ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Άρθρο 23(3)(β)(i) του Ν. 33/64 – Μεταβατικές Διατάξεις)

 

 

(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 110/2017)

 

 

10 Ιανουαρίου, 2024

 

 

[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

 

ΝΙΚΟΣ ΤΟΦΑΡΙΔΗΣ,

Εφεσείων,

 

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,

Εφεσίβλητων.

 

_________________

 

Π. Πιερίδης, για Πιερίδης & Πιερίδης, για τον Εφεσείοντα.

 

Τ. Ιακωβίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, με Κ. Σάββα (κα), Ασκούμενη Δικηγόρο, για τους Εφεσίβλητους.

 

_________________

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δοθεί από τον Σάντη, Δ.

_________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

          ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Ο Εφεσείων/Αιτητής («ο Εφεσείων») εναντιώνεται στην απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου ημερομηνίας 7.12.17 που εκδόθηκε στην Προσφυγή 1869/12 («η Προσφυγή»), με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση του κατά της νομιμότητας της απόφασης των Εφεσίβλητων/Καθ’ ων η αίτηση («οι Εφεσίβλητοι») για καταβολή δασμών και φόρων συνολικού ύψους €4.589,55 πλέον τόκους («η προσβαλλόμενη απόφαση»), για το μεταχειρισμένο όχημα Buick Estate 7456 («το όχημα»), ιδιοκτησίας του Εφεσείοντα, που ήταν αποταμιευμένο σε αποθήκη τελωνειακής αποταμίευσης στην Λευκωσία («η αποθήκη»), διαχειρίστρια της οποίας ήταν η Fairways (Nicosia) Ltdη διαχειρίστρια εταιρεία»).

          Σύμφωνα με τα γεγονότα, το όχημα αποταμιεύθηκε το 1989 στην αποθήκη, με αριθμό αποθέματος 231/89. Την 30.4.04 χορηγήθηκε στη διαχειρίστρια εταιρεία άδεια λειτουργίας αποθήκης αποταμίευσης τύπου Α (Δημόσιας), κατά με σχετικές διατάξεις του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα. To 2004, με την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την καταχώριση στο μηχανογραφημένο σύστημα ΘΗΣΕΑΣ των αποταμιευμένων εμπορευμάτων στις τελωνειακές αποθήκες αποταμίευσης, ο αριθμός αποθέματος του οχήματος αντικαταστάθηκε με τον αριθμό 2004Β00007688.

Την 3.5.10 Τελωνειακοί Λειτουργοί του Κλάδου Μετελέγχου του Τελωνείου Λευκωσίας, επιθεώρησαν τα αποθέματα της αποθήκης. Διαπιστώθηκε ότι το όχημα δεν βρισκόταν στην αποθήκη, ενώ θα έπρεπε.

Την 23.6.10 σε επιστολή του προς τον Ανώτερο Τελωνειακό Λειτουργό, η διαχειρίστρια εταιρεία ισχυρίστηκε πως το όχημα εκ παραδρομής εκλήφθηκε, και αναφέρθηκε ότι ήταν φορολογημένο, ενώ στην πραγματικότητα είχε καταστραφεί σε πυρκαγιά το 2004 («η πυρκαγιά») και κατέστη «εντελώς άχρηστο». Ακολούθησαν επιστολές με ημερομηνία 31.8.12 προς τη διαχειρίστρια εταιρεία καθώς και προς τους διευθύνοντες της, απαιτώντας καταβολή των αναλογούντων δασμών και φόρων που κατέστησαν οφειλόμενα λόγω του ελλείματος. Ανάλογη απαίτηση ημερομηνίας 16.11.12 αποστάλθηκε και σε ασφαλιστική εταιρεία, που είχε εγγυηθεί την προσήκουσα αποταμίευση των εμπορευμάτων στην αποθήκη. Την 31.8.12, κοινοποιήθηκε στον Εφεσείοντα, ως ιδιοκτήτη και αποταμιευτή του οχήματος, η προσβαλλόμενη απόφαση.

          Το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως ο Εφεσείων, έχοντας το βάρος και ευθύνη να εξηγήσει πως η απώλεια του οχήματος οφειλόταν σε τυχαίο γεγονός ή ανωτέρα βία, απέτυχε να το πράξει, διότι οι εξηγήσεις που έδωσε ήσαν «… ασαφείς και αόριστες, αλλά και αντικρουόμενες μεταξύ τους », πέραν του ότι αβάσιμες ήσαν και οι αιτιάσεις του περί ελλιπούς έρευνας και αιτιολογίας.

          Ο Εφεσείων προσβάλλει την πρωτόδικη κρίση με δύο λόγους έφεσης υποστηρίζοντας πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε λανθασμένα « το Νόμο και/ή τη νομολογία και/ή τους κανονισμούς και/ή τα γεγονότα της υπόθεσης» (λόγος έφεσης 1), και ότι κακώς δεν αιτιολόγησε την κατάληξη του ή προέβη σε κατάλληλα ευρήματα επί των αμφισβητούμενων γεγονότων και του κυρίως ζητήματος της Προσφυγής, και δη την προσβολή της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης (λόγος έφεσης 2).

Θα επιληφθούμε των λόγων έφεσης σωρευτικά επειδή το περιεχόμενο τους είναι αλληλένδετο στην ουσία που εκφράζουν.

          Το Διοικητικό Δικαστήριο, μελετώντας τον Διοικητικό Φάκελο/Τεκμήριο 1 («ο Διοικητικός Φάκελος»), ως και τις αντίστοιχες θέσεις των δικηγόρων, αλλά και προβαίνοντας σε ειδική αναφορά σε συγκεκριμένα έγγραφα εντός του Διοικητικού Φακέλου (Κυανά 1, 2, 3, 4, 9-13, 9-14, 9-15, 20-22), καταστάλαξε πως η αποθήκη ενέπιπτε εντός των προβλέψεων του Άρθρου 99 του Κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου της 12ης Οκτωβρίου 1992 Περί Θεσπίσεως Κοινοτικού Τελωνειακού Κώδικα ο Κανονισμός ΕΚ 2913/92»),[1]με τη διαχειρίστρια εταιρεία να βαρύνεται, κατά τις διατάξεις του Άρθρου 101, Κανονισμού ΕΚ 2913/92, με την υποχρέωση εξασφάλισης ότι τα εμπορεύματα κατά την παραμονή τους στην αποθήκη δεν θα διαφεύγουν της τελωνειακής επιτήρησης και πως θα εκτελεί τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την αποθήκευση τηρώντας τους ειδικούς όρους που αναγράφονται στην άδεια.

Προσθέτως, κρίθηκε πως κατά τα διαλαμβανόμενα στο Άρθρο 102, Κανονισμού ΕΚ 2913/92, ο αποταμιευτής του οχήματος (εν προκειμένω ο Εφεσείων), είναι πάντοτε υπεύθυνος για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την υπαγωγή των εμπορευμάτων στο καθεστώς τελωνειακής αποταμίευσης.

Οι πρόνοιες του Άρθρου 204, Κανονισμού ΕΚ 2913/92, [2] στις οποίες βασίστηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ορίζουν (μεταξύ άλλων) πως η τελωνειακή οφειλή δημιουργείται από την μη εκτέλεση μίας εκ των υποχρεώσεων τις οποίες συνεπάγεται για εμπόρευμα η παραμονή του σε προσωρινή εναπόθεση ή η χρησιμοποίηση του τελωνειακού καθεστώτος υπό το οποίο τέθηκε ή από τη μη τήρηση ενός εκ των όρων που καθορίστηκαν για την υπαγωγή του οχήματος υπό το καθεστώς.

Κατ’ ακολουθίαν, ως έκρινε το Δικαστήριο - και σωστά υπό τα δεδομένα της περίπτωσης- η αναζήτηση των οφειλών και από τον Εφεσείοντα ήταν εύλογη.

          Ο Εφεσείων είχε, κατά τις προβλέψεις του Άρθρου 206(1), Κανονισμού ΕΚ 2913/92, [3] το βάρος να προσκομίσει αποδείξεις ότι η ολική καταστροφή ή η ανεπανόρθωτη απώλεια του οχήματος οφειλόταν (ανάμεσα σε άλλα) σε τυχαίο γεγονός ή σε ανωτέρα βία (Nearchou Bonded Stores Ltd v Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1432/10, ημ. 8.3.13, ΥΦΑΔΙ Εμπορική και Βιομηχανική Εταιρεία Λτδ ν Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1622/10, ημ. 30.11.12, ΚΕΟ PLC ν Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1595/09, ημ. 7.11.12).

          Σε τελευταία ανάλυση, το Διοικητικό Δικαστήριο διέγνωσε πως οι εξηγήσεις που δόθηκαν από τη διαχειρίστρια εταιρεία εν σχέσει προς την απώλεια του οχήματος ήσαν ασαφείς, με υπόψη και το ότι, ενώ το όχημα περιλαμβάνεται στο μηχανογραφημένο σύστημα ΘΗΣΕΑΣ το 2007 και στις καταστάσεις αποθεμάτων που υπέβαλε η διαχειρίστρια εταιρεία για το 2008 και 2009, στον έλεγχο που διενεργήθηκε το 2010, το όχημα δεν εντοπίστηκε στην αποθήκη, με μόνη παρασχεθείσα εξήγηση για τούτο, το ότι εκ παραδρομής δεν είχε αναφερθεί πως είχε καταστραφεί στην πυρκαγιά.

          Έτσι, υπό τις συγκεκριμένες και ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης, η απόληξη του Διοικητικού Δικαστηρίου απέρρευσε κατόπιν ορθής ενάσκησης των αρμοδιοτήτων και εξουσιών του, και κυρίως, των Εφεσίβλητων, οι οποίοι, διενήργησαν επιτόπια εξέταση το 2004 ύστερα από την πυρκαγιά, υποβάλλοντας προς τούτο σχετική έκθεση, το δε 2010, στο πλαίσιο επιλεκτικού ελέγχου στην αποθήκη, διαπίστωσαν το έλλειμα, ενημερώνοντας για τούτο τη διαχειρίστρια εταιρεία η οποία παρέθεσε υστερότερα τις δικές της εξηγήσεις.

Η έρευνα των Εφεσίβλητων ήταν δέουσα Δημοκρατία ν Αναστάση, Ε.Δ.Δ. 64/21, ημ. 16.11.22, Knai v Republic (1987) 3 C.L.R. 1534, 1546).

Τούτων δοθέντων, παρέμεινε αίολη, στερημένη πραγματικού ερείσματος, η θέση του Εφεσείοντα περί δικαστικών και διοικητικών σφαλμάτων, με το Διοικητικό Δικαστήριο να είναι πολύ προσεκτικό, και κατά τα πρέποντα, να μην προβεί σε πρωτογενή διαπίστωση γεγονότων ή σε ουσιαστικό έλεγχο προκειμένου να εντοπίσει « τον τρόπο απώλειας του επίδικου οχήματος», κατά αντικατάσταση της Διοίκησης, κάτι που, εύστοχα, θεώρησε καλό να αποτυπώσει και ρητώς στην απόφαση του, με τη διατύπωση τούτη να μην είναι μόνο τυπική αλλά, ως εκ του περιεχομένου της κρίσης, και πραγματική (Πέτρου ν Δημοκρατίας και Άλλης, Α.Ε. 37/16, ημ. 6.6.23, ECLI:CY:AD:2023:C194).

Σαφώς λοιπόν το Διοικητικό Δικαστήριο αποφάνθηκε για τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, με επιτρεπτό σημείο αναφοράς και τα στοιχεία του Διοικητικού Φακέλου (Δημοκρατία ν Metamax Company Limited, Α.Ε. 47/16, ημ. 6.6.23, ECLI:CY:AD:2023:C196, Φράγκου ν Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 270, 274).

          Δεν παρέχεται πεδίο εφετειακής παρέμβασης.

          Ουδείς των λόγων ένστασης ευσταθεί.

Η έφεση απορρίπτεται.

          Επιδικάζουμε έξοδα ύψους €4.000,00 υπέρ των Εφεσίβλητων και εναντίον του Εφεσείοντα.

 

Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

Μ. ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ.

 

/μκε



[1] «[99] Η αποθήκη τελωνειακής αποταμίευσης μπορεί να είναι είτε δημόσια είτε ιδιωτική αποθήκη.

 

Νοούνται ως:

 

 — «δημόσια αποθήκη» η αποθήκη τελωνειακής αποταμίευσης που δύναται να χρησιμοποιηθεί από οποιοδήποτε πρόσωπο για την αποθήκευση εμπορευμάτων,

 

 — «ιδιωτική αποθήκη» η αποθήκη τελωνειακής αποταμίευσης που προορίζεται για την αποθήκευση εμπορευμάτων από το διαχειριστή της αποθήκης.

 

Διαχειριστής αποθήκης τελωνειακής αποταμίευσης είναι το πρόσωπο που έχει άδεια διαχείρισης αποθήκης τελωνειακής αποταμίευσης.

 

Ο αποταμιευτής είναι το πρόσωπο που δεσμεύεται με τη δήλωση υπαγωγής των εμπορευμάτων στο καθεστώς τελωνειακής αποταμίευσης ή το πρόσωπο στο οποίο έχουν μεταβιβασθεί τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του προηγουμένου».

 

[2] «[204] 1. Τελωνειακή οφειλή κατά την εισαγωγή γεννάται:

 

 α) από τη μη εκτέλεση μιας από τις υποχρεώσεις τις οποίες συνεπάγεται, για εμπόρευμα υποκείμενο σε εισαγωγικούς δασμούς, η παραμονή του σε προσωρινή εναπόθεση ή η χρησιμοποίηση του τελωνειακού καθεστώτος υπό το οποίο έχει τεθεί, ή

 

β) από τη μη τήρηση ενός από τους όρους που έχουν καθοριστεί για την υπαγωγή εμπορεύματος υπό το καθεστώς αυτό, ή για την έγκριση μειωμένου ή μηδενικού εισαγωγικού δασμού λόγω της χρησιμοποίησης του εμπορεύματος για ειδικούς σκοπούς· σε περιπτώσεις άλλες από εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 203, εκτός αν αποδειχθεί ότι οι παραλείψεις αυτές δεν είχαν πραγματικές συνέπειες για την ορθή λειτουργία της προσωρινής εναπόθεσης ή του σχετικού τελωνειακού καθεστώτος.

 

2. Η τελωνειακή οφειλή γεννάται είτε τη στιγμή κατά την οποία παύει να τηρείται η υποχρέωση η μη εκπλήρωση της οποίας γεννά την τελωνειακή οφειλή, είτε τη στιγμή κατά την οποία το εμπόρευμα τέθηκε υπό το συγκεκριμένο τελωνειακό καθεστώς εφόσον αποδεικνύεται εκ των υστέρων ότι ένας από τους όρους που καθορίστηκαν για την υπαγωγή του εν λόγω εμπορεύματος στο καθεστώς αυτό ή για την έγκριση μειωμένου ή μηδενικού εισαγωγικού δασμού λόγω της χρησιμοποίησης του εμπορεύματος για ειδικούς σκοπούς δεν είχε πράγματι τηρηθεί.

 

 3. Οφειλέτης είναι το πρόσωπο το οποίο οφείλει, κατά περίπτωση, είτε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που συνεπάγεται για εμπόρευμα υποκείμενο σε εισαγωγικό δασμό η παραμονή του σε προσωρινή εναπόθεση ή η χρησιμοποίηση του τελωνειακού καθεστώτος υπό το οποίο έχει τεθεί, είτε να τηρήσει τους όρους που έχουν καθοριστεί για την υπαγωγή του εμπορεύματος στο εν λόγω καθεστώς».

 

[3] «[206] 1. Καμία τελωνειακή οφειλή κατά την εισαγωγή δεν θεωρείται ότι γεννάται ως προς συγκεκριμένο εμπόρευμα, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 202 και το άρθρο 204 παράγραφος 1 στοιχείο α), όταν ο ενδιαφερόμενος προσκομίζει αποδείξεις ότι η μη εκτέλεση των υποχρεώσεων που απορρέουν:

 

— είτε από τις διατάξεις των άρθρων 38 έως 41 και του άρθρου 177 δεύτερη περίπτωση

 

— είτε από την προσωρινή εναπόθεση του εν λόγω εμπορεύματος

 

 — είτε από χρησιμοποίηση του τελωνειακού καθεστώτος υπό το οποίο έχει τεθεί το εμπόρευμα,

 

οφείλεται στην ολική καταστροφή ή την ανεπανόρθωτη απώλεια του εν λόγω εμπορεύματος από αιτία οφειλόμενη στην ίδια τη φύση του εμπορεύματος ή σε τυχαίο γεγονός ή ανωτέρα βία ή ακόμη με την άδεια των τελωνειακών αρχών.

 

 Κατά την έννοια της παρούσας παραγράφου, ένα εμπόρευμα θεωρείται ότι έχει υποστεί ανεπανόρθωτη απώλεια όταν δεν μπορεί πλέον να χρησιμοποιηθεί από οποιονδήποτε [...]».


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο