ECLI:CY:AD:2023:B13

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ. 76/22)

 

 

19 Ιανουαρίου, 2023

 

[Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ,

ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΤΣΑΛΙΔΗΣ,

Εφεσείων,

 

v.

 

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

-------------

 

Χρ. Χριστοδουλίδης με Κ. Κουππαρή (κα), για εφεσείοντα.

Ερ. Παπαλοϊζου (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας, με Μ. Γιαγκουλλή (κα) ασκούμενη δικηγόρο, για Γενικό Εισαγγελέα, για την εφεσίβλητη.

Εφεσείων παρών.

 

---------

 

 

Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων είχε ερωτική σχέση με την παραπονούμενη (ΜΚ1), η οποία διατηρούσε κομμωτήριο στη Λευκωσία, από τα μέσα του 2019.

 

          Σύμφωνα με τη μαρτυρία της παραπονούμενης την οποία το Κακουργιοδικείο αποδέχθηκε, η σχέση τους δεν ήταν αρμονική επειδή ο εφεσείων ζήλευε παθολογικά την παραπονούμενη. 

 

          Το αποτέλεσμα ήταν όχι μόνο η κατάρρευση της σχέσης τους, αλλά η καταδίκη στο τέλος του εφεσείοντα για σοβαρά εγκλήματα εις βάρος της ΜΚ1, περιλαμβανομένου εμπρησμού και απόπειρας καταστροφής περιουσίας με εκρηκτικές ύλες, ήτοι με ρίψη χειροβομβίδας.

 

          Παραθέτουμε τους ισχυρισμούς της ΜΚ1 όπως τους αποδέχθηκε το Κακουργιοδικείο: 

 

Όταν περί τον Αύγουστο ή Σεπτέμβριο του 2019 η παραπονούμενη του ανέφερε ότι θα μετέβαινε σε επαγγελματικό ταξίδι εκτός Κύπρου, αυτός ενοχλήθηκε και της είπε «εν να σε κρούσω, εν να σε διαλύσω τζιαι σένα, τζιαι το αυτοκίνητο, τζιαι τη δουλειά σου, εν ηξέρεις ποιος είμαι εγώ». 

 

Επίσης στις 5.12.2019 η παραπονούμενη είχε διοργανώσει πάρτι στο κομμωτήριο της.  Παρών ήταν και ο εφεσείων ο οποίος όμως έφυγε ξαφνικά θυμωμένος γιατί την είδε να συνομιλεί με πελάτη.  Όταν τέλειωσε το πάρτι η παραπονούμενη είδε ξαφνικά μπροστά της, στον χώρο στάθμευσης της πολυκατοικίας όπου διαμένει, τον εφεσείοντα να της υποβάλλει προσβλητικές ερωτήσεις και ειδικότερα να την ερωτά αν η δουλειά της είναι να κάνει δημόσιες σχέσεις με τους πελάτες.  Όχι μόνο αυτό αλλά στα πλαίσια έντονης συζήτησης την χτύπησε δυνατά στη μύτη με αποτέλεσμα να αιμορραγεί.  Η μάρτυρας ανέβηκε στο διαμέρισμα της, ενώ ο εφεσείων παρέμεινε στον χώρο στάθμευσης στέλλοντας συνεχώς μηνύματα, ζητώντας συγνώμη της και ρωτώντας την αν είναι καλά. 

 

Από εκείνη την ημέρα, σύμφωνα πάντα με τη ΜΚ1, δεν είχαν επικοινωνία πέραν από κάποια μηνύματα.  Δυο-τρεις ημέρες πριν από τις 23.12.2019 ο εφεσείων είχε εξαφανιστεί. 

 

Στις 23.12.2019, περί ώρα 04:30, η παραπονούμενη ξύπνησε γιατί άκουσε συναγερμό αυτοκινήτου.  Βγαίνοντας στη βεράντα είδε καπνούς και φωτιά να προέρχονται από το ισόγειο της πολυκατοικίας όπου διαμένει.  Καίγονταν τέσσερα αυτοκίνητα, μεταξύ των οποίων το αυτοκίνητο της, ένα Jeep Renegade («το Jeep») και ένα άλλο αυτοκίνητο, ένα Jaguar XΕ («το Jaguar»).

 

          Αυτά άλλωστε επιβεβαιώνονται δεσμευτικά από τα παραδεκτά γεγονότα, σύμφωνα με τα οποία την ώρα εκείνη ένοικος διπλανής πολυκατοικίας, αφού άκουσε θόρυβο εκρήξεων και συναγερμό αυτοκινήτου, κοίταξε από το παράθυρο του υπνοδωματίου της και είδε την πυρκαγιά στον χώρο στάθμευσης της πολυκατοικίας όπου διέμενε η παραπονούμενη.  Η πυρκαγιά βρισκόταν περιμετρικά του Jeep.  Αμέσως ειδοποίησε την Πυροσβεστική Υπηρεσία, μέλη της οποίας κατέφθασαν σε δέκα λεπτά και κατέσβησαν την φωτιά.  

 

Έγινε επίσης κοινώς αποδεκτό γεγονός ότι, ως η Πυροσβεστική Υπηρεσία διαπίστωσε, η εστία πυρκαγιάς βρισκόταν εξωτερικά του Jeep, καθώς περιμετρικά του οχήματος αναδυόταν έντονη οσμή πετρελαιοειδών. Έντονη οσμή πετρελαιοειδών αναδυόταν και σε κάποια σημεία περιμετρικά του Jaguar.  Τα δύο αυτά οχήματα υπέστησαν ανεπανόρθωτες ζημιές.  Εκτεταμένες ζημιές υπέστησαν και άλλα δύο οχήματα από την πυρκαγιά, όπως και πέντε αποθηκευτικοί χώροι της πολυκατοικίας και το περιεχόμενο τους.  Στο διαμέρισμα 104 από την πυρκαγιά και τη θερμότητα έσπασαν οι υαλοπίνακες του παραθύρου σε ένα από τα υπνοδωμάτια καθώς και οι υαλοπίνακες της πόρτας και του παραθύρου της κουζίνας. 

 

Κοινώς αποδεκτή έγινε και η διαπίστωση ότι η φωτιά τέθηκε κακόβουλα, με την χρήση γυμνής φλόγας και εύφλεκτης ουσίας η οποία τοποθετήθηκε περιμετρικά των οχημάτων Jeep και Jaguar και εξαπλώθηκε και στα άλλα δύο οχήματα. 

 

Κοινώς αποδεκτό επίσης έγινε το γεγονός ότι η παραπονούμενη την ίδια ημέρα, στις 23.12.2019, εξέφρασε υποψίες εναντίον του εφεσείοντα σε σχέση με τον εμπρησμό.  Εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης εναντίον του. 

 

Σε σχέση με το περιστατικό του εμπρησμού ο εφεσείων αντιμετώπισε αριθμό κατηγοριών για εμπρησμό και για κακόβουλη βλάβη.

 

Διαφεύγοντας τη σύλληψη, την επισκέφθηκε στις 31.12.2019 στο κομμωτήριο της, όπου και την απείλησε μεταξύ άλλων, ότι «θα βάλει πόμπα στο μαγαζί της» λόγω της απόρριψης του από την ίδια, όπως κατάλαβε.  Το περιστατικό αυτό δεν περιλαμβάνεται στο κατηγορητήριο, αλλά καταγράφεται περιγραφικά για να δοθεί η συνέχεια, αλλά και διότι περιλαμβάνεται απειλή για «πόμπα».  Υπενθυμίζουμε ότι στις 14.9.2020 ρίφθηκε τελικά η χειροβομβίδα.

 

Στις 9.1.2020 συνελήφθη και την επομένη αφέθηκε ελεύθερος.  Την ίδια ημέρα (10.1.2020) επικοινώνησε τηλεφωνικώς με την παραπονούμενη αναφέροντας της «όλα τέλειωσαν και να μην τολμήσει να δώσει ξανά κατάθεση εναντίον του ή να δώσει το όνομα του στην Αστυνομία γιατί είναι τελειωμένη».  Την ίδια επίσης ημέρα συναντήθηκαν σε καφετέρια.  Εκεί ο εφεσείων παραδέχθηκε ότι αυτός ήταν το πρόσωπο που έκαψε το αυτοκίνητο της επειδή δεν απαντούσε στα τηλεφωνήματα του και επειδή την είχε δει να τρώει σε εστιατόριο με κάποιο άλλο πρόσωπο.  Μάλιστα της περιέγραψε και τον τρόπο με τον οποίο ενήργησε.  Στο τέλος την ρώτησε αν ήθελε να συνεχίσουν να είναι μαζί και εκείνη του ζήτησε χρόνο για να ξεπεράσει το σοκ.

 

Τον Ιανουάριο του 2020 επίσης, ενώ η ΜΚ1 βρισκόταν σε καφετέρια με φίλους της, ο εφεσείων επικοινώνησε μαζί της και της είπε πως γνώριζε που βρισκόταν και πως αν δεν έφευγε από εκεί σε πέντε λεπτά θα περνούσε με το καλάσνικοφ να τους καθαρίσει.  Λόγω του ότι φοβήθηκε έφυγε από την καφετερία. Λίγο αργότερα φοβούμενη την αντίδραση του δέχθηκε να τον συναντήσει σε μια ταβέρνα και ακολούθως μετέβη στο σπίτι του.  Όταν εξέφρασε την επιθυμία να φύγει αυτός θύμωσε και την απείλησε ξανά.  Το περιστατικό αυτό δεν περιλαμβάνεται στο κατηγορητήριο.  Καταγράφεται περιγραφικά για να δοθεί η συνέχεια.  Η ΜΚ1 έπαθε κρίση πανικού και ο εφεσείων τη μετέφερε στις πρώτες βοήθειες. 

 

Τις επόμενες ημέρες τον απέφευγε επικαλούμενη ότι ήταν άρρωστη.  Αυτός συνέχισε να την απειλεί δια τηλεφώνου και ειδικά στις 9.2.2020 την κάλεσε από απόκρυψη και την απείλησε με τη φράση «είσαι τελειωμένη, είσαι τελειωμένη» και της έκλεισε το τηλέφωνο.

 

Στις 11.3.2020 εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εκ συμφώνου διάταγμα στα πλαίσια αγωγής μεταξύ της ΜΚ1 ως ενάγουσας και του εφεσείοντα ως εναγομένου, με το οποίο επιβάλλονται διάφορες σχετικές απαγορεύσεις στον εφεσείοντα όπως να συνομιλεί, να επικοινωνεί και να πλησιάζει σε απόσταση μικρότερη των 300μ. το πρόσωπο, την κατοικία, την εργασία και το εξοχικό της ΜΚ1 (τεκμήριο 18).  Παρά ταύτα ο εφεσείων απέστελλε στο κινητό τηλέφωνο της ΜΚ1 διάφορα μηνύματα τα οποία είχαν απειλητικό χαρακτήρα, καθώς επίσης αφορούσαν την πορεία της υπόθεσης, η οποία είχε καταχωριστεί εναντίον του στο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας αναφορικά με τον εμπρησμό (δέσμη μηνυμάτων κατατέθηκαν ως τεκμήρια 14 και 15). 

 

Ο εφεσείων όταν κατηγορήθηκε για τον εμπρησμό τέθηκε υπό κράτηση εκκρεμούσης της δίκης.  Ως αποτέλεσμα όμως των εν λόγω μηνυμάτων η ΜΚ1 τρομοκρατήθηκε και ζήτησε από τους δικηγόρους της να αποστείλουν επιστολή στον Γενικό Εισαγγελέα λέγοντας ότι ήταν αδύνατο να παραστεί στο δικαστήριο και να δώσει μαρτυρία εναντίον του.  Πράγματι στις 12.3.2020 οι δικηγόροι της απέστειλαν τέτοια επιστολή προς τον Γενικό Εισαγγελέα, όπως έπραξαν και τα αδέλφια της.  Υπενθυμίζουμε ότι μια ημέρα προηγουμένως η ΜΚ1 είχε εξασφαλίσει το διάταγμα στην αγωγή αρ. 650/20.

 

Στις 6.7.2020 ο εφεσείων αφέθηκε ελεύθερος υπό όρους και η υπόθεση του παρέμεινε ορισμένη στις 17.9.2020.  Στο ενδιάμεσο συνέχισε να αποστέλλει μηνύματα μέσω των εφαρμογών Instagram και WhatsApp προσπαθώντας να αποτρέψει τη ΜΚ1 να παρουσιαστεί στο δικαστήριο και να δώσει μαρτυρία εναντίον του.

 

Τρεις ημέρες πριν τη δικάσιμο, ήτοι το πρωί της 14.9.2020, εξερράγη χειροβομβίδα μπροστά από το κομμωτήριο της ΜΚ1.  Επρόκειτο για μια πλήρη αμυντική εργοστασιακή χειροβομβίδα ARGES 73, ελληνικής κατασκευής και προέλευσης, η οποία περιέχει 40 γρ. πενταπλαστίτη, δηλαδή εκρηκτική ύλη υψηλής ισχύος και 2.500 σφαιρίδια εμποτισμένα σε πλαστικό.  Η εν λόγω χειροβομβίδα είναι στρατιωτικού τύπου και η εισαγωγή, κατοχή, μεταφορά και χρήση της χωρίς την άδεια της αρμόδιας αρχής απαγορεύεται.  Ως αποτέλεσμα της έκρηξης προκλήθηκαν ζημιές στο κτιριακό συγκρότημα και στις γυάλινες προθήκες των δύο καταστημάτων που ανέρχονται στο ποσό των €25.000.

 

Από την άλλη πλευρά, ο εφεσείων έδωσε ένορκη μαρτυρία και αρνήθηκε κάθε εναντίον του ισχυρισμό.  Αρνήθηκε οποιαδήποτε ανάμιξη του στον εμπρησμό και στη ρίψη της χειροβομβίδας.  Αρνήθηκε επίσης τις απειλές. Η σχέση του με τη ΜΚ1 δεν παρουσίαζε οποιοδήποτε πρόβλημα.  Προς υποστήριξη του ισχυρισμού του αυτού παρουσίασε δέσμη μηνυμάτων που ανταλλάχθηκαν μεταξύ τους από τα οποία προκύπτει η ερωτική του σχέση κατά το εν λόγω διάστημα.  Πρόκειται για μηνύματα sms που καλύπτουν την περίοδο από 17.1.2020 μέχρι 9.2.2020 και περιλαμβάνουν ερωτικής φύσεως διαλόγους (τεκμήριο 19). Αναφέρθηκε επίσης στο γεγονός της απόσυρσης του παραπόνου της ΜΚ1, ισχυριζόμενος ότι με δεδομένη τη σχέση τους και την απόσυρση του παραπόνου δεν είχε οποιοδήποτε λόγο να ρίξει χειροβομβίδα εναντίον του καταστήματος της. 

 

Δεν κρίνουμε αναγκαίο να αναφερθούμε στους υπόλοιπους μάρτυρες κατηγορίας αφενός και υπεράσπισης αφετέρου.  Εκείνο που έχει σημασία είναι το ότι το Κακουργιοδικείο, έχοντας όλα τα δεδομένα υπόψη του και ασφαλώς την άμεση εικόνα των μαρτύρων κατά νου, αποδέχθηκε τη μαρτυρία της παραπονούμενης και των άλλων μαρτύρων κατηγορίας.  Περαιτέρω, σε συνδυασμό με την υπόλοιπη μαρτυρία και τα παραδεκτά γεγονότα, θεώρησε ότι μπορούσε με την απαιτούμενη ασφάλεια να καταδικάσει τον εφεσείοντα για τα αδικήματα σε σχέση με τα οποία δεν υπήρχε άμεση μαρτυρία, αλλά επί τη βάσει περιστατικής μαρτυρίας την οποία και ανέλυσε. 

 

Ως αποτέλεσμα ο εφεσείων καταδικάστηκε σε όλες τις κατηγορίες που αφορούν σε:

-      Απόπειρα καταστροφής περιουσίας με εκρηκτικές ύλες, κατά παράβαση του άρθρου 325 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 (1η κατηγορία).

 

-    Χρήση εκρηκτικών υλών χωρίς άδεια από τον Επιθεωρητή Εκρηκτικών Υλών, κατά παράβαση των άρθρων 2 και 4(1)(ε)(4)(ζ) του περί Εκρηκτικών Υλών Νόμου Κεφ. 54 (2η κατηγορία).

 

-    Κακόβουλη βλάβη, κατά παράβαση του άρθρου 324(3)(β) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 (3η κατηγορία).

 

-    Πέντε κατηγορίες απειλής, κατά παράβαση του άρθρου 91Α του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 (4η, 15η, 16η, 17η και 19η κατηγορία).

 

-      Δύο κατηγορίες παρέμβασης σε δικαστική διαδικασία, κατά παράβαση του άρθρου 122(β) του Ποινικού Κώδικα Κεφ.154 (5η  και 14η κατηγορία).

 

-      Ανυπακοή σε νόμιμες διαταγές, κατά παράβαση του άρθρου 137 του Ποινικού Κώδικα Κεφ.154 (6η κατηγορία).

 

-      Δύο κατηγορίες εμπρησμού μηχανοκίνητου οχήματος, κατά παράβαση του άρθρου 315(α) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 (7η και 8η κατηγορία).

 

-      Πέντε κατηγορίες για Κακόβουλη βλάβη, κατά παράβαση του άρθρου 324(1) του Κεφ. 154 (9η, 10η, 11η, 12η και 13η  κατηγορία).

 

-      Παρέμβαση σε δικαστική διαδικασία, κατά παράβαση του άρθρου 122(α) του Κεφ. 154 (18η κατηγορία).

 

 

Με αριθμό λόγων έφεσης προσβάλλεται η αξιολόγηση της μαρτυρίας της ΜΚ1 από το Κακουργιοδικείο ως αξιόπιστη.  Πρόκειται για εγχείρημα εξ ορισμού δύσκολο, όπως επαναλαμβάνουμε ξανά και ξανά.  Με την έφεση εγείρονται νομικά σημεία.  Έφεση επί πραγματικών ζητημάτων, ήτοι κατά της αξιολόγησης και των ευρημάτων του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν είναι επιτρεπτή, παρά μόνο όταν η κρίση ως προς την αξιοπιστία και τα ευρήματα του δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, θεωρούμενη στο σύνολο της ή από τα ίδια τα ευρήματα (βλ. μεταξύ άλλων Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 2 ΑΑΔ 104, 120, Παπακοκκίνου κ.α. ν. Δήμου Πάφου (Αρ. 1) (1998) 1Β ΑΑΔ 634, 648). 

 

Είναι σε αυτά τα στενά πλαίσια που οφείλουμε να εξετάσουμε όσους λόγους έφεσης σχετίζονται με την αξιολόγηση της μαρτυρίας και την διατύπωση ευρημάτων από το Κακουργιοδικείο.  Πέραν τούτου, ούτε να υποκαταστήσουμε την κρίση του μπορούμε, μήτε να επανεξετάσουμε την υπόθεση εξ υπαρχής. 

 

Αναφορικά λοιπόν με τους εν λόγω λόγους έφεσης καταγράφουμε τα ακόλουθα:

 

Προβάλλεται ότι το Κακουργιοδικείο δεν απέδωσε τη βαρύτητα στο ψεύδος, όπως χαρακτηρίζεται, της ΜΚ1 ότι επί φωτογραφιών που λήφθηκαν από κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης της (τεκμήριο 13) αναγνώρισε τον εφεσείοντα.  Ως προς το σημείο αυτό και μόνο το Κακουργιοδικείο δεν δέχθηκε την αναφορά της ΜΚ1.  Αυτό όμως δεν αποτελεί κατ’  ανάγκη ψεύδος.  Είναι φανερό ότι το Κακουργιοδικείο συνεκτιμώντας το στοιχείο τούτο στα πλαίσια της όλης αξιολόγησης το θεώρησε ως λανθασμένη αναγνώριση. 

 

Προβάλλεται περαιτέρω με την έφεση ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ΜΚ1 δεν είχε διαφορές με κανένα άλλο πρόσωπο τόσο σε επαγγελματικό, όσο και σε προσωπικό επίπεδο, ενώ αντεξεταζόμενη δέχθηκε ότι είχε αγοράσει ένα οικόπεδο στη Βουλγαρία και ο εφεσείων της είπε «δώσε μου τα χαρτιά να τα πάρω σε ένα πολύ γνωστό μου δικηγόρο να δούμε τι θα κάμουμε».  Το εύρημα του δικαστηρίου ότι δεν είχε διαφορές με άλλα πρόσωπα, και μάλιστα τέτοιες ώστε να καταλήξουν σε εμπρησμό ή ρίψη χειροβομβίδας εναντίον της, ασφαλώς δεν είναι αντίθετο με τα αποδειχθέντα γεγονότα τα οποία βοούν για τις διαφορές και την απειλητική επιθετικότητα του εφεσείοντα. 

 

Προβάλλεται ακόμα ότι ουδεμία επιστημονική μαρτυρία προσκομίστηκε αναφορικά με τη δημιουργία των λογαριασμών WhatsApp και Instagram και ότι αυτοί όντως ανήκουν στον εφεσείοντα.  Το Κακουργιοδικείο ασχολήθηκε με το ζήτημα και εξήγησε με αναφορά σε συγκεκριμένα μηνύματα στα τεκμήρια 15, 16 και 17, γιατί δέχθηκε την ταύτιση με τον εφεσείοντα.  Άλλωστε είναι στην ολότητα της που κρίνεται η μαρτυρία και κάθε στοιχείο της εντάσσεται και αξιολογείται μέσα από το συνολικό πλαίσιο. 

 

Παραπονείται περαιτέρω ο εφεσείων ότι από το προαναφερθέν τεκμήριο 19 (μηνύματα sms περιόδου 17.1.2020 μέχρι 9.2.2020) είναι οφθαλμοφανές ότι καθημερινά η ΜΚ1 και ο εφεσείων αντάλλασσαν μηνύματα και πουθενά δεν φαίνονται οποιαδήποτε απειλητικά μηνύματα.  Για το ζήτημα αυτό ο ευπαίδευτος συνήγορος υπεράσπισης αντεξετάζοντας τη ΜΚ1 της έθεσε συγκεκριμένα ότι στο τεκμήριο 19 περιλαμβάνονταν μηνύματα του εφεσείοντα προς αυτήν όπως «τι ωραίο, τι γαλήνιο, πώς ηρεμίζει μια ψυχή όταν είσαι με το μωράκι σου».

 

Το δικαστήριο δέχθηκε επί του προκειμένου την εξήγηση της ΜΚ1 ότι παρά τα προβλήματα και την καταγγελία που είχε κάμει ήδη στην Αστυνομία ένιωθε τρομοκρατημένη, ένιωθε να απειλείται και προσπαθούσε να αντιμετωπίσει τη δύσκολη εκείνη κατάσταση «πώς να φύγει που τούτον τον λαβύρινθο» με αποτέλεσμα να ενεργεί «κάτω από προσποίηση».  Ήταν πιο συγκεκριμένα η θέση της ΜΚ1 κατά την αντεξέταση της η ακόλουθη:

 

«Α.      Δεν είχαμε κανονική σχέση, ήταν με πίεση που εγίνετουν ό,τι εγίνετουν.  Μετά τις 5 Δεκεμβρίου που έγινε τζιείνο που έγινε του 2019, είχε τελειώσει, είχε διακοπεί η σχέση μας.  Μετά ό,τι συνεχίζετουν, Γενάρη, αρχές Ιανουαρίου, μέχρι πάλι που ξανασυνελήφθηκε τον Φεβρουάριο νομίζω, ήταν με πίεση, κάτω από πίεση, δηλαδή πάρα πολλή πίεση ψυχολογική για να με βλέπει.  Προσπαθούσα να κερδίσω τον χρόνο να βγω που τούτον τον λαβύρινθο όπως μου τον αποκαλούσε και ο ίδιος.»

 

Αυτή ήταν η βασική θέση της ΜΚ1 την οποία το Κακουργιοδικείο, ως ο κριτής των γεγονότων, αποδέχθηκε.

 

Άλλο παράπονο του εφεσείοντα είναι ότι το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα έδωσε βαρύτητα στους ισχυρισμούς της ΜΚ1 ότι όταν ο εφεσείων τελούσε υπό κράτηση στα πλαίσια της υπόθεσης υπ΄ αρ. 315/20 για τον εμπρησμό, ο εφεσείων επικοινωνούσε μέσω κινητού τηλεφώνου μαζί της, ζητώντας της να μην καταθέσει στο δικαστήριο, χωρίς να υπάρχει οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία για παρέμβαση σε δικαστική διαδικασία.  Είναι και αυτό ζήτημα που ενέπιπτε στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της ΜΚ1, ως συνολική εκδοχή. 

 

Το ίδιο ισχύει και για το παράπονο του εφεσείοντα ότι εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο στηρίχθηκε στη μαρτυρία της ΜΚ1 και μόνο και προέβη σε εύρημα ότι πριν τη ρίψη της χειροβομβίδας είχαν προηγηθεί διάφορες επικοινωνίες του εφεσείοντα μαζί της με απολογητικό περιεχόμενο, με στόχο να την αποτρέψει να καταθέσει εναντίον του στο δικαστήριο.  Τούτο γιατί ο εφεσείων δεν είχε πλέον κίνητρο για ρίψη χειροβομβίδας στις 14.9.2020 για τέτοια αποτροπή, εφόσον η ΜΚ1 είχε ήδη από τις 12.3.2020 εκφράσει την πρόθεση της να μην δώσει μαρτυρία εναντίον του.  Το Κακουργιοδικείο όταν του τέθηκε το ίδιο επιχείρημα εύλογα σημείωσε ότι κατά τον χρόνο ρίψης της χειροβομβίδας η υπόθεση εκκρεμούσε και μάλιστα ήταν ορισμένη μόλις τρεις ημέρες αργότερα.  Η πιθανότητα να καταθέσει τελικά η ΜΚ1, σε συνδυασμό με την σπουδαιότητα της μαρτυρίας της, αποτελούσε ελατήριο για τον εφεσείοντα να συνεχίσει τους εκφοβισμούς. 

 

Παραπονείται, τέλος, ο εφεσείων ότι εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο αποδέχθηκε τον ισχυρισμό της ΜΚ1 ότι στις 31.12.2019 ο εφεσείων την επισκέφθηκε στο κομμωτήριο της και ότι σε συνάντηση που είχαν στις 10.1.2020 της παραδέχθηκε ότι ευθύνεται για τον εμπρησμό.  Το Κακουργιοδικείο όμως, επαναλαμβάνουμε, έκρινε την εκδοχή της ΜΚ1 μέσα από συνολική θεώρηση της, αιτιολογημένη αξιολόγηση και με τρόπο ώστε να καταλήγει σε εύλογα συμπεράσματα.  Δεν πρόκειται για περίπτωση που παρέχεται περιθώριο παρέμβασης του Εφετείου. 

 

Οι απειλές, η ανυπακοή σε νόμιμες διαταγές και η παρέμβαση σε δικαστική διαδικασία προκύπτουν από την άμεση μαρτυρία της ΜΚ1.  Οι κατηγορίες όμως που αφορούν τον εμπρησμό και τη ρίψη της χειροβομβίδας θα μπορούσαν να στοιχειοθετηθούν μόνο μέσα από περιστατική μαρτυρία. 

 

Έτσι, το επόμενο ερώτημα είναι κατά πόσο τα αποδειχθέντα γεγονότα, ως περιστατική πλέον μαρτυρία, θα επαρκούσαν για απόδειξη των κατηγοριών, με βάση τις σχετικές νομολογιακές αρχές.  

 

Το ζήτημα τούτο τίθεται με την έφεση, με την οποία προβάλλεται ότι η περιστατική μαρτυρία δεν αποτελούσε στέρεα βάση για καταδίκη πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.  Ως προς τούτο, όμως, θα πρέπει καταρχάς να σημειώσουμε ότι στην έφεση εμπλέκεται η προσβολή της αξιολόγησης της μαρτυρίας που προσέφερε η κατηγορούσα αρχή και της διατύπωσης ανάλογων ευρημάτων από το Κακουργιοδικείο, με το ζήτημα της περιστατικής μαρτυρίας.  Λέγεται λ.χ. στην αιτιολογία του σχετικού λόγου έφεσης ότι «εσφαλμένα συμπέρανε το πρωτόδικο δικαστήριο ότι της πυρκαγιάς είχε προηγηθεί η σκηνή ζηλοτυπίας από μέρους του εφεσείοντα την 5.12.2019» κλπ.  Η δύναμη όμως και η αποτελεσματικότητα της περιστατικής μαρτυρίας αποτιμάται «μετά που τα γεγονότα που κατατέθηκαν ενόρκως αποδειχθούν» (Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ 41).  Συνεπώς, εξετάζοντας το ζήτημα της περιστατικής μαρτυρίας, δεν θα επανέλθουμε στο θέμα της διατύπωσης ευρημάτων από το Κακουργιοδικείο.  Το θέμα αυτό έχει εξεταστεί προηγουμένως και έχει λήξει. 

 

Περιοριζόμενοι στο σωστό πλαίσιο, θέτουμε τα επιχειρήματα που η υπεράσπιση έθεσε ενώπιον μας ως στοιχεία που καταδεικνύουν την ανεπάρκεια της περιστατικής μαρτυρίας ώστε να μπορούσε να οδηγήσει σε καταδίκη.  Η χειροβομβίδα δεν ρίχθηκε έξω από το κομμωτήριο της ΜΚ1, όπως λανθασμένα θεώρησε το Κακουργιοδικείο, αλλά μπροστά από το γειτονικό της κατάστημα.  Ο εφεσείων δεν είχε κίνητρο για τη ρίψη της χειροβομβίδας εφόσον ήδη η ΜΚ1 είχε εκφράσει την «αδυναμία» της να παραστεί στο δικαστήριο και να προβεί σε μαρτυρία εναντίον του. 

 

Το Κακουργιοδικείο είχε ασφαλώς υπόψη του και κατέγραψε με πληρότητα τις αρχές που διέπουν τις προϋποθέσεις καταδίκης με βάση την περιστατική μαρτυρία.  Παρέπεμψε στην πάγια νομολογία ότι όχι μόνο δεν υπάρχει προκατάληψη εναντίον της, αλλά τουναντίον μπορεί να οδηγήσει από μόνη της σε καταδίκη, νοουμένου βέβαια ότι όπου η καταδίκη στηρίζεται καθ’  ολοκληρίαν ή ουσιαστικά πάνω σε περιστατική μαρτυρία το δικαστήριο πρέπει να αποφασίσει όχι μόνο κατά πόσο τα αποδειχθέντα γεγονότα συμβιβάζονται με την ενοχή του κατηγορούμενου, αλλά εάν το καταδικαστικό συμπέρασμα τότε μόνο είναι επιτρεπτό εάν βρίσκεται σε σχέση άμεσης συνάφειας με τα στοιχεία που συνθέτουν την περιστατική μαρτυρία και εάν είναι το μόνο λογικό συμπέρασμα που προκύπτει από τέτοια μαρτυρία (Fournides vRepublic (1986) 2 CLR 73, Παφίτης ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 444, Γαβριήλ ν. Δημοκρατίας (2009) 2 ΑΑΔ 693, Μαμαλικόπουλος ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 25/14, 20.9.2018, ECLI:CY:AD:2018:D411).  Τα γεγονότα δεν αρκεί να συμβιβάζονται με την ενοχή του κατηγορουμένου, αλλά δεν θα πρέπει να συμβιβάζονται με οποιοδήποτε άλλο λογικό συμπέρασμα από εκείνο ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε το αδίκημα (Αθηνής ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), Παφίτης κ.α. ν. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 102).  Διαφορετικά καταλείπεται εύλογη αμφιβολία.

 

Εν προκειμένω, το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη την ταραχώδη ερωτική σχέση της ΜΚ1 με τον εφεσείοντα, τον οποίο χαρακτήρισε ως ζηλιάρη και ιδιαίτερα επίμονο όσον αφορά στη συνέχιση της σχέσης τους.  Αναφέρθηκε επίσης στην σκηνή ζηλοτυπίας που προηγήθηκε στις 5.12.2019, την έντονη συζήτηση και τον τραυματισμό της από τον εφεσείοντα, την άμεση απειλή κατά τον Αύγουστο-Σεπτέμβριο του 2019, πριν τον εμπρησμό («εν να σε κρούσω, εν να σε διαλύσω, τζιαι σένα τζιαι το αυτοκίνητο τζιαι τη δουλειά σου, εν ηξέρεις ποιος είμαι εγώ»).  Πράγματι στις 23.12.2019 το αυτοκίνητο της ΜΚ1 «έκρουσε» και η πυρκαγιά τέθηκε κακόβουλα.  Όχι μόνο αυτό, αλλά ο εφεσείων παραδέχθηκε προς την ΜΚ1 τη διάπραξη του εγκλήματος και μάλιστα περιέγραψε το modus operandi.  Έλαβε περαιτέρω υπόψη το Κακουργιοδικείο τα μηνύματα με τα οποία ζητούσε συγνώμη και με τα οποία της ζητούσε να μην καταθέσει στο δικαστήριο (βλ. τεκμήριο 14).  Τρεις ημέρες πριν τη δικάσιμο όπου θα κατέθετε εναντίον του, εν μέσω μηνυμάτων με απειλητικό χαρακτήρα, ερίφθη η χειροβομβίδα.  Την ίδια ημέρα, συμπληρώνουμε, ήτοι στις 14.9.2020, ο εφεσείων επικοινώνησε με τη ΜΚ1 ρωτώντας την αν «έδωσε» το όνομα του στην Αστυνομία (βλ. σελ. 29, τεκμήριο 14). 

 

Η ζήλια και η κτητικότητα του εφεσείοντα στη σχέση τους ήταν έκδηλη.  Όπως και η ανησυχία του για την επερχόμενη δίκη.  Το Κακουργιοδικείο ορθά έλαβε υπόψη ότι υπήρχε μαρτυρία για την ύπαρξη κινήτρου η οποία είναι σχετική, εφόσον χαρακτηρίζει το υπόβαθρο των προθέσεων ενός κατηγορούμενου και ρίπτει φως στις πράξεις του (Fournides v. Republic (ανωτέρω), Μιχαηλίδη ν. Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 172). 

 

Ήταν σαφές για το δικαστήριο – και όπως κρίνουμε ορθά – ότι τόσο η πυρκαγιά, όσο και η ρίψη της χειροβομβίδας στρέφονταν εναντίον της ΜΚ1.  Αντεξετάστηκε σε σχέση με τις «διαφορές με κάποιους βούλγαρους» ή και σε σχέση με τον πρώην σύζυγο της.  Δεν προέκυψε οτιδήποτε και μάλιστα σε βαθμό που να δημιουργεί εύλογη πιθανότητα ο εμπρησμός ή η ρίψη χειροβομβίδας να είχε άλλη πηγή.  Ό,τι ελέχθη σχετικό κατά την αντεξέταση ήταν το εξής:

«Ε.      Δεν είχατε με κανένα άλλο διαφορές;

Α.        Όχι.

Ε.        Ουδέποτε;

Α.        Ουδέποτε.

Ε.        Ούτε με κάτι βούλγαρους και ζήτησες τη βοήθεια του Πέτρου;

Α.        Όχι, δεν ζήτησα τη βοήθεια του Πέτρου με τους βούλγαρους.  Είχα αγοράσει απλά ένα οικόπεδο στη Βουλγαρία και στην κουβέντα μας του το είπα και μου είπε «δώσε μου τα χαρτιά, να τα πάρω σε ένα πολύ γνωστό μου δικηγόρο, να δούμε τι θα κάνουμε».

Ε.        Με το σύζυγο σου, πρώην σύζυγο σου, δεν είχατε προβλήματα;

Α.        Όχι.

Ε.        Δεν είπες του Πέτρου για κάποια προβλήματα;

Α.        Όχι σε σημείο να κάμει κάτι για εμένα.»

 

Δεν έχουν τεθεί ενώπιον του δικαστηρίου στοιχεία μαρτυρικού υλικού τα οποία να μπορούσαν να δημιουργήσουν λογική αμφιβολία.  Όπως υποδείχθηκε στην Σταυρινού ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 706:

 

«…Ένα Δικαστήριο οφείλει να εξετάζει τη μαρτυρία στην ολότητα της και να την αξιολογεί με λογική προσέγγιση και στα πλαίσια της κοινής ανθρώπινης εμπειρίας. Δεν είναι υποχρεωμένο να εξετάζει, πόσον μάλλον να αξιολογεί, διαζευκτικές εκδοχές, πιθανότητες ή θεωρίες που όχι μόνο δεν στοιχειοθετούνται, αλλά που ούτε καν μπορούν να αναδυθούν σε μια ενδεχόμενη κατάσταση πραγμάτων, στην απουσία μαρτυρικού υλικού, ως αναγκαίου βεβαίως υπαρκτού υπόβαθρου, πάνω στο οποίο να κτίζεται η διαφορετική αυτή συλλογιστική. Προς τούτο συνηγορούν οι υποθέσεις Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41 και Φανιέρος ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 104. …»

Πολύ περισσότερο δεν υπήρχε ίχνος μαρτυρίας που να δημιουργούσε εύλογη αμφιβολία ως προς το κατά πόσον στόχοι των επιθέσεων ήταν οι γείτονες.  Οι γείτονες της ΜΚ1, τόσο στην πολυκατοικία, όσο και στο κατάστημα, δεν είχαν οποιεσδήποτε διαφορές με οποιοδήποτε πρόσωπο και ουδέποτε δέχθηκαν απειλές εναντίον της περιουσίας ή του προσώπου τους και δεν υποπτεύονται οποιοδήποτε πρόσωπο. 

 

Σε συμφωνία με το πρωτόδικο δικαστήριο δεν βρίσκουμε ότι επί των αποδειχθέντων και κοινώς αποδεκτών γεγονότων καταλείπεται άλλη λογική εξήγηση παρά την ενοχοποιητική για τον εφεσείοντα, τόσο για τον εμπρησμό, όσο και για τη ρίψη της χειροβομβίδας. 

 

Σε σχέση με τη ρίψη της χειροβομβίδας τέθηκε ένα περαιτέρω αμιγώς νομικό ζήτημα. Ο εφεσείων κατηγορήθηκε (3η κατηγορία) και καταδικάστηκε για κακόβουλη βλάβη κατά παράβαση του Άρθρου 324(3)(β) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, το οποίο έχει ως ακολούθως:

 

 

«324.-(1) Όποιος εσκεμμένα και παράνομα καταστρέφει ή προξενεί ζημιά σε περιουσία, είναι ένοχος ποινικού αδικήματος, το οποίο εκτός αν προνοείται διαφορετικά είναι πλημμέλημα, αυτός αν δεν προβλέπεται κάποια άλλη ποινή, υπόκειται σε φυλάκιση δύο χρόνων ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές:

              […]

(2) [..]

(3) Προκειμένου για κατοικία ή σκάφος, αν η βλάβη προκαλείται από την έκρηξη εκρηκτικής ύλης, και αν-

(α) στην κατοικία ή στο σκάφος βρίσκεται οποιοδήποτε πρόσωπο, ή

(β) η καταστροφή ή η βλάβη θέτει πράγματι σε κίνδυνο τη ζωή οποιουδήποτε προσώπου,

ο υπαίτιος είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται στην ποινή της φυλάκισης διά βίου.»

 

          Συνεπώς η εσκεμμένη και παράνομη καταστροφή ή πρόκληση ζημιάς σε περιουσία αποτελεί καταρχάς πλημμέλημα.  Αναβαθμίζεται σε κακούργημα (και περιοριζόμαστε στην κατοικία) εάν

(α)     η καταστροφή ή η βλάβη προκαλείται σε κατοικία

(β)     από την έκρηξη εκρηκτικής ύλης και

(γ)     (i) στην κατοικία βρίσκεται οποιοδήποτε πρόσωπο ή

(ii) η καταστροφή ή η βλάβη θέτει πράγματι σε κίνδυνο τη ζωή οποιουδήποτε προσώπου.

          Στο κατηγορητήριο, στις λεπτομέρειες αδικήματος της 3ης κατηγορίας, δεν περιλαμβάνεται οτιδήποτε που θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει τα συστατικά στοιχεία του κακουργήματος του Άρθρου 324(3)(β) εκτός της πρόκλησης ζημίας σε κατοικία.

 

Το Κακουργιοδικείο δε, δεν εξέτασε τις προϋποθέσεις αυτές που μετατρέπουν το αδίκημα από πλημμέλημα σε κακούργημα.  Ό,τι εξέτασε ήταν μόνο η έννοια της «εσκεμμένης πρόκλησης ζημίας». 

 

Τα ευρήματα του σε σχέση με τη ρίψη της χειροβομβίδας περιορίζονται στα ακόλουθα: ότι αυτή ρίχθηκε και εξερράγη στο πεζοδρόμιο μπροστά από το κατάστημα της ΜΚ1.  Το κατάστημα βρίσκεται στο ισόγειο κτιριακού συγκροτήματος το οποίο αποτελείται από έξι διαμερίσματα με δύο καταστήματα, περιλαμβανομένου του αναφερομένου, στον ισόγειο χώρο.  Προκλήθηκαν ζημιές στις γυάλινες προθήκες των δύο καταστημάτων και στις βεράντες των διαμερισμάτων του πρώτου ορόφου. 

 

Συνεπώς όχι μόνο δεν εξετάστηκαν οι προϋποθέσεις, αλλά ούτε έγινε αναφορά σε οποιαδήποτε σχετική μαρτυρία, ότι δηλαδή στα διαμερίσματα που υπέστησαν ζημία βρισκόταν οποιοδήποτε πρόσωπο ή από την καταστροφή ή τη βλάβη τέθηκε πράγματι σε κίνδυνο η ζωή οποιουδήποτε προσώπου.

 

Σημειώνουμε τη διαφορά της δικής μας πρόνοιας από την αντίστοιχη αγγλική πρόνοια του άρθρου 2 του Explosive Substances Act 1883 (Causing explosion likely to endanger life or property) (Criminal Jurisdiction Act 1975, s.7)[1] η οποία αρκείται, αν και προβλέπει ποινή φυλάκισης δια βίου, στην πιθανότητα πρόκλησης κινδύνου ζωής ή σοβαρής βλάβης σε περιουσία, ανεξάρτητα από το κατά πόσον προκαλείται πράγματι βλάβη σε πρόσωπο ή σε περιουσία. Εισηγούμαστε ότι είναι κατάλληλη περίπτωση το ζήτημα να εξεταστεί αρμοδίως και ειδικότερα κατά πόσον υπάρχει αναλογία του είδους του εγκλήματος και της συμφυούς επικινδυνότητας του, με την επαπειλούμενη μέγιστη ποινή των δύο χρόνων.

Ως εκ τούτου έχει αποδειχθεί μέρος του αδικήματος της 3ης κατηγορίας το οποίο καθίσταται πλημμέλημα έτσι ώστε η μέγιστη προβλεπόμενη ποινή φυλάκισης να περιορίζεται στα δύο έτη (Άρθρο 324(1)).  Θα πρέπει η ποινή φυλάκισης των εννέα ετών να παραμεριστεί και να αντικατασταθεί με ποινή στα πλαίσια του αποδειχθέντος αδικήματος. 

 

Η έφεση στρέφεται και κατά των ποινών που επέβαλε το Κακουργιοδικείο.  Τηρουμένων των λεχθέντων αναφορικά με την 3η κατηγορία το Κακουργιοδικείο επέβαλε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης μέχρι επτά (7) χρόνια, με την ανώτερη ποινή να αφορά το έγκλημα του εμπρησμού.  Με την έφεση προβάλλεται ότι δεν έλαβε υπόψη του όλους τους παράγοντες οι οποίοι περιβάλλουν την περίπτωση του εφεσείοντα και δεν προχώρησε σε εξατομίκευση της ποινής.  Ειδικότερα έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στη σοβαρότητα των αδικημάτων και υποβάθμισε τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα όπως το γεγονός της επανασύνδεσης με την πρώην σύζυγο του.  Αναφέρθηκε μεν στις προσωπικές του συνθήκες, πλην όμως στην πραγματικότητα δεν τις έλαβε υπόψη, αφού δεν έλαβε υπόψη το ουσιαστικότερο, ήτοι την ψυχολογική κατάσταση του ανήλικου γιου του ο οποίος στηρίζεται από τον εφεσείοντα. 

 

Και πάλι τα περιθώρια του Εφετείου είναι πολύ περιορισμένα.  Το έργο επιμέτρησης της ποινής είναι έργο του πρωτοδίκου δικαστηρίου.  Το Εφετείο επεμβαίνει όταν η ποινή είναι αποτέλεσμα σφάλματος αρχής ή όταν είναι έκδηλα υπερβολική ή έκδηλα ανεπαρκής.  Έκδηλα δε υπερβολική μπορεί να χαρακτηριστεί μια ποινή εάν είναι αντικειμενικά και έκδηλα απαράδεκτη και σκληρή και όχι απλώς αυστηρή (Φάντης ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 61, Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 2 ΑΑΔ 391). 

 

Εν προκειμένω το Κακουργιοδικείο επέβαλε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης επτά ετών στις κατηγορίες του εμπρησμού, 18 μηνών στις κατηγορίες για απειλές, 18 μηνών στις κατηγορίες παρέμβαση σε δικαστική διαδικασία και 12 μήνες σε κατηγορία για ανυπακοή σε νόμιμες διαταγές.  Σε αριθμό κατηγοριών δεν επέβαλε ποινές εν όψει των ποινών που επέβαλε σε άλλες κατηγορίες. 

Οι ποινές που επέβαλε το Κακουργιοδικείο δεν μπορούν επ΄ ουδενί να χαρακτηριστούν έκδηλα υπερβολικές.  Ούτε και διαπιστώνεται σφάλμα αρχής.  Λήφθηκαν υπόψη οι προσωπικές περιστάσεις και σταθμίστηκαν κατά την κρίση του αρμοδίου δικαστηρίου, το οποίο είχε να αντιμετωπίσει μια ιδιαιτέρως σοβαρή εγκληματική συμπεριφορά. 

 

Στην κατηγορία 3, όπως διαμορφώνεται, μειώνουμε την ποινή σε ποινή φυλάκισης 18 μηνών, η οποία να συντρέχει με τις υπόλοιπες ποινές.  Κατά τα λοιπά η έφεση απορρίπτεται. 

 

Διαταγή ως άνω.

                                                          Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

                                                          Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου, Δ.

 

                                                          Στ. Χατζηγιάννη, Δ.

/φκ



«2. A person who in the United Kingdom or (being a citizen of the United Kingdom and Colonies) in the Republic of Ireland unlawfully and maliciously causes by any explosive substance an explosion of a nature likely to endanger life or to cause serious injury to property shall, whether any injury to person or property has been actually caused or not, be guilty of an offence and on conviction on indictment shall be liable to imprisonment for life

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο