(2012) 2 ΑΑΔ 671

[*671]23 Οκτωβρίου, 2012

[XATZHXAMΠΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΝΑΓΗ, Δ/στές]

ΒΙΚΤΩΡΑΣ ΤΙΜΟΘΕΟΥ,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 24/2012)

 

Ποινικός Κώδικας ― Πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 ― Επικύρωση καταδίκης και ποινής φυλάκισης δεκαοκτώ μηνών ― Οδηγός που εκρίθη ένοχος και για οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλης ― Απουσία παραδοχής που θα μπορούσε να είχε μειώσει αισθητά την ποινή.

Ποινή ― Αποτελεί πρωταρχική ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου ―  Το Εφετείο δεν υποκαθιστά την υποκειμενική κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με την επάρκεια της ποινής, εκτός αν πεισθεί ότι η επιβληθείσα ποινή είναι έκδηλα υπερβολική ή έκδηλα ανεπαρκής.

Τροχαία αδικήματα ― Οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλης ― Κατά πόσο οδηγός που είναι αρνητικά επηρεασμένος από οινόπνευμα αποτελεί στοιχείο με αποδειχτική αξία σε κατηγορία για επικίνδυνη οδήγηση.

Τροχαία αδικήματα ― Οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλης ― Άρθρο 5 του Νόμου, Ν. 174/86 ― Τα αποτελέσματα της τελικής εξέτασης που προκύπτουν από τα δύο δείγματα εκπνοής, με τη χρήση συσκευής τελικής εξέτασης ― Η προκαταρκτική εξέταση δεν μπορεί να αποτελεί επίδικο θέμα σε κατηγορία δυνάμει του Άρθρου 5 του Νόμου 174/86, εφόσον αυτή καθ’ εαυτή η εξέταση δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο του αδικήματος ― Μπορεί όμως να καταστεί επίδικο θέμα είτε από την υπεράσπιση, είτε από την Κατηγορούσα Αρχή, αν κριθεί ότι θα βοηθήσει στην ορθή απονομή δικαιοσύνης.

Τροχαία ατυχήματα ― Τα γεγονότα σε περιπτώσεις δυστυχήματος εξελίσσονται σε ελάχιστο χρόνο, ενώ τα οχήματα βρίσκονται σε κίνηση [*672]και δεν είναι αναμενόμενο και λογικό να μπορεί κάποιος να υπολογίζει με ακρίβεια τις αποστάσεις ή το χρόνο.

Απόδειξη ― Τροχαία ατυχήματα ― Η νομολογία αναγνωρίζει ότι στις περιπτώσεις τροχαίων δυστυχημάτων, είναι αναμενόμενο να εντοπίζονται μικροαντιφάσεις σε επουσιώδη σημεία, οι οποίες όμως, όχι μόνο δεν επηρεάζουν την ουσία της μαρτυρίας, αλλά φυσιολογικά αναμένεται να υπάρχουν.

Απόδειξη ― Omnia praesumuntur rite et solemniter esse acta ( Όλα έγιναν σωστά και νομότυπα) ― Πότε τυγχάνει εφαρμογής, η αρχή.

Ο Εφεσείων πρωτοδίκως βρέθηκε ένοχος, ύστερα από ακρόαση, σε κατηγορία για πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης, κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και σε δεύτερη κατηγορία για οδήγηση μηχανοκινήτου οχήματος ενώ η αναλογία αλκοόλης στην εκπνοή του υπερέβαινε το καθορισθέν όριο, κατά παράβαση του Άρθρου 5, του περί Οδικής Ασφάλειας Νόμου, Ν. 174/86.

Από πλευράς εφεσείοντα υποστηρίχθηκε πρωτοδίκως ότι δεν είχε αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας η ενοχή του και ότι το Δικαστήριο θα έπρεπε να τον αθωώσει. Το πρωτόδικο δικαστήριο, αποδέχθηκε τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής, έκρινε ένοχο τον Εφεσείοντα και στις δύο κατηγορίες και του επέβαλε στην πρώτη κατηγορία ποινή φυλάκισης 18 μηνών, 8 βαθμούς ποινής και περαιτέρω του στέρησε το δικαίωμα να οδηγεί για περίοδο 3 ετών. Στη δεύτερη κατηγορία, δεν επέβαλε οποιαδήποτε ποινή. Έκρινε δε, ότι δεν χωρούσε αναστολή της ποινής φυλάκισης.

Ο Εφεσείων εφεσίβαλε τόσο την καταδίκη του, όσο και την ποινή που του επιβλήθηκε.

Με την έφεση υποστηρίχθηκε μεταξύ άλλων ότι:

Πρώτος λόγος έφεσης:

α) Το πρωτόδικο δικαστήριο ερμήνευσε λανθασμένα το Νόμο αναφορικά με τη δεύτερη κατηγορία. Συγκεκριμένα δεν προέβη σε εύρημα ότι «η προκαταρκτική εξέταση» πληρούσε τις πρόνοιες του Νόμου και ότι η συσκευή που δόθηκε στον Εφεσείοντα να χρησιμοποιήσει για να δώσει δείγμα εκπνοής για σκοπούς προκαταρκτικού ελέγχου, ήταν συσκευή που πληρούσε ένα από τα πρότυπα τα οποία εγκρίθηκαν με υπουργικό διάταγμα, όπως προβλέπει ο Νόμος.

[*673]β)      Αποτελούσε κοινό έδαφος ότι ο Εφεσείων είχε τραυματιστεί κατά το δυστύχημα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε τη θέση του εφεσείοντα που τέθηκε πρωτοδίκως ότι δεν λήφθηκε η συγκατάθεση ιατρού, για τη λήψη δείγματος εκπνοής του Εφεσείοντος, ως απαιτείτο από το νόμο για την περίπτωση τραυματισθέντος, με αποτέλεσμα το πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει σε λανθασμένα συμπεράσματα.

Αποφασίστηκε ότι:

Η προκαταρκτική εξέταση έχει τη δική της σημασία και προς τούτο δόθηκε προφορική μαρτυρία. Όμως το γεγονός ότι δεν προσκομίστηκε μαρτυρία για τον καθορισμό προτύπου από τον Υπουργό και σχετική πιστοποίηση ότι η συγκεκριμένη συσκευή για την προκαταρκτική εξέταση ήταν σύμφωνη με τα πρότυπα, ουδόλως επηρέαζε στην παρούσα περίπτωση το αποτέλεσμα της τελικής εξέτασης.

Από τη στιγμή που τα αποτελέσματα της προκαταρκτικής εξέτασης δεν κατέστησαν επίδικο θέμα (fact in issue), τα παρεμφερή θέματα που ήγειρε ο δικηγόρος του Εφεσείοντος, καλύπτονταν από το τεκμήριο ότι όλα έγιναν σωστά και νομότυπα.

Στην προκειμένη περίπτωση όχι μόνο δεν τέθηκε από την υπεράσπιση κατά τη δίκη ένα τέτοιο θέμα, αλλά αντίθετα έγινε δεχτή χωρίς ένσταση και χωρίς αντεξέταση, η μαρτυρία, τόσο για τη διαδικασία, όσο και για το αποτέλεσμα της «προκαταρκτικής εξέτασης». 

β) Αναφορικά με την εισήγηση ότι θα έπρεπε να ληφθεί συγκατάθεση γιατρού για τη λήψη δείγματος εκπνοής από τον εφεσείοντα ο οποίος είχε τραυματιστεί, κάτι τέτοιο δεν χρειάζεται όταν το πρόσωπο που τραυματίστηκε έχει εξεταστεί από ιατρό και του δόθηκε εξιτήριο, χωρίς να τίθεται οποιοσδήποτε περιορισμός ως προς την κατάστασή του.

Στην προκειμένη περίπτωση, ο Εφεσείων, αν και προειδοποιήθηκε, έδωσε τη συγκατάθεσή του, χωρίς να εγείρει οποιοδήποτε πρόβλημα ως προς την κατάσταση της υγείας του, ώστε να επωφεληθεί των προνοιών του Άρθρου 8 του Νόμου 174/86.

Δεύτερος λόγος έφεσης:

Το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε υπόψη τα γεγονότα στη δεύτερη κατηγορία, τα οποία αποτέλεσαν την «κύρια αν όχι την αποκλειστική αιτία που οδήγησε το δικαστήριο να καταλήξει σε συμπεράσματα [*674]ενοχής στην πρώτη κατηγορία».

Αποφασίστηκε ότι:

Η καταδίκη στη συγκεκριμένη κατηγορία είχε κριθεί ορθή και ασφαλής και ως εκ τούτου, το μόνο που παρέμενε να εξεταστεί, ήταν το κατά πόσον το πρωτόδικο δικαστήριο μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα γεγονότα που σχετίζονται με την οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλης, για σκοπούς καταδίκης δυνάμει του Άρθρου 210, του Κεφ. 154.

Στην προκειμένη περίπτωση εκείνο που έπραξε το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν να λάβει υπόψη τόσο τον παράγοντα της οδήγησης υπό την επήρεια οινοπνεύματος, όσο και άλλους επιβαρυντικούς παράγοντες που είχαν σχέση με την οδήγηση του Εφεσείοντος και να τους συνυπολογίσει ώστε να καταλήξει σε συμπέρασμα αναφορικά με το επίπεδο οδήγησης του Εφεσείοντος, σε σχέση με την κατηγορία δυνάμει του Άρθρου 210, του Κεφ. 154.

Στην προκειμένη περίπτωση, η προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου, ήταν ορθή και σύμφωνη με τις νομολογιακές αρχές.

Τρίτος λόγος έφεσης:

Το πρωτόδικο δικαστήριο παρέλειψε να αξιολογήσει το σύνολο της μαρτυρίας και να προβεί σε διαπιστώσεις επί όλων των αμφισβητούμενων γεγονότων.

Αποφασίστηκε ότι:

Ως προς τον τρόπο που αξιολογήθηκε η μαρτυρία του μοναδικού μάρτυρα υπεράσπισης, δεν εντοπίστηκαν οποιαδήποτε κενά. Το πρωτόδικο δικαστήριο περιέγραψε με περισσή λεπτομέρεια τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα του Εφεσείοντος. Επεσήμανε τα κενά στη μαρτυρία του, τα οποία οδήγησαν το πρωτόδικο δικαστήριο να μην στηριχθεί στη μαρτυρία του. Ο λόγος έφεσης δεν ευσταθούσε. Το Εφετείο δεν επεμβαίνει στα ευρήματα αξιοπιστίας, εκτός αν διαπιστωθεί ότι το πρωτόδικο δικαστήριο παρέλειψε να προβεί σε συγκεκριμένο εύρημα ή προέβη σε εύρημα που δεν είναι εύλογα επιτρεπτό.

Λόγοι έφεσης 4, 5, 9 και 10:

Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού απέκλεισε το σχέδιο επί κλίμακας που ετοίμασε ο μάρτυρας εξεταστής της υπόθεσης, θα έπρεπε να απορρίψει ολόκληρη τη μαρτυρία του ως αναξιόπιστη, αφού ο μάρ[*675]τυρας αποπειράθηκε επίσης να παραπλανήσει το δικαστήριο ως προς τα αρνητικά των φωτογραφιών της σκηνής του δυστυχήματος.

Αποφασίστηκε ότι:

Η ευχέρεια του πρωτόδικου δικαστηρίου να αποδεχθεί μέρος της μαρτυρίας ενός μάρτυρα και να απορρίψει άλλο, είναι δεδομένη. Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού πρώτα έκρινε το μάρτυρα αξιόπιστο, επέλεξε να μην αποδεχθεί δύο πτυχές της μαρτυρίας του, που αφορούσαν στο σχέδιο επί κλίμακας και στα αρνητικά των φωτογραφιών.  Η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς τα δύο στοιχεία μαρτυρίας, ήταν εύλογη.

Το δικαστήριο σημειώνει ότι η απόφαση του μάρτυρα να φωτογραφίσει τις φωτογραφίες και να παρουσιάσει τα αρνητικά στο δικαστήριο (αντί των πρωτοτύπων, τα οποία δεν μπορούσε να εντοπίσει), ήταν λανθασμένη, αλλά δεν θεώρησε ότι αυτό ήταν ικανό να κλονίσει το σύνολο της μαρτυρίας του.

Στην απόφαση του το πρωτόδικο δικαστήριο προσμέτρησε ιδιαίτερα το γεγονός ότι οι φωτογραφίες δεν αμφισβητήθηκαν ως προς το περιεχόμενο τους και ούτε υπήρχε ισχυρισμός περί αλλοίωσης τους.

Όμως και αν ακόμη το δικαστήριο απέρριπτε τη μαρτυρία του εξεταστή, παρέμενε άλλη μαρτυρία των Μ.Κ.2 η οποία κρίθηκε αξιόπιστη και από μόνη της ήταν άκρως ενοχοποιητική για τον Εφεσείοντα.

Λόγος έφεσης 11 – Η επιβληθείσα ποινή ήταν υπερβολική, ενώ η απόφαση του δικαστηρίου να μην την αναστείλει, ήταν εσφαλμένη.

Αποφασίστηκε ότι:

Από τη στιγμή που στην προκειμένη περίπτωση ο Εφεσείων ισχυριζόταν ότι η ποινή ήταν απλώς υπερβολική και όχι έκδηλα υπερβολική, η συζήτηση θα μπορούσε να τελειώσει εκεί. Παρά ταύτα, εξετάστηκε το ύψος της και δεν  ήταν έκδηλα υπερβολική.

Στην προκειμένη περίπτωση, ο Εφεσείων επέμεινε μέχρι το τέλος στη δική του εκδοχή, χωρίς να δείξει την παραμικρή μεταμέλεια. Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν υπήρχαν περιθώρια για αναστολή της ποινής.  Η οδική συμπεριφορά του Εφεσείοντος, σε συνδυασμό με την οδήγηση υπό την επήρεια οινοπνεύματος, την υπερβολική, υπό τις περιστάσεις, ταχύτητά του, καθώς και τα τραγικά αποτελέσματα των πράξεών του, δεν άφηναν περιθώρια επέμβασης.

[*676]Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Re Aeroporos a.ο. (1988) 1 C.L.R. 302,

Castle v. Cross [1985] 1 All ER 87,

Tingle Jacobs & Co v. Kennedy [1964] 1 All ER 888,

Σάββα ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 115, 125,

R. v. McBride [1961] 3 All ER 6,

R. v. Woodward [1995] 3 All ER 79,

Αβραάμ ν. Αστυνομίας, (2012) 2 Α.Α.Δ. 220,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Χαραλαμπίδη (2009) 2 Α.Α.Δ. 537.

Έφεση εναντίον καταδίκης και ποινής.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Παπαπέτρου-Φούρναρη, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 8605/09), ημερομηνίας 8/12/2011.

Χ. Ιωάννου και Ο. Ιορδάνους, για τον Εφεσείοντα.

Μ. Κουτσόφτας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων πρωτοδίκως βρέθηκε ένοχος, μετά από ακρόαση, σε δύο κατηγορίες:- Στην πρώτη για πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης, κατά παράβαση του Αρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και στη δεύτερη για οδήγηση μηχανοκινήτου οχήματος καθ’ όν χρόνο η αναλογία αλκοόλης στην εκπνοή του υπερέβαινε το καθορισθέν όριο, κατά παράβαση του Αρθρου 5, του περί Οδικής Ασφάλειας Νόμου, Ν. 174/86.

[*677]Σύμφωνα με τα παραδεχτά γεγονότα και τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, ο Εφεσείων την 1.1.2009 και περί ώρα 6:10 το πρωί, οδηγούσε το αυτοκίνητό του με αρ. εγγραφής ΗΚΕ955 στον παραλιακό δρόμο Πέγειας-Πάφου, με κατεύθυνση την Πάφο.  Σε ένα σημείο του δρόμου όπου το όριο ταχύτητας είναι 50 χιλιόμετρα, το όχημα του Εφεσείοντος εισήλθε με υπερβολική ταχύτητα στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας, έχοντας αναμμένα τα «ψηλά» φώτα του οχήματός του. Στη συνέχεια το επανέφερε στη δική του λωρίδα. Μετά από πάροδο κάποιων δευτερολέπτων με την ίδια ταχύτητα, εισήλθε εκ νέου στην αντίθετη λωρίδα, με αποτέλεσμα να συγκρουστεί με το αυτοκίνητο με αρ. εγγραφής ΗΑΕ538 το οποίο οδηγούσε από την αντίθετη κατεύθυνση το θύμα Ηλίας Παναγιώτου, με συνοδηγό τον Σάββα Αλκιβιάδη (Μ.Κ.2), ο οποίος είδε πώς έγινε το δυστύχημα και στο πισινό κάθισμα τον Γιάννη Ιωαννίδη, ο οποίος κοιμόταν και δεν είδε τίποτε.  Το αυτοκίνητο του θύματος ακολουθείτο από τη φίλη του θύματος Μαρία Βραχνού, (Μ.Κ.3), η οποία επίσης περιέγραψε τον τρόπο που έγινε το δυστύχημα. Τόσο ο Μ.Κ.2, όσο και η Μ.Κ.3, έδειξαν ως σημείο σύγκρουσης, σημείο το οποίο βρισκόταν ελαφρώς μέσα στην πλευρά του  θύματος.  Επίσης, ο εξεταστής της υπόθεσης Λοχίας 1289, Π. Αναστάση (Μ.Κ.1), προσδιόρισε ως σημείο «μέγιστης εμπλοκής» των δύο οχημάτων, το σημείο «Χ», το οποίο σύμφωνα με τη μαρτυρία του, βρισκόταν 20 εκ. μέσα στην πλευρά του θύματος, ως εκ του ότι εκεί βρήκε χαραγή στην άσφαλτο και κομματάκια της μπροστινής δεξιάς ζάντας του αυτοκινήτου του θύματος.

Από τη σύγκρουση ο οδηγός του οχήματος ΗΑΕ538 τραυματίστηκε θανάσιμα. Από εξετάσεις που έγιναν διαπιστώθηκε ότι το επίπεδο αλκοόλης στο αίμα του θύματος ήταν 88mg/dl αντί 50mg/dl και στο οφθαλμικό υγρό 107mg/dl. Έλεγχος διενεργήθηκε και στον Εφεσείοντα. Η «προκαταρκτική εξέταση» αλκοόλης η οποία έγινε έξω από το νοσοκομείο Πάφου, μετά την απόλυσή του από το Τμήμα των Πρώτων Βοηθειών του Νοσοκομείου Πάφου, έδειξε περιεκτικότητα 55mg/dl. Στη συνέχεια λήφθηκαν δύο δείγματα εκπνοής για «τελική εξέταση», η οποία έδειξε χαμηλότερη ένδειξη, 61mg/dl.

Ο Εφεσείων μετά το δυστύχημα έδωσε κατάθεση στην Αστυνομία. Η εκδοχή του ήταν εκ διαμέτρου αντίθετη με αυτή των μαρτύρων Μ.Κ.2 και Μ.Κ.3.  Στην κατάθεσή του στην αστυνομία (Τεκμήριο 3), ισχυρίστηκε ότι τα δύο αυτοκίνητα όταν πλησίασαν στα δέκα μέτρα περίπου το ένα από το άλλο, είδε «ξαφνικά το αυτοκίνητο που ερχόταν από απέναντι .... να μπαίνει το μισό από αυτό μέσα στη δική (του) λωρίδα, δηλ. το μισό αυτοκίνητο πέρασε την άσπρη γραμμή στο κέντρο του δρόμου». Ο ίδιος χρησιμοποίησε τα [*678]φρένα του και έστριψε αριστερά, χωρίς όμως να μπορέσει αν αποφύγει τη σύγκρουση, λόγω της πολύ μικρής απόστασης που χώριζε τα δύο αυτοκίνητα.

Τα όσα ανάφερε στην κατάθεσή του, τα υιοθέτησε με ανώμοτη δήλωση στο Δικαστήριο. Όμως το Δικαστήριο σημειώνει ότι επειδή κάποιες πτυχές της δήλωσής του, αναφορικά με τις ενέργειες του για αποφυγή της σύγκρουσης, διαφοροποιούνται από την κατάθεση, η ανώμοτη δήλωσή του δεν είχε καμιά απολύτως αποδειχτική αξία.

Ο Εφεσείων κάλεσε και έναν πραγματογνώμονα σε αναπαραστάσεις δυστυχημάτων. Πρόκειται για τον Γ. Τζιηρκαλλή (Μ.Υ.1) ο οποίος υποστήριξε ότι το ορθό σημείο σύγκρουσης δεν ήταν το σημείο Χ, που υπέδειξε ο εξεταστής της υπόθεσης και οι άλλοι μάρτυρες κατηγορίας, αλλά το σημείο Χ2 το οποίο βρισκόταν στην πλευρά του Εφεσείοντος. Ήταν η κατάληξή του ότι ήταν το θύμα που εισήλθε στην πλευρά του Εφεσείοντος και όχι αντιστρόφως. Το πρωτόδικο δικαστήριο για τους λόγους που εξηγεί στην απόφασή του, απέρριψε ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία του Μ.Υ.1.

Ο δικηγόρος του Εφεσείοντος πρωτοδίκως υποστήριξε ότι δεν είχε αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας η ενοχή του πελάτη του και ότι το Δικαστήριο θα έπρεπε να τον αθωώσει. Επειδή, όπως ανέφερε, η σύγκρουση έγινε πλησίον του κέντρου του δρόμου, εισηγήθηκε διαζευκτικά ότι το Δικαστήριο αν είχε αμφιβολία ως προς το ακριβές σημείο σύγκρουσης, θα έπρεπε να τροποποιήσει το κατηγορητήριο και να προσθέσει νέα κατηγορία για αμελή οδήγηση δυνάμει του Αρθρου 8 του Ν. 86/72.

Το πρωτόδικο δικαστήριο, δεχόμενο τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής, έκρινε ένοχο τον Εφεσείοντα και στις δύο κατηγορίες και του επέβαλε στην πρώτη κατηγορία ποινή φυλάκισης 18 μηνών, 8 βαθμούς ποινής και περαιτέρω του στέρησε το δικαίωμα να οδηγεί για περίοδο 3 ετών.  Στη δεύτερη κατηγορία, δεν του επέβαλε οποιαδήποτε ποινή, θεωρώντας ότι η ποινή στην πρώτη κατηγορία ήταν επαρκής. Τέλος, αρνήθηκε να αναστείλει την ποινή φυλάκισης.

Ο Εφεσείων εφεσιβάλλει τόσο την καταδίκη του, όσο και την ποινή που του επιβλήθηκε.

Η καταδίκη στη δεύτερη κατηγορία (αλκοόλη) – Λόγος έφεσης 1.

Ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης, ο οποίος αποτελείται από δύο [*679]σκέλη, στρέφεται κατά της καταδίκης του Εφεσείοντος στη δεύτερη κατηγορία. Ήταν η θέση του ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ερμήνευσε λανθασμένα το Νόμο. Για να γίνουν κατανοητές οι θέσεις του Εφεσείοντος, θα παραθέσουμε το γενικό νομικό πλαίσιο στο οποίο στηρίζεται η δεύτερη κατηγορία. Το αδίκημα της οδήγησης καθ’ ον χρόνο η αναλογία αλκοόλης στην εκπνοή υπερβαίνει το καθορισθέν όριο, δημιουργείται από το Αρθρο 5 του Νόμου 174/86.

Το Αρθρο 5Α του Νόμου 174/1986 προβλέπει ότι:-

«5Α.- (1) Ο Υπουργός, με διάταγμα του που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, καθορίζει τα πρότυπα τα οποία πρέπει να πληρούν οι συσκευές προκαταρκτικής και τελικής εξέτασης.

(2) Ο Υπουργός δύναται να εκδίδει διατάγματα με τα οποία προστίθενται, ακυρώνονται ή τροποποιούνται πρότυπα για τις συσκευές ανίχνευσης ή προσδιορισμού αλκοόλης στην εκπνοή.

(3) Η πιστοποίηση ότι οι συσκευές προκαταρκτικής και τελικής εξέτασης πληρούν τα πρότυπα τα οποία έχουν καθοριστεί από τον Υπουργό, γίνεται από την αρμόδια αρχή πιστοποίησης.

(4) Η χρήση κάθε συσκευής προκαταρκτικής και τελικής εξέτασης γίνεται μόνο αν έχει εκδοθεί γι’ αυτήν πιστοποίηση από την αρμόδια αρχή πιστοποίησης.»

Σύμφωνα με το Αρθρο 2(1) του Νόμου 176/86, «Αρμόδια αρχή πιστοποίησης σημαίνει το Διευθυντή του Τμήματος Ηλεκτρομηχανο- λογικών Υπηρεσιών ή εκπρόσωπό του».

Το Αρθρο 6 του ιδίου Νόμου, δίδει εξουσία σε αστυνομικό, ο οποίος, μεταξύ άλλων, έχει εύλογη υποψία ότι πρόσωπο οδηγεί υπό την επήρεια αλκοόλης ή έχει διαπράξει τροχαίο αδίκημα, να ζητήσει από το συγκεκριμένο πρόσωπο όπως «παράσχει δείγμα εκπνοής διά προκαταρκτικήν εξέτασιν».

Εάν ο αστυνομικός κρίνει ότι ως αποτέλεσμα της προκαταρκτικής εξέτασης θα πρέπει να προχωρήσει στη διερεύνηση διάπραξης αδικήματος, δύναται, δυνάμει του Αρθρου 7 του ιδίου Νόμου, να ζητήσει από το πρόσωπο όπως «παράσχει δύο δείγματα εκπνοής διά τελικήν εξέτασιν, μετά παρέλευσιν δέκα τουλάχιστον λεπτών» από τη στιγμή που είχε παρασχεθεί το δείγμα για την προκαταρκτική εξέταση.

[*680]Ο Νόμος 174/86 προβλέπει επίσης και για τον τρόπο που μπορεί να αποδειχθεί σε δικαστήριο η ποσότητα αλκοόλης που περιέχεται στην εκπνοή ή στο αίμα προσώπου που κατηγορείται με το αντίστοιχο αδίκημα. Το Αρθρο 10(1) προβλέπει ότι η ποσότητα αλκοόλης η οποία περιέχεται στο δείγμα που δόθηκε δυνάμει του Νόμου, θα θεωρείται για σκοπούς του Νόμου ότι η ποσότητα κατά το χρόνο οδήγησης, δεν ήταν μικρότερη της ποσότητας που περιείχε το δείγμα που δόθηκε από το κατηγορούμενο πρόσωπο. Περαιτέρω το Αρθρο 10(3)(α) του ιδίου Νόμου, προβλέπει ότι «το έντυπο αποτέλεσμα» που παράγεται αυτόματα από τη συσκευή με την οποία διενεργείται η τελική εξέταση δείγματος εκπνοής, συνοδευόμενο από «πιστοποίηση» επί του εντύπου από τον αστυνομικό, ότι το έντυπο είναι σχετικό προς το δείγμα εκπνοής που δόθηκε κατά τον επίδικο χρόνο από το κατηγορούμενο πρόσωπο. Το πιο πάνω έντυπο αποτέλεσμα και πιστοποίηση μπορούν, δυνάμει του Αρθρου 10(4), να γίνουν αποδεχτά από το Δικαστήριο, χωρίς να παρίσταται ανάγκη να παρουσιαστεί ο ίδιος ο αστυνομικός που τα εξέδωσε. Όμως το Δικαστήριο έχει εξουσία να αρνηθεί την κατάθεση του σχετικού εντύπου, σε περίπτωση που το κατηγορούμενο πρόσωπο, τουλάχιστον τρεις μέρες πριν την ημερομηνία εκδίκασης της υπόθεσης, επιδώσει στην Κατηγορούσα Αρχή ειδοποίηση, με την οποία να ζητείται η προσωπική παρουσία στο Δικαστήριο του Αστυνομικού που υπέγραψε το πιστοποιητικό ή άλλο έντυπο.

Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού ανέλυσε τις πρόνοιες του Νόμου, κατέληξε στα πιο κάτω ευρήματα:-

«(α) Ότι η συσκευή τελικής εξέτασης για ανίχνευση της ποσότητας ή του ποσοστού αλκοόλης στην εκπνοή, μοντέλο Lion Intoxilyzer 8000, με αύξοντα αριθμό 80-001945 κατά τον επίδικο χρόνο συνείδε με τα πρότυπα που αναφέρονται στο Διάταγμα που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, παράρτημα 3ο Κ.Δ.Π. 305/2006.

(β) Ότι για την εν λόγω συσκευή εκδόθηκε η υπό της Αρμοδίας Αρχής Πιστοποίηση.

(γ) Ότι η εν λόγω συσκευή κατά τον επίδικο χρόνο λειτουργούσε χωρίς κανένα πρόβλημα.

(δ) Ότι για το αποτέλεσμα της εν λόγω συσκευής εξεδόθη η υπό της Νομοθεσίας προβλεπόμενη γραπτή πιστοποίηση.

(ε) Ότι η εν λόγω συσκευή δυνάμει του εντύπου αποτελέσματος [*681]πραγματοποίησε ελέγχους δύο δειγμάτων εκπνοής στον Κατηγορουμένου κατά τον επίδικο χρόνο, δέκα τουλάχιστον λεπτά μετά την διενέργεια του προκαταρκτικού ελέγχου ο οποίος έγινε την 1.1.2009 εκ των οποίων η χαμηλότερη ένδειξη ήταν 61 mg σε 100 χιλιοστά του λίτρου εκπνοής του Κατηγορουμένου.

(στ) Ότι ο Κατηγορούμενος οδηγούσε όχημα – αυτοκίνητο που εμπίπτει στην έννοια που αποδίδει ο Νόμος 174/1986 (Άρθρο 2), στην λέξη αυτή.

(η) Ότι το όχημα – αυτοκίνητο που οδηγούσε ο Κατηγορούμενος ήταν εγγεγραμμένο στον Έφορο Μηχανοκινήτων Οχημάτων, κινούμενο με δικό του κινητήρα.

(θ) Ότι το όχημα – αυτοκίνητο που οδηγούσε ο Κατηγορούμενος με αριθμούς εγγραφής ΗΚΕ955 κατά τον επίδικο χρόνο οδηγείτο σε οδό ήτοι στον δρόμο Πάφου-Πέγειας στην Πάφο.

(ι) Ότι ο Κατηγορούμενος κατά τον επίδικο χρόνο οδηγούσε το όχημα – αυτοκίνητο ΗΚΕ955 με αναλογία αλκοόλης στην εκπνοή του που κατά τον επίδικο χρόνο υπερέβαινε το καθορισθέν όριο.

Από τα ευρήματα του Δικαστηρίου ως αυτά παρατίθενται πιο πάνω σε συνάρτηση με την Νομική πτυχή που επίσης αναλύεται πιο πάνω και την υπαγωγή των ευρημάτων μου σε αυτήν προκύπτει ότι ο Κατηγορούμενος την 1.1.2009 και περί ώρα 06:10 οδηγούσε το όχημα – αυτοκίνητο με αριθμό εγγραφής ΗΚΕ955 στον παραλιακό δρόμο Πέγειας-Πάφου με κατεύθυνση την Πάφο με αναλογία αλκοόλης στην εκπνοή του που δεν ήταν μικρότερη της ποσότητας ακλοόλης που έχει καθοριστεί από τον Περί Οδικής Ασφάλειας Νόμο, Ν. 174/1986, ήτοι ανήρχετο στα 61 εκατομμυριοστά του γραμμαρίου αλκοόλης σε 100 χιλιοστά του λίτρου εκπνοής αντί σε 22.»

Με το πρώτο σκέλος του λόγου έφεσης, ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσείοντα, εισηγήθηκε ότι το Δικαστήριο δεν προέβη σε εύρημα ότι «η προκαταρκτική εξέταση» πληρούσε τις πρόνοιες του Νόμου και συγκεκριμένα ότι η συσκευή που δόθηκε στον Εφεσείοντα να χρησιμοποιήσει για να δώσει δείγμα εκπνοής για σκοπούς προκαταρκτικού ελέγχου, ήταν συσκευή που πληρούσε ένα από τα πρότυπα τα οποία εγκρίθηκαν με υπουργικό διάταγμα, όπως προβλέπει ο Νόμος.

[*682]Από την άλλη, ο δημόσιος κατήγορος που εμφανίστηκε για την Εφεσίβλητη, εισηγήθηκε ότι δυνάμει του Άρθρου 10(3), εκείνο που απαιτείται για απόδειξη της ποσότητας αλκοόλης που περιέχεται στο δείγμα, είναι «το έντυπο αποτέλεσμα διενέργειας τελικής εξέτασης» και όχι το αποτέλεσμα της προκαταρκτικής εξέτασης.  Ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος συνήγορος παρέπεμψαν το Δικαστήριο σε οποιαδήποτε νομική αυθεντία, ώστε να το βοηθήσουν στην ερμηνεία των σχετικών προνοιών του Νόμου.

Σύμφωνα με το Αρθρο 10 του Ν. 174/86, για να χρησιμοποιηθεί συσκευή για προκαταρκτικό ή τελικό έλεγχο, θα πρέπει:- (α) να εμπίπτει μέσα στα πρότυπα συσκευών που καθορίζει ο Υπουργός Συγκοινωνιών και Έργων και (β) να φέρει πιστοποίηση από την αρμόδια αρχή που είναι το Τμήμα Ηλεκτρομηχανολογικών Υπηρεσιών, ότι πληροί τα πρότυπα που καθορίστηκαν από τον Υπουργό.

Στην προκειμένη περίπτωση, την προκαταρκτική εξέταση διενήργησε ο Αστυφ. 2849, Γ. Κώστα (Μ.Κ.4). Όπως ανέφερε, εντόπισε τον Εφεσείοντα έξω από το Νοσοκομείο, μετά που απολύθηκε από το Τμήμα Πρώτων Βοηθειών.  Διαπίστωσε ότι η εκπνοή του μύριζε έντονα οινόπνευμα και αφού του ανάφερε τα δικαιώματά του και ο Εφεσείων συγκατατέθηκε, τον υπέβαλε σε προκαταρκτικό έλεγχο αλκοόλης. Ο προκαταρκτικός έλεγχος έδειξε ένδειξη 55mg. Από δικό του λάθος, ο μάρτυρας δεν σημείωσε την ένδειξη στο σχετικό έντυπο ελέγχου (Τεκμήριο 24), αλλά το ανέφερε στον Μ.Κ.9, ο οποίος στη συνέχεια παρέλαβε τον Εφεσείοντα, με σκοπό να διενεργήσει την τελική εξέταση αλκοόλης. Ο Μ.Κ.9 επιβεβαίωσε ότι ο Μ.Κ.4 του ανέφερε την ένδειξη των 55mg. Ο Αστυφ. 2329, Μ.Κ.10, επιβεβαίωσε ότι οι προκαταρκτικές εξετάσεις που διενεργούνται από την Αστυνομία Κύπρου για ανίχνευση αλκοόλης στην εκπνοή προσώπου, κατασκευάζονται από τη γερμανική εταιρεία Drager, ενώ οι τελικές εξετάσεις διενεργούνται με συσκευές που κατασκευάζονται από την αγγλική εταιρεία Lion και ονομάζονται “Lion Intoxilyzer” και υπάρχουν δύο μοντέλα, το μοντέλο 6000 και το μοντέλο 8000. Όπως εξήγησε, όλες οι συσκευές ελέγχονται μηνιαίως για την ακρίβειά τους.

Κατά την κρίση μας, το αποδειχτικό υλικό που προσμετρά για απόδειξη κατηγορίας δυνάμει του Άρθρου 5 του Νόμου, είναι τα αποτελέσματα της τελικής εξέτασης που προκύπτουν από τα δύο δείγματα εκπνοής, με τη χρήση συσκευής τελικής εξέτασης. Το αποτέλεσμα της προκαταρκτικής εξέτασης, είναι βοηθητικό για να επιβεβαιώσει ο αστυνομικός την εύλογη υποψία του, προτού προχωρήσει σε διερεύνηση, με τελική εξέταση, κατά πόσο το πρόσωπο [*683]έχει διαπράξει αδίκημα, δυνάμει του Άρθρου 5. Η προκαταρκτική εξέταση δεν μπορεί να αποτελεί επίδικο θέμα σε κατηγορία δυνάμει του Άρθρου 5 του Νόμου 174/86, εφόσον αυτή καθ’ εαυτή η εξέταση δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο του αδικήματος. Μπορεί όμως να καταστεί επίδικο θέμα είτε από την υπεράσπιση, είτε από την Κατηγορούσα Αρχή, αν κριθεί ότι θα βοηθήσει στην ορθή απονομή δικαιοσύνης. Στην προκειμένη περίπτωση, η υπεράσπιση θα μπορούσε για δικούς της λόγους, να καταστήσει το αποτέλεσμα των προκαταρκτικών εξετάσεων επίδικο θέμα, θέτοντας στον Μ.Κ.4, ο οποίος διενήργησε τη δειγματοληψία, ότι δεν τηρούνταν οι πρόνοιες του Άρθρου 5Α του Νόμου, δηλαδή ότι η συσκευή που χρησιμοποίησε για την προκαταρκτική εξέταση δεν ήταν σύμφωνη με τα πρότυπα που καθόρισε ο αρμόδιος Υπουργός με σχετικό διάταγμα και ότι δεν υπήρχε σχετική πιστοποίηση ότι η συσκευή πληρούσε τα πρότυπα. Κάτι τέτοιο όμως δεν υποβλήθηκε, ούτε στον Μ.Κ.4, ούτε στον Μ.Κ.10 που κατάθεσε για τις συσκευές που χρησιμοποιούνταν από την Αστυνομία για τους ελέγχους που γίνονταν μηνιαίως για να διαπιστωθεί η ακρίβεια των συσκευών.  Βέβαια, στην προκειμένη περίπτωση η αποδειχτική αξία των αποτελεσμάτων της προκαταρκτικής εξέτασης σε σχέση με το επίδικο θέμα των αποτελεσμάτων της τελικής εξέτασης, είναι αμφίβολη, αφού δεν συνδέθηκε με τα επίδικα θέματα. Με τα πιο πάνω, δεν εννοούμε ότι η προκαταρκτική εξέταση είναι πάντοτε άνευ σημασίας. Έχει τη δική της σημασία και προς τούτο δόθηκε προφορική μαρτυρία. Όμως το γεγονός ότι δεν προσκομίστηκε μαρτυρία για τον καθορισμό προτύπου από τον Υπουργό και σχετική πιστοποίηση ότι η συγκεκριμένη συσκευή για την προκαταρκτική εξέταση ήταν σύμφωνη με τα πρότυπα, ουδόλως επηρεάζει στην παρούσα περίπτωση το αποτέλεσμα της τελικής εξέτασης. Από τη στιγμή που τα αποτελέσματα της προκαταρκτικής εξέτασης δεν κατέστησαν επίδικο θέμα (fact in issue), τα παρεμφερή θέματα που ήγειρε ο δικηγόρος του Εφεσείοντος (σε σχέση με το διάταγμα και τα πιστοποιητικά), κατά την κρίση μας καλύπτονται από το τεκμήριο ότι όλα έγιναν σωστά και νομότυπα («omnia praesumuntur rite et solemniter esse acta») (σχετικές είναι οι υποθέσεις Re Aeroporos and others (1988) 1 C.L.R. 302, Castle v. Cross [1985] 1 All E.R. 87 και Tingle Jacobs & Co v. Kennedy [1964] 1 All E.R. 888). Στην προκειμένη περίπτωση όχι μόνο δεν τέθηκε από την υπεράσπιση κατά τη δίκη ένα τέτοιο θέμα, αλλά αντίθετα έγινε δεχτή χωρίς ένσταση και χωρίς αντεξέταση, η μαρτυρία, τόσο για τη διαδικασία, όσο και για το αποτέλεσμα της «προκαταρκτικής εξέτασης». Νοείται ότι όσα έχουμε εκφράσει, περιορίζονται στο θέμα της προκαταρκτικής εξέτασης και όχι στην τελική εξέταση ως προς την οποία δεν χρειάζεται να αποφανθούμε.

[*684]Το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου έφεσης, αφορά στο Αρθρο 7(1) του Νόμου 174/86 και την απαίτηση του Νόμου ότι:- «εάν πρόσωπο παρά του οποίου ζητείται η παραχώρηση δείγματος εκπνοής διά τελική εξέταση έχει υποστεί οιονδήποτε τραυματισμό, η τοιαύτη παραχώρηση δείγματος εκπνοής δύναται να πραγματοποιηθεί μόνον με τη συγκατάθεση ιατρού».

Ο δικηγόρος του Εφεσείοντος εισηγείται ότι αποτελεί κοινό έδαφος ότι ο Εφεσείων είχε τραυματιστεί κατά το δυστύχημα.  Σύμφωνα με το Τεκμήριο 28, έφερε τραυματισμούς στο πρόσωπο.  Επειδή δεν λήφθηκε η συγκατάθεση ιατρού, ο δικηγόρος του Εφεσείοντος ήγειρε το θέμα στην αγόρευσή του, ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση. Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν εξέτασε το θέμα σ’ εκείνο το στάδιο, αναφέροντας ότι θα το εξέταζε στην τελική απόφασή του. Όμως, ανέφερε ο κ. Ιωάννου, στη συνέχεια δεν εξέτασε καθόλου την έλλειψη συγκατάθεσης από ιατρό, με αποτέλεσμα να καταλήξει σε λανθασμένα συμπεράσματα.

Όπου υπάρχει τραυματισμός του οδηγού, ο Νόμος προβλέπει:- (α) για τις περιπτώσεις που το πρόσωπο ακόμα δεν έχει εξεταστεί από ιατρό (επιφύλαξη Αρθρου 7) και (β) για τις περιπτώσεις που έχει εξεταστεί και βρίσκεται ακόμη στο νοσοκομείο (Αρθρο 9). Τόσο στην πρώτη, όσο και στη δεύτερη περίπτωση, προτού ληφθεί δείγμα εκπνοής για τελική εξέταση, απαιτείται η συγκατάθεση ιατρού. Όμως, κάτι τέτοιο δεν χρειάζεται όταν το πρόσωπο που τραυματίστηκε έχει εξεταστεί από ιατρό και του δόθηκε εξιτήριο, χωρίς να τίθεται οποιοσδήποτε περιορισμός ως προς την κατάστασή του.

Εν πάση περιπτώσει, οι πρόνοιες της επιφύλαξης του Αρθρου 7 και του Αρθρου 9, αποσκοπούν στη διαφύλαξη του ασθενούς.  Δίδει το δικαίωμα στον ιατρό του, αλλά και στον ίδιο τον τραυματισθέντα, να αρνηθεί να δώσει τη συγκατάθεσή του. Στην προκειμένη περίπτωση, ο Εφεσείων, αν και προειδοποιήθηκε, έδωσε τη συγκατάθεσή του, χωρίς να εγείρει οποιοδήποτε πρόβλημα ως προς την κατάσταση της υγείας του, ώστε να επωφεληθεί των προνοιών του Αρθρου 8 του Νόμου 174/86.

Ενόψει των πιο πάνω, ο πρώτος λόγος έφεσης, δεν ευσταθεί.  Το Δικαστήριο όχι μόνο δεν υπέπεσε σε οποιοδήποτε σφάλμα, αλλά θα λέγαμε ότι εξέτασε ενδελεχώς όλες τις σχετικές πρόνοιες του Νόμου, τη μαρτυρία που είχε ενώπιον του και κατέληξε στα ορθά συμπεράσματα σε σχέση με την καταδίκη του Εφεσείοντος στη 2η κατηγορία.

[*685]Καταδίκη στην πρώτη κατηγορία (πρόκληση θανάτου) – Λόγος έφεσης 2.

Ο Εφεσείων παραπονείται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη τα γεγονότα στη δεύτερη κατηγορία, τα οποία αποτέλεσαν την «κύρια αν όχι την αποκλειστική αιτία που οδήγησε το δικαστήριο να καταλήξει σε συμπεράσματα ενοχής στην πρώτη κατηγορία». Βέβαια, ο δικηγόρος του Εφεσείοντος στηρίζει την εισήγησή του στην υπόθεση ότι θα ευσταθούσε ο πρώτος λόγος έφεσης και θα ακυρωνόταν η καταδίκη στη 2η κατηγορία. Όμως, η καταδίκη στη συγκεκριμένη κατηγορία έχει κριθεί ορθή και ασφαλής και ως εκ τούτου, το μόνο που παραμένει να εξεταστεί, είναι κατά πόσον το πρωτόδικο δικαστήριο μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα γεγονότα που σχετίζονται με την οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλης, για σκοπούς καταδίκης δυνάμει του Αρθρου 210, του Κεφ. 154.

Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Το ζήτημα καλύπτεται από τα αποφασισθέντα στη Σάββα v. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 115, 125 στην οποία ο Κωνσταντινίδης, Δ. με αναφορά σε αγγλική νομολογία, έκρινε ότι «το κατά πόσο ο οδηγός είναι αρνητικά επηρεασμένος από οινόπνευμα αποτελεί στοιχείο με αποδειχτική αξία σε κατηγορία για επικίνδυνη οδήγηση». Στην προκειμένη περίπτωση εκείνο που έπραξε το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν να λάβει υπόψη τόσο τον παράγοντα της οδήγησης υπό την επήρεια οινοπνεύματος, όσο και άλλους επιβαρυντικούς παράγοντες που είχαν σχέση με την οδήγηση του Εφεσείοντος και να τους συνυπολογίσει ώστε να καταλήξει σε συμπέρασμα αναφορικά με το επίπεδο οδήγησης του Εφεσείοντος, σε σχέση με την κατηγορία δυνάμει του άρθρου 210, του Κεφ. 154 (βλ. επίσης R. v. McBride [1961] 3 All ER 6, η οποία εφαρμόστηκε μεταγενέστερα στην R. v. Woodward [1995] 3 All ER 79). Στην προκειμένη περίπτωση, η προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου, ήταν κατά την κρίση μας ορθή και σύμφωνη με τις νομολογιακές αρχές.

Κατά πόσο υπήρξε ελλιπής αξιολόγηση μαρτυρίας – Λόγος έφεσης 3.

Με τον τρίτο λόγο έφεσης, ο Εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο παρέλειψε να αξιολογήσει το σύνολο της μαρτυρίας και να προβεί σε διαπιστώσεις επί όλων των αμφισβητούμενων γεγονότων. Πιο συγκεκριμένα, ο δικηγόρος του Εφεσείοντος στο Διάγραμμα Αγόρευσής του, διατύπωσε το παράπονο του πελάτη του ως εξής:-

«Το πρωτόδικο δικαστήριο παρόλο ότι καταλήγει να αποδεχθεί [*686]τον Μ.Υ.1 ως εμπειρογνώμονα, αγνόησε να λάβει υπόψη του τεκμήρια που κατέθεσε και τα οποία αφορούσαν βιβλιογραφία και/ή άλλα στοιχεία που έμειναν αναντίλεκτα. Παρέλειψε να τα αξιολογήσει και να καταλήξει σε ευρήματα και/ή να τα λάβει υπόψη πριν καταλήξει σε ευρήματα αναφορικά με το σημείο σύγκρουσης, την θέση των οχημάτων κατά την σύγκρουση αλλά και τις διαστάσεις των οχημάτων. Περαιτέρω το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του τεκμήρια που κατέθεσαν Μάρτυρες κατηγορίας των οποίων την Μαρτυρία αποδέχθηκε, όπως για παράδειγμα τα manuals του κατασκευαστή της συσκευής τελικής εξέτασης αλκοόλης, στα οποία καταγράφεται ο τρόπος χρήσης και λειτουργίας της εν λόγω συσκευής. Η τελευταία αυτή παράλειψη του δικαστηρίου οδήγησε και στην αποδοχή θέσεων του Μ.Κ.10, που ήταν αντίθετες με τα εν λόγω τεκμήρια.»

Ως προς τον τρόπο που αξιολογήθηκε η μαρτυρία του μοναδικού μάρτυρα υπεράσπισης, Μ.Υ.1, δεν έχουμε εντοπίσει οποιαδήποτε κενά. Το πρωτόδικο δικαστήριο περιέγραψε με περισσή λεπτομέρεια τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα του Εφεσείοντος. Έχει επίσης επισημάνει τα κενά στη μαρτυρία του, τα οποία οδήγησαν το πρωτόδικο δικαστήριο να μην στηριχθεί στη μαρτυρία του. Ο λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Είναι γνωστές οι αρχές ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει στα ευρήματα αξιοπιστίας, εκτός αν διαπιστωθεί ότι το πρωτόδικο δικαστήριο παρέλειψε να προβεί σε συγκεκριμένο εύρημα ή προέβη σε εύρημα που δεν είναι εύλογα επιτρεπτό. Το δικαστήριο εξέτασε τόσο τη μαρτυρία του Μ.Υ.1, όσο και την υπόλοιπη μαρτυρία που είχε ενώπιον του και η προσέγγιση του ήταν καθόλα ορθή και σύμφωνη με τις αρχές της νομολογίας και δεν χωρεί επέμβαση του Εφετείου. Αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία του κάθε μάρτυρα, συνάρτησε κάθε πτυχή της μαρτυρίας που αποδέχθηκε, με τα επίδικα θέματα. Δεν είχε υποχρέωση το δικαστήριο να εξετάσει ξεχωριστά κάθε στοιχείο μαρτυρίας και κάθε διαζευκτική εκδοχή ή πιθανότητα. Ο δικηγόρος του Εφεσείοντος παραπονείται επίσης ότι το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τεκμήρια που κατάθεσαν μάρτυρες κατηγορίας, όπως για παράδειγμα τα manuals του κατασκευαστή της συσκευής τελικής εξέτασης, με αποτέλεσμα να γίνει πιστευτός ο Μ.Κ.10, ενώ η μαρτυρία του ήταν αντίθετη με τα εν λόγω τεκμήρια. Το δικαστήριο προέβη σε εύρημα ότι η συσκευή τελικής εξέτασης τηρούσε τις προδιαγραφές. Ενόψει τούτου, ο δικηγόρος του Εφεσείοντος όφειλε να συγκεκριμενοποιήσει το παράπονό του ως προς το Μ.Κ.10. Από τη στιγμή που ο δικηγόρος του Εφεσείοντος δεν εξειδίκευσε ποια πτυχή της μαρτυρίας του Μ.Κ.10 έρχεται σε σύγκρουση με συγκεκριμένες πρόνοιες των manuals, αδυνατούμε να προβούμε σε περαιτέρω εξέταση της εισήγησης.

[*687]Αξιολόγηση μαρτυρίας Μ.Κ.1, 2 και 3 – Λόγοι έφεσης 4, 5, 9 και 10.

Ως προς τη μαρτυρία του εξεταστή της υπόθεσης, Μ.Κ.1, το παράπονο του Εφεσείοντος είναι ότι το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού απέκλεισε το σχέδιο επί κλίμακας που ετοίμασε ο μάρτυρας, θα έπρεπε να απορρίψει ολόκληρη τη μαρτυρία του ως αναξιόπιστη, αφού ο μάρτυρας αποπειράθηκε επίσης να παραπλανήσει το δικαστήριο ως προς τα αρνητικά των φωτογραφιών της σκηνής του δυστυχήματος.

Δεν συμφωνούμε. Η ευχέρεια του πρωτόδικου δικαστηρίου να αποδεχθεί μέρος της μαρτυρίας ενός μάρτυρα και να απορρίψει άλλο, είναι δεδομένη. Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού πρώτα έκρινε το μάρτυρα αξιόπιστο, επέλεξε να μην αποδεχθεί δύο πτυχές της μαρτυρίας του, που αφορούσαν στο σχέδιο επί κλίμακας και στα αρνητικά των φωτογραφιών. Η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς τα δύο στοιχεία μαρτυρίας, ήταν εύλογη. Ως προς το σχέδιο επί κλίμακας, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ήταν ο ίδιος ο μάρτυρας που αυτόβουλα ανέφερε στο δικαστήριο ότι είχε εντοπίσει κάποια λάθη στο επί κλίμακας σχέδιο, που το καθιστούσαν λανθασμένο. Ταυτόχρονα, εξήγησε ότι το λάθος προέκυψε από χρήση της λανθασμένης ρίγας για την ετοιμασία των σχεδίων επί κλίμακας 1:250. Εξήγησε ότι χρησιμοποιούν ρίγα με έξι διαφορετικές κλίμακες και η υποψία του ήταν ότι κατά την αποτύπωση των σχεδίων χρησιμοποίησε εκ παραδρομής τη λανθασμένη κλίμακα.

Από τη στιγμή που ο ίδιος ο μάρτυρας έφερε σε γνώση του δικαστηρίου το πρόβλημα, δεν μπορούμε να δεχθούμε ότι έσφαλε το δικαστήριο ως προς την αξιολόγηση της μαρτυρίας του.  Αντίθετα με τα όσα διατείνεται η πλευρά του Εφεσείοντος, το γεγονός ότι ο μάρτυρας απεκάλυψε αυτόβουλα το λάθος, ήταν στοιχείο που κατά την κρίση μας ενισχύει την αξιοπιστία του, εφόσον δείχνει μάρτυρα που διαισθάνεται πλήρως το καθήκον του έναντι του δικαστηρίου και έναντι της αλήθειας. Είναι ορθό ότι το πρωτόδικο δικαστήριο στη σελίδα 6 της απόφασης του σημείωσε ότι θα είχε περισσότερη βοήθεια αν υπήρχε ενώπιον του το σχέδιο επί κλίμακας.  Αυτή όμως η διαπίστωση με κανένα τρόπο δεν εμποδίζει το δικαστήριο να δεχθεί την υπόλοιπη μαρτυρία του Μ.Κ.1. Βέβαια, θα μπορούσε, εφόσον θεωρούσε ότι θα ήταν βοηθητικό, να ζητήσει να ετοιμαστεί καινούργιο σχέδιο επί κλίμακας, ώστε να είχε ενώπιον του την αναγκαία βοήθεια. Όμως τελικά η απουσία σχεδίου επί κλίμακας δεν ήταν ανυπέρβλητο εμπόδιο, αφού το δικαστήριο στηρίχθηκε με άνεση στο πρόχειρο σχέδιο.

[*688]Ούτε ως προς την κρίση του δικαστηρίου για τις φωτογραφίες και τα αρνητικά υπάρχει οτιδήποτε το μεμπτό. Το δικαστήριο σημειώνει ότι η απόφαση του μάρτυρα να φωτογραφίσει τις φωτογραφίες και να παρουσιάσει τα αρνητικά στο δικαστήριο (αντί των πρωτοτύπων, τα οποία δεν μπορούσε να εντοπίσει), ήταν λανθασμένη, αλλά δεν θεώρησε ότι αυτό ήταν ικανό να κλονίσει το σύνολο της μαρτυρίας του. Στην απόφαση του το πρωτόδικο δικαστήριο προσμέτρησε ιδιαίτερα το γεγονός ότι οι φωτογραφίες δεν αμφισβητήθηκαν ως προς το περιεχόμενο τους και ούτε υπήρχε ισχυρισμός περί αλλοίωσης τους. Δεν βλέπουμε οτιδήποτε το μεμπτό στον τρόπο που ενήργησε το δικαστήριο.

Όμως και αν ακόμη το δικαστήριο απέρριπτε τη μαρτυρία του εξεταστή, Μ.Κ.Ι, παρέμενε η μαρτυρία των Μ.Κ.2 (συνοδηγού του θύματος) και Μ.Κ.3 (φίλης του θύματος που ακολουθούσε με το δικό της αυτοκίνητο), η οποία κρίθηκε αξιόπιστη και η οποία από μόνη της ήταν άκρως ενοχοποιητική για τον Εφεσείοντα. Τα όσα πρόβαλλε μέσω του δικηγόρου του ο Εφεσείων, καθόλου δεν ευσταθούν. Η εισήγηση του κ. Ιωάννου είναι ότι η μαρτυρία των τριών μαρτύρων (Μ.Κ.1, 2 και 3) «αλληλοσυγκρούεται στα πλέον σημαντικά της σημεία» και ιδιαίτερα ως προς το σημείο σύγκρουσης και τη θέση και κλήση των δύο οχημάτων κατά την ώρα της σύγκρουσης. Και σ’ αυτή την περίπτωση ο δικηγόρος του Εφεσείοντος παραλείπει να μας παραπέμψει σε συγκεκριμένες πτυχές της μαρτυρίας του κάθε μάρτυρα, ώστε να διαφανεί αν όντως υπάρχει αντίθεση στα όσα ο κάθε μάρτυρας κατάθεσε στο δικαστήριο.

Ανεξάρτητα της πιο πάνω παράλειψης του δικηγόρου του Εφεσείοντος, έχουμε προβεί σε έλεγχο της μαρτυρίας, αλλά δεν διαπιστώνουμε να υπάρχει οτιδήποτε που να κλονίζει την εξαίρετη εντύπωση που έκαναν στο δικαστήριο οι μάρτυρες ή να θέτει σε αμφιβολία τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου για την αξιοπιστία τους. Εν πάση περιπτώσει, το δικαστήριο σημειώνει ότι τυχόν μικροαντιφάσεις μεταξύ της μαρτυρίας τους στο δικαστήριο και της κατάθεσης τους στην Αστυνομία, δεν ήταν τέτοιες οι οποίες να το οδηγήσουν σε απόρριψη της μαρτυρίας τους.  Όπως ορθά σημείωσε το πρωτόδικο δικαστήριο, τα γεγονότα σε περιπτώσεις δυστυχήματος εξελίσσονται σε ελάχιστο χρόνο, ενώ τα οχήματα βρίσκονται σε κίνηση και δεν είναι αναμενόμενο και λογικό να μπορεί κάποιος να υπολογίζει με ακρίβεια τις αποστάσεις ή το χρόνο. Γι’ αυτό το λόγο, η νομολογία μας αναγνωρίζει ότι στις περιπτώσεις τροχαίων δυστυχημάτων, είναι αναμενόμενο να εντοπίζονται μικροαντιφάσεις σε επουσιώδη σημεία, οι οποίες όμως, όχι μόνο δεν επηρεάζουν την ουσία της μαρτυρίας, αλλά φυ[*689]σιολογικά αναμένεται να υπάρχουν (βλ. Αβραάμ v. Αστυνομίας,  (2012) 2 Α.Α.Δ. 220.

Το εύρημα ως προς το σημείο σύγκρουσης και η μαρτυρία των ΜΚ 2 και 3 – Λόγοι έφεσης 6, 7, 8 και 10.

Σύμφωνα με το δικηγόρο του Εφεσείοντος, από τη στιγμή που το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι το σημείο σύγκρουσης Χ απέχει 20 εκ. από το κέντρο του δρόμου, όφειλε να προβεί σε εύρημα ότι η σύγκρουση έγινε στο κέντρο του δρόμου και όχι στην πλευρά του θύματος.

Όπως ορθά υποδεικνύει ο δικηγόρος για την Εφεσίβλητη, το δικαστήριο δεν προέβη σε εύρημα ότι το σημείο σύγκρουσης ήταν 20 εκ. από το κέντρο του δρόμου. Το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν ότι το «μέγιστο σημείο σύγκρουσης» ήταν το σημείο ΄Χ΄ που υπέδειξε ο Μ.Κ.1 (το οποίο βρισκόταν ελαφρώς προς την πλευρά του θύματος) και όχι το σημείο ΄Χ2΄ που υπέδειξε ο Εφεσείων (και το οποίο βρισκόταν στην πλευρά του Εφεσείοντος).

Με βάση τις πιο πάνω διαπιστώσεις, το πρωτόδικο δικαστήριο προέβη σε εύρημα ότι η σύγκρουση έγινε στην πλευρά του θύματος και αφού συνυπολόγισε αυτό το γεγονός με τα άλλα επιβαρυντικά στοιχεία που υπήρχαν εις βάρος του Εφεσείοντος, όπως η ποσότητα αλκοόλης, η ταχύτητα και η οδική συμπεριφορά του Εφεσείοντος να μπαινοβγαίνει στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η οδήγηση του Εφεσείοντος ήταν απερίσκεπτη και επικίνδυνη και ότι αυτό αποτελούσε τη γενεσιουργό αιτία του θανατηφόρου δυστυχήματος. Δεν βλέπουμε τίποτε το μεμπτό στην προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου.

Με τους λόγους έφεσης 7 και 8, ο Εφεσείων διατείνεται ότι το εύρημα του δικαστηρίου ως προς το σημείο σύγκρουσης ΄Χ΄ έρχεται σε αντίθεση με τη μαρτυρία του συνοδηγού (Μ.Κ.2) και της οδηγού που ακολουθούσε (Μ.Κ.3). Δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι υπάρχει τέτοια διάσταση. Όπως εξηγεί το πρωτόδικο δικαστήριο, ο Εφεσείων εισήλθε στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας δύο φορές, με τη δεύτερη να ήταν και η μοιραία, αφού επήλθε η σύγκρουση σε σημείο που ήταν ελαφρώς προς την πλευρά του θύματος. Ούτε οι θέσεις των αυτοκινήτων μετά τη σύγκρουση έρχονταν σε αντίθεση με τα όσα κατάθεσαν οι Μ.Κ.2 και 3, σε σχέση με την πορεία των δύο οχημάτων, πριν και κατά τη σύγκρουση. Κατά την κρίση μας, κανένας από τους λόγους έφεσης 6, 7, 8 και 10 δεν ευσταθεί.

[*690]Η ποινή – Λόγος έφεσης 11.

Ο δικηγόρος του Εφεσείοντος εισηγήθηκε ότι η 18μηνη ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε στον Εφεσείοντα στην 1η κατηγορία, ήταν υπερβολική, ενώ η απόφαση του δικαστηρίου να μην την αναστείλει, ήταν εσφαλμένη.

Κατ’ αρχάς, να υπενθυμίσουμε ότι σύμφωνα με τις νομολογιακές αρχές, το είδος και η έκταση της ποινής, είναι πρωταρχική ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Το Εφετείο δεν υποκαθιστά την υποκειμενική κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με την επάρκεια της ποινής, εκτός αν πεισθεί ότι η επιβληθείσα ποινή είναι έκδηλα υπερβολική ή έκδηλα ανεπαρκής. Από τη στιγμή που στην προκειμένη περίπτωση ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι η ποινή ήταν απλώς υπερβολική και όχι έκδηλα υπερβολική, η συζήτηση θα μπορούσε να τελειώσει εδώ. Παρά ταύτα, εξετάσαμε το ύψος της ποινής και δεν θεωρούμε ότι ήταν έκδηλα υπερβολική.  Ο Εφεσείων δεν είχε κανένα σοβαρό ελαφρυντικό προς όφελος του, όπως για παράδειγμα τυχόν παραδοχή, που θα μπορούσε να μειώσει αισθητά το ύψος της ποινής. Η οδική του συμπεριφορά, όπως ορθά έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο, ήταν επικίνδυνη και προκάλεσε το θάνατο ενός συμπολίτη μας. Η απώλεια ανθρώπινων ζωών, όπως τονίστηκε στη Γενικός Εισαγγελέας v. Χαραλαμπίδη (2009) 2 Α.Α.Δ. 537, αποτελεί χαίνουσα πληγή της κοινωνίας μας, με αποτέλεσμα να απαιτείται επιβολή αποτρεπτικών ποινών. Σε εκείνη την υπόθεση, το πρωτόδικο δικαστήριο ανέστειλε την εκτέλεση της δωδεκάμηνης ποινής φυλάκισης, όμως το Εφετείο ανατρέποντας την πρωτόδικη κρίση, διέταξε την άμεση φυλάκιση του κατηγορούμενου οδηγού. Στην προκειμένη περίπτωση, ο Εφεσείων επέμεινε μέχρι το τέλος στη δική του εκδοχή, χωρίς να δείξει την παραμικρή μεταμέλεια. Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν συμφωνούμε ότι υπήρχαν περιθώρια για αναστολή της ποινής. Η οδική συμπεριφορά του Εφεσείοντος, σε συνδυασμό με την οδήγηση υπό την επήρεια οινοπνεύματος, την υπερβολική, υπό τις περιστάσεις, ταχύτητά του, καθώς και τα τραγικά αποτελέσματα των πράξεών του, δεν αφήνουν καθόλου περιθώρια επέμβασης.

Ο δικηγόρος του Εφεσείοντος εισηγήθηκε επίσης, ότι η καθυστέρηση που παρατηρήθηκε στην εκδίκαση της υπόθεσης, αποτελεί παράγοντα που θα έπρεπε να είχε ληφθεί υπόψη στην επιβολή ποινής. Κατ’ αρχάς, δεν υπάρχει λόγος έφεσης που να καλύπτει την εισήγηση. Πέραν τούτου, στην όλη καθυστέρηση συνέβαλε μερικώς και η υπεράσπιση, με την παρατεταμένη και εντελώς αχρείαστη αντεξέταση των μαρτύρων κατηγορίας και ιδιαίτερα του Μ.Κ.1.  [*691]Παρά την καθυστέρηση που παρατηρήθηκε, στην οποία συνέβαλαν οι πολλές αναβολές και η χαλαρή στάση του δικαστηρίου που άφησε ανεξέλεγκτη τη διαδικασία, επιτρέποντας στο δικηγόρο του Εφεσείοντος να αντεξετάζει ένα μάρτυρα για 10 τουλάχιστον δικασίμους, εντούτοις δεν έχουμε πειστεί ότι χρειάζεται η παρέμβασή μας, εφόσον κρίνουμε την ποινή που του επιβλήθηκε, καθόλα δίκαιη υπό τις περιστάσεις.

Για τους λόγους που εξηγήσαμε, η έφεση απορρίπτεται ως αβάσιμη.

Η έφεση απορρίπτεται.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο