποινική Yπόθεση Aρ. 25257/04), ημερομηνίας 27/3/07.

Α. Ταμάσιος, για τον Εφεσείοντα.

Ο. Σοφοκλέους, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Γ. Ερωτοκρίτου.

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: O Εφεσείων διατηρεί κατάστημα πώλησης κυνηγετικών ειδών. Τον Φεβρουάριο του 2004, δυνάμει εντάλματος, ερευνήθηκαν από την Αστυνομία σε συνεργασία με την Υπηρεσία Θήρας, τα υποστατικά του. Σε αυτά βρέθηκε αριθμός συσκευών, οι οποίες σύμφωνα με την εκδοχή της Εφεσίβλητης αναπαράγουν μιμητικές φωνές πουλιών και ως εκ τούτου θεωρήθηκαν παράνομες. Ως αποτέλεσμα, ο Εφεσείων κατηγορήθηκε για κατοχή απαγορευμένων μέσων θήρας, κατά παράβαση του Άρθρου [*164]45(1) και (2) του περί Προστασίας και Διαχείρισης Αγρίων Πτηνών και Θηραμάτων Νόμου του 2003 (Ν. 152(Ι)/03).

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του αδικήματος, ο Εφεσείων στις 14 Φεβρουαρίου 2004, στη Λακατάμια, χωρίς να είναι κάτοχος άδειας από τον Υπουργό Εσωτερικών, είχε στην κατοχή του απαγορευμένα μέσα θήρας, ήτοι: 3 ηχοπαράγωγες συσκευές μάρκας «Kobra», 1 ηχοπαράγωγη συσκευή μάρκας «Lock Vogel», 1 ηχοπαράγωγη συσκευή μάρκας «Multiplus», 1 ηχοπαράγωγη συσκευή μάρκας «IL Grillo», 2 τηλεχειριστήρια μάρκας «Bird Sing» και 43 ηχεία.

Για την προώθηση της υπόθεσης της, η Εφεσίβλητη κάλεσε τέσσερις μάρτυρες. Οι δύο πρώτοι ήταν Θηροφύλακες, ενώ οι δύο τελευταίοι, κατέθεσαν ως ειδικοί σε σχέση με τη λειτουργία και χρήση των κατασχεθεισών συσκευών.

Ο Εφεσείων κλήθηκε σε απολογία και επέλεξε να ασκήσει το δικαίωμα της σιωπής, χωρίς να καλέσει οποιοδήποτε μάρτυρα για υπεράσπιση του.  Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Εφεσείων δεν αμφισβήτησε κατά την ακρόαση της υπόθεσης ότι είχε στην κατοχή του τα αντικείμενα που κατασχέθηκαν. Εκείνο που αμφισβήτησε ο δικηγόρος του, ήταν ότι τα αντικείμενα εμπίπτουν στις συσκευές που απαγορεύονται από το Νόμο. Συγκεκριμένα, εισηγήθηκε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι θα έπρεπε να αποδειχθεί ότι οι μηχανές ήταν ηχοπαράγωγες και ότι παρήγαγαν μιμητικές φωνές αγρίων πτηνών. Σύμφωνα με την εκδοχή του, καμία από τις συσκευές που κατασχέθηκαν δεν ήταν ηχοπαράγωγη.

Το δικαστήριο, από την ενώπιον του μαρτυρία δεν μπόρεσε να καταλήξει σε σχετικό συμπέρασμα κατά πόσο οι κατασχεθείσες συσκευές, πλην μίας, εξέπεμπαν φωνές αγρίων πτηνών. Η μόνη συσκευή που θεωρήθηκε ότι εξέπεμπε τις φωνές των αγρίων πτηνών τσίχλας, μαυρόπουλου και τραχήλας, ήταν η «Lock Vogel». Η συσκευή αυτή, σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, είχε κασέτα με ειδική μαγνητοταινία. Όταν συνδέθηκε με ένα από τα μεγάφωνα που κατασχέθηκαν και τέθηκε σε λειτουργία, εξέπεμπε τις φωνές των πιο πάνω τριών άγριων πτηνών. Το δικαστήριο, αφού εξέτασε το Άρθρο 45(1) του πιο πάνω Νόμου, κατέληξε ότι η επίδικη συσκευή εμπίπτει μέσα στην έννοια των ηχοπαράγωγων συσκευών, οι οποίες σύμφωνα με το Άρθρο 45(1) εκπέμπουν μιμητικές φωνές αγρίων πτηνών. Και αυτό γιατί, σύμφωνα με τον πρωτόδικο δικαστή, με τη χρήση της ειδικής κασέτας που βρέθηκε μαζί με τη συσκευή και με την ενσωμάτωση κατασχεθέ[*165]ντων μεγαφώνων, παράγει ηχογραφημένους ήχους οι οποίοι αποτελούν τις φωνές των πιο πάνω αγρίων πτηνών. Ενόψει της κατάληξής του, το πρωτόδικο δικαστήριο βρήκε τον Εφεσείοντα ένοχο στην κατηγορία που αντιμετώπιζε και του επέβαλε πρόστιμο £400, πλέον £98 έξοδα. Επίσης, διέταξε όπως η συσκευή «Lock Vogel» κατασχεθεί, ενώ όλες οι υπόλοιπες συσκευές επιστραφούν στον Εφεσείοντα.

Ο Εφεσείων εγείρει δύο λόγους έφεσης.

Με τον πρώτο παραπονείται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ερμήνευσε λανθασμένα τη λέξη «μιμητικές», που περιέχεται στο Άρθρο 44(1)(δ) του περί Προστασίας και Διαχείρισης Αγρίων Πτηνών και Θηραμάτων Νόμου του 2003 (Ν. 152(Ι)/03).

Το Άρθρο 44(1)(δ) του Νόμου 152(Ι)/03 προβλέπει ότι:-

«Απαγορευμένα μέσα και τρόποι θήρας.

44.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων των Άρθρων 11, 12, 17 και 18, κανένα πρόσωπο δεν πυροβολεί, φονεύει, συλλαμβάνει, καταδιώκει, παρενοχλεί ή παρενοχλεί ή παραπλανεί οποιοδήποτε θήραμα με τη χρήση:

……………………………………………………………

(δ) πλαστικών ή άλλων ομοιωμάτων άγριων πτηνών, ζωντανών άγριων πτηνών, τυφλωμένων ή ακρωτηριασμένων, χρησιμοποιουμένων ως κραχτών, ηχοπαραγωγών συσκευών με μιμητικές φωνές θηραμάτων ή άγριων πτηνών είτε αφ’ εαυτού των είτε με τη συνδρομή ή χρήση οποιουδήποτε μέσου, όπως μαγνητοταινιοθηκών (κασετών), ψηφιακών δίσκων·»

Το Άρθρο 45(1) του ίδιου Νόμου προβλέπει συναφώς τα ακόλουθα για τη ρύθμιση εισαγωγής, κατασκευής ή κατοχής μέσων θήρας του Άρθρου 44:-

«45.-(1) Κανένα πρόσωπο δεν εισάγει, κατασκευάζει ή κατέχει τα μέσα που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του Άρθρου 44, εξαιρουμένων των αγκίστρων για σκοπούς ψαρέματος, και στις παραγράφους (γ), (δ), (ζ), (η) και (θ) του ίδιου εδαφίου, εκτός αν είναι κάτοχος ειδικής άδειας εισαγωγής που εκδίδεται από τον υπουργό.»

Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου ο ευπαίδευτος συνήγορος υπεράσπισης εισηγήθηκε ότι η υπόθεση θα πρέπει να απορριφθεί επειδή σύμφωνα με τη μαρτυρία, η συσκευή «Lock Vogel» εκ[*166]πέμπει ηχογραφημένες τις αυθεντικές φωνές των πτηνών και όχι «μιμητικές» όπως απαιτείται από το Άρθρο 44(δ).

Το πρωτόδικο δικαστήριο απορρίπτοντας την πιο πάνω θέση, ανέφερε τα εξής:-

«Η πρόθεση του νομοθέτη όπως προκύπτει από το κείμενο του νόμου, είναι να απαγορεύσει την κατοχή και χρήση συσκευών που εκπέμπουν φωνές άγριων πτηνών. Και αυτό προφανώς για να αποφευχθεί η παραπλάνηση των πτηνών στην διάρκεια του κυνηγιού, στα πλαίσια της προστασίας τους που είναι και ο κυρίαρχος σκοπός του νόμου όπως εξάλλου αναφέρεται και στον τίτλο του. Η λέξη «μιμητικές», χρησιμοποιείται κατά την κρίση μου με την έννοια της τεχνικής εκπομπής των φωνών από τις συσκευές σε αντιδιαστολή με την  φυσική φωνή που προέρχεται από τα ίδια τα πτηνά χωρίς την χρήση τεχνικών μέσων. Είναι λοιπόν άσχετο κατά πόσον οι συσκευές εκπέμπουν ηχογραφημένα, την φωνή των ιδίων των πτηνών ή την φωνή κάποιου που τα μιμείται. Σημασία έχει ότι εκπέμπεται τεχνικά φωνή άγριων πτηνών και με τον τρόπο αυτό μιμείται την φυσική φωνή τους.»

Με βάση το πιο πάνω σκεπτικό, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι η επίδικη συσκευή «Lock Vogel» εμπίπτει στην έννοια των ηχοπαραγωγών συσκευών οι οποίες σύμφωνα με το Άρθρο 45(1) εκπέμπουν μιμητικές φωνές άγριων πτηνών.

Υποστηρίζοντας και ενώπιον μας τις θέσεις του, ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσείοντα, ανέφερε ότι από τη λέξη «μιμητικές» δεν προκύπτει οποιαδήποτε αμφιβολία ώστε να δικαιολογείται η τελεολογική μέθοδος ερμηνείας. Κατά την άποψη του, το λεκτικό του νόμου είναι αφ’ εαυτού ακριβές και η πρόθεση του νομοθέτη θα έπρεπε να εξαχθεί από αυτό χωρίς να παρίσταται ανάγκη το δικαστήριο να αποκλίνει από τη φυσική και συνηθισμένη έννοια της λέξης, ανατρέχοντας σε άλλους ερμηνευτικούς κανόνες. Όπως εξήγησε περαιτέρω, με την ερμηνεία που έδωσε, το πρωτόδικο δικαστήριο «ουσιαστικά αποφάσισε ότι παρά το ότι ο νομοθέτης θέλει τις συσκευές που απαγορεύει να παράγουν ή να αναπαράγουν ‘μιμητικές’ φωνές άγριων πτηνών, σε αυτές περιλαμβάνονται με την ερμηνεία που δόθηκε και οι συσκευές που παράγουν ή αναπαράγουν και αυθεντικές φωνές άγριων πτηνών.». Κατά την άποψη του, η πρόθεση του νομοθέτη δεν μπορεί να ήταν άλλη από το γεγονός ότι ήθελε οι φωνές που θα παράγονται ή αναπαράγονται να είναι «μιμητικές» και όχι «αυθεντικές». Η ερμηνεία του [*167]πρωτόδικου δικαστηρίου στην ουσία, είπε, ισοδυναμεί με προσθήκη της λέξης «αυθεντικές» στο λεκτικό του επίδικου άρθρου, πορεία που είναι αντίθετη  με την ισχύουσα νομολογία.

Από την άλλη, η ευπαίδευτη δικηγόρος της Δημοκρατίας εξέφρασε τη θέση ότι το Άρθρο 44(1)(δ) του Νόμου 152(Ι)/03, όσο κακογραμμένο και αν είναι, αν διαβαστεί στην ολότητά του δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ότι ο όρος «μιμητικές» περιλαμβάνει και τις πραγματικές φωνές πουλιών οι οποίες εκπέμπονται τεχνικά, μετά από ηχογράφηση.

Ο λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Η ερμηνεία που έδωσε ο πρωτόδικος δικαστής είναι απόλυτα λογική και ορθή. Σύμφωνα με τις καθιερωμένες αρχές της νομολογίας για την ερμηνεία νομοθετημάτων, όπου το νόημα των λέξεων που χρησιμοποιούνται είναι καθαρό και σαφές, δεν υπάρχει περιθώριο άλλης ερμηνείας για να διακριβωθεί η πρόθεση του νομοθέτη. Όμως στην προκειμένη περίπτωση το νόημα των λέξεων «μιμητικές φωνές» με τον τρόπο που χρησιμοποιείται, δεν συμφωνούμε ότι είναι ξεκάθαρο για το τι εννοεί ο νομοθέτης. Επομένως, ορθά ο πρωτόδικος δικαστής επέλεξε να ερμηνεύσει τη συγκεκριμένη πρόνοια του Νόμου, ανατρέχοντας στον τελεολογικό κανόνα ερμηνείας νομοθετημάτων, ώστε να εξακριβώσει τον σκοπό του νομοθέτη (βλ. ΚΟΤ ν. Δήμου Παπαδόπουλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 86).

Είναι καλά εδραιωμένη η αρχή ότι οι λέξεις σ’ ένα νομοθέτημα ερμηνεύονται με τρόπο λειτουργικό ώστε να συνάδουν με την πρόθεση του νομοθέτη. Στην προκειμένη περίπτωση, οι συγκεκριμένες λέξεις δεν μπορούν να ερμηνευθούν όπως εισηγείται ο συνήγορος του Εφεσείοντος, με την αυστηρώς ετυμολογική έννοια τους, η οποία θα είναι εκτός του πλαισίου που χρησιμοποιούνται και αντίθετη με τον δεδηλωμένο σκοπό του Νόμου. Σύμφωνα με το Άρθρο 3 του Νόμου:-

«3. Σκοπός του παρόντος Νόμου είναι:

(α) η προστασία, διατήρηση, διαχείριση και εκμετάλλευση όλων των ειδών αγρίων πτηνών·

(β) η προστασία, η διατήρηση ή προσαρμογή του πληθυσμού όλων των ειδών άγριων πτηνών σε ένα επίπεδο που να ανταποκρίνεται στις οικολογικές, επιστημονικές και μορφωτικές απαιτήσεις, λαμβάνοντας ωστόσο υπόψη τις οικονομικές και ψυχαγωγικές απαιτήσεις·

(γ) η προστασία της άγριας πανίδας·

(δ) η διασφάλιση της διατήρησης ή αποκατάστασης σε ικανο[*168]ποιητική κατάσταση διατήρησης, όπως αυτή ορίζεται στα εδάφια (3) και (4) του Άρθρου 13 του περί Προστασίας και Διαχείρισης της Φύσης και της Άγριας Ζωής Νόμου του 2003, των ειδών κοινοτικού ενδιαφέροντος.»

Όπως ορθά αναφέρει ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής, η λέξη «μιμητικές» χρησιμοποιείται «με την έννοια της τεχνικής εκπομπής των φωνών από τις συσκευές σε αντιδιαστολή με τη φυσική φωνή που προέρχεται από τα ίδια τα πτηνά χωρίς τη χρήση τεχνικών μέσων». Κατά την άποψή μας, οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία θα ήταν αντίθετη όχι μόνο με το γράμμα αλλά και με το σκοπό του Νόμου. Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Hermes Insurance Ltd. κ.ά. ν. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 406 «η αυστηρή γραμματική ερμηνεία ανήκει στο παρελθόν και η ερμηνεία με αναφορά στο σκοπό του νομοθετήματος έχει εδραιωθεί».

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, ο Εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε σε συμπέρασμα ότι ο νομοθέτης με το Άρθρο 45(1) του πιο πάνω Νόμου, στοχεύει στο να ποινικοποιήσει την κατοχή οποιασδήποτε συσκευής που δυνατό να μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να παράξει ή αναπαράξει μιμητικές φωνές άγριων πτηνών, ανεξάρτητα από το κατά πόσο η κατοχή σχετίζεται ή όχι με το άθλημα του κυνηγίου.  Ο συνήγορος του Εφεσείοντος, εισηγήθηκε ότι σκοπός του νομοθέτη ήταν η απαγόρευση κατοχής ηχοπαραγωγών συσκευών με μιμητικές φωνές με τη συνδρομή οποιουδήποτε μέσου «για σκοπούς κυνηγίου».

Δεν θα διαφωνούσαμε εάν η κατηγορία στηριζόταν εξ ολοκλήρου στο Άρθρο 44(1) του Νόμου. Όμως η κατηγορία που αντιμετωπίζει ο Εφεσείων, είναι αυτή της κατοχής χωρίς άδεια της συσκευής που αναφέρεται στο Άρθρο 44(1)(δ). Στην περίπτωση απλής κατοχής, κατά την άποψή μας, είναι αχρείαστη η απόδειξη, ως μέρους των συστατικών στοιχείων του αδικήματος, συγκεκριμένης πρόθεσης εκ μέρους του κατόχου των συσκευών. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ορισμένες πρόνοιες του συγκεκριμένου Νόμου είναι κακά διατυπωμένες. Όμως το Άρθρο 45 απαγορεύει ρητά και ξεκάθαρα την εισαγωγή, κατασκευή ή κατοχή συγκεκριμένων συσκευών, χωρίς άδεια εισαγωγής.

Είναι φανερό κατά την άποψή μας, ότι το συγκεκριμένο άρθρο του Νόμου δημιουργεί αδίκημα αυστηρής ευθύνης, χωρίς να καθιστά την πρόθεση για κυνήγι αναγκαίο συστατικό του αδικήματος.  Σύμφωνα με το λεκτικό του άρθρου, αρκεί η απλή απόδειξη της κατοχής, εισαγωγής ή  κατασκευής, εκτός και αν αποδειχθεί ότι [*169]υπάρχει ειδική άδεια από τον Υπουργό για εισαγωγή. Είναι γεγονός ότι η δημιουργία αδικημάτων αυστηρής ευθύνης, συνιστά παρέκκλιση από τις αρχές του κοινού δικαίου ως προς την αναγκαιότητα απόδειξης σε κάθε περίπτωση του συστατικού στοιχείου της εγκληματικής πρόθεσης (mens rea) εκ μέρους του παραβάτη (βλ. Hailis v. Police (1982) 2 C.L.R. 99 και Sea Island & Tours Ltd. κ.ά. ν. KOT (1995) 2 Α.Α.Δ. 196). Όμως στην προκειμένη περίπτωση, κατά την κρίση μας δεν χωρεί αμφιβολία ότι πρόθεση του νομοθέτη ήταν η δημιουργία αδικήματος αυστηρής ευθύνης, ώστε να διασφαλιστούν οι σκοποί του Νόμου, όπως αυτοί περιγράφονται στο Άρθρο 3 του Νόμου.

Ενόψει των πιο πάνω, κρίνουμε ότι η έφεση είναι αβάσιμη και την απορρίπτουμε.

Η έφεση απορρίπτεται.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο