ECLI:CY:AD:2023:B152

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                      [ΠΟΙΝΙΚΗ  ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 57/2022]

 

8 Μαΐου, 2023

 

[Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π., Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Σ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ,  Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΛΙΤΣΑ ROBERT FOWLES

                          Εφεσείουσα

v.

1.  Λ. M. G.

2.  Μ. Π.

3.   ΤΑΚΗ ΗΡΑΚΛΕΙΔΗ

4.   ΓΙΑΝΝΗ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ

5.  ΦΩΤΟΥΛΛΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ

                          Εφεσίβλητων

***************************

 

Ν. Δημητρίου,  για Εφεσείουσα

Φ. Ζωμενής, για Χάρης Κυριακίδης ΔΕΠΕ, για Εφεσίβλητους

 

                                             **********************

Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Στ. Χατζηγιάννη.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

        

ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ:  Οι Εφεσίβλητες 1 και 2 αντιμετώπισαν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου  Λάρνακας, 8 κατηγορίες. Αφορούσαν τα αδικήματα α)  της πλαστογραφίας εγγράφου και κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, κατά παράβαση των Άρθρων 331, 333(α) (δ), 335 και 29 του ΚΕΦ. 154, (κατηγορίες 1, 2, 4 και 5) και β) της συνωμοσίας για διάπραξη κακουργήματος, κατά παράβαση του Άρθρου 373(β) του ΚΕΦ. 154 (κατηγορίες 3 και 6).  Επιπρόσθετα, η Εφεσίβλητη 1 αντιμετώπισε και την κατηγορία της απόσπασης χρημάτων με απάτη, κατά παράβαση των Άρθρων 300, 20 και 29 του ΚΕΦ. 154 (8η κατηγορία).

 

 Οι Εφεσίβλητοι 4 και 5 αντιμετώπισαν, από κοινού με τις Εφεσίβλητες 1 και 2 την κατηγορία 6 (ανωτέρω), ως και την κατηγορία 7 που αφορούσε το αδίκημα της συνωμοσίας για διάπραξη πλημμελήματος, κατά παράβαση των Άρθρων 372 και 373(β) του ΚΕΦ. 154.

 

Μετά το πέρας της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής, το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχθηκε την εισήγηση της Υπεράσπισης ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον των Εφεσίβλητων 1, 2, 4 και 5, διαπίστωση που είχε ως αποτέλεσμα την απαλλαγή και αθώωση τους σε όλες τις πιο πάνω κατηγορίες. 

 

Με την Έφεση, προσβάλλεται η εν λόγω απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με 9 λόγους Έφεσης. Ωστόσο, ο ευπαίδευτος συνήγορος της Εφεσείουσας, περιόρισε την Έφεση μόνο στον 3ο λόγο Έφεσης,  σε σχέση με τις Εφεσίβλητες 1 και 2 και τα αδικήματα των κατηγοριών 1 και 2, δηλαδή αυτό της πλαστογραφίας εγγράφου και της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου.

 

Ειδικότερα, με τον 3ο λόγο Έφεσης, εγείρεται ζήτημα πλημμελούς εφαρμογής από το πρωτόδικο Δικαστήριο, των αρχών δικαίου που διέπουν την εφαρμογή του Άρθρου 74(1)(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, ΚΕΦ. 155, στα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης.

 

 Όπως συναφώς διατείνεται, το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε σε σχέση με τα συστατικά στοιχεία των υπό αναφορά αδικημάτων, αλλά και σε σχέση με τις νομολογιακές αρχές που διέπουν το ζήτημα.

 

Ο λόγος που οδήγησε το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απαλλαγή και αθώωση των Εφεσίβλητων 1 και 2 στα αδικήματα της πλαστογραφίας εγγράφου και κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, συνίσταται – όπως κρίθηκε -  στην απουσία είτε άμεσης είτε περιστατικής μαρτυρίας που να συνδέει τις Εφεσίβλητες 1 και 2 με τον καταρτισμό του κατ’ ισχυρισμό πλαστού εγγράφου, (όπως αναφέρεται στην κατηγορία 1), δηλ. ενός εγγράφου μεταβίβασης μετοχών, σύμφωνα με το οποίο η Εφεσείουσα μεταβίβαζε στον κατηγορούμενο 3 – εναντίον του οποίου αποσύρθηκε πρωτόδικα το κατηγορητήριο - 4550 μετοχές τάξης Α και 45 μετοχές τάξης Β, τις οποίες κατείχε στην εταιρεία Γεώργιος Ηρακλείδης & Σία Λτδ (στο  εξής η εταιρεία), δυνάμει δωρεάς.

 

Συγκεκριμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αντικρύζοντας την προσκομισθείσα μαρτυρία στην όψη της, έκρινε ότι δεν υπήρχε ίχνος άμεσης ή περιστατικής μαρτυρίας που να καταδεικνύει ότι οι Εφεσίβλητες 1 και 2 ή οποιαδήποτε από αυτές, ήταν το πρόσωπο που έθεσε τις αμφισβητούμενες υπογραφές στο επίδικο έγγραφο μεταβίβασης μετοχών.  Ειδικότερα, αναφέρθηκε στην μαρτυρία της Εφεσείουσας (ΜΚ1), η οποία αρνήθηκε ότι υπέγραψε το έγγραφο, αλλά  δεν ήταν σε θέση να αναφέρει ποιο  ήταν το πρόσωπο που είχε θέσει την αμφισβητούμενη υπογραφή της επί του συγκεκριμένου εγγράφου.  Αναφέρθηκε επίσης στη μαρτυρία του ειδικού γραφολόγου, ο οποίος δεν είχε εξετάσει δείγματα γραφής των Εφεσίβλητων 1 και 2 για σκοπούς σύγκρισης με την αμφισβητούμενη υπογραφή επί του εγγράφου μεταβίβασης μετοχών και ο οποίος δεν κατάφερε να εξάξει συμπέρασμα ως προς το κατά πόσο η υπογραφή επί του εν λόγω εγγράφου ήταν ή όχι γνήσια.

 

Σ’ ό,τι αφορά την ύπαρξη περιστατικής μαρτυρίας, έκρινε ότι  α) η αναφορά της Εφεσείουσας – η οποία επιβεβαιώθηκε από τον ΜΚ3, γιο της Εφεσείουσας – ότι η Εφεσίβλητη 1 είχε επισκεφθεί, το καλοκαίρι του 2010 την οικία της για να εξασφαλίσει την υπογραφή της επί εγγράφων της Εταιρείας και όταν αυτή της ζήτησε να της τα αφήσει, η Εφεσίβλητη 1, πήρε τα έγγραφα και έφυγε από την οικία της, χωρίς αυτή (η Εφεσείουσα) να τα δει, ως και β) η αναφορά του ΜΚ2,  μετόχου της Εταιρείας, ότι αναγνώρισε μεν την υπογραφή του επί του υπό αναφορά εγγράφου μεταβίβασης μετοχών ημερ. 22.7.2010 (Τεκμήριο 11) ως μάρτυρας υπογραφών,  όμως δεν θυμόταν να πει αν η Εφεσείουσα είχε υπογράψει το εν λόγω έγγραφο στην παρουσία του,   δεν μπορούσαν να αποτελέσουν, ακόμα και στην όψη τους,  περιστατική μαρτυρία που να ικανοποιεί στο στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, την εμπλοκή των Εφεσίβλητων 1 και 2, στο καταρτισμό του πλαστού εγγράφου (κατηγορία 1).

 

Για να δοθεί η πλήρης εικόνα του στοιχείου (β) ανωτέρω, παραθέτουμε από τα πρακτικά απόσπασμα από την αντεξέταση του ΜΚ2, όταν επιδείχθηκε στο μάρτυρα το τεκμήριο 11:

 

«Ε.    Υπογράφετε ως μάρτυρας, συμφωνήσατε ότι όντως υπέγραψε αυτό το έγγραφο η θεία σας.

Α.      Αν είμασταν παρών ασφαλώς, αν δεν είμασταν παρόντες και υπέγραψα μετά θα υπέγραψα από good faithEίμαι εδώ για να πω την αλήθεια, το μόνο που μπορώ να πω είναι σίγουρα ότι είναι η υπογραφή μου.  Αφού σας λέω, πάντοτε, φέρτε μου ένα Κύπριο πολίτη που υπογράφει ως μάρτυρας και δεν το κάνει εκ των υστέρων ή εκ των προτέρων.»

 

 

Σ’ ό,τι αφορά την κυκλοφορία πλαστού εγγράφου (κατηγορία 2), το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στην  μαρτυρία της ΜΚ4, λειτουργού του Εφόρου Εταιρειών, σύμφωνα με την οποία το υπό αναφορά έγγραφο μεταβίβασης μετοχών, δεν αποτελεί μέρος του φακέλου της, ούτε και τέθηκε υπ’ όψιν του Εφόρου Εταιρειών.  Επεσήμανε περαιτέρω, ότι καμιά μαρτυρία δεν είχε παρουσιαστεί που να καταδεικνύει ότι το υπό αναφορά έγγραφο είχε περιέλθει στην κατοχή των δικηγόρων των Εφεσίβλητων 1 και 2  αλλά και σύμφωνα με την ίδια την Εφεσείουσα, το εν λόγω έγγραφο δεν ήταν καν στην κατοχή των εν λόγω δικηγόρων.  Με αυτά τα δεδομένα κατέληξε ότι δεν υπήρχε μαρτυρία ενώπιον του που να συνδέει τις Εφεσίβλητες 1 και 2, με το αδίκημα της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου. Ως προς τη διαπίστωση αυτή συμφωνούμε.  

Η προσέγγιση όμως του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε ό,τι αφορά την κατηγορία της πλαστογραφίας, αυτή δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Και αυτό, για τους λόγους που θα επισημάνουμε στη συνέχεια, αφού πρώτα επαναλάβουμε τις βασικές νομικές αρχές που εφαρμόζονται στο εκ πρώτης όψεως στάδιο.

 

          Όπως είναι νομολογιακά καθιερωμένο, η κλήση του κατηγορούμενου σε υπεράσπιση, δικαιολογείται μόνο ως θέμα πρώτης όψεως, δηλαδή, μετά την προκαταρκτική θεώρηση της υπόθεσης. Ο όρος «εκ πρώτης όψεως υπόθεση» χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή με την εις βάθος θεώρηση και τελική όψη της υπόθεσης, δηλαδή την απόδειξη της κατηγορίας πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας (βλ. In Re Kakos (1985) 1 CLR 250).  To ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Στέφανου Χριστοδούλου (1990) 2 ΑΑΔ 133, είναι σχετικό:

 

«To δικαστήριο δεν προβαίνει κατά κανόνα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της Κατηγορίας στο ενδιάμεσο στάδιο της δίκης. Άλλωστε, τέτοια αξιολόγηση θα οδηγούσε, μεταξύ άλλων, στη δημιουργία προκατάληψης εναντίον του κατηγορούμενου οποτεδήποτε κρινόταν ότι η μαρτυρία της Κατηγορίας είναι αξιόπιστη. Και εδώ έγκειται η σημασία της Πρακτικής του 1962 που υιοθετήθηκε στην απόφαση της ολομέλειας  Azinas and Another v. Police, (1981) 2  C.L.R. 9 και κρίθηκε ότι ενσωματώνει τις αρχές που εφαρμόζονται για να διαπιστωθεί αν η Κατηγορία έχει τεκμηριώσει εκ πρώτης όψεως υπόθεση. Η πρώτη όψη του πράγματος είναι εκείνη η οποία χαρακτηρίζεται από τα εξωτερικά του γνωρίσματα. Είναι με αυτή την έννοια που ο όρος χρησιμοποιείται στην Πρακτική του 1962. Η απαλλαγή του εφεσίβλητου δικαιολογείται μόνο όταν,

(α) δεν στοιχειοθετείται εξ αντικειμένου η υπόθεση της Κατηγορίας λόγω της απουσίας ενός ή περισσοτέρων των συστατικών στοιχείων του εγκλήματος, και

(β) Οποτεδήποτε η μαρτυρία είναι τόσο αντινομική ή στερείται πειστικότητας, σε βαθμό που κανένα λογικό δικαστήριο δεν θα μπορούσε να βασίσει σ' αυτή την καταδίκη του κατηγορούμενου.»

 

Έχοντας υπόψη  τις πιο πάνω νομολογιακές αρχές και ειδικότερα ότι το Δικαστήριο δεν προβαίνει στο στάδιο αυτό της δίκης σε υποκειμενική αξιολόγηση της μαρτυρίας – έργο που επιτελείται στο τέλος της δίκης – αλλά σε αντικειμενική θεώρηση της υπόθεσης, θα εξετάσουμε την εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου της Εφεσείουσας, όπως περιλαμβάνεται στο 3ο λόγο Έφεσης (ανωτέρω).

 

          Με βάση τη μαρτυρία που είχε τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, παρατηρούμε ότι  πέραν των πιο πάνω στοιχείων περιστατικής μαρτυρίας στα οποία αυτό  αναφέρθηκε, παρέλειψε να συνυπολογίσει και εκτιμήσει - ως θέμα πρώτης όψεως – και τα ακόλουθα στοιχεία μαρτυρίας που είχαν τεθεί ενώπιον του, στα οποία μας παρέπεμψε και ο ευπαίδευτος συνήγορος της Εφεσείουσας και τα οποία αφορούσαν στην ουσία, δύο φωτοαντίγραφα του επίδικου εγγράφου, με διαφορετικούς μάρτυρες το καθένα:

 

α)  Ενώπιον του είχε κατατεθεί από την Εφεσείουσα (ΜΚ1) ως Τεκμήριο 4, φωτοαντίγραφο του επίδικου εγγράφου μεταβίβασης μετοχών ημερ. 22.7.2010, στο οποίο φέρεται να είχε υπογράψει η Εφεσείουσα ως εκχωρητής και ως μάρτυρες υπογραφών οι Εφεσίβλητες 1 και 2, ενώ η ίδια αρνήθηκε ότι υπέγραψε.  

 

β)  Το ίδιο φωτοαντίγραφο κατατέθηκε ενώπιον του και από τον ΜΚ2 ως Τεκμήριο 11, κατά την αντεξέταση του,  στο οποίο επίσης φέρεται να είχε υπογράψει η Εφεσείουσα ως εκχωρητής, όμως οι φερόμενοι ως μάρτυρες υπογραφών, διαφοροποιούνται.  Συγκεκριμένα,  φέρεται να υπέγραψε η Εφεσίβλητη 2,  αλλά και ο ίδιος ο ΜΚ2, όπως αυτός  παραδέχθηκε στη μαρτυρία του.  Παραμένει έτσι η διάσταση των δύο εγγράφων ως προς τους μάρτυρες υπογραφών, με δεδομένο τον ισχυρισμό της Εφεσείουσας ότι τέτοιο έγγραφο δεν υπέγραψε.

 

          Συνακόλουθα, κρίνουμε ότι τα πιο πάνω στοιχεία μαρτυρίας, αντικρυζόμενα με την υπόλοιπη μαρτυρία στην οποία αναφέρθηκε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως θέμα πρώτης όψεως και στα πλαίσια αντικειμενικής θεώρησης της υπόθεσης, δικαιολογούσαν την κλήση των Εφεσίβλητων 1 και 2 σε υπεράσπιση, στην  κατηγορία 1.

 

          Συνεπώς, η Έφεση επιτρέπεται, με έξοδα υπέρ της Εφεσείουσας και σε βάρος των Εφεσίβλητων 1 και 2,  ύψους €1000 πλέον ΦΠΑ. 

 

          Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.

 

          Η ποινική υπόθεση αρ. 236/2017 να τεθεί ενώπιον του ιδίου πρωτόδικου Δικαστηρίου για συνέχιση της ακρόασης εναντίον των Εφεσίβλητων 1 και 2, στην κατηγορία 1.

                                      

                                                   Α. Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.    

                                   

                                      Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

                                      

 ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.

/ΑΛΟ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο