ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 96/2009 και 182/2009)

 

18 Μαρτίου, 2011

 

[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 28 KAI 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

(Υπόθεση Αρ. 96/2009

 

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΠΙΛΛΑΣ,

 

Αιτητής,

 

-ν-

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Καθ΄ης η Aίτηση.

 

- - - - - -

(Υπόθεση Αρ. 182/2009

 

ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΟΥ-ΣΟΛΩΜΗ,

 

Αιτήτρια,

 

-ν-

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Καθ΄ης η Aίτηση.

- - - - - -

 

 

Α. Κωνσταντίνου, για τους Αιτητές και στις δύο προσφυγές.

 

Ρ. Παπαέτη-Χατζηκώστα, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Καθ΄ης η Αίτηση.

 

Α. Κουντουρή για Τ. Παπαδόπουλος και συνεργάτες ΔΕΠΕ, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

- - - - - -

                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                        

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Κατόπιν επανεξέτασης μετά από την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις Συνεδικαζόμενες Υποθέσεις αρ. 920/2006 και 1070/2006 Κυρ. Πιλλάς ν. Δημοκρατίας και Δ. Χαραλαμπίδου-Σολωμή ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 4.7.2008, η καθ΄ης η αίτηση ΕΔΥ επαναδιόρισε το ενδιαφερόμενο μέρος κ. Ευστάθιο Μιχαήλ στη μόνιμη θέση Διευθυντή Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης, αναδρομικά από την 15.4.2006, του οποίου ο διορισμός είχε ακυρωθεί με την προαναφερθείσα απόφαση.

 

Οι αιτητές, οι οποίοι είναι τα ίδια δύο πρόσωπα που είχαν προσβάλει το διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους και επιτύχει την ακύρωσή του, με τις παρούσες προσφυγές τους επιδιώκουν την ακύρωση και της νέας απόφασης της καθ΄ης η αίτηση, η οποία δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας κατά την 2.1.2009.

 

Ένας από τους κύριους λόγους τους οποίους προβάλλουν τώρα οι αιτητές για προώθηση της διεκδικούμενης θεραπείας ακύρωσης της απόφασης της ΕΔΥ αφορά στην κατ΄ ισχυρισμό παραβίαση από την ΕΔΥ του δεδικασμένου που δημιουργήθηκε με την προαναφερθείσα δικαστική απόφαση. Λόγω της σημασίας την οποία ενέχει η εξέταση του λόγου τούτου, αφού αναφέρεται στο θέμα της κατοχής ή μη των απαιτούμενων από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντων από το ενδιαφερόμενο μέρος, θα το επιληφθώ κατά προτεραιότητα.

 

Η κατ΄ ισχυρισμό παραβίαση του δεδικασμένου από την καθ΄ης η αίτηση – ΕΔΥ.

 

Τα γεγονότα στα οποία στηρίζεται και από τα οποία προέκυψε αυτός ο λόγος ακύρωσης, μπορούν να συνοψιστούν στα ακόλουθα:

 

Το Σχέδιο Υπηρεσίας της επίδικης θέσης περιέλαβε μεταξύ των απαιτουμένων προσόντων για διορισμό και το ακόλουθο:

 

“(2) Μεταπτυχιακόν προσόν αποκτώμενον κατόπιν ενός τουλάχιστον έτους εκπαιδεύσεως εις το εξωτερικόν εις θέμα συναφές προς την εκπαίδευσιν ή τα καθήκοντα της θέσεως.”

 

 

Μεταξύ των ακαδημαϊκών προσόντων τα οποία κατείχε το ενδιαφερόμενο μέρος συγκαταλεγόταν και το μεταπτυχιακό M.Sc., Salford University, U.K., το οποίο απέκτησε κατά τον Ιούλιο 1987, μετά από επιτυχή ερευνητική εργασία, με θέμα την “Αποδοτική Χρήση των Ηλεκτρικών Κινητήρων στην Κύπρο”. Η Συμβουλευτική Επιτροπή, χωρίς ιδιαίτερο σχολιασμό, είχε περιοριστεί στη διαπίστωση ότι όλοι οι υποψήφιοι για διορισμό κατείχαν μεταπτυχιακό προσόν “που αποκτήθηκε κατόπιν ενός τουλάχιστον έτους εκπαίδευσης στο εξωτερικό”. Από την πλευρά της, η ΕΔΥ, σε συμφωνία με τη Συμβουλευτική Επιτροπή περί της κατοχής του προσόντος εκείνου από όλους τους υποψηφίους, αναφέρθηκε ειδικά στο μεταπτυχιακό του ενδιαφερόμενου μέρους, σχολιάζοντας ως ακολούθως:

 

“Ειδικότερα, σ΄ ότι αφορά τον υποψήφιο Μιχαήλ Ευστάθιο, ο οποίος κατέχει μεταπτυχιακό τίτλο Master of Science που αποκτήθηκε με μερική φοίτηση στο Πανεπιστήμιο του Salford του Ηνωμένου Βασιλείου, η Επιτροπή, με βάση στοιχεία που υπάρχουν στον Προσωπικό του Φάκελο που τηρείται στο Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού και στην Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, αλλά και στον Προσωπικό Φάκελο που ετηρείτο στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας όταν υπηρετούσε παλαιότερα στη δημόσια υπηρεσία, έκρινε ότι αυτός καλύπτει την απαίτηση του Σχεδίου Υπηρεσίας για μεταπτυχιακό προσόν που αποκτήθηκε με φοίτηση στο εξωτερικό, λόγω των κατά καιρούς επισκέψεών του στο εν λόγω Πανεπιστήμιο.”

 

 

Στην απόφαση την οποία εξέδωσε στις συνεκδικασθείσες προηγούμενες προσφυγές, ο Κωνσταντινίδης Δ., ανέφερε και τα εξής, σε σχέση με την πιο πάνω προσέγγιση της ΕΔΥ:

 

“… Πότε έγιναν, πόσες και ποιας διάρκειας ήταν αυτές οι επισκέψεις και ποιος ήταν ακριβώς ο σκοπός τους, δεν διευκρινίζεται. Και σε απάντηση προς την εισήγηση των αιτητών για έλλειψη οποιωνδήποτε στοιχείων γενικώς, οι καθ΄ων η αίτηση και ο ενδιαφερόμενος επικαλέστηκαν στοιχεία από τον προσωπικό του φάκελο. Και ενώ η θέση τους είναι πως αυτά έδειχναν ότι «ελάμβανε κατά καιρούς άδεια από το ΑΤΙ για να επισκεφθεί το πανεπιστήμιο του Salford για σκοπούς του μεταπτυχιακού του, με μερική φοίτηση στο MSc στον κλάδο της Ηλεκτρονικής Μηχανικής», εξειδίκευσαν μόνο δυο στοιχεία. Ότι το 1983 του δόθηκε άδεια απουσίας για δυο βδομάδες όπως απαιτείτο για το μεταπτυχιακό μερικής φοίτησης στο Electrical Engineering. Το ίδιο και σε σχέση με άλλες δυο βδομάδες του 1984. Επίσης την τότε επιστολή του προς την ΕΔΥ πως ακριβώς απέκτησε μεταπτυχιακό «πάνω σε βάση μερικής φοίτησης σε συνεργασία με το Ανώτερο Τεχνολογικό Ινστιτούτο και με ερευνητική εργασία». Για να ενισχύσουν δε την άποψή τους πως αυτά ήταν αρκετά και πως εύλογα η ΕΔΥ κατέληξε στην κρίση της, επικαλέστηκαν νομολογία αναφορικά με «μεταπτυχιακούς τίτλους φοίτησης ενός έτους στο εξωτερικό». Ειδικά τις υποθέσεις Νεοφύτου κ.α. ν. Γεωργιάδη κ.α. (2004) 3 ΑΑΔ 1, Ανδρούλα Εγγλεζάκη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 541/03, ηερομηνίας 15.3.05, Μαρία Γεωργιάδη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 1147/04, ημερομηνίας 31.1.07 και την Χαράλαμπος Αναστασιάδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ΑΕ3736, ημερομηνίας 3.4.2007 στις οποίες όμως και το σχέδιο υπηρεσίας και τα δεδομένα και το αντικείμενο της συζήτησης ήταν διαφορετικά για να είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι δι΄ αυτών προσδιορίζεται κάποιος κανόνας που θα είχε εφαρμογή για τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης. Εδώ έχουμε συγκεκριμένη απαίτηση για μεταπτυχιακό κατόπιν ενός τουλάχιστον έτους εκπαίδευση στο εξωτερικό και, σε συμφωνία με την εισήγηση των αιτητών, δεν είναι δυνατό να αντιληφθώ πώς κάποιες απροσδιόριστες από την ΕΔΥ επισκέψεις, χωρίς οτιδήποτε άλλο, θα ήταν δυνατό να θεωρηθεί ως εκπαίδευση, μάλιστα, τουλάχιστον ενός έτους. Και περαιτέρω πως αυτό το κενό θα ήταν δυνατό να πληρωθεί με παραπομπή σε δυο επισκέψεις συνολικής διάρκειας το πολύ ενός μηνός, πέρα από το ότι και αυτές δεν προσδιορίζονται από οποιοδήποτε στοιχείο ως εκπαίδευση. Η αιτιολογία της κρίσης της ΕΔΥ όπως εδόθη ή έστω όπως θα μπορούσε να συμπληρωθεί από τα στοιχεία του φακέλου ως ανωτέρω, πάσχει και στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας. …”

 

 

Με το ανωτέρω σκεπτικό ακυρώθηκε ο διορισμός του ενδιαφερόμενου μέρους χωρίς την εξέταση άλλων λόγων, οπότε και ακολούθησε επανεξέταση του θέματος πλήρωσης της θέσης. Κατά τη διεξαχθείσα επανεξέταση, η ΕΔΥ έλαβε υπόψη της λεπτομερείς παραστάσεις τις οποίες είχε υποβάλει προς αυτήν το ενδιαφερόμενο μέρος μέσω επιστολής του, σύμφωνα με τις οποίες, κατά την άποψη και κατά τη δική του ερμηνεία, εκείνο που απαιτούσε το Σχέδιο Υπηρεσίας ήταν εκπαίδευση σε πανεπιστημιακό ίδρυμα του εξωτερικού διάρκειας ενός έτους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι απαιτούσε φυσική παρουσία και φοίτηση στο ίδρυμα. Η ΕΔΥ προσέγγισε το θέμα που ανέκυψε ως ακολούθως, όπως προκύπτει από το τηρηθέν πρακτικό ημερομηνίας 25.11.2008:

 

“… Η Επιτροπή σημείωσε ότι, σύμφωνα με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, «η αιτιολογία της κρίσης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας όπως εδόθη ή έστω όπως θα μπορούσε να συμπληρωθεί από τα στοιχεία του φακέλου ως ανωτέρω, πάσχει και στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας.»

 

      Ενόψει του πιο πάνω, η Επιτροπή προέβη στην εξέταση της πρόνοιας του άρθρου 3Α των περί Αναγνώρισης Διπλωμάτων ή Τίτλων Αναγνωρισμένων Πανεπιστημίων και Άλλων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων του Εξωτερικού Νόμων του 1999 έως 2003 (Νόμο 41(ι) του 1993), σύμφωνα με την οποία: «… τίτλοι σπουδών που είχαν εκδοθεί πριν από την 1.9.2002 και οι οποίοι μέχρι την ημερομηνία αυτή είχαν αναγνωριστεί από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας για σκοπούς πρόσληψης ή προαγωγής των κατόχων των τίτλων αυτών στη δημόσια υπηρεσία και στη δημόσια εκπαιδευτική υπηρεσία, αντίστοιχα, θεωρούνται για τους ίδιους σκοπούς αναγνωρισμένοι και μετά την 1.9.02.

 

      Νοείται ότι για σκοπούς που αναφέρονται πιο πάνω τυγχάνουν της ίδιας μεταχείρισης και όλοι οι κάτοχοι τίτλων όμοιων με αυτούς που ήδη αναγνωρίστηκαν, όπως αναφέρονται στο άρθρο αυτό, ανεξάρτητα αν οι τίτλοι δεν είχαν υποβληθεί στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας και στην Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας μέχρι την 1.9.02, νοουμένου ότι οι σπουδές οδήγησαν στην απόκτησή τους άρχισαν πριν ή κατά την 1.9.02 και νοουμένου ότι οι όμοιοι αυτοί τίτλοι σε κάθε περίπτωση θα αποκτηθούν μέχρι την 31.12.2006.». Σχετικά η Επιτροπή διαπίστωσε ότι σε προηγούμενες διαδικασίες πλήρωσης άλλων διευθυντικών θέσεων του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, όπου υπάρχει ανάλογη πρόνοια σε αντίστοιχα Σχέδια Υπηρεσίας και απόκτηση μεταπτυχιακών προσόντων μετά από μετεκπαίδευση ενός τουλάχιστον έτους στο εξωτερικό, υποψήφιοι που απέκτησαν τέτοια προσόντα με τον ίδιο τρόπο όπως ο Μιχαήλ Ευστάθιος κρίθηκε ότι πληρούσαν την πρόνοια της παραγράφου 3(2) του Σχεδίου Υπηρεσίας των εν λόγω θέσεων. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή επιβεβαίωσε, μετά από έρευνα, ότι υποψήφιος για την πλήρωση της θέσης Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης, κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών που αποκτήθηκε με τον ίδιο τρόπο, κρίθηκε από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας ότι πληρούσε την πρόνοια της παραγράφου 3(2) του Σχεδίου Υπηρεσίας της εν λόγω θέσης και του προσφέρθηκε διορισμός στη θέση αυτή το 2001.

 

      Με βάση τα πιο πάνω, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας κατέληξε ότι ο μεταπτυχιακός τίτλος σπουδών Master of Science που απέκτησε ο Μιχαήλ Ευστάθιος το 1987 από το Πανεπιστήμιο Salford της Αγγλίας εμπίπτει στην πρόνοια του άρθρου 3Α των περί Αναγνώρισης Διπλωμάτων ή Τίτλων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων του Εξωτερικού Νόμων του 1993 έως 2003 (και συγκεκριμένα του Νόμου 41(Ι)/93) και, συνεπώς, στοιχειοθετείται ότι πληροί την πρόνοια της παραγράφου 3(2) του Σχεδίου Υπηρεσίας της εν λόγω θέσης.”

 

Είναι η θέση των αιτητών τώρα ότι, ενώ η καθ΄ ης η αίτηση κατά την επανεξέταση όφειλε να διερευνήσει το εάν υπήρχαν πράγματι ικανοποιητικά στοιχεία που να δικαιολογούσαν την απόληξη της ότι το πτυχίο του ενδιαφερόμενου μέρους είχε κτηθεί κατόπιν ενός τουλάχιστον έτους εκπαίδευσης στο εξωτερικό, δεν έκαμε καμιά διερεύνηση προς αυτή την κατεύθυνση, αγνοώντας τις υποδείξεις του εκδικάσαντος Δικαστηρίου. Αναλώθηκε δε στην ενασχόληση με το άσχετο θέμα του εάν το κατεχόμενο από το ενδιαφερόμενο μέρος πτυχίο ήταν αναγνωρισμένο ή όχι, γεγονός που δεν ενδιέφερε ούτε και αμφισβητείτο.

 

Αντίθετα, τόσο η πλευρά της καθ΄ης η αίτηση, όσο και του ενδιαφερόμενου μέρους στις αγορεύσεις τους προβάλλουν τη θέση ότι,

 

α. Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν μπορεί να ασχοληθεί με θέμα ερμηνείας του Σχεδίου Υπηρεσίας, θέμα το οποίο εμπίπτει στην αρμοδιότητα της ΕΔΥ, και,

 

β. Το εκδικάσαν τις προηγούμενες προσφυγές Δικαστήριο είχε περιοριστεί στο να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση αποκλειστικά για το λόγο της ανεπαρκούς ή ανύπαρκτης αιτιολογίας, η οποία με τη νέα απόφαση αποδίδεται πλήρως.

 

Ως προς το πρώτο σκέλος της θέσης της καθ΄ης η αίτηση και του ενδιαφερόμενου μέρους, τούτο βρίσκει στέρεο έρεισμα στη νομολογία με την οποία επιβεβαιώνεται ότι πράγματι το θέμα της ορθής ερμηνείας προνοιών του Σχεδίου Υπηρεσίας εμπίπτει στην αρμοδιότητα της ΕΔΥ, το δε διοικητικό Δικαστήριο δεν επεμβαίνει δίδοντας τη δική του, διαφορετική ερμηνεία, νοουμένου ότι η δοθείσα από την ΕΔΥ ερμηνεία ήταν εύλογα επιτρεπτή με βάση το λεκτικό του Σχεδίου. [Papapetrou v. The Republic, 2 R.S.C.C. 61, Mytides and another v. The Public Service Commission (1983) 3 B CLR 1096].

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση όμως, ασχολούμενο με αυτό το θέμα το οποίο προέκυψε σχετικά με την κατοχή προσόντος το οποίο απαιτείτο από το Σχέδιο Υπηρεσίας από μέρους του ενδιαφερόμενου μέρους, το Δικαστήριο δεν ασχολείται με το θέμα της ορθής ερμηνείας του Σχεδίου Υπηρεσίας, παρά μόνο ασκεί το καθήκον το οποίο έχει, να βεβαιωθεί ότι δεν έχει παραβιασθεί το δεδικασμένο που δημιουργήθηκε με την προηγηθείσα δικαστική απόφαση και ότι προς συμμόρφωση με το δεδικασμένο, η ΕΔΥ επανεξέτασε εκείνα που όφειλε και μόνο εκείνα.

 

Ως προς το δεύτερο σκέλος της θέσης της καθ΄ης η αίτηση και του ενδιαφερομένου μέρους, παρατηρώ ότι από τη μελέτη του τι ήταν που απασχόλησε την ΕΔΥ κατά την  επανεξέταση και του σκεπτικού της κατάληξής της, όπως αυτά καταγράφηκαν στο απόσπασμα από το πρακτικό συνεδρίας της που παρατέθηκε προηγουμένως, διαπιστώνεται μια σαφής παραβίαση του δεδικασμένου και πεπλανημένη αντίκρυση των σημείων που θα έπρεπε να τύχουν επανεξέτασης.

 

Όπως ορθά υπέδειξε και ο συνήγορος των αιτητών, εσφαλμένα ήταν που η ΕΔΥ απομόνωσε από τη δικαστική απόφαση το καταληκτικό εύρημα του Δικαστηρίου περί πάσχουσας απόφασης λόγω έλλειψης αιτιολογίας και απλά ήρθε κατά την επανεξέταση να προσθέσει αιτιολογία η οποία ήταν άσχετη με τους λόγους οι οποίοι είχαν δοθεί από το Δικαστήριο, για τους οποίους έκρινε ότι πτυχές της απόφασης εστερούντο αιτιολογίας. Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 59(2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/2009:

 

“… (2) Κατά την επανεξέταση, η διοίκηση δεσμεύεται από το διατακτικό της δικαστικής απόφασης και από τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου για την ύπαρξη ορισμένων νομικών και πραγματικών καταστάσεων που υφίσταντο κατά το χρόνο της έκδοσης της πράξης στις οποίες στηρίχτηκε το διατακτικό της απόφασης.”

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση, είναι φανερό ότι η ΕΔΥ, κατά την προηγηθείσα διαδικασία, είχε ερμηνεύσει το Σχέδιο ότι απαιτούσε μεταπτυχιακό προσόν “που αποκτήθηκε με φοίτηση στο εξωτερικό”, όπως η ίδια ανέφερε, και ότι το ενδιαφερόμενο μέρος ικανοποιούσε αυτή την προϋπόθεση “λόγω των κατά καιρούς επισκέψεων του στο εν λόγω Πανεπιστήμιο”. Ήταν δε ακριβώς αυτή η αιτιολογία της ΕΔΥ η οποία κρίθηκε από το Δικαστήριο ως πάσχουσα. Όπως εξειδίκευσε το Δικαστήριο στην απόφασή του, “δεν είναι δυνατό να αντιληφθώ πώς κάποιες, απροσδιόριστες από την ΕΔΥ, επισκέψεις χωρίς οτιδήποτε άλλο, θα ήταν δυνατό να θεωρηθεί ως εκπαίδευση, μάλιστα τουλάχιστον ενός έτους.”

 

Αυτή ήταν η αιτιολογία της ΕΔΥ που κρίθηκε από το Δικαστήριο ως πάσχουσα και γι΄ αυτό ήταν που ακυρώθηκε η κρίση της ότι το ενδιαφερόμενο μέρος ικανοποιούσε την απαίτηση του Σχεδίου Υπηρεσίας για απόκτηση του προσόντος, κατόπιν ενός τουλάχιστον έτους εκπαίδευσης στο εξωτερικό. Επομένως, το ζητούμενο κατά την επανεξέταση δεν ήταν απλά να δοθεί ή να εξευρεθεί μια κάποια αιτιολογία ως προς το γενικότερο θέμα του γιατί θα έπρεπε το ενδιαφερόμενο μέρος να θεωρηθεί ως προσοντούχος. Το ζητούμενο, το οποίο συνδεόταν άρρηκτα με το λόγο ακύρωσης, ήταν να αιτιολογήσει η ΕΔΥ την κρίση της ότι με το να μεταβαίνει στο εξωτερικό σε κάποιες απροσδιόριστες επισκέψεις ένα άτομο, αυτό ικανοποιούσε την απαίτηση του  Σχεδίου Υπηρεσίας. Αντ΄ αυτού όμως, φαίνεται ότι η ΕΔΥ προσέγγισε το θέμα από μια άλλη, άσχετη σκοπιά, αυτή της νομικής αναγνώρισης του πτυχίου του ενδιαφερόμενου μέρους και της μεταχείρισης της οποίας έτυχαν άλλοι υπάλληλοι σε άλλες περιπτώσεις, ως προς το διορισμό τους σε άλλες θέσεις με βάση προσόν το οποίο αποκτήθηκε με τον ίδιο τρόπο, όπως τον τρόπο με τον οποίο το απέκτησε το ενδιαφερόμενο μέρος. Έκρινε δε ότι, εφόσον άλλοι υπάλληλοι διορίστηκαν σε ανάλογες διευθυντικές θέσεις με απαίτηση στο Σχέδιο Υπηρεσίας των θέσεων εκείνων, ίδια όπως την υπό εξέταση και με πτυχίο αποκτηθέν με τον ίδιο τρόπο, τότε και το ενδιαφερόμενο μέρος θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι πληρούσε την απαίτηση του Σχεδίου Υπηρεσίας.

 

Όμως, το θέμα το οποίο θα έπρεπε να εξετάσει η ΕΔΥ δεν είχε καμιά σχέση με την αναγνώριση του πτυχίου του ενδιαφερόμενου μέρους ώστε να ανατρέξει στις πρόνοιες του περί Αναγνώρισης Διπλωμάτων ή Τίτλων κλπ. Νόμου αρ. 41(Ι)/1993, ούτε και ο σκοπός ήταν να τύχει το ενδιαφερόμενο μέρος μεταχείρισης ίσης ή ίδιας με άλλους υπαλλήλους σε άλλες περιπτώσεις. Το τι έγινε και γιατί έγινε σε άλλες περιπτώσεις, όπου προφανώς δεν ηγέρθηκε θέμα τρόπου απόκτησης πτυχίου ή δεν τέθηκε και αποφασίστηκε κατά τον ένα ή άλλο τρόπο, δεν ενδιέφερε εδώ. Κατά την επανεξέταση, η ΕΔΥ, παρά τη φιλότιμη ίσως προσπάθειά της να μη μεταχειρισθεί άνισα ένα λειτουργό σε σχέση με άλλους σε άλλες περιπτώσεις, όφειλε όπως περιοριστεί στο να αιτιολογήσει το γιατί κατά την προηγούμενη κρίση της κατέληξε στο ότι μερικές, απροσδιόριστες επισκέψεις ισοδυναμούσαν με εκπαίδευση ενός έτους στο εξωτερικό και αν δεν μπορούσε να το πράξει, θα έπρεπε να διαφοροποιήσει την κρίση της.

 

Διαπιστώνεται, εν προκειμένω, παραβίαση του δεδικασμένου και στις δύο προσφυγές και ο βασικός λόγος ακύρωσης ευσταθεί.

 

Άλλοι λόγοι ακύρωσης δεν μπορούν να εξετασθούν αφού προϋποθέτουν ότι το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν πλήρως προσοντούχος υποψήφιος υποστάς σύγκριση και αξιολόγηση με τους αιτητές.

 

Και οι δύο προσφυγές επιτυγχάνουν και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρούται, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

 

Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ των δύο αιτητών και εναντίον της καθ΄ης η αίτηση στις αντίστοιχες προσφυγές, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

   K. Κληρίδης,

                                                                          Δ.

 

 

 

/ΧΤΘ                

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο