ECLI:CY:AD:2021:D182

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 154/2020)

 

27 Απριλίου, 2021

 

[ΠΑΝΑΓΗ, Πρόεδρος]

[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ/στές]

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΣ, ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ,

Εφεσείων,

ν.

 

1.  CHRISTAKIS N. NEOPHYTOU BIOGAS LTD,

2.  xxx ΝΕΟΦΥΤΟΥ,

Εφεσιβλήτων.

________________________

 

Γιώργος Τριλλίδης, για Πολάκης Σαρρής & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.

Ανδρέας Χατζησέργης, για Ανδρέας Χατζησέργης Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.

________________________

 

ΠΑΝΑΓΗ, Π.:  Την  ομόφωνη  απόφαση  του  Δικαστηρίου θα

δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.

_________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Κατά ή περί τις 24.2.2015, λόγω βροχόπτωσης στο δυτικό τμήμα της επαρχίας Λευκωσίας, κατήλθε ο ποταμός Οβγός στις παρυφές της κοινότητας Παλιομετόχου.  Δεν ήταν, όμως, μόνο νερό της βροχής που έγινε αντιληπτό να ρέει σε αυτό.  Σε κάποια σημεία του, διαπιστώθηκε ότι υπήρχε ροή και κτηνοτροφικών αποβλήτων.  ΄Εγινε, αυθημερόν, καταγγελία από εκπρόσωπο, όπως έτυχε, των Ηνωμένων Εθνών.

 

Στις 25.2.2015, μετέβη στη σκηνή λειτουργός του Τμήματος Περιβάλλοντος του Υπουργείου Γεωργίας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος, (το Υπουργείο).  Διαπίστωσε και αυτός ότι, σε τρία σημεία του εν λόγω ποταμού, υπήρχαν χοιρολύματα.  Κατά την έρευνα που διενήργησε, διακρίβωσε ότι, σε απόσταση ένα με ενάμισι χιλιόμετρο πιο πάνω, υπήρξαν διαρροές τέτοιων αποβλήτων από χωμάτινη δεξαμενή, μέρος εγκατάστασης διαχείρισης αποβλήτων που εξυπηρετούσε παρακείμενο χοιροστάσιο.  Εκεί συνάντησε το διευθυντή της διαχειρίστριας εταιρείας.  Αυτός τού επιβεβαίωσε τις διαρροές, τις οποίες απέδωσε σε ρήξη που υπέστη, συνεπεία των βροχών που σημειώθηκαν στην περιοχή κατά τις προηγούμενες ημέρες, μια από τις δεξαμενές της εν λόγω εγκατάστασης.  Το πρόβλημα στη δεξαμενή διορθώθηκε άμεσα και τούτο αποτελεί επιβεβαιωμένο γεγονός.  Επίσης, εντός των επομένων μερικών μηνών, καθαρίστηκε από τα απόβλητα και ο ποταμός.    

 

Με βάση τον περί Ελέγχου της Ρύπανσης των Νερών Νόμο του 2002, (Ν. 106(Ι)/2002), (όπως αυτός έχει τροποποιηθεί), (ο «Νόμος»), η ρύπανση[1] των νερών είναι ποινικά κολάσιμη.  Αυτή δε λαμβάνει τη μορφή συγκεκριμένου ποινικού αδικήματος, αναλόγως του τρόπου με τον οποίο η ρύπανση προκαλείται, ο οποίος παραπέμπει σε νομικά επιλήψιμη αιτία, συναρτώμενη προς συγκεκριμένη ανθρώπινη δραστηριότητα, και του χώρου όπου τούτο συμβαίνει, με τις βλαπτικές συνέπειές της να θεωρούνται δυνητικά δεδομένες.  Εν προκειμένω, το Υπουργείο, ενεργώντας διά του Γενικού Εισαγγελέα, (ο εφεσείων), προσήψε, σε σχέση με τέτοιο αδίκημα, δύο κατηγορίες, μία κατά της εταιρείας η οποία διατηρούσε την προαναφερθείσα εγκατάσταση και μία κατά του διευθυντή της.  Σύμφωνα με την έκθεση αδικήματος, οι κατηγορίες τούτες, οι οποίες είναι όμοιες μεταξύ τους, είχαν βασιστεί στο άρθρο 6 του Νόμου, το εδάφιο (1) του οποίου δημιουργεί τα, ως άνω, αδικήματα.  Δεν αναφέρεται, όμως, σε αυτές, η παράγραφος του συγκεκριμένου εδαφίου που αφορούσε, ειδικά, την εν λόγω περίπτωση.

 

Στην κάθε κατηγορία, η έκθεση αδικήματος ανέφερε τα εξής:-

 

«Απόρριψη υγρών αποβλήτων εντός κοίτης ποταμού κατά παράβαση των άρθρων 2 και 6 του Περί Ελέγχου της Ρύπανσης των Νερών Νόμοι του 2002 έως 2013, Ν. 106(Ι)/2002 έως 2013 και του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα.»

 

 

 

Ακολουθούσαν οι λεπτομέρειες αδικήματος.  Παίρνοντας την πρώτη κατηγορία, κατά της εταιρείας, αναφερόταν σε αυτές ότι:-

 

«Η κατηγορούμενη αρ. 1 κατά ή περί την 24/02/2015 στην κοινότητα Παλιομετόχου, της επαρχίας Λευκωσίας, απέρριψε, εναπόθεσε, προκάλεσε και/ή επέτρεψε τη ρίψη και εναπόθεση υγρών αποβλήτων και λυμάτων από τη μονάδα Εκμετάλλευσης σταθμού επεξεργασίας αποβλήτων που βρίσκεται εντός των διοικητικών ορίων της κοινότητας Παλιομετόχου, της οποίας Φορέας Εκμετάλλευσης ήταν η Κατηγορούμενη αρ. 1, εντός της κοίτης του ποταμού Οβγού.»

 

 

 

Η παράλειψη αναφοράς στη συγκεκριμένη παράγραφο του άρθρου 6(1) του Νόμου, στην οποία βασίζονταν οι κατηγορίες, αν και επισημάνθηκε εξαρχής, εντούτοις κρίθηκε από το Δικαστήριο ότι δεν αποτελούσε παρατυπία.  Οι κατηγορούμενοι, (εφεσίβλητοι), κατηγορηθέντες στην πιο πάνω βάση, δήλωσαν μη παραδοχή.  Κατά τη διεξαχθείσα δίκη, κατέθεσε, ως μοναδικός μάρτυρας κατηγορίας, ο προαναφερθείς λειτουργός του Υπουργείου.  Οι κατηγορούμενοι, κληθέντες στο κατάλληλο στάδιο να προβάλουν την υπεράσπισή τους, επέλεξαν τη σιωπή.

 

Ακολούθως, το Δικαστήριο, αφού εξέτασε τη μαρτυρία και το Νόμο, οδηγήθηκε στην αθώωση των κατηγορουμένων.  Προς το σκοπό τούτο, αποφάσισε, κατ’ αρχάς, ότι, λόγω της αναφοράς στις λεπτομέρειες αδικήματος, στην κάθε κατηγορία, σε απόρριψη κ.λπ. υγρών αποβλήτων «εντός της κοίτης του ποταμού Οβγού», οι κατηγορίες εδράζονταν στην παράγραφο (α) του άρθρου 6(1) του Νόμου.  Επιπρόσθετα, με δεδομένο αυτό, έκρινε πως η διαρροή των αποβλήτων οφειλόταν όχι σε «θετική ενέργεια» των εφεσιβλήτων αλλά σε συγκεκριμένο φυσικό φαινόμενο, ήτοι «στη μεγάλη βροχόπτωση» που σημειώθηκε μερικές ημέρες προηγουμένως, αποδεχόμενο, συναφώς, ανάλογη αναφορά του εν λόγω μάρτυρα κατηγορίας. 

 

 Η παρούσα έφεση καταχωρίστηκε εκ μέρους του εφεσείοντος.  Με αυτήν, επιδιώκεται η ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, για δύο, βασικά, λόγους, όσοι και οι λόγοι της έφεσης, οι οποίοι, όμως, συμπλέκονται μεταξύ τους.  Με τον πρώτο, προβάλλεται πως το Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι οι δύο κατηγορίες αφορούσαν το αδίκημα του άρθρου 6(1)(α) του Νόμου.  Συγκεκριμένα, είναι η θέση του πως οι κατηγορίες, όπως τούτες είναι διατυπωμένες, ουσιαστικά, αφορούν σε περίπτωση του άρθρου 6(1)(ε) του Νόμου.

 

Το πρώτο, λοιπόν, θέμα αφορά στη διαπίστωση της νομικής βάσης των κατηγοριών, με αναφορά στο άρθρο 6(1) του Νόμου.  Από την ανάγνωση των έξι περιπτώσεων που προβλέπονται στις παραγράφους (α) έως (στ)  του εν λόγω άρθρου, διαπιστώνεται ότι ρύπανση δυνατό να προκαλείται από διάφορες αιτίες, συναρτώμενες άμεσα ή έμμεσα με συγκεκριμένη ανθρώπινη δραστηριότητα, ως την πηγή προέλευσής της.  ΄Ο,τι διαφέρει, κατά κύριο λόγο, σε κάθε περίπτωση, είναι το υποκείμενο της ρύπανσης.  ΄Οσον αφορά το τελευταίο αυτό στοιχείο, η παράγραφος (α) αναφέρεται, γενικά, στην εισαγωγή ουσιών κ.λπ. «σε ρυάκι ή στην ξηρή κοίτη οποιουδήποτε ρυακιού», με τον όρο «ρυάκι» να «σημαίνει κάθε ροή νερού στην επιφάνεια της γης, είτε φυσική είτε τεχνητή, ...», (άρθρο 2 του Νόμου).  Η δε παράγραφος (ε) αναφέρεται σε ρύπανση «από οποιαδήποτε εγκατάσταση σε επιφανειακά χερσαία νερά».

 

Από το περιεχόμενο των λεπτομερειών αδικήματος της κάθε κατηγορίας και από τα γεγονότα που έχουν, ήδη, παρατεθεί, σχετικά, προκύπτει, με σαφήνεια, ότι η υπό αναφορά περίπτωση ήταν τέτοια ως η τελευταία, πιο πάνω.  Η ρύπανση είχε ως πηγή την προαναφερθείσα «εγκατάσταση[2]» της εφεσίβλητης εταιρείας, αυτής συνιστώσας «φορέα εκμετάλλευσης[3]», και κατέληγε σε «επιφανειακά χερσαία νερά[4]», όρος ο οποίος, σύμφωνα με το άρθρο 2 του Νόμου, περιλαμβάνει «οποιοδήποτε ποταμό» και, ως εκ τούτου, και τον ποταμό Οβγό.  Επομένως, το αδίκημα το οποίο αντιμετώπισαν οι εφεσίβλητοι, δεδομένης της περιγραφής, ανωτέρω, στις λεπτομέρειές του, ενέπιπτε στην παράγραφο (ε) και όχι στην παράγραφο (α) του άρθρου 6(1) του Νόμου.  Πασιφανώς, ο εφεσείων, κατά τον καταρτισμό του κατηγορητηρίου, επέλεξε να προσάψει τη συγκεκριμένη κατηγορία στους εφεσίβλητους, έχοντας, ιδιαίτερα, κατά νου την πηγή, ανωτέρω, από την οποία προέκυψε η διαρροή αποβλήτων στον εν λόγω ποταμό.     

 

Το επόμενο θέμα, στο οποίο αφορά ο δεύτερος λόγος έφεσης, βασικά, σχετίζεται με τη διαπίστωση του Δικαστηρίου για την απουσία οποιασδήποτε ευθύνης από μέρους των εφεσιβλήτων, σε σχέση με την πρόκληση της ρύπανσης που συνέβη, ως άνω, στον ποταμό Οβγό, αυτού εξετασθέντος στη βάση της παραγράφου (α) του άρθρου 6(1) του Νόμου.  Το Δικαστήριο διατύπωσε την κρίση του, σχετικά, ως εξής:  «… η διαρροή των χοιρολυμάτων στον ποταμό Οβγό  στις 24.2.2015 δεν οφείλεται σε οποιαδήποτε προς τούτο θετική ενέργεια είτε της κατηγορούμενης 1 εταιρείας ή του κατηγορούμενου 2 αλλά σε διαρροή η οποία προκλήθηκε από αστοχία σε μία από τις χωμάτινες δεξαμενές που διατηρούσε εκεί η κατηγορούμενη 1 εταιρεία.»  Επεξηγηματικά δε, παρατήρησε πως:  «Κανένας από τους κατηγορούμενους δεν έριψε τα χοιρολύματα στον ποταμό ούτε η διαρροή τους προκλήθηκε από οποιαδήποτε ενέργειά τους ούτε οποιοσδήποτε από αυτούς επέτρεψε τη διαρροή τους αλλά αυτή οφείλεται στη μεγάλη βροχόπτωση που σημειώθηκε μερικές ημέρες πριν τον επίδικο χρόνο.»  Σημειώνεται, εδώ, ότι όσον αφορά το θέμα της ευθύνης, οι πρόνοιες της παραγράφου (α), ουσιαστικά, είναι ίδιες με τις πρόνοιες της παραγράφου (ε)[5] του άρθρου 6(1) του Νόμου.  Μπορεί δε, εύλογα, να θεωρηθεί ότι ίδια θα ήταν η απόφαση του Δικαστηρίου, αν αυτό εξέταζε την υπόθεση υπό το πρίσμα της τελευταίας, πιο πάνω, παραγράφου.  Επομένως, η εξέταση που ακολουθεί αφορά και την παράγραφο τούτη, σε σχέση με την πιο πάνω πτυχή. 

 

Σε κάθε περίπτωση, το βάρος απόδειξης της ευθύνης των εφεσιβλήτων αναφορικά με την προκληθείσα ρύπανση έφερε ο εφεσείων.  Η εν λόγω πτυχή, εμφανώς, δεν απασχόλησε ευθέως και σε οποιοδήποτε βαθμό τις δύο πλευρές.  Ως αποτέλεσμα, δε δόθηκε, όπως θα έπρεπε, η δέουσα συνδρομή, σχετικά, στο Δικαστήριο.  Από την ανάγνωση δε του παρατεθέντος, πιο πάνω, αποσπάσματος από την απόφαση του Δικαστηρίου, διαφαίνεται ότι αυτό εξέλαβε πως η «θετική ενέργεια», από μέρους παραβάτη του Νόμου, αποτελεί συστατικό στοιχείο όλων των προβλεπομένων αιτιών πρόκλησης ρύπανσης σε νερά.  Συνακόλουθα, μπορεί, εύλογα, να εκληφθεί ότι το Δικαστήριο, από την αντίληψη, ανωτέρω, που σχημάτισε επί του θέματος, θεώρησε πως η παράγραφος (α) προνοεί για ένα μόνο αδίκημα, συστατικό στοιχείο του οποίου είναι η «θετική ενέργεια».  Πιθανολογείται δε πως, επί του ιδίου θέματος, ίδια, μάλλον, θα ήταν η αντίκρισή του σε σχέση και με τις λοιπές παραγράφους του άρθρου 6(1) του Νόμου, περιλαμβανομένης της παραγράφου (ε) αυτού. 

 

Η αντίκριση, ανωτέρω, του Δικαστηρίου δεν είναι ορθή.  Δε θεωρείται, όμως, αναγκαίο, για σκοπούς της παρούσας υπόθεσης, να εξεταστούν οι όροι «απορρίπτει» και «εναποθέτει», οι οποίοι παραπέμπουν σε άμεση ενέργεια του ιδίου του φερόμενου παραβάτη· σαφώς δεν ήταν τέτοια η παρούσα περίπτωση.  Με βάση τα δεδομένα της υπόθεσης, σχετικοί είναι οι όροι «προκαλεί» (“causes”) και «επιτρέπει» (“permits”), οι οποίοι περιλαμβάνονται σε όλες τις παραγράφους του άρθρου 6(1).  Επισημαίνεται δε, σχετικά, πως η αγγλική νομολογία καταδεικνύει ότι οι συγκεκριμένοι όροι, στην πραγματικότητα, λόγω της σημασίας που τούς έχει αποδοθεί, δημιουργούν δύο διαφορετικά αδικήματα.  Τούτο προκύπτει από την υπόθεση McLeοd ν. Bachanan [1940] 2 All E.R. 179 (H.L.), ειδικά στις σελίδες 186 έως 188.  Η πιο πάνω άποψη αναδεικνύεται και μέσα από τις σημαντικές στον εν λόγω τομέα υποθέσεις Αlphacell Ltd v Woodward [1972] 2 All ER 475 (HL) και Empress Car Co v NRA [1998] 1 All ER 481 (HL), στις οποίες έτυχαν εξέτασης παρόμοιες πρόνοιες με αυτές στον υπό αναφορά Νόμο[6].

 

Η πιο πάνω νομολογία ανέδειξε, ειδικά, τις περιστάσεις που πρέπει να συντρέχουν για την επιτυχή επίκληση του όρου «προκαλεί» (causes), αλλά, παρεμπιπτόντως, και του όρου «επιτρέπει» (permits)[7].  Δεν απαιτείται, για σκοπούς της παρούσας υπόθεσης, να γίνει περαιτέρω αναφορά στις αποφάσεις εκείνες.  Είναι χρήσιμο, όμως, να σημειωθεί πως, στην υπόθεση Αlphacell Ltd v Woodward, ανωτέρω, έχει, βάσιμα, αμφισβητηθεί η χρησιμότητα της λέξης knowingly πριν από τον όρο permits, (βλ. σελίδες 483 έως 484 και 491), ώστε να μην υπάρχει ουσιαστική διαφορά στις αντίστοιχες πρόνοιες των δύο συστημάτων δικαίου, όπου ο εν λόγω όρος χρησιμοποιείται.  Επίσης, σημειώνεται πως ούτε ο όρος «ανέχεται» στην παράγραφο (ε) του άρθρου 6(1) του Νόμου δημιουργεί ξεχωριστή αιτία από αυτήν που προβλέπεται με τον όρο «επιτρέπει», (βλ. Berton ν. Alliance Economic Investment Co. [1922] 1 Κ.Β. 742, σελίδα 759).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, δεν καθορίστηκε από μέρους του εφεσείοντος, εξαρχής, με τη διατύπωση του κατηγορητηρίου, ποιο από τα δύο προαναφερθέντα αδικήματα θα προωθείτο εναντίον των εφεσιβλήτων.  Στο πολύ προχωρημένο στάδιο της έφεσης, ο συνήγορος του εφεσείοντος εισηγήθηκε πως το Δικαστήριο έπρεπε να χειριστεί την υπόθεση ως περίπτωση κατά την οποία οι εφεσίβλητοι «επέτρεψαν» τη ρύπανση, αποκλείοντας, έτσι, την περίπτωση αυτοί να «προκάλεσαν» τη ρύπανση.  Η εισήγηση, ανωτέρω, του συνηγόρου βασίστηκε σε συγκεκριμένη αναφορά του μοναδικού μάρτυρα στην υπόθεση, (Μ.Κ.).  Αυτός, σε υποβολή που του είχε γίνει κατά την αντεξέταση ότι ο εφεσίβλητος 2 δεν είχε ουσιαστική ανάμειξη στο περιστατικό, απάντησε ως εξής:  «Από τη στιγμή που η δεξαμενή ανήκει στον κύριο Νεοφύτου, είχε την ευθύνη της διαχείρισής της.  Θα έπρεπε να λαμβάνει όλα τα προβλεπόμενα μέτρα ούτως ώστε να αποτρέπονται και περιπτώσεις διαρροών ακόμα και σε ακραίες καιρικές συνθήκες.» 

 

Ο όρος «επιτρέπει», στην αγγλική γλώσσα permits, στη γενική του χρήση, ερμηνεύτηκε από τη νομολογία.  Η σημασία που τού αποδόθηκε είναι η ίδια, όπου αυτός απαντά, ανεξαρτήτως της φύσεως του αδικήματος.  Στην υπόθεση Sweet v. Parsley [1969] 1 All E.R. 347 (H.L.)[8], στη σελίδα 363, τού αποδόθηκε η ακόλουθη σημασία“Here the word ‘permits’ used to define the prohibited act in itself connotes as a mental element of the prohibited conduct knowledge or grounds for reasonable suspicion on the part of the occupier that the premises will be used by someone for that purpose and an unwillingness on his part to take means available to him to prevent it.”  Ανάλογη ερμηνεία δόθηκε στον προαναφερθέντα όρο, στο πλαίσιο της αστικής υπόθεσης Berton ν. Alliance Economic Investment Co., ανωτέρω, στη σελίδα 759, η οποία υιοθετήθηκε στην υπόθεση Tophams, Ltd. v. Sefton (Earl) [1966] 1 All E.R. 1039 (H.L.), στη σελίδα 1046.

 

Από την πιο πάνω νομολογία, προκύπτει ότι ο ορισμός του όρου «επιτρέπει», (“permits”), θέτει θέμα γνώσεως περιστάσεων τέτοιων από πλευράς του φερομένου δράστη του αδικήματος, ώστε η παράλειψή του να τις ελέγξει να θεωρείται ότι ο ίδιος έχει επιτρέψει τη ρύπανση.   Στην προκειμένη περίπτωση, ο μάρτυρας κατηγορίας, στην πιο πάνω παρατεθείσα απάντησή του, αναφέρθηκε, γενικά, σε «προβλεπόμενα μέτρα», τα οποία οι εφεσίβλητοι θα έπρεπε να είχαν λάβει, «ακόμα και σε ακραίες καιρικές συνθήκες», προς αποτροπή της διάρρηξης της χωμάτινης δεξαμενής.  Η τοποθέτησή του, όμως, ανωτέρω, πασιφανώς, ήταν υποθετική, αφού αυτός δε φαίνεται να είχε πραγματική γνώση της δεξαμενής και των καιρικών συνθηκών που είχαν προηγηθεί.  Επομένως, καμιά βαρύτητα δεν έπρεπε να είχε δοθεί στη συγκεκριμένη μαρτυρία του.  Συνακόλουθα, δεν είναι δυνατό, στην απουσία μαρτυρίας, να γίνεται λόγος ότι οι εφεσίβλητοι επέτρεψαν τη ρύπανση, η οποία είχε, εν προκειμένω, προκληθεί.  Τούτα, βέβαια, επί της ουσίας, εφόσον η υπόθεση εξεταζόταν ως η εισήγηση, ανωτέρω, του συνηγόρου του εφεσείοντος, χωρίς να σημαίνει πως αυτή θα ήταν και η ορθή πορεία, υπό τις δοσμένες περιστάσεις.  Σημειώνεται, συναφώς, ότι ουδεμία εισήγηση έγινε για το ενδεχόμενο οι εφεσίβλητοι να είχαν προκαλέσει τη ρύπανση. 

 

Ανεξάρτητα, όμως, από την εξέταση που έχει προηγηθεί αναφορικά με το δεύτερο λόγο έφεσης, το κατηγορητήριο εναντίον των εφεσιβλήτων, εμφανώς, παρουσίαζε ιδιαίτερα προβλήματα, τα οποία ουδέποτε αντιμετωπίστηκαν, προς επίλυσή τους.  Επαφίετο στην πλευρά του εφεσείοντος, η ίδια να δρομολογούσε, εξαρχής, την υπόθεσή της εναντίον των εφεσιβλήτων στη νομική βάση που έχει προαναφερθεί, πράγμα το οποίο ουδέποτε έπραξε.  Η πορεία που ακολούθησε η υπόθεση επί της ουσίας δεν αναιρεί την αβεβαιότητα που χαρακτήριζε την υπόθεση της πλευράς αυτής, εξαρχής, και την επιμονή της να μην προβεί στη διόρθωση του κατηγορητηρίου, όταν δόθηκε η ευκαιρία προς τούτο.  Αντιθέτως, συνεπεία της στάσης, ανωτέρω, η ακρόαση της υπόθεσης διεξήχθη πάνω σε αβέβαιη βάση.  Οι εφεσίβλητοι, στην πραγματικότητα, δε γνώριζαν, μέχρι και την έφεση, τις κατηγορίες τις οποίες ο εφεσείων προωθούσε εναντίον τους και, ειδικά το αδίκημα του άρθρου 6(1) του Νόμου, για το οποίο αυτοί κατηγορούντο.  Επομένως, δε γνώριζαν την υπόθεση που είχαν να αντιμετωπίσουν, προκειμένου να καθόριζαν, ανάλογα, την υπεράσπισή τους.  Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω αβεβαιότητας, ούτε το ίδιο το Δικαστήριο γνώριζε την υπόθεση του εφεσείοντος, με αποτέλεσμα αυτό να ενεργήσει υπό πλάνη, σε σχέση με τα πιο πάνω θέματα, και με την ίδια πλάνη να αντικρίσει, τελικώς, τη μαρτυρία.             

 

Το Δικαστήριο τούτο, έχοντας υπόψη τις περιστάσεις, ανωτέρω, δε μένει αδιάφορο.  Δικαιολογημένα, δύναται να ασκήσει την εξουσία η οποία του παρέχεται από το άρθρο 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/1960), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί, και να δώσει στην υπόθεση την κατάληξη που το ίδιο κρίνει δίκαιη.  Στο πλαίσιο τούτο, επισημαίνονται, ειδικά, τα όσα έχουν προηγουμένως συζητηθεί αναφορικά με τη λανθασμένη νομική βάση των κατηγοριών, η οποία οδήγησε στην εκτροπή της υπόθεσης από τα θέσμια της ποινικής δικονομίας.  Επιπρόσθετα, είναι και η πολλαπλότητα των κατηγοριών, που δημιουργεί ακυρότητα όσον αφορά τη δίκη, που, και πάλι, επιτρέπει την αυτεπάγγελτη επέμβαση του Δικαστηρίου, (βλ. Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 28, σελίδα 41).  Οι διαπιστώσεις αυτές δικαιολογούν την παραμονή της αθωωτικής απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, για τους διαφορετικούς λόγους, που έχουν, προηγουμένως, αναφερθεί. 

 

Ως εκ τούτου, η έφεση απορρίπτεται. 

 

 

 

 

                                                     Π. Παναγή, Π.

 

 

 

                                                     Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.

 

 

 

                                                     Χ. Μαλαχτός, Δ.

/ΜΠ



[1] Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Νόμου«‘ρύπανση’ σημαίνει την άμεση ή έμμεση εισαγωγή στα νερά ή στο έδαφος, ως αποτέλεσμα ανθρώπινης δραστηριότητας, ουσιών, κραδασμών, θερμότητας ή θορύβου που ενδέχεται να προκαλέσουν βλάβη στην ανθρώπινη υγεία ή το περιβάλλον, να υποβαθμίσουν υλικά αγαθά, να παραβλάψουν ή να παρεμποδίσουν τις ανέσεις και τις άλλες νόμιμες χρήσεις του περιβάλλοντος, να προκαλέσουν βλάβη στους ζώντες οργανισμούς που διαβιούν στα νερά ή στο έδαφος, να βλάψουν το υδατικό ή εδαφικό οικολογικό σύστημα, ή να καταστρέψουν τους βιολογικούς πόρους και «ρυπαίνω» ερμηνεύεται ανάλογα·»

[2] «εγκατάσταση σημαίνει κάθε ακίνητη ή κινητή τεχνική μονάδα, ..., όπου εκτελούνται μία ή περισσότερες βιομηχανικές δραστηριότητες καθώς και όλες τις άλλες άμεσα συνδεδεμένες δραστηριότητες, τεχνικώς συναφείς με τις εκεί εκτελούμενες, και οι οποίες ενδέχεται να επιδρούν στις απορρίψεις και στη ρύπανση·»,  (άρθρο 2 του Νόμου). 

 

[3] «‘φορέας εκμετάλλευσης’ αναφορικά με εγκατάσταση, σημαίνει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εκμεταλλεύεται ή ελέγχει την εγκατάσταση ...», (άρθρο 2 του Νόμου).

 

[4] «‘επιφανειακά χερσαία νερά’ σημαίνει τα χερσαία νερά, εκτός των υπόγειων νερών και περιλαμβάνει οποιοδήποτε ποταμό, ρυάκι ή άλλο υδατόρεμα, λίμνη, λιμνοδεξαμενή ή ταμιευτήρια, ή οποιοδήποτε μέρος αυτών, φυσικό ή τεχνητό, γλυκό, υφάλμυρο ή αλμυρό και οποιαδήποτε αναφορά σε επιφανειακά χερσαία νερά περιλαμβάνει αναφορά στο κανάλι ή στην κοίτη επιφανειακών χερσαίων νερών που είναι ενίοτε ξηρή-», (άρθρο 2 του Νόμου).

[5] «6. - (1)  ..., πρόσωπο, το οποίο -

 

..............................................................................................................................................................

(ε)  απορρίπτει, εναποθέτει, προκαλεί, επιτρέπει ή ανέχεται την απόρριψη ή εναπόθεση από οποιαδήποτε εγκατάσταση σε επιφανειακά χερσαία νερά ή σε παράκτια νερά, οποιουδήποτε υγρού ή στερεού αποβλήτου ή οποιουδήποτε άλλου υγρού που περιέχει αιωρούμενη ύλη, ...

 

είναι ένοχο αδικήματος ...»

 

[6] Rivers (Prevention of Pollution Act 1951, s 2(1) και Water Resources Act 1991, s 85(1))

 

[7] Για το ίδιο θέμα, όπως και για άλλα συναφή θέματα, σχετική είναι και η ανάλυση που γίνεται στο σύγγραμμα Environmental Law, 4η έκδοση, στη σελίδα 662 κ.ε. 

[8] O κάτοχος υποστατικού κατηγορείτο ότι επέτρεψε τη χρήση εντός αυτού ναρκωτικών ουσιών, κατά παράβαση του άρθρου 5 της Dangerous Drug Act 1965


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο