ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Άρθρο 23(3)(β)(i) του Ν. 33/64 – Μεταβατικές Διατάξεις)

 

 

(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 104/18)

 

 

25 Ιανουαρίου, 2024

 

 

[ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

Εφεσείοντες/Καθ΄ ων η αίτηση

 

ΚΑΙ

 

ΜΙΧΑΛΗΣ ΖΑΧΑΡΙΟΓΛΟΥ

Εφεσίβλητος/Αιτητής

_________________

 

    Π. Βασιλείου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσείοντες.

    Χρ. Χριστάκη για Χριστάκης Θ. Χριστάκη Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο.

_________________

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.

_________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(Δοθείσα αυθημερόν)

 

     ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.:   Η πλειοψηφία της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ) με απόφαση της, ημερ. 17.6.2015, έκρινε τον εφεσίβλητο ένοχο σε συνολικά 5 κατηγορίες οι οποίες αφορούν τα αδικήματα της ενέργειας και/ή συμπεριφοράς με τρόπο που δυνατόν να δυσφημίσει το  κύρος της Δημόσιας Υπηρεσίας γενικά ή τη θέση του ειδικά ή που δυνατόν να τείνει σε κλονισμό της εμπιστοσύνης του κοινού στη Δημόσια Υπηρεσία, κατά παράβαση των άρθρων 73(1) (β), 73(2) και 60(2) (ε) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου 1/90 ως έχει τροποποιηθεί. 

 

    Ακολούθως, στις 29.6.2015, η Ε.Δ.Υ. του επέβαλε την ποινή της αυστηρής επίπληξης στην κατηγορία 2 καθώς και χρηματική ποινή €3.000 στην κατηγορία 3. Στις δε λοιπές κατηγορίες δεν του επιβλήθηκε ποινή καθότι, τα γεγονότα αυτών ουσιαστικά εμπεριέχονταν στα γεγονότα των κατηγοριών που επιβλήθηκαν ποινές. Επιπρόσθετα δε αποφασίστηκε να μην επιστραφεί οποιοδήποτε μέρος των απολαβών του που κατακρατήθηκε κατά την διάρκεια της διαθεσιμότητας του.

 

 

    Ο εφεσίβλητος, στις 3.8.2015, καταχώρισε αίτηση ακύρωσης με την οποία ζητούσε δήλωση του Δικαστηρίου ότι οι πιο πάνω αποφάσεις της Ε.Δ.Υ είναι άκυρες, παράνομες και στερούνται οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος.  

 

    Το πρωτόδικο Δικαστήριο με απόφαση του ημερ. 29.6.2018 παραμέρισε την επίδικη απόφαση και κατ επέκταση και την μεταγενέστερη επιβληθείσα ποινή καθότι «Η ΕΔΥ δεν ασχολήθηκε επισταμένα και σε βάθος στην αιτιολόγηση της απόρριψης της προδικαστικής ένστασης στην αρχή και στο τέλος της διαδικασίας παρέλειψε παρά το ότι η ίδια είχε προαποφασίσει ότι θα πράξει, να επανεξετάσει το ζήτημα, με αποτέλεσμα ο αιτητής να στερηθεί της ευκαιρίας για δίκαιη δίκη, λόγω του αναιτιολόγητου της απόφασης.   Δεν υπάρχει αιτιολογημένη απόφαση της ΕΔΥ, κατά πόσο έπασχε το στάδιο της διαδικασίας πριν την έναρξη της ακρόασης ενώπιον της, λόγω της καθυστέρησης της έρευνας, με αναφορά και σε συνάρτηση με τα πραγματικά δεδομένα σε ζητήματα που καθόρισε η νομολογία ως σημαντικά για μια τέτοια κρίση».   Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης του, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε τους έτερους λόγους ακύρωσης.

 

     Η εφεσείουσα αμφισβητεί την ορθότητα της πιο πάνω απόφασης καθότι, λαθεμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση από τον ερευνώντα λειτουργό και ότι η Ε.Δ.Υ παρέλειψε να ασχοληθεί  επιστάμενά και σε βάθος με την αιτιολογία της απόρριψης της σχετικής προδικαστικής ένστασης στην αρχή και στο τέλος της διαδικασίας. 

 

    Στην υπό εξέταση περίπτωση, ενδεχόμενη κρίση  πως η πρωτόδικη απόφαση επί του σημείου στο οποίο αυτή στηρίχθηκε ήταν εσφαλμένη, θα έφερνε στο προσκήνιο το κατά πόσο θα ήταν δίκαιο να  παραπεμφθεί η παρούσα υπόθεση στο Διοικητικό Δικαστήριο για να εξετάσει τους λόγους ακύρωσης οι οποίοι δεν εξετάστηκαν από αυτό ενόψει της πιο πάνω κατάληξης του.

 

    Παρά το ότι δεν τέθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσίβλητου, μεταφέραμε την πιο πάνω ανησυχία μας στους  συνηγόρους των διαδίκων και εντίμως και καθηκόντως ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας εξέθεσε την σχετική νομολογία. Με τις ίδιες νομολογιακές αρχές συμφώνησε και ο συνήγορος της άλλης πλευράς.  

 

   Όπως έχει πλειστάκις νομολογηθεί το πειθαρχικά διωκόμενο πρόσωπο έχει τα ίδια δικαιώματα που κατοχυρώνει το Σύνταγμα σε πρόσωπο που διώκεται ποινικά (Βλ. Συμβούλιο Εφέσεων Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης κ.ά. ν. Παναγή κ.ά., Α.Ε. 47/14, ημερ. 25.2.2021, ECLI:CY:AD:2021:C71, Φιλίππου ν. Πειθαρχικό Συμβούλιο (2000) 1 Α.Α.Δ. 1839 και Μ.Χ. Δικηγόρος (2003) 1 Α.Α.Δ. 442).  Ανάλογη  είναι και η προσέγγιση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) το οποίο, μέσω αποφάσεων του, έχει διευρύνει σημαντικά το πεδίο εφαρμογής του Άρθρου 6(1) της ΕΣΔΑ, το οποίο αντιστοιχεί με το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος, προκειμένου να καλύψει όχι μόνον τις αστικές και τις ποινικές δίκες αλλά και μια σειρά πειθαρχικών υποθέσεων ή άλλων συναφών διαδικασιών (Βλ. Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Ερμηνεία κατ΄ άρθρο – Λίνος-Αλέξανδρος Σισιλιάνος, σελ. 251).  

 

   Όπως έχει τονιστεί στην Παναγή (ανωτέρω) « … η πειθαρχική διαδικασία εξομοιούται εν πολλοίς με την ποινική δίκη σε ό,τι αφορά στις επιπτώσεις της εκκρεμοδικίας της επί της ζωής των κατηγορουμένων».

 

   Η διάγνωση της ποινικής και κατ’ επέκταση και της πειθαρχικής ευθύνης σε εύλογο χρόνο διασφαλίζεται από το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και το Άρθρο 6.1 της ΕΣΔΑ. Η παραβίαση του μπορεί να οδηγήσει, ανάλογα με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης και με βάση τα κριτήρια που έχει διαμορφώσει η νομολογία, ακόμα και σε ακυρότητα της δίκης, εάν ως εκ της καθυστέρησης προκύπτει επηρεασμός του δικαιώματος της δίκαιης δίκης ( Βλ. Παναγή (ανωτέρω), Ευσταθίου v. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 294, Γενικός Εισαγγελέας v. Eυσταθίου (2009) 2 Α.Α.Δ. 376).

 

    Σε ότι εδώ αφορά, στην περίπτωση που επιτύχει η έφεση, η υπόθεση θα παραπεμφθεί στο πρωτόδικο Δικαστήριο, για να εξετάσει τους λόγους ακύρωσης  που δεν εξετάστηκαν, 12 και 13 χρόνια μετά την διάπραξή των πειθαρχικών αδικημάτων. Η δε όποια νέα απόφαση του Διοικητικού Δικαστήριού θα υπόκειται σε έφεση με περαιτέρω επιμήκυνση της εκκρεμοδικίας.

 

    Ενόψει ότι η πειθαρχική διαδικασία εξομοιούται εν πολλοίς με την ποινική δίκη συναφείς, με το υπό εξέταση ζήτημα, είναι οι ποινικές εφέσεις στις  υποθέσεις Γενικός Εισαγγελέας ν. Καψού (2004) 2 Α.Α.Δ. 127 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Σιαμμά κ.ά. (2004) 2 Α.Α.Δ. 416.   Και στις δύο πιο πάνω υποθέσεις οι κατηγορούμενοι αθωώθηκαν και το Ανώτατο Δικαστήριο, χωρίς να υπεισέλθει στην ορθότητα ή μη της πρωτόδικης απόφασης, απέρριψε τις εφέσεις καθότι τυχόν επανεκδίκαση θα παραβίαζε το δικαίωμα της δίκαιης δίκης και δη της δίκης εντός ευλόγου χρόνου.

  

    Στην Καψού (ανωτέρω), ως επισημάνθηκε,  τυχόν επανεκδίκαση θα σήμαινε μια εξ αρχής διαδικασία το 2004 για ό,τι φέρεται να έχει διαπραχθεί χρόνια προηγουμένως και δη την περίοδο 5.12.1998 – 1.9.1999.   Στη δε Σιαμμά (ανωτέρω), η διαδικασία αφορούσε σε κατ’ ισχυρισμόν παράνομη εργοδότηση δύο περίπου ωρών και τα αδικήματα φέρεται να διαπράχθηκαν το 2001. Τυχόν επανεκδίκαση θα άρχιζε τουλάχιστον 3 ½ χρόνια μετά την κατ΄ ισχυρισμόν διάπραξη των αδικημάτων και ως αναφέρθηκε «… προβλέψεις αναφορικά με το χρόνο που θα απαιτηθεί για πλήρη εκδίκαση αλλά και τη δαπάνη πέραν εκείνης που υπέστησαν οι εφεσίβλητοι δεν μπορούν να γίνουν».  

 

    Αποτελεί πάγια νομολογιακή αρχή ότι η απόφαση για επανεκδίκαση λαμβάνεται με γνώμονα το συμφέρον της δικαιοσύνης όπως αυτό προσδιορίζεται από την εξισορρόπηση της ανάγκης για την ορθή εφαρμογή του νόμου και  των επιπτώσεων  πάνω στον κατηγορούμενο (Βλ. Assadourian v. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 279 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου κ.ά., Ποινικές Εφέσεις 56/2009-65/2009, ημερ. 29.3.2010).   Μεταξύ των παραγόντων που λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό του συμφέροντος της δικαιοσύνης είναι ενδεικτικά, μεταξύ άλλων, η σοβαρότητα του αδικήματος, το κατά πόσον το αδίκημα διαπράττεται με συχνότητα, το περίπλοκο της υπόθεσης, ο χρόνος που διέρρευσε από τη διάπραξη του αδικήματος και η δύναμη της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής (Βλ. Αντωνίου ν. Σάββα (2014) 2Β Α.Α.Δ. 722).   

 

   Κατά την εξέταση του  κατά πόσον θα διαταχθεί επανεκδίκαση μιας ποινικής υπόθεσης και κατ’  επέκταση μιας πειθαρχικής λαμβάνεται υπόψη, μεταξύ άλλων, και η συνολική έκταση του χρονικού διαστήματος το οποίο είναι αναγκαίο για τον καθορισμό της ευθύνης του κατηγορούμενου στην επανεκδίκαση (Βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Κουρέα (2004) 2 Α.Α.Δ. 378).                    

 

   Τα κριτήρια για την εκτίμηση του εύλογου χρόνου, όπως έχουν αποκρυσταλλωθεί τόσο από την νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου όσο και από την νομολογία του ΕΔΔΑ είναι το περίπλοκο της υπόθεσης, η συμπεριφορά των ανακριτικών και δικαστικών αρχών καθώς και εκείνη  του κατηγορούμενου (Βλ. Αντωνίου (ανωτέρω) και Καυκαρής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 203). Σε αρκετές περιπτώσεις, το  ΕΔΔΑ συνεκτιμά και το διακύβευμα  της υπόθεσης για τον προσφεύγοντα (Βλ. Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Ερμηνεία κατ΄ άρθρο – Λίνος-Αλέξανδρος Σισιλιάνος, σελ. 243 και επ.).  

 

  Στην υπό εξέταση περίπτωση τα αδικήματα τα οποία αντιμετώπιζε ο εφεσίβλητος, ως έχει αναφερθεί και πιο πάνω, φέρεται να διαπράχθηκαν το 2011 και το 2012.   Η Ε.Δ.Υ. έκρινε ένοχο τον εφεσίβλητο στις πιο πάνω κατηγορίες στις 17.6.2015 και το πρωτόδικο Δικαστήριο παραμέρισε την πιο πάνω απόφαση και την μετέπειτα επιβληθείσα ποινή στις 29.6.2018.  Σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης, η παραπομπή στο πρωτόδικο Δικαστήριο θα λάμβανε χώρα 12 και 13 χρόνια μετά την κατ’  ισχυρισμό διάπραξη των αδικημάτων και πρόβλεψη αναφορικά με τη δαπάνη πέραν από αυτή που έχει ήδη υποστεί ο εφεσίβλητος δεν μπορεί να γίνει.

 

    Στην υπό εξέταση περίπτωση, κάτω υπό το πρίσμα των γεγονότων που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση,  εξισορροπώντας από τη μια την ανάγκη για την ορθή εφαρμογή του Νόμου και από την άλλη τις επιπτώσεις πάνω στον εφεσίλητο ο οποίος, αναμένει να τελεσιδικήσει η απόφαση του εδώ και πάρα πολλά χρόνια, χωρίς υπαιτιότητα του ιδίου, κρίνουμε ότι, σε περίπτωση παραπομπής της υπόθεσης, στο πλαίσιο των περιστάσεων της υπόθεσης, δεν θα ήταν δίκη εντός ευλόγου χρόνου και θα παραβιαζόταν το Άρθρο 30.2 Συντάγματος και το Άρθρο 6.1 της ΕΣΔΑ. Έτσι, δεν θα ασκούσαμε τη διακριτική  μας ευχέρεια υπέρ της έκδοσης διαταγής για παραπομπή στο πρωτόδικο Δικαστήριο και οτιδήποτε άλλο θα απέληγε να είναι ακαδημαϊκής σημασίας ζήτημα.

 

    Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η έφεση είναι έκθετη σε απόρριψη.

 

     Λαμβάνοντας υπόψιν το λόγο που απορρίφθηκε η έφεση και ακολουθώντας τα όσα σχετικά αναφέρθηκαν στην Παναγή (ανωτέρω), κρίνουμε ορθό μια δίκαιο να αποκλίνουμε από τον κανόνα ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα και έτσι, η έφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

 

                                                          Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

                                                          ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ

 

                                                        Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.

 

/ΕΑΠ.    


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο