ECLI:CY:AD:2021:B136

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Εφεση Αρ. 200/2019)

 

12 Απριλίου, 2021

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

xxx ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΗΣ,

Εφεσείων,

ν.

 

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ,

Εφεσίβλητου.

_ _ _ _ _ _

Α. Ταμάσιος, για τον Εφεσείοντα.

Π. Βαρνάβα,  Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.

_ _ _ _ _ _

 

Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι ομόφωνη. Την απόφαση της πλειοψηφίας θα δώσει ο Λιάτσος, Δ. και με αυτή συμφωνεί η Πούγιουρου, Δ. Ο Οικονόμου, Δ. θα δώσει την δική του απόφαση.

­­­_ _ _ _ _ _


 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(πλειοψηφίας)

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Ο Εφεσείοντας – κατηγορούμενος 3, ήταν ένας εκ των Διευθυντών και μέτοχος της κατηγορούμενης 1 εταιρείας, η οποία διαχειριζόταν περίπτερο στην οδό Λήδρας στη Λευκωσία. Την 1.11.2013, προσλήφθηκε για εργασία στο υπό αναφορά περίπτερο, η παραπονούμενη, οι υπηρεσίες της οποίας τερματίστηκαν στις 30.6.2014, σύμφωνα με ενημέρωση της εργοδότριας εταιρείας προς τις υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Στις 29.7.2014, η παραπονούμενη υπέβαλε παράπονο στο Τμήμα Εργασιακών Σχέσεων, το οποίο αποτέλεσε τη γενεσιουργό αιτία καταχώρησης της ποινικής υπόθεσης που αντιμετώπισαν οι κατηγορούμενοι στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας. Κάλυπτε κατηγορίες στηριζόμενες στους περί Προστασίας των Μισθών, Οργάνωσης του Χρόνου Εργασίας και περί Ενημέρωσης του Εργοδοτούμενου από τον Εργοδότη για τους Ορους που διέπουν τη Σύμβαση ή τη Σχέση Εργασίας Νόμους, Νόμοι 35(Ι)/2007, 63(Ι)/2002 και 100(Ι)/2000, ως τροποποιήθηκαν, αντίστοιχα. Αφορούσαν τη μη καταβολή μισθού, παράλειψη αντικατάστασης της ετήσιας άδειας με χρηματική αποζημίωση, παράλειψη γραπτής γνωστοποίησης ως προς τους ουσιώδεις όρους της σύμβασης εργασίας, παράλειψη παρουσίασης αρχείων και παρακίνηση για παράλειψη αντικατάστασης της ετήσιας άδειας με χρηματική αποζημίωση κατά τον τερματισμό της απασχόλησης.

 

Ο Εφεσείοντας κρίθηκε ένοχος, μετά από ακροαματική διαδικασία, στις κατηγορίες 3 και 9 και η κατηγορούμενη εταιρεία στις κατηγορίες 3 και 8, αντίστοιχα. Τους επιβλήθηκε χρηματική ποινή συνολικού ύψους €500 στον καθένα.

 

Η υπό κρίση έφεση αφορά στην καταδίκη του Εφεσείοντα και προς εξέταση είναι ένας και μόνο λόγος έφεσης, τον οποίο παραθέτουμε αυτούσιο:

 

 

«ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

 

Η απόφαση του Σεβαστού Πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι καλώς μπορούσε ο κατηγορούμενος 3 να κατηγορηθεί ως συνεργός της κατηγορούμενης εταιρείας 1, δυνάμει του άρθρου 20 του Κεφ. 154, είναι εσφαλμένο.

 

 

 

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΕΦΕΣΗΣ

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο για τους λόγους που εξηγεί στην απόφαση του θεωρεί ότι ο λόγος της Peppis Company Ltd κ.α. Vs Επαρχιακού Λειτουργού Εργασίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 272, επιτρέπει να κατηγορούνται ως συνεργοί οι διευθυντές νομικών προσώπων δυνάμει του άρ. 20 του Κεφ. 154, εκτός και αν στο σχετικό νόμο δημιουργείται ειδικό αδίκημα για τους διευθυντές των νομικών αυτών προσώπων.

 

Κατά την ταπεινή μας εισήγηση ο λόγος της Peppis, ανωτέρω, δεν έχει διαφοροποιηθεί ή ανατραπεί από τη μεταγενέστερη νομολογία και τούτο σημαίνει ότι το κύριο στοιχείο/κριτήριο είναι κατά πόσον το πρώτο συστατικό στοιχείο των αδικημάτων που αφορούν είναι η ιδιότητα του κατηγορούμενου, ως εργοδότη.

 

Αν η απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα είναι καταφατική, τότε δεν μπορεί το φυσικό πρόσωπο να κατηγορείται δυνάμει του άρθρου 20 του Κεφ. 154, ως συνεργός στην ιδιότητα του εργοδότη που έχει το νομικό πρόσωπο, είτε προβλέπεται είτε δεν προβλέπεται ειδικό αδίκημα για τα φυσικά πρόσωπα στο σχετικό νόμο.

 

Συνεπεία και κατ΄ εφαρμογή του λόγου της Peppis, ο κατηγορούμενος 3 θα έπρεπε να αθωωθεί από τις κατηγορίες 3 και 9.»

 

 

Η τρίτη κατηγορία αφορά σε παράλειψη γραπτής γνωστοποίησης της παραπονούμενης για τους βασικούς όρους εργοδότησης, που κάλυπταν τη σύμβαση ή τη σχέση εργασίας. Η 9η κατηγορία, η οποία προστέθηκε μετά από τροποποίηση του κατηγορητηρίου, κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 85(4) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφάλαιο 155, αφορά σε παρακίνηση για παράλειψη αντικατάστασης της ετήσιας άδειας με χρηματική αποζημίωση. Εδράζονται, πέραν των αντίστοιχων διατάξεων των νόμων 100(Ι)/2000 και 63(Ι)/2002, αντίστοιχα, στο άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφάλαιο 154.

 

Προβάλλει ως βασική θέση του Εφεσείοντα, όπως αυτή προωθήθηκε μέσα από την αγόρευση του ευπαίδευτου συνήγορου, ότι, κατ΄ ακολουθία νομολογιακής αρχής που καθόρισε η Peppis (ανωτέρω), είτε υπάρχει ειδική διάταξη σε νόμο είτε όχι, δεν μπορεί ο διευθυντής εταιρείας να συμπεριλαμβάνεται στο κατηγορητήριο ως συνεργός. Προεκτείνοντας, εισηγήθηκε ότι ο μόνος κανόνας που θέτει η Peppis, είναι ότι δεν μπορεί να καταχωρηθεί κατηγορία συναυτουργίας, στη βάση του άρθρου 20, εκεί όπου η ιδιότητα του νομικού προσώπου που κατηγορείται είναι αυτή του εργοδότη. Τούτο διότι, «……. δεν μπορεί να είναι κάποιος συνεργός στο γεγονός πως ένας κατηγορούμενος έχει την ιδιότητα του εργοδότη.». Προσθέτει, ολοκληρώνοντας, ότι και στην παρούσα περίπτωση, στη βάση των σχετικών άρθρων των νομοθεσιών επί των οποίων εδράζονται οι κατηγορίες 3 και 9, καταδεικνύεται ότι, το πρόσωπο που καθίσταται υπόλογο για τα αδικήματα που δημιουργούνται, είναι ο εργοδότης.

Αντικρούοντας τις τοποθετήσεις της πλευράς του Εφεσείοντα, ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσίβλητου, θέτει ότι οι σχετικές αναφορές στην Peppis λέχθηκαν σε σχέση με την υποχρέωση χρήσης της ειδικής διάταξης 7 του άρθρου 53 του περί Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία Νόμου, που τυγχάνει εφαρμογής σε σχέση με την ευθύνη φυσικού προσώπου και όχι για να δημιουργήσει γενικό κανόνα ότι ουδέποτε μπορεί να είναι κάποιος συνεργός όταν κατηγορούμενος είναι ο εργοδότης.

 

Κύριο άξονα των επιχειρημάτων των δυο πλευρών αποτέλεσε ο δικαστικός λόγος της υπόθεσης Peppis και των υποθέσεων Terezian v. Θεοδώρου, Ποινική ΄Εφεση Αρ. 198/15, ημερ. 2.12.2016 και E.M. Studio Bagno Limited v. Στυλιανού, Ποινική ΄Εφεση Αρ. 175/2015, ημερ. 6.6.2018, που ακολούθησαν.

 

Στην Peppis η κατηγορούμενη εταιρεία και ο διευθυντής της αντιμετώπιζαν κατηγορίες στη βάση του περί Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία Νόμου, Ν. 89(Ι)/1996 και του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα. Καταδικάστηκαν πρωτοδίκως, αλλά κατ΄ έφεση η καταδίκη του διευθυντή ανατράπηκε, καθότι κρίθηκε ότι εργοδότης ήταν η εταιρεία και όχι το φυσικό πρόσωπο υπό την ιδιότητά του ως διευθυντής. Ως εκ τούτου, το άρθρο 20 κακώς προστέθηκε στο κατηγορητήριο, προκειμένου να συμπεριλάβει και τον διευθυντή ως συνεργό. Επισημάνθηκε ότι ο νόμος 89(Ι)/1996 έχει ειδική διάταξη, τη διάταξη 7 του άρθρου 53, που καλύπτει τα φυσικά πρόσωπα, όταν παραβιάζονται οι πρόνοιες του νόμου από νομικά πρόσωπα. Κρίθηκε ότι συστατικό στοιχείο των αδικημάτων είναι η ιδιότητα του κατηγορούμενου, ήτοι αυτή του εργοδότη. Και ότι «…… δεν μπορεί να είναι κάποιος συνεργός στο γεγονός πως ένας κατηγορούμενος έχει την ιδιότητα του εργοδότη.».

 

Στην Terezian (ανωτέρω) οι κατηγορίες αφορούσαν σε ταυτόσημα με την υπό κρίση αδικήματα. Ητοι, παράλειψη καταβολής μισθών, κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του περί Προστασίας των Μισθών Νόμου. Στην εταιρεία απεδίδετο η ιδιότητα της εργοδότριας κατά τον επίδικο χρόνο, στον δε εφεσίβλητο, η ιδιότητα του συνεργού, δυνάμει του άρθρου 20, καθότι ήταν ο διευθυντής της εταιρείας, κατά τον ουσιώδη χρόνο. Ο,τι ενδιαφέρει για σκοπούς της ενώπιόν μας έφεσης, είναι η αναφορά του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ως προς την ευθύνη διευθυντή νομικής οντότητας, ως συνεργού, στη βάση του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα.

 

Στην Bagno (ανωτέρω), που αφορούσε κατηγορία μη καταβολής 13ου μισθού κατά παράβαση του περί Προστασίας των Μισθών Νόμου, γίνεται, παρεμπιπτόντως (obiter), αναφορά στις υποθέσεις Peppis και Terezian και σημειώνεται, ως ακολούθως, ο προβληματισμός του Δικαστηρίου κατά πόσον το φυσικό πρόσωπο, διευθυντής της κατηγορούμενης εταιρείας, μπορούσε να κατηγορηθεί και να καταδικασθεί ως συνεργός σε αδικήματα αυτής της μορφής:

 

«Τούτο γιατί, παρά την αναφορά στην υπόθεση Terezian v. Θεοδώρου, Ποινική Έφεση 198/2015, ημερομηνίας 2.12.2016, περί της δυνατότητας ποινικής ευθύνης διευθυντή της εργοδότριας εταιρείας ως συνεργού, στην Peppis Company Ltd v. Επαρχιακός Λειτουργός Εργασίας (1999) 2 ΑΑΔ 272, αποφασίστηκε, με αναφορά σε παρόμοια ρύθμιση στον περί Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία Νόμο, Ν. 81(Ι)/1996, ότι δεν μπορεί ο διευθυντής εταιρείας να συμπεριλαμβάνεται στο κατηγορητήριο ως συνεργός σε περιπτώσεις όπως εν προκειμένω, όπου ο κατηγορούμενος έχει εκ του νόμου την ιδιότητα του εργοδότη. 

 

 Στην εν λόγω απόφαση υποδείχθηκε ότι εργοδότης ήταν η εταιρεία, ενώ ο διευθυντής της δεν ήταν εργοδότης και κακώς προστέθηκε στο κατηγορητήριο το άρθρο 20 για να συμπεριλάβει και το διευθυντή ως συνεργό.»

 

 

Όπως ορθά σημείωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην υπόθεση Terezian επιβεβαιώνεται η δυνατότητα ποινικής ευθύνης διευθυντή της εργοδότριας εταιρείας ως συνεργού. Ορθά επίσης εντοπίζεται από την ευπαίδευτη πρωτόδικο Δικαστή, με αναφορά σε πάγια νομολογιακή γραμμή (Αστυνομία ν. Toorac Fashion (1993) 2 Α.Α.Δ. 117Ajini κ.a. ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 319, Επίσημος Παραλήπτης v. Kalavas & Assoc. Ltd. κ.ά. (1999) 2 Α.Α.Δ. 523, (Σ.Ε.Κ.) ν. Samoa Clothing Industry Ltd. κ.ά. (Αρ. 2) (2000) 2 Α.Α.Δ. 619, Ιωάννου ν. Νανάιμο Λίμιτεδ κ.α. (2005) 2 Α.Α.Δ. 555), ότι ένας διευθυντής ή σύμβουλος εταιρείας μπορεί να κριθεί ένοχος ως συνεργός της εταιρείας, εάν στοιχειοθετούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα.

 

Μας βρίσκει σύμφωνους η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Εχουμε την άποψη ότι το Εφετείο στην Peppis δεν διατύπωσε κανόνα πέραν του πλαισίου που κάλυπταν τα δεδομένα της υπόθεσης. Ούτε και θα μπορούσε, στην απουσία ρητής ή εξυπακουόμενης έστω προς τούτο εξαίρεσης από τον ίδιο το Νόμο, να αποκλεισθεί, νομολογιακά, η δυνατότητα ποινικού καταλογισμού σε αξιωματούχους εταιρείας, στη βάση ενεργοποίησης του άρθρου 20, εάν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις συνέργειάς τους στη διάπραξη του ποινικού αδικήματος.

 

Με δεδομένα τα πιο πάνω και λαμβανομένου υπόψη ότι μοναδικός ενεργός διευθυντής της εταιρείας ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο ο Εφεσείοντας, ο οποίος και έλαβε την απόφαση τερματισμού απασχόλησης της παραπονούμενης, γνωρίζοντας όλα τα δεδομένα που κάλυπταν τη σχέση εργασίας και τα δικαιώματα που απέρρεαν εκ της σχέσεως αυτής προς όφελος της παραπονούμενης, ορθά κρίθηκε ένοχος στις κατηγορίες που αντιμετώπιζε.

 

Υπό το πρίσμα των πιο πάνω, ο λόγος έφεσης είναι έκθετος σε απόρριψη.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

                                                     

 

                                                               Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

                                                               Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

 

                                                              

 

 

ΣΦ.


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 200/19)

 

 

12 Απριλίου, 2021

 

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

xxx ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΗΣ

Εφεσείων

ΚΑΙ

 

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ

Εφεσίβλητος

---------------

 

Α. Ταμάσιος, για τον εφεσείοντα.

Π. Βαρνάβα, για τον εφεσίβλητο.

 

---------------

 

 

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

[Μειοψηφίας]

 

 

Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Ο εφεσείοντας (πρώην κατηγορούμενος 3) ήταν ένας εκ των διευθυντών και μέτοχος της πρώην κατηγορούμενης 1 εταιρείας.  Η εταιρεία ήταν εργοδότης της παραπονούμενης. 

 

Η εταιρεία καταδικάστηκε πρωτοδίκως, υπό την ιδιότητα της ως εργοδότης της παραπονούμενης, στα πλαίσια νομοθεσιών οι οποίες δημιουργούν υποχρεώσεις στον εργοδότη έναντι των εργοδοτουμένων του και προβλέπουν ποινικά αδικήματα στην περίπτωση παραβίασης αυτών των υποχρεώσεων. 

 

Ειδικότερα, η εταιρεία καταδικάστηκε ως «εργοδότης» με βάση

 

(α) τον περί Ενημέρωσης του Εργοδοτουμένου από τον Εργοδότη για τους Όρους που διέπουν τη Σύμβαση ή τη Σχέση Εργασίας Νόμο του 2000 (Ν. 100(I)/2000), σύμφωνα με τον οποίο ο «εργοδότης» υποχρεούται να γνωστοποιεί στον εργοδοτούμενο τους ουσιώδεις όρους της σύμβασης και της εργασίας και «εργοδότης» ο οποίος, χωρίς εύλογη αιτία, παραβαίνει τις διατάξεις του παρόντος Νόμου είναι ένοχος αδικήματος (άρθρα 4 και 12(1)) (κατηγορία 3: παράλειψη γραπτής ενημέρωσης για τους βασικούς όρους εργοδότησης),

 

(β) τον περί Οργάνωσης του Χρόνου Εργασίας Νόμο του 2002 (Ν. 63(Ι)/2002), σύμφωνα με τον οποίο «εργοδότης» ο οποίος παραβαίνει τις διατάξεις του παρόντος Νόμου είναι ένοχος ποινικού αδικήματος (άρθρα 8 και 19) (κατηγορία 9: παράλειψη καταβολής τεσσάρων ημερών ετήσιας άδειας).

 

 

Μαζί με την εταιρεία κατηγορήθηκε και καταδικάστηκε ο εφεσείοντας, ως συνεργός με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα, ως το πρόσωπο που είχε καθοριστικό ρόλο στη διάπραξη των αδικημάτων από την εργοδότρια εταιρεία. 

Δοθέντος ότι συστατικό στοιχείο των υπό εξέταση αδικημάτων ήταν η ιδιότητα του κατηγορουμένου ως «εργοδότη», ανέκυψε για το πρωτόδικο δικαστήριο η αρχή που διατυπώθηκε στην υπόθεση Peppis Company Ltd v. Επαρχιακού Λειτουργού Εργασίας (1999) 2 ΑΑΔ 272, η οποία, ακριβώς όπως και η παρούσα υπόθεση, αφορούσε σε αδίκημα, συστατικό στοιχείο του οποίου ήταν η ιδιότητα του κατηγορούμενου ως εργοδότη.  Όπως και στην παρούσα, επίσης, περίπτωση, ο διευθυντής της εταιρείας (εφεσείων) είχε καταδικαστεί ως συνεργός μαζί με την εταιρεία.  Εκεί επρόκειτο για αδίκημα κατά παράβαση του περί Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία Νόμου, Ν. 89(Ι)/1996

 

Υπ’  αυτές τις περιστάσεις είχε τότε λεχθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο ότι το πρώτο συστατικό στοιχείο του αδικήματος ήταν η ιδιότητα του κατηγορούμενου ως «εργοδότη» και ότι, βεβαίως, ο εφεσείων ως διευθυντής δεν ήταν με αυτή του την ιδιότητα «εργοδότης».  Θεώρησε δε ως νομικό σφάλμα το γεγονός ότι προστέθηκε στο κατηγορητήριο το άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα ώστε να συγκατηγορηθεί ο εφεσείων διευθυντής ως συνεργός στη διάπραξη του αδικήματος από την εταιρεία με το εξής σκεπτικό:

 

«Ακριβώς εδώ έγκειται, στην κρίση μας, το νομικό σφάλμα, που αποδεικνύεται και από το γεγονός πως το κατηγορητήριο προστέθηκε το άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα.  Και τούτο γιατί δεν μπορεί να είναι κάποιος συνεργός στο γεγονός πως ένας κατηγορούμενος έχει την ιδιότητα του εργοδότη.» (η έμφαση είναι δική μου) 

 

Αυτός κατά την κρίση μου είναι ο λόγος (ratio) της απόφασης στην υπόθεση Peppis.  

 

Η αντίστοιχη πρόνοια του άρθρου 20 στην αγγλική νομοθεσία, ήτοι το άρθρο 8 του Accessories and Abettors Act 1861,[1] αντικατοπτρίζει κανόνα του κοινοδικαίου και έχει αποφασιστεί ότι είναι γενικής εφαρμογής για όλα τα αδικήματα, εκτός εάν, ρητά ή εξυπακουόμενα, αποκλείεται δια νόμου στη συγκεκριμένη περίπτωση (R v. Jefferson (1994) 99 Cr. App. R. 13, βλ. επίσης Blackstones Criminal Practice 2021, A4.1, Archbold, Criminal Pleading, Evidence and Practice, 2021 ed., para 18-2).

 

Είναι σαφές ότι στην Peppis θεωρήθηκε ότι επειδή η συγκεκριμένη νομοθεσία απαιτούσε ως συστατικό στοιχείο του αδικήματος την συγκεκριμένη ιδιότητα του αυτουργού ως εργοδότη, αποκλείεται εκ του νόμου η εφαρμογή του άρθρου 20, εφόσον δεν μπορεί κάποιος να είναι συνεργός με παροχή βοήθειας ή παρακίνηση (aiding and abetting) «στο να έχει κάποιος την ιδιότητα του εργοδότη». 

 

Προχώρησε βέβαια στη συνέχεια το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Peppis για να υποδείξει ότι στον εν λόγω Νόμο 89(Ι)/1996 υπάρχει ειδική διάταξη που καλύπτει τα φυσικά πρόσωπα (άρθρο 53(7)) η οποία παρέχει τη δυνατότητα ο παραβάτης να αντιμετωπίσει ξεχωριστή σχετική κατηγορία.  Δεν θεωρώ όμως ότι η ευκαιριακή στον συγκεκριμένο Νόμο χωριστή ρύθμιση με συνεπακόλουθη δυνατότητα να μπορούσε να κατηγορηθεί ο εφεσείων στην υπόθεση εκείνη αυτοτελώς και όχι ως συνεργός, διαφοροποιεί την προηγηθείσα βασική διαπίστωση του δικαστηρίου ότι «δεν μπορεί κάποιος να είναι συνεργός στο γεγονός πως ένας κατηγορούμενος έχει την ιδιότητα του εργοδότη». 

 

Με αυτό τον τρόπο έγινε αντιληπτή και επαναλήφθηκε η αρχή της Peppis, έστω και ως obiter αλλά οπωσδήποτε ως ρητή επιβεβαίωση της αρχής, στην υπόθεση EM Studio Bagno Ltd v. Στυλιανού, Ποιν. Έφ. Αρ. 175/2015, ημερ. 6.6.2018, ECLI:CY:AD:2018:B275

 

Ενώ αντιθέτως στην υπόθεση Τερεζιάν ν. Θεοδώρου, Ποιν. Έφ. Αρ. 198/2015, ημερ. 2.12.2016, ECLI:CY:AD:2016:D539, στην οποία βασίστηκε το πρωτόδικο δικαστήριο, εξετάστηκε το γενικότερο ζήτημα της τυχόν ευθύνης διευθυντή νομικής οντότητας ως συνεργού σε σχέση με το άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα, χωρίς όμως οποιαδήποτε αναφορά στην αρχή της Peppis.

 

Επ’  ουδενί αμφισβητείται η παγιωμένη αρχή ότι ο διευθυντής εταιρείας είναι δυνατόν να υπέχει ποινική ευθύνη ως συνεργός, εάν στοιχειοθετούνται οι προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα και η σχετική νομολογία.  Δεν είναι όμως αυτό το ζήτημα του απασχολεί εν προκειμένω.

 

Το ζήτημα για το οποίο διατηρώ, με όλο το σεβασμό, διαφορετική άποψη αφορά τη δεσμευτική αρχή που διατυπώθηκε στην υπόθεση Peppis.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο προσπάθησε να διαφοροποιηθεί από την δεσμευτική αυτή αρχή, προβάλλοντας την περαιτέρω διαπίστωση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση εκείνη ότι, ως άνω, εκεί υπήρχε δυνατότητα για αυτοτελή κατηγορία εναντίον του διευθυντή της εταιρείας με βάση το άρθρο 53(7).  Για τους λόγους όμως που προσπάθησα να εξηγήσω, η νομική αρχή δεν μεταβάλλεται αναλόγως του αν ο συγκεκριμένος κάθε φορά Νόμος παρέχει τη δυνατότητα ή μη αυτοτελούς κατηγορίας.   

 

Στο επίπεδο πλέον της έφεσης, δεν μας ζητήθηκε να αποστούμε από την αρχή της Peppis ως εσφαλμένη ή άλλως πως, στο βαθμό βέβαια που θα μπορούσε κάτι τέτοιο να δικαιολογείται με βάση τις εξαιρετικές προϋποθέσεις που έχει θέσει η νομολογία.  Η προσπάθεια ήταν και πάλι να γίνει διαφοροποίηση επί της ίδιας βάσης που επιχείρησε το πρωτόδικο δικαστήριο, η οποία όμως δεν με βρίσκει σύμφωνο.

 

Γι’  αυτούς τους λόγους θα αποδεχόμουν την έφεση και θα αθώωνα τον εφεσείοντα.

 

                                                                   Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

 

/φκ

 

 

 

 



[1] «Whosoever shall aid, abet, counsel or procure the commission of any indictable offence, whether the same be an offence at common law or by virtue of any Act passed or to be passed, shall be liable to be tried, indicted and punished as a principal offender.»


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο