(1999) 3 ΑΑΔ 13

[*13]20 Ιανουαρίου, 1999

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

 ΕΛΕΝΗ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ (ΕΦΕΣΕΙΟΥΣΑ-Ε/Μ 2) (Α.Ε. 2153),

ΕΛΕΝΑ ΜΑΥΡΟΜΟΥΣΤΑΚΗ (ΕΦΕΣΕΙΟΥΣΑ Ε/Μ) (Α.Ε. 2154),

1. ΘΩΜΑΣ ΔΗΜΗΤΡΗ,

3.ΧΡΙΣΤΟΦΗ ΜΕΛΑΝΗ,

4. ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ,

5. ΣΤΑΥΡΟΥ ΛΙΝΑ

6. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ ΦΩΦΗ,

7. ΑΣΠΡΟΦΤΑΣ ΤΑΣΟΣ,

8. ΖΗΣΙΜΟΥ ΕΥΡΙΔΙΚΗ,

9. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΦΥΤΟΥΛΑ, (Α.Ε. 2155),

Εφεσείοντες-Ενδιαφερόμενα μέρη,

v.

1. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ

    ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,

2. ΜΙΤΣΗ ΣΤΕΛΛΑ ΤΟΥ ΠΑΠΑΝΔΡΕΑ,

3. ΤΣΟΥΝΤΑ ΓΕΩΡΓΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΙΜΟΥ,

Εφεσιβλήτων-Αιτητριών,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

1. ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΞΕΤΑΣΗΣ

    ΣΩΜΑΤΙΚΗΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ,

2. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΑΜΥΝΑΣ,

Καθ’ ων η αίτηση στην προσφυγή.

(Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 2153 & 2155)

 

Στρατός της Δημοκρατίας — Διορισμοί — Θέση Ανθυπολοχαγού — Έννομο συμφέρον — Έχουν έννομο συμφέρον προσβολής της απόφασης διορισμού, υποψήφιοι οι οποίοι αποκλείστηκαν για λόγους υγείας, εφόσον ο αποκλεισμός τους αποτελεί επίδικο θέμα.

Στρατός της Δημοκρατίας — Διορισμοί — Θέση Ανθυπολοχαγού — Σύμφωνα με σημείωση στο σχέδιο υπηρεσίας θα εκαλούντο σε προφορικές [*14]συνεντεύξεις μόνο οι υποψήφιοι που κρίνονταν κατάλληλοι μετά από υγειονομική και ψυχοτεχνική εξέταση — Η απόφαση αποκλεισμού των εφεσιβλήτων ήταν αναιτιολόγητη — Δεν αιτιολογήθηκε η απόφαση για ακαταλληλότητα με την παράθεση των λόγων γιατί οι συγκεκριμένες παθήσεις τις καθιστούσαν ακατάλληλες για τις θέσεις.

Με τις εφέσεις που συνεκδικάστηκαν επιδιώχθηκε η ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης σύμφωνα με την οποία αποφασίστηκε ως προς τις προδικαστικές ενστάσεις ότι οι εφεσίβλητες είχαν έννομο συμφέρον προσβολής της επίδικης απόφασης και ως προς την ουσία, ότι η επίδικη απόφαση σύμφωνα με την οποία οι εφεσίβλητες κρίθηκαν ακατάλληλες για λόγους υγείας να υπηρετήσουν στο στρατό ακυρώθηκε ως αναιτιολόγητη.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας τις εφέσεις, αποφάσισε ότι:

Θεωρείται ορθή η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι αφού το ζήτημα κατοχής των προσόντων κατέστη επίδικο θέμα, οι εφεσίβλητες - αιτήτριες δεν έχασαν το έννομο συμφέρον τους να προσβάλουν τη διοικητική απόφαση. Περαιτέρω, το Δικαστήριο συμφωνεί με το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως η απόφαση εστερείτο της αναγκαίας αιτιολογίας. Στο πόρισμα της Υγειονομικής Επιτροπής παρατίθενται μόνο οι παθήσεις, χωρίς να επεξηγείται καθ’ οιονδήποτε τρόπο ποιες είναι οι συνέπειες των παθήσεων αυτών και πως επηρεάζουν την καταλληλότητα των εφεσιβλήτων-αιτητριών να υπηρετούν στο στράτευμα. Έτσι, η κρίση της Υγειονομικής Επιτροπής έπασχε λόγω έλλειψης αιτιολογίας και ως εκ τούτου συμπαρασύρεται σε ακυρότητα και η επίδικη απόφαση του καθ’ ου η αίτηση 2.

Oι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 401/92, ημερ. 24.5.94,

Μιλτιάδους ν. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 753/93, ημερ. 30.5.94,

Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 836/93, ημερ. 14.10.94.

Εφέσεις.

Εφέσεις εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Χρυσοστομής, Δ.) που δόθηκε στις 13 Σε[*15]πτεμβρίου, 1995 (Προσφυγή Αρ. 402/93) με την οποία έγινε αποδεκτή η προσφυγή των εφεσιβλήτων - αιτητριών εναντίον της απόφασης του καθ’ ου η αίτηση 2 να διορίσει τα ενδιαφερόμενα μέρη ως Αξιωματικούς στο Στρατό της Δημοκρατίας με το βαθμό του Ανθυπολοχαγού.

Χρ. Χριστοφίδης, για την Εφεσείουσα-Ενδιαφερόμενο μέρος στην Α.Ε. Αρ. 2153.

Μ. Τριανταφυλλίδης, για τους Εφεσείοντες-Ενδιαφερόμενα μέρη 1, 3, 4, 5, 7, 8 και 9, στην Α.Ε. 2155.

Α.Σ. Αγγελίδης, για τις Εφεσίβλητες-Αιτήτριες.

Μ. Ευαγγέλου, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση στην προσφυγή.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Π. Αρτέμης, Δ.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Οι εφεσίβλητες-αιτήτριες με την προσφυγή τους ζητούσαν από το Δικαστήριο την ακύρωση της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση 2, με την οποία διορίστηκαν στο βαθμό του Ανθυπολοχαγού στο Στρατό της Δημοκρατίας οι εφεσείοντες-ενδιαφερόμενα μέρη, καθώς και δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόρριψη των αιτήσεων των εφεσιβλήτων για διορισμό στη θέση αυτή, λήφθηκε παράνομα και αντισυνταγματικά.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο τελικά ακύρωσε την επίδικη απόφαση.

Οι θέσεις προκηρύχθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και στη σχετική γνωστοποίηση καθορίζονταν τα απαιτούμενα τυπικά προσόντα για τη θέση και εγένετο διευκρίνιση ότι όσοι θα πληρούσαν τα απαιτούμενα προσόντα, θα υποβάλλονταν σε υγειονομική και ψυχοτεχνική εξέταση και εφόσον εκρίνοντο κατάλληλοι για υπηρεσία στο στρατό θα εκαλούνταν σε προφορική ή/και γραπτή εξέταση. Λεπτομέρειες για τα σχετικά προσόντα και τις εξετάσεις περιέχονταν σε ειδικό πληροφοριακό σημείωμα που συνόδευε τα έντυπα των αιτήσεων.  Τόσο οι αιτήτριες όσο και τα ενδιαφερόμενα μέρη κρίθηκαν ότι πληρούσαν τα τυπικά προσόντα και θεωρήθηκαν ως υποψήφιοι. Ο Υπουργός Άμυνας σε συνεννόηση με τον Υπουργό Υγείας όρισε Υγειονομική Επιτροπή [*16]για την προβλεπόμενη εξέταση των εγκριθέντων ως υποψηφίων. Η Υγειονομική Επιτροπή, αφού εξέτασε τις εφεσίβλητες-αιτήτριες, τις έκρινε ως ακατάλληλες για υπηρεσία στον στρατό. Οι λόγοι που απορρίφθηκαν από την Επιτροπή Εξέτασης Σωματικής Ικανότητας ήταν για την Κωνσταντινίδου Αικατερίνη η ύπαρξη “Αναιμίας Hb:11.4”, για τη Μιτσή Στέλλα “Στίγμα β Μεσογειακής Αναιμίας Ηb:11.2”, και για την Τσούντα Γεωργία “Ετερόζυγος Αιμοσφαιρινοπάθεια Ηb: 10.7”. Έτσι, οι εφεσίβλητες-αιτήτριες αποκλείστηκαν από την περαιτέρω διαδικασία επιλογής.

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω καταχωρήθηκε η προσφυγή.

Εξετάζοντας προδικαστική ένσταση το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η αιτήτρια Κωνσταντινίδου δεν νομιμοποιείτο να προσβάλει το διορισμό του ενδιαφερομένου μέρους Χρυστοστόμου, γιατί δεν είχε υποβάλει αίτηση για θέση στο Οικονομικό Σώμα, για το οποίο είχε υποβάλει αίτηση και στο οποίο διορίστηκε το εν λόγω ενδιαφερόμενο μέρος.

Δεύτερη προδικαστική ένσταση που υποβλήθηκε εκ μέρους των ενδιαφερομένων μερών Χρυσοστόμου και Μαυρομουστάκη βασιζόταν στη θέση πως οι αιτήτριες, οι οποίες κρίθηκαν ακατάλληλες για υπηρεσία, δεν πληρούσαν ένα από τα προσόντα για διορισμό και έτσι δεν είχαν έννομο συμφέρον να προσβάλουν το διορισμό των ενδιαφερομένων μερών που κρίθηκαν προσοντούχοι. Η εισήγηση αυτή απορρίφθηκε με αναφορά στις υποθέσεις Γεωργίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αρ. Υπ. 401/92, ημερ. 24.5.94 και Μιλτιάδους ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αρ. Υπ. 753/93, ημερ. 30.5.95. Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο αυτεπάγγελτα εξέτασε την ύπαρξη έννομου συμφέροντος όλων των εφεσιβλήτων-αιτητριών σε σχέση με το διορισμό των ενδιαφερομένων μερών. Σε σχέση με την αιτήτρια Κωνσταντινίδου, αποφάσισε ότι αυτή δεν είχε έννομο συμφέρον να προσβάλει ούτε το διορισμό των ενδιαφερομένων μερών Θωμά Δημήτρη και Χριστοφή. Επίσης, με το ίδιο σκεπτικό αποφάσισε ότι οι εφεσίβλητες-αιτήτριες Μιτσή και Τσούντα δεν είχαν έννομο συμφέρον να προσβάλουν το διορισμό των ενδιαφερομένων μερών Χ” Νικόλα και Σταύρου, καθώς επίσης των Κωνσταντινίδου, Ασπρόφτα, Ζησίμου, Παπαδόπουλου και Μαυρομουστάκη.

To πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε ότι το επίκεντρο των ισχυρισμών των αιτητριών ήταν η νομιμότητα της απόφασης της Υγειονομικής Επιτροπής να τις κρίνει ακατάλληλες και οι εφεσίβλητες-αιτήτριες είχαν το απαιτούμενο έννομο συμφέρον για [*17]να επιδιώξουν την αναθεώρηση της σχετικής απόφασης. Το Δικαστήριο έκρινε την υπόθεση με αναφορά στο λόγο ακυρότητας που προτάθηκε για έλλειψη αιτιολογίας. Θεώρησε ότι ο αποκλεισμός των εφεσίβλητων-αιτητριών λόγω των παθήσεων που αναφέρονται στις επιστολές, ήταν άκυρος γιατί “πουθενά δεν εκτίθεται το σκεπτικό της επίδικης απόφασης και ο συγκεκριμένος λόγος για τον οποίον οι παθήσεις αυτές καθιστούν κάποιο υποψήφιο ακατάλληλο για διορισμό στο στράτευμα”. Στήριγμα για την πιο πάνω απόφαση το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε την υπόθεση Χριστοδούλου Χαραλάμπους του Σάββα, ανηλίκου, διά των Σάββα Χριστοδούλου και Γιαννούλλας Χριστοδούλου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 836/93, ημερ. 14.10.94 υιοθετώντας την προσέγγιση της απόφασης αυτής. Επιπρόσθετα, παρατήρησε ότι στην παρούσα υπόθεση δεν φαίνεται να είχε γίνει αναφορά σε πάγια διαταγή σχετική με το θέμα, και ως εκ τούτου η ανάγκη για αιτιολογία καθίστατο πιο επιτακτική.

Πριν την ακρόαση της έφεσης η έφεση 2154 αποσύρθηκε.

Οι λόγοι έφεσης αφορούν κυρίως τη θέση ότι η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η απόφαση δεν ήταν αιτιολογημένη ήταν εσφαλμένη γιατί οι λόγοι για τους οποίους αποκλείστηκαν οι αιτήτριες φαίνονται καθαρά στην απόφαση, που ήταν η ακαταλληλότητα τους λόγω αναιμίας κ.λ.π. και περαιτέρω, γιατί το θέμα των παθήσεων και ακαταλληλότητας ήταν θέμα αναγόμενο στην ουσιαστική κρίση των αρμοδίων στρατιωτικών αρχών και δεν υπόκειτο σε δικαστικό έλεγχο.

Στην υπόθεση Χαραλάμπους ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, στην οποία αναφερθήκαμε πιο πάνω το σκεπτικό της οποίας και υιοθετούμε, η προσφυγή έγινε αποδεκτή για παρόμοιους λόγους και παρόλη την ύπαρξη πάγιας διαταγής με κατευθυντήριες γραμμές αναφορικά με τις παθήσεις που καθιστούν κάποιο υποψήφιο σωματικά ανίκανο, ακυρώθηκε η επίδικη απόφαση. Στην απόφαση του Aρτεμίδη, Δ., αναφέρονται και τα ακόλουθα:

 

“Είναι φυσικό σε μια ιατρική γνωμάτευση, που απολήγει στην κρίση πως ένας υποψήφιος είναι ακατάλληλος για κάποια ιδιότητα, να διαπιστώνεται κάποιου είδους πάθηση. Η ιατρική όμως γνωμάτευση από μόνη της μπορεί να είναι ελλιπής ως προς το βασικό ζητούμενο, την καταλληλότητα δηλαδή του υποψηφίου για την ιδιότητα που διεκδικεί, αν δεν προστεθεί σ’ αυτή και το στοιχείο που μόνο οι ειδήμονες μπορούν να δώσουν, αυτό δηλαδή που θα συνδέσει την πάθη[*18]ση με την ακαταλληλότητα του υποψηφίου για την ιδιότητα που επιδιώκει.”

Θεωρούμε ορθή τη θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι αφού το ζήτημα κατοχής των προσόντων κατέστη επίδικο θέμα οι εφεσίβλητες-αιτήτριες δεν έχασαν το έννομο συμφέρον τους να προσβάλουν τη διοικητική απόφαση. Περαιτέρω, συμφωνούμε με το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως η απόφαση εστερείτο της αναγκαίας αιτιολογίας. Στο πόρισμα της Υγειονομικής Επιτροπής παρατίθενται μόνο οι παθήσεις χωρίς να επεξηγείται καθ’ οιονδήποτε τρόπο ποιες είναι οι συνέπειες των παθήσεων αυτών και πώς επηρεάζουν την καταλληλότητα των εφεσίβλητων-αιτητριών να υπηρετούν στο στράτευμα.  Έτσι, η κρίση της Υγειονομικής Επιτροπής έπασχε λόγω έλλειψης αιτιολογίας και ως εκ τούτου συμπαρασύρεται σε ακυρότητα και η επίδικη απόφαση του καθ’ ου η αίτηση 2.

Κατά συνέπεια η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται και οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα σε βάρος των εφεσειόντων.

Oι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο