(2012) 2 ΑΑΔ 417

[*417]3 Ιουλίου, 2012

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

(Ποινική Έφεση Αρ. 130/2012)

ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΙΩΑΝΝΟΥ,

Εφεσείoυσα,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 131/2012)

ΓΙΑΝΝΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 130/2012, 131/2012)

 

Ποινικός Κώδικας ― Απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις ― Άρθρα 297 και 298, του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Παραμερισμός πρωτόδικης απόφασης επί τω ότι τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος δεν εύρισκαν, έρεισμα στην προσαχθείσα μαρτυρία, η οποία μόνο αστικής φύσεως διαφορά μπορούσε να στοιχειοθετήσει.

Ποινικός Κώδικας ― Απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις ― Η παράλειψη τήρησης συμβατικών υποσχέσεων, και δη που έχουν κάποια έκταση σε αριθμό και χρόνο, συχνά συνοδευόμενη και από παράλληλες διαβεβαιώσεις εκπλήρωσης, αφ’ εαυτής δεν μπορεί να παρέχει στίγμα σε ποινική ευθύνη αφού η υπόσχεση δεν συνιστά «παρόν» γεγονός που μόνο μπορεί να αποτελέσει «παράσταση».

[*418]Ποινικός Κώδικας ― Απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις ― Το ψευδώς παριστάμενο γεγονός είναι η ίδια η υποκειμενική πρόθεση του παρασπονδούντος μέρους κατά το χρόνο της παράστασης και όχι η εκ των υστέρων ένοχη συμπεριφορά του.

Οι εφεσείοντες στράφηκαν εναντίον της καταδίκης τους σε κατηγορία απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, κατά παράβαση των Άρθρων 297 και 298, όπως και του Άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.

Πρωτοδίκως κατηγορήθηκαν ότι είχαν παρουσιαστεί στην παραπονούμενη και διά ψευδών παραστάσεων και με σκοπό την καταδολίευση, της απέσπασαν χρηματικό ποσό, αφού της ανέφεραν ψευδώς ότι είναι ιδιοκτήτες εταιρείας η οποία εισάγει και πωλεί ιατρικά μηχανήματα αισθητικής, ήτοι έλαβαν από αυτήν το χρηματικό ποσό για να της πωλήσουν μηχανήματα αισθητικής, ενώ γνώριζαν ότι δεν υφίστατο η προαναφερθείσα εταιρεία και ότι δεν επρόκειτο να της παραδώσουν τέτοια μηχανήματα.

Επειδή τα μηχανήματα δεν έφθασαν στην Κύπρο μέχρι την καθορισθείσα ημερομηνία κατά την οποία η παραπονούμενη είχε ορίσει τα εγκαίνια του ινστιτούτου της και οι εφεσείοντες, επιβεβαίωσαν τη μη άφιξη των εμπορευμάτων, η παραπονούμενη ακύρωσε την παραγγελία, ζήτησε την επιστροφή των χρημάτων της, κατάγγειλε την υπόθεση στην Αστυνομία, ενώ παράλληλα καταχώρισε αγωγή εναντίον των δύο εφεσειόντων.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ένοχους τους εφεσείοντες αποφαινόμενο ότι οι δύο κατηγορούμενοι προέβηκαν σε δύο παραστάσεις προς τους παραπονούμενους οι οποίες αποδεδειγμένα ήταν ψευδείς.

Έκρινε μεταξύ άλλων, ότι όλες οι παραστάσεις των κατηγορούμενων δεν είχαν καμία σχέση με την αλήθεια και το μόνο λογικό συμπέρασμα που μπορούσε να εξαχθεί από τα τόσα πολλά ψέματα που είπαν οι κατηγορούμενοι γύρω από το θέμα των μηχανημάτων ήταν ότι ουδέποτε προέβηκαν σε τέτοια παραγγελία και ουδέποτε έκαναν συναλλαγή με τη γνήσια πρόθεση να τιμήσουν την υπόσχεση τους να παραδώσουν τα μηχανήματα.

Με τις εφέσεις υποστηρίχθηκε μεταξύ άλλων ότι:

α) Τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος ήτοι, η ψευδής παράσταση με πρόθεση καταδολίευσης, ουδόλως εύρισκαν έρεισμα στην προσαχθείσα μαρτυρία, η οποία αποτιμούμενη στο μέγιστο δυνατό [*419]βαθμό, μόνο αστικής φύσεως διαφορά και δη αυτή της παράβασης συμφωνίας, μπορούσε να στοιχειοθετήσει.

β) Αντινομικά το Πρωτόδικο Δικαστήριο αντί να εξετάσει αν κατά τον ουσιώδη χρόνο αποδείχθηκαν από την Κατηγορούσα Αρχή τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, εναπόθεσε στους κατηγορούμενους το βάρος να αποδείξουν την αθωότητα τους.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το γεγονός ότι οι εφεσείοντες δεν εκπλήρωσαν εντός του συμφωνηθέντος χρόνου, τη συμβατική τους υποχρέωση να παραδώσουν στην παραπονούμενη τα εμπορεύματα που συμφώνησαν να παραδώσουν, δεν οδηγούσε και μάλιστα με την ασφάλεια που απαιτείται σε ποινικές υποθέσεις, σε συμπέρασμα εξ’ αρχής ψευδούς παράστασης και πρόθεσης καταδολίευσης από πλευράς εφεσειόντων.

2.  Η αναφορά τόσο στο τιμολόγιο, όσο και στην απόδειξη είσπραξης των χρημάτων της προκαταβολής στην επωνυμία «Beauty Options», ουδόλως μπορούσε να εξισωθεί με ψευδή δήλωση περί ύπαρξης νομικής οντότητας με την εν λόγω επωνυμία.

 

3.  Αποκλειστική βάση της αγωγής που ήγειρε εναντίον των δύο εφεσειόντων η παραπονούμενη, συνιστούσε η παράβαση συμφωνίας και  στην έκθεση απαίτησης δεν γινόταν αναφορά σε απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις ή δόλο.

4.  Καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της απόφασης της παραπονουμένης να συμβληθεί με τους εφεσείοντες δεν διαδραμάτισαν τα όσα οι λεπτομέρειες αδικήματος απέδιδαν στους τελευταίους ως ψευδείς παραστάσεις, αλλά η επίδειξη από πλευράς του εφεσείοντα και άλλου προσώπου στο στάδιο των διαβουλεύσεων, μηχανήματος παρόμοιου με αυτό που επιθυμούσε η παραπονουμένη να αγοράσει. Αυτά ήταν μερικά από τα όσα προέκυπταν από τη μαρτυρία, τα οποία κάθε άλλο παρά οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι τα συστατικά στοιχεία του συγκεκριμένου αδικήματος είχαν αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

5.  Το πρωτόδικο δικαστήριο, στην πορεία του προς τη συγκεκριμένη κατάληξη του, εσφαλμένα εναπόθεσε στους εφεσείοντες το βάρος απόδειξης ότι οι παραστάσεις που οι λεπτομέρειες αδικήματος τους καταλόγιζαν δεν ήταν ψευδείς και συνεπώς οι προθέσεις τους δεν μολύνοντο με το στοιχείο της δολιότητας.

[*420]Οι εφέσεις επιτράπηκαν. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίστηκε.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Ευθυμίου ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 861.

Εφέσεις κατά Καταδίκης και Ποινής.

Εφέσεις από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Ταλαρίδου-Κοντοπούλου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 8326/09), ημερομηνίας 6/6/12.

Η. Στεφάνου, για τους Εφεσείοντες.

Ολ. Σοφοκλέους, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Εφεσείοντες παρόντες.

Ex Tempore

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες καταδικάστηκαν, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, σε κατηγορία απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, κατά παράβαση των Άρθρων 297 και 298, όπως και του Άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος, οι δύο εφεσείοντες:

“....... μεταξύ του μηνός Νοέμβριου του 2007 και της 2/1/2008 στη Λευκωσία της Επαρχίας Λευκωσίας, διά ψευδών παραστάσεων και με σκοπό την καταδολίευση απέσπασαν από την Αγγέλα Τούμπα από το Παλιομέτοχο το χρηματικό ποσό των €10.251 δηλαδή αφού παρουσιάστηκαν στην προαναφερθείσα Αγγέλα Τούμπα και της ανέφεραν ψευδώς ότι είναι ιδιοκτήτες της εταιρείας «Beauty Options» η οποία εισάγει και πωλεί ιατρικά μηχανήματα αισθητικής, έλαβαν από αυτήν το χρηματικό ποσό των €10.251 ως προκαταβολή για την αγορά ενός μηχανήματος φωτόλυσης, μίας πρέσας, ενός σάκου αδυνατίσματος και ενός μηχανήματος μασάζ G5 συνολικής αξίας £13.800, ενώ γνώριζαν ότι δεν υφίστατο η προαναφερθείσα εταιρεία και ότι δεν επρόκειτο να της παραδώσουν τέτοια μηχανήματα.”

[*421]Σύμφωνα με την παραπονουμένη, σε επαφή με τους εφεσείοντες την έφερε, γνωστό της πρόσωπο, κάποιος Κωνσταντίνος Τζιρτζιπής, το Νοέμβριο 2007. Αυτός ήταν και το πρόσωπο που στο σπίτι της, στην παρουσία του μέχρι τότε άγνωστου της εφεσείοντα, όχι όμως της εφεσείουσας, της ανέφερε ότι υφίσταται εταιρεία με το όνομα Beauty Options, μέσω της οποίας εισάγει μηχανήματα αισθητικής. Ιδιοκτήτες της εν λόγω εταιρείας ήταν ο ίδιος και ο εφεσείων. Πρόκειται επίσης για το πρόσωπο που μαζί με τον εφεσείοντα και με τη βοήθεια μηχανημάτων φωτόλυσης που είχαν φέρει μαζί τους, προέβησαν σε σχετική επίδειξη, ως αποτέλεσμα της οποίας η παραπονουμένη αποφάσισε και έβαλε σχετική παραγγελία. Ο Τζιρτζιπής ήταν επίσης και το πρόσωπο με το οποίο η παραπονουμένη επικοινωνούσε για να πάρει πληροφορίες όταν τα μηχανήματα καθυστερούσαν να έλθουν στην Κύπρο. Ο Τζιρτζιπής είναι το πρόσωπο που την διαβεβαίωσε ότι τα μηχανήματα θα έφθαναν στην Κύπρο τέλος Ιανουαρίου. Τέλος, ο Τζιρτζιπής ήταν το πρόσωπο που το Δεκέμβριο του 2007 παρέλαβε από την παραπονουμένη την επιταγή με το ποσό της προκαταβολής - €10.251 - αφού παρέδωσε στην παραπονουμένη το τιμολόγιο και την απόδειξη είσπραξης. Η επιταγή ήταν στο όνομα της εφεσείουσας, η οποία και την εξαργύρωσε. Στο τιμολόγιο ως αγοραστής υπογράφει ο Τζιρτζιπής, ενώ την απόδειξη είσπραξης, ως το πρόσωπο που εισέπραξε τα χρήματα και πάλι υπογράφει ο Τζιρτζιπής. Και στα δύο εν λόγω έγγραφα γίνεται αναφορά σε «Beauty Options». Επειδή τα μηχανήματα δεν έφθασαν στην Κύπρο μέχρι τις 15/3/2008 που είχε ορίσει τα εγκαίνια του ινστιτούτου της, η παραπονουμένη συναντήθηκε στο σπίτι της με τους εφεσείοντες, οι οποίοι επιβεβαίωσαν τη μη άφιξη των εμπορευμάτων. Ως αποτέλεσμα, ακύρωσε την παραγγελία και ζήτησε την επιστροφή των χρημάτων της. Η παραπονουμένη κατάγγειλε την υπόθεση στην Αστυνομία, ενώ παράλληλα καταχώρισε αγωγή εναντίον των δύο εφεσειόντων ζητώντας την επιστροφή του ποσού της προκαταβολής με τη μορφή «αποζημιώσεων για παράβαση συμφωνίας ή ως χρημάτων δοθέντων χωρίς αντάλλαγμα ή ως αντάλλαγμα αποτυχóν ή μη επακολουθήσαν ή συμφώνως των αρχών περί άδικου πλουτισμού».

Τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, στη βάση των οποίων οι δύο εφεσείοντες κρίθηκαν ένοχοι, έχουν ως πιο κάτω:

“Οι δύο κατηγορούμενοι προέβηκαν σε δύο παραστάσεις προς τους παραπονούμενους οι οποίες αποδεδειγμένα ήταν ψευδείς. Είπαν ψέματα για το γεγονός ότι ήταν ιδιοκτήτες μίας εταιρείας καθότι ουδέποτε υπήρξε τέτοια εταιρεία. Ο κατηγορούμενος 2 ήταν παρών όταν ο Τζιρτζιπής ανέφερε ότι αυτός και ο κα[*422]τηγορούμενος 2 ήταν ιδιοκτήτες της εταιρείας. Οι κατηγορούμενοι συνέχισαν να παριστάνουν τους εαυτούς τους ως ιδιοκτήτες της εταιρείας όταν έγινε συνάντηση με τους παραπονούμενους περί ή κατά το Μάρτιο όταν δεν έγινε παράδοση των εμπορευμάτων. Περαιτέρω, η κατηγορούμενη 1 συμπλήρωσε τα τεκμήρια 1 και 2 διά να εμφαίνεται ότι υπήρχε νομική οντότητα που ονομάζεται Beauty Options ενώ τέτοια οντότητα δεν υπάρχει.

Το δεύτερο ψέμα αφορά την υπόσχεση των κατηγορουμένων ότι θα παρέδιδαν τα εμπορεύματα στους παραπονούμενους. Ο κατηγορούμενος 2 τους είπε ότι θα τα παράδιδε τέλος Ιανουαρίου και κάτι τέτοιο δεν έγινε. Έπειτα ο Τζιρτζιπής τους είπε ότι τον Μάρτιο 2008 αυτά τα εμπορεύματα ήταν στην κατοχή των κατηγορούμενων και μετά από λίγες μέρες ανέφερε ότι ουδέποτε ήρθαν τέτοια εμπορεύματα στην Κύπρο. Μέχρι το Μάρτιο 2008 τέτοια μηχανήματα δεν είχαν παραδοθεί παρά το γεγονός ότι οι κατηγορούμενοι έκαναν τέτοιες υποσχέσεις. Οι κατηγορούμενοι δεν κατόρθωσαν με αξιόπιστη μαρτυρία να αποδείξουν ότι έκαναν τέτοια παραγγελία ή ότι παρέλαβαν τέτοια εμπορεύματα για λογαριασμό των παραπονούμενων. Επιπρόσθετα, δεν απέδειξαν με αξιόπιστη μαρτυρία ότι έστω και μεταγενέστερα είχαν στην κατοχή τους τα συγκεκριμένα μηχανήματα και ότι εξέφρασαν ετοιμότητα προς τους παραπονούμενους να τα παραδώσουν. Η κατηγορούμενη 1 υποσχέθηκε στην παραπονούμενη ότι μέσα σε δύο μήνες θα τις έδιδε τα χρήματά της ενώ κάτι τέτοιο δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα. Όταν η Μ.Κ.1 της ανέφερε ότι επρόκειτο να κάνει καταγγελία στην αστυνομία η κατηγορούμενη 1 την απείλησε ότι δεν θα κατάφερνε τίποτε λόγω των διασυνδέσεων της με πρόσωπα στην αστυνομία και στη δικαιοσύνη. Το πιο πάνω πλέγμα γεγονότων και παραστάσεων των κατηγορούμενων δείχνει πρόσωπα που αδίστακτα και με σχέδιο έλεγαν ψέματα στους παραπονούμενους πρώτα για να πάρουν τα χρήματα τους και δεύτερο για να μην υποστούν τις συνέπειες της απάτης εις βάρος αυτών των προσώπων. Η υπεράσπιση δεν προσκόμισε μαρτυρία για να αποδείξει ότι οι κατηγορούμενοι πράγματι παράγγειλαν τέτοια εμπορεύματα και ότι πράγματι η καθυστέρηση στην παράδοση των εμπορευμάτων οφειλόταν σε αιτίες για τις οποίες δεν ευθύνονταν οι κατηγορούμενοι. Συνεπώς, όλες οι παραστάσεις των κατηγορούμενων δεν έχουν καμία σχέση με την αλήθεια και το μόνο λογικό συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί από τα τόσα πολλά ψέματα που είπαν οι κατηγορούμενοι γύρω από το θέμα των μηχανημάτων είναι ότι ουδέποτε προέβηκαν σε τέτοια παραγγελία και ουδέποτε έκαναν συναλλαγή με την γνήσια [*423]πρόθεση να τιμήσουν την υπόσχεση τους να παραδώσουν τα μηχανήματα.”

Πρωταρχική θέση στους τρεις από τους πέντε λόγους έφεσης κατέχει η θέση ότι η μαρτυρία, την οποία έκαμε δεκτή το πρωτόδικο δικαστήριο, προφορική και έγγραφη, δεν δικαιολογούσε την περί ενοχής των δύο εφεσειόντων, κατάληξη του δικαστηρίου. Τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος ήτοι, η ψευδής παράσταση με πρόθεση καταδολίευσης, ουδόλως βρίσκουν, σύμφωνα με την εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου των εφεσειόντων, έρεισμα στην εν λόγω μαρτυρία, η οποία αποτιμούμενη στο μέγιστο δυνατό βαθμό, μόνο αστικής φύσεως διαφορά και δη αυτή της παράβασης συμφωνίας, μπορεί να στοιχειοθετήσει.

Η πιο πάνω εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου των εφεσειόντων, εισήγηση με την οποία ας σημειωθεί συμφώνησε και η κα Σοφοκλέους, μας βρίσκει σύμφωνους. Στην παρούσα περίπτωση, το γεγονός ότι οι εφεσείοντες δεν εκπλήρωσαν εντός του συμφωνηθέντος χρόνου, τη συμβατική τους υποχρέωση να παραδώσουν στην παραπονουμένη τα εμπορεύματα που συμφώνησαν να παραδώσουν, δεν οδηγεί και μάλιστα με την ασφάλεια που απαιτείται σε ποινικές υποθέσεις, σε συμπέρασμα εξ’ αρχής ψευδούς παράστασης και πρόθεσης καταδολίευσης από πλευράς εφεσειόντων. Το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Ευθυμίου v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 861, στην οποία μας έχει παραπέμψει ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων, εφαρμόζει «γάντι», κατά την άποψη μας, στην παρούσα περίπτωση.

“.... η παράλειψη τήρησης συμβατικών υποσχέσεων, και δη που έχουν κάποια έκταση σε αριθμό και χρόνο, συχνά συνοδευόμενη και από παράλληλες διαβεβαιώσεις εκπλήρωσης, αφ’ εαυτής δεν μπορεί να παρέχει στίγμα σε ποινική ευθύνη αφού η υπόσχεση δεν συνιστά «παρόν» γεγονός που μόνο μπορεί να αποτελέσει «παράσταση». Το ψευδές της παράστασης, όπως και της πρόθεσης καταδολίευσης, που θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει ποινική ευθύνη σε τέτοιες περιπτώσεις ανάγεται στην ίδια την εξ αρχής βέβαια πρόθεση του παρασπονδούντος μέρους να μην εκπληρώσει τις υποσχέσεις που δίδει, όπως ήταν και η αποδιδόμενη στο κατηγορητήριο στον Εφεσείοντα πρόθεση. Και τούτο διότι, για να θυμηθούμε το χαρακτηριστικότατο τρόπο που το έθεσε ο Bowen, L.J. (Edgington v. Fitzmaurice [1885] 29 Ch. D. 459, 483), “The state of a man’s mind is as much a fact as the state of his digestion”. Το ψευδώς παριστάμενο γεγονός είναι λοιπόν η ίδια η υποκειμενική πρόθεση του παρασπονδούντος μέρους [*424]κατά το χρόνο της παράστασης και όχι η εκ των υστέρων ένοχη συμπεριφορά του. Η τέτοια υποκειμενική πρόθεση μπορεί βεβαίως να αποδειχθεί με αντικειμενικά στοιχεία που συναρτώνται προς αυτή, περιλαμβανομένης της όλης μετέπειτα συμπεριφοράς, τα στοιχεία αυτά όμως πρέπει να είναι τόσο σαφή και μονοσήμαντα ώστε να μην αφήνουν, στο τέλος της ημέρας, την αμφιβολία εκείνη που αναιρεί ποινική καταδίκη.”

Εξάλλου, στοιχεία που προκύπτουν αβίαστα μέσα από τη μαρτυρία και τα οποία έχουν επισημανθεί από το πρωτόδικο δικαστήριο, επηρεάζουν αρνητικά και κατά τρόπο καθοριστικό το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου περί ενοχής των δύο εφεσειόντων. Η αναφορά περί ύπαρξης νομικής οντότητας με την επωνυμία Beauty Options, έγινε από τον Κωνσταντίνο Τζιρτζιπή και όχι από τους εφεσείοντες, στην απουσία μάλιστα της εφεσείουσας. Η αναφορά τόσο στο τιμολόγιο, όσο και στην απόδειξη είσπραξης των χρημάτων της προκαταβολής στην επωνυμία «Beauty Options», ουδόλως μπορεί να εξισωθεί με ψευδή δήλωση περί ύπαρξης νομικής οντότητας με την εν λόγω επωνυμία. Ο Τζιρτζιπής ήταν επίσης το πρόσωπο με το οποίο η παραπονουμένη επικοινωνούσε, οσάκις επιθυμούσε, για να πληροφορηθεί κατά πόσο τα μηχανήματα έφθασαν στην Κύπρο και το πρόσωπο που κάθε φορά που του τηλεφωνούσε την διαβεβαίωνε ότι τα μηχανήματα θα φθάσουν έγκαιρα και μάλιστα, την τελευταία φορά που επικοινώνησε μαζί του, της ανέφερε ότι τα μηχανήματα είχαν φθάσει στην Κύπρο. Αποκλειστική βάση της αγωγής που ήγειρε εναντίον των δύο εφεσειόντων η παραπονουμένη συνιστά η παράβαση συμφωνίας και ουδαμού στην έκθεση απαίτησης γίνεται αναφορά σε απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις ή δόλο. Καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της απόφασης της παραπονουμένης να συμβληθεί με τους εφεσείοντες δεν διαδραμάτισαν τα όσα οι λεπτομέρειες αδικήματος αποδίδουν στους τελευταίους ως ψευδείς παραστάσεις, αλλά η επίδειξη από πλευράς του Τζιρτζιπή και του εφεσείοντα στο στάδιο των διαβουλεύσεων, μηχανήματος παρόμοιου με αυτό που επιθυμούσε η παραπονουμένη να αγοράσει. Αυτά είναι μερικά από τα όσα προκύπτουν από τη μαρτυρία, τα οποία κάθε άλλο παρά οδηγούν στο συμπέρασμα ότι τα συστατικά στοιχεία του συγκεκριμένου αδικήματος έχουν αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

Υπάρχει όμως ακόμα μια παράμετρος σχετική με το θέμα που εξετάζουμε, την οποία φέρνει στο προσκήνιο ο λόγος έφεσης 2. Τον παραθέτουμε:

[*425]“Αντινομικά το Πρωτόδικο Δικαστήριο αντί να εξετάσει αν κατά τον ουσιώδη χρόνο αποδείχθηκαν από την Κατηγορούσα Αρχή τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, εναπόθεσε στην κατηγορούμενη το βάρος να αποδείξει την αθωότητα της.”

Έχουμε παραθέσει αυτούσιες πιο πάνω τις κύριες πτυχές του σκεπτικού με βάση το οποίο το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε σε συμπέρασμα ενοχής των δύο εφεσειόντων. Εκείνο που αβίαστα προκύπτει από το εν λόγω σκεπτικό είναι πως το πρωτόδικο δικαστήριο, στην πορεία του προς τη συγκεκριμένη κατάληξη του, εσφαλμένα εναπόθεσε στους εφεσείοντες το βάρος απόδειξης ότι οι παραστάσεις που οι λεπτομέρειες αδικήματος τους καταλογίζουν δεν ήταν ψευδείς και συνεπώς οι προθέσεις τους δεν μολύνοντο με το στοιχείο της δολιότητας. Θεωρούμε περιττό να επισημάνουμε πως από μόνη της η συγκεκριμένη παράμετρος της υπόθεσης είναι αρκετή για να οδηγήσει σε ακύρωση της καταδίκης.

Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω, η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση με βάση την οποία οι δύο εφεσείοντες κρίθηκαν ένοχοι για το αδίκημα, αντικείμενο του κατηγορητηρίου, παραμερίζεται. Οι εφεσείοντες αθωώνονται και απαλλάττονται. Συνακόλουθα, η ποινή φυλάκισης που έχει επιβληθεί στους δύο εφεσείοντες, παραμερίζεται. Ως εκ τούτου, ο πέμπτος και τελευταίος λόγος έφεσης, που στόχευε στην ανατροπή της ποινής ως υπερβολικής, παρέμεινε άνευ αντικειμένου.

Τέλος, θέλουμε να επαινέσουμε την ευπαίδευτη συνήγορο που χειρίστηκε την έφεση εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τον υπεύθυνο τρόπο με τον οποίο, ενόψει των δεδομένων που προκύπτουν από τη μαρτυρία, προσήγγισε τις εισηγήσεις του συναδέλφου της, συνηγόρου των εφεσειόντων.

Οι εφέσεις επιτρέπονται. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο