ECLI:CY:AD:2014:B126

(2014) 2 ΑΑΔ 108

[*108]20 Φεβρουαρίου, 2014

 

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π., ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]

 

ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ ΜΙΧΑΗΛ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,

 

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 25/2012)

 

 

Καταδολίευση εξ’ αποφάσεων πιστωτών ― Νόμος του 2008 (60(I)/2008) ως έχει τροποποιηθεί ― Άρθρο 4(3) ― Κατά πόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε δικαίωμα να εκδώσει διάταγμα προς είσπραξη των οφειλομένων δόσεων ως χρηματικής ποινής, χωρίς να έχει υπάρξει αίτηση από διάδικο ― Επέμβαση Εφετείου.

 

Η έφεση στράφηκε εναντίον πρωτόδικης απόφασης, με την οποία ο εφεσείων καταδικάστηκε σε ποινική υπόθεση αναφορικά με αδίκημα πράξης καταδολίευσης εξ αποφάσεως πιστωτή, σύμφωνα με το νόμο 60(Ι)/2008.

 

Ο εφεσείων εξ αποφάσεως οφειλέτης προς την εφεσίβλητη, δυνάμει αποφάσεως εκδοθείσας σε αγωγή Επαρχιακού Δικαστηρίου, διετάχθη στο πλαίσιο εκείνης της υπόθεσης, να πληρώνει το ποσό της απόφασης με δόσεις £500 το μήνα (ισοδύναμο με €854,30) από το 2004.

 

Στο κατηγορητήριο περιελήφθησαν 22 συνολικά κατηγορίες που αφορούσαν στις ημερομηνίες από 1.9.2008 μέχρι 1.5.2010 ως προς τις αντίστοιχες δόσεις.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

Λόγος έφεσης:

 

Εσφαλμένα δεν ελήφθη εισήγηση για ύπαρξη autrefois acquit λόγω προηγούμενης αποσυρθείσας ποινικής υπόθεσης με το ίδιο αντικείμενο.

[*109]Αποφασίστηκε ότι:

 

Δεν ετίθετο θέμα δεδικασμένου ή autrefois acquit, εφόσον η υπόθεση εκείνη δεν είχε προχωρήσει και απεσύρθη με άδεια του Δικαστηρίου ώστε η οποιαδήποτε κατάληξη της υπόθεσης, να μην ισοδυναμούσε με αθώωση.

 

Λόγος έφεσης:

 

Ύπαρξη κατάχρησης διαδικασίας με την καταχώρηση δεύτερης υπόθεσης.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε και αυτή την εισήγηση, θεωρώντας ότι εν πάση περιπτώσει δεν υπήρξε τέτοια έντονη ταλαιπωρία και καταπίεση του κατηγορούμενου που να μπορούσε να δικαιολογήσει συμπέρασμα καταχρήσεως της διαδικασίας.

 

2.  Δεδομένου ότι η πρώτη υπόθεση δεν είχε προχωρήσει σε στάδιο ακρόασης (ήταν ορισμένη για απόδειξη) και εφόσον είχε δοθεί άδεια του Δικαστηρίου για την απόσυρσή της και ο εφεσίβλητος επανήλθε πολύ σύντομα μετά, προφανώς για λόγους που αφορούσαν στην ελαττωματικότητα του πρώτου κατηγορητηρίου, δεν υπήρχε έδαφος για να εξεταστεί περαιτέρω θέμα κατάχρησης της διαδικασίας.

 

Λόγος έφεσης:

 

Ήταν εσφαλμένη η πρωτόδικη διαπίστωση ως προς το ποσό που οφειλόταν:

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Το ζητούμενο εδώ δεν ήταν το οποιοδήποτε συνολικό ποσό του  χρέους κατά την ημέρα της ακρόασης, αλλά το κατά πόσο οι εν λόγω δόσεις είχαν ή όχι καταβληθεί, και δεν υπήρχε ο,τιδήποτε που να έδειχνε ότι η δήλωση των δόσεων και η κατάληξη του Δικαστηρίου ως προς αυτές, ήταν λανθασμένη.

 

2.  Το ίδιο ίσχυε ως προς εισήγηση που αφορούσε στο υπόλοιπο, αφού το μόνο που ενδιέφερε ήταν η διαπίστωση της παράλειψης καταβολής των δόσεων και το γεγονός ότι ακόμα δεν είχαν πληρωθεί.

 

Λόγος έφεσης:

[*110]Αναφορικά με την αξιοπιστία της μαρτυρίας η οποία προήλθε από την εφεσίβλητη Τράπεζα:

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

Εκείνο που ενδιέφερε ως προς συγκεκρινένη μάρτυρα από την εφεσίβλητη Τράπεζα, ήταν η αναφορά της μάρτυρος στην ύπαρξη της δικαστικής αποφάσεως και του διατάγματος των μηνιαίων δόσεων και δεν είχε οποιαδήποτε σημασία η αναφορά της στο θέμα της προηγούμενης υπόθεσης.

 

Λόγος έφεσης:

 

Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα προς είσπραξη των οφειλομένων δόσεων ως χρηματικής ποινής, χωρίς να έχει υπάρξει αίτηση από διάδικο στην προκείμενη περίπτωση, διότι τούτο δεν εκδίδεται αυτεπαγγέλτως ή υποχρεωτικώς, παρά μόνο κατόπιν αιτήσεως και αίτηση δεν είχε υποβληθεί:

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Το θέμα ρυθμίζεται ρητώς και σαφώς διά νόμου και οι πρόνοιες του νόμου έπρεπε να τηρηθούν.

 

2.  Εφόσον δεν είχε υπάρξει αίτηση προς είσπραξη των οφειλομένων δόσεων ως χρηματικής ποινής, το Δικαστήριο δεν είχε δικαίωμα να εκδώσει το διάταγμα.

 

3.  Δεν είναι τυπικής φύσεως η πρόνοια αυτή αλλά ουσιαστική, εφόσον η αίτηση η οποία μπορεί να υποβληθεί, θα κριθεί αναλόγως των συνθηκών οι οποίες θα τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου και αφορούν όχι μόνο στην επιλογή της υποβολής αίτησης αλλά και στην κρίση του Δικαστηρίου επί αυτής.

 

4.  Περαιτέρω, προέκυπτε θέμα ενδεχόμενης ένστασης του καταδικασθέντος, ώστε το Δικαστήριο να πρέπει να ασκήσει δικαστική κρίση.

 

5.  Πέραν τούτου, και λαμβανομένων υπόψη όλων των παραμέτρων που έπρεπε να σταθμισθούν, υπήρχε και το θέμα της ενδεχόμενης αναστολής εκτελέσεως που προβλέπεται στο νόμο. Όλα αυτά μπορούν να εξετασθούν μόνο εφόσον υποβληθεί αίτηση.

 

Η έφεση επιτράπηκε ως προς την πιο πάνω πτυχή, με έξοδα.

[*111]Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.

 

Έφεση από τον Κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Παπαπέτρου-Φούρναρη, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 5605/10), ημερομηνίας 20/10/11.

 

Σ. Ζαννούππας, για τον Εφεσείοντα.

 

Λ. Μαυρίκιος, για την Εφεσίβλητη.

 

Εx tempore

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου δίδεται από τον Χατζηχαμπή, Π.

 

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π.: Ο εφεσείων, εξ αποφάσεως οφειλέτης προς την εφεσίβλητη δυνάμει αποφάσεως εκδοθείσας σε αγωγή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, στη συνέχεια διετάχθη να πληρώνει το ποσό της απόφασης με δόσεις £500 το μήνα (ισοδύναμο με €854.30) από το 2004. Την 31.5.2010 κατεχωρήθη εναντίον του ποινική υπόθεση σε συνάρτηση με αδίκημα πράξης καταδολίευσης εξ αποφάσεως πιστωτή σύμφωνα με το νόμο 60(Ι)/2008.

 

Στο κατηγορητήριο περιελήφθησαν 22 συνολικά κατηγορίες που αφορούσαν τις ημερομηνίες από 1.9.2008 μέχρι 1.5.2010 ως προς τις αντίστοιχες δόσεις. Καταδικασθείς, ο εφεσείων άσκησε την ενώπιόν μας έφεση.

 

Ένα θέμα το οποίο απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο και τίθεται και ενώπιόν μας στα πλαίσια της έφεσης συναρτάται προς την καταχώρηση προηγούμενης υπόθεσης εναντίον του εφεσείοντα πανομοιότυπης με εκείνη στην οποία αναφερθήκαμε η οποία κατεχωρήθη μόλις τρεις μήνες πριν από την υπόθεση αυτή και η οποία αφορούσε και πάλι την παράλειψη του να καταβάλει τις εν λόγω δόσεις. Η υπόθεση αυτή, καταχωρηθείσα τον Φεβρουάριο του 2010, ορίστηκε για τις 15.4.2010 και αναβληθείσα για τις 15.5.2010, απεσύρθη την ημέρα εκείνη με άδεια του Δικαστηρίου εφόσον τούτο εζητήθη από τον κατήγορο. Ήταν η θέση του εφεσείοντα, όπως είναι και ενώπιόν μας, ότι η απόσυρση και απόρριψη αυτής της υπόθεσης συνιστά ουσιαστικά δεδικασμένο, υπό τη μορφή μάλιστα του autrefois acquit, ώστε να μην ήταν επιτρεπτό για τον κατήγορο να επανέλθει με δεύτερο κατηγορητήριο το οποίο αφορά την προκείμενη έφεση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο [*112]απέρριψε την αναφορά αυτή η οποία παρατηρούμε έγινε στα πλαίσια της υπεράσπισης και όχι στο στάδιο της απαντήσεως. Εν πάση περιπτώσει, δεν τίθεται θέμα δεδικασμένου ή autrefois acquit, εφόσον η υπόθεση εκείνη δεν είχε προχωρήσει και απεσύρθη με άδεια του δικαστηρίου ώστε η οποιαδήποτε κατάληξη της υπόθεσης να μην ισοδυναμούσε με αθώωση.

 

Άλλη εισήγηση, στις ίδιες ουσιαστικά παραμέτρους, ήταν ότι η καταχώρηση δεύτερης υπόθεσης ισοδυναμούσε με κατάχρηση της διαδικασίας και θα έπρεπε ο εφεσείων να είχε αθωωθεί σε αυτή τη βάση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε και αυτή την εισήγηση, θεωρώντας ότι εν πάση περιπτώσει δεν υπήρξε τέτοια έντονη ταλαιπωρία και καταπίεση του κατηγορούμενου  που να μπορούσε να δικαιολογήσει συμπέρασμα καταχρήσεως της διαδικασίας. Δεν έχουμε λόγο να παρέμβουμε με την κατάληξη αυτή του Δικαστηρίου και θεωρούμε ότι, υπό τις συνθήκες που η πρώτη υπόθεση δεν είχε προχωρήσει σε στάδιο ακρόασης (όπως μας ελέχθη ήταν ορισμένη για απόδειξη) και εφόσον είχε δοθεί άδεια του δικαστηρίου για την απόσυρσή της και ο εφεσίβλητος επανήλθε πολύ σύντομα μετά προφανώς για λόγους που αφορούσαν την ελαττωματικότητα του πρώτου κατηγορητηρίου, δεν υπάρχει έδαφος για να εξετάσουμε περαιτέρω θέμα κατάχρησης της διαδικασίας.

 

Ο εφεσείων ήγειρε σειρά άλλων λόγων έφεσης που αφορούν την ιδίαν την ουσία της υπόθεσης και δη ως προς την αδυναμία πτυχών της απόφασης. Μια εισήγηση ότι υπήρξε λανθασμένη διαπίστωση ως προς το ποσό που οφείλετο, δηλαδή €75.120,98, δεν μας απασχολεί ιδιαίτερα εφόσον το ζητούμενο εδώ δεν ήταν το οποιοδήποτε συνολικό ποσό του χρέους κατά την ημέρα της ακρόασης αλλά το κατά πόσο οι εν λόγω δόσεις είχαν ή όχι καταβληθεί, και δεν υπήρχε ο,τιδήποτε που να δείχνει ότι η δήλωση των δόσεων και η κατάληξη του Δικαστηρίου ως προς αυτές ήταν λανθασμένη. Το ίδιο ισχύει ως προς εισήγηση που αφορούσε το υπόλοιπο, αφού το μόνο που ενδιαφέρει ήταν η διαπίστωση της παράλειψης καταβολής των δόσεων και το γεγονός ότι ακόμα δεν είχαν πληρωθεί.

 

Άλλος λόγος έφεσης που αφορά ότι λανθασμένα το Δικαστήριο απεδέχθη την δήλωση χρέους διέπεται από παρανόηση διότι εδώ δεν πρόκειται για διακρίβωση χρέους επί γεγονότων αλλά για αποδεδειγμένο χρέος που προκύπτει από δικαστική απόφαση. Τούτο, όπως και το διάταγμα για πληρωμή των μηνιαίων δόσεων, που προέκυπταν από τα τεκμήρια 1 και 2, δεν παρείχε έδαφος για ο,τιδήποτε άλλο.

[*113]Υπάρχει λόγος έφεσης που αφορά την αξιοπιστία της μαρτυρίας η οποία προήλθε από την εφεσίβλητη Τράπεζα και βασίζεται ουσιαστικά στο ότι η μάρτυς αρνήθηκε ότι υπήρξε προηγούμενη ποινική υπόθεση (τα υπόλοιπα που λέγονται ως προς υπεκφυγές και ψεύδη ουδόλως τεκμηριώνονται). Τα πρακτικά όμως δείχνουν ότι η μάρτυς όχι μόνο δεν αρνήθηκε την ύπαρξη προηγούμενης ποινικής υποθέσεως αλλά δήλωσε άγνοια σχετικά, παραπέμποντας στο ότι είχαν δοθεί οδηγίες στους δικηγόρους να προωθήσουν το θέμα με υπόθεση. Ό,τι είχε ακολουθήσει προφανώς δεν ήταν στα πλαίσια της γνώσης της και η πορεία της προηγούμενης υπόθεσης δεν προσφέρεται ως θέμα που να μπορούσε να αναδείξει αναξιοπιστία. Εν πάση περιπτώσει, εκείνο που ενδιαφέρει ως προς την μάρτυρα αυτή ήταν η αναφορά της στην ύπαρξη της δικαστικής αποφάσεως και του διατάγματος των μηνιαίων δόσεων και δεν είχε οποιαδήποτε σημασία η αναφορά της στο θέμα της προηγούμενης υπόθεσης.

 

Άλλες εισηγήσεις για απαγόρευση ερωτήσεων σχετικά με άλλους εναγόμενους δεν έχουν ο,τιδήποτε να κάμουν με την υπόθεση. Το ίδιο ισχύει για λόγο έφεσης που αφορά κατά πόσο οιονδήποτε ποσό είχε πληρωθεί από άλλο εναγόμενο ή άλλο πρόσωπο. Θα παρατηρήσουμε εδώ συναφώς ότι ουδεμία μαρτυρία προσεκομίσθη εν πάση περιπτώσει από τον εφεσείοντα που να εδείκνυε ότι θα μπορούσε να αναδειχθεί ως επίδικο θέμα κάτι τέτοιο. Ωσαύτως, δεν μας αφορά το κατά πόσο προηγούμενες δόσεις, πριν δηλαδή από τις ημερομηνίες που αφορά το κατηγορητήριο, μπορούσαν να εισπραχθούν ή όχι. Καταλήγοντας, δεν βλέπουμε για ποιο λόγο θα μπορούσε να αμφισβητηθεί ότι τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος, όπως τα διαπίστωσε το Δικαστήριο, τεκμηριώνοντο επί των γεγονότων.

 

Πέραν της ουσίας της απόφασης, ο εφεσείων ήγειρε και ένα άλλο θέμα, εκείνο της εκδόσεως διατάγματος πληρωμής του ποσού που διεπιστώθη σε σχέση με τις εν λόγω δόσεις. Το Δικαστήριο επέβαλε μια πολύ επιεική ποινή προστίμου €20 σε κάθε μια από δύο κατηγορίες, θεωρώντας ότι δεν έπρεπε να επιβάλει ποινή στις υπόλοιπες ενόψει του ότι είχε παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα από την υποχρέωση του εφεσείοντα να καταβάλει τις δόσεις του. Προχώρησε όμως να εκδώσει διάταγμα είσπραξης των οφειλόμενων δόσεων συμποσούμενο σε €18.794,62, ως προβλέπεται στο νόμο και δη στο Άρθρο 4(3). Είναι η θέση του εφεσείοντα όμως, ότι κακώς το Δικαστήριο εξέδωσε το εν λόγω διάταγμα στην προκείμενη περίπτωση διότι τούτο δεν εκδίδεται αυτεπαγγέλτως ή υποχρεωτικώς παρά μόνο κατόπιν αιτήσεως, και αίτησις δεν είχε [*114]υποβληθεί. Ανατρέχοντας στο σχετικό άρθρο διαπιστώνουμε ότι πράγματι προβλέπεται ότι:

 

«4.(3) Το δικαστήριο σε περίπτωση καταδίκης δυνάμει  της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) του Άρθρου 3, εκδίδει, εφόσον υποβληθεί αίτηση προς τούτο, διάταγμα είσπραξης των οφειλομένων δόσεων του εκ δικαστικής αποφάσεως χρέους, ως χρηματικής ποινής, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου ή οιουδήποτε άλλου νόμου καταργούντος ή τροποποιούντος τούτο. Το δικαστήριο κατά την έκδοση του εν λόγω διατάγματος δύναται να διατάξει την αναστολή της εκτέλεσής του για περίοδο μέχρι έξι μήνες.»

 

Δεν υπάρχει τρόπος να υπερβούμε την σαφή πρόνοια του νόμου με την εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου για την εφεσίβλητη ότι το Δικαστήριο εν πάση περιπτώσει έχει δικαίωμα αυτεπαγγέλτως να εκδώσει τέτοιο διάταγμα. Εδώ το θέμα ρυθμίζεται ρητώς και σαφώς διά νόμου και οι πρόνοιες του νόμου πρέπει να τηρηθούν. Εφόσον δεν είχε υπάρξει αίτηση προς είσπραξη των οφειλομένων δόσεων ως χρηματικής ποινής, το Δικαστήριο δεν είχε δικαίωμα να εκδώσει το διάταγμα. Δεν είναι τυπικής φύσεως η πρόνοια αυτή αλλά ουσιαστική, εφόσον η αίτηση η οποία μπορεί να υποβληθεί θα κριθεί αναλόγως των συνθηκών οι οποίες θα τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου και αφορούν όχι μόνο την επιλογή της υποβολής αίτησης αλλά και την κρίση του Δικαστηρίου επί αυτής. Περαιτέρω, προκύπτει θέμα ενδεχόμενης ένστασης του καταδικασθέντος ώστε το Δικαστήριο να πρέπει να ασκήσει δικαστική κρίση. Πέραν τούτου, και λαμβανομένων υπόψη όλων των παραμέτρων που πρέπει να σταθμισθούν, υπάρχει και το θέμα της ενδεχόμενης αναστολής εκτελέσεως που προβλέπεται στο νόμο. Όλα αυτά μπορούν να εξετασθούν μόνο εφόσον υποβληθεί αίτηση.

 

Για τους λόγους αυτούς θεωρούμε ότι η έφεση πρέπει να επιτύχει ως προς αυτή τη πτυχή και είναι απορριπτέα ως προς τα λοιπά. Επιτυγχάνει ως προς τούτο και παραμερίζεται το διάταγμα για είσπραξη των οφειλομένων δόσεων υπό μορφή χρηματικής ποινής. Δεν θα διαταράξουμε την πρωτόδικη διαταγή για έξοδα αλλά θα δώσουμε έξοδα στον εφεσείοντα για την έφεση η οποία επιτυγχάνει ως προς αυτό το λόγο. Εκδίδεται διαταγή για €900 έξοδα χωρίς Φ.Π.Α. υπέρ του εφεσείοντα.

 

Η έφεση επιτρέπεται ως προς την πιο πάνω πτυχή, με έξοδα.



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο