ECLI:CY:AD:2020:B216

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ. 104/2019)

 

 

3 Ιουλίου 2020

 

 

[Α. ΛΙΑΤΣΟΥ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, X. ΜΑΛΑΧΤΟΥ, ΔΔ]

 

 

Μ & Π ΑΡΤΟΠΟΙΕΙΟ ΑΓΙΟΣ ΜΑΜΑΣ ΛΙΜΙΤΕΔ

Εφεσείουσα

ΚΑΙ

xxx ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

Εφεσίβλητου

---------------

 

Κωνσταντίνα Κώστα (κα) για Γιώργος Α. Βασιλείου ΔΕΠΕ και Έλενα Φράγκου Αντωνιάδου, για την Εφεσείουσα.

Πάνος Παναγιώτου για Κωνσταντίνου Παναγιώτου & Σία ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο.

--------------

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.:      Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.

 

--------------

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Προσβάλλεται η απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να ακυρώσει το κατηγορητήριο λόγω κατάχρησης της διαδικασίας που οφειλόταν στην καθυστερημένη καταχώριση του. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε την 18.12.2018, ο Εφεσίβλητος – κατηγορούμενος 2 αντιμετώπιζε 27 κατηγορίες ότι παρείχε συνδρομή στην κατηγορούμενη 1 εταιρεία, της οποίας φερόταν ως διευθυντής ή και αντιπρόσωπος, για την διάπραξη ισάριθμων αδικημάτων έκδοσης επιταγής χωρίς αντίκρισμα.  Οι 27 επιταγές που οι κατηγορίες αφορούσαν ήταν για το ποσό των €687,95 έκαστη και είχαν εκδοθεί, με δικαιούχο την Εφεσείουσα, μεταξύ της 18.6.2013 και της 2.8.2013.

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στην απόφαση του με γνώμονα το χρόνο που είχε διαρρεύσει από την ημερομηνία διάπραξης των αδικημάτων των κατηγοριών, όπως αποκαλυπτόταν από τις λεπτομέρειες των αδικημάτων στο κατηγορητήριο και την ημερομηνία της καταχώρησης του.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι η απόφαση ήταν αδικαιολόγητη και εσφαλμένη, γιατί η υπόθεση απορρίφθηκε χωρίς το Δικαστήριο να ακούσει μαρτυρία.  Παρερμήνευσε την L.C.A. DOMIKI Ltd, Ποινική Αίτηση Αρ.14/2018, αναφέρεται στο δεύτερο λόγο έφεσης, ενώ με τον τρίτο λόγο έφεσης η Εφεσείουσα υποστηρίζει πως το συμπέρασμα για την καθυστέρηση ήταν αυθαίρετο, με την αιτιολογία όμως να επικεντρώνεται στη θέση ότι αφότου το κατηγορητήριο είχε εγκριθεί, με τα ίδια δεδομένα υπόψη του Δικαστηρίου, αυτό δεν νομιμοποιείτο στη συνέχεια να επανεξετάσει το ζήτημα και να απορρίψει την υπόθεση.  Με τον τέταρτο λόγο έφεσης καταλογίζεται στο Πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν αντιμετώπισε μέσα στις ορθές διαστάσεις την σοβαρότητα των αδικημάτων, ενώ με τον πέμπτο λόγο έφεσης προβάλλεται το γεγονός ότι τα αδικήματα δεν είχαν παραγραφεί και πως παραβιάστηκε το συνταγματικό δικαίωμα της Εφεσείουσας να ακουστεί.  Τέλος, στον έκτο λόγο έφεσης, αναφέρεται ότι λανθασμένα λήφθηκε υπόψη ότι η προώθηση της υπόθεσης θα προκαλούσε όχληση στο όλο σύστημα απονομής της δικαιοσύνης.  Θα εξετάσουμε όλους τους λόγους έφεσης μαζί, απαντώντας στα ζητήματα που εγείρει η Εφεσείουσα.

 

Αρχίζουμε υπενθυμίζοντας τη θεμελιακή θέση ότι το Δικαστήριο έχει ευρύτατη, συμφυή εξουσία σε οποιοδήποτε στάδιο μιας ποινικής υπόθεσης να την τερματίσει και να απαλλάξει τον κατηγορούμενο, εφόσον κρίνει ότι η συνέχιση της διαδικασίας θα συνιστούσε κατάχρηση (Δ/ντής των Φυλακών ν. xxx Περέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217, 222[1]).  Η κατάχρηση μπορεί να διαπιστωθεί κατά την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου, όταν θα έχει ήδη τεθεί ενώπιον του όλη η μαρτυρία που η κατηγορούσα αρχή και η υπεράσπιση θα ήθελαν προσφέρει.  Μπορεί ακόμα να διαπιστωθεί στο πλέον αρχικό στάδιο, όταν το Δικαστήριο καλείται να εγκρίνει την καταχώρηση του κατηγορητηρίου (L.C.A. DOMIKI Ltd, Ποινική Αίτηση Αρ.14/2018, ημερ.2.10.2018, ECLI:CY:AD:2018:D424, Αγγελίδης, Ποινική Αίτηση Αρ.17/2018, ημερ.6.12.2018  και Amsteso Electric Ltd, Ποινική Αίτηση Αρ.14/2019, ημερ.9.5.2019).  Και αναμφίβολα και σε οποιοδήποτε ενδιάμεσο στάδιο, με αίτημα της υπεράσπισης, αλλά και αυτεπάγγελτα.  Ούτε και εμποδίζεται το Δικαστήριο στο να επανεξετάσει ζήτημα κατάχρησης οποτεδήποτε κρίνει ότι οι περιστάσεις το επιβάλλουν. 

 

Επομένως, δεν διαπιστώνουμε κώλυμα στην εξέταση του ζητήματος αφότου η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση, ως εκ του γεγονότος ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο είχε προηγουμένως, δυνάμει των προνοιών του άρθρου 43 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου. Κεφ.155, εγκρίνει την καταχώρηση του κατηγορητηρίου.

 

Όταν ζήτημα κατάχρησης εξετάζεται με αναφορά στη καθυστέρηση στη καταχώρηση της ποινικής υπόθεσης, το υπόβαθρο για την εξέταση του είναι η διάσταση χρόνου μεταξύ της ημερομηνίας διάπραξης του αδικήματος της κατηγορίας, όπως αποκαλύπτεται από τις λεπτομέρειες του αδικήματος και η ημερομηνία της καταχώρησης του κατηγορητηρίου.  Υπεισέρχονται στη συνέχεια και άλλες παράμετροι, όπως, για παράδειγμα, ο χρόνος εξιχνίασης, κατά πόσο ο κατηγορούμενος απουσίαζε στο εξωτερικό ή στη περίπτωση ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης τυχόν αντικειμενική αδυναμία του παραπονούμενου να προωθήσει τη δίωξη. 

 

Ότι το αδίκημα της κατηγορίας δεν έχει παραγραφεί δεν αποτρέπει το Δικαστήριο από του να εξετάσει ζήτημα κατάχρησης.  Αντίθετα, είναι με δεδομένο ότι το αδίκημα δεν παραγράφηκε που αποκτά σημασία η διαπίστωση κατάχρησης.  Όπως αναφέρεται στη DOMIKI: «Η μη παραγραφή δεν εξισούται με ελευθερία άσκησης δίωξης οπότε το κρίνει πρόσφορο ο παραπονούμενος.» 

 

Στα πλαίσια της φυσικής δικαιοσύνης ο κατήγορος έχει το δικαίωμα να ακουστεί και να προβάλει γεγονότα που μπορεί να ανατρέπουν την εκ πρώτης εντύπωση για κατάχρηση λόγω καθυστέρησης, όπως μπορεί να αναδύεται από την αντικειμενική διάσταση χρόνου μεταξύ της κατ’ ισχυρισμό διάπραξης του αδικήματος και της καταχώρησης του κατηγορητηρίου.  Εάν τα γεγονότα αυτά αμφισβητούνται και δεν κρίνεται ευχερές να διαπιστωθούν έξω από το πλαίσιο της εκδίκασης της υπόθεσης δεν θα μπορεί να διαπιστωθεί κατάχρηση σε εκείνο το στάδιο και μπορεί να επανεξεταστεί σε μεταγενέστερο στάδιο όταν θα καταστεί πρόσφορο ή στο τέλος.  Το ζήτημα θα κριθεί με αναφορά αποκλειστικά στην ημερομηνία διάπραξης του αδικήματος και στην ημερομηνία καταχώρησης του κατηγορητηρίου, όταν δεν έχει προσφερθεί καμιά ή καμιά αποδεχτή εξήγηση για την καθυστέρηση.

 

Διερχόμενοι τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας διαπιστώνουμε ότι ζήτημα κατάχρησης λόγω καθυστέρησης ηγέρθηκε κατά την εμφάνιση της 4.4.2019 όταν η δικηγόρος που εκπροσωπούσε τον Εφεσίβλητο ανάφερε στο Δικαστήριο ότι η μη παραδοχή του ήταν, όπως εκφράστηκε, «ουσιαστική» γιατί το κατηγορητήριο αποτελούσε κατάχρηση αφού οι επιταγές είχαν εκδοθεί το 2013.  Η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση την 7.5.2019 και στη συνέχεια πάλι για ακρόαση την 30.5.2019.  Εκείνη την ημέρα οι δικηγόροι του Εφεσίβλητου και της Εφεσείουσας παρουσίασαν γραπτές αγορεύσεις σε σχέση με το ζήτημα της κατάχρησης και η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε αυθημερόν μετά από διάλειμμα.  Δεν προηγήθηκε των αγορεύσεων οιαδήποτε προσπάθεια από πλευράς της Εφεσείουσας για να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου οιαδήποτε γεγονότα συναφή με την καθυστέρηση.  Ήταν μόνο στο ίδιο το κείμενο της γραπτής αγόρευσης των δικηγόρων της Εφεσείουσας, που επιχειρήθηκε να δικαιολογηθεί ο χρόνος που διέρρευσε μέχρι και την καταχώρηση του κατηγορητηρίου.  Αναφέρθηκε ότι οι διευθυντές της Εφεσείουσας ήταν σύζυγοι και πως λόγω σοβαρών προβλημάτων υγείας του συζύγου μπαινόβγαιναν για χρόνια σε ιατρικά κέντρα του εξωτερικού.  Τον σύζυγο συνόδευε πάντα η σύζυγος, με αποτέλεσμα να μην κινηθούν νωρίτερα με την καταχώρηση ποινικής υπόθεσης εναντίον του Εφεσίβλητου, εφόσον πρωταρχικό μέλημα τους ήταν υγεία του συζύγου.

 

Αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση ότι το ζήτημα της κατάχρησης που άπτεται στην καθυστέρηση προώθησης της διαδικασίας είναι κάτι που προκύπτει από την ίδια την όψη του κατηγορητηρίου και δεν χρειάζεται να ακουστεί μαρτυρία ώστε να αποφασιστεί η κατάχρηση.  Αυτό δεν είναι ορθό.  Το ίδιο το Πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στην  Domiki  και στην αναφορά ότι: «δεσπόζουσα σημασία έχει η αντικειμενική παρέλευση του χρόνου και η συμπεριφορά των διαδίκων».  Σχολίασε και τα όσα είχαν προβληθεί ως δικαιολογία που όμως δεν διασκέδαζαν, όπως εκφράστηκε, την ανησυχία του ότι η προώθηση της υπόθεσης θα προκαλούσε όχληση στο όλο σύστημα απονομής της δικαιοσύνης.  Σημασία όμως έχει ότι η λανθασμένη προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν διαφοροποίησε τα δεδομένα που θα έπρεπε να είχαν ληφθεί υπόψη.  Οι δικαιολογίες που προωθήθηκαν μέσω της αγόρευσης των δικηγόρων της Εφεσείουσας, που σε κάθε περίπτωση δεν παρείχαν λεπτομέρειες ώστε να μπορούσε να τεκμηριωθεί αντικειμενική δυσκολία που να δικαιολογεί την απραξία για το χρονικό διάστημα των 5 ½ σχεδόν χρόνων, δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη,  με αποτέλεσμα το πραγματικό υπόβαθρο που είχε το Πρωτόδικο Δικαστήριο να ήταν μόνο η αντικειμενική παρέλευση του χρόνου, την οποία και έλαβε υπόψη. 

 

Στη DOMIKI, όπου οι κατηγορίες αφορούσαν αδικήματα σε σχέση με την έκδοση επιταγών, έγινε αναφορά στη φύση της συνοπτικής ποινικής διαδικασίας και το επιθυμητό της σύντομης δίωξης: «ούτως ώστε η τιμωρία να είναι και αποτελεσματική και να μην χρησιμοποιείται απλώς ως μοχλός πίεσης σε δεδομένα τα οποία αφορούν στην ουσία αστική διαφορά.»  Αναφέρθηκε ακόμα ότι εξετάζοντας ζήτημα κατάχρησης λόγω καθυστέρησης: «Μεταξύ των παραγόντων που το Δικαστήριο μπορεί να λάβει  υπόψη είναι και η πάροδος του χρόνου, η φύση των αδικημάτων, η δυνατότητα εναλλακτικής ή πρόσθετης θεραπείας και βεβαίως η ενόχληση που μπορεί να προκύψει στο όλο σύστημα απονομής της δικαιοσύνης λόγω μακράς καθυστέρησης ή κατάχρησης δικαστικής διαδικασίας» (βλ. ακόμα Amsteso).  Δεν διαπιστώνουμε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρερμήνευσε με οποιοδήποτε τρόπο τα λεχθέντα στη DOMIKI.  Αντίθετα καθοδηγήθηκε ορθά ως προς τις παραμέτρους που θα μπορούσε να λάβει υπόψη του.

 

Η χωρίς επαρκή επεξήγηση καθυστέρηση για σχεδόν 5 ½ χρόνια στην προώθηση της δίωξης του Εφεσίβλητου για αδικήματα έκδοσης επιταγών χωρίς αντίκρισμα, σε συνδυασμό με τη συνοπτική φύση της ποινικής διαδικασίας, καθιστούσε την διαπίστωση κατάχρησης εύλογη και την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας  του Πρωτόδικου Δικαστηρίου υπέρ του τερματισμού της διαδικασίας δικαιολογημένη.

 

Η έφεση απορρίπτεται με €1.000 έξοδα υπέρ του Εφεσίβλητου και εναντίον της Εφεσείουσας.

 

 

 

                                                          Α.Ρ. Λιάτσος, Δ.

 

 

 

                                                          Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

 

 

                                                          Χ. Μαλαχτός, Δ.



[1] «Η δικαιοδοσία για την παρεμπόδιση, περιστολή, απόρριψη ή αναστολή διαδικασίας που συνιστά κατάχρηση των δικαιοδοσιών του Δικαστηρίου, εκπηγάζει από την ίδια τη φύση της δικαστικής λειτουργίας που έχει ως λόγο το δίκαιο και μέσο τους μηχανισμούς που προάγουν την κατίσχυσή του. Γι' αυτό, η δικαιοδοσία για τη χρήση πρόσφορων μέσων για την παρεμπόδιση κατάχρησης των δικαιοδοσιών είναι σύμφυτη, ενυπάρχει σε κάθε Δικαστήριο, απόρροια της κυριαρχίας των Δικαστηρίων στους μηχανισμούς για την απονομή της δικαιοσύνης. Τα μέσα για την αποτροπή της κατάχρησης της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, δε συναρτούνται με οποιοδήποτε συγκεκριμένο διάταγμα ή διατάγματα· μπορεί να προσλάβουν οποιαδήποτε μορφή που επιβάλλει η ανάγκη στη συγκεκριμένη περίπτωση για την περιφρούρηση του σκοπού για τον οποίο παρέχονται οι δικαιοδοσίες του Δικαστηρίου.»


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο