ECLI:CY:AD:2016:D382

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                              ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 201/2012

 

28 Ιουλίου, 2016

                                                                                               

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΕΛΕΝΗ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ,

                                                                                         Aιτήτρια,

                                                     

-ΚΑΙ-

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

  1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΥΓΕΙΑΣ,
  2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΥΓΕΙΑΣ,

                                                                           Καθ’ ων η αίτηση.

----------------------

 

 

Θεογνωσία Κουσπή (κα), για την Αιτήτρια.

Ζωή Κυριακίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

----------------------

 

A Π Ο Φ Α Σ Η

 

      Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:- H αιτήτρια αμφισβητεί την νομιμότητα της απόφασης του Υπουργείου Υγείας να απορρίψει, μετά από αναθεώρηση, αίτημα της για κάλυψη εξόδων θεραπείας της στο εξωτερικό, βάσει του άρθρου 9 του Σχεδίου Παροχής Οικονομικής Αρωγής για Υπηρεσίες που δεν προσφέρονται στο Δημόσιο Τομέα (εφεξής «το Σχέδιο»).

 

Σύμφωνα με τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα της υπόθεσης, στις 17.9.2010 υπεβλήθη για πρώτη φορά αίτημα για εκ των υστέρων κάλυψη εξόδων της αιτήτριας για αποθεραπεία, χειρουργεία και νοσοκομειακή περίθαλψη.  Η αίτηση της συνοδευόταν από ιατρικά πιστοποιητικά, σύμφωνα με τα οποία η αιτήτρια έπασχε από καρκίνο στο έντερο με ταυτόχρονη μετάσταση στο ήπαρ με αποτέλεσμα να μεταβεί στο Λονδίνο όπου χειρουργήθηκε στις 21.8.2010 από τον Professor Meirion Thomas στο Royal Mardsen Hospital. Της συνεστήθη εντατική χημειοθεραπεία μετά από 4-6 εβδομάδες ώστε να καταστεί δυνατή και η χειρουργική επέμβαση στο ήπαρ.

 

Οι Επιτροπές Ειδικών Χειρουργικής και Ογκολογίας με αντίστοιχες εκθέσεις τους ημερομηνίας 14.10.2010 και 19.10.2010 εισηγήθηκαν στην αρμόδια αρχή τη μη ικανοποίηση του αιτήματος, καθότι η επέμβαση για καρκίνο εντέρου γίνεται σε όλα τα κρατικά νοσηλευτήρια, ενώ για τυχόν μελλοντική επέμβαση στο ήπαρ θα επανεξεταστεί το αίτημα.  Η δε εξέταση PET-CT δεν είχε ένδειξη προεγχειρητικά, καθότι η αιτήτρια  παρουσίαζε ήδη μεταστατική νόσο.  Αφού μελέτησε τις εισηγήσεις των Επιτροπών Ειδικών, η αρμόδια αρχή απέρριψε το αίτημα της αιτήτριας και την ενημέρωσε με επιστολή ημερομηνίας 8.11.2010 ότι το αίτημα της δεν ήταν δυνατό να ικανοποιηθεί.  Στις 14.1.2011 λήφθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση επιστολή του θεράποντα ιατρού της αιτήτριας,  Δρα. Παπαμιχαήλ, ογκολόγου στο Ογκολογικό Κέντρο της Τράπεζας Κύπρου, όπου η αιτήτρια είχε υποβληθεί σε χημειοθεραπείες, με την οποία εισηγείτο την επιδότηση της αιτήτριας για θεραπεία στο εξωτερικό και συγκεκριμένα για διενέργεια επέμβασης στο ήπαρ.

 

Το αίτημα διαβιβάστηκε στην Επιτροπή Ειδικών Χειρουργικής, η οποία με έκθεση της ημερομηνίας 2.2.2011 εισηγήθηκε την μη ικανοποίηση του αιτήματος για ηπατεκτομή με δευτεροπαθείς μεταστάσεις, καθότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις του Σχεδίου επειδή η επέμβαση γίνεται στα κρατικά νοσηλευτήρια.  Στις 4.2.2011 στάλθηκε στο Υπουργείο Υγείας η ιατρική έκθεση του Άγγλου ιατρού Δρ. Mudan με την οποία εισηγείτο συγκεκριμένο πλάνο θεραπείας της αιτήτριας και ζητούσε όπως αυτή επισκεφθεί το Λονδίνο προκειμένου να διενεργηθεί PET Scan και  MRI για να ακολουθήσει η τελική εκτίμηση για το ήπαρ.

 

Η ιατρική έκθεση του Δρα Mudan διαβιβάστηκε στην Επιτροπή Ειδικών Χειρουργικής η οποία στις 10.2.2011 εισηγήθηκε την έγκριση της αιτήτριας για μετάβαση στο εξωτερικό για PΕΤ Scan, ενώ η Επιτροπή Ογκολογίας στις 16.2.2011, μελετώντας την περίπτωση, αποφάσισε την διενέργεια MRI στην Κύπρο ώστε αναλόγως των αποτελεσμάτων να τοποθετηθεί υπέρ ή εναντίον του αιτήματος. Στις 16.2.2011 παραδόθηκε επιστολή του Δρα Mudan στους καθ’ ων η αίτηση, σύμφωνα με την  οποία η αιτήτρια θα αξιολογείτο στις 21.2. 2011, ενώ η χειρουργική επέμβαση ήταν προγραμματισμένη στις 23.2.2011. Η Επιτροπή Ειδικών, αφού κλήθηκε από την αρμόδια αρχή να δώσει διευκρινήσεις ως προς την κάλυψη εξόδων για την χειρουργική επέμβαση, απάντησε στις 24.2.2011, δηλαδή μετά την διενέργεια της επέμβασης, ως εξής:

 

«Η Επιτροπή Ειδικών Χειρουργικής, αφού μελέτησε την περίπτωση του ανωτέρω ασθενή και σύμφωνα με τους κανονισμούς, σας ενημερώνει ότι όσον αφορά τη διενέργεια PET SCAN δόθηκε έγκριση στις 10.2.2011 από εμάς.

 

Αναφορικά με το RFA ή ηπατεκτομή, δηλώνουμε ότι αυτά γίνονται στο Γ.Ν. Λευκωσίας, όπως γνωμάτευση ημερομηνίας 2.2.2011.»

 

Στις 17.2.2011 η αιτήτρια έστειλε επιστολή στον Υπουργό Υγείας με την οποία ζητούσε την παρέμβαση του προς πραγματοποίηση της επέμβασης, καθότι είχε ήδη λάβει αρνητική απάντηση από το Υπουργείο - με το οποίο επικοινώνησε επανειλημμένα - παρά το γεγονός ότι «…… είχαν αρχικά υποσχεθεί ότι η υπόθεση στο συκώτι θα αντικριζόταν ευνοϊκά».  Η αρμόδια αρχή αποφάσισε τη μη έγκριση του αιτήματος και κοινοποίησε την απόφαση της με επιστολή ημερομηνίας 8.3.2011, η οποία δόθηκε στην οικογένεια της αιτήτριας, ότι το αίτημα δεν μπορούσε να τύχει θετικής ανταπόκρισης καθότι η επέμβαση για RFA/ηπατεκτομή, σύμφωνα με την Επιτροπή Ειδικών Χειρουργικής, η οποία μελέτησε την περίπτωση, γίνεται στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας.

 

 Στις 20.3.2011 η αιτήτρια έστειλε επιστολή για αναθεώρηση της απόρριψης, ενόψει επιστολής του Δρα Παπαμιχήλ ημερομηνίας 17.3.2011 και ιατρικής έκθεσης του Δρα Mudan ημερομηνίας 22.2.2011 (ερυθρά 42 και 41 στο διοικητικό φάκελο Τεκμήριο Ι), οι οποίες έκαναν λόγο για πολύπλοκη χειρουργική επέμβαση ηπατεκτομής η οποία έπρεπε να γίνει σε εξειδικευμένο κέντρο του εξωτερικού, όπως και έγινε.  Επίσης, στις 21.3.2011 υποβλήθηκε επιστολή ένστασης εκ μέρους της αιτήτριας, στην οποία ανέφερε, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

 

 

«2.     Στις 21/8/2010 λόγω επιδείνωσης της κατάστασης της μετέβηκε στο Λονδίνο όπου και υπεβλήθηκε σε εγχείρηση αφαίρεσης όγκου στο έντερο με ταυτόχρονη μετάσταση στο συκώτι, από τον Professor JM Thomas και ομάδας Ιατρών του Royal Marsden Hospital στο Λονδίνο.  Η ηπατεκτομή δεν πραγματοποιήθηκε λόγω επιπλοκών.  Μετά την επιστροφή της στην Κύπρο υπεβλήθηκε σε εντατική χημειοθεραπεία στο Ογκολογικό Κέντρο της Τράπεζας Κύπρου υπό την φροντίδα του θεράποντος Ιατρού της Δρ Παπάμιχαηλ (επισυνάπτεται σχετική επιστολή).

 

3.      Η εγχείρηση ηπατεκτομής έπρεπε να γίνει σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα δηλ. αμέσως μετά το πέρας του κύκλου της χημειοθεραπείας της οπότε κατόπιν συνεννόησης του θεράποντος Ιατρού της Δρ. Παπάμιχαηλ με τους Ιατρούς του Royal Marsden Hospital αναχώρησε για Λονδίνο όπου η εγχείρηση είχε οριστεί για 23/2/2011 από τον Mr Satvinder Mudan of Royal Marsden Hospital. (επισυνάπτεται σχετική επιστολή)

 

 

Για τις πιο πάνω επεμβάσεις είχαμε έγκαιρα αποταθεί στο Υπουργείο σας με όλα τα σχετικά και έχουμε λάβει και στις δύο περιπτώσεις αρνητική απάντηση. Παρακαλώ όπως μετά τις πιο πάνω επεξηγήσεις επανεξετάσετε το αίτημα της καθότι η θεραπεία συνεχίζεται λόγω επιπλοκών και τα έξοδα είναι υπέρογκα.»

 

 

 

 

Το Αναθεωρητικό Συμβούλιο, αφού μελέτησε τις ιατρικές εκθέσεις και το φάκελο της αιτήριας, με έκθεση του ημερομηνίας 3.5.2011, έκρινε ότι παρόλο που η ίδια απευθύνθηκε έγκαιρα στο Υπουργείο για ηπατεκτομή, υπήρξε καθυστέρηση, «λόγω διαδικαστικών», και δικαιολογημένα η ηπατεκτομή έγινε στο εξωτερικό. Επίσης έκρινε ότι η αιτήτρια έπρεπε να υποβληθεί άμεσα σε ηπατεκτομή μετά την προηγηθείσα χημειοθεραπεία.

 

Στις 26.5.2011 και πριν λάβει απόφαση, η αρμοδία αρχή ζήτησε από το Αναθεωρητικό Συμβούλιο εξηγήσεις σχετικά με την θεραπεία στην οποία υποβλήθηκε η αιτήτρια αφού θα λάμβανε υπόψη της τα σχετικά τιμολόγια.

 

Σε νέα έκθεση του προς την αρμοδία αρχή, το Αναθεωρητικό  Συμβούλιο εισηγήθηκε όπως ζητηθεί ιατρική έκθεση που θα εξηγούσε την παρατεταμένη νοσηλεία της αιτήτριας για δύο μήνες στο Royal Marsden Hospital του Λονδίνου και κάποιες επαναλαμβανόμενες εξετάσεις.  Οι διευκρινήσεις αυτές στάλθηκαν από το Νοσοκομείο του Λονδίνου στις 9.8.2011 και διαβιβάστηκαν για απόψεις στο Αναθεωρητικό Συμβούλιο. Τελικά με νέα εισήγηση ημερομηνίας 6.9.2011 το Αναθεωρητικό Συμβούλιο θεώρησε ότι η παρατεταμένη θεραπεία της αιτήτριας ήταν δικαιολογημένη, αλλά οι επανειλημμένες εξετάσεις δεν αιτιολογούνταν επαρκώς, ούτε οι τιμές χρέωσης σε σύγκριση με τις τιμές χρέωσης του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας. 

 

Η αρμόδια αρχή, λαμβάνοντας υπόψη τις αποφάσεις τόσο της Επιτροπής Ειδικών όσο και του Αναθεωρητικού Συμβουλίου αλλά και την αλληλογραφία με την αιτήτρια η οποία αποδείκνυε την ενημέρωση της τελευταίας για τις αρνητικές προθέσεις της αρμοδίας αρχής σε σχέση με την ικανοποίηση του αιτήματος της, καθώς και το γεγονός ότι η θεραπεία μπορούσε να της παρασχεθεί σε κρατικά νοσηλευτήρια, ζήτησε την επανατοποθέτηση του Αναθεωρητικού Συμβουλίου λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα αυτά.  Το Αναθεωρητικό Συμβούλιου στις 20.9.2011 εισηγήθηκε, τελικά, τη μη ικανοποίηση του αιτήματος της αιτήτριας γιατί «η ασθενής θα μπορούσε να χειρουργηθεί (ηπατεκτομή) στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας αλλά αυτή προτίμησε και διευθέτησε να χειρουργηθεί στο εξωτερικό, παρά το ότι γνώριζε την απόφαση της Επιτροπής Ειδικών Χειρουργικής», όπως παραδεχόταν και η ίδια σε επιστολή της (ερυθρό 38). Συνεπώς, οι καθ’ ων η αίτηση έλαβαν την επίδικη απορριπτική απόφαση για την οποία ενημέρωσαν την αιτήτρια με επιστολή ημερομηνίας 28.11.2011.

 

Η αιτήτρια εγείρει λόγους ακύρωσης που αφορούν την έλλειψη δέουσας έρευνας, λόγω αντίστοιχων αντιφατικών και λακωνικών γνωματεύσεων των Ειδικών Επιτροπών Χειρουργικής και Ογκολογίας (ημερομηνίας 14.10.2010 και 19.10.2010), αφού στη γνωμάτευση της πρώτης φαίνεται να υπάρχει διάκριση μεταξύ της αντιμετώπισης των επεμβάσεων του εντέρου και του ήπατος, επειδή αναφέρεται πως η περίπτωση του ήπατος θα έχρηζε επανεξέτασης. Στη δε άλλη, αναφέρεται ότι η επέμβαση στο ήπαρ γίνεται σε όλα τα κρατικά νοσηλευτήρια. Χαρακτηρίζοντας τις εκθέσεις γενικές και αόριστες, ειδικότερα την αναφορά σε δυνατότητα πραγματοποίησης της επέμβασης στην Κύπρο, εισηγείται ότι οι εκθέσεις έρχονται σε αντίθεση με το άρθρο 8 του Σχεδίου, σύμφωνα με το οποίο η γνώμη/έκθεση της Επιτροπής Ειδικών Ιατρών θα πρέπει να αποφαίνεται για το αν μπορεί να γίνει «αποτελεσματική» θεραπεία ή διάγνωση στα κρατικά νοσηλευτήρια ή αν υπήρχε επαρκής πείρα από τα κρατικά νοσηλευτήρια για το πρόβλημα υγείας του ασθενούς και στο αν η ιατρική ανάγκη για διάγνωση ή θεραπεία μπορεί να παρασχεθεί μέσα στα χρονικά όρια που επιβάλλει η κατάσταση υγείας του ασθενούς και η πιθανή εξέλιξη της.  Σε ό, τι αφορά την προϋπόθεση στο άρθρο 9(2) του Σχεδίου, ότι για να καλυφθούν τα έξοδα εκ των υστέρων θα πρέπει ο Γενικός Διευθυντής ή ο Υπουργός να ικανοποιηθεί ότι εύλογα δεν υπήρχαν περιθώρια τήρησης της διαδικασίας εκ των προτέρων έγκρισης, είναι πρόδηλο ότι παραπέμποντας την αίτηση στην Επιτροπή Ειδικών, ο Διευθυντής είχε κρίνει ότι δεν υπήρχαν περιθώρια τήρησης της διαδικασίας εκ των προτέρων έγκρισης της.

 

Επίσης, επισημαίνει σε σχέση με το αίτημα για την επέμβαση στο ήπαρ ότι ενώ  είχε ζητηθεί κάλυψη από 17.2.2013 υπήρξε καθυστέρηση στην απάντηση η οποία στάλθηκε μόλις στις 8.3.2011, ήτοι δυο βδομάδες μετά την διεξαγωγή της επέμβασης, κατά παράβαση της προθεσμίας των 7 ημερών που ορίζει το άρθρο 7 του Σχεδίου για να συνέλθει η Επιτροπή και της πρόνοιας για την έκδοση απόφασης άμεσης και επείγουσας αποστολής από τον Υπουργό Υγείας. Η απόρριψη του αιτήματος για κάλυψη των εξόδων νοσηλείας σχετικά με την επέμβαση και του ενδιάμεσου αιτήματος για τα έξοδα των διαγνωστικών εξετάσεων, πάσχει κατά την αιτήτρια για τους ίδιους λόγους της γενικότητας και αοριστίας που προαναφέρθηκαν.

 

Η αιτήτρια θέτει επίσης θέμα παράνομης συγκρότησης του Αναθεωρητικού Ιατρικού Συμβουλίου, διότι δεν ήταν επιτρεπτή η συμμετοχή ιατρού που είχε λάβει μέρος ή με οποιονδήποτε τρόπο συνδέθηκε με την πρωτοβάθμια εξέταση του αιτήματος. Στο  Αναθεωρητικό Συμβούλιο που εξέδωσε τις γνωματεύσεις ημερομηνίας 3.5.2011, 7.6.2011 και 20.9.2011, στην οποία βασίστηκε η επίδικη απόφαση, συμμετείχε ο Δρ. Ανδρέου, ο οποίος συμμετείχε και στην Επιτροπή Ειδικών Χειρουργικής που πρότεινε την απόρριψη του αιτήματος στις 2.2.2011.

 

Προέχει η εξέταση του θεμελιακού λόγου που αφορά στη συγκρότηση του Αναθεωρητικού Ιατρικού Συμβουλίου. Το άρθρο 10(1)  του Σχεδίου προνοεί ως εξής:

 

«Άρθρο 10

Αναθεωρητικό Ιατρικό Συμβούλιο

 

1.             Ο Υπουργός διορίζει πενταμελές Αναθεωρητικό Ιατρικό Συμβούλιο, αναφερόμενο στο εξής «το Συμβούλιο», το οποίο εξετάζει προσφυγές ασθενών των οποίων το αίτημα δεν ικανοποιήθηκε, και το οποίο απαρτίζεται από τέσσερεις (4) Κυβερνητικούς Ιατρούς που κατέχουν θέση Διευθυντή Κλινικής και ένα Ειδικό Ιατρό του ιδιωτικού τομέα από κατάλογο που υποβάλλει ο Παγκύπριος Ιατρικός Σύλλογος.  Νοείται ότι στο Συμβούλιο δεν μπορούν να μετέχουν ιατροί που συνδέονται με την πρωτοβάθμια εξέταση του αιτήματος.»

 

 

Ο Δρ. Ανδρέου, διευθυντής Χειρουργικής Κλινικής είχε ενεργή συμμετοχή σε όλα τα στάδια της πρωτοβάθμιας εξέτασης του αιτήματος της αιτήτριας, αφού συμμετείχε ως μέλος της Επιτροπής Ειδικών Χειρουργικής που γνωμάτευσε στις 14.10.2010 και 2.2.2011.  Επομένως, ανατρέπεται το τεκμήριο αντικειμενικότητας που προφανώς εξυπηρετεί η εν λόγω πρόνοια, ώστε τα μέλη του Αναθεωρητικού Συμβουλίου για την εξέταση της ένστασης να είναι όσο το δυνατόν ανεπηρέαστα κατά την έκδοση της γνωμάτευσης τους. Συνεπώς η συγκρότηση του Αναθεωρητικού Συμβουλίου πάσχει και εκθεμελιώνεται η όλη διαδικασία.

 

Περαιτέρω προβάλλεται ισχυρισμός ότι η απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο και/ή μη δεόντως εξουσιοδοτημένο όργανο. Επικαλείται συναφώς, η αιτήτρια, το  άρθρο 3 του Σχεδίου το οποίο  προβλέπει ρητά ότι αρμοδιότητα για τη λήψη της τελικής απόφασης για την οικονομική αρωγή ασθενούς έχει ο Υπουργός Υγείας ο οποίος αποφασίζει κατόπιν σύστασης της Επιτροπής Ειδικών Ιατρών βάσει έκθεσης που ετοιμάζει.   Η επιστολή προς την αιτήτρια ημερομηνίας 8.11.2010, υπογράφεται από ένα λειτουργό εκ μέρους του Γενικού Διευθυντή, το ίδιο συμβαίνει και με την επιστολή ημερομηνίας 8.3.2011 με την οποία της κοινοποιήθηκε  η απόρριψη της αίτησης αναφορικά με την κάλυψη εξόδων σε σχέση με την επέμβαση στο ήπαρ, αλλά και με την προσβαλλόμενη απόφαση που λήφθηκε μετά από επανεξέταση. Η επιστολή ημερομηνίας 28.11.2011 υπογράφεται από τη Σοφία Κώστα «για Γενικό Διευθυντή», χωρίς να υπάρχει οποιαδήποτε καταχώρηση στο φάκελο ή στα έγγραφα της ένστασης που να καταμαρτυρεί ότι το πρόσωπο που πήρε την απόφαση ήταν ο Υπουργός ή δεόντως εξουσιοδοτημένο προς αυτό το σκοπό πρόσωπο.

 

Επί του προκειμένου, ενδιαφέρει ιδιαίτερα το άρθρο 11 (3) του Σχεδίου, σύμφωνα με το οποίο:

 

«Ο Υπουργός, αφού λάβει υπόψη το περιεχόμενο της έκθεσης του Συμβουλίου και της έκθεσης του θεράποντα ιατρού, εξετάζει την αίτηση το ταχύτερο δυνατό και κοινοποιεί την απόφαση του στον ενδιαφερόμενο ασθενή η οποία θα πρέπει να είναι επεξηγηματική, σαφής και κατανοητή».

 

 

Όπως προκύπτει από την παραπάνω πρόνοια, ο Υπουργός Υγείας, είναι το μοναδικό αρμόδιο όργανο που τελικά αποφασίζει και κοινοποιεί την απόφαση στον ασθενή.   Δεν προβλέπεται εκχώρηση της εξουσίας αυτής σε άλλο πρόσωπο ή στο Γενικό Διευθυντή (όπως προνοείται ρητά στο άρθρο 3 του Σχεδίου ως ισχύει σήμερα) ούτε εντόπισα στο διοικητικό φάκελο οποιαδήποτε καταχώρηση που να επιτρέπει στο Δικαστήριο να ελέγξει ότι η απόφαση λήφθηκε αρμοδίως.  Ας σημειωθεί ότι αυτός ο λόγος ακύρωσης παρέμεινε αναντίλεκτος.

 

Στην υπόθεση της Ολομέλειας, Κούτσιου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 987, τονίστηκε ότι τα διοικητικά όργανα πρέπει να τηρούν έγγραφες καταχωρήσεις (written records) των αποφάσεων τους. Αυτό επιβάλλεται από τις αρχές της χρηστής διοίκησης.  Εκεί δεν  υπήρχε καταγραμμένη απόφαση της αρμόδιας αρχής - του Υπουργού ή του Γενικού Διευθυντή - για την μετάθεση της εφεσείουσας.  Λέχθηκαν  σχετικά τα εξής:

 

«Στην απουσία έγγραφης καταχώρισης που να επιβεβαιώνει ότι η απόφαση για τη μετάθεση έχει ληφθεί από το όργανο στο οποίο ο Νόμος έχει εναποθέσει την σχετική αρμοδιότητα θεωρούμε ότι το τεκμήριο της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων δεν διαθέτει την εμβέλεια να ενδύει με τον μανδύα της νομιμότητας τα όσα χρειάζονται να συντελεσθούν για να διενεργηθεί νόμιμα μια μετάθεση - καταγράφονται στις παραγρ. (1) - (3), πιο πάνω. Αντίθετη προσέγγιση θα ισοδυναμούσε με καταστρατήγηση των Αρχών της χρηστής διοίκησης οι οποίες υπαγορεύουν την τήρηση εγγράφων καταχωρίσεων το δε τεκμήριο της κανονικότητας θα προσέφερε ασυλία σε πράξεις αναρμοδίων οργάνων με τη δικαιολογία ότι είχαν ενεργήσει ύστερα από οδηγίες των αρμοδίων οργάνων».

 

 

(βλ. επίσης Αθανάσιος Αθανασιάδης ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 856/2012,  ημερομηνίας 17.10.2014).

 

 Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η επίδικη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί.  Η προσφυγή επιτυγχάνει.  Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση, όπως θα υπολογισθούν από τον πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

                                                                                    Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.

 

/ΣΓεωργίου

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο