(2013) 2 ΑΑΔ 316

[*316]15 Aπριλίου, 2013

 

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΝΑΓΗ Δ/στές]

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 20/2009)

(Σχετ. με 21/09)

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΑΤΖΗΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ,

 

Εφεσείων,

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 21/2009)

(Σχετ. με 20/09)

 

ΑΝΔΡΕΑΝΗ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΦΙΕΡΟΥ,

 

Εφεσείων,

 

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

 

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 20/2009, 21/2009)

 

 

Ποινικός Κώδικας ― Τήρηση ψευδών λογαριασμών από διευθυντή ή αξιωματούχο εταιρείας με σκοπό την καταδολίευση κατά παράβαση των Άρθρων 311(β)(iii) και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154, τήρηση ψευδών λογαριασμών από υπάλληλο ή γραμματέα κατά παράβαση των Άρθρων 313(γ) και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Ο σκοπός της καταδολίευσης προέκυπτε από την υποχρέωση του χρηματιστή δυνάμει του Άρθρου 38(1) του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου του 1993 ως τροποποιήθηκε ― Το στοιχείο της καταδολίευσης δεν περιορίζεται στην πρόκληση οικονομικής βλάβης ― Επικύρωση καταδίκης.

[*317]Ποινή ― Παρέλευση μακρού χρόνου από την ημέρα της διάπραξης του αδικήματος ― Επιβολή μεγάλων προστίμων αντί της ενδεδειγμένης ποινής φυλάκισης ― Τήρηση ψευδών λογαριασμών από διευθυντή ή αξιωματούχο εταιρείας με σκοπό την καταδολίευση κατά παράβαση των Άρθρων 311(β)(iii) και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154, τήρηση ψευδών λογαριασμών από υπάλληλο ή γραμματέα κατά παράβαση των Άρθρων 313(γ) και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, ψευδείς δηλώσεις κατά παράβαση των Άρθρων 2, 38, 68, 69(1) και 69Α του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου Ν.14(Ι)/93 όπως  τροποποιήθηκε ― Οι αιτιάσεις  περί έκδηλα υπερβολικής ποινής εκρίθησαν  από το Εφετείο ανεδαφικές.

 

Απόδειξη ― Αξιολόγηση Μαρτυρίας ― Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν διαπιστώσει πως η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων από το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν αυθαίρετη ή ολωσδιόλου λαθεμένη, ενόψει σταθερών στοιχείων που οδηγούν τη συνετή σκέψη σε αντίθετη κρίση.

 

Απόδειξη ― Μάρτυρες ― Εμπειρογνώμονες ― Η εμπειρογνωμοσύνη πάνω σε ένα θέμα δεν βασίζεται μόνο στα ακαδημαϊκά προσόντα του μάρτυρα αλλά και στην πραγματική εμπειρία που αποκτάται πάνω σε αυτό.

 

Ποινή ― Συνεργοί ― Η μη δίωξη ή αναστολή της δίωξης εναντίον ενός των συνεργών δεν αναιρεί το έγκλημα, ούτε απαλλάσσει το δικαστήριο από την υποχρέωση επιβολής της πρέπουσας ποινής στους συνεργούς που καταδικάζονται ― Επενεργεί όμως ως παράγοντας μετριαστικός της ποινής, κατά τρόπο ώστε να απαμβλύνει την ανισοσκέλεια στη μεταχείριση των παραβατών.

 

Ποινικό Δίκαιο ― Ένοχη σκέψη (Mens Rea) ― Η πρόθεση συνήθως δεν είναι δεκτική άμεσης απόδειξης και κατά κανόνα αναδεικνύεται ως εξυπακουόμενο γεγονός μέσα από τα παρουσιαζόμενα γεγονότα τα οποία αποτελούν τα ευρήματα του Δικαστηρίου ― Άτομο θεωρείται ότι έχει την πρόθεση να επιφέρει τα φυσιολογικά αποτελέσματα των πράξεων του.

 

Ο εφεσείων στην έφεση 20/2009 και η εφεσείουσα στην έφεση 21/2009 στράφηκαν εναντίον πρωτόδικης απόφασης με την οποία κρίθηκαν ένοχοι σε τέσσερεις κατηγορίες αναφορικά με τήρηση ψευδών λογαριασμών από διευθυντή ή αξιωματούχο εταιρείας με σκοπό την καταδολίευση κατά παράβαση των Άρθρων 311(β)(iii) και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 (κατηγορίες 1-4), σε τέσσερεις κατηγορίες που αφορούσαν στην τήρηση ψευδών λογαριασμών από υπάλληλο ή [*318]γραμματέα κατά παράβαση των Άρθρων 313(γ) και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (κατηγορίες 5-8) και σε τέσσερεις κατηγορίες για ψευδείς δηλώσεις κατά παράβαση των Άρθρων 2, 38, 68, 69(1) και 69Α του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου Ν.14(Ι)/93 όπως μεταγενέστερα τροποποιήθηκε (κατηγορίες 9-12).

 

Στον κάθε ένα από τους εφεσείοντες στις κατηγορίες 1-4, επιβλήθηκε χρηματική ποινή €17.000 στην κάθε κατηγορία, και στις κατηγορίες 9-12 χρηματική ποινή €4.000 στην κάθε κατηγορία.  Στις κατηγορίες 5-8 δεν επιβλήθηκε οποιαδήποτε ποινή.

 

Ο εφεσείων ήταν Διευθύνων Σύμβουλος και η εφεσείουσα Οικονομική Διευθύντρια της Εταιρείας και του ΕΣΣΕ Λευκόνοικο (Επενδυτικό Συγκρότημα Συνεργατικών Εταιρειών Λευκόνοικο Λτδ).

 

Σύμφωνα με τα γεγονότα που λήφθησαν υπόψη, ο ΜΚ5, λογιστής στην εν λόγω εταιρεία, κατόπιν οδηγιών της εφεσείουσας και του εφεσείοντα, δεν καταχώρησε συγκεκριμένες επιταγές στις καταστάσεις της εταιρείας ούτε τη χρέωση άλλης επιταγής που είχε εκδοθεί προς όφελος της Εταιρείας, ενώ δεν χρεώθηκε ούτε το χαρτοφυλάκιο που διατηρείτο στην Εταιρεία για τις αγοραπωλησίες μετοχών συγκεκριμένου προσώπου.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο καταδίκασε τους εφεσείοντες στη βάση κυρίως της μαρτυρίας των μαρτύρων ΜΚ5 , ΜΚ6 ( Εσωτερική Ελέγκτρια της Εταιρείας), ΜΚ7 (εγκεκριμένη λογιστής στην Εταιρεία από τον Μάρτιο 2000), και ΜΚ9 (εγκεκριμένου λογιστή και λειτουργού στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς), η οποία μαρτυρία υποστήριξε ουσιαστικά, ότι η οφειλή που δημιουργήθηκε με τις επίδικες επιταγές έπρεπε να φαίνεται στις καταστάσεις της Εταιρείας,  που αποτελούν μέρος των λογιστικών βιβλίων της Εταιρείας, και να είχε συμπεριληφθεί στους μη εξελεγμένους λογαριασμούς και στο αναλυτικό της ισοζύγιο, πράγμα που δεν έγινε.

 

Πρωτόδικα, οι εφεσείοντες υποστήριξαν ότι οι επιταγές αφορούσαν δανειοδότηση προς συγκεκριμένο πρόσωπο από το Συγκρότημα και όχι από την Εταιρεία, γεγονός, είπαν, που αναδεικνυόταν, μεταξύ άλλων, από το γραμμάτιο του τελευταίου με το Συγκρότημα με το οποίο αναγνώριζε ότι όφειλε στο Συγκρότημα το ποσό των £5.481.205,20, ενώ οι πληρωμές μεταξύ του Συγκροτήματος και της Εταιρείας διευθετούντο μέσω intercompany account, λογαριασμό δηλαδή της κάθε μιας εταιρείας με την άλλη εταιρεία. Ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίφθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο. Προωθήθηκε επίσης από τους εφεσείοντες ότι οι καταστάσεις λο[*319]γαριασμού της Εταιρείας ήταν ορθές και περιλάμβαναν τις εγγραφές σε σχέση με τις επίδικες επιταγές, θέση που το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υποστηριζόταν από τα σχετικά Τεκμήρια.

 

Οι εφεσείοντες αρνήθηκαν ότι υπέβαλαν ψευδείς δηλώσεις στο ΧΑΚ και στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ισχυριζόμενοι ότι το χρέος που δημιουργήθηκε με τις επίδικες επιταγές δεν έπρεπε να συμπεριληφθεί στις καταστάσεις της Εταιρείας, αφού αφορούσε χρέος προς το Συγκρότημα, σχετικά με το οποίο υπογράφηκε μεταξύ του Χ”Γαβριήλ και του Συγκροτήματος το γραμμάτιο, ενώ δεν είχαν οποιοδήποτε λόγο να προβούν σε ψευδείς δηλώσεις αφού το Συγκρότημα υπερκάλυπτε τα κεφάλαια με απλή διπλογραφία.

 

Οι εν λόγω θέσεις επίσης απορρίφθηκαν το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Δεν αποδέχτηκε ούτε τη μαρτυρία του ΜΥ1, ο οποίος υποστήριξε  ότι το πιο πάνω πρόσωπο όφειλε «στην εταιρεία Λευκόνικο» ποσό γύρω στα £5.500.000, συμφωνήθηκε να αγοράσει η εταιρεία του ΜΥ1, Lawford Ltd, μετοχές της εταιρείας του εν λόγω προσώπου, C.N.H. Capital Markets Ltd, για το ποσό των £5.481.210, που αντιστοιχούσε στο χρέος του τελευταίου προς την εταιρεία Λευκόνικο, το οποίο ανέλαβε να εξοφλήσει, πωλώντας μετοχές και καταβάλλοντας αντίστοιχα ποσά στην εταιρεία Λευκόνικο, όπως και έγινε, λαμβάνοντας σχετική εξοφλητική απόδειξη.

 

Με τις συνεκδικασθείσες εφέσεις που οι δύο εφεσείοντες καταχώρησαν ήγειραν σχεδόν ταυτόσημους λόγους έφεσης κατά της καταδίκης και της ποινής.

 

Οι εφέσεις στηρίχθηκαν στους κάτωθι  μεταξύ άλλων λόγους:

 

Λόγος έφεσης:

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε αξιόπιστους τους ΜΚ6, ΜΚ7 και ΜΚ9, εσφαλμένα θεώρησε την ΜΚ6 ως εμπειρογνώμονα σε λογιστικά και ελεγκτικά θέματα, ενώ εσφαλμένη ήταν και η πρωτόδικη κρίση ότι οι εφεσείοντες και ο ΜΥ1 ήσαν αναξιόπιστοι.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Δεν προέκυπτε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε στην κρίση του αναφορικά με την αξιοπιστία των ως άνω μαρτύρων. Ειδικότερα για την ΜΚ6, στην οποία το Δικαστήριο βασίστηκε ιδιαίτερα, αναφορικά με τις αιτιάσεις των εφεσειόντων για την [*320]αποδοχή της ως εμπειρογνώμονα, δεν διαπιστωνόταν οποιοδήποτε σφάλμα στην προσέγγιση του δικαστηρίου.

 

2.  Δεν διαπιστωνόταν οποιοσδήποτε λόγος που να δικαιολογούσε παρέμβαση του Εφετείου.

 

Λόγος έφεσης:

 

Σε σχέση με τις κατηγορίες 1-8, δεν αποδείχθηκε το συστατικό στοιχείο της παράλειψης καταχώρησης ουσιώδους στοιχείου στα λογιστικά βιβλία της Εταιρείας.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Δεν ήταν ορθή η ως άνω θέση των εφεσειόντων. Οι κατηγορίες 1-8 αφορούσαν στη μη καταχώρηση των επίδικων επιταγών στα «λογιστικά βιβλία» της Εταιρείας, έννοια που συναρτάται προς την υποχρέωση της Εταιρείας δυνάμει του Άρθρου 141 του Κεφ.113, όπως ίσχυε κατά το χρόνο που ενδιαφέρει. Τα σχετικά κατατεθέντα Τεκμήρια πόρρω απείχαν από του να εμπίπτουν στην έννοια των λογιστικών βιβλίων, όπως καθορίζεται στο Άρθρο 141.

 

2.  Σύμφωνα δε με την αποδεκτή από το Δικαστήριο μαρτυρία οι επίδικες επιταγές έπρεπε να είχαν καταχωρηθεί μέσα από το λογισμικό σύστημα της Εταιρείας στην κατάσταση λογαριασμού για τον τρεχούμενο λογαριασμό της στην Κεντρική Συνεργατική Τράπεζα αφού, όπως εξήγησε ο ΜΚ5, οι εγγραφές που γίνονται στο λογαριασμό αυτό έχουν αντίκτυπο στο trial balance της Εταιρείας.

 

Λόγος έφεσης:

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη το Άρθρο 143 του περί Εταιρειών Νόμου αγνοώντας έτσι ότι αυτό που ο νόμος επιβάλλει είναι όπως ο ισολογισμός (balance sheet) κάθε Εταιρείας, στο τέλος κάθε οικονομικού έτους, δίδει τη δίκαιη εικόνα της Εταιρείας και όχι αποσπασματικά κάθε βιβλίο της Εταιρείας σε κάθε χρονική στιγμή.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Ο εφεσείων δέχτηκε ουσιαστικά ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο επιβαλλόταν η καθημερινή ενημέρωση των λογιστικών αρχείων της Εταιρείας δυνάμει σχετικής εγκυκλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, μαρτυρία που το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά θεώρη[*321]σε ότι αποτελούσε δήλωση εναντίον συμφέροντος του εφεσείοντα.

 

2.  Εξάλλου ήταν αυτονόητο ότι οι σχετικές καταχωρήσεις στα λογιστικά βιβλία της Εταιρείας θα έπρεπε να γίνουν κατά το χρόνο που έγιναν οι συναλλαγές στις οποίες αναφέρονταν, ώστε ο ισολογισμός της Εταιρείας να δείχνει την περιουσιακή και οικονομική της κατάσταση ανά πάσα στιγμή, ιδιαίτερα στην περίπτωση που τα βιβλία της Εταιρείας έχουν αντίκτυπο, όπως στην προκείμενη περίπτωση, στην ορθότητα των μηνιαίων καταστάσεων της Εταιρείας που υποβάλλονται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και στο ΧΑΚ.

 

Λόγος έφεσης:

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα  καταδίκασε τους εφεσείοντες στις κατηγορίες 1-12 γιατί δεν αποδείχθηκε πως το συγκεκριμένο χρέος ήταν προς την Εταιρεία.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

Η θέση των εφεσειόντων δεν ήταν ορθή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε πειστικούς λόγους γιατί δεν δεχόταν την αντίθετη θέση των εφεσειόντων, ότι δηλαδή το χρέος δεν ήταν προς την Εταιρεία αλλά προς το Συγκρότημα, επισημαίνοντας, μεταξύ άλλων, ότι κανένας από το Συγκρότημα αλλά ούτε και το πρόσωπο που το έλαβε επιβεβαίωσαν ότι το δάνειο έγινε μεταξύ του Συγκροτήματος και του τελευταίου.

 

Προεξάρχουσα σημασία είχε η καταχώρηση των επιταγών στα λογιστικά βιβλία της Εταιρείας και όχι η ταυτότητα του χρεώστη.

 

Λόγος έφεσης:

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα καταδίκασε τους εφεσείοντες στις κατηγορίες 1-8 καθότι δεν αποδείχθηκε το συστατικό στοιχείο της πρόθεσης για καταδολίευση, ενώ εσφαλμένα καταδικάστηκαν στις κατηγορίες 9-12 για το λόγο ότι δεν αποδείχθηκε ένοχη σκέψη (mens rea).

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Όπως εξήγησε σχετικά ο ΜΚ5 και αποδέχτηκε το δικαστήριο, η εφεσείουσα του έδωσε οδηγίες να μη καταχωρήσει τις επίδικες επιταγές στα βιβλία της εταιρείας, ενώ του είπε επίσης να μη συ[*322]μπεριλάβει το χρέος που προέκυπτε από τις επίδικες επιταγές στους χρεώστες της Εταιρείας, γιατί θα δημιουργείτο πρόβλημα με τα καθαρά της κεφάλαια.

 

2.  Αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε με αναφορά σε αυθεντίες και νομολογία ότι το στοιχείο της καταδολίευσης δεν περιορίζεται στην πρόκληση οικονομικής βλάβης, απεφάνθη ότι με δεδομένο το εύρημα του ότι τα σχετικά  Τεκμήρια  απεστάλησαν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και το ΧΑΚ, ο σκοπός της καταδολίευσης προέκυπτε από την υποχρέωση του χρηματιστή δυνάμει του Άρθρου 38(1) του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου του 1993.

 

3.  Σε αυτό προνοείται μεταξύ άλλων ότι «…δεν επιτρέπεται σε Μέλος, του οποίου οι χρεώστες υπερβαίνουν σε αξία το ποσοστό του πενήντα επί τοις εκατόν (50%) του καθαρού του κεφαλαίου, να αποδέχεται ή να υποβάλλει προσφορά για χρηματιστηριακές συναλλαγές, όπως αυτές καθορίζονται στους Χρηματιστηριακούς Κανονισμούς».

 

4.  Η εφεσείουσα απέστειλε τις καταστάσεις στα σχετικά Τεκμήρια στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και στο ΧΑΚ οι οποίοι, όπως αποφάνθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο, εκτέλεσαν το δημόσιο καθήκον τους, αντίθετα από ό,τι όφειλαν, αφού δεν γνώριζαν ότι στα Τεκμήρια αυτά δεν συμπεριλήφθηκε η οφειλή των £5.481.201,20 η οποία υπερέβαινε το 50% των καθαρών κεφαλαίων της εταιρείας.

 

5.  Η δε θέση του εφεσείοντα ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε μαρτυρία ενώπιον του δικαστηρίου που να τον εμπλέκει σε σχέση με τις οδηγίες της εφεσείουσας  προς τον ΜΚ5, δεν ήταν ορθή.

 

6.  Αποτέλεσε εύρημα του δικαστηρίου, βασιζόμενο στη σχετική μαρτυρία του ΜΚ5, ότι ο τελευταίος δεν καταχώρησε τις τρεις επιταγές καθώς και τη χρέωση της επιταγής προς όφελος της Εταιρείας στις καταστάσεις της Εταιρείας  κατόπιν οδηγιών της εφεσείουσας και του εφεσείοντα «ο οποίος ήταν ενήμερος» για το θέμα των επιταγών, εύρημα το οποίο δεν προσβλήθηκε με την έφεση.

 

7.  Όπως δε το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε περαιτέρω, οι εφεσείοντες, οι οποίοι κατηγορούνταν και με βάση το Άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154, χειρίστηκαν αποκλειστικά οι ίδιοι το όλο θέμα των £5.481.205,20.

 

[*323]Λόγος έφεσης:

 

Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να επιτρέψει την τροποποίηση των κατηγοριών 2 και 3 σε προχωρημένο στάδιο της διαδικασίας. Η τροποποίηση επηρέασε δυσμενώς τα δικαιώματα τους.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι  με την τροποποίηση δεν επηρεάζονταν τα δικαιώματα των εφεσειόντων, ενώ  σημείωσε ταυτόχρονα πως για τις λεπτομέρειες των κατηγοριών ενδεχομένως να αρκούσε η υπάρχουσα αναφορά των αριθμών και του ποσού των επιταγών και ότι απλά επρόκειτο για εσφαλμένη περιγραφή  του ονόματος. Εξ ου, όπως παρατήρησε, και κατά την ακρόαση ουδέποτε τέθηκε θέμα για το όνομα του δικαιούχου από την υπεράσπιση.

 

Λόγος έφεσης:

 

Εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο τους καταδίκασε στις κατηγορίες 9-12, καθότι δεν αποδείχθηκε ότι συναίνεσαν ή συνέπραξαν με οποιοδήποτε τρόπο στη διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος, όπως προβλέπει το Άρθρο 69(1) του Ν.14(Ι)/1993, ενώ δεν αποδείχθηκε το συστατικό στοιχείο της παροχής πληροφορίας για σκοπούς του εν λόγω Νόμου ή των σχετικών κανονισμών.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Σημασία είχε ο σκοπός της υποβολής των καταστάσεων ο οποίος, όπως προκύπτει από τη μαρτυρία του ΜΚ2, ήταν ο έλεγχος των μελών του ΧΑΚ σε σχέση με τις υποχρεώσεις τους που επιβάλλει ο Νόμος και οι Κανονισμοί.

 

2.  Ότι αυτός ήταν ο σκοπός υποβολής των συγκεκριμένων καταστάσεων προέκυπτε και από τις οδηγίες της εφεσείουσας προς τον ΜΚ5 να μη συμπεριλάβει τις επιταγές στους χρεώστες της Εταιρείας γιατί θα είχε πρόβλημα με τα καθαρά της κεφάλαια, αφού σύμφωνα με το Άρθρο 38 του Νόμου, οι χρεώστες της Εταιρείας δεν έπρεπε να υπερβούν σε αξία το ποσοστό του 50% του καθαρού της κεφαλαίου, προκειμένου να μην ανασταλεί η άδεια ασκήσεως του επαγγέλματος της.

 

Λόγος έφεσης:

 

Δεν υπήρχε μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου [*324]που να αποδείκνυε ότι η Εταιρεία τέλεσε οποιοδήποτε αδίκημα. 

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

Ούτε αυτή η εισήγηση ήταν ορθή.  Αποτελούσε παραδεκτό γεγονός ότι ο εφεσείων ήταν Διευθύνων Σύμβουλος και η εφεσείουσα Οικονομική Διευθύντρια της Εταιρείας.  Το πρωτόδικο δικαστήριο, με βάση τα γεγονότα αυτά και την υπαγωγή των ευρημάτων του, αποφάνθηκε ότι το αδίκημα τελέσθηκε από την Εταιρεία με την αποστολή των σχετικών Τεκμηρίων στο όνομα της οποίας απεστάλησαν.

 

Λόγος έφεσης:

 

Η ποινή που επιβλήθηκε στις κατηγορίες 1-4 και 9-12 ήταν εκδήλως υπερβολική.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Τα αδικήματα που οι εφεσείοντες διέπραξαν, όπως επεσήμανε και το πρωτόδικο δικαστήριο, διασαλεύουν την εμπορική πίστη και τις συναλλαγές οι οποίες είναι απαραίτητες για τη λειτουργία του χρηματοοικονομικού μας συστήματος.

 

2.  Ορθά δε το δικαστήριο έκρινε, λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη προς όφελος των εφεσειόντων τον διαρρεύσαντα από την επιβολή της ποινής χρόνο, ότι η ποινή φυλάκισης ως η μόνη αρμόζουσα ποινή μπορούσε υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης να αποφευχθεί, λόγω παρέλευσης μακρού χρόνου από την ημέρα της διάπραξης του αδικήματος.

 

3.  Αναφορικά με τον ισχυρισμό των εφεσειόντων περί μη δίωξης της εταιρείας ως συναυτουργού, στην προκείμενη περίπτωση  δεν έπρεπε να διαφεύγει της προσοχής, ότι η τυχόν δίωξη και συνακόλουθη ποινική ευθύνη της Εταιρείας θα αποτελούσε απόρροια των πράξεων των ίδιων των εφεσειόντων,  ενεργούντων εκ μέρους της, και δεν ήταν νοητό οι εφεσείοντες να επεδίωκαν να επωφεληθούν επικαλούμενοι τη μη δίωξη της εταιρείας ως ξεχωριστής νομικής οντότητας.

 

4.  Οι αιτιάσεις των εφεσειόντων αναφορικά με την ποινή ήταν  ανεδαφικές.

 

Οι εφέσεις απορρίφθηκαν.

 

[*325]Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Νικολαϊδη ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 485,

 

Ανδρονίκου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 486,

 

Στυλιανού ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 646,

 

Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 84,

 

Ιωάννου άλλως Μουσικός ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 286,

 

Girolami v. Italy 1991 series A, No.196 E 55,

 

Χαραλαμπίδη ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 330,

 

Γενικός Εισαγγελέας κ.ά. ν. Πότση κ.ά. (2000) 2 Α.Α.Δ. 252,

 

Γενικός Εισαγγελέας ν. Βαρνάβα (1999) 2 Α.Α.Δ. 638,

 

Γενικός Εισαγγελέας ν. Γεωργίου (2001) 2 Α.Α.Δ. 272.

 

Εφέσεις εναντίον Καταδίκης και Ποινής.

 

Εφέσεις από τους Καταδικασθέντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Λοΐζου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 1726/06), ημερομηνίας 14/01/09 (καταδίκη) και 26/1/09 (ποινή)).

 

Γ. Χριστοδούλου με Κ. Μαυρόκωστα, για τον Εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση αρ. 20/2009.

 

Μ. Ηλιάδης, για την Εφεσείουσα στην Ποινική Έφεση αρ. 21/2009.

 

Π. Ευθυβούλου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την εφεσίβλητη.

 

Cur. adv. vult.

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η δικαστής κα Παναγή.

 

ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Ο εφεσείων στην έφεση 20/2009 και η εφεσείουσα στην έφεση 21/2009 κρίθηκαν ένοχοι από το Επαρχιακό Δι[*326]καστήριο Λευκωσίας σε τέσσερεις κατηγορίες που αφορούν την τήρηση ψευδών λογαριασμών από διευθυντή ή αξιωματούχο εταιρείας με σκοπό την καταδολίευση κατά παράβαση των Άρθρων 311(β)(iii) και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 (κατηγορίες 1-4), σε τέσσερεις κατηγορίες που αφορούν την τήρηση ψευδών λογαριασμών από υπάλληλο ή γραμματέα κατά παράβαση των Άρθρων 313(γ) και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (κατηγορίες 5-8) και σε τέσσερεις κατηγορίες για ψευδείς δηλώσεις κατά παράβαση των Άρθρων 2, 38, 68, 69(1) και 69Α του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου Ν.14(Ι)/93 όπως μεταγενέστερα τροποποιήθηκε (κατηγορίες 9-12).

 

Στον κάθε ένα από τους εφεσείοντες στις κατηγορίες 1-4, επιβλήθηκε χρηματική ποινή €17.000 στην κάθε κατηγορία, και στις κατηγορίες 9-12 χρηματική ποινή €4.000 στην κάθε κατηγορία.  Στις κατηγορίες 5-8 δεν επιβλήθηκε οποιαδήποτε ποινή.

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως προκύπτουν από τα παραδεκτά γεγονότα και τα ευρήματα του Δικαστηρίου μετά από την αξιολόγηση της ενώπιον του μαρτυρίας, έχουν ως πιο κάτω.

 

Η εταιρεία Λευκόνοικο Χρηματιστηριακή Λτδ (στο εξής «η Εταιρεία»), κατά τον ουσιώδη χρόνο που αναφέρεται στις λεπτομέρειες των κατηγοριών, ήταν μέλος του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (στο εξής «το ΧΑΚ») και ασχολείτο κυρίως με τη διεξαγωγή πάσης φύσεως χρηματιστηριακών εργασιών. Ο εφεσείων ήταν Διευθύνων Σύμβουλος και η εφεσείουσα Οικονομική Διευθύντρια της Εταιρείας και του ΕΣΣΕ Λευκόνοικο (Επενδυτικό Συγκρότημα Συνεργατικών Εταιρειών Λευκόνοικο Λτδ) (στο εξής «το Συγκρότημα»).

 

Από τρεχούμενο λογαριασμό που διατηρούσε η Εταιρεία στη Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα Λτδ εκδόθηκαν μία επιταγή με αριθμό 90104805 για το χρηματικό ποσό των £1.500.000 προς όφελος της εταιρείας C.N. Hadjigavriel Stockbrokers Ltd (Τεκμήριο 1/1) και δύο επιταγές με αριθμό 90104815 και 90104820 για τα ποσά των £1.400.000 και £1.500.000 (αντιστοίχως) (Τεκμήρια 1/2 και 1/3 αντιστοίχως) προς όφελος του Κώστα Χ”Γαβριήλ, συνεργάτη της Εταιρείας. Τις επιταγές υπέγραψαν οι εφεσείοντες. Με την πληρωμή των επιταγών στις 3.8.2001, 6.8.2001 και 7.8.2001 (αντίστοιχα) χρεώθηκε ο εν λόγω τρεχούμενος λογαριασμός της Εταιρείας με τα εν λόγω ποσά. Περαιτέρω, στις 31.7.2001 εκδόθηκε από την C.N.Hajigavriel Stockbrokers Ltd προς όφελος της Εταιρείας, επιταγή της Λαϊκής Τράπεζας με [*327]αριθμό 8205997 για το ποσό των £1.081.205,20 (Τεκμήριο 1/36), ενώ την ίδια μέρα πιστώθηκε με το ποσό τούτο το χαρτοφυλάκιο που διατηρούσε στην Εταιρεία για αγοραπωλησίες μετοχών κάποιος Μιχάλης Νικολάου, συνδεδεμένο πρόσωπο με τον Κώστα Χ”Γαβριήλ. Λόγω της πίστωσης, το χαρτοφυλάκιο του Μ. Νικολάου παρουσίασε μηδενικό υπόλοιπο. Στις 6.8.2001 πιστώθηκε με το ποσό της ως άνω επιταγής και ο τρεχούμενος λογαριασμός της Εταιρείας, ακολούθως όμως, στις 9.8.2001, ο λογαριασμός χρεώθηκε αφού η επιταγή είχε επιστραφεί απλήρωτη.

 

Το συνολικό ποσό που προέκυπτε από τις ως άνω τέσσερεις επιταγές και το οποίο, σύμφωνα με το πρωτόδικο δικαστήριο, αποτελούσε χρέος του Κώστα Χ”Γαβριηλ και της εταιρείας του C.N.Hadjigavriel Stockbrokers Ltd προς την Εταιρεία, ανερχόταν στο ποσό των £5.481.205,20.

 

Ο Μάριος Νικολάου (ΜΚ5), λογιστής στην Εταιρεία, κατόπιν οδηγιών της εφεσείουσας και του εφεσείοντα, δεν καταχώρησε τις επιταγές με αριθμούς 90104805, 90104815 και 90104820 (Τεκμήρια 1/1, 1/2 και 1/3) στις καταστάσεις της εταιρείας (Τεκμήρια 1/10β και γ, 1/11α και γ, 1/12α και γ, 1/17-1/20 και 1/25-1/28), ούτε τη χρέωση της επιταγής με αριθμό 8205997 (Τεκμήριο 1/36) που είχε εκδοθεί προς όφελος της Εταιρείας, ενώ δεν χρεώθηκε ούτε το χαρτοφυλάκιο που διατηρείτο στην Εταιρεία για τις αγοραπωλησίες μετοχών του Μιχάλη Νικολάου (Τεκμήριο 1/34).

 

Περαιτέρω, κατά την παροχή πληροφοριών το Σεπτέμβριο, Οκτώβριο, Νοέμβριο και Δεκέμβριο 2001, η Εταιρεία, με καλυπτική επιστολή που υπογράφει η εφεσείουσα, απέστειλε στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και στο ΧΑΚ την κατάσταση καθαρού κεφαλαίου της Εταιρείας και τον ισολογισμό της Εταιρείας (μη εξελεγμένοι λογαριασμοί, καταστάσεις αποτίμησης χαρτοφυλακίου και χρονικής ανάλυσης χρεωστών, και το αναλυτικό ισοζύγιο), για κάθε περίοδο που έληξε στις 31.8.2001, 30.9.2001, 31.10.2001 και 30.11.2001. Πρόκειται για τα Τεκμήρια 1/17-1/20 (τα οποία στάληκαν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς) και τα Τεκμήρια 1/25-1/28 (τα οποία στάληκαν στο ΧΑΚ).  Η κατάσταση καθαρού κεφαλαίου της Εταιρείας που υποβλήθηκε για κάθε μια από τις ως άνω περιόδους ανερχόταν στα αντίστοιχα ποσά των £4.468.150, £3.847.154, £4.205.580 και £4.500.686.  Το χρέος του Κώστα Χ”Γαβριήλ και της εταιρείας C.N. Hadjigavriel Stockbrokers Ltd προς την Εταιρεία, που προέκυψε από τις επίδικες επιταγές και που ανερχόταν στο συνολικό ποσό των £5.481.205,20 υπερέβαινε, κατά τις ως άνω ημερομηνίες, το 50% [*328]των καθαρών κεφαλαίων της Εταιρείας.   Στις καταστάσεις Τεκμήρια 1/17-1/20 και 1/25-1/28 που στάληκαν, δεν υπάρχει οποιαδήποτε εγγραφή αναφορικά με τις επίδικες επιταγές για το συνολικό ποσό των £5.481.205,20, ενώ στις καταστάσεις ισολογισμού, οι χρεώστες παρουσιάζονται μειωμένοι κατά £5.481.205,20.  Το αναλυτικό ισοζύγιο είναι μέρος των λογιστικών βιβλίων της Εταιρείας και τηρείται ηλεκτρονικά όπως και οι καταστάσεις λογαριασμού, Τεκμήρια 1/10β και γ, 1/11α και γ, 1/12α και γ και 1/34.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο καταδίκασε τους εφεσείοντες στη βάση κυρίως της μαρτυρίας των μαρτύρων ΜΚ5 (Μάριος Νικολάου), ΜΚ6 (Μαίρη Νεοφύτου, Εσωτερική Ελέγκτρια της Εταιρείας), ΜΚ7 (Κατερίνα Κυριάκου, εγκεκριμένη λογιστής στην Εταιρεία από τον Μάρτιο 2000), και ΜΚ9 (Άλκης Πιερίδη, εγκεκριμένος λογιστής και λειτουργός στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς), η οποία μαρτυρία υποστήριξε ουσιαστικά, ότι η οφειλή που δημιουργήθηκε με τις επίδικες επιταγές έπρεπε να  φαίνεται στις καταστάσεις της Εταιρείας, Τεκμήρια 1/10β, 1/11α και 1/12α που αποτελούν μέρος των λογιστικών βιβλίων της Εταιρείας, και να είχε συμπεριληφθεί στους μη εξελεγμένους λογαριασμούς και στο αναλυτικό της ισοζύγιο, πράγμα που δεν έγινε. Πρωτόδικα, οι εφεσείοντες υποστήριξαν ότι οι επιταγές αφορούσαν δανειοδότηση προς τον Κ. Χ”Γαβριήλ από το Συγκρότημα και όχι από την Εταιρεία, γεγονός, είπαν, που αναδεικνύεται, μεταξύ άλλων, από το γραμμάτιο (Τεκμήριο 1/14) του Κώστα Χ”Γαβριήλ με το Συγκρότημα με το οποίο αναγνωρίζει ότι οφείλει στο Συγκρότημα το ποσό των £5.481.205,20,  ενώ οι πληρωμές μεταξύ του Συγκροτήματος και της Εταιρείας διευθετούντο μέσω intercompany account, λογαριασμό δηλαδή της κάθε μιας εταιρείας με την άλλη εταιρεία. Ισχυρισμό  τον οποίο το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε. Προωθήθηκε επίσης από τους εφεσείοντες ότι οι καταστάσεις λογαριασμού της Εταιρείας ήταν ορθές και περιλάμβαναν τις εγγραφές σε σχέση με τις επίδικες επιταγές, θέση που το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υποστηρίζεται από τα Τεκμήρια 1/10β, 1/11α, 1/12α και 1/34, 1/17-1/20 και 1/25-1/28, ενώ δεν δέχτηκε ούτε τη θέση των εφεσειόντων ότι  χειρόγραφες συμφιλιωτικές καταστάσεις που ετοίμασε ο ΜΚ5 (Τεκμήρια 1/10δ, 1/11δ και 12δ) είναι μέρος των βιβλίων της Εταιρείας και ότι σ’ αυτές συμπεριλαμβάνονται και οι επίδικες επιταγές. Οι εφεσείοντες αρνήθηκαν ότι υπέβαλαν ψευδείς δηλώσεις στο ΧΑΚ και στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ισχυριζόμενοι ότι το χρέος που δημιουργήθηκε με τις επίδικες επιταγές δεν έπρεπε να συμπεριληφθεί στις καταστάσεις της Εταιρείας Τεκμήρια 1/17-1/20 και 1/25-1/28, αφού αφορούσε χρέος προς το Συγκρότημα, σχετικά [*329]με το οποίο υπογράφηκε μεταξύ του Χ”Γαβριήλ και του Συγκροτήματος το γραμμάτιο, ενώ δεν είχαν οποιοδήποτε λόγο να προβούν σε ψευδείς δηλώσεις αφού το Συγκρότημα υπερκάλυπτε τα κεφάλαια με απλή διπλογραφία. Τις εν λόγω θέσεις το πρωτόδικο δικαστήριο επίσης απέρριψε. Δεν αποδέχτηκε ούτε τη μαρτυρία του Γιώργου Πίπη ΜΥ1, ο οποίος υποστήριξε ότι μετά που τον προσέγγισε ο εφεσείων τον Οκτώβριο 2001 αναφέροντας του ότι ο Χ”Γαβριήλ όφειλε «στην εταιρεία Λευκόνοικο» ποσό γύρω στα £5.500.000, συμφωνήθηκε να αγοράσει η εταιρεία του ΜΥ1, Lawford Ltd, μετοχές της εταιρείας του Χ”Γαβριήλ, C.N.H. Capital Markets Ltd, για το ποσό των £5.481.210, που αντιστοιχούσε στο χρέος του Χ”Γαβριήλ προς την εταιρεία Λευκόνοικο, το οποίο ανέλαβε να εξοφλήσει, πωλώντας μετοχές και καταβάλλοντας αντίστοιχα ποσά στην εταιρεία Λευκόνοικο, όπως και έγινε, λαμβάνοντας σχετική εξοφλητική απόδειξη.

 

Με τις συνεκδικασθείσες εφέσεις που οι δύο εφεσείοντες καταχώρησαν εγείρουν σχεδόν ταυτόσημους λόγους έφεσης κατά της καταδίκης και της ποινής.

 

Προβάλλεται ως λόγος έφεσης ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε αξιόπιστους τους ΜΚ6, ΜΚ7 και ΜΚ9. Οι εφεσείοντες παραπονούνται επίσης, ότι το δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε την ΜΚ6 ως εμπειρογνώμονα σε λογιστικά και ελεγκτικά θέματα, ενώ παράλληλα προσβάλλουν ως εσφαλμένη την κρίση του δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες και ο Γιώργος Πίπης (ΜΥ1) ήσαν αναξιόπιστοι.

 

Καθοδηγούμενο από τις αρχές που διέπουν την αξιολόγηση της μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων μαρτύρων, το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχτηκε με βάση τα ακαδημαϊκά τους προσόντα και πείρα ότι οι ΜΚ5, ΜΚ6, ΜΚ7 και ΜΚ9 ήταν εμπειρογνώμονες σε λογιστικά και ελεγκτικά θέματα, ενώ στη συνέχεια αποδέχτηκε και τη μαρτυρία τους, σημειώνοντας σχετικά ότι όλοι «έκαναν και καλή εντύπωση στο εδώλιο του μάρτυρα και η παρουσία των ενώπιον του Δικαστηρίου ήτο σοβαρή» και πως «εξήγησαν με επιστημονικό και απόλυτα κατανοητό τρόπο και προμήθευσαν το Δικαστήριο με τα αναγκαία επιστημονικά των κριτήρια πως κατέληξαν στα ευρήματα και συμπεράσματα των αναφορικά με τα Τεκμήρια 1/10α-δ, 1/11α-δ, 1/12α-δ και 1/34, την μη εγγραφή των εκδοθεισών επιταγών … και της επιταγής προς όφελος της Λευκόνοικο Χρηματιστηριακή Λτδ, όταν αυτή επεστράφη απλήρωτη…, τόσο στα Τεκμήρια 1/10β, 1/11α, 1/12α και 1/34 όσο και στα Τεκμήρια 1/17-1/20 και 1/25-1/28, τα οποία [*330]απεστάλησαν από τη Λευκόνοικο Χρηματιστηριακή Λτδ προς την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και το ΧΑΚ αντιστοίχως». Σημείωσε περαιτέρω πως η μαρτυρία των ως άνω μαρτύρων δεν κλονίστηκε κατά την αντεξέταση.

 

Είναι σαφώς νομολογημένο ότι θέματα αξιοπιστίας μαρτύρων ανήκουν βασικά στο πρωτόδικο δικαστήριο που έχει την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Το εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν διαπιστώσει πως η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων από το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν αυθαίρετη ή ολωσδιόλου λαθεμένη, ενόψει σταθερών στοιχείων που οδηγούν τη συνετή σκέψη σε αντίθετη κρίση (βλ. Νικολαΐδη ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 485). Εξετάσαμε με προσοχή όλα όσα ανάφεραν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εφεσειόντων, αλλά δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε στην κρίση του αναφορικά με την αξιοπιστία των ως άνω μαρτύρων.   Ειδικότερα για την ΜΚ6, στην οποία το Δικαστήριο βασίστηκε ιδιαίτερα, αναφορικά με τις αιτιάσεις των εφεσειόντων για την αποδοχή της ως εμπειρογνώμονα, δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην προσέγγιση του δικαστηρίου. Όπως είναι σαφώς νομολογημένο, η εμπειρογνωμοσύνη πάνω σε ένα θέμα δεν βασίζεται μόνο στα ακαδημαϊκά προσόντα του μάρτυρα αλλά και στην πραγματική εμπειρία που αποκτάται πάνω σε αυτό.  Στην προκείμενη περίπτωση, η ΜΚ6 είχε αναφέρει, χωρίς αυτό να αμφισβητηθεί κατά την αντεξέταση της ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, ότι έχει πτυχίο στα Οικονομικά και μεταπτυχιακό στο Management, Banking and Finance, ενώ πριν από την εργοδότηση της στην Εταιρεία τον Αύγουστο 2001, εργάστηκε για έξι χρόνια στην ελεγκτική υπηρεσία του Συνεργατισμού ως ελεγκτής, με καθήκοντα τον έλεγχο των λογιστικών βιβλίων των συνεργατικών εταιρειών. Κατέχει και ελεγκτικά-λογιστικά προσόντα “Accounting Higher” και “Auditing Higher”. Δεν εντοπίζουμε οτιδήποτε που να δημιουργεί την παραμικρή αμφιβολία για την καταλληλότητα της μάρτυρος να καταθέσει ως εμπειρογνώμονας για  λογιστικά και ελεγκτικά θέματα. Εν πάση περιπτώσει, η μαρτυρία των μαρτύρων αυτών και επί των δικών της όρων, δεν μπορεί να θεωρηθεί τρωτή από απόψεως αξιοπιστίας.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο, μετά από εκτενή παράθεση και ανάλυση της μαρτυρίας, έκρινε τους εφεσείοντες και τον ΜΥ1 αναξιόπιστους. Σημείωσε σχετικά με τον εφεσείοντα ότι άφησε πτωχή εικόνα στο εδώλιο του μάρτυρα και ήρθε στο δικαστήριο να θέσει την προσχεδιασμένη εκδοχή του. Αυτό προκύπτει, είπε, [*331]και από τις αντιφάσεις στις οποίες υπέπεσε, ενώ στη συνέχεια παραθέτει και σχολιάζει κάποιες θέσεις και αναφορές του εφεσείοντα. Για την εφεσείουσα και τον ΜΥ1, το πρωτόδικο δικαστήριο σημείωσε ότι δεν άφησαν εικόνα φιλαλήθους μάρτυρος, ενώ η εφεσείουσα υπέπεσε και σε ουσιώδεις και καίριες για το δικαστήριο αντιφάσεις. Σημειώνουμε ότι παρόλο που η εφεσείουσα με λόγο έφεσης προσβάλλει τα ευρήματα του δικαστηρίου αναφορικά και με τη δική της αξιοπιστία, δεν τον προώθησε στο διάγραμμα της και, ως εκ τούτου, δεν θα μας απασχολήσει.

 

Ο εφεσείων, παραπέμποντας σε διάφορα σημεία της μαρτυρίας σε συνάρτηση με την προσέγγιση του δικαστηρίου και τα ανάλογα συμπεράσματα του στις σελίδες 25 και 26 της πρωτόδικης απόφασης, ισχυρίζεται ότι το δικαστήριο καταλήγει σε εύρημα για αντιφάσεις στη μαρτυρία του αποδίδοντας του δηλώσεις που δεν βρίσκουν έρεισμα στα πρακτικά της διαδικασίας, ενώ θεωρεί άλλες δηλώσεις του αντιφατικές ή πέραν της λογικής, αγνοώντας ταυτόχρονα ότι σε παρόμοιες δηλώσεις είχαν προβεί και μάρτυρες κατηγορίας οι οποίοι όμως κρίθηκαν αξιόπιστοι. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται, μεταξύ άλλων, σε απόσπασμα από τη σελίδα 25 της πρωτόδικης απόφασης, με το οποίο, σύμφωνα με τον εφεσείοντα, το δικαστήριο εσφαλμένα του αποδίδει δήλωση ότι είχε δει το intercompany account, ενώ αυτό που είπε είναι ότι είδε το intercompany account μέσα στα management accounts. Παραθέτουμε αυτούσιο το εν λόγω απόσπασμα της απόφασης:

 

«Αναφορικά με την έκδοση των επιταγών η θέση του Κατηγορούμενου 1, ότι για τη δανειοδότηση του Κώστα Χ”Γαβριήλ, από λογιστικής άποψης χρεώθηκε ο λογαριασμός, το intercompany account της Λευκόνοικο Χρηματιστηριακή Λτδ. με το ποσό των £5,4 εκατομμυρίων διαπιστώνω και εδώ αντίφαση, αφού ενώ ο Κατηγορούμενος 1 ανέφερε ότι δεν γνώριζε για το intercompany account για τους μήνες Αύγουστο μέχρι Νοέμβριο 2001, διότι δεν παρουσιάστηκε ο λογαριασμός στο Δικαστήριο, αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι είχε δει από το Αύγουστο 2001 ότι το χρέος του Κώστα Χ”Γαβριήλ φαινόταν στο intercompany account».

 

Έχουμε μελετήσει τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας και διαπιστώνουμε ότι η ως άνω θέση τoυ συνηγόρου του εφεσείοντα δεν επιβεβαιώνεται από τα πρακτικά. Η αντίφαση που αποδίδει το δικαστήριο είναι σαφής και δεδομένη με αναφορά στη βασική θέση του εφεσείοντα ότι για τη δανειοδότηση χρεώ[*332]θηκε το intercompany account από το οποίο περνούσαν όλες οι συναλλαγές μεταξύ της Εταιρείας και του Συγκροτήματος και το οποίο είχε δει, και την απάντηση του στην αντεξέταση ότι δεν γνώριζε το υπόλοιπο των intercompany accounts για τους μήνες Αύγουστο μέχρι Νοέμβριο 2001 επειδή δεν είχαν παρουσιασθεί.   Η ουσία της αντίφασης έγκειται στη διατύπωση σαφούς θέσης γνώσης των intercompany accounts και στη συνέχεια άρνησης γνώσης των στοιχείων τους, με δεδομένο μάλιστα το εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο κατ’ ισχυρισμό διακανονισμός του χρέους μέσω του intercompany account με το Συγκρότημα «πουθενά δεν έχει καταγραφεί». Δεν διαπιστώνεται οποιοδήποτε σφάλμα στην προσέγγιση του δικαστηρίου ούτε σε σχέση με τις υπόλοιπες αιτιάσεις αναφορικά με την αξιοπιστία του εφεσείοντα και μάλιστα τέτοιας σημασίας που να δικαιολογεί την παρέμβαση μας.

 

Σε ό, τι αφορά τον ΜΥ1, είναι η θέση των εφεσειόντων ότι εντελώς αναιτιολόγητα το πρωτόδικο δικαστήριο τον έκρινε ως αναξιόπιστο. Δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε λόγο που να δικαιολογεί παρέμβαση μας. Εν πάση περιπτώσει, δεδομένης της κατάληξης κρίσης για αναξιοπιστία των Εφεσειόντων, η μαρτυρία του μάρτυρα αυτού ουδόλως βοηθά την υπεράσπιση τους.

 

Με άλλο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες προβάλλουν, σε σχέση με τις κατηγορίες 1-8, ότι δεν αποδείχθηκε το συστατικό στοιχείο της παράλειψης καταχώρησης ουσιώδους στοιχείου στα λογιστικά βιβλία της Εταιρείας. Διατείνονται, συναφώς, πως το πρωτόδικο δικαστήριο αγνόησε ότι οι επίδικες επιταγές ήταν καταχωρημένες στην κατάσταση λογαριασμού της τράπεζας (Τεκμήριο 1/10α) και σε χειρόγραφες συμφιλιωτικές καταστάσεις για τους μήνες Αύγουστο, Οκτώβριο και Δεκέμβριο του 2001 που ετοίμασε ο λογιστής της Εταιρείας Μ. Νικολάου (ΜΚ5) (Τεκμήρια 1/10δ, 1/11δ και 1/12δ αντίστοιχα) και οι οποίες, σύμφωνα με μαρτυρία που το πρωτόδικο δικαστήριο είχε ενώπιον του, προερχόμενη από τους Μάριο Νικολάου ΜΚ5, Μαίρη Νεοφύτου ΜΚ6 και Άλκη Πιερίδη ΜΚ9, φυλάσσονταν στο λογιστήριο της Εταιρείας και αποτελούσαν μέρος των βιβλίων της.

 

Αδυνατούμε να συμφωνήσουμε με την ως άνω θέση των εφεσειόντων. Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι στο βαθμό που ενδιαφέρει για την παρούσα απόφαση, τα Τεκμήρια 1/10δ, 1/11δ και 1/12δ είναι τρεις χειρόγραφες σημειώσεις. Στις πρώτες δύο, που αφορούν στον ουσιώδη για τις κατηγορίες χρόνο, αναγράφονται, μεταξύ άλλων, τα ονόματα «C.N. Hadjigavriel» και [*333]«Ηαdj» αντίστοιχα, και ακολούθως, στην ίδια γραμμή, το συνολικό ποσό των επίδικων επιταγών.   Καμία αναφορά δεν γίνεται στο ποσό της κάθε επιταγής ή στη συναλλαγή από την οποία προέρχεται το εν λόγω ποσό. Το πρωτόδικο δικαστήριο, απορρίπτοντας τη θέση των εφεσειόντων ότι οι επίδικες επιταγές συμπεριλαμβάνονται στις χειρόγραφες συμφιλιωτικές καταστάσεις που ετοίμασε ο Μάριος Νικολάου ΜΚ5 (Τεκμήρια 1/10δ, 1/11δ και 1/12δ)  και ότι αυτές – οι χειρόγραφες καταστάσεις - αποτελούν μέρος των βιβλίων της Εταιρείας σημείωσε, μεταξύ άλλων, έχοντας αποδεχτεί τη σχετική επί τούτου μαρτυρία του ΜΚ5, η αξιοπιστία του οποίου δεν προσβάλλεται με την έφεση, ότι ο σκοπός που αυτός ετοίμασε τα εν λόγω τεκμήρια ήταν για δική του χρήση, ώστε να φαίνεται ότι εκκρεμούσαν ως οφειλές προς την Εταιρεία τα ποσά των επίδικων επιταγών. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας, ερωτηθείς ευθέως κατά πόσο το Τεκμήριο 1/10δ αποτελούσε μέρος των λογιστικών βιβλίων, ο ΜΚ5 απάντησε «Απλά εγώ με αυτό, γνώριζα πως συμφωνούσε ο λογαριασμός» και πως τις σημειώσεις αυτές τις έκανε διότι ήθελε να γνωρίζει ποιες διαφορές υπάρχουν μεταξύ του υπολοίπου που δείχνει η τράπεζα και του υπολοίπου που δείχνει ο λογαριασμός της Εταιρείας.  Από προσεκτική δε εξέταση της μαρτυρίας της Μαίρης Νεοφύτου ΜΚ6 και του Αλκη Πιερίδη ΜΚ9 προκύπτει πως ούτε αυτοί  θεώρησαν ότι τα Τεκμήρια 1/10δ και 1/11δ αποτελούσαν μέρος των βιβλίων της Εταιρείας (βλ. μεταξύ άλλων, σελ. 81, 84 και 174 των πρακτικών της διαδικασίας).

 

Σημειώνουμε περαιτέρω σε ό,τι αφορά το Τεκμήριο 1/10α πως ο ΜΚ5 σε καμία περίπτωση δεν θεώρησε ότι αποτελεί μέρος των λογιστικών βιβλίων της Εταιρείας. Αντιθέτως, ερωτηθείς αν θεωρούσε ότι κάποιο από τα έγγραφα τεκμήρια 1/10α-1/10δ ανήκει στα λογιστικά βιβλία της Εταιρείας, υπέδειξε το τεκμήριο 1/10β εξηγώντας ότι πρόκειται για την κατάσταση του τρεχούμενου λογαριασμού της Εταιρείας στην Κεντρική Συνεργατική Τράπεζα και θεωρείται μέρος των βιβλίων της Εταιρείας διότι οι εγγραφές που γίνονται στην κατάσταση αυτή έχουν αντίκτυπο στο trial balance (αναλυτικό ισοζύγιο) της Εταιρείας, στο οποίο έπρεπε να φαίνονται οι χρεώστες της. Η δε ΜΚ6 υπέδειξε ότι το Τεκμήριο 1/10α είναι ο τρεχούμενος λογαριασμός της Εταιρείας στη Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα για τον Αύγουστο 2001, σε καμία όμως περίπτωση δεν ανέφερε, ούτε αυτή αλλά ούτε ο Άλκης Πιερίδης ΜΚ9 ότι το έγγραφο αυτό αποτελεί μέρος των βιβλίων της Εταιρείας, παρά μόνο αποτέλεσε και της ΜΚ6 η θέση ότι οι επίδικες επιταγές έπρεπε να είχαν περα[*334]στεί στο Τεκμήριο 1/10β. Σημειώνουμε συναφώς ότι αποτέλεσε και  θέση του εφεσείοντα κατά την πρωτόδικη διαδικασία πως το Τεκμήριο 1/10α δεν αποτελεί μέρος των λογιστικών βιβλίων της Εταιρείας.

 

Συναφές με το πιο πάνω, είναι η θέση των εφεσειόντων ότι τα Τεκμήρια 1/10α και 1/10δ εμπίπτουν στον ορισμό της λέξης «βιβλίο» όπως καθορίζεται από το ερμηνευτικό Άρθρο 2 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ.113, γεγονός που, κατά τους εφεσείοντες, το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη. Σχετικά με το τελευταίο, παρατηρούμε πως το πρωτόδικο δικαστήριο, στην απόφαση του, δεν προβαίνει σε καμία ερμηνεία του ορισμού της λέξης «βιβλίο», σε σχέση με τα Τεκμήρια 1/10α και 1/10δ. Είναι γεγονός ότι πρόκειται για ευρύ ορισμό ο οποίος περιλαμβάνει ουσιαστικά οποιοδήποτε έγγραφο. Ωστόσο, οι κατηγορίες 1-8 αφορούν στη μη καταχώρηση των επίδικων επιταγών στα «λογιστικά βιβλία» της Εταιρείας (η υπογράμμιση είναι δική μας), έννοια που συναρτάται προς την υποχρέωση της Εταιρείας δυνάμει του Άρθρου 141 του Κεφ.113, όπως ίσχυε κατά το χρόνο που ενδιαφέρει, να τηρεί «κατάλληλα» λογιστικά βιβλία σχετικά, μεταξύ άλλων, «με όλα τα ποσά χρημάτων που εισπράττονται και δαπανούνται από την Εταιρεία και τα θέματα σχετικά με τα οποία έγινε η είσπραξη και δαπάνη». Όπως εξήγησε ο ΜΚ9, «Τα βιβλία είναι εκείνα που καταγράφονται όλες οι συναλλαγές της Εταιρείας. Είναι οι χρεώσεις, πιστώσεις». Μια εταιρεία έχει υποχρέωση να κρατά βιβλία χρεωστών, αναφορικά με τους λογαριασμούς που αφορούν τις δραστηριότητες της. Τα δε βιβλία πρέπει να δείχνουν τη δίκαιη εικόνα της εταιρείας. Τα Τεκμήρια 1/10α και 1/10δ πόρρω απέχουν από του να εμπίπτουν στην έννοια των λογιστικών βιβλίων, όπως καθορίζεται στο Άρθρο 141 (ανωτέρω). Σύμφωνα δε με την αποδεκτή από το δικαστήριο μαρτυρία (βλ. μαρτυρία ΜΚ5, ΜΚ6, ΜΚ7 και ΜΚ9) οι επίδικες επιταγές έπρεπε να είχαν καταχωρηθεί μέσα από το λογισμικό σύστημα της Εταιρείας στην κατάσταση λογαριασμού για τον τρεχούμενο λογαριασμό της στην Κεντρική Συνεργατική Τράπεζα (Τεκμήρια 1/10β, 1/11α και 1/12α) αφού, όπως εξήγησε ο ΜΚ5 και έχει ήδη σημειωθεί πιο πάνω, οι εγγραφές που γίνονται στο λογαριασμό αυτό έχουν αντίκτυπο στο trial balance της Εταιρείας. Παρατηρούμε, επίσης, ότι, όπως σημειώνεται στην πρωτόδικη απόφαση, ήταν και του εφεσείοντα η θέση πως στο Τεκμήριο 1/10β θα έπρεπε να φαίνεται ότι είχαν «φύγει κάποια εκατομμύρια».

 

Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν περαιτέρω ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη το Άρθρο 143 του περί Εταιρειών [*335]Νόμου αγνοώντας έτσι ότι αυτό που ο νόμος επιβάλλει είναι όπως ο ισολογισμός (balance sheet) κάθε Εταιρείας, στο τέλος κάθε οικονομικού έτους, δίδει τη δίκαιη εικόνα της Εταιρείας και όχι αποσπασματικά κάθε βιβλίο της Εταιρείας σε κάθε χρονική στιγμή. Παρατηρούμε ότι ο εφεσείων δέχτηκε ουσιαστικά ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο επιβαλλόταν η καθημερινή ενημέρωση των λογιστικών αρχείων της Εταιρείας δυνάμει σχετικής εγκυκλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, μαρτυρία που το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά θεώρησε ότι αποτελούσε δήλωση εναντίον συμφέροντος του εφεσείοντα. Εξάλλου είναι αυτονόητο ότι οι σχετικές καταχωρήσεις στα λογιστικά βιβλία της Εταιρείας θα έπρεπε να γίνουν κατά το χρόνο που έγιναν οι συναλλαγές στις οποίες αναφέρονταν ώστε ο ισολογισμός της Εταιρείας να δείχνει την περιουσιακή και οικονομική της κατάσταση ανά πάσα στιγμή, ιδιαίτερα στην περίπτωση που τα βιβλία της Εταιρείας έχουν αντίκτυπο, όπως στην προκείμενη περίπτωση, στην ορθότητα των μηνιαίων καταστάσεων της Εταιρείας που υποβάλλονται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και στο ΧΑΚ. Η σημασία αυτή αναγνωρίστηκε άλλωστε και με την υποβληθείσα από το συνήγορο του εφεσείοντα θέση στην ΜΚ6 ότι η Εταιρεία «τηρούσε όλα τα λογιστικά βιβλία έτσι ώστε να παρουσιάζεται δίκαιη η εικόνα της Εταιρείας ανά πάσα στιγμή». Η εικόνα που παρουσίαζαν οι τελικοί λογαριασμοί της Εταιρείας κατά τη λήξη του έτους, την 31.12.2001, είναι άσχετη με την εικόνα που παρουσίαζαν τα λογιστικά βιβλία της Εταιρείας κατά το χρόνο στον οποίο αφορούν οι κατηγορίες, δεδομένου μάλιστα ότι χρησιμοποιήθηκαν ενδιάμεσες καταστάσεις οι οποίες υποβλήθηκαν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και στο ΧΑΚ..

 

Με άλλο λόγο έφεσης (λόγο 4), οι εφεσείοντες παραπονούνται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα τους καταδίκασε στις κατηγορίες 1-12 γιατί δεν αποδείχθηκε πως το χρέος του Κώστα Χ”Γαβριηλ ήταν προς την Εταιρεία. Η θέση των εφεσειόντων δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Τα ποσά στα οποία αναφέρονται η κατηγορίες προέκυψαν από τρεις επιταγές που εκδόθηκαν από την Εταιρεία και μία επιταγή που είχε εκδοθεί από εταιρεία του Κώστα Χ”Γαβριήλ προς όφελος της Εταιρείας σχετικά με αγοραπωλησίες μετοχών, και η οποία αφού αρχικά πιστώθηκε στον τρεχούμενο λογαριασμό της Εταιρείας, στη συνέχεια επιστράφηκε απλήρωτη με αποτέλεσμα να χρεωθεί ο τρεχούμενος λογαριασμός της, γεγονότα που από μόνα τους αναδείκνυαν την ύπαρξη χρέους προς την Εταιρεία σε σχέση με τις επιταγές.  Το δικαστήριο έδωσε πειστικούς λόγους γιατί δεν δεχόταν την αντίθετη θέση των εφεσειόντων, ότι δηλαδή το χρέος δεν ήταν [*336]προς την Εταιρεία αλλά προς το Συγκρότημα, επισημαίνοντας, μεταξύ άλλων, ότι κανένας από το Συγκρότημα αλλά ούτε και ο Κώστας Χ”Γαβριήλ επιβεβαίωσαν ότι το δάνειο έγινε μεταξύ του Συγκροτήματος και του Κώστα Χ”Γαβριήλ. Εύλογα δε διερωτάται το δικαστήριο γιατί εκδόθηκε η επιταγή, Τεκμήριο 1/1 προς την εταιρεία C.N.Hadjigavriel Stockbrokers Ltd αν το χρέος του Κώστα Χ”Γαβριήλ για το ποσό των £5.481.205,20 δεν ήταν προς την Εταιρεία αλλά προς το Συγκρότημα, αφού και το γραμμάτιο Τεκμήριο 1/14 έγινε, σύμφωνα με τους εφεσείοντες, με τον Χ”Γαβριήλ προσωπικά.  Δεν διαλανθάνει επίσης της προσοχής του Δικαστηρίου ότι σύμφωνα με τη μαρτυρία της ΜΚ6, η οποία έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο δικαστήριο, δεν υπήρχε καταχωρημένο στο intercompany account των δύο εταιρειών  οποιαδήποτε εγγραφή σχετικά με τις τέσσερεις επιταγές.  Θεωρούμε ότι δεν ευσταθούν τα παράπονα των εφεσειόντων. Εν πάση όμως περιπτώσει προκύπτει από την αποδεκτή από το δικαστήριο μαρτυρία  πως ακόμη και στην περίπτωση που το χρέος ήταν από τον Κώστα Χ”Γαβριηλ προς το Συγκρότημα, προεξάρχουσα σημασία έχει η καταχώρηση των επιταγών στα λογιστικά βιβλία της Εταιρείας και όχι η ταυτότητα του χρεώστη.  Σε τέτοια περίπτωση βέβαια, θα ήταν δυνατό να τροποποιηθούν οι κατηγορίες 9-12 ως προς τις λεπτομέρειες τους και, ειδικότερα, ως προς το όνομα του χρεώστη.

 

Προβάλλονται ως λόγοι έφεσης ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα καταδίκασε τους εφεσείοντες στις κατηγορίες 1-8 καθότι δεν αποδείχθηκε το συστατικό στοιχείο της πρόθεσης για καταδολίευση, ενώ εσφαλμένα καταδικάστηκαν στις κατηγορίες 9-12 για το λόγο ότι δεν αποδείχθηκε ένοχη σκέψη (mens rea).

 

Όπως έχει επανειλημμένα διακηρυχθεί στη νομολογία, η πρόθεση συνήθως δεν είναι δεκτική άμεσης απόδειξης και κατά κανόνα αναδεικνύεται ως εξυπακουόμενο γεγονός μέσα από τα παρουσιαζόμενα γεγονότα τα οποία αποτελούν τα ευρήματα του δικαστηρίου. Άτομο θεωρείται ότι έχει την πρόθεση να επιφέρει τα φυσιολογικά αποτελέσματα των πράξεων του (βλ. Ανδρονίκου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 486 και Στυλιανού ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 646).

 

Αποτελεί εύρημα του δικαστηρίου ότι ο ΜΚ5 έπρεπε να είχε συμπεριλάβει το χρέος του Κώστα Χ”Γαβριήλ και της εταιρείας C.N. Hadjigavriel Stockbrokers Ltd που δημιουργήθηκε με τις επίδικες επιταγές, στους χρεώστες της Εταιρείας, στους μη εξελεγμένους λογαριασμούς της, δηλαδή τις καταστάσεις λογαριασμού και [*337]στο αναλυτικό ισοζύγιο (trial balance) κάτω από τον τίτλο «local debtors», πράγμα το οποίο δεν έπραξε. Όπως εξήγησε σχετικά ο ΜΚ5 και αποδέχτηκε το δικαστήριο, η εφεσείουσα του έδωσε οδηγίες να μη καταχωρήσει τις επίδικες επιταγές στα βιβλία της εταιρείας, ενώ του είπε επίσης να μη συμπεριλάβει το χρέος που προέκυπτε από τις επίδικες επιταγές στους χρεώστες της Εταιρείας, γιατί θα δημιουργείτο πρόβλημα με τα καθαρά της κεφάλαια. Αφού το πρωτόδικο δικαστήριο σημείωσε με αναφορά σε αυθεντίες και νομολογία ότι το στοιχείο της καταδολίευσης δεν περιορίζεται στην πρόκληση οικονομικής βλάβης, απεφάνθη ότι με δεδομένο το εύρημα του ότι τα Τεκμήρια 1/17-1/20 και 1/25-1/28 απεστάλησαν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και το ΧΑΚ, ο σκοπός της καταδολίευσης προέκυπτε από την υποχρέωση του χρηματιστή δυνάμει του Άρθρου 38(1) του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου του 1993.

 

Σύμφωνα με την πρόνοια αυτή:

 

«…δεν επιτρέπεται σε Μέλος, του οποίου οι χρεώστες υπερβαίνουν σε αξία το ποσοστό του πενήντα επί τοις εκατόν (50%) του καθαρού του κεφαλαίου, να αποδέχεται ή να υποβάλλει προσφορά για χρηματιστηριακές συναλλαγές, όπως αυτές καθορίζονται στους Χρηματιστηριακούς Κανονισμούς·

(2) Μέλος που με οποιοδήποτε τρόπο ενεργεί κατά τρόπο που συνιστά παράβαση της πιο πάνω διάταξης υπόκειται σε άμεση αναστολή της άδειας άσκησης του επαγγέλματος του, μέχρις ότου ικανοποιηθεί το Συμβούλιο και την Επιτροπή ότι έχει συμμορφωθεί με την πιο πάνω υποχρέωση του».

 

Υπό το φως των πιο πάνω, δεν μας βρίσκει σύμφωνους η θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου της εφεσείουσας ότι η κατηγορούσα αρχή δεν παρουσίασε ίχνος μαρτυρίας από την οποία να εξάγεται το συμπέρασμα ότι η εφεσείουσα ενήργησε με σκοπό την καταδολίευση. Αντιθέτως, με τα πιο πάνω δεδομένα είμαστε ικανοποιημένοι, συμφωνώντας με το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι υπήρχε άμεση και περιστατική μαρτυρία σε σχέση με τις κατηγορίες 1-8 ότι η εφεσείουσα προέβηκε στη διάπραξη των αδικημάτων με σκοπό την καταδολίευση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και του ΧΑΚ. «Συνεπής» δε στην πρόθεση της να αποφύγει τη δημοσιοποίηση στο ΧΑΚ και στην Κεφαλαιαγορά της οφειλής που δημιουργήθηκε με την έκδοση των επίδικων επιταγών, ως όφειλε, η εφεσείουσα απέστειλε τις καταστάσεις Τεκμήρια 1/17-1/20 και 1/25-1/28 στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και στο ΧΑΚ οι οποίοι, όπως αποφάνθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο, [*338]εκτέλεσαν το δημόσιο καθήκον τους, αντίθετα από ό,τι όφειλαν, αφού δεν γνώριζαν ότι στα Τεκμήρια 1/17-1/20 και 1/25-1/28 δεν συμπεριλήφθηκε η οφειλή των £5.481.201,20 η οποία υπερέβαινε το 50% των καθαρών κεφαλαίων της εταιρείας. Είναι δε αδιάφορο για τους σκοπούς των αδικημάτων, αντικείμενο των κατηγοριών 9-12, ότι στο Άρθρο 38 δεν προβλέπεται οποιαδήποτε υποχρέωση παροχής πληροφοριών. Σημασία έχει η παροχή πληροφοριών ανεξάρτητα από το εάν αυτή γίνεται οικειοθελώς ή στη βάση οποιασδήποτε νομικής υποχρέωσης.

 

Στο διάγραμμα αγόρευσης του ο εφεσείων προβάλλει ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε μαρτυρία ενώπιον του δικαστηρίου που να τον εμπλέκει σε σχέση με τις οδηγίες της εφεσείουσας προς τον ΜΚ5. Η θέση του εφεσείοντα δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Αποτελεί εύρημα του δικαστηρίου, βασιζόμενο σε σχετική μαρτυρία του ΜΚ5, ότι ο τελευταίος δεν καταχώρησε τις τρεις επιταγές (Τεκμήρια 1/1, 1/2 και 1/3) καθώς και τη χρέωση της επιταγής προς όφελος της Εταιρείας (Τεκμήριο 1/36) στις καταστάσεις της Εταιρείας (Τεκμήρια 1/10β και γ, 1/11α και γ, 1/12α και γ και στα Τεκμήρια 1/17-1/20 και 1/25-1/28) κατόπιν οδηγιών της εφεσείουσας και του εφεσείοντα «ο οποίος ήταν ενήμερος» για το θέμα των επιταγών, εύρημα το οποίο δεν προσβάλλεται με την έφεση. Όπως δε το δικαστήριο σημείωσε περαιτέρω οι εφεσείοντες, οι οποίοι κατηγορούνταν και με βάση το Άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154, χειρίστηκαν αποκλειστικά οι ίδιοι το όλο θέμα των £5.481.205,20.

 

Άλλο παράπονο των εφεσειόντων αφορά στην απόφαση του δικαστηρίου να επιτρέψει την τροποποίηση των κατηγοριών 2 και 3 σε προχωρημένο στάδιο της διαδικασίας. Ισχυρίζονται, χωρίς αναφορά σε οτιδήποτε συγκεκριμένο, ότι η τροποποίηση επηρέασε δυσμενώς τα δικαιώματα τους. Η ανάγκη τροποποίησης φαίνεται να τέθηκε μετά από διαπίστωση του δικαστηρίου, αφού είχε ολοκληρωθεί η ακροαματική διαδικασία,  ότι στις λεπτομέρειες των κατηγοριών 2 και 3 το όνομα του προσώπου προς όφελος του οποίου εκδόθηκαν οι επίδικες επιταγές, διαφέρει με αυτό που αναγράφεται σε αυτές. Σύμφωνα με το δικαστήριο, επρόκειτο για τυπικό ελάττωμα. Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι οι επίδικες επιταγές είχαν κατατεθεί στο δικαστήριο χωρίς ένσταση, ενώ η δίκη διεξήχθη με αναφορά στις επιταγές αυτές. Προτού προβεί στην τροποποίηση, η οποία συνίστατο ουσιαστικά στην απάλειψη από τις λεπτομέρειες των κατηγοριών του ονόματος της εταιρείας C. N. HADGIGAVRIEL STOCKBROKER LTD και την αντικατάσταση του με το όνομα του Κώστα Χ”Γαβριήλ, το δικα[*339]στήριο ζήτησε τις θέσεις τόσο της Κατηγορούσας Αρχής όσο και της υπεράσπισης. Στη συνέχεια, το δικαστήριο προχώρησε να τροποποιήσει τις λεπτομέρειες, κρίνοντας ότι με την τροποποίηση δεν επηρεάζονταν τα δικαιώματα των εφεσειόντων, ενώ σημείωσε ταυτόχρονα πως για τις λεπτομέρειες των κατηγοριών ενδεχομένως να αρκούσε η υπάρχουσα αναφορά των αριθμών και του ποσού των επιταγών και ότι απλά επρόκειτο για εσφαλμένη περιγραφή  του ονόματος. Εξ ου, όπως παρατήρησε,  και κατά την ακρόαση ουδέποτε τέθηκε θέμα για το όνομα του δικαιούχου από την υπεράσπιση, παρά μόνο κατά το στάδιο των αγορεύσεων. Ερωτηθέντες δε οι συνήγοροι των εφεσειόντων, μετά που οι εφεσείοντες επανακατηγορήθηκαν στις συγκεκριμένες κατηγορίες και δεν παραδέχθηκαν, πώς προτίθενται να προχωρήσουν, και οι δύο δήλωσαν ότι δεν θα επανακλήτευαν μάρτυρες.

 

Υπό το φως των πιο πάνω, το παράπονο των εφεσειόντων κρίνεται εντελώς αβάσιμο.

 

Με άλλο λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες παραπονούνται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα δεν εξέτασε και δεν αξιολόγησε εισήγησή τους ότι «η δικαστική διαδικασία αποτελούσε προϊόν κατάχρησης της διαδικασίας». Φαίνεται πως το ζήτημα τέθηκε πρωτόδικα στα πλαίσια της αγόρευσης του συνηγόρου του εφεσείοντα, η οποία ήταν γραπτή. Δεν εντοπίζουμε κείμενο αγόρευσης στο φάκελο της διαδικασίας. Όπως αναπτύσσεται, όμως,  στο διάγραμμα του εφεσείοντα, ο λόγος αυτός έχει ως βάση κατ’ ισχυρισμόν παραλείψεις του ανακριτικού έργου, όπως μη λήψη καταθέσεων από μέλη τού - κατά τον ουσιώδη χρόνο - Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας και από τους ελεγκτές και νομικούς συμβούλους της, ενώ εγείρονται ερωτηματικά σε σχέση με την καθυστέρηση καταγγελίας της υπόθεσης στην Αστυνομία από την Εταιρεία και κατά πόσο η καταγγελία διαπνέεται από αλλότριους σκοπούς. Αποτέλεσμα τούτων, όπως ισχυρίζονται οι εφεσείοντες, ήταν να κληθούν να υπερασπισθούν κατηγορίες που αφορούν κατ’ ισχυρισμόν πράξεις που έλαβαν χώρα 8 χρόνια προηγουμένως.

 

Σχετικά με τα πιο πάνω ο εφεσείων στο διάγραμμα του παραπέμπει στις σελίδες 341 και 347 του συγγράμματος Archbold, 2002, όπου στη σελ. 341 υποστηρίζεται ότι στην περίπτωση που το δικαστήριο διαπιστώσει πως η συμπεριφορά της κατηγορούσας αρχής είναι τόσο κακή που δεν θα ήταν δίκαιο να δικαστεί ο κατηγορούμενος, η διαδικασία πρέπει να ανασταλεί, ενώ στη σελ.347 γίνεται αναφορά σε νομολογία, σύμφωνα με την οποία [*340]η καθυστέρηση στην καταγγελία δίνει έρεισμα στο ερώτημα, κατά πόσο ο κατηγορούμενος έχει καταδείξει, στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, ότι θα είναι αδύνατο να τύχει δίκαιας δίκης. Και στις δύο περιπτώσεις, το ζήτημα εξετάζεται, όπως φαίνεται από τη σχετική νομολογία στην οποία γίνεται αναφορά, στην έναρξη της διαδικασίας, με σκοπό, αν καταδειχθούν τα παράπονα του κατηγορούμενου, να καταργηθεί η δίκη. Η κάθε περίπτωση βέβαια, κρίνεται με βάση τα δικά της περιστατικά.

 

Στην προκείμενη περίπτωση, οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι η «παραπονούμενη», όπως τίθεται στο διάγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντα, στην υπεράσπιση της στην πολιτική αγωγή 3019/02 προβάλλει τη θέση ότι οι επιταγές αφορούν χρέος του Χ”Γαβριήλ προς το Συγκρότημα, ενώ θέση της στην παρούσα υπόθεση είναι πως το χρέος είναι προς την Εταιρεία, προβάλλοντας παράλληλα πως πρόκειται για «κλασσική περίπτωση κατάχρησης των διαδικασιών του Δικαστηρίου που σκοπό έχουν την επίτευξη αλλότριων σκοπών». Δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι έτσι έχουν τα πράγματα. Σημειώνουμε, κατ’ αρχάς ότι η Εταιρεία δεν φαίνεται να ήταν διάδικος στην ως άνω αγωγή, στην οποία εναγόμενοι ήταν το Συγκρότημα και άλλα πρόσωπα. Περαιτέρω, όπως έχουμε ήδη επισημάνει, η ουσία του πράγματος δεν είναι προς ποίον ο Χ”Γαβριήλ όφειλε το ποσό των επίδικων επιταγών, δηλαδή προς την Εταιρεία ή το Συγκρότημα, αλλά το γεγονός ότι αφ’ ης στιγμής για τα ποσά των επιταγών χρεώθηκε ο τραπεζικός λογαριασμός της Εταιρείας που τηρούσε με τη Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα Λτδ, οι ανάλογες καταχωρήσεις αναφορικά με τις επιταγές έπρεπε να φαίνονται και στα λογιστικά βιβλία της Εταιρείας.

 

Άλλη διάσταση του παραπόνου των εφεσειόντων, όπως έχει ήδη αναφερθεί πιο πάνω, αφορά στο γεγονός ότι κλήθηκαν να υπερασπιστούν κατηγορίες σχετικά με γεγονότα που έλαβαν χώρα 8 χρόνια προηγουμένως και χωρίς η Αστυνομία να λάβει επίκαιρες καταθέσεις από συγκεκριμένα πρόσωπα που κατονομάζουν. Οι εφεσείοντες δεν είναι ακριβείς στο παράπονό τους. Οι κατηγορίες αφορούν σε γεγονότα που έλαβαν χώρα το δεύτερο εξάμηνο του 2001, ενώ το κατηγορητήριο καταχωρήθηκε στις 12.7.2006. Η ακροαματική διαδικασία άρχισε στις 4.12.2007 και συμπληρώθηκε στις 11.11.2008, ενώ η απόφαση του δικαστηρίου εκδόθηκε στις 14.1.2009. Δεν έχουμε ικανοποιηθεί, με βάση τα ενώπιον μας στοιχεία, ότι οι εφεσείοντες επηρεάστηκαν κατά τη δίκη από την κατ’ ισχυρισμό παράλειψη της Αστυνομίας να πάρει «επίκαιρες», όπως τις χαρακτήρισαν οι εφεσείοντες, καταθέσεις ή ότι η δίκη που ακολούθησε μετά την καταχώρηση του κατηγορητηρίου δεν ήταν για τους εφεσείοντες δίκαιη. Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί.

 

Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται επίσης με παραπομπή στο Άρθρο 69Α του περί Αξιών Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου του 1993 [Ν.14(Ι)/1993] (στο εξής «ο Νόμος») ότι η οποιαδήποτε δίωξη δυνάμει του Άρθρου 69 του Νόμου είναι παράνομη και παράτυπη, καθότι η έγκριση που δόθηκε από τον Γενικό Εισαγγελέα αφορά σε ποινική δίωξη δυνάμει του Άρθρου 68*, ενώ καμία αναφορά δεν γίνεται στο Άρθρο 69. Σύμφωνα με το Άρθρο 69Α:

 

«Ποινική δίωξη για ποινικό αδίκημα δυνάμει του παρόντος Νόμου δεν ασκείται παρά μόνο από τον Γενικό Εισαγγελέα ή με την έγκριση του».

 

Το δικαστήριο, προσεγγίζοντας το θέμα, σημείωσε ότι το αδίκημα της ψευδούς δήλωσης καθορίζεται από το Άρθρο 68 του Νόμου στο οποίο αναφέρεται και η έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα. Έκρινε δε ότι το Άρθρο 69 του Νόμου «καθορίζει μόνο την ποινική και αστική ευθύνη σε συγκεκριμένα φυσικά πρόσωπα αναφορικά με την τέλεση αδικημάτων από το νομικό πρόσωπο». Συμφωνούμε με την προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου. Είναι προφανές τόσο από το λεκτικό του Άρθρου 69** όσο και από τον πλαγιότιτλο του ότι δεν δημιουργεί οποιοδήποτε αδίκημα, παρά μόνο καθορίζει την ποινική και αστική ευθύνη για αδικήματα τελούμενα από νομικό πρόσωπο. Το αδίκημα της ψευδούς δήλωσης δημιουργείτο από το Άρθρο 68 - όπως ήταν τότε - του Νόμου σε σχέση με το οποίο υπήρχε η απαραίτητη συγκατάθεση του Γενικού Ει[*342]σαγγελέα για την ποινική δίωξη των εφεσειόντων.

 

Οι εφεσείοντες παραπονούνται, επίσης, ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο τους καταδίκασε στις κατηγορίες 9-12, καθότι δεν αποδείχθηκε ότι συναίνεσαν ή συνέπραξαν με οποιοδήποτε τρόπο στη διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος, όπως προβλέπει το Άρθρο 69(1) του Ν.14(Ι)/1993, ενώ δεν αποδείχθηκε το συστατικό στοιχείο της παροχής πληροφορίας για σκοπούς του εν λόγω Νόμου ή των σχετικών κανονισμών. Επισημαίνουν πως δεν απορρέει τέτοια υποχρέωση παροχής πληροφορίας από το Άρθρο 38 του Νόμου 14(Ι)/1993 που υπέδειξαν οι μάρτυρες κατηγορίας Άγγελος Τρόπης (ΜΚ2), Λειτουργός λογιστηρίου στο ΧΑΚ, και Άλκης Πιερίδης (ΜΚ9) αλλά ούτε παρουσιάστηκαν οι εγκύκλιοι βάσει των οποίων τα μέλη του ΧΑΚ υπέβαλλαν, όπως ανέφερε ο ΜΚ2, πληροφορίες στο ΧΑΚ και στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σχετικά με τα καθαρά τους κεφάλαια. Ούτε αυτό το παράπονο των εφεσειόντων ευσταθεί.  Παρατηρούμε πως το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχτηκε τη μαρτυρία του ΜΚ2, ο οποίος υπέδειξε πως μέρος των καθηκόντων του ήταν ο έλεγχος των καταστάσεων καθαρού κεφαλαίου που υπέβαλλαν τα Μέλη στο ΧΑΚ σύμφωνα με το Άρθρο 38 του Νόμου, εξηγώντας ότι οι καταστάσεις υποβάλλονταν από όλα τα Μέλη, πάνω σε μηνιαία βάση, τότε, με σκοπό τον έλεγχο του κατά πόσο υπήρχε συμμόρφωση με τους σχετικούς κανονισμούς και νόμους του Χρηματιστηρίου. Δεν αμφισβητήθηκε από τους εφεσείοντες ότι υποβάλλονταν από όλα τα Μέλη τέτοιες καταστάσεις, ούτε ο σκοπός της υποβολής των, παρά μόνο η ύπαρξη νομικής υποχρέωσης για τέτοια υποβολή, αφού το μόνο που τέθηκε στον μάρτυρα ήταν ότι επρόκειτο για πρακτική που ακολουθήθηκε και ουδεμία τέτοια υποχρέωση είχαν τα Μέλη. Όπως έχουμε ήδη υποδείξει, είναι αδιάφορο το κατά πόσο η υποβολή των εν λόγω καταστάσεων εκ μέρους της Εταιρείας έγιναν στα πλαίσια νομικής υποχρέωσης ή πρακτικής. Σημασία έχει ο σκοπός της υποβολής των καταστάσεων ο οποίος, όπως προκύπτει από τη μαρτυρία του ΜΚ2, ήταν ο έλεγχος των μελών του ΧΑΚ σε σχέση με τις υποχρεώσεις τους που επιβάλλει ο Νόμος και οι Κανονισμοί. Ότι αυτός ήταν ο σκοπός υποβολής των συγκεκριμένων καταστάσεων προκύπτει και από τις οδηγίες της εφεσείουσας προς τον ΜΚ5 να μη συμπεριλάβει τις επιταγές στους χρεώστες της Εταιρείας γιατί θα είχε πρόβλημα με τα καθαρά της κεφάλαια, αφού σύμφωνα με το Άρθρο 38 του Νόμου, οι χρεώστες της Εταιρείας δεν έπρεπε να υπερβούν σε αξία το ποσοστό του 50% του καθαρού της κεφαλαίου, προκειμένου να μην ανασταλεί η άδεια ασκήσεως του επαγγέλματος της.

[*343]Οι εφεσείοντες εισηγούνται επίσης ότι δεν υπήρχε μαρτυρία ενώπιον του δικαστηρίου που να αποδεικνύει ότι η Εταιρεία τέλεσε οποιοδήποτε αδίκημα. Ούτε αυτή η εισήγηση μας βρίσκει σύμφωνους. Αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι ο εφεσείων ήταν Διευθύνων Σύμβουλος και η εφεσείουσα Οικονομική Διευθύντρια της Εταιρείας. Το πρωτόδικο δικαστήριο, με βάση τα γεγονότα αυτά και την υπαγωγή των ευρημάτων του, αποφάνθηκε ότι το αδίκημα τελέσθηκε από την Εταιρεία με την αποστολή των Τεκμηρίων 1/17-1/20 και 1/25-1/28, στο όνομα της οποίας απεστάλησαν. Ούτε το παράπονο του εφεσείοντα ότι δεν συνδέθηκε το όνομα του με την παροχή των πληροφοριών στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ευσταθεί, για τους λόγους που έχουμε ήδη εξηγήσει σε σχέση με τον αποκλειστικό χειρισμό από τον ίδιο μαζί με την εφεσείουσα, του θέματος των επιταγών. Θα προσθέταμε μόνο ότι, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της διαδικασίας και σημειώνεται στην απόφαση του δικαστηρίου, ο εφεσείων ανέφερε αντεξεταζόμενος πως η εφεσείουσα για τα καθήκοντα της έπαιρνε οδηγίες από τον ίδιο. Περαιτέρω, από αναδρομή μας στη μαρτυρία του διαφαίνεται ότι ήταν με δικές του οδηγίες που η εφεσείουσα είχε την ευθύνη για την ετοιμασία και αποστολή των καταστάσεων αυτών.

 

Τέλος, οι εφεσείοντες παραπονούνται ότι η ποινή που επιβλήθηκε στις κατηγορίες 1-4 και 9-12 είναι εκδήλως υπερβολική. Στην αιτιολογία των σχετικών λόγων έφεσης ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα δεν απέδωσε την αρμόζουσα βαρύτητα στο γεγονός ότι οι εφεσείοντες δεν αποκόμισαν οποιοδήποτε όφελος, ότι ουδείς υπέστη οποιαδήποτε ζημιά, στη  παρέλευση μεγάλου χρόνου καθώς και στις προσωπικές και οικονομικές συνθήκες των εφεσειόντων, ενώ επέβαλε ποινές και/ή το ίδιο ύψος ποινής στις κατηγορίες 1-4, όπως και στις κατηγορίες 9-12. Καθόσον αφορά τις κατηγορίες 9-12 οι εφεσείοντες προβάλλουν επίσης ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την αρχή της ισότητας και το γεγονός ότι η Εταιρεία δεν ήταν κατηγορούμενη.

 

Αυτός ο λόγος έφεσης αναπτύσσεται στο διάγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντα, όπου και παραπονείται και για την καθυστέρηση στην εκδίκαση της έφεσης, η οποία καταχωρήθηκε στις 3.2.2009 και ορίστηκε για πρώτη φορά για ακρόαση στις 17.1.2012.

 

Τα αδικήματα που οι εφεσείοντες διέπραξαν, όπως επισήμανε και το πρωτόδικο δικαστήριο,  διασαλεύουν την εμπορική πίστη και τις συναλλαγές οι οποίες είναι απαραίτητες για τη λειτουργία του χρηματοοικονομικού μας συστήματος. Ιδιαίτερα, όταν διαπράττονται από επαγγελματίες, ελεγκτές και λογιστές αντιστοίχως, όπως οι εφεσείοντες, από τους οποίους αναμένεται να ασκούν το επάγγελμα τους στο ακέραιο, διαφυλάττοντας μέσω της δικής τους επίβλεψης και επιτήρησης, την ορθή λειτουργία του χρηματοοικονομικού μας συστήματος.

 

Το δικαστήριο υπέδειξε, με αναφορά σε νομολογία*, πως για αδικήματα αυτής της φύσης η μόνη αρμόζουσα ποινή είναι αυτή της φυλάκισης. Σημείωσε δε ότι, παρόλο που οι εφεσείοντες στην προκείμενη περίπτωση δεν επωφελήθηκαν του ποσού των £5.481.205,20, με τις πράξεις τους - οι οποίες στόχευαν και έπληξαν το θεσμό του ΧΑΚ και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς που προστατεύουν και εποπτεύουν τα χρηματιστηριακά θέματα του τόπου μας - κατέστησαν το ποσό αυτό αόρατο για αρκετό χρονικό διάστημα.

 

Το δικαστήριο στην απόφαση του στάθμισε τους διάφορους παράγοντες που προσμετρούν στην επιμέτρηση της ποινής, αποδίδοντας τη δέουσα σημασία στη σοβαρότητα των αδικημάτων, ενώ σημείωσε παράλληλα πως ακόμα και όταν υπάρχει ανάγκη για την επιβολή αποτρεπτικής ποινής, δεν παραγνωρίζονται οι ελαφρυντικοί παράγοντες και η ανάγκη για εξατομίκευση της ποινής.

 

Το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα από τη διάπραξη των αδικημάτων το 2001 μέχρι την 26.1.2009, ημερομηνία επιβολής της ποινής, απασχόλησε ιδιαίτερα το δικαστήριο. Σημείωσε συναφώς με αναφορά στη σχετική επί του θέματος νομολογία ότι εφόσον η καθυστέρηση δεν οφείλεται αποκλειστικά στον κατηγορούμενο απολήγει να είναι ένας σοβαρά μετριαστικός παράγοντας. Όπως αναφέρθηκε και στην υπόθεση Girolami v. Italy 1991 series A, No.196 E 55, το εύλογο του χρόνου κρίνεται υπό το φως των συγκεκριμένων συνθηκών και περιστάσεων κάθε υπόθεσης. Θα πρέπει να γίνεται συνολική αντίκρυση της καθυστέρησης που παρουσιάστηκε στη διάγνωση της ποινικής ευθύνης κατηγορουμένου (βλ. επίσης Χαραλαμπίδη ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 330). Το δικαστήριο διαπίστωσε σε σχέση με την υπό κρίση υπόθεση, η οποία καταχωρήθηκε στις 12.7.2006, ότι είχε εκδικαστεί εντός του αναμενόμενου και εύλογου χρόνου και, ως εκ τούτου, δεν υπήρχε υπό τις περιστάσεις υπέρμετρη [*345]καθυστέρηση. Ενώ, ούτε για το διαρρεύσαντα χρονικό διάστημα από το 2001, που διαπράχθηκαν τα αδικήματα, μέχρι τις 28.2.2005, που καταγγέλθηκε από την Εταιρεία η υπόθεση στην Αστυνομία, μπορούσαν οι εφεσείοντες να επικαλούνται καθυστέρηση, καθότι, τουλάχιστον μερικώς, η καθυστέρηση προκλήθηκε από τη συμπεριφορά των εφεσειόντων και τη φύση των αδικημάτων που διέπραξαν, αφού η παράλειψη καταχώρησης του ποσού των επιταγών διαπιστώθηκε, ουσιαστικά, μετά που η Εταιρεία έλαβε επιστολή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ημερ. 21.12.2004, και ακολούθησε έρευνα από την ΜΚ6, κατόπιν σχετικής εντολής της Εταιρείας. Για τη διερεύνηση δε της υπόθεσης από την Αστυνομία, όπως σημειώνει το πρωτόδικο δικαστήριο, «μιλά από μόνος του ο αριθμός των καταθέσεων και γενικά των τεκμηρίων που κατατέθησαν στο Δικαστήριο».

 

Βέβαια, παρά τις διαπιστώσεις του δικαστηρίου δεν έπαυε, όπως το ίδιο σημείωσε, να υπάρχει αντικειμενική καθυστέρηση επτά και πλέον ετών μέχρι την επιβολή της ποινής. Έχει νομολογηθεί ότι, εκτός από τις περιπτώσεις όπου θεωρείται απόλυτα αναγκαίο, είναι ανεπιθύμητη η επιβολή ποινής φυλάκισης μετά από παρέλευση μακρού χρόνου από την ημέρα της διάπραξης του αδικήματος (Βλ. Γενικός Εισαγγελέας κ.ά. ν. Πότση κ.ά. (2000) 2 Α.Α.Δ. 252, Γενικός Εισαγγελέας ν. Βαρνάβα (1999) 2 Α.Α.Δ. 638 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Γεωργίου (2001) 2 Α.Α.Δ. 272). Ορθά δε το δικαστήριο έκρινε, λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη προς όφελος των εφεσειόντων τον διαρρεύσαντα από την επιβολή της ποινής χρόνο, ότι η ποινή φυλάκισης ως η μόνη αρμόζουσα ποινή μπορούσε υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης να αποφευχθεί.

 

Σε ό,τι αφορά τη θέση των εφεσειόντων ότι η Εταιρεία δεν ήταν κατηγορούμενη, είναι γεγονός ότι η μη δίωξη ή αναστολή της δίωξης εναντίον ενός των συνεργών δεν αναιρεί το έγκλημα, ούτε απαλλάσσει το δικαστήριο από την υποχρέωση επιβολής της πρέπουσας ποινής στους συνεργούς που καταδικάζονται. Επενεργεί όμως ως παράγοντας μετριαστικός της ποινής, κατά τρόπο ώστε να απαμβλύνει την ανισοσκέλεια στη μεταχείριση των παραβατών και να μετριάζει το αίσθημα αδικίας το οποίο, αναπόφευκτα, προκαλεί η άνιση μεταχείριση. Στην προκείμενη περίπτωση όμως δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι η τυχόν δίωξη και συνακόλουθη ποινική ευθύνη της Εταιρείας θα αποτελούσε απόρροια των πράξεων των ίδιων των εφεσειόντων, ενεργούντων εκ μέρους της, και δεν είναι νοητό οι εφεσείοντες να επιδιώκουν τώρα να επωφεληθούν επικαλούμενοι τη [*346]μη δίωξη της εταιρείας ως ξεχωριστής νομικής οντότητας.

 

Θεωρούμε ότι οι αιτιάσεις των εφεσειόντων αναφορικά με την ποινή όπως έχουμε εξηγήσει πιο πάνω είναι ανεδαφικές. Το πρωτόδικο δικαστήριο  απέδωσε τη δέουσα βαρύτητα σε όλους τους παράγοντες που απαριθμούν στην έφεση τους. Η δε ποινή που επιβλήθηκε, στα πλαίσια των δεδομένων, ήταν ορθή και απόλυτα ισορροπημένη. Δεν παραγνωρίζουμε ότι υπήρξε καθυστέρηση και στην εκδίκαση της έφεσης, η οποία φαίνεται, κατά κύριο λόγο, να οφείλεται στη μη έγκαιρη ετοιμασία των πρακτικών της πρωτόδικης διαδικασίας. Το γεγονός αυτό όμως από μόνο του και χωρίς άλλο, δεν είναι αρκετό για να δικαιολογήσει επέμβαση μας στην επιβληθείσα από το δικαστήριο ποινή.

 

Οι εφέσεις απορρίπτονται.

 

Οι εφέσεις απορρίπτονται.

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο