(2009) 2 ΑΑΔ 376

[*376]23 Ioυνίου, 2009

[KΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

v.

ΗΛΙΑ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ,

Εφεσιβλήτου.

(Ποινική Έφεση Aρ. 89/2008)

 

Δικαιώματα κατηγορουμένου ― Δικαιώματα για εκδίκαση ποινικής υπόθεσης εντός ευλόγου χρόνου ― Αργοπορία στην εκδίκαση της υπόθεσης ― Δεν οδηγεί αναπόφευκτα στην απαλλαγή του κατηγορουμένου.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου απάλλαξε τον εφεσίβλητο σε κατηγορίες για τα αδικήματα της παραποίησης μητρώου ή αρχείου από δημόσιο λειτουργό, δεκασμό δημοσίου λειτουργού και άλλες κατηγορίες. Το Δικαστήριο αποδέχθηκε την εισήγηση του συνηγόρου του ότι η υπέρμετρη καθυστέρηση που παρατηρήθηκε στην εκδίκαση της υπόθεσης, οδήγησε σε παραβίαση του συνταγματικού δικαιώματος του εφεσίβλητου για εκδίκαση και καθορισμό της ποινικής του ευθύνης, εντός ευλόγου χρόνου.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση αμφισβητώντας την ορθότητά της. Προέβαλε την θέση ότι η καθυστέρηση στην εκδίκαση υπόθεσης δεν οδηγεί αναπόφευκτα σε απαλλαγή ενός κατηγορούμενου αλλά μπορεί να προσμετρήσει προς όφελός του, σε σχέση με το είδος και το ύψος της, ενδεχομένως, επιβληθησόμενης ποινής. Το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του ότι οι περισσότερες αναβολές προήλθαν εξ υπαιτιότητας της υπεράσπισης.

Ο συνήγορος του εφεσίβλητου υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, αποδίδοντας τη σημειωθείσα καθυστέρηση στην ύπαρξη άλλων εκκρεμουσών υποθέσεων εναντίον του εφεσίβλητου για τις οποίες εζητούντο και εγκρίνοντο αναβολές εκδίκασης της υπόθεσης. Ο συνήγορος επικαλέσθηκε το μικρό ποσό που υπεξαίρεσε ο εφεσίβλητος (ΛΚ400) και την πάροδο επτά χρόνων από τη διάπραξη των σχετικών γεγονότων, για να εισηγηθεί πως η τυχόν διαταγή επα[*377]νεκδίκασης της υπόθεσης θα συνιστούσε σκληρό και απάνθρωπο μέτρο, ιδιαιτέρως για ένα 66χρονο συνταξιούχο, όπως τον εφεσίβλητο.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το χρονικό διάστημα των 5 χρόνων και 3 μηνών που διέρρευσε, από την ημερομηνία καταχώρησης του κατηγορητηρίου μέχρι την πρωτόδικη απόφαση, εξώφθαλμα καταδεικνύει το εύρος του απαράδεχτου χειρισμού που έτυχε η υπόθεση.

2.  Το κρίσιμο όμως ερώτημα είναι αν από μόνη της η καθυστέρηση, χωρίς τη συνύπαρξη άλλων παραμέτρων, που να καθιστούν τη δίκη που θα διεξαχθεί μη δίκαιη, μπορεί να οδηγήσει σε τερματισμό της δικαστικής διαδικασίας και συνακόλουθη απαλλαγή του κατηγορούμενου.

3.  Η απάντηση είναι αρνητική. Η διαπίστωση της ενδεχόμενης παραβίασης του θεμελιώδους δικαιώματος ενός κατηγορούμενου για δίκη εντός ευλόγου χρόνου, που αποτελεί το υπόβαθρο της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν εξετάζεται in abstracto. Τούτο τίθεται κάτω από τη βάσανο του συνυπολογισμού ύπαρξης και άλλων παραμέτρων, που να δείχνουν ότι υπό τις περιστάσεις δεν μπορεί να διεξαχθεί δίκαιη δίκη.

4.  Η διαπίστωση των εγγενών αδυναμιών ή των δυσμενών επιπτώσεων που ενδεχομένως θα αντιμετωπίσει ο κατηγορούμενος γίνεται κατά τη δίκη. Είναι συνεπώς απαραίτητο να ξεκινήσει η διαδικασία ακρόασης της υπόθεσης και εκεί, κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας, να εξεταστούν τα εγειρόμενα θέματα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε όταν κατέληξε σε εύρημα παραβίασης του δικαιώματος του εφεσίβλητου για εκδίκαση της υπόθεσής του εντός ευλόγου χρόνου, μόνο με γνώμονα τον παράγοντα χρόνο, χωρίς να προχωρήσει στην ακρόαση της υπόθεσης.

5.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να λάβει υπόψη και τη συμπεριφορά του εφεσίβλητου, που στην προκείμενη περίπτωση, ζητούσε κατ’ επανάληψη αναβολή της ακρόασης της υπόθεσης επειδή, μεταξύ άλλων, εκκρεμούσαν και άλλες υποθέσεις. Το γεγονός ότι πάντοτε εξασφαλιζόταν και η συγκατάθεση της κατηγορούσας αρχής ποσώς δεν διαφοροποιεί την κατάσταση.

6.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έστρεψε την προσοχή του στην αναγκαιότητα να καταδειχθούν πειστικοί λόγοι ότι δεν θα ήταν εφικτό να υπάρξει δίκαιη δίκη ή για ποιο λόγο θα ήταν άδικο να προ[*378]χωρήσει η δίκη εναντίον ενός κατηγορουμένου. Οι παραλείψεις αυτές του Δικαστηρίου καθιστούν την απόφασή του τρωτή.

Η έφεση επιτράπηκε. Διατάχθηκε επανεκδίκαση της υπόθεσης ενώπιον άλλου Δικαστή.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Γενικός Εισαγγελέας v. Μενελάου (2004) 2 Α.Α.Δ. 223.

Έφεση εναντίον Aθωωτικής Aπόφασης.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Kουνίδου, E.Δ.), (Ποινική Yπόθεση Aρ. 543/03), ημερομηνίας 23/4/08.

Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα.

Μ. Κυπριανού, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα αναγνώσει ο Δικαστής Παμπαλλής.

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος αντιμετώπιζε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου τη ποινική υπόθεση 543/2003 με την οποία κατηγορείτο, μεταξύ άλλων, για τα αδικήματα της παραποίησης μητρώου ή αρχείου από δημόσιο λειτουργό, διαφθοράς δημοσίου λειτουργού, δεκασμό δημοσίου λειτουργού και άλλες κατηγορίες. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, που καταχωρήθηκε στις 30.1.2003, ο εφεσίβλητος αντιμετώπιζε 27 συνολικά κατηγορίες για αδικήματα, που κατ’ ισχυρισμό, διαπράχθηκαν την περίοδο Μαρτίου-Απριλίου, 2002 και Ιουλίου 2002.

Στις 23.4.2008 και ενώ δεν είχε αρχίσει η ακρόαση της πιο πάνω ποινικής υπόθεσης, παρόλο που προγραμματίστηκε για το σκοπό αυτό πολλές φορές, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε εισήγηση του συνήγορου του εφεσίβλητου – τότε κατηγορούμενου, ότι η υπέρμετρη καθυστέρηση που παρατηρήθηκε στην εκδίκαση της υπόθεσης, οδήγησε σε παραβίαση του συνταγματικού δικαιώματος του εφεσίβλητου για εκδίκαση και καθορισμό της ποινικής του ευθύνης, εντός ευλόγου χρόνου. Ως αποτέλεσμα του πιο πάνω [*379]ευρήματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ο εφεσίβλητος απαλλάχτηκε όλων των κατηγοριών που αντιμετώπιζε.

Ο εφεσείων, προωθώντας την υπό εκδίκαση έφεση, αμφισβήτησε την ορθότητα της πιο πάνω απόφασης, προβάλλοντας ότι η καθυστέρηση στην εκδίκαση μιας υπόθεσης δεν οδηγεί αναπόφευκτα σε απαλλαγή ενός κατηγορούμενου αλλά μπορεί να προσμετρήσει προς όφελος του, σε σχέση με το είδος και το ύψος της, ενδεχομένως, επιβληθησόμενης ποινής. Το Δικαστήριο, πρόσθεσε η ευπαίδευτη συνήγορος της Δημοκρατίας, δεν έλαβε υπόψη του ότι οι περισσότερες αναβολές προήλθαν υπαιτιότητι της υπεράσπισης.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσίβλητου χαρακτήρισε την απόφαση ως ορθή και την συνακόλουθα απόρριψη των κατηγοριών ως αποτέλεσμα της παραβίασης των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και του περί δικαίου αισθήματος. Η ύπαρξη άλλων εκκρεμουσών υποθέσεων εναντίον του εφεσίβλητου ήταν ως επί το πλείστον η αιτία των ζητηθέντων και εγκριθέντων αναβολών εκδίκασης της υπόθεσης, κατέληξε.

Περαιτέρω, ο κ. Κυπριανού τόνισε ότι το ποσό που κατηγορείτο ο εφεσίβλητος ότι υπεξαίρεσε ήταν ΛΚ400, και η υπόθεση αφορά γεγονότα που έλαβαν χώραν πριν 7 χρόνια. Αυτά τα στοιχεία κατέληξε, συνηγορούν ώστε να θεωρηθεί τυχόν διαταγή για επανεκδίκαση, ως ένα μέτρο σκληρό και απάνθρωπο ιδιαιτέρως για ένα 66χρονο συνταξιούχο, όπως τον εφεσίβλητο.

Θεωρούμε σκόπιμο να συμπεριλάβουμε αυτούσια τη καταγραφή της πορείας της υπόθεσης όπως την αναλύει η πρωτόδικος δικαστής.

«Στις 6.3.2003, ημερομηνία πρώτης εμφάνισης, ο κατηγορούμενος αρνήθηκε τις κατηγορίες και η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση την 12.5.2003. Στις 12.5.2003 η ακρόαση της υπόθεσης αναβλήθηκε, όπως προκύπτει από τα πρακτικά λόγω έλλειψης χρόνου του δικαστηρίου και ορίστηκε εκ νέου για ακρόαση την 11.11.2003. Στις 11.11.2003 αναβλήθηκε, λόγω αιτήματος της υπεράσπισης και η υπόθεση επαναορίστηκε για ακρόαση την 18.6.2003, επίσης αίτημα για αναβολή της ακρόασης υπέβαλε η υπεράσπιση στις 18.6.2004 και η υπόθεση αναβλήθηκε για ακρόαση στις 17.11.2004. Στις 17.11.2004 αίτημα για αναβολή της ακρόασης υπέβαλε η Κατηγορούσα Αρχή, λόγω του ότι ο φάκελος της υπόθεσης βρισκόταν στη νομική υπηρεσία και η υπόθεση ορίστηκε ξανά για ακρόαση την 24.2.2005. Η υπεράσπιση ζήτησε αναβολή της ακρόασης και στις 24.2.2005 και η υπόθεση [*380]ορίστηκε εκ νέου για ακρόαση την 25.5.2005, το ίδιο έγινε και τις 25.5.2005 και η υπόθεση ορίστηκε ξανά για ακρόαση στις 13.9.2005. Στις 13.9.2005 το αίτημα ήταν κοινό και η υπόθεση ορίστηκε ξανά για τις 11.11.2005. Στις 11.11.2005 το αίτημα για αναβολή της ακρόασης, προήλθε από την υπεράσπιση και αφού εγκρίθηκε η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 27.1.2006. Στις 27.1.2006 το αίτημα για αναβολή της ακρόασης ήταν κοινό, αφού εγκρίθηκε ορίστηκε ξανά στις 18.4.2006. Στις 18.4.2006 αναβλήθηκε λόγω έλλειψης χρόνου του Δικαστηρίου και επαναορίστηκε στις 17.7.2006, στις 17.7.2006 αναβλήθηκε γιατί η κατηγορούσα Αρχή δεν είχε τους μάρτυρες της και ορίστηκε στις 8.11.2006. Στις 8.11.2006 η Κατηγορούσα Αρχή ζήτησε αναβολή γιατί εκκρεμούσε έφεση στην υπόθεση 8672/2002 και στην οποία υπήρχαν τεκμήρια που θα χρησιμοποιούντο και στην παρούσα υπόθεση και ορίστηκε εκ νέου στις 18.1.2007. Στις 18.1.2007 ζήτησε αναβολή η υπεράσπιση γιατί εκκρεμούσαν και άλλες υποθέσεις για τον κατηγορούμενο και επίσης αναμένετο απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση 8672/2002, η υπόθεση ορίστηκε ξανά στις 22.5.2007. Στις 22.5.2007 πάλι η υπεράσπιση ζήτησε αναβολή και επαναορίστηκε για ακρόαση στις 14.9.2007, στις 14.9.2007 το αίτημα επίσης προήλθε από την υπεράσπιση και η υπόθεση ορίστηκε εκ νέου για τις 20.11.2007.

Στις 20.11.2007 το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου είχε τεθεί η υπόθεση με βάση το πρόγραμμα του Δικαστηρίου εξαιρέθηκε της εκδίκασης της παρούσας, για τους λόγους που εξηγούνται στο πρακτικό ημερομηνίας 20.11.2007 και η υπόθεση τέθηκε ενώπιον μου. Αρχικά υπήρξε προδικαστική ένσταση, από την υπεράσπιση αναφορικά με το ζήτημα της κατάχρησης της διαδικασίας, το οποίο εν τέλει αποσύρθηκε και ακολούθως εγέρθηκε το ζήτημα της καθυστέρησης.»

Σ’ άλλο σημείο αναφέρεται:

«Η όλη καθυστέρηση που παρατηρείται στην παρούσα υπόθεση προέρχεται, εξαιρουμένων δύο περιπτώσεων, που αναβλήθηκε λόγω έλλειψης χρόνου του Δικαστηρίου, από την πλευρά του κατηγορούμενου και της κατηγορούσας αρχής».

Η δε κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όπως καταγράφεται στην εκκαλούμενη απόφαση, είναι η πιο κάτω:

«Παρά τις πιο πάνω διαπιστώσεις αναφορικά με την καθυστέρηση, η οποία οφείλεται και στην υπεράσπιση, απομένει το γε[*381]γονός ότι η παρούσα υπόθεση εκκρεμεί εναντίον του κατηγορούμενου πέραν των 5 ετών και δεν έχει ακόμη αρχίσει η ακρόαση της. Αντικειμενικά ο χρόνος που διέρρευσε δεν μπορεί παρά να κριθεί ως αδικαιολόγητα μεγάλη καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης και, κατά συνέπεια, παραβίαση του συνταγματικού δικαιώματος του Κατηγορούμενου για δίκη εντός εύλογου χρόνου, ακόμη και κάτω από αυτές τις περιστάσεις. Προσέτι δε σε περίπτωση που λάβει χώρα η δίκη, αυτή δεν θα ήταν δίκη εντός εύλογου χρόνου.»

Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία, ούτε μπορεί να προταθεί βάσιμο επιχείρημα περί του αντιθέτου, ότι η εκδίκαση της υπόθεσης αυτής έχει υπέρμετρα καθυστερήσει. Το χρονικό διάστημα των 5 χρόνων και 3 μηνών που διέρρευσε, από την ημερομηνία καταχώρησης του κατηγορητηρίου μέχρι την πρωτόδικη απόφαση, εξώφθαλμα καταδεικνύει το εύρος του απαράδεχτου χειρισμού που έτυχε η υπόθεση.

Το κρίσιμο όμως ερώτημα είναι αν από μόνη της η καθυστέρηση, χωρίς τη συνύπαρξη άλλων παραμέτρων, που να καθιστούν τη δίκη που θα διεξαχθεί μη δίκαιη μπορεί να οδηγήσει σε τερματισμό της δικαστικής διαδικασίας και συνακόλουθη απαλλαγή του κατηγορούμενου.

Η απάντηση είναι αρνητική. Η διαπίστωση της ενδεχόμενης παραβίασης του θεμελιώδους δικαιώματος ενός κατηγορούμενου για δίκη εντός ευλόγου χρόνου, που αποτελεί το υπόβαθρο της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν εξετάζεται in abracto. Τούτο τίθεται κάτω από τη βάσανο του συνυπολογισμού ύπαρξης και άλλων παραμέτρων, που να δείχνουν ότι υπό τις περιστάσεις δεν μπορεί να διεξαχθεί δίκαιη δίκη όπως της απώλειας μαρτυρίας, της δυσκολίας στην εξασφάλιση μαρτυρικού υλικού, της χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορούμενου κ.λπ.. Τα πιο πάνω, τίθενται ως παραδείγματα και δεν εξαντλούν τον κατάλογο των θεμάτων που θα πρέπει να εξεταστούν.

Ποιο είναι όμως το πλαίσιο διαπίστωσης των εγγενών αδυναμιών, ή των δυσμενών επιπτώσεων που ενδεχομένως θα αντιμετωπίσει ο κατηγορούμενος; Η δίκη. Είναι συνεπώς απαραίτητο να ξεκινήσει η διαδικασία ακρόασης μιας υπόθεσης και εκεί, κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας, να εξεταστούν τα εγειρόμενα θέματα. Βρίσκουμε κατ’ επέκταση ότι έσφαλε η πρωτόδικος δικαστής όταν προχώρησε σε εύρημα παραβίασης του δικαιώματος του εφεσίβλητου για εκδίκαση της υπόθεσης του εντός εύλογου [*382]χρόνου, μόνο με γνώμονα τον παράγοντα χρόνο και κατέληξε σε τούτο χωρίς να προχωρήσει στην ακρόαση της υπόθεσης. Ταυτοχρόνως κατέληξε στο πιο πάνω συμπέρασμα χωρίς να εξετάσει αν ο παράγοντας αυτός θα μπορούσε να καταστήσει τη δίκη μη δίκαιη ή αν θα προκαλείτο οποιαδήποτε αδικία στον εφεσίβλητο.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσίβλητου αναφέρθηκε στην ηλικία του πελάτη του, το γεγονός ότι συνταξιοδοτήθηκε και τις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσει αν προχωρήσει η παρούσα υπόθεση. Με όλη την κατανόηση που μπορούσε να έχουμε, δεν μπορούν τα στοιχεία αυτά να οδηγήσουν σε απόρριψη μιας ποινικής υπόθεσης, χωρίς να ακολουθηθεί η συνήθης πορεία της δικαστικής διαδικασίας που αποτελεί το εχέγγυο της θεμελίωσης της δίκαιης δίκης. Δεν μπορεί ταυτοχρόνως να μη λαμβάνεται υπόψη και η συμπεριφορά του εφεσίβλητου, που στην προκείμενη υπόθεση ζητούσε κατ’ επανάληψη αναβολή της ακρόασης της υπόθεσης επειδή, μεταξύ άλλων, εκκρεμούσαν και άλλες υποθέσεις. Το γεγονός ότι πάντοτε εξασφαλιζόταν και η συγκατάθεση της κατηγορούσας αρχής ποσώς δεν διαφοροποιεί την κατάσταση.

Η προσέγγιση στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Μενελάου (2004) 2 Α.Α.Δ. 223, δίδει πιστεύουμε το στίγμα της νομολογίας στην αντιμετώπιση παρομοίων θεμάτων. Επιβάλλεται, επισημαίνεται στις σελίδες 230-231, η αναγκαιότητα κατάδειξης πειστικών λόγων ότι δεν θα ήταν εφικτό να υπάρξει δίκαιη δίκη ή για ποιο λόγο θα ήταν άδικο να προχωρήσει η δίκη εναντίον ενός κατηγορουμένου. Ούτε σ’ αυτά τα ερωτήματα έστρεψε την προσοχή του το πρωτόδικο Δικαστήριο, σε βαθμό που κρίνουμε την απόφαση του, ως τρωτή.

Είναι σαφές και έκδηλα αντιληπτό, ότι οποιαδήποτε άλλη πορεία, παρά η προώθηση της υπόθεσης για ακρόαση, θα μπορούσε να προτρέψει «επιρρεπείς» διάδικους σε υποβολή συνεχών αιτημάτων αναβολής με προφανή σκοπό τη δημιουργία χρονικού υπόβαθρου για προώθηση αιτήματος απόρριψης μιας υπόθεσης.

Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η υπόθεση να τεθεί ενώπιον άλλου Δικαστή με στόχο τον άμεσο προγραμματισμό και διεκπεραίωση της ακρόασης της υπόθεσης.

Η έφεση επιτρέπεται. Διατάσσεται επανεκδίκαση της υπόθεσης ενώπιον άλλου Δικαστή.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο