ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1515/2008)

 

10 Αυγούστου, 2012

 

[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ  ΜΕ  ΤΟ  ΑΡΘΡΟ  146  ΤΟΥ  ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΘΕΑΝΩ  ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ-ΜΑΥΡΟΜΟΥΣΤΑΚΗ,

Αιτήτρια,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ  ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,  ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ  ΔΗΜΟΣΙΑΣ  ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ’ ων η Αίτηση.

________________________

 

Θάλεια Ραφτοπούλου (κα), για Αλέκο Ευαγγέλου, για την Αιτήτρια.

Γιώργος Σεραφείμ, για τους Καθ’ ων η Αίτηση.

Νάταλη Παρτασίδου (κα), για ΄Αντη Τριανταφυλλίδη, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη.

________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Η προαγωγή της Μαρίνας Σπηλιωτοπούλου και του Κυριάκου Σταυρινού, (τα «ενδιαφερόμενα μέρη»), στη θέση Ανώτερου Δικηγόρου της Δημοκρατίας, Νομική Υπηρεσία, είχε ως αποτέλεσμα την καταχώριση από την αιτήτρια της παρούσας προσφυγής. 

 

Η θέση Ανώτερου Δικηγόρου της Δημοκρατίας, σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας, είναι θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, η δε πλήρωσή της διέπεται από το ΄Αρθρο 34 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, (Ν. 1/90), (όπως τροποποιήθηκε), (ο «Νόμος»).  Μετά τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, υποβλήθηκαν έντεκα αιτήσεις ενδιαφερομένων, οι οποίες διαβιβάστηκαν στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, (ο «Γενικός Εισαγγελέας»), ως Πρόεδρο της αρμόδιας Συμβουλευτικής Επιτροπής, η οποία, αφού τις εξέτασε, υπέβαλε τους υποψηφίους σε προφορική εξέταση στις 17/3/2008 και, στη συνέχεια, σε νέα συνεδρία της στις 20/3/2008, αξιολόγησε την απόδοσή τους.  Χαρακτήρισε, αιτιολογώντας τις κρίσεις της: την αιτήτρια «πολύ καλή», τη Μ. Σπηλιωτοπούλου «πάρα πολύ καλή» και τον Κ. Σταυρινό «εξαίρετο».  Ακολούθως, αφού μελέτησε  τα στοιχεία των φακέλων, διαπίστωσε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος Μ. Σπηλιωτοπούλου και η αιτήτρια κατείχαν το πλεονέκτημα του Σχεδίου Υπηρεσίας - («Μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν στα νομικά»).  Τέλος, αφού έλαβε υπόψη της την αξία, τα προσόντα, την αρχαιότητα, το πλεονέκτημα, καθώς και την απόδοση στην προφορική εξέταση, σύστησε στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, (η «Ε.Δ.Υ.»), ως καταλληλότερους για προαγωγή, οκτώ υποψηφίους, μεταξύ των οποίων την αιτήτρια και τα ενδιαφερόμενα μέρη.  Κατά την τελική αξιολόγησή της, η οποία προέκυψε μετά από συνεκτίμηση όλων των νομίμων κριτηρίων, κρίθηκαν: τα ενδιαφερόμενα μέρη «εξαίρετα» και η αιτήτρια «πάρα πολύ καλή». 

 

Η Ε.Δ.Υ., σε συνεδρίασή της στις 22/4/2008, αφού μελέτησε τα πορίσματα της Συμβουλευτικής Επιτροπής, κάλεσε τους συστηθέντες σε προφορική εξέταση, η οποία έγινε στις 10/6/2008, στην παρουσία του Γενικού Εισαγγελέα.  Η απόδοση των υποψηφίων αξιολογήθηκε, αρχικά, από αυτόν, ο οποίος χαρακτήρισε τα μέρη «πάρα πολύ καλά» και σύστησε για προαγωγή το ενδιαφερόμενο μέρος Κ. Σταυρινό και ακόμη έναν υποψήφιο, ο οποίος δεν είναι διάδικος.  Μετά την αποχώρησή του, η Ε.Δ.Υ., υπό το φως και των κρίσεών του, αξιολόγησε, αιτιολογώντας το σκεπτικό της, ομόφωνα, τη Μ. Σπηλιωτοπούλου «πάρα πολύ καλή» και, κατά πλειοψηφία, τον Κ. Σταυρινό «πάρα πολύ καλό» και την αιτήτρια «πολύ καλή».  Στη συνέχεια, προέβη σε γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων.  Αφού έλαβε υπόψη της την ΄Εκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, τα προσόντα των υποψηφίων, τα στοιχεία των φακέλων, τη σύσταση του Γενικού Εισαγγελέα και την απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση, αποφάσισε, κατά πλειοψηφία, την προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους Κ. Σταυρινού και, ομόφωνα, την προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους Μ. Σπηλιωτοπούλου, κατ’  απόκλιση της σύστασης.  Αιτιολογώντας την απόφασή της, σημείωσε ότι αποφάσισε να επιλέξει το ενδιαφερόμενο μέρος Μ. Σπηλιωτοπούλου, που κατείχε διδακτορικό δίπλωμα, αντί την αιτήτρια, που κατείχε Master of Laws, επειδή η επιλεγείσα υπερτερούσε στην τελική αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και στην προφορική εξέταση ενώπιόν της, παρόλο που, από άποψη βαθμολογημένης αξίας, βρισκόταν στο ίδιο επίπεδο και υστερούσε σε αρχαιότητα κατά ένα, περίπου, χρόνο στην κατεχόμενη θέση.  Επίσης, η γενική υπεροχή της δεν μπορούσε να παραγνωριστεί, λαμβανομένου υπόψη και του ότι η θέση είναι Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής και βρίσκεται ψηλά στην ιεραρχία. 

 

Επιλέγοντας το ενδιαφερόμενο μέρος Κ. Σταυρινό  αντί της αιτήτριας, η Ε.Δ.Υ. σημείωσε ότι ο επιλεγείς αξιολογήθηκε σε ψηλότερο επίπεδο κατά την τελική αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και κατά την προφορική συνέντευξη ενώπιόν της, ήταν «περίπου ίσος» με αυτή στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις των τελευταίων χρόνων, στις οποίες δόθηκε ιδιαίτερη βαρύτητα και, επιπρόσθετα, διέθετε τη σύσταση του Γενικού Εισαγγελέα.  Αναφερόμενη στην εκ μέρους της αιτήτριας κατοχή του πλεονεκτήματος, σημείωσε ότι αυτό, από μόνο του, δεν μπορούσε να υπερισχύσει της γενικής υπεροχής του επιλεγέντος και, επιπρόσθετα, σύμφωνα με τη νομολογία, η προφορική εξέταση έχει ιδιαίτερη βαρύτητα σε θέσεις Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, η δε κατοχή του πλεονεκτήματος δεν καθορίζει, αφ’ εαυτής και εκ των προτέρων, τον καταλληλότερο υποψήφιο.

 

Η αιτήτρια, για ακύρωση της πιο πάνω απόφασης, προβάλλει ότι πάσχει η σύνθεση της Ε.Δ.Υ., υπάρχει εκ των υστέρων παράτυπη διόρθωση των πρακτικών της, πλάνη περί τα πράγματα, παράβαση της αρχής της καλής πίστης και αντιφατική συμπεριφορά, άκυρη σύσταση του Γενικού Εισαγγελέα και, τέλος, έλλειψη αιτιολογίας.  Υποστηρίζει ότι δεν προκύπτει νομότυπη πρόσκληση των μελών της Ε.Δ.Υ. στις συνεδρίες της - (βλ. ΄Αρθρο 21(3) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, (Ν. 158(Ι)/99) - και, ιδιαίτερα, του μέλους Α. Κενεβέζου, ο οποίος, στα πρακτικά των συνεδριάσεών της στις 22/4/2008 και 10/6/2008, σημειώνεται «απών».  Επιπρόσθετα, ισχυρίζεται ότι υπάρχει αντίφαση στα πρακτικά της συνεδρίας της 10/6/2008.  Ενώ, στην αρχική σελίδα, το μέλος Α. Κενεβέζος αναφέρεται ως «απών», (λόγω ασθενείας), στη συνέχεια, στις σελίδες 68Γ και 68Η, το όνομα του περιλαμβάνεται στα μέλη της πλειοψηφίας της Ε.Δ.Υ. που αξιολόγησαν την απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις και έλαβαν την προσβαλλόμενη απόφαση.  Επίσης, για το ίδιο ζήτημα, αναφέρει ότι τα πρακτικά της συγκεκριμένης συνεδρίας που επισυνάφθηκαν ως Παράρτημα στην ένσταση των καθ’ ων η αίτηση είναι διαφορετικά από αυτά που υπάρχουν στο φάκελο της Ε.Δ.Υ.  Συγκεκριμένα, στα πρακτικά του φακέλου της Ε.Δ.Υ. το όνομα του μέλους Α. Κενεβέζου απουσιάζει από τη σελίδα 68Γ.

 

 Οι καθ’ ων η αίτηση παρουσίασαν επιστολή ημερομηνίας 17/12/2008, προς το Γενικό Εισαγγελέα, η οποία υπογράφεται από κάποιο λειτουργό εκ μέρους του Προέδρου της Ε.Δ.Υ., με το εξής περιεχόμενο:-

 

«Σε συνέχεια της επιστολής μας με τον ίδιο αριθμό φακέλου και ημερομηνία 30.10.2008, με την οποία σας αποστείλαμε ΄Εκθεση Γεγονότων της πιο πάνω Προσφυγής, παρακαλώ όπως στο παράρτημα 7, στο οποίο επισυνάπτονται τα πρακτικά της συνεδρίας της Επιτροπής με ημερομηνία 10.6.2008, αντικατασταθεί η τρίτη σελίδα με την συνημμένη, δεδομένου ότι, από δακτυλογραφικό λάθος, φαίνεται ότι συμμετείχε και το μέλος κ. Α. Κενεβέζος, ο οποίος όμως απουσίαζε από τη συνεδρία κατά την συγκεκριμένη ημερομηνία.  Εξάλλου είναι πρόδηλο ότι, ο κ. Α. Κενεβέζος απουσίαζε από την εν λόγω συνεδρία, αφού αυτό αναφέρεται και στο απόσπασμα των πρακτικών της συνεδρίας της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας με ημερομηνία 10.6.2008 (Παράρτημα 7 - πρώτη σελίδα), καθώς και στο Παράρτημα 8 όπου, στον κατάλογο υποψηφίων για προφορική εξέταση, ο Γραμματέας της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, σημειώνοντας τα ονόματα της πλειοψηφίας, δεν αναφέρει οπουδήποτε το όνομα του       κ. Α. Κενεβέζου.»

 

 

 

Στα συνημμένα στην πιο πάνω επιστολή πρακτικά της 10/6/2008 - (η σελίδα δεν είναι αριθμημένη αλλά αντιστοιχεί στη σελ. 68Γ του Παραρτήματος 7 της ένστασης) - στις αξιολογήσεις της πλειοψηφίας της Ε.Δ.Υ. δεν υπάρχει το όνομα του κ. Α. Κενεβέζου.

 

Ενόψει των πιο πάνω, η αιτήτρια εισηγείται ότι έγινε εκ των υστέρων καταχώριση εγγράφων, προς διόρθωση των πρακτικών, γεγονός ανεπίτρεπτο.  Πρόκειται, υποβάλλει, για προσαγωγή μαρτυρίας προς διόρθωση, κατ’ ισχυρισμόν, δακτυλογραφικού λάθους, χωρίς να έχει προηγηθεί η απαραίτητη προς τούτο άδεια του Δικαστηρίου. 

 

Σύμφωνα με το ΄Αρθρο 7 του Νόμου, ο Πρόεδρος και τα μέλη της Ε.Δ.Υ. υπηρετούν με πλήρη απασχόληση και υπόκεινται στο ωράριο εργασίας των δημοσίων υπαλλήλων.  Το ΄Αρθρο 9 του Νόμου προβλέπει ότι στον Πρόεδρο και τα μέλη της Ε.Δ.Υ. μπορεί να χορηγείται άδεια απουσίας, αναρρωτική άδεια και άλλα ωφελήματα.  Σύμφωνα δε με το ΄Αρθρο 10 του Νόμου, ο Πρόεδρος της Ε.Δ.Υ. συγκαλεί τις συνεδρίες της, καταρτίζει την ημερήσια διάταξή τους και φροντίζει όπως αυτή κοινοποιηθεί σε κάθε μέλος της, εικοσιτέσσερις, τουλάχιστον, ώρες πριν τη συνεδρίαση.

 

Θεωρώ, ενόψει των πιο πάνω, ότι δεν ήταν απαραίτητη η κοινοποίηση χωριστής πρόσκλησης για τη συγκεκριμένη συνεδρία, ούτε καταδείχθηκε ότι το μέλος Α. Κενεβέζος δε γνώριζε τα των ημερησίων διατάξεων που αφορούσαν στις συνεδρίες για τις υπό αμφισβήτηση προαγωγές.  Ευσταθεί, όμως, ο λόγος ακυρότητας σε σχέση με τα πρακτικά της διαδικασίας.  Στο ΄Αρθρο 11 του Νόμου προβλέπεται:-

 

«(3)  Τηρούνται συνοπτικά πρακτικά των εργασιών κάθε συνεδρίας.  Κάθε μέλος που είναι παρόν στη συνεδρία μπορεί να ζητήσει όπως οι απόψεις τους, οι οποίες είναι ουσιώδεις για τη λήψη κάποιας απόφασης, καταχωριστούν στα πρακτικά.

 

(4)   Αντίγραφο των πρακτικών διανέμεται το γρηγορότερα στα Μέλη.  Οποιαδήποτε παρατήρηση πάνω στα πρακτικά που έχουν διανεμηθεί υποβάλλεται γραπτώς στον Πρόεδρο μέσα σε σαράντα οκτώ ώρες από τη διανομή τους και λαμβάνεται απόφαση πάνω σ’ αυτή κατά την επόμενη συνεδρία, οπότε και επικυρώνονται τα πρακτικά.  Αν δε γίνει οποιαδήποτε τέτοια παρατήρηση μέσα στο χρονικό διάστημα που προαναφέρθηκε, τα πρακτικά θεωρείται ότι επικυρώθηκαν.

 

(5)  Τα πρακτικά υπογράφονται, όταν επικυρωθούν από τον Πρόεδρο της συνεδρίασης και τηρούνται σε ειδικό βιβλίο ή φάκελο πρακτικών.

 

(6)  Τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού, η Επιτροπή μπορεί να ρυθμίσει την εσωτερική της λειτουργία.»

 

 

 

Το ζήτημα των πρακτικών ρυθμίζεται, επίσης, από το ΄Αρθρο 24 του Ν. 158(Ι)/99, το οποίο, μεταξύ άλλων, προβλέπει ότι:-

 

«24. - (1)  Πρέπει να τηρούνται λεπτομερή πρακτικά των συνεδριάσεων των συλλογικών οργάνων, στα οποία να διατυπώνονται με σαφήνεια οι αποφάσεις που λαμβάνονται.  Η τήρηση άρτιων πρακτικών είναι υποχρέωση κάθε οργάνου που ασκεί διοικητική λειτουργία.»

 

 

 

Εξετάζοντας τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, διαπιστώνονται τα εξής:-

 

Ο κ. Α. Κενεβέζος, στις συνεδρίες της Ε.Δ.Υ. στις 22/4/2008 και στις 10/6/2008, καταγράφεται ως «απών».  Τα πρακτικά και των δύο αυτών συνεδριών περιλαμβάνονται στα Παραρτήματα της ένστασης, η οποία καταχωρήθηκε στις 4/12/2008.  Το Παράρτημα 7 αυτής αφορά στη συνεδρία της 10/6/2008, στην οποία έγιναν οι προφορικές συνεντεύξεις, η αξιολόγηση των υποψηφίων σ’ αυτές και λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.  Το συγκεκριμένο πρακτικό, ενώ στην πρώτη σελίδα, αναφέρει ως απόντα τον κ. Α. Κενεβέζο, στη συνέχεια, τον εμφανίζει να λαμβάνει μέρος στην αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων στις συνεντεύξεις και στην επιλογή του ενδιαφερομένου μέρους Κ. Σταυρινού.  Οι ανυπόγραφες σημειώσεις βαθμολογιών των συνεντεύξεων - Παράρτημα 8 της ένστασης - δε βοηθούν στην άρση των αμφιβολιών που δημιουργεί η εικόνα του πρακτικού που προαναφέρθηκε.  Η επιστολή - (Παράρτημα 1 στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου των καθ’ ων η αίτηση) - με την οποία η κ. Αφρ. Χριστοδούλου, που υπογράφει για τον Πρόεδρο της Ε.Δ.Υ., ζητά από το Γενικό Εισαγγελέα, επικαλούμενη δακτυλογραφικό λάθος, την αντικατάσταση της τρίτης σελίδας των πρακτικών της Ε.Δ.Υ. ημερομηνίας 10/6/2008, δηλαδή της σελίδας που εμφανίζεται αριθμημένη ως 68Γ στο Παράρτημα 7, με άλλη σελίδα, χωρίς αρίθμηση, στην οποία το όνομα του κ. Α. Κενεβέζου δεν αναγράφεται στο στάδιο αξιολόγησης των υποψηφίων στις συνεντεύξεις, φέρει ημερομηνία 17/12/2008, δηλαδή, έξι και πλέον μήνες μετά την εν λόγω συνεδρία.  Αντίγραφο αυτής της επιστολής βρίσκεται τόσο στο φάκελο της Ε.Δ.Υ. όσο και στους Προσωπικούς Φακέλους των μερών, στους οποίους διαπιστώνεται ότι έχει γίνει διαγραφή, με το χέρι, της σελ. 68Γ και προσθήκη νέας διορθωμένης σελίδας, αντίστοιχης της σελ. 68Η του Παραρτήματος 7 της ένστασης, από την οποία έχει αφαιρεθεί το όνομα του κ. Α. Κενεβέζου.  Από τα πιο πάνω, φαίνεται ότι έγινε προσπάθεια διόρθωσης των πρακτικών, χωρίς να τηρηθούν οι νόμιμες διαδικασίες. 

 

Στο ΄Αρθρο 11 του Νόμου, προβλέπεται ότι ο Πρόεδρος της Ε.Δ.Υ. είναι ο αρμόδιος για την υπογραφή και την επικύρωση των πρακτικών.  Καθορίζεται, επίσης, σύντομο χρονικό διάστημα για την υποβολή οποιασδήποτε παρατήρησης από τα μέλη επί των πρακτικών, πριν την επικύρωσή τους από τον Πρόεδρο.  Θεωρώ ότι, σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, όταν εντοπίζεται λάθος, που άπτεται της νομιμότητας της σύνθεσης της Ε.Δ.Υ., αυτό θα πρέπει να αντιμετωπίζεται σε σύντομο χρόνο, πριν από την επικύρωση τους και να υπογράφεται αρμοδίως, προτού καταχωρηθεί στους φακέλους.

 

Στη Σάββα ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1990) 3 Α.Α.Δ. 801, αναφέρεται ότι τα πρακτικά μιας συνεδρίας αντικατοπτρίζουν την πραγματική εικόνα του περιεχομένου της, όταν αυτά επικυρωθούν από ένα Συμβούλιο και υπογραφούν από το πρόσωπο που είναι εξουσιοδοτημένο για το σκοπό αυτό.  Στη δε Ioannou ν. Water Board Limassol (1984) 3 C.L.R. 728, σε σχέση με το ίδιο ζήτημα, αναφέρθηκε ότι τα πρακτικά πρέπει να μιλούν για τα μέλη του συλλογικού οργάνου και όχι τα μέλη του συλλογικού οργάνου για τα πρακτικά.

 

 Στην παρούσα περίπτωση, καταλήγω ότι ο τρόπος με τον οποίο επιχειρήθηκε η διόρθωση των πρακτικών αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης της ορθότητας της διαδικασίας που ακολουθήθηκε και, κατ’ επέκταση, κλονίζει το τεκμήριο νομιμότητας της σύνθεσης της Ε.Δ.Υ. κατά τη συνεδρία της 10/6/2008. 

 

Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης, δε χρειάζεται η εξέταση των υπολοίπων λόγων ακυρότητας που προβάλλονται.

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα υπέρ της αιτήτριας, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, σύμφωνα με το ΄Αρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.

 

 

                                                                            Ε. Παπαδοπούλου,

                                                                                         Δ.

/ΕΘ, ΜΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο