(2013) 3 ΑΑΔ 202

[*202]8 Απριλίου, 2013

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ,

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στές]

ΜΑΡΙΑ ΛΑΜΠΡΑΤΣΙΩΤΗ,

Εφεσείουσα - Ενδιαφερόμενο Μέρος 2,

ν.

ΗΛΙΑΝΑΣ ΑΝΔΡΕΟΥ,

Εφεσίβλητης - Αιτήτριας 1,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 137/2009)

 

Έννομο Συμφέρον ― Υπαλλήλου, του οποίου ο διορισμός ακυρώθηκε, να συνεχίζει να προωθεί την αντίστοιχη έφεσή του, παρόλο που μεσολάβησε επανεξέταση από την Ε.Δ.Υ. και αναδρομικός επαναδιορισμός του.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Αναθεωρητικός έλεγχος στην κριθείσα περίπτωση της απόφασης της Ε.Δ.Υ. να πληρώσει συγκεκριμένο αριθμό θέσεων ― Η ενέργεια της Ε.Δ.Υ. κρίθηκε σύννομη ― Περιστάσεις.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Συνδρομή της Ε.Δ.Υ. κατά τη διενέργεια γραπτών εξετάσεων από άλλο εξειδικευμένο όργανο ― Κρίθηκε έγκυρη στην εξετασθείσα υπόθεση.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Πλήρωση θέσεων δυνάμει του Ν. 6(Ι)/98 ― Το ζήτημα της αιτιολόγησης της απόδοσης μονάδων σύμφωνα με τον εν λόγω Νόμο ― Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και η εφαρμογή της στα επίδικα γεγονότα.

Η εφεσείουσα ζήτησε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την [*203]οποία είχε ακυρωθεί ο διορισμός της στην θέση Ακτινογράφου, παρόλο που μεσολάβησε επανεξέταση από την Ε.Δ.Υ. και επαναδιορισμός της εφεσείουσας. Η εφεσίβλητη με αντέφεση επεδίωξε την επέκταση του ακυρωτικού αποτελέσματος.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας τόσο την έφεση όσο και την αντέφεση, αποφάσισε ότι:

 

1.  Το έννομο συμφέρον σύμφωνα με πάγια νομολογία, πρέπει να υπάρχει σ’ όλα τα στάδια της αίτησης ακύρωσης, περιλαμβανομένης βεβαίως και της έφεσης. Το αρμόδιο διοικητικό όργανο αποδέχθηκε εδώ την ακυρωτική απόφαση και προχώρησε σε επανεξέταση. Επαναδιόρισε την εφεσείουσα με αναδρομική ισχύ και επομένως αν δεν υπήρχε η μεταγενέστερη προσφυγή που ήσκησε η εφεσίβλητη Ηλιάνα Ανδρέου, μέσω και πάλι του κ. Αγγελίδη, σαφώς δεν θα παρέμενε έννομο συμφέρον στην εφεσείουσα. Είναι προφανές ότι η Ε.Δ.Υ. επαναδιορίζοντας την εφεσείουσα αναδρομικά, προέβη στην παραγωγή νέας εκτελεστής διοικητικής πράξης εναντίον της οποίας η Ηλιάνα Ανδρέου, δικαιωματικά, εφόσον έτσι έκρινε, άσκησε προσφυγή. Είναι όμως επί νέων δεδομένων που ασκήθηκε αυτή η προσφυγή εφόσον η Ε.Δ.Υ. συμμορφούμενη με το ακυρωτικό αποτέλεσμα προέβηκε, ως ήδη υπεδείχθη, σε έρευνα ως προς το προσόν της κατοχής της καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας. Το αν η Ε.Δ.Υ. άσκησε εύλογα και εντός των παραμέτρων της διακριτικής της ευχέρειας την κρίση της και ως αποτέλεσμα δέουσας έρευνας, θα αποφασιστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο στη νέα προσφυγή. Η ίδια όμως η εφεσείουσα δεν διατηρεί πλέον δικαίωμα να εμμένει στην έφεση της, αποδεχθείσα τον επαναδιορισμό της διότι η διοικητική πράξη επί της οποίας κρίθηκε άκυρος ο πρώτος διορισμός της, εξέλιπε. Και περαιτέρω έπαυσε και να έχει οποιαδήποτε ισχύ εφόσον το ίδιο το διοικητικό όργανο που την παρήγαγε αποδέχθηκε την ακύρωση και το λόγο αυτής και επομένως επανεξέτασε το διορισμό στην επίδικη θέση εξ υπαρχής με τα δεδομένα, νομικά και πραγματικά που υπήρχαν τότε, τηρουμένου του ακυρωτικού αποτελέσματος. Η παραχθείσα τότε πράξη εφόσον ακυρώθηκε, εξαφανίστηκε, σύμφωνα και με το Άρθρο 57 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου Αρ. 158(Ι)/99, η δε Ε.Δ.Υ. επανέφερε τα πράγματα στην προτέρα τους κατάσταση, πριν την έκδοση της νέας πράξης. Η καταχώρηση νέας προσφυγής δεν αποτελεί από μόνο του στοιχείο τέτοιο που προσδίδει έννομο συμφέρον εφόσον η νέα προσφυγή συναρτάται προς νέα δεδομένα, της παλαιότερης πράξης εξαφανισθείσας με την απόφαση του διοικητικού οργάνου να αποδεχθεί την ετυμηγορία του Δικαστηρίου και να επανεξετάσει. Ούτε βέβαια ο χρόνος καταχώρησης της έφε[*204]σης, αν δηλαδή καταχωρήθηκε πριν τον επαναδιορισμό της εφεσείουσας έχει σημασία διότι ακριβώς η επανεξέταση ακυρωθείσας απόφασης υποδηλώνει και την αποδοχή του ακυρωτικού αποτελέσματος της. Η νομολογία αποδοκιμάζει την έγερση θεμάτων από το ενδιαφερόμενο μέρος που έρχονται σ’ αντίθεση με τη θέση που λαμβάνει το διοικητικό όργανο, το οποίο είναι βεβαίως κατ’ εξοχήν το αρμόδιο σώμα να αποφασίσει πώς θα χειριστεί μια ακυρωτική από το Ανώτατο Δικαστήριο, απόφαση. Ένα ενδιαφερόμενο μέρος οφείλει να συνδράμει στην απόφαση και όχι να προβάλλει χωριστές αιτιάσεις στήριξης της διοικητικής πράξης έξω από το χειρισμό της ίδιας της διοίκησης. Η εμπλοκή του ενδιαφερομένου μέρους στην όλη διαδικασία αποσκοπεί στην υποστήριξη της διοικητικής απόφασης. Κρίνεται, υπό το φως όλων των ανωτέρω, ότι η εφεσείουσα στερείται πλέον εννόμου συμφέροντος να προωθεί την έφεση της εφόσον το διοικητικό όργανο επανεξετάζοντας την υπόθεση, την επαναδιόρισε, με αναδρομική, μάλιστα, ισχύ.

2.  Η θέση της αντεφεσείουσας ότι η Ε.Δ.Υ. ενήργησε κατά παράβαση του Άρθρου 29 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου Αρ. 1/90, που προβλέπει για την πλήρωση από την Ε.Δ.Υ. θέσεων μετά από τη λήψη γραπτής πρότασης από την αρμοδία αρχή, η οποία πρόταση κατά το εδάφιο (4) δεν μπορεί να αποσυρθεί, δεν είναι ορθή διότι δεν μπορούσαν να πληρωθούν θέσεις κατά παράβαση των προνοιών του προϋπολογισμού, το σχετικό άρθρο του οποίου ακριβώς καθόριζε ρητώς ότι είχε ισχύ ανεξαρτήτως των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου νόμου, περιλαμβανομένου βέβαια και του Νόμου Αρ. 1/90. Ούτε πρόκειτο για νέες θέσεις, ως ο ισχυρισμός της αντεφεσείουσας, εφόσον η πρόταση της αρμοδίας αρχής αφορούσε, ως ήδη ανεφέρθη, την πλήρωση επτά θέσεων που είχαν κενωθεί υπό το φως της κήρυξης του Νόμου Αρ. 107(Ι)/96, ως αντισυνταγματικού. Δεν υπήρχε πλέον αναδρομή σε ουσιώδη χρόνο και νομικό ή πραγματικό γεγονός, εφόσον το υπόβαθρο της πλήρωσης των θέσεων αυτών είχε συνταγματικώς καταρρεύσει.

3.  Δεν εφαρμοζόταν ο Νόμος Αρ. 6(Ι)/98 στα ειδικά περιστατικά της υπόθεσης, αλλά το Άρθρο 33(5) του Νόμου Αρ. 1/90. Η ανάθεση της οργάνωσης και διόρθωσης των γραπτών σε άλλο σώμα δεν συνεπάγετο ότι την ευθύνη και αρμοδιότητα της εξέτασης είχε το Πανεπιστήμιο Κύπρου, εφόσον η Συμβουλευτική Επιτροπή ανέθεσε απλώς την ετοιμασία των θεμάτων σε πρόσωπα με ειδικές γνώσεις και εμπειρίες σε συνεργασία με τον Ανώτερο Επιθεωρητή Ακτινογράφο στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας.

4.  Ως προς τον τρίτο λόγο αντέφεσης, κρίνεται και εδώ ορθή η πρωτό[*205]δικη κρίση. Το Άρθρο 3 του Ν. 6(Ι)/98 δεν προνοεί για συγκεκριμένη αιτιολόγηση των επί μέρους μονάδων που δίνονται, στο κάθε κριτήριο πέραν της συνολικής αποτίμησης μονάδων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε συναφώς ότι γενικά ο Νόμος Αρ. 6(Ι)/98 δεν προβλέπει για αιτιολόγηση της βαθμολογίας των κριτηρίων αυτών. Αν ο νομοθέτης ήθελε να απαιτήσει ρητή αιτιολογία θα το έπραττε όπως σε άλλα συναφή νομοθετήματα. Ο Νόμος Αρ. 6(Ι)/98, αποτελεί εξειδικευμένο νομοθέτημα και δεν είναι δυνατόν ο Νόμος Αρ. 158(Ι)/99, που κωδικοποιεί τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου, να τυγχάνει καθολικής εφαρμογής, ανεξαρτήτως δηλαδή από τα επί μέρους νομοθετήματα, διαφορετικά δεν θα παρίστατο ανάγκη για την οριοθέτηση συγκεκριμένων θεμάτων σε άλλες νομοθεσίες. Οι πρόνοιες των εδαφίων (4) και (5) του Άρθρου 6 του Νόμου Αρ. 6(Ι)/98, παρέχουν μηχανισμό κατάταξης με απόδοση βαθμολογίας (όχι όμως και αιτιολογίας), που καταγράφεται στα πρακτικά από κάθε μέλος χωριστά, εξάγεται δε ο μέσος όρος βαθμολογίας που αποδίδεται σε ένα έκαστο των κριτηρίων, με αποτέλεσμα τον καταρτισμό Πίνακα κατάταξης όπου αναγράφονται οι υποψήφιοι κατά σειρά συνολικών μονάδων. Σημειώνεται προσθέτως και η πρόνοια του Άρθρου 6(7)(α), ότι η διορίζουσα αρχή προβαίνει στην πλήρωση των κενών θέσεων με βάση τη σειρά κατάταξης στον εν λόγω Πίνακα. Επομένως, η όλη διαδικασία είναι αρκούντως διαφανής και περιέχει πράγματι ασφαλιστικές δικλείδες ελέγχου.

Η έφεση και η αντέφεση απορρίφθηκαν χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Χαραλάμπους ν. Πουλικκά (2002) 3 Α.Α.Δ. 685,

Ιωάννου ν. Γραβάνη κ.ά. (2011) 3 Α.Α.Δ. 913,

Δήμος Αραδίππου κ.ά. ν. Γεωργίου (Αρ. 1) (2003) 3 Α.Α.Δ. 25,

Κοινοπραξία Action PR & Publications Ltd & Epistle (Epistele) Communications & Media Ltd v. Κοινοπραξίας L & T Partners Communications Services Ltd & PR Partners Ltd (2009) 3 Α.Α.Δ. 475,

Μορίτσης ν. Καρσερά (2009) 3 Α.Α.Δ. 109,

Κυπριανού κ.ά. ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 1519/09 κ.ά., ημερ. 20.7.2012,

Ηλία κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 884,

[*206]Χριστοδούλου ν. Ε.Δ.Υ., Υπόθ. Αρ. 1371/05, ημερ. 7.3.2007,

Γιαννάκη ν. Κ.Ο.Τ., Υπόθ. Αρ. 910/98, ημερ. 7.6.2000,

Βαλιαντή ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1116/02, ημερ. 14.7.2005,

Γεωργιάδη ν. Ρ.Ι.Κ., Υπόθ. Αρ. 942/03, ημερ. 15.9.2005.

Έφεση

Έφεση από την Εφεσείουσα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Νικολαΐδης), (Υπόθεση Αρ. 543/07), ημερ. 22/7/2009.

Α. Χατζηδημητρίου, για την Εφεσείουσα.

Α. Σ. Αγγελίδης, για την Εφεσίβλητη.

Λ. Λάμπρου-Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Ναθαναήλ.

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Τα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεδομένα είχαν ως εξής: Η εφεσίβλητη-αιτήτρια 1 πρωτοδίκως, μαζί με άλλη αιτήτρια, επεδίωξαν την ακύρωση της υπό ημερομηνία 2.2.2007 πράξης διορισμού των Παναγιώτας Γεωργίου, Μαρίας Λαμπρατσιώτη (εφεσείουσα) και Χριστίνας Περικλή στη μόνιμη θέση Ακτινογράφου (Ακτινοδιαγνωστικής) Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας.

Παρά το γεγονός ότι στα νομικά σημεία της αιτήσεως ουδέν ανεφέρθη ως προς την απόφαση της Ε.Δ.Υ. να πληρώσει μόνο πέντε από τις δώδεκα προκηρυχθείσες θέσεις, εντούτοις το κατ’ ισχυρισμόν μεμπτό και αυθαίρετο αυτής της μείωσης ώστε η όλη διαδικασία να πάσχει εξαρχής, απετέλεσε το προεξάρχον ζήτημα στη γραπτή αγόρευση της εφεσίβλητης και της έτερης αιτήτριας. Επιχείρημα το οποίο έτυχε της κρίσης του Δικαστηρίου και απερρίφθη.  Όπως απερρίφθη και το έτερο επιχείρημα ότι η Ε.Δ.Υ. παραβίασε τον περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμο Aρ. 6(Ι)/98, ως προς τη διεξαγωγή γραπτών εξετάσεων, [*207]οι οποίες, κατά τον ισχυρισμό των ως άνω προσώπων, διενεργήθηκαν αναρμοδίως και χωρίς τη νόμιμη εξουσιοδότηση από ένα τμήμα του Πανεπιστημίου Κύπρου.

Απερρίφθη πρόσθετα και το επιχείρημα ότι η προσβαλλόμενη πράξη στερείτο αιτιολογίας ως προς το ότι οι τελικές  βαθμολογίες  σε κάθε κριτήριο που θέτει ο Νόμος Aρ. 6(Ι)/98, δόθηκαν αυθαίρετα και χωρίς αιτιολογία αφού δεν αναφέρονταν οι λόγοι και τα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη στην απόδοση των σχετικών μονάδων στους υποψηφίους. Απερρίφθη και το συναφές επιχείρημα ότι η Ε.Δ.Υ. πλανήθηκε ως προς τον καθορισμό των μονάδων της πείρας που θα έπρεπε πρόσθετα να δοθούν λόγω της πρόβλεψης του σχεδίου υπηρεσίας περί πλεονεκτήματος στην κατοχή διετούς τουλάχιστον πείρας σε ακτινογραφική εργασία.

Το μοναδικό επιχείρημα που έγινε δεκτό πρωτοδίκως και αυτό μόνο ως προς την εφεσείουσα-ενδιαφερόμενο τότε μέρος, αφορούσε την μη υπ’ αυτής κατοχή της καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας που ήταν προαπαιτούμενο του σχεδίου υπηρεσίας για την πλήρωση της θέσης. Η προσφυγή λοιπόν πέτυχε ως προς τη Μαρία Λαμπρατσιώτη, της οποίας ο διορισμός ακυρώθηκε, αλλά απερρίφθη ως προς τις άλλες δύο ενδιαφερόμενες.

Ακολούθησε στις 2.9.2009 η υπό κρίση έφεση από τη Μ. Λαμπρατσιώτη, αλλά και αντέφεση από την Ηλιάνα Ανδρέου, μια εκ των δύο αιτητριών, και τώρα εφεσίβλητη, η οποία και προσβάλλει τελικώς την απορριπτική κρίση του Δικαστηρίου, ως προς τα τρία πρώτα ως άνω ζητήματα στα οποία απέτυχε. Η Ε.Δ.Υ. από την πλευρά της αποδέχθηκε την πρωτόδικη κρίση και προχώρησε σε επανεξέταση με αποτέλεσμα τον εκ νέου αναδρομικό διορισμό από 1.12.2007 της εφεσείουσας, με απόφαση ημερ. 14.10.2009.

Η ως άνω επανεξέταση αποτέλεσε το έναυσμα για την αντεφεσείουσα να προβάλει υπό τύπο προδικαστικής ένστασης ότι η έφεση παρέμεινε άνευ αντικειμένου, χωρίς αναφορά σε οποιαδήποτε νομολογία. Η εφεσείουσα στο δικό της δεύτερο περίγραμμα ουδέν αντέταξε, αλλά κατά τη διάρκεια της συζήτησης ενώπιον της Ολομέλειας, ο συνήγορος της εισηγήθηκε, επίσης χωρίς παραπομπή σε νομολογία, ότι παραμένει έννομο συμφέρον στην εφεσείουσα να προωθήσει την έφεση της ενόψει του γεγονότος ότι καταχωρήθηκε νέα  προσφυγή εναντίον του αναδρομικού επαναδιορισμού της από την Ε.Δ.Υ. και επομένως τυχόν επιτυχία της θα την επηρέαζε. Η νέα προσφυγή με Aρ. 45/2010, παρέμεινε εκτός πινακίου ώστε να προηγηθεί η απόφαση από την Ολομέλεια στην υπό κρίση έφεση.

[*208]Οι συνήγοροι, όπως ήδη λέχθηκε, δεν παρέπεμψαν την Ολομέλεια σε οποιαδήποτε αυθεντία προς υποστήριξη των αντίστοιχων θέσεων τους. Η έρευνα της ίδιας της Ολομέλειας έφερε στο φως δύο σχετικές αποφάσεις. Η πρώτη είναι η Χαραλάμπους ν. Πουλικκά (2002) 3 Α.Α.Δ. 685 και η δεύτερη η Ιωάννου ν. Γραβάνη κ.ά. (2011) 3 Α.Α.Δ. 913. Η Χαραλάμπους ν. Πουλικκά – ανωτέρω – αφορούσε διαφορετικά από την παρούσα υπόθεση δεδομένα εφόσον εκεί ήταν ο αιτητής που έχοντας επιτύχει την ακύρωση του διορισμού του ενδιαφερομένου μέρους, διορίστηκε στη συνέχεια ο ίδιος από την Ε.Δ.Υ. κατά την επανεξέταση. Είχε λοιπόν αντίστροφα με την υπό κρίση υπόθεση δεδομένα.

Η Ιωάννου ν. Γραβάνη κ.ά. – ανωτέρω – προσομοιάζει με την παρούσα υπόθεση, αλλά όπως θα εξηγηθεί στη συνέχεια διαφοροποιείται εν τέλει ως προς τα γεγονότα. Εκεί, ο διορισμός του εφεσείοντος από το ΤΕΠΑΚ στη θέση Καθηγητή στην ειδικότητα Γεωργικής Φυτοπαθολογίας στο Τμήμα Αγροτικής Παραγωγής και Επιστήμης και Τεχνολογίας Τροφίμων, ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο το οποίο έκρινε ότι σύνθεση και λειτουργία του Εκλεκτορικού Σώματος του ΤΕΠΑΚ έπασχε. Ο εφεσείων καταχώρησε έφεση, αλλά το ΤΕΠΑΚ συμμορφούμενο με το ακυρωτικό αποτέλεσμα επανεξέτασε την υπόθεση και προέβηκε στον αναδρομικό διορισμό του εφεσείοντος, πράξη που οδήγησε στην καταχώρηση νέας προσφυγής, η οποία κατά την έκδοση της απόφασης της Ολομέλειας, ακόμη εκκρεμούσε. Τέθηκε από τον εφεσίβλητο μέσω του κ. Αγγελίδη, που χειρίστηκε την υπόθεση εκ μέρους του εφεσίβλητου, όπως και στην υπό κρίση έφεση, (και αναμενόταν να αναφέρει τουλάχιστον την αυθεντία αυτή και εδώ), ζήτημα απώλειας του αντικειμένου της έφεσης υποστηρίζοντας ότι αφενός η επανεξέταση από το διοικητικό όργανο και αφετέρου η εκ μέρους του εφεσείοντος ανεπιφύλακτη αποδοχή του αναδρομικού διορισμού του, ισοδυναμούσε με απώλεια του εννόμου συμφέροντος του, του δόγματος της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας τυγχάνοντος εφαρμογής.

Η Ολομέλεια έκρινε ότι ο εφεσείων δεν είχε απωλέσει το έννομο συμφέρον του, διότι το ενδεχόμενο επιτυχίας της έφεσης δεν θα ήταν άνευ σημασίας εφόσον δεν θα παρέμεινε οτιδήποτε να συζητηθεί στη νέα προσφυγή, ενώ θεωρήθηκε ότι το γεγονός του επαναδιορισμού του εφεσείοντος και η ανεπιφύλακτη υπ’ αυτού αποδοχή του επαναδιορισμού του, δεν επενεργούσε αντίθετα με το δικαίωμα του να συνεχίσει την έφεση που άσκησε πριν τον επαναδιορισμό του.

[*209]Είναι εμφανές ότι τα δεδομένα στην υπό κρίση έφεση διαφέρουν. Ενώ στην Ιωάννου ν. Γραβάνη, όπως εξάγεται από το σκεπτικό της, η ακύρωση του διορισμού οφειλόταν στην πλημμελή σύνθεση του Εκλεκτορικού Σώματος του ΤΕΠΑΚ, το οποίο κατά την επανεξέταση συνεδρίασε με νόμιμη σύνθεση, στην παρούσα υπόθεση, το πρόβλημα ήταν ουσιαστικής υφής από την άποψη ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κρίθηκε να μην κατέχει την απαιτούμενη από το σχέδιο υπηρεσίας καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας, αλλά κατά την επανεξέταση η Ε.Δ.Υ. προέβη, όπως παρουσιάζεται από το φάκελο της προσφυγής υπ’ Aρ. 45/2010, σε έρευνα ως προς την κατοχή του προσόντος αυτού. Η έρευνα επεκτάθηκε σε αναζήτηση από το Τμήμα Ραδιολογίας Ακτινολογίας της Σχολής Επαγγελμάτων Υγείας και Πρόνοιας των ΤΕΙ Αθηνών, στοιχείων που να έδειχναν το επίπεδο της Αγγλικής γλώσσας που διδάχθηκε, στη βάση δε της απάντησης που δόθηκε σε συνδυασμό με τα ισχύοντα στη δημόσια υπηρεσία ως προς την έννοια της κατοχής καλής γνώσης μιας γλώσσας, η Ε.Δ.Υ. θεώρησε ότι η εφεσείουσα κατείχε το προσόν της γλώσσας.

Έπεται ότι τα εδώ δεδομένα παρουσιάζουν διαφοροποιητικά στοιχεία. Το έννομο συμφέρον σύμφωνα με πάγια νομολογία πρέπει να υπάρχει σ’ όλα τα στάδια της αίτησης ακύρωσης, περιλαμβανομένης βεβαίως και της έφεσης. Κατά τον Ε.Π. Σπηλιωτόπουλο: «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» 12η έκδ., Τόμος ΙΙ, σελ. 85-87, το έννομο συμφέρον πρέπει να καταδεικνύεται ως υπάρχον κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, κατά την άσκηση της αίτησης ακυρώσεως και κατά τη συζήτηση. Έπεται ότι το έννομο συμφέρον πρέπει να συνεχίσει να υπάρχει και κατά το στάδιο συζήτησης της έφεσης. Το αρμόδιο διοικητικό όργανο αποδέχθηκε εδώ την ακυρωτική απόφαση και προχώρησε σε επανεξέταση. Επαναδιόρισε την εφεσείουσα με αναδρομική ισχύ και επομένως αν δεν υπήρχε η μεταγενέστερη προσφυγή που ήσκησε η εφεσίβλητη Ηλιάνα Ανδρέου, μέσω και πάλι του κ. Αγγελίδη, σαφώς δεν θα παρέμενε έννομο συμφέρον στην εφεσείουσα.

Είναι προφανές ότι η Ε.Δ.Υ. επαναδιορίζοντας την εφεσείουσα αναδρομικά, προέβη στην παραγωγή νέας εκτελεστής διοικητικής πράξης εναντίον της οποίας η Ηλιάνα Ανδρέου, δικαιωματικά, εφόσον έτσι έκρινε, άσκησε προσφυγή. Είναι όμως επί νέων δεδομένων που ασκήθηκε αυτή η προσφυγή εφόσον η Ε.Δ.Υ. συμμορφούμενη με το ακυρωτικό αποτέλεσμα προέβηκε, ως ήδη υπεδείχθη, σε έρευνα ως προς το προσόν της κατοχής της καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας. Το αν η Ε.Δ.Υ. άσκησε εύλογα και εντός των παραμέτρων της διακριτικής της ευχέρειας την κρίση [*210]της και ως αποτέλεσμα δέουσας έρευνας, θα αποφασιστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο στη νέα προσφυγή.

Η ίδια όμως η εφεσείουσα δεν διατηρεί πλέον δικαίωμα να εμμένει στην έφεση της, αποδεχθείσα τον επαναδιορισμό της διότι η διοικητική πράξη επί της οποίας κρίθηκε άκυρος ο πρώτος διορισμός της, εξέλιπε. Και περαιτέρω έπαυσε και να έχει οποιαδήποτε ισχύ εφόσον το ίδιο το διοικητικό όργανο που την παρήγαγε αποδέχθηκε την ακύρωση και το λόγο αυτής και επομένως επανεξέτασε το διορισμό στην επίδικη θέση εξ υπαρχής με τα δεδομένα, νομικά και πραγματικά που υπήρχαν τότε, τηρουμένου του ακυρωτικού αποτελέσματος. Η παραχθείσα τότε πράξη εφόσον ακυρώθηκε, εξαφανίστηκε, σύμφωνα και με το Άρθρο 57 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου Αρ. 158(Ι)/99, η δε Ε.Δ.Υ. επανέφερε τα πράγματα στην προτέρα τους κατάσταση, πριν την έκδοση της νέας πράξης.

Η καταχώρηση νέας προσφυγής δεν αποτελεί από μόνο του στοιχείο τέτοιο που προσδίδει έννομο συμφέρον εφόσον η νέα προσφυγή συναρτάται προς νέα δεδομένα, της παλαιότερης πράξης εξαφανισθείσας με την απόφαση του διοικητικού οργάνου να αποδεχθεί την ετυμηγορία του Δικαστηρίου και να επανεξετάσει. Ούτε βέβαια ο χρόνος καταχώρησης της έφεσης, αν δηλαδή καταχωρήθηκε πριν τον επαναδιορισμό της εφεσείουσας έχει σημασία διότι ακριβώς η επανεξέταση ακυρωθείσας απόφασης υποδηλώνει και την αποδοχή του ακυρωτικού αποτελέσματος της, (Δήμος Αραδίππου κ.ά. ν. Γεωργίου (Αρ. 1) (2003) 3 Α.Α.Δ. 25, σελ. 28-29, και στην Κοινοπραξία Action PR & Publications Ltd & Epistle (Epistele) Communications & Media Ltd v. Κοινοπραξίας L & T Partners Communications Services Ltd & PR Partners Ltd (2009) 3 Α.Α.Δ. 475).

Ο συνήγορος της εφεσείουσας εισηγήθηκε ότι διατηρείται το έννομο συμφέρον διότι εάν η Ολομέλεια ακυρώσει την πρωτόδικη απόφαση, τότε η Ε.Δ.Υ. θα υποχρεωθεί να ανακαλέσει τη δεύτερη απόφαση επαναδιορισμού της εφεσείουσας με αποτέλεσμα η νέα προσφυγή να καταστεί αυτή άνευ αντικειμένου και, ως απαράδεκτη, να υπόκειται σε απόρριψη. Αυτή η συλλογιστική κρίνεται λανθασμένη. Η εφεσείουσα δεν μπορεί να επιλέγει και τα δύο. Δεν μπορεί να ακολουθεί μοναχικό δρόμο παρά την απόφαση της Ε.Δ.Υ. να επανεξετάσει προς όφελος της, αναμένοντας ταυτόχρονα από την Ε.Δ.Υ. να ανακαλέσει την προς όφελος της απόφαση, εάν η έφεση επιτύχει, λειτουργώντας έτσι και εναντίον των δικών της συμφερόντων.

[*211]Άλλωστε η νομολογία αποδοκιμάζει την έγερση θεμάτων από το ενδιαφερόμενο μέρος που έρχονται σ’ αντίθεση με τη θέση που λαμβάνει το διοικητικό όργανο, το οποίο είναι βεβαίως κατ’ εξοχήν το αρμόδιο σώμα να αποφασίσει πώς θα χειριστεί μια ακυρωτική από το Ανώτατο Δικαστήριο, απόφαση. Ένα ενδιαφερόμενο μέρος οφείλει να συνδράμει στην απόφαση και όχι να προβάλλει χωριστές αιτιάσεις στήριξης της διοικητικής πράξης έξω από το χειρισμό της ίδιας της διοίκησης. Η εμπλοκή του ενδιαφερομένου μέρους στην όλη διαδικασία αποσκοπεί στην υποστήριξη της διοικητικής απόφασης, (Μορίτσης ν. Καρσερά (2009) 3 Α.Α.Δ. 109 και Κυπριανού κ.ά. ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, Συνεκδ. Προσφ. Αρ. 1519/09 κ.ά., ημερ. 20.7.2012).

Κρίνεται, υπό το φως όλων των ανωτέρω, ότι η εφεσείουσα στερείται πλέον εννόμου συμφέροντος να προωθεί την έφεση της εφόσον το διοικητικό όργανο επανεξετάζοντας την υπόθεση, την επαναδιόρισε, με αναδρομική, μάλιστα, ισχύ.

Εξετάζοντας τώρα τους λόγους αντέφεσης κρίνονται τα ακόλουθα: Όσον αφορά τη θέση ότι λανθασμένα η Ε.Δ.Υ. προχώρησε στην πλήρωση μόνο πέντε από τις δώδεκα προκηρυχθείσες θέσεις, προκύπτει από την εξέταση των δεδομένων ότι στις 3.2.2005 είχε ζητηθεί από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Υγείας, η πλήρωση δώδεκα κενών θέσεων Ακτινογράφου, επτά των οποίων είχαν προκύψει λόγω ακύρωσης διορισμού ισάριθμων υπαλλήλων που διορίστηκαν την 1.1.1997, σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Εντάξεων Εκτάκτων Υπαλλήλων στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμου Αρ. 107(Ι)/96, ενώ άλλες πέντε θέσεις είχαν προκύψει λόγω προαγωγής των αντιστοίχων κατόχων τους. Η Ε.Δ.Υ. στη συνεδρία της 14.2.2005, σημείωσε ότι από τα στοιχεία που διέθετε το αρχείο της, οι επτά κενωθείσες θέσεις είχαν προκύψει «…. ύστερα από την ακύρωση από το Ανώτατο Δικαστήριο της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ημερ. 22.12.1998, σε ό,τι αφορά τον από 1.1.1997 αναδρομικό διορισμό ισάριθμων υπαλλήλων, δυνάμει του περί Εντάξεως Εκτάκτων Υπαλλήλων στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμου του 1996, Ν. 107(Ι)/96.».

Στη συνέχεια η Ε.Δ.Υ. παρατήρησε ότι οι επτά αυτές θέσεις παρέμειναν κενές για πέραν των πέντε συνεχών ετών και επομένως σύμφωνα με το Άρθρο 5(4) του περί Προϋπολογισμού Νόμου Αρ. 41(ΙΙ)/04, δεν μπορούσαν να πληρωθούν εφόσον δεν είχε αρχίσει αρμοδίως η διαδικασία πλήρωσης τους.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ορθά η Ε.Δ.Υ. προχώρη[*212]σε στη διαδικασία προκήρυξης πέντε μόνο από τις δώδεκα θέσεις, σημειώνοντας ότι ο Νόμος Αρ. 107(Ι)/96, είχε κριθεί αντισυνταγματικός από την Πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Ηλία κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 884. Το Δικαστήριο σημείωσε τη θέση της αντεφεσείουσας, καθώς και της άλλης τότε αιτήτριας, ότι ο πιο πάνω Νόμος είχε κηρυχθεί αντισυνταγματικός όχι δυνάμει απόφασης της ημερ. 22.12.1998 που ανέφερε η Ε.Δ.Υ., αλλά με την εν λόγω απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Πρόκειτο, προφανώς, για λανθασμένο επιχείρημα από πλευράς της αντεφεσείουσας διότι η Ε.Δ.Υ. ρητά αναφέρθηκε στο πρακτικό της ημερ. 14.2.2005 σε ακύρωση απόφασης της Ε.Δ.Υ. από το Ανώτατο Δικαστήριο.

Είναι προφανές, όπως σημειώθηκε και πρωτοδίκως, ότι η Ε.Δ.Υ. εννοούσε την απόφαση Ηλία κ.ά. ν. Δημοκρατίας που εκδόθηκε στις 23.12.1999, η οποία απόφαση έκρινε αντισυνταγματικό στο σύνολο του το Νόμο Αρ. 107(Ι)/96, κατ’ επίκληση του οποίου η Ε.Δ.Υ. είχε προχωρήσει στην πλήρωση ορισμένων θέσεων στη δημόσια υπηρεσία. Ο Νόμος κρίθηκε αντισυνταγματικός διότι με αυτόν υπήρχε υφαρπαγή της εξουσίας της Ε.Δ.Υ., η οποία έχει τη συνταγματική και ουσιαστική αρμοδιότητα ως προς το διορισμό πολιτών στη δημόσια υπηρεσία, από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, εφόσον η Βουλή είχε προκρίνει το διορισμό ορισμένων προσώπων διά της νομοθετικής οδού.

Η ουσία του θέματος παραμένει και αυτό δεν αμφισβητείται από την αντεφεσείουσα, ότι εφόσον οι θέσεις δεν πληρώθηκαν εντός της περιόδου των πέντε ετών, δεν ήταν δυνατή η εκ των υστέρων πλήρωση τους έξω από τον προβλεπόμενο για το έτος προϋπολογισμό. Το σχετικό Άρθρο 5(4) του περί Προϋπολογισμού Νόμου του 2005, Ν. Αρ. 41(ΙΙ)/04 προέβλεπε τα εξής:

«Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου Νόμου, δεν επιτρέπεται η πλήρωση κενών θέσεων που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο, οι οποίες παραμένουν κενές για πέντε συνεχή χρόνια και άνω και για τις οποίες δεν έχει αρμοδίως αρχίσει η διαδικασία της πλήρωσης τους.»

Επομένως η θέση της αντεφεσείουσας ότι η Ε.Δ.Υ. ενήργησε κατά παράβαση του Άρθρου 29 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου Αρ. 1/90, που προβλέπει για την πλήρωση από την Ε.Δ.Υ. θέσεων μετά από τη λήψη γραπτής πρότασης από την αρμοδία αρχή, η οποία πρόταση κατά το εδάφιο (4) δεν μπορεί να αποσυρθεί, δεν είναι ορθή διότι δεν μπορούσαν να πληρωθούν θέσεις κατά παράβα[*213]ση των προνοιών του προϋπολογισμού, το σχετικό άρθρο του οποίου ακριβώς καθόριζε ρητώς ότι είχε ισχύ ανεξαρτήτως των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου νόμου, περιλαμβανομένου βέβαια και του Νόμου Αρ. 1/90. Ούτε πρόκειτο για νέες θέσεις, ως ο ισχυρισμός της αντεφεσείουσας, εφόσον η πρόταση της αρμοδίας αρχής αφορούσε, ως ήδη ανεφέρθη, την πλήρωση επτά θέσεων που είχαν κενωθεί υπό το φως της κήρυξης του Νόμου Αρ. 107(Ι)/96, ως αντισυνταγματικού. Δεν υπήρχε πλέον αναδρομή σε ουσιώδη χρόνο και νομικό ή πραγματικό γεγονός, εφόσον το υπόβαθρο της πλήρωσης των θέσεων αυτών είχε συνταγματικώς καταρρεύσει.

Ως προς το δεύτερο λόγο αντέφεσης που αφορά την αναρμόδια διεξαγωγή των γραπτών εξετάσεων από το Πανεπιστήμιο Κύπρου, αντί από την Ειδική Επιτροπή δυνάμει του Νόμου Αρ. 6(Ι)/98, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το Άρθρο 2(1) του Παραρτήματος του Νόμου Αρ. 6(Ι)/98, που προβλέπει ότι η ευθύνη διεξαγωγής γραπτής εξέτασης ανατίθεται σε Ειδική Επιτροπή δεν παραβιάστηκε διότι με βάση το πρακτικό της Ε.Δ.Υ. ημερ. 14.2.2005 και το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης, η θέση Ακτινογράφου περιλαμβανόταν στον κατάλογο θέσεων πρώτου διορισμού για τις οποίες απαιτείτο η διεξαγωγή ειδικού γραπτού διαγωνισμού σύμφωνα με την υπ’ Αρ. 5, απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων ημερ. 24.6.2004.

Η διεξαγωγή αυτού του ειδικού γραπτού διαγωνισμού διεξάγεται από την οικεία Συμβουλευτική Επιτροπή με βάση τις διατάξεις του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου, το Άρθρο 33(5) του οποίου ρυθμίζει τη διαδικασία πλήρωσης θέσεων πρώτου διορισμού, με τη Συμβουλευτική Επιτροπή να μπορεί να αναθέτει σε υπηρεσία ή λειτουργούς την ετοιμασία θεμάτων και τη βαθμολόγηση των γραπτών εξετάσεων.

Τα πιο πάνω αποφασίσθηκαν από την Ε.Δ.Υ. και το Δικαστήριο έκρινε ότι ορθώς ανατέθηκε η οργάνωση του γραπτού διαγωνισμού και η διόρθωση των γραπτών από το Κέντρο Επιστημονικής Επιμόρφωσης, Αξιολόγησης και Ανάπτυξης του Πανεπιστημίου Κύπρου. Έπεται ότι και αυτός ο λόγος αντέφεσης θα πρέπει να απορριφθεί εφόσον δεν εφαρμοζόταν ο Νόμος Αρ. 6(Ι)/98 στα ειδικά περιστατικά της υπόθεσης, αλλά το Άρθρο 33(5) του Νόμου Αρ. 1/90.  Και όπως ορθά, περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε, η ανάθεση της οργάνωσης και διόρθωσης των γραπτών σε άλλο σώμα δεν συνεπάγετο ότι την ευθύνη και αρμοδιότητα της εξέτασης είχε το Πανεπιστήμιο Κύπρου, εφόσον η Συμβουλευτική Επιτροπή ανέθεσε απλώς την ετοιμασία των θεμάτων σε πρόσωπα με ειδικές [*214]γνώσεις και εμπειρίες σε συνεργασία με τον Ανώτερο Επιθεωρητή Ακτινογράφο στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας.

Ως προς τον τρίτο λόγο αντέφεσης, κρίνεται και εδώ ορθή η πρωτόδικη κρίση. Το Άρθρο 3(1) του Νόμου Αρ. 6(Ι)/98, προβλέπει ότι η επιλογή και ο διορισμός των υποψηφίων σε οποιαδήποτε διαδικασία για διορισμούς σε θέσεις στη δημόσια υπηρεσία, γίνονται στη βάση των αποτελεσμάτων γραπτής εξέτασης, των αποτελεσμάτων προφορικής εξέτασης, εάν αυτή κριθεί αναγκαία, των προσόντων, της πείρας των υποψηφίων σχετικής με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης, άλλων ακαδημαϊκών προσόντων και της αξιολόγησης του οικείου προϊσταμένου τμήματος. Καθορίζεται επίσης και η βαρύτητα εκάστου κριτηρίου ως εξής: για τη γραπτή εξέταση αναφέρεται το σύνολο των μονάδων με ανώτατο όριο τις 100 μονάδες, για την τυχόν προφορική εξέταση, 10 μονάδες, για τα προσόντα έως 7 μονάδες, για άλλα ακαδημαϊκά προσόντα μέχρι 3 μονάδες και για την πείρα μέχρι 5 μονάδες.

Το Άρθρο 3 δεν προνοεί για συγκεκριμένη αιτιολόγηση των επί μέρους μονάδων που δίνονται, στο κάθε κριτήριο πέραν της συνολικής αποτίμησης μονάδων για έκαστο εξ αυτών. Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε συναφώς ότι γενικά ο Νόμος Αρ. 6(Ι)/98 δεν προβλέπει για αιτιολόγηση της βαθμολογίας των κριτηρίων αυτών, συμφωνώντας με την αντιμετώπιση στη Χριστοδούλου ν. Ε.Δ.Υ., Υπόθ. Αρ. 1371/05, ημερ. 7.3.2007, (Κωνσταντινίδης, Δ.), όπου αναφέρθηκε ότι αν ο νομοθέτης ήθελε να απαιτήσει ρητή αιτιολογία θα το έπραττε όπως σε άλλα συναφή νομοθετήματα. Στην υπόθεση εκείνη απερρίφθη παρόμοιο επιχείρημα που προώθησε και πάλι ο κ. Αγγελίδης σε σχέση με την ανάγκη αιτιολόγησης, αφού έγινε αναφορά, με διάκριση ως προς το λόγο τους, στις αποφάσεις Γιαννάκη ν. Κ.Ο.Τ., Προσφ. Αρ. 910/98, ημερ. 7.6.2000, (Χατζηχαμπής, Δ.), Βαλιαντή ν. Δημοκρατίας, Προσφ. Αρ. 1116/02, ημερ. 14.7.2005, (Παπαδοπούλου, Δ.) και Γεωργιάδη ν. Ρ.Ι.Κ., Προσφ. Αρ. 942/03, ημερ. 15.9.2005, (Νικολάτου, Δ.). Ο Κωνσταντινίδης, Δ., στη Χριστοδούλου κατέληξε ως ακολούθως στο πιο κάτω απόσπασμα, το οποίο υιοθετείται ως ορθό:

«Έκρινα απαραίτητη την αναφορά στη λεπτομέρεια του σκεπτικού των πιο πάνω υποθέσεων γιατί, με όλο το σεβασμό, άγομαι σε διαφορετική κατάληξη. Δεν έχει ποτέ αναγνωριστεί, ως θέμα γενικής αρχής, ότι η υποκειμενική κρίση για την απόδοση σε συνεντεύξεις ή και σε προφορική εξέταση πλέον, απαιτείται να είναι αιτιολογημένη. Η ανάγκη για αιτιολόγηση και η νομολογία μας ως προς αυτή προέκυψε εξ αιτίας της ρητής [*215]απαίτησης νομοθετικών διατάξεων για αιτιολογία. Στην Πούρος (ανωτέρω) η Ολομέλεια, στην απόφαση που εξέδωσε ο Νικολάου, Δ., αναφέρθηκε στα προϊσχύσαντα σε σχέση με την πρακτική της προσωπικής συνέντευξης με τη σημαντική εξήγηση ότι “σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο της όποιας καταγραφής, εκείνο που συνάγεται από τις εν λόγω αποφάσεις είναι μάλλον η μη απαίτηση για αιτιολογία, αφού δεν απασχόλησε παρά μόνο η καταγραφή της γενικής εντύπωσης.”………..

Ο νομοθέτης μπορούσε, βέβαια, να απαιτήσει ρητά αιτιολογία όπως στις άλλες περιπτώσεις. Δεν το έχει κάμει και δεν νομίζω πως αυτή η επιλογή του αποβαίνει χωρίς σημασία. Σε αυτή την περίπτωση πρόβλεψε άλλες δικλείδες και αφού αρκείται στην απόδοση μονάδων και στο μηχανισμό γι’ αυτές.»

Ο κ. Αγγελίδης προεκτείνει τώρα το επιχείρημα του, (δεν είναι σαφές από το σκεπτικό της Χριστοδούλου αν τέθηκε και εκεί), με παραπομπή στα Άρθρα 24 και 26-28 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου Αρ. 158(Ι)/99, ως δεσμεύοντα την Ε.Δ.Υ. με την ανάγκη αιτιολόγησης της κρίσης της επί συνεντεύξεων και γενικώς ως προς την αρχή της διαφάνειας των πράξεων της.  Ως προς αυτό το επιχείρημα παρατηρείται συναφώς ότι ο Νόμος Αρ. 6(Ι)/98, αποτελεί εξειδικευμένο νομοθέτημα και δεν είναι δυνατόν ο Νόμος Αρ. 158(Ι)/99, που κωδικοποιεί τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου, να τυγχάνει καθολικής εφαρμογής, ανεξαρτήτως δηλαδή από τα επί μέρους νομοθετήματα, διαφορετικά δε θα παρίστατο ανάγκη για την οριοθέτηση συγκεκριμένων θεμάτων σε άλλες νομοθεσίες. Και ακριβώς, όπως υπεδείχθη και στη Χριστοδούλου, οι πρόνοιες των εδαφίων (4) και (5) του Άρθρου 6 του Νόμου Αρ. 6(Ι)/98, παρέχουν μηχανισμό κατάταξης με απόδοση βαθμολογίας (όχι όμως και αιτιολογίας), που καταγράφεται στα πρακτικά από κάθε μέλος χωριστά, εξάγεται δε ο μέσος όρος βαθμολογίας που αποδίδεται σε ένα έκαστο των κριτηρίων, με αποτέλεσμα τον καταρτισμό Πίνακα κατάταξης όπου αναγράφονται οι υποψήφιοι κατά σειρά συνολικών μονάδων. Σημειώνεται προσθέτως και η πρόνοια του Άρθρου 6(7)(α), ότι η διορίζουσα αρχή προβαίνει στην πλήρωση των κενών θέσεων με βάση τη σειρά κατάταξης στον εν λόγω Πίνακα.

Επομένως, η όλη διαδικασία είναι αρκούντως διαφανής και περιέχει πράγματι ασφαλιστικές δικλείδες ελέγχου. Παρατηρείται από τα τηρηθέντα πρακτικά της Ε.Δ.Υ., ότι η εφεσείουσα στη γραπτή εξέταση απέδωσε με 97,50 μονάδες στις 100, ενώ η αντεφεσείουσα έλαβε 87,50 μονάδες, ενώ με βάση τον τελικό καταρτισθέντα [*216]Πίνακα, η εφεσείουσα πήρε συνολικά 109,10 μονάδες, έναντι 100,50 της αντεφεσείουσας.

Υπό το φως των ανωτέρω, τόσο η έφεση, όσο και η αντέφεση απορρίπτονται, χωρίς έξοδα εκατέρωθεν.

Η έφεση και η αντέφεση απορρίπτονται χωρίς έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο