(2000) 3 ΑΑΔ 466

[*466]19 Σεπτεμβρίου, 2000

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

THAKIS COSTA BETTINGS LTD,

Εφεσείοντες,

v.

        ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,

2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

Εφεσιβλήτων.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2493)

 

Διοικητική Πράξη ― Βεβαιωτική ― Χαρακτηριστικά ― Πότε καθίσταται εκτελεστή ― Τι συνιστά «νέα έρευνα» ― Ο χαρακτήρας της δεν εξαρτάται από τις προθέσεις των μερών, αλλά κρίνεται από το Δικαστήριο.

Πρωτοδικώς εξετάστηκε προδικαστική ένσταση περί την εκτελεστότητα της επίδικης απόφασης και απερρίφθη. Η προσφυγή απερρίφθη επίσης. Στο στάδιο εκδίκασης της έφεσης, η Ολομέλεια έθεσε αυτεπαγγέλτως ζήτημα ως προς την εκτελεστότητα της απόφασης.

Η Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση αποφάσισε ότι:

1.  Η επίδικη στη προσφυγή απόφαση ήταν βεβαιωτική της αρχικής απόφασης, εφόσον εξετάστηκαν τα ίδια δεδομένα.

2.  Αναλύθηκε η έννοια της νέας έρευνας, όπως συναντάται στη νομολογία.

3.  Οι απόψεις των μερών δεν επιδρούν στο χαρακτήρα της νέας απόφασης ως βεβαιωτικής ή όχι.  Η τέτοια κρίση είναι έργο του Δικαστηρίου.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

[*467]Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Ιωαννίδου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 999/95, ημερ. 20/6/1997,

Ζίττης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 394.

Έφεση.

Έφεση από τους αιτητές κατά της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Μ. Κρονίδης, Δ.) στην Υπόθεση Αρ. 127/06, ημερ. 27/6/97, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή τους κατά της απόφασης του Εφόρου ΦΠΑ, με την οποία έκρινε κατόπιν επανεξέτασης, ότι οι αιτητές είχαν υποχρεώση καταβολής μηνιαίου ποσού £3.000, ως αντιπαροχή για την εκχώρηση από αλλοδαπή εταιρεία προς αυτούς δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, ως διορισθέντες αντιπρόσωποί τους στην Κύπρο.

Μ. Πελίδης, για τους Εφεσείοντες.

Ε. Γεωργίου-Αντωνίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσιβλήτους.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.:  Οι εφεσείοντες έθεσαν υπόψη του Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, για σκοπούς διακρίβωσης του κατά πόσο είχαν υποχρέωση εγγραφής στο Μητρώο Φ.Π.Α. και καταβολής σχετικού φόρου, έγγραφη σύμβαση ημερ. 2 Δεκεμβρίου 1994 την οποία συνήψαν με αγγλικό οίκο στοιχημάτων προγνωστικών ποδοσφαίρου. Βάσει της σύμβασης οι εφεσείοντες είχαν υποχρέωση να καταβάλλουν στον ξένο οίκο, ως διορισθέντες αντιπρόσωποί του στην Κύπρο, ποσό S£3.000 μηνιαίως το οποίο περιγραφόταν ως “Royalty Fee” και το οποίο προέκυπτε από τα δικαιώματα δραστηριότητας τα οποία τους παραχωρούσε ο αγγλικός οίκος. Δεν χρειάζεται να επεκταθούμε σε λεπτομέρειες. Ο Έφορος αποφάσισε ότι:

“Με βάση τη συμφωνία που υπογράφτηκε μεταξύ της εν λόγω εταιρείας και του Αγγλικού Οίκου A.R. Dennis Plc η Κυπριακή εταιρεία (Thakis Costa Bettings Ltd) έχει υποχρέωση να καταβάλλει προς τη ξένη εταιρεία το μηνιαίο ποσό των £3000 ως αντιπαροχή για την εκχώρηση δικαιωμάτων πνευ[*468]ματικής ιδιοκτησίας (royalty fee).”

Γνωστοποίησε αυτή την απόφαση με επιστολή ημερ. 21 Σεπτεμβρίου 1995.

Οι εφεσείοντες, με επιστολή των λογιστών τους ημερ.                    28 Σεπτεμβρίου 1995, αμφισβήτησαν την ορθότητα της προσέγγισης του Εφόρου. Υπέδειξαν, με αναφορά στην πρώτη παράγραφο της σύμβασης, ότι “το ποσό των S£3.000 πληρώνεται αποκλειστικά και μόνο για τον διορισμό της Thakis Costa Bettings Ltd ως αντιπροσώπου της A.R. Dennis στην Κύπρο” και υπέβαλαν ότι ως εκ τούτου δεν δικαιολογείται η άποψη του Εφόρου πως το ποσό “θεωρείται αντιπαροχή για την εκχώρηση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας (royalty fee)”. Ζήτησαν δε όπως το θέμα επανεξεταστεί σε κοινή συνάντηση.

Ο Έφορος συγκατένευσε. Πραγματοποιήθηκε συνάντηση στις 27 Οκτωβρίου 1995 κατά την οποία, σύμφωνα με το σχετικό πρακτικό, συζητήθηκε η ερμηνεία του αγγλικού όρου “royalties”. Η λειτουργός που εκπροσώπησε τον Έφορο επέμενε στην ορθότητα της προσέγγισης του Εφόρου και συμβούλευσε συμμόρφωση με την εκδοθείσα απόφαση, με επιφύλαξη από μέρους των εφεσειόντων εφόσον διατηρούσαν διαφορετική άποψη. Εν τέλει συμφωνήθηκε να εγείρουν οι εφεσείοντες με νέα επιστολή “τα διάφορα θέματα που αναφέρθηκαν στη συζήτηση” με δέσμευση του Εφόρου “να επανεξετάσει όλα τα στοιχεία”. Οι εφεσείοντες απέστειλαν τη νέα επιστολή, ημερ. 7 Νοεμβρίου 1995, μέσω των δικηγόρων τους. Στην επιστολή εκτίθετο η λεπτομερής θέση των εφεσειόντων αναφορικά με την ερμηνεία της εν λόγω σύμβασης.

Κατόπιν επανεξέτασης, με αναφορά και πάλι στη σύμβαση, ο Έφορος απάντησε με επιστολή ημερ. 11 Δεκεμβρίου 1995 ότι για τους λόγους που εξέθεσε:

“...... η θέση της Υπηρεσίας μας αναφορικά με την υποχρέωση του πελάτη σας (Thakis Costa Bettings Ltd) για εγγραφή στο Μητρώο Φ.Π.Α. εξακολουθεί να είναι η ίδια μ’ αυτήν που αναφέρεται σε προηγούμενη μας επιστολή με αριθμό αναφοράς Υπ. Φ.Π.Α. 15.1.3 και ημερομηνία 21 Σεπτεμβρίου 1995.”

Στους εκτεθέντες λόγους εξηγείτο αυτή τη φορά αναλυτικότερα η θέση του Εφόρου αλλά το βασικό σημείο παρέμενε στην ουσία το ίδιο παρά τη λεκτική  διαφοροποίηση. Ο Έφορος ανέφερε ότι:

“η A.R. Dennis Plc παραχωρεί προς την Thakis Costa Bettings [*469]Ltd το δικαίωμα εκμετάλλευσης του εμπορικού της σήματος (και όλα τα άλλα σχετικά δικαιώματα) καθότι στο κουπόνι που παρουσιάζεται στον πελάτη αναγράφεται μόνο το όνομα της ξένης εταιρείας. Επίσης η Thakis Costa Bettings Ltd έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιεί το όνομα της ξένης εταιρείας για σκοπούς προώθησης των δραστηριοτήτων της.”

Οι εφεσείοντες προσέβαλαν, με την προσφυγή τους, τη δεύτερη απόφαση του Εφόρου. Η Δημοκρατία υπέβαλε ότι επρόκειτο για απόφαση βεβαιωτική της προηγουμένως ληφθείσας. Ο συνάδελφος που εξέτασε το ζήτημα πρωτόδικα κατέληξε ότι προέκυψε από την επανεξέταση νέα εκτελεστή απόφαση. Θεώρησε πως διεξήχθη νέα έρευνα διότι “θα μπορούσε να λεχθεί ότι η επανεξέταση που όντως έλαβε χώραν, δεν έγινε μόνο από νομικής απόψεως, αλλά είχε επίσης σκοπό τη διαπίστωση ως πραγματικού γεγονότος, του ισχυρισμού που πρόβαλαν οι αιτητές ότι το ποσό που πλήρωναν στην αγγλική εταιρεία δεν ήταν υπό μορφή δικαιώματος για χρήση του ονόματος ή/και εμπορικού σήματός της αλλά για άλλους σκοπούς.” Έλαβε δε υπόψη τη δέσμευση που ανέλαβε η διοίκηση για επανεξέταση του θέματος και αναφέρθηκε στην υπόθεση Ελίζα Μαρκίδου-Ιωαννίδου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. αρ. 999/95, ημερ. 20 Ιουνίου 1997 (Νικολάου, Δ.) ως σχετική επί του θέματος. Προχώρησε λοιπόν σε έλεγχο της προσβαλλόμενης απόφασης. Έκρινε εν συνεχεία πως ήταν νόμιμη και απέρριψε την προσφυγή.

Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται αυτή η κρίση. Η Δημοκρατία δεν άσκησε αντέφεση στο ζήτημα εκτελεστότητας της προσβαλλόμενης απόφασης. Το έθεσε όμως η ίδια η Ολομέλεια κατά τη συζήτηση της έφεσης αφού πρόκειται για ζήτημα δημόσιας τάξης.

Έχουμε τη γνώμη, με εκτίμηση προς το συνάδελφο που επιλήφθηκε του ζητήματος πρωτόδικα, πως η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ήταν παρά μόνο βεβαιωτική της προηγουμένως ληφθείσας αφού, καθώς είναι πρόδηλο, δεν υπήρξε κατά την επανεξέταση οποιοδήποτε νέο στοιχείο. Στη δεύτερη περίπτωση, όπως και στην πρώτη, εκείνο που ενδιέφερε ως στοιχείο ήταν η γραπτή σύμβαση μεταξύ των εφεσειόντων και του αγγλικού οίκου, από τη νομική θεώρηση της οποίας - δηλαδή από την ερμηνεία της ως προς το τι στην πραγματικότητα διαλάμβανε - εξαρτήθηκε η έκβαση.

Οι αρχές που διέπουν το ζήτημα εκτίθενται με πληρότητα στην απόφαση της πλειοψηφίας της Ολομέλειας στη Ζίττης ν. Δημο[*470]κρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 394, την οποία ετοίμασε ο Καλλής Δ. Επικροτείται μεταξύ άλλων αυθεντιών, και το ακόλουθο απόσπασμα από το σύγγραμμα του Μιχ. Δ. Στασινόπουλου “Δίκαιον των Διοικητικών Διαφορών” 4η έκδοση, σελ. 176:

“Πότε υπάρχει νέα έρευνα - Πότε υπάρχει νέα έρευνα, είναι ζήτημα πραγματικόν. Θεωρείται όμως γενικώς νέα έρευνα η λήψις υπ’ όψιν νέων ουσιωδών νομικών ή πραγματικών στοιχείων, κρίνεται δε αυστηρώς το χρησιμοποιηθέν νέον υλικόν, διότι δεν πρέπει ο απολέσας την προθεσμίαν διά την προσβολήν μιας εκτελεστής πράξεως, να δύναται να καταστρατηγή την προθεσμίαν ταύτην διά της δημιουργίας νέας πράξεως, η οποία εξεδόθη κατ’ επίφασιν μεν κατόπιν νέας ερεύνης, κατ’ ουσίαν όμως επί τη βάσει των αυτών στοιχείων. Ούτω, δεν θεωρείται νέα έρευνα η παραπομπή της υποθέσεως εκ νέου εις συμβούλιον, προς εξέτασιν από νομικής αποκλειστικώς πλευράς ή η παραπομπή προς γνωμάτευσιν εις το νομικόν συμβούλιον ή η επίκλησις άλλης νομικής διατάξεως εκτός εκείνης εφ’ ης είχε στηριχθή η αρχική πράξις, εφ’ όσον δεν γίνεται επίκλησις και νέων πραγματικών στοιχείων. 

Νέα έρευνα υπάρχει ιδίως εάν, πρό της εκδόσεως της νεωτέρας πράξεως, λαμβάνη χώραν εξέτασις στοιχείων κρίσεως νεωστί προκυπτόντων ή προϋπαρχόντων μεν αλλά τέως αγνώστων, άτινα νυν λαμβάνονται προσθέτως διά πρώτην φοράν υπ’ όψιν.  Ομοίως, νέαν έρευναν συνιστά η διενέργεια αυτοψίας ή η συλλογή συμπληρωματικών επί της υποθέσεως πληροφοριών.”

Το πώς ο Έφορος αντίκρυσε τη δυνατότητα επανεξέτασης δεν μπορεί να μεταβάλει την εξ αντικειμένου όψη του ζητήματος.  Παραθέτουμε ως επ’ αυτού χρήσιμο το ακόλουθο απόσπασμα από το σύγγραμμα του Θ. Τσάτσου “Αίτησις Ακυρώσεως” 3η έκδοση, σελ. 136, στο οποίο επίσης παραπέμπει η απόφαση στη Ζίττης (ανωτέρω):

“Η εν τη πράξει βεβαίωσις, ότι εγένετο νέα έρευνα δεν αρκεί.  Η τοιαύτη κρίσις της διοικήσεως δεν δεσμεύει το Συμβούλιον της Επικρατείας, το οποίον είναι μόνον αρμόδιον ν’ αποφασίση κατά πόσον η αίτησις ακυρώσεως είναι τύποις παραδεκτή. Το Συμβούλιον της Επικρατείας δηλαδή οφείλει να εξετάση κατά πόσον διεξήχθη νέα έρευνα της υποθέσεως, δικαιολογούσα τον χαρακτηρισμόν της μετά ταύτην εκδοθείσης πράξεως, ως πράξεως νέας και ως εκ τούτου εκτελεστής, παρά την ταυτότητα του περιεχομένου της προς την επιβεβαι[*471]ουμένην πράξιν.”

Τέλος, επισημαίνουμε ότι η απόφαση στην υπόθεση Ελίζα Μαρκίδου-Ιωαννίδου (ανωτέρω) δεν υποστηρίζει αντίθετη άποψη.  Κρίθηκε εκεί ότι εκτελεστή ήταν η πρώτη εκδοθείσα διοικητική απόφαση, όχι η δεύτερη που ήταν το αποτέλεσμα επανεξέτασης χωρίς νέα στοιχεία και ως εκ τούτου βεβαιωτική, αλλά ότι με την προσφυγή, παρά την ανακρίβεια στην περιγραφή, προσβαλλόταν στην πραγματικότητα η πρώτη για την οποία η αιτήτρια έλαβε πλήρη γνώση μόνο με την ευκαιρία έκδοσης της δεύτερης.

Η προσφυγή των εφεσειόντων δεν ήταν παραδεκτή και θα έπρεπε να είχε απορριφθεί για αυτό τον λόγο. Απορρίπτεται λοιπόν. Επακόλουθα απορρίπτεται και η έφεση. Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα για  τα οποία σημειώσαμε σχετική δήλωση της Δημοκρατίας.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο