ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Άρθρο 23(3)(β)(i) του Ν. 33/64 – Μεταβατικές Διατάξεις)

 

 

(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 127/2016)

 

10 Ιανουαρίου, 2024

 

 

[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ,

Εφεσείοντες,

 

ν.

 

ΜΑΡΙΑΣ ΚΟΥΤΣΕΛΙΝΗ-ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ,

 

Εφεσίβλητης.

________________

 

 

Α. Χρίστου (κα), για Ιωαννίδης, Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.

 

Α. Αιμιλιανίδης, για Αχιλλεύς & Αιμίλιος Κ. Αιμιλιανίδης Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.

 

_________________

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δοθεί από τον Σάντη, Δ.

_________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Την 17.11.16 το Διοικητικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο της Προσφυγής 383/14 («η Προσφυγή») που καταχώρισε η Αιτήτρια/Εφεσίβλητη («η Εφεσίβλητη») εναντίον των Καθ’ ων η Αίτηση/Εφεσειόντων («οι Εφεσείοντες»), ακύρωσε την απόφαση των τελευταίων ημερομηνίας 4.2.14 με την οποία απέκοψαν την αναλογική σύνταξη της Εφεσίβλητης αναδρομικά από την 15.2.13 κρίνοντας ότι τούτη τους οφείλει €18.950,51 («η προσβαλλόμενη απόφαση»).

Παραθέτουμε το μέρος εκείνο της προσβαλλόμενης απόφασης που ευθέως αφορά σε ό,τι θα μας απασχολήσει (με το απόσπασμα να είναι αυτούσιο όπως και τα επόμενα):

«[…] Αναφέρομαι στην πρόσφατη συνάντηση μας προς το τέλος του έτους 2013 όπου σας είχαμε γνωστοποιήσει εγκύκλιο επιστολή του Υπουργείου Οικονομικών με αρ. φακ. Υ.0.10.04.001, ημερ. 7/1/2013 (αντίγραφο επισυνάπτεται για εύκολη αναφορά) με θέμα «Προϋπολογισμοί Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου 2013», και συγκεκριμένα το Άρθρο 11 του Βασικού Νόμου (Αναπροσαρμογή του ύψους των απολαβών) στο οποίο αναφέρεται ότι: «με το παρόν Άρθρο καθορίζεται ότι, ο μισθός ή αντιμισθία ή αποζημίωση ή χορηγία των αξιωματούχων της Δημοκρατίας και των κρατικών υπαλλήλων οποιασδήποτε βαθμίδας, οι οποίοι συμπληρώνουν την ηλικία των εξήντα τριών (63) ετών και οι οποίοι είναι δικαιούχοι αναλογικής σύνταξης από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, μειώνεται κατά το ύψος της αναλογικής σύνταξης που αντιστοιχεί σε υπηρεσία μέχρι τετρακόσιους (400) μήνες στην κρατική υπηρεσία, ανάλογα με την υπηρεσία έκαστου αξιωματούχου ή υπαλλήλου. Ως εκ τούτου, θα πρέπει στα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου στα οποία λειτουργεί Σχέδιο Συντάξεων όμοιο με το κυβερνητικό να υιοθετηθούν αντίστοιχες ρυθμίσεις. Ο υπό αναφορά Νόμος βρίσκεται σε ισχύ από 1η Ιανουαρίου 2013 [...].

Κατά την ανωτέρω συνάντηση σας είχαμε ενημερώσει αναφορικά με την αποκοπή της αναλογικής σύνταξης από τις μηνιαίες απολαβές σας από τις 15/02/2013 (ημερομ. συμπλήρωσης του 63ου έτους της ηλικίας σας). Το μηνιαίο ποσό της αναλογικής σύνταξης για την υπηρεσία σας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, σύμφωνα με την ενημέρωση που είχαμε από την Υπηρεσία Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ανέρχεται στο ποσό των 881,40 (αντίγραφο επισυνάπτεται για εύκολη αναφορά) ενώ για την υπηρεσία σας στο Δημόσιο Τομέα σύμφωνα και πάλι με την Υπηρεσία Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ανέρχεται στο ποσό των €766,47 (αντίγραφο επισυνάπτεται για εύκολη αναφορά).

Ενόψει των πιο πάνω για την χρονική περίοδο 15/02/2013-31/01/2014 θα πρέπει να καταβάλετε ποσό ύψους €18,950.51 (€881,40 + €766,47) Χ 11,5 μήνες, ενώ από 01/02/2014 θα σας αποκόπτεται το ποσό των €1,647.87 από τις μηνιαίες απολαβές σας […]».

 

          Κατά τα αναντίρρητα γεγονότα τα οποία συνέθεσαν εν πολλοίς και τη βάση του πρωτόδικου σκεπτικού, η Εφεσίβλητη υπηρετούσε από τον Απρίλιο 2010 στη θέση της Προέδρου του Τμήματος Επιστημών της Αγωγής των Εφεσειόντων. Τον Φεβρουάριο 2013 η Εφεσίβλητη συμπλήρωσε το 63ο έτος της ηλικίας της και είχε δικαίωμα σε αναλογική σύνταξη από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

          Με Εγκύκλιο του Υπουργείου Οικονομικών ημερομηνίας 7.1.13 («η Εγκύκλιος»), που είχε κοινοποιηθεί σε όλα τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, αν οι Εφεσείοντες λειτουργούσαν σχέδιο συντάξεων όμοιο προς το κυβερνητικό σχέδιο συντάξεων, θα έπρεπε να υιοθετήσουν ανάλογες ρυθμίσεις, ως πράττει η Δημόσια Υπηρεσία στις περιπτώσεις υπαλλήλων που συμπληρώνουν το 63ο έτος της ηλικίας τους και είναι δικαιούχοι αναλογικής σύνταξης από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, έτσι που ο μισθός τους να μειώνεται κατά το ύψος της αναλογικής σύνταξης κατά την υπηρεσία του κάθε υπαλλήλου.

Η ρύθμιση, ως υπέδειξε το Διοικητικό Δικαστήριο επήλθε διά του Άρθρου 11 του Περί Προϋπολογισμού της Δημοκρατίας για το έτος 2013 Νόμου 59(ΙΙ)/12 («ο Ν.59(ΙΙ)/12», που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας την 31.12.12). [1]  

          Η Εγκύκλιος προέβλεπε και αυτά:

«Σε συνέχεια της σχετικής με το πιο πάνω θέμα Εγκυκλίου Επιστολής μου, […], με την οποία καθορίστηκαν οι γενικές κατευθυντήριες γραμμές, με βάση τις οποίες θα πρέπει να καταρτίζονται οι Προϋπολογισμοί των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ) για το 2013, πληροφορείσθε τα ακόλουθα: […]

3.Πρόσθετα από τα πιο πάνω, στο Άρθρο 11 του Ν. 59(ΙΙ)/2012, περιλήφθηκε πρόνοια ώστε ο μισθός ή αντιμισθία ή αποζημίωση ή χορηγία των αξιωματούχων της Δημοκρατίας και των κρατικών υπαλλήλων οποιασδήποτε βαθμίδας, οι οποίοι συμπληρώνουν την ηλικία των εξήντα τριών (63) ετών και οι οποίοι είναι δικαιούχοι αναλογικής σύνταξης από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, να μειώνεται κατά το ύψος της αναλογικής σύνταξης που αντιστοιχεί σε υπηρεσία μέχρι τετρακόσιους (400) μήνες στην κρατική υπηρεσία, ανάλογα με την υπηρεσία εκάστου αξιωματούχου ή υπαλλήλου. Ως εκ τούτου, θα πρέπει στα ΝΠΔΔ στα οποία λειτουργεί Σχέδιο Συντάξεων όμοιο με το κυβερνητικό να υιοθετηθούν αντίστοιχες ρυθμίσεις.

4.Διαδικαστικά, διευκρινίζεται ότι:

α) για όσα ΝΠΔΔ υποβλήθηκαν οι Προϋπολογισμοί τους στο Υπουργικό Συμβούλιο και δεν έχουν συζητηθεί, αυτοί θα πρέπει να τροποποιηθούν πριν τη συζήτηση τους από το Υπουργικό Συμβούλιο, έτσι ώστε να περιλαμβάνονται οι προαναφερόμενες ρυθμίσεις, αφού προηγουμένως σταλούν στο Υπουργείο Οικονομικών, Διεύθυνση Προϋπολογισμού και Δημοσιονομικού Ελέγχου, για έλεγχο,

β) για όσα ΝΠΔΔ υποβλήθηκαν οι Προϋπολογισμοί τους στη Βουλή των Αντιπροσώπων, αυτοί θα πρέπει, σε συνεννόηση με τη Γραμματεία της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Οικονομικών και Προϋπολογισμού, να αντικατασταθούν πριν τη συζήτηση τους από την αρμόδια Κοινοβουλευτική Επιτροπή ή ψήφιση τους από την Ολομέλεια, έτσι ώστε να περιλαμβάνονται οι προαναφερόμενες ρυθμίσεις, αφού προηγουμένως σταλούν στο Υπουργείο Οικονομικών, Διεύθυνση Προϋπολογισμού και Δημοσιονομικού Ελέγχου, για έλεγχο.

γ) για όσα ΝΠΔΔ οι Προϋπολογισμοί τους εγκρίθηκαν από το Υπουργικό Συμβούλιο ή τους αρμόδιο Υπουργό /Υπουργούς και δεν απαιτείται η ψήφιση τους από την Βουλή των Αντιπροσώπων θα πρέπει να τροποποιηθούν έτσι ώστε να περιλαμβάνονται οι προαναφερόμενες ρυθμίσεις, και να σταλούν στο Υπουργείο Οικονομικών, Διεύθυνση Προϋπολογισμού και Δημοσιονομικού Ελέγχου, για έλεγχο».

 

          Στη βάση της Εγκυκλίου, οι Εφεσείοντες αποτάθηκαν γραπτώς προς το Γενικό Λογιστήριο για να πληροφορηθούν περί της περιόδου εργοδότησης της Εφεσίβλητης στον δημόσιο τομέα ώστε να προσδιορίσουν το ποσό αποκοπής από τον μισθό της.

Αφού κατέληξαν στο ποσό τής αποκοπής, οι Εφεσείοντες σε συνάντηση με την Εφεσίβλητη περί το τέλος του 2013, την ενημέρωσαν για το περιεχόμενο της Εγκυκλίου και για το ότι θα γινόταν αποκοπή από τον μισθό της, εξού και η προσβαλλόμενη απόφαση.

          Το Διοικητικό Δικαστήριο αποδέχθηκε την Προσφυγή κρίνοντας πως η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν παράνομη. 

          Οι Εφεσείοντες αντιτίθενται στην πρωτόδικη κρίση με ένα λόγο έφεσης, λέγοντας ότι κακώς το Διοικητικό Δικαστήριο αποφάνθηκε πως η προσβαλλόμενη απόφαση παρέμεινε χωρίς νομικό υπόβαθρο « και συνεπώς είναι παράνομη επειδή [οι Εφεσείοντες είχαν] υποχρέωση να [εισαγάγουν] παρόμοιες ρυθμίσεις ως αυτές του άρθρου 11 του περί προϋπολογισμού Nόμου του 2013, Ν.59(ΙΙ)/2012 στο προϋπολογισμό [τους] » και ακολούθως να ενεργήσουν ανάλογα. Αυτό, γιατί, κατά τη συνοδευτική αιτιολογία του λόγου έφεσης, τέτοιες ρυθμίσεις είχαν ενσωματωθεί στους «… περί Προϋπολογισμού του Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμους, [2] ως εγκρίθηκαν από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, για τα έτη που αποκόπηκαν τα ποσά της αναλογικής σύνταξης της Εφεσίβλητης …», με την « ύπαρξη νόμου πρωτεύουσας ή δευτερεύουσας φύσης …» να αποτελεί « δικαστική γνώση ακόμα και στην περίπτωση όπου κατά την εκδίκαση πρωτοδίκως εξέλειπε ειδική ή συγκεκριμένη αναφορά και ο συγκεκριμένος Νόμος στην προκειμένη περίπτωση ο περί προϋπολογισμού Νόμος, έχει αναδρομική ισχύ και ισχύει από 1/1 μέχρι 31/12 για το έτος που αφορά, σε αντίθεση με άλλους νόμους που τίθενται σε ισχύ με την ψήφιση τους».

          Η επιχειρηματολογία των Εφεσειόντων περιεστράφη γύρω από όσα απηχεί ο λόγος έφεσης, ήτοι πως το Διοικητικό Δικαστήριο λανθασμένα συμπέρανε ότι οι ενέργειες τους και κατ’ επέκταση οποιαδήποτε απόφαση τους στερούνταν νομικής θεμελίωσης αφού το Άρθρο 11, Ν.59(ΙΙ)/12 είχε ενσωματωθεί στους «… περί Προϋπολογισμού του Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμους για τα έτη που αφορούσαν στην αποκοπή της αναλογικής σύνταξης της Εφεσίβλητης …» και πως « σε κάθε περίπτωση η ενσωμάτωση αυτή των ρυθμίσεων, στα εν λόγω νομοθετήματα παρά την μη ειδική αναφορά … στην πρωτόδικη διαδικασία, αποτελεί δικαστική γνώση …», αλλά και ότι « οι περί Προϋπολογισμού του Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμους έχουν αναδρομική και ισχύουν από 1/1 μέχρι 31/12 για τα έτη που αφορούν σε αντίθεση με άλλους νόμους που τίθενται σε ισχύ με την ψήφιση τους». Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν « απόλυτα σύννομη και γι’ αυτό τίθεται θέμα επέμβασης του Σεβαστού Δικαστηρίου … αφού δεν είχε τεκμηριωθεί οποιοσδήποτε λόγος ακύρωσης στην Πρωτόδικη Διαδικασία».

          Συνιστά θέση της Εφεσίβλητης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση συζητήθηκε πρωτοδίκως από τους Εφεσείοντες - και αποφασίσθηκε συνακόλουθα από το Διοικητικό Δικαστήριο - με επίκληση τον Ν.59(ΙΙ)/12, με ρητή τη θέση των Εφεσειόντων περί μη εφαρμογής του Περί Προϋπολογισμού του Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμος 43(ΙΙ)/13 ο Ν.43(ΙΙ)/13»).

Εκτός τούτου, ως είχε υποδειχθεί και στο Διοικητικό Δικαστήριο από την Εφεσίβλητη, η παραπομπή από τους Εφεσείοντες στο τέλος της πρώτης παραγράφου της προσβαλλόμενης απόφασης πως «… θα πρέπει στα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου στα οποία λειτουργεί Σχέδιο Συντάξεων όμοιο με το κυβερνητικό να υιοθετηθούν αντίστοιχες ρυθμίσεις. Ο υπό αναφορά Νόμος βρίσκεται σε ισχύ από 1η Ιανουαρίου 2013…», δεν εντοπίζεται στο Άρθρο 11, Ν.59(ΙΙ)/12, με κατ’ ακολουθίαν έκδηλη την πλάνη των Εφεσειόντων.

Συζήτησε προσέτι η Εφεσίβλητη ότι ο N.43(ΙΙ) - και ειδικότερα το Άρθρο 13 αυτού [3] - δεν θα μπορούσε να αφορά στην υπόθεση αφού όχι μόνο δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας υστερότερα της αναδρομικής εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και γιατί ο Ν.43(ΙΙ)/13 δεν θα μπορούσε έτσι κι αλλιώς να συγκροτήσει σημείο αναφοράς από το Διοικητικό Δικαστήριο (ή τους Εφεσείοντες) καθότι δεν δικογραφήθηκε στην Ένσταση και δεν είχε αναδρομική ισχύ.

Συγκλίνουμε με τον πυρήνα των θέσεων της Εφεσίβλητης και αποκλίνουμε από εκείνες των Εφεσειόντων.

Το Διοικητικό Δικαστήριο έκρινε, και σωστά κατά τα όσα αναπτύχθηκαν,  πως δεν προκύπτει από τον Ν.59(ΙΙ)/12 ότι το νομοθέτημα εφαρμόζεται σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και συμπερασματικά μήτε στους Εφεσείοντες.

Κατά τον πρωτόδικο συλλογισμό, το Υπουργείο Οικονομικών, μέσω της Εγκυκλίου, έδινε οδηγίες προς τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου όπως ενσωματώσουν στους προϋπολογισμούς των Εφεσειόντων παρόμοιες ρυθμίσεις με εκείνες του Ν.59(ΙΙ)/12, παραινώντας για τον τρόπο ενέργειας τού κάθε τέτοιου νομικού προσώπου, αναλόγως του σταδίου στο οποίο βρισκόταν ο αφορών προϋπολογισμός.

Επιπροσθέτως, το Διοικητικό Δικαστήριο καλώς κατέληξε στο ότι οι Εφεσείοντες κατέταξαν την Εφεσίβλητη εντός των προβλέψεων του Άρθρου 11, Ν.59(ΙΙ)/12, προχωρώντας στην αποκοπή του μισθού της. Ωστόσο, τούτο συνέβη, ως ορθώς αποφάνθηκε το Διοικητικό Δικαστήριο, πεπλανημένα και καθ’ υπέρβαση εξουσίας αφού η Εγκύκλιος δεν έδιδε τέτοιες οδηγίες προς τους Εφεσείοντες, οι οποίοι ούτε αρμοδιότητα, ούτε εξουσία είχαν υπό τις περιστάσεις να επέμβουν στις απολαβές της Εφεσίβλητης υπό την ιδιότητα της ως κρατικού υπαλλήλου.

Έτσι, οι Εφεσείοντες υποχρεούνταν να εισαγάγουν παρόμοιες ρυθμίσεις με εκείνες του Άρθρου 11, Ν.59(ΙΙ)/12 στον δικό τους προϋπολογισμό, ενεργώντας μετέπειτα κατά τα ανάλογα.

Χωρίς να προηγηθεί η ενέργεια αυτή, απέληξε το Διοικητικό Δικαστήριο, οποιαδήποτε απόφαση των Εφεσειόντων ήταν χωρίς νομικό έρεισμα, με παρεπόμενο η Προσφυγή να χρήζει απόρριψης δίχως να χρειαστεί να αποφασιστεί αν η Εφεσίβλητη ενέπιπτε εντός των προνοιών του Άρθρου 11, Ν.59(ΙΙ)/12

Συμφωνούμε.

Όσα εισηγήθηκαν οι Εφεσείοντες, με εξειδικευμένη αναφορά σε πρόνοιες του Ν.59(ΙΙ)/12, δεν είχαν στην ουσία τους υποβληθεί στο Διοικητικό Δικαστήριο προς απόφανση.

Δεν θα αναφερθούμε σε όλες τις υπόλοιπες εκφάνσεις των επιχειρημάτων των Εφεσειόντων διότι ελλείψει κατ’ εξαίρεση λόγων - λόγου χάριν δημόσιας τάξης - κάτι τέτοιο δεν θα μετάβαλλε τη διαπίστωση αρχής η οποία παραβιάστηκε από τους Εφεσείοντες ως προς το χρέος που είχαν να θέσουν πρωτοδίκως τα υπό ανάλυση για να νομιμοποιούνταν να τα προτάξουν κατ’ έφεση (Χατζηγεωργίου ν Κυπριακού Συμβουλίου Αναγνώρισης Τίτλου Σπουδών (ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.), Ε.Δ.Δ. 17/18, ημ. 19.12.23, Δημοκρατία ν Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου, Α.Ε. 63/15, ημ. 7.6.21, ECLI:CY:AD:2021:C227, CH Kounounas Constructions Ltd v Kυπριακή Δημοκρατία, Α.Ε. 28/14, ημ. 28.7.20, ECLI:CY:AD:2020:C277, Καπακιώτης και Παπαέλληνας Λτδ ν Δημοκρατίας (2016) 3 Α.Α.Δ. 660, 671-672).

Αρκούμαστε να αναφέρουμε ότι παρόλο που οι Εφεσείοντες απέκλεισαν ρητώς στην πρωτόδικη γραπτή αγόρευση τους τη σχετικότητα του Ν.43(ΙΙ)/13 - τονίζοντας πως ισχύει ο Ν.59(ΙΙ)/12 (επιχειρηματολογώντας ότι η Εφεσίβλητη είναι κρατική υπάλληλος εντός της έννοιας των προνοιών του) - αποφάσισαν να αναστρέψουν τη στάση τους στον λόγο έφεσης διατεινόμενοι ότι ίσχυε ο Ν.43(ΙΙ)/13 και όχι ο Ν.59(ΙΙ)/12.  

Καμιά πτυχή των όσων προέταξαν οι Εφεσείοντες δεν πείθει ότι η ενεστώσα περίπτωση θα εδύνατο να αντιμετωπιστεί υπό διαφορετική δικαστική οπτική (Δημοκρατία ν Βασιλειάδη και Άλλων (Αρ 1) (2006) 3 Α.Α.Δ. 297, 301-302).

Αυτό, από μόνο του, σφραγίζει, την τύχη της έφεσης, πέραν από το ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή στο σύνολο της.

Παρεμβάλλουμε, χάριν ολοκληρωμένης θεώρησης, ότι όσα προώθησαν οι Εφεσείοντες διά επιστράτευσης του Άρθρου 7 του Περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1 [4] για τα περί φερόμενης (και οφειλόμενης) δικαστικής γνώσης του Διοικητικού Δικαστηρίου εν σχέσει προς τον Ν.43(ΙΙ)/13 (έστω στην απουσία ειδικής αναφοράς στο νομοθέτημα αυτό πρωτοδίκως εκ πλευράς Εφεσειόντων), δεν θα μπορούσαν κειμένως, τουλάχιστον υπό το πλέγμα γεγονότων της περίπτωσης, να υπερισχύσουν της αρχής στην οποία αναφερθήκαμε, αφού αυτά δεν κατέστησαν επίμαχα από τους Εφεσείοντες

Τούτο, γιατί, ως προείπαμε, δεν ανέπτυξαν τις θέσεις αυτές (είτε στην Ένσταση είτε στη γραπτή τους αγόρευση, ή ακόμη στις προφορικές διευκρινίσεις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου την 7.11.16), τοσούτω δε μάλλον ευθέως κατά τα ισχύοντα δικονομικά (Αριστοκλέους ν Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 673, 677, Μιχαηλίδης ν Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 135, 140, Σωκράτους ν Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 440/98, ημ. 15.11.99).

Στην Torgut και Άλλων ν Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας και Άλλου, Π.Ε. 79/15, ημ. 10.6.20, ECLI:CY:AD:2020:A186, το Ανώτατο Δικαστήριο (ως Εφετείο), κατέγραψε τα εξής, κατά δέουσα αναπροσαρμογή προς ό,τι εδώ ενδιαφέρει:

«Στα πλαίσια ανάπτυξης αυτού του λόγου έφεσης οι εφεσείοντες πρόβαλαν, επίσης, ότι το Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη το γεγονός της δημιουργίας της Κεντρικής Επιτροπής για την προστασία των εγκαταλελειμμένων Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, σύμφωνα με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, ημερομηνίας 18.8.1975, και του Διατάγματος Επίταξης 671, που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 11.9.1975, καθώς επίσης και τη νομοθεσία του Κηδεμόνα στην οποία αναφέρεται στην Επιτροπή και στα μέτρα για τη διαχείριση. Για όλα τα πιο πάνω υπήρχε δικαστική γνώση, σύμφωνα με την εισήγηση.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως προς το θέμα αυτό, ανέφερε τα ακόλουθα σχετικά:

«Η Έκθεση Απαίτησης φαίνεται να περιορίζεται και να εγείρει ως αιτία αγωγής την ισχυριζόμενη πραγματική επέμβαση των Εναγομένων στις επίδικες περιουσίες. Καμιά αναφορά σε οιοδήποτε νόμο, «ειδική επιτροπή» η «Κεντρική Επιτροπή Προστασίας και Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών» ή επίταξη δεν γίνεται σε αυτή, αλλά και καμιά σχετική μαρτυρία δεν έχει παρουσιαστεί. Όπως έχει σημειωθεί, αναφορά στους περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και Άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμους του 1991 μέχρι 2012 γίνεται στην Έκθεση Υπεράσπισης καθιστώντας τις διατάξεις τους για την εφαρμογή τους στα γεγονότα της υπόθεσης επίδικο ζήτημα. Αναφορά στο Νόμο γίνεται και στην Απάντηση των Εναγόντων, με τους τελευταίους να υποστηρίζουν ότι αυτός είναι άκυρος γιατί παραβιάζει τα ανθρώπινα και τα Συνταγματικά δικαιώματα των Εναγόντων.

Εάν θα μπορούσε να έχει το Δικαστήριο δικαστική γνώση για την ύπαρξη μιας επιτροπής που συστάθηκε με διοικητικές διευθετήσεις ή μιας επίταξης ή αριθμού επιτάξεων τα ζητήματα θα έπρεπε να είχαν εγερθεί στη δικογραφία.»

Δε διαπιστώνουμε σφάλμα στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Δεν υπήρξε αναφορά στα δικόγραφα περί επίταξης των επιδίκων περιουσιών καθ΄ οιονδήποτε χρόνο και, για όσο αξίζει, κατά την αντεξέταση του ΜΥ1 αυτός αρνήθηκε ότι υπήρξε τέτοια επίταξη. Οι αναφορές που έγιναν στις υποθέσεις Arif Mustafa v. Υπουργείου Εσωτερικών (2004) 4 ΑΑΔ 790 και Υπουργός Εσωτερικών ν. Μυλωνά (2002) 1 ΑΑΔ 120 δε βοηθούν την υπόθεση των εφεσειόντων. Το γεγονός ότι σ΄ εκείνες τις υποθέσεις γίνεται αναφορά σε επίταξη περιουσιών πριν τη θέσπιση του επίδικου Νόμου, δε θεωρούμε ότι αποδεικνύει ότι στην παρούσα περίπτωση υπήρξε επίταξη των επίδικων περιουσιών, χωρίς αυτός ο ισχυρισμός να δικογραφείται, να έχει δοθεί προς τούτο μαρτυρία και να έχει αποδειχθεί στον απαιτούμενο βαθμό».

 

Η δικονομία - νομολογιακή, κανονιστική ή και νομοθετική - παράγει, κατά κανόνα, τάξη, και η τάξη βεβαιότητα για τις παραμέτρους και τους μηχανισμούς εντός των οποίων μπορεί, μεταξύ άλλων, να τεθεί και αναπτυχθεί ενώπιον Δικαστηρίου αίτημα επί της ουσίας μιας δικαστικής διαφοράς. Το διοικητικό δικονομικό δίκαιο (ή απλούστερα η διοικητική δικονομία) δεν συνθέτει εξαίρεση. Η ορθή και λελογισμένη εφαρμογή της διοικητικής δικονομίας μπορεί, αναλόγως, να συνδράμει το εγχείρημα διασφάλισης της δίκαιης δίκης και κατά το διοικητικό δίκαιο, μακριά, πάντα, από αδικαιολόγητους φορμαλισμούς και δογματισμούς (κάτι που κάθε άλλο παρά προσδιορίζει την παρούσα περίπτωση).

          Εν προκειμένω, η δικονομία, δεν ακολουθήθηκε από τους Εφεσείοντες πρωτοδίκως, ώστε να δικαιούνται να προβάλλουν, και να υποστηρίζουν, λόγο έφεσης για ζητήματα που δεν εξετάζονται αυτεπαγγέλτως (βλ. κατ’ αναλογίαν, Δήμος Λευκωσίας ν Κοινοπραξία Cybarco Ltd - A Aristotelous Constructions Ltd, Ε.Δ.Δ. 19/17, ημ. 31.10.23).

Τους λόγους, τους επισημάναμε.

Ο λόγος έφεσης αποτυγχάνει.

Η απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου ήταν, με βάση και τα δεδομένα της υπόθεσης, εύλογη και σωστή.  

          Η έφεση απορρίπτεται.

Επιδικάζουμε έξοδα ύψους €4.000,00, συν ΦΠΑ, αν υπάρχει, υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον των Εφεσειόντων.

 

                                                                   Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

                                                                   Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

                                                                   Μ. ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ.

 

 

 

 

/φκ



[1] «11. (1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου Νόμου ή Κανονισμού που ρυθμίζει θέματα μισθοδοσίας ο μισθός ή αντιμισθία ή αποζημίωση ή χορηγία των αξιωματούχων της Δημοκρατίας και των κρατικών υπαλλήλων οποιασδήποτε βαθμίδας, οι οποίοι συμπληρώνουν την ηλικία των εξήντα τριών (63) ετών και οι οποίοι είναι δικαιούχοι αναλογικής σύνταξης από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, μειώνεται κατά το ύψος της αναλογικής σύνταξης που αντιστοιχεί σε υπηρεσία μέχρι τετρακόσιους (400) μήνες στην κρατική υπηρεσία, ανάλογα με την υπηρεσία έκαστου αξιωματούχου ή υπαλλήλου.

(2) Ο Υπουργός Οικονομικών έχει εξουσία να αποφασίζει για την άρση ανωμαλιών και την επίλυση προβλημάτων που δυνατό να προκύψουν από την εφαρμογή της παρούσας ρύθμισης».

 

[2] Η αναφορά φαίνεται να αφορά στον Περί Προϋπολογισμού του Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμο 43(ΙΙ)/13.

[3] «13.(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου ή κανονισμού που ρυθμίζει θέματα μισθοδοσίας, ο μισθός και τα επιδόματα μελών του προσωπικού του Πανεπιστημίου Κύπρου, οι οποίοι συμπληρώνουν την ηλικία των εξήντα τριών (63) ετών και οι οποίοι είναι δικαιούχοι αναλογικής σύνταξης από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, μειώνονται κατά το ύψος της αναλογικής σύνταξης που αντιστοιχεί σε υπηρεσία μέχρι τετρακόσιους (400) μήνες στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, ανάλογα με την υπηρεσία έκαστου μέλους του προσωπικού.

 

(2) Ο Υπουργός Οικονομικών έχει εξουσία να αποφασίζει για την άρση ανωμαλιών και την επίλυση προβλημάτων που δυνατό να προκύψουν από την εφαρμογή της παρούσας ρύθμισης».

[4] «7. Κάθε Νόμος και κάθε δημόσιο έγγραφο, που γίνεται ή εκδίδεται με βάση το Νόμο αυτό ή άλλη νόμιμη εξουσία και που έχει νομοθετική ισχύ θα πρέπει να δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και, εκτός αν προβλέπεται σε αυτόν διαφορετικά, θα ισχύει και θα τίθεται σε ισχύ κατά την ημερομηνία της δημοσίευσης και θα είναι δικαστικά γνωστός (judicially noticed)».


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο