ECLI:CY:AD:2016:B558

(2016) 2 ΑΑΔ 1346

[*1346]20 Δεκεμβρίου, 2016

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]

 

ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

CITI PRINCIPAL INVESTMENTS LTD,

 

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 160/2014)

 

 

Καταδολίευση πιστωτών ― Κατά πόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενώ αποδέχτηκε πως ο εφεσείων είναι πτωχεύσας, άνεργος και βρισκόταν σε οικονομική αδυναμία για να συμμορφωθεί με την καταβολή των μηνιαίων δόσεων, εσφαλμένα εξέδωσε και διάταγμα πληρωμής των οφειλόμενων μηνιαίων δόσεων ― Επικύρωση ύψους επιβληθείσας χρηματικής ποινής.

 

Καταδολίευση πιστωτών ― Παράλειψη καταβολής προς τον εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτή οποιασδήποτε δόσης για λόγο άλλο από οικονομική ή φυσική αδυναμία συνιστά ποινικό αδίκημα ― Άρθρο 3(1)(γ) του περί Καταδολίευσης των εκ Δικαστικής Αποφάσεως Πιστωτών Νόμου 60(Ι)/2008 ― Αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος ― Εφαρμοστέες αρχές ― Βάρος απόδειξης ― Άρθρο 3(4)(γ) ― Εναπόκειται στον οφειλέτη να αποδείξει ότι έχει μεταβληθεί η οικονομική του κατάσταση από την ημερομηνία έκδοσης του εν λόγω διατάγματος ή ότι έχει υποβάλει αίτηση στο Δικαστήριο για τροποποίηση ή αναστολή του διατάγματος. 

 

Δυνάμει αποφάσεως Επαρχιακού Δικαστηρίου ο εφεσείων οφείλει στην εφεσίβλητη το ποσό των €9.437,53 με τόκο 8% ετησίως από 25.2.2002 μέχρι 14.10.2008 και 5,5% από 15.10.2008 μέχρι εξοφλήσεως, πλέον €1.412,12 συν ΦΠΑ έξοδα.

 

Η εφεσίβλητη επιχείρησε ανεπιτυχώς να εισπράξει το λαβείν της με ένταλμα κινητών, πλην όμως στις 16.3.2011 πέτυχε να εκδοθεί εκ συμφώνου διάταγμα εναντίον του εφεσείοντα για αποπληρωμή του εκ δικαστικής αποφάσεως χρέους του με μηνιαίες δόσεις εκ [*1347]€170,00 έκαστης από 1.7.2011 μέχρι εξοφλήσεως.

 

Παρά το γεγονός όμως ότι το διάταγμα εκδόθηκε εκ συμφώνου, ο εφεσείων ουδεμία δόση κατέβαλε με αποτέλεσμα, στις 10.10.2012, η εφεσίβλητη να καταχωρήσει εναντίον του την ποινική υπόθεση 1120/2012 προσάπτοντας του επτά (7) κατηγορίες για παράλειψη πληρωμής των επτά πρώτων μηνιαίων δόσεων, κατά παράβαση των Άρθρων 2, 3(1)(γ), 3(2), 4(2) και (3) του περί Καταδολίευσης των εκ Δικαστικής Αποφάσεως Πιστωτών Νόμου 60(Ι)/2008.

 

Η υπόθεση, λόγω της άρνησης των κατηγοριών εκ μέρους του εφεσείοντα, οδηγήθηκε σε ακρόαση, στο πλαίσιο της οποίας ο εφεσείων προέβαλε ως υπεράσπιση οικονομική αδυναμία να συμμορφωθεί στο προαναφερθέν διάταγμα λόγω ριζικής αλλαγής της οικονομικής και επαγγελματικής του κατάστασης από τον Ιούνιο του 2011, πλην όμως το πρωτόδικο Δικαστήριο τον έκρινε ένοχο σε όλες τις κατηγορίες και αφενός του επέβαλε για κάθε κατηγορία πρόστιμο €30 και αφετέρου εξέδωσε εναντίον του διάταγμα πληρωμής των οφειλόμενων δόσεων  συμποσούμενων σε €1.190.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

α)  Το συμπέρασμα ενοχής στο οποίο κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι προϊόν παρερμηνείας του άρθρου 3(1)(γ) του Νόμου σ΄ ό,τι αφορούσε τόσο στην αντικειμενική (actus reus) όσο και την υποκειμενική (mens rea) υπόσταση του αδικήματος.

 

β)  Ήταν εσφαλμένη η έκδοση διατάγματος καταβολής των οφειλόμενων δόσεων καθότι δεν είχε υποβληθεί αίτηση για έκδοση τέτοιου διατάγματος και/ή η έκδοση του εν λόγω διατάγματος και οι περαιτέρω ποινές προστίμου ήταν υπερβολικές, άδικες και επαχθείς.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Σύμφωνα με το Άρθρο 3(1)(γ) του Νόμου η παράλειψη καταβολής προς τον εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτή οποιασδήποτε δόσης για λόγο άλλο από οικονομική ή φυσική αδυναμία συνιστά ποινικό αδίκημα.

 

2.  Στην υπό κρίση περίπτωση η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος είχε στοιχειοθετηθεί με την προσαγωγή αδιαμφισβήτητης μαρτυρίας ότι ο εφεσείων (α) είναι εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτης με πιστωτή την εφεσίβλητη, (β) δεν είχε εξοφλήσει το χρέος του, (γ) αποδέκτηκε να το εξοφλήσει με μηνιαίες δόσεις και [*1348]στη βάση αυτή εκδόθηκε σχετικό διάταγμα και (δ) παρέλειψε να καταβάλει οποιαδήποτε δόση κατά την ημερομηνία πληρωμής που είχε διαταχθεί από το Δικαστήριο.

 

3.  Στη βάση αυτή ό,τι παρέμεινε για το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν η στοιχειοθέτηση και της υποκειμενικής υπόστασης του αδικήματος, για την οποία ο Νόμος αναγνωρίζει στον οφειλέτη την Υπεράσπιση της οικονομικής ή φυσικής αδυναμίας.

 

4.  Επί του προκειμένου δεν μπορεί να υποστηριχτεί βάσιμα - όπως είναι ο ισχυρισμός του εφεσείοντα - ότι το βάρος απόδειξης για τη μη ύπαρξη οικονομικής ή φυσικής αδυναμίας το έχει ο πιστωτής εφόσον το ζήτημα αυτό εμπίπτει αποκλειστικά στη γνώση του οφειλέτη.

 

5.  Κατά συνέπεια το υπό συζήτηση  βάρος απόδειξης, ως Υπεράσπιση, ήταν επί των ώμων του εφεσείοντα το οποίο μπορούσε να αποσείσει στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων.

 

6.  Ζήτημα για το οποίο και ο ίδιος ο Νόμος (Άρθρο 3(4)(γ)) είναι σαφής, προνοώντας ότι εναπόκειται στον οφειλέτη να αποδείξει ότι «έχει μεταβληθεί η οικονομική του κατάσταση από την ημερομηνία έκδοσης του εν λόγω διατάγματος ή ότι έχει υποβάλει αίτηση στο Δικαστήριο για τροποποίηση ή αναστολή του διατάγματος».

 

7.  Με ό,τι όμως ο εφεσείων πρόβαλε πρωτοδίκως απέτυχε να το αποσείσει.

 

8.  Σ’ ότι αφορούσε στους δύο περαιτέρω λόγους έφεσης, ο Νόμος δεν προνοεί τον τύπο και χρόνο υποβολής της αναφερόμενης στο Άρθρο 4(3) αίτησης, η οποία στην υπό κρίση περίπτωση υποβλήθηκε προφορικώς στο στάδιο των αγορεύσεων.

 

9.  Ανεξαρτήτως όμως του τύπου ή χρόνου υποβολής της αίτησης φαίνεται πως επί της ουσίας το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέπεσε σε σφάλμα.

 

10. Και αυτό καθότι ενώ αποδέχτηκε πως ο εφεσείων «. είναι πτωχεύσας, άνεργος και (βρισκόταν σε) οικονομική αδυναμία για να συμμορφωθεί με την καταβολή των μηνιαίων δόσεων» εντούτοις εξέδωσε και διάταγμα πληρωμής των οφειλόμενων μηνιαίων δόσεων.

 

11. Επρόκειτο για πρόδηλο σφάλμα το οποίο δικαιολογούσε την επέμβαση του Εφετείου προς ακύρωση του σχετικού διατάγματος.

[*1349]12.  Αναφορικά με το ύψος της χρηματικής ποινής των €30 που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα σε εκάστη των 7 κατηγοριών που κρίθηκε ένοχος, η ποινή προστίμου των €30 για κάθε μία από τις 7 κατηγορίες στις οποίες κρίθηκε ένοχος, τού επιβλήθηκε αφού προσμετρήθηκαν προς όφελός του όλοι οι μετριαστικοί παράγοντες.

 

13. Με την επισήμανση ότι η ποινή του επιβλήθηκε όχι για την οικονομική του δυσπραγία κατά το χρόνο επιβολής της, αλλά για την παράλειψη του να αποπληρώσει τις δόσεις κατά το χρόνο που είχε την οικονομική δυνατότητα να το πράξει.

 

14. Κάτω απ’ αυτά τα δεδομένα το ύψος της ποινής του προστίμου που του επιβλήθηκε δεν θα μπορούσε να κριθεί άδικο και υπερβολικό ώστε να δικαιολογείτο επέμβαση του Εφετείου σε ένα τομέα που κατ’ εξοχήν εμπίπτει στην εξουσία του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Η έφεση επέτυχε μερικώς χωρίς έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Ευαγγέλου ν. Κωστάκης Κουρέας & Υιός Λτδ (2005) 2 Α.Α.Δ. 415,

 

Οικονομίδης ν. Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων (1989) 2 Α.Α.Δ. 235,

 

Ζίττης ν. ΣΕΔΙΓΕΠ ΛΥΣΗΣ ΛΤΔ (2016) 2 Α.Α.Δ. 247, ECLI:CY:AD:2016:B140.

 

Έφεση κατά Καταδίκης και Ποινής.

 

Έφεση από τον Καταδικασθέντα εναντίον των αποφάσεων του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Παρπόττα, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 1120/2012), ημερομηνίας 18/6/2014 και 14/7/2014.

 

Εφεσείων αυτοπροσώπως.

 

Λ. Δικωμίτη (κα), για την Εφεσίβλητη.

 

Cur. adv. vult.

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Χριστοδούλου, Δ..

[*1350]ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Δυνάμει αποφάσεως του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερ. 7.4.2009 στην αγωγή 1586/2002, ο εφεσείων οφείλει στην εφεσίβλητη το ποσό των €9.437,53 με τόκο 8% ετησίως από 25.2.2002 μέχρι 14.10.2008 και 5,5% από 15.10.2008 μέχρι εξοφλήσεως, πλέον €1.412,12 συν ΦΠΑ έξοδα.

 

Η εφεσίβλητη επιχείρησε ανεπιτυχώς να εισπράξει το λαβείν της με ένταλμα κινητών, πλην όμως στις 16.3.2011 πέτυχε να εκδοθεί εκ συμφώνου διάταγμα εναντίον του εφεσείοντα για αποπληρωμή του εκ δικαστικής αποφάσεως χρέους του με μηνιαίες δόσεις εκ €170,00 έκαστης από 1.7.2011 μέχρι εξοφλήσεως.

 

Παρά το γεγονός όμως ότι το διάταγμα εκδόθηκε εκ συμφώνου ο εφεσείων ουδεμία δόση κατέβαλε με αποτέλεσμα, στις 10.10.2012, η εφεσίβλητη να καταχωρήσει εναντίον του την ποινική υπόθεση 1120/2012 προσάπτοντας του επτά (7) κατηγορίες για παράλειψη πληρωμής των επτά πρώτων μηνιαίων δόσεων, κατά παράβαση των Άρθρων 2, 3(1)(γ), 3(2), 4(2) και (3) του περί Καταδολίευσης των εκ Δικαστικής Αποφάσεως Πιστωτών Νόμου του 2008 (Ν.60(Ι)/2008, στο εξής ο Νόμος) και των Άρθρων 2 και 90 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 6.

 

Η υπόθεση, λόγω της άρνησης των κατηγοριών εκ μέρους του εφεσείοντα, οδηγήθηκε σε ακρόαση, στο πλαίσιο της οποίας ο εφεσείων προέβαλε ως υπεράσπιση οικονομική αδυναμία να συμμορφωθεί στο προαναφερθέν διάταγμα λόγω ριζικής αλλαγής της οικονομικής και επαγγελματικής του κατάστασης από τον Ιούνιο του 2011, πλην όμως το πρωτόδικο Δικαστήριο τον έκρινε ένοχο σε όλες τις κατηγορίες και αφενός του επέβαλε για κάθε κατηγορία πρόστιμο €30 και αφετέρου εξέδωσε εναντίον του διάταγμα πληρωμής των οφειλόμενων δόσεων – περιόδου 1.7.2011 μέχρι και 1.1.2012 – συμποσούμενων σε €1.190.

 

Ο εφεσείων θεωρεί εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση σε όλες της τις πτυχές, διατυπώνοντας με τους δύο πρώτους λόγους έφεσης ότι το συμπέρασμα ενοχής στο οποίο κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι προϊόν παρερμηνείας του Άρθρου 3(1)(γ) του Νόμου σ’ ό,τι αφορά τόσο την αντικειμενική (actus reus) όσο και την υποκειμενική (mens rea) υπόσταση του αδικήματος, ενώ με τους περαιτέρω δύο λόγους έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η έκδοση διατάγματος καταβολής των οφειλόμενων δόσεων καθότι δεν είχε υποβληθεί αίτηση για έκδοση τέτοιου διατάγματος και/ή η έκδοση του εν λόγω διατάγματος και οι περαιτέρω ποινές προστίμου είναι υπερβολικές, άδικες και επαχθείς.

Οι προαναφερθέντες λόγοι έφεσης συνοδεύονται από (σχετικά) εκτεταμένη αιτιολογία, την οποία υιοθέτησε ο εφεσείων κατά την επ’ ακροατηρίω συζήτηση της υπόθεσης καθότι ο συνήγορος του απεσύρθη στο μεταξύ, ενώ η εφεσίβλητη τους αντίκρουσε με διάγραμμα αγόρευσης.

 

Όπως προκύπτει από την αιτιολογία των δύο πρώτων λόγων έφεσης, το σφάλμα που αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο συνίσταται στο ότι μετέθεσε το βάρος απόδειξης σε σχέση με την οικονομική ή φυσική του αδυναμία του εφεσείοντα να καταβάλει τις δόσεις στον ίδιο ενώ, όπως προβάλλεται, το υπό αναφορά βάρος ήταν επί των ώμων της εφεσίβλητης η οποία απέτυχε να το αποσείσει.

 

Αντίθετη βεβαίως είναι η θέση της εφεσίβλητης, η οποία με αναφορά στις Ευαγγέλου ν. Κωστάκης Κουρέας & Υιός Λτδ (2005) 2 Α.Α.Δ. 415 και Οικονομίδης ν. Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων (1989) 2 Α.Α.Δ. 235, καθώς επίσης και στις πρόνοιες του Άρθρου 3(1)(γ) υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με τη διατύπωση της θέσης ότι με τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου είχε στοιχειοθετηθεί τόσο η αντικειμενική όσο και η υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος.

 

Οι υπό συζήτηση λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν.

 

Σύμφωνα με το Άρθρο 3(1)(γ)* του Νόμου η παράλειψη καταβολής προς τον εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτή οποιασδήποτε δόσης για λόγο άλλο από οικονομική ή φυσική αδυναμία συνιστά ποινικό αδίκημα.

 

Στην υπό κρίση περίπτωση η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος είχε στοιχειοθετηθεί με την προσαγωγή αδιαμφισβήτητης μαρτυρίας ότι ο εφεσείων (α) είναι εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτης με πιστωτή την εφεσίβλητη, (β) δεν είχε εξοφλήσει το χρέος του, (γ) αποδέκτηκε να το εξοφλήσει με μηνιαίες δόσεις και στη βάση αυτή εκδόθηκε σχετικό διάταγμα και (δ) παρέλειψε να καταβάλει οποιαδήποτε δόση κατά την ημερομηνία πληρωμής που είχε διαταχθεί από το Δικαστήριο. Στη βάση αυτή ό,τι παρέμεινε για το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν η στοιχειοθέτηση και της υποκειμενικής υπόστασης του αδικήματος, για την οποία ο Νόμος αναγνωρίζει στον οφειλέτη την Υπεράσπιση της οικονομικής ή φυσικής αδυναμίας. Επί του προκειμένου δεν μπορεί να υποστηριχτεί βάσιμα – όπως είναι ο ισχυρισμός του εφεσείοντα – ότι το βάρος απόδειξης για τη μη ύπαρξη οικονομικής ή φυσικής αδυναμίας το έχει ο πιστωτής εφόσον το ζήτημα αυτό εμπίπτει αποκλειστικά στη γνώση του οφειλέτη (βλ. Ζίττης ν. ΣΕΔΙΓΕΠ Λύσης Λτδ (2016) 2 Α.Α.Δ. 247, ECLI:CY:AD:2016:B140). Κατά συνέπεια το υπό συζήτηση βάρος απόδειξης, ως Υπεράσπιση, ήταν επί των ώμων του εφεσείοντα το οποίο μπορούσε να αποσείσει στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων. Ζήτημα για το οποίο και ο ίδιος ο Νόμος (Άρθρο 3(4)(γ))* είναι σαφής, προνοώντας ότι εναπόκειται στον οφειλέτη να αποδείξει ότι «έχει μεταβληθεί η οικονομική του κατάσταση από την ημερομηνία έκδοσης του εν λόγω διατάγματος ή ότι έχει υποβάλει αίτηση στο Δικαστήριο για τροποποίηση ή αναστολή του διατάγματος». Με ό,τι όμως ο εφεσείων πρόβαλε πρωτοδίκως απέτυχε να το αποσείσει και επομένως οι υπό συζήτηση λόγοι έφεσης κρίνονται ανεδαφικοί και απορρίπτονται.

 

Σ’ ότι αφορά τους δύο περαιτέρω λόγους έφεσης να παρατηρήσουμε κατ’ αρχάς ότι ο Νόμος δεν προνοεί τον τύπο και χρόνο υποβολής της αναφερόμενης στο Άρθρο 4(3)** αίτησης, η οποία στην υπό κρίση περίπτωση υποβλήθηκε προφορικώς στο στάδιο των αγορεύσεων. Ανεξαρτήτως όμως του τύπου ή χρόνου υποβο[*1353]λής της αίτησης φαίνεται πως επί της ουσίας το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέπεσε σε σφάλμα. Και αυτό καθότι ενώ αποδέχτηκε πως ο εφεσείων «… είναι πτωχεύσας, άνεργος και (βρισκόταν σε) οικονομική αδυναμία για να συμμορφωθεί με την καταβολή των μηνιαίων δόσεων» εντούτοις εξέδωσε και διάταγμα πληρωμής των οφειλόμενων μηνιαίων δόσεων. Πρόκειται κατά την άποψή μας για πρόδηλο σφάλμα το οποίο δικαιολογεί την επέμβαση του Εφετείου προς ακύρωση του σχετικού διατάγματος.

 

Σ’ ό,τι τέλος αφορά τη χρηματική ποινή των €30 που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα σε εκάστη των 7 κατηγοριών που κρίθηκε ένοχος, προβάλλεται ότι το ύψος του προστίμου που του επιβλήθηκε είναι άδικο και υπερβολικό ενόψει της οικονομικής του ανεπάρκειας και ενόψει τούτου το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια ώστε να μη του επιβάλει οποιαδήποτε ποινή.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αντέτεινε η συνήγορος της εφεσίβλητης, κατά την επιβολή της ποινής έλαβε υπόψη του προς όφελος του εφεσείοντα όλους τους ελαφρυντικούς παράγοντες και η ποινή που του επέβαλε είναι πολύ επιεικής.

 

Δεν συμφωνούμε με τον εφεσείοντα. Η ποινή προστίμου των €30 για κάθε μία από τις 7 κατηγορίες στις οποίες κρίθηκε ένοχος, τού επιβλήθηκε αφού προσμετρήθηκαν προς όφελός του όλοι οι μετριαστικοί παράγοντες. Με την επισήμανση ότι η ποινή του επιβλήθηκε όχι για την οικονομική του δυσπραγία κατά το χρόνο επιβολής της, αλλά για την παράλειψη του να αποπληρώσει τις δόσεις κατά το χρόνο που είχε την οικονομική δυνατότητα να το πράξει.  Κάτω απ’ αυτά τα δεδομένα δεν θεωρούμε ότι το ύψος της ποινής του προστίμου που του επιβλήθηκε θα μπορούσε να κριθεί άδικο και υπερβολικό ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του Εφετείου σε ένα τομέα που κατ’ εξοχήν εμπίπτει στην εξουσία του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Έπεται ότι ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Κατ’ ακολουθία των πιο πάνω η έφεση επιτυγχάνει μερικώς και το εκδοθέν διάταγμα πληρωμής των 7 επιδίκων καθυστερημένων δόσεων ακυρώνεται, ενώ κατά τα υπόλοιπα η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.

 

Μας έχει απασχολήσει το θέμα των εξόδων, το οποίο εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Συνεκτιμώντας αφενός ότι η έφεση πέτυχε μερικώς και αφετέρου ότι ο εφεσείων χειρίστη[*1354]κε προσωπικώς την υπόθεσή του, καταλήξαμε πως το ορθό και δίκαιο είναι να μην εκδώσουμε οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.

 

Η έφεση επιτυγχάνει μερικώς χωρίς έξοδα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο