ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

Δικαιοδοσία Δυνάμει του Αρθρου 9(2)(γ), του Νόμου 33/64.

 

(ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 2/2023)

 

 31 Ιανουαρίου, 2024.

 

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.,  ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, 

ΣΑΝΤΗΣ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, ΓΕΩΡΓΙΟΥ,  Δ/στές]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 9(2)(γ) ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964-2022

 

ΚΑΙ

 

Αναφορικά με τον περί της Λειτουργίας του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Διαδικαστικο Κανονισμο toy 2023

 

ΚΑΙ

 

Αναφορικά με την Αίτηση της επιτροπης κεφαλαιαγορασ κυπρου στην αναθεωρητική Εφεση Αρ. Ε.Δ.Δ. 04/19

ΚΑΙ

 

Αναφορικά με την Απόφαση του εφετειου στην Αναθεωρητική Εφεση Αρ. Ε.Δ.Δ. 04/19 ημερ. 25.9.23.

 

____________________

ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ

____________________

 

Γ. Τριανταφυλλίδης και Ρ. Πασιουρτίδου (κα), για ΄Αντης Τριανταφυλλίδης και Υιοί ΔΕΠΕ, για την Αιτήτρια.

Δ. Βάκης, για Πύργου, Βάκης & Σία ΔΕΠΕ και Α. Ζαχαρίου & Σία ΔΕΠΕ, για τον Ευθύμιο Μπουλούτα.

 

____________________

 

Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι ομόφωνη. Την απόφαση της πλειοψηφίας θα δώσει ο Λιάτσος, Π. και με αυτή συμφωνούν οι Οικονόμου, Δ., Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ., Σωκράτους, Δ., Γεωργίου, Δ. Απόφαση μειοψηφίας θα δώσει ο Σάντης, Δ.

Απόφαση μειοψηφίας θα δώσει επίσης η Χατζηγιάννη, Δ. και με αυτή συμφωνεί η Καρακάννα, Δ.

_____________________

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(Πλειοψηφίας)

 

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.:  Το ΄Αρθρο 11(2)(β) του περί των Πράξεων Προσώπων που Κατέχουν Εμπιστευτικές Πληροφορίες και των Πράξεων Χειραγώγησης της Αγοράς (Κατάχρηση Αγοράς) Νόμου, Ν. 116(Ι)/2005, βρίσκεται στον πυρήνα της ενώπιον μας διαδικασίας. Προβλέπει:

 

«(β)  Απαγορεύεται στους διοικητικούς συμβούλους του εκδότη  ή σε ανώτατους αξιωματούχους του, κατά την παροχή πληροφορίας σχετικά με την χρηματοοικονομική κατάσταση του εκδότη και τις προοπτικές του, να προβαίνουν  σε δήλωση, υπόσχεση ή πρόβλεψη παραπλανητική, ψευδή ή απατηλή ή να αποκρύπτουν οτιδήποτε ουσιώδες.»

 

 

 

Ο Ευθύμιος Μπουλούτας, Εφεσείων στην ΄Εφεση κατ΄ Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 4/2019, προέβηκε, στις 28.9.2011, ως Διευθύνων Σύμβουλος της Marfin Popular Bank (η Τράπεζα), στην ακόλουθη δήλωση αναφορικά με την ως άνω τράπεζα, σε απάντηση σχετική ερώτησης δημοσιογράφου του περιοδικού «Ευροκέρδος»:

 

«Aύξηση κεφαλαίου

-Ερώτηση από το ΕUROKΕΡΔΟΣ: Εάν τυχόν αποφασίσετε αύξηση κεφαλαίου του Ομίλου  ποια πιστεύετε ότι είναι τα ποσά που θα σας φέρουν σε θέση να υλοποιήσετε τους στόχους σας, τον προγραμματισμό σας και τα  μεσοπρόθεσμα σχέδιά σας.  Δηλαδή, πόσα λεφτά θα χρειαζόταν ο Όμιλός σας για να είναι πλήρως υγιής και να έχει και ρευστότητα.

 

-Απάντηση: «Ο Όμιλος είναι υγιής, έχει ρευστότητα και αυτή τη στιγμή δεν χρειάζεται κεφάλαια, άρα οποιαδήποτε αναφορά πάνω σε θέματα αυξήσεων κεφαλαίων δεν υφίσταται.  Υπάρχουν μεθοδολογίες αύξησης των εποπτικών κεφαλαίων με μείωση στοιχείων ενεργητικού.  Εμείς κάναμε μία ανακοίνωση τον Ιούλιο μετά από τα αποτελέσματα για το stress test τα οποία δεσμευτήκανε για μείωση στοιχείων ενεργητικού.  Τα στοιχεία ενεργητικού δεν είναι απαραίτητο να είναι δάνεια μπορεί π.χ να είναι Ομόλογα.  Όταν έχουμε στη διάθεσή μας Ομόλογα. Για να κρατήσεις Ομόλογα σαν τράπεζα πρέπει να έχεις κεφάλαια, εάν δεν έχεις αυτά τα Ομόλογα δεν χρειάζεται να έχεις τα κεφάλαια.  Επομένως, υπάρχει δυνατότητα βελτίωσης των δεικτών σου και των κεφαλαίων σου με άλλες μεθοδολογίες.  Ταυτόχρονα εμείς προχωρούμε και στην έκδοση Ομολόγων, όπως είναι και ένα από τα θέματα σήμερα στη Γενική μας Συνέλευση.  Τα Ομόλογα αυτά ονομάζονται Ομόλογα Ενισχυμένου Κεφαλαίου, άρα είναι Τier 1 διαβάθμιση  αλλά επειδή έχουν δυνατότητα ανταλλαγής σε περίπτωση που οι εποπτικοί δείκτες πέσουν κάτω από το 5,5% το οποίο είναι μία σειρά Ομολόγων την οποία έχουμε κάνει στο παρελθόν με 80 εκατομμύρια και έχουμε κάνει και ανταγωνιστές μας στην Κύπρο.  Αυτά θεωρούνται πρωτοβάθμια για λόγους stress test.  Άρα έχουμε ένα πλάνο κεφαλαιακής ενίσχυσης.  Κανένα από αυτά τα πλάνα δεν περιλαμβάνει αύξηση ιδίων κεφαλαίων».

 

 

 

 Η εν λόγω δήλωση εξετάστηκε από την  Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (ΕΚΚ), η οποία, με απόφασή της ημερομηνίας 30.9.2013, έκρινε ότι  συνιστούσε παραπλανητική δήλωση, κατά παράβαση του προαναφερθέντος ΄Αρθρου 11(2)(β) του Νόμου και επέβαλε διοικητικό πρόστιμο ύψους €100.000. Η κρίση της ΕΚΚ στηρίχθηκε ουσιαστικά στο σκεπτικό ότι, με βάση τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν της, η Τράπεζα δεν είχε την προβλεπόμενη από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ρευστότητα και επιπλέον, ακριβώς λόγω των προβλημάτων ρευστότητας που αντιμετώπιζε, λάμβανε ήδη, από τις 27.9.2011, ρευστότητα μέσω του μηχανισμού παροχής έκτακτης ρευστότητας (Emergency Liquidity Assistance ELA). Η ΕΚΚ κατέληξε ότι ο μέσος ορθολογικός επενδυτής δεν θα εκλάμβανε το γεγονός ότι η Τράπεζα αντλούσε ρευστότητα από τον ELA, ως απόδειξη ότι είναι υγιής και έχει ρευστότητα, όπως παρέπεμπε και η προαναφερθείσα δήλωση του Διευθύνοντα Συμβούλου της.

 

Η απόφαση της ΕΚΚ αποτέλεσε το αντικείμενο προσφυγής, στα πλαίσια της οποίας  αμφισβητήθηκε η νομιμότητά της. Το Διοικητικό Δικαστήριο την απέρριψε, επικυρώνοντας την προσβαλλόμενη απόφαση. Κατέληξε ότι ήταν ευλόγως επιτρεπτή, πλήρως αιτιολογημένη και το αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και, κατά προέκταση, δεν στοιχειοθετήθηκε οποιοσδήποτε βάσιμος λόγος ακύρωσης. Κατά της απόφασης αυτής καταχωρήθηκε η έφεση υπ΄ αριθμό 4/2019.

 

Στις 25.9.2023 το Εφετείο, ασκώντας αναθεωρητική δικαιοδοσία, εξέδωσε κατά πλειοψηφία απόφαση, με την οποία, αποδεχόμενο δύο εκ των λόγων έφεσης, συναφών μεταξύ τους, τον τρίτο και τέταρτο, ακύρωσε ως παράνομη την απόφαση της ΕΚΚ και παραμέρισε ως εσφαλμένη την σχετική απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου. Πιο συγκεκριμένα, εξετάζοντας, στον λόγο έφεσης 3 υπό το φως του προαναφερθέντος ΄Αρθρου 11(2)(β), το βασικό ερώτημα κατά πόσο συνιστούσε παραπλανητική φράση η δήλωση του Εφεσείοντα «Ο ΄Ομιλος είναι υγιής, έχει ρευστότητα», έκρινε ως ακολούθως:

 

«Δεδομένης, λοιπόν, της καταφυγής της Marfin Popular Bank στον μηχανισμό παροχής έκτακτης ρευστότητας της Κεντρικής Τράπεζας από την 27.9.2011, αν ο Εφεσείων δήλωνε μόνο (κατά την 28.9.2011) ότι «η Τράπεζα είναι υγιής, έχει ρευστότητα», αυτή η δήλωση θα ήταν όντως παραπλανητική διότι θα άφηνε την εσφαλμένη εντύπωση στον ακροατή ή λήπτη της πληροφορίας (περιλαμβανομένου του μέσου ορθολογικού επενδυτή) ότι η Τράπεζα ήταν σε σαφώς καλύτερη οικονομική κατάσταση από το να έχει αναγκαστεί να καταφύγει σε μηχανισμό παροχής έκτακτης ρευστότητας. 

 

……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

 

Πλην όμως, η δήλωση «Ο Όμιλος είναι υγιής, έχει ρευστότητα» δεν λέχθηκε εν κενώ, αλλά μαζί με άλλες δηλώσεις του Εφεσείοντα/Αιτητή προς τον δημοσιογράφο του περιοδικού «Ευrοκέρδος», οπότε η ΕΚΚ έπρεπε να ισοζυγίσει αυτή τη δήλωση μαζί με τα συμφραζόμενά της και να αιτιολογήσει γιατί κατά τη γνώμη της οι λοιπές δηλώσεις του Εφεσείοντα/Αιτητή δεν αναιρούσαν την κρίση της περί του παραπλανητικού της επίμαχης δήλωσης, δεδομένου ότι ο Εφεσείων/Αιτητής στις παραστάσεις του (επιστολή του ημερομηνίας 4.12.2012) προς την ΕΚΚ ευθύς εξ' αρχής της υπέβαλε ότι η επίκληση της επίμαχης δήλωσης (ως ενδεχόμενης παράβασης του Άρθρου 11(2)(β) του Νόμου 116(Ι) του 2005) είναι, μεταξύ άλλων, αποσπασματική και έτσι δεν επιτρέπει σε κανένα σκέλος της την ακριβή κατανόησή της, αντιθέτως δημιουργεί εσφαλμένες εντυπώσεις (σελ. 2 της επιστολής του), και ότι η ΕΚΚ κατανόησε εσφαλμένα τις δηλώσεις του απομονώνοντας μεμονωμένες φράσεις και λέξεις από το νοηματικό τους περίγυρο (σελ. 3 επιστολής του). 

 

Συν τοις άλλοις, ακόμα και αν ο Εφεσείων/Αιτητής δεν επεσήμαινε στην ΕΚΚ τον αποσπασματικό τρόπο με τον οποίο αυτή εκλάμβανε τη δήλωσή του, είναι εν πάση περιπτώσει επιβεβλημένο από τις αρχές της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης (Άρθρα 50 και 51(1) των περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμων) όπως η Διοίκηση λαμβάνει υπόψη τα συμφραζόμενα του διοικούμενου όταν ο τελευταίος της υποβάλλει θέσεις ή όταν (όπως εν προκειμένω) η ίδια αυτεπαγγέλτως εξετάζει δηλώσεις του για σκοπούς επιβολής του Νόμου, με τον ίδιο τρόπο που λαμβάνονται υπόψη τα συμφραζόμενα κατά την ερμηνεία νομοθετήματος ή σύμβασης.

 

Ενόψει των ανωτέρω, εκτιμούμε ότι η ΕΚΚ όφειλε, στο πλαίσιο της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασής της, να αιτιολογήσει και εξηγήσει, όχι μόνο γιατί κατά την κρίση της η επίμαχη φράση «Ο Όμιλος είναι υγιής, έχει ρευστότητα» ήταν αυτή καθ' αυτή παραπλανητική (το πρώτο απαιτητέο σκέλος της αιτιολογίας), αλλά και γιατί αυτό το συμπέρασμα δεν αναιρείται από τις λοιπές δηλώσεις του Εφεσείοντα/Αιτητή της ίδιας ημέρας, στο περιοδικό «Ευrοκέρδος» (το δεύτερο απαιτητέο σκέλος της αιτιολογίας).

 

……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

 

Επειδή, λοιπόν, δεν εντοπίζουμε αυτό το δεύτερο σκέλος της απαιτητέας αιτιολογίας στα σχετικά πρακτικά της συνεδρίας ημερομηνίας 30.9.2013 της ΕΚΚ, ούτε και στην επιστολή της ημερομηνίας 10.10.2013 με την οποία ενημέρωσε τον Εφεσείοντα/Αιτητή για την προσβαλλόμενη απόφασή της, εκτιμούμε ότι αυτό το κενό συνιστά ανεπαρκή αιτιολογία η οποία, ως λόγος ακύρωσης, παρατίθεται τόσο στην πρωτόδικη αίτηση ακύρωσης (νομικό σημείο 2) όσο και στον εξεταζόμενο λόγο έφεσης, ιδίως διά της αιτιολογίας 6 αυτού ο οποίος έχει ως ακολούθως:

 

«Το κατά πόσο μια δήλωση είναι παραπλανητική δεν μπορεί να κριθεί απομονώνοντας την από τα όσα άλλα δηλώνονται μαζί με αυτή.  Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ουδόλως αναφέρθηκε στο πλήρες κείμενο της φερόμενης δήλωσης του Εφεσείοντα, στο οποίο γίνεται αναφορά και επεξηγείται η δήλωση.  Η επίμαχη δήλωση είναι μέρος μεγαλύτερης δήλωσης και δεν μπορεί να κριθεί ως παραπλανητική χωρίς αναφορά στο πλήρες κείμενο της δήλωσης.»

 

Περαιτέρω, αυτό το κενό καθιστά αδύνατο το δικαστικό έλεγχο, διότι εγείρει εύλογα ερωτήματα τα οποία το ίδιο το Δικαστήριο αδυνατεί να απαντήσει, αφού -ως προαναφέραμε- η πρωτογενής κρίση επί των πραγματικών δεδομένων ενώπιον της Διοίκησης δεν συνιστά έργο του Δικαστηρίου.

 

Ενόψει των ανωτέρω, έχοντας εξετάσει τον τρίτο λόγο έφεσης, κρίνουμε ότι αυτός είναι βάσιμος και επιτυγχάνει, υπό την έννοια ότι εσφαλμένα το Διοικητικό Δικαστήριο έκρινε ότι η ΕΚΚ ευλόγως θεώρησε ως παραπλανητική την επίμαχη δήλωση «Ο Όμιλος είναι υγιής, έχει ρευστότητα», άνευ ετέρου και αποσπασματικά.»

 

 

 

Σε σχέση με τον τέταρτο λόγο έφεσης, κρίθηκε ότι το αποτέλεσμά του καθορίστηκε στο πλαίσιο του τρίτου λόγου, όπου, κατ΄ ουσίαν είχαν εγερθεί τα ίδια θέματα. Κατ΄ ακολουθίαν η πλειοψηφία κατέληξε σχετικά:

 

 

«Ως εκ τούτου, για τους ίδιους λόγους για τους οποίους αποδεχόμαστε τον τρίτο λόγο έφεσης, κρίνουμε ότι και ο τέταρτος λόγος έφεσης είναι βάσιμος και τον αποδεχόμαστε.  Δηλαδή, το προηγηθέν εύρημά μας, στο πλαίσιο του τρίτου λόγου έφεσης,  περί ανεπαρκούς αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, ως φυσική απόρροια μας οδηγεί επαγωγικώς και στην απόρριψη του τέταρτου λόγου έφεσης.»

 

 

Με την ενώπιόν μας αίτηση αξιώνεται η χορήγηση άδειας, δυνάμει του ΄Αρθρου 9(2)(γ) του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964, Ν. 33/1964, ως τροποποιήθηκε. Προβλέπει για τη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου να:

 

«(γ) αποφασίζει σε τρίτο και τελευταίο βαθμό βάσει αίτησης, η οποία υποβάλλεται από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή οιονδήποτε των διαδίκων, κατόπιν αδείας παραχωρουμένης υπό του ιδίου και κατόπιν προηγηθείσας διαδικασίας αναθεωρητικής εφέσεως επί νομικών θεμάτων προκυπτόντων την απόφαση του Εφετείου, τα οποία συναρτώνται με τη διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας ή με την ανάγκη ορθής ερμηνείας, είτε πρωτογενούς είτε δευτερογενούς ουσιαστικής νομοθετικής διατάξεως, ή με μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας ή με ζήτημα συνοχής του δικαίου επί συγκρουομένων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου κατά την υπ’ αυτού ενασκουμένη αναθεωρητική δικαιοδοσία:»

 

 

Τίθεται ότι στην παρούσα περίπτωση αναφύεται μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος και εγείρονται σοβαρά ζητήματα γενικής δημόσιας σημασίας, καθότι αναγκαία προϋπόθεση «…. για μια ολοκληρωμένη, αποτελεσματική και διάφανη χρηματοπιστωτική αγορά είναι η ακεραιότητα της αγοράς. Η ομαλή λειτουργία των αγορών κινητών αξιών και η εμπιστοσύνη του κοινού στις αγορές αποτελούν προϋποθέσεις για την οικονομική ανάπτυξη και ευημερία.». Υπό το πρίσμα αυτό, προστίθεται, το ζήτημα της έγκυρης πληροφόρησης των επενδυτών είναι θεμελιώδους σημασίας για την προστασία τους και η διάδοση ψευδών ή παραπλανητικών πληροφοριών διαβρώνει την εμπιστοσύνη αυτή και είναι ιδιαίτερα επιζήμια, καθώς, εξαιτίας τους, οδηγούνται οι επενδυτές σε λανθασμένες αποφάσεις. Προστίθεται ακόμη ότι η απόφαση της πλειοψηφίας εγείρει σοβαρά νομικά ζητήματα, που καθιστούν αναγκαία την ορθή ερμηνεία της εφαρμοσθείσας νομοθετικής διάταξης. Ως προέκταση, καταγράφεται ότι δεν είναι νοητό η αποτελεσματικότητα της εφαρμογής της συγκεκριμένης απαγόρευσης να τελεί υπό την προϋπόθεση εξέτασης του περιεχομένου άλλων δηλώσεων, διότι οποιαδήποτε άλλη δήλωση δεν αναιρεί το παραπλανητικό περιεχόμενο της δήλωσης που έχει, αιτιολογημένα, τεκμηριωθεί ως παραπλανητική. Συνεπώς, το εύρημα του Εφετείου ότι η ΕΚΚ όφειλε να ισοζυγίσει την παραπλανητική δήλωση με οτιδήποτε άλλο και να αιτιολογήσει γιατί λοιπές δηλώσεις του Διευθύνοντα Συμβούλου δεν αναιρούσαν την κρίση της περί του περιπλανητικού της επίμαχης δήλωσης, ήταν εσφαλμένο.

 

Η γραπτή αγόρευση του ευπαίδευτου συνηγόρου της Αιτήτριας, η οποία καταχωρήθηκε μετά από σχετικές οδηγίες του Δικαστηρίου και τα όσα παρέθεσε κατά το στάδιο των προφορικών διευκρινίσεων κινήθηκαν στα πιο πάνω πλαίσια. Εισηγήθηκε ενώπιόν μας ότι στην παρούσα περίπτωση δικαιολογείται η χορήγηση της αιτούμενης άδειας, θέτοντας ότι ορθή ερμηνεία της επίμαχης διάταξης, του ΄Αρθρου 11(2)(β) του Νόμου επιτάσσει τη ρητή απαγόρευση κάθε παραπλανητικής ή ψευδούς δήλωσης και δεν είναι νοητό η αποτελεσματικότητα της εφαρμογής της συγκεκριμένης απαγόρευσης να τελεί υπό την προϋπόθεση εξέτασης του περιεχομένου άλλων δηλώσεων και των όσων μπορούν να εξαχθούν από αυτές, καθότι, οποιαδήποτε άλλη δήλωση δεν αναιρεί το παραπλανητικό περιεχόμενο δήλωσης, που αιτιολογημένα τεκμηριώνεται ως παραπλανητική. Υπό το φως των πιο πάνω εισηγείται ότι η κατάληξη του Εφετείου οδηγεί όχι μόνο σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ίδιας της νομοθετικής διάταξης, αλλά σηματοδοτεί και λανθασμένη εφαρμογή θεμελιωδών αρχών του διοικητικού δικαίου. Ολοκληρώνοντας, υπέβαλε ότι  με δεδομένη την αναλυτική τεκμηρίωση επί της οποίας στηρίχθηκε η κατάληξη της ΕΚΚ το βάρος απόδειξης δεν ενέπιπτε στους ώμους της, αλλά  ήταν στον Εφεσείοντα να υποδείξει ποια άλλη τυχόν δήλωσή του, πώς και με ποιο τρόπο καθιστούσε εσφαλμένες και/ή πεπλανημένες και/ή αναιτιολόγητες τις διαπιστώσεις της ΕΚΚ.

 

Η αντίθετη προσέγγιση του κ. Βάκη περιστρέφεται γύρω από τη θέση ότι στην Αίτηση δεν προσδιορίζονται με σαφήνεια τα νομικά θέματα που προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου και επί των οποίων θα κληθεί να αποφασίσει το Δικαστήριο σε περίπτωση που θα παραχωρήσει την αιτούμενη άδεια. Η παράλειψη σαφέστατου καθορισμού των θεμάτων καθιστά, εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος, αδύνατη την κατάληξη κατά πόσον το αίτημα αφορά αμιγώς νομικό ζήτημα και εάν το θέμα είναι μείζονος δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας. Ως εκ τούτου, στην απουσία σαφούς καθορισμού του νομικού σημείου, είναι αδύνατο να κριθεί εάν αυτό είναι ή όχι τέτοιας σημασίας, που να συνάδει με τα διαλαμβανόμενα στο ΄Αρθρο 9(2)(γ) του Νόμου.  Συναφώς, αξιώνεται η απόρριψη της Αίτησης ως γενικόλογης και αβάσιμης.

 

Στην πρόσφατη απόφασή μας  Σωτηρούλα Ροτσίδου, Αίτηση για χορήγηση άδειας Αρ. 3/2023, ημερομηνίας 20.11.2023, εξετάζονται οι προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν προς ενεργοποίηση της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στη βάση του ΄Αρθρου 9(2)(γ) του Νόμου. Τούτο, σε συνάρτηση με την ανάγκη εξειδίκευσης των ζητημάτων που τίθενται για εξέταση και τονίζεται η επιτακτική ανάγκη επακριβούς καθορισμού των νομικών θεμάτων που προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου, οι πλήρεις λόγοι και τα απαραίτητα υποστηρικτικά στοιχεία προς χορήγηση της άδειας, προκειμένου να τεκμηριώνεται το αίτημα και να ενεργοποιείται η εξουσία του Δικαστηρίου να προχωρήσει στην ακρόαση επί της ουσίας.

 

Στην υπό κρίση περίπτωση, προβάλλεται από την Αιτήτρια ζήτημα ερμηνείας συγκεκριμένης νομοθετικής διάταξης, ως νομικό θέμα με ευρύτερες επιπτώσεις, λόγω της φύσης του Χρηματιστηρίου και των οικονομικών προεκτάσεων που ενέχει. Υπό τις συνθήκες δόθηκαν οδηγίες για καταχώρηση γραπτών αγορεύσεων, κατ΄ ακολουθία του Κανονισμού 9(3) του περί της Λειτουργίας του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Διαδικαστικού Κανονισμού του 2023, ούτως ώστε, να ακουστεί επί της ουσίας η αίτηση.

 

Το ΄Αρθρο 9(2)(γ) είναι ιδιαίτερου χαρακτήρα. Σε αντίθεση με τα αμέσως προηγούμενα εδάφια του Νόμου -  τις περιπτώσεις δηλαδή παραπομπής ζητήματος αντισυνταγματικότητας (΄Αρθρο 9(2)(α)) και  έφεσης παραπεμφθείσας υπό του Εφετείου (΄Αρθρο 9(2)(β)) – αφορά στην εκδίκαση σε τρίτο και τελευταίο βαθμό επί νομικών θεμάτων που προκύπτουν από απόφαση πλέον του Εφετείου, κατόπιν προηγηθείσας διαδικασίας αναθεωρητικής εφέσεως. Ως εκ τούτου, το γεγονός της εκδίκασης ήδη σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, προϋποθέτει την ανάγκη εξασφάλισης άδειας από το ίδιο το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, προκειμένου να επιληφθεί σε τρίτο βαθμό της υπόθεσης, νοουμένου πάντα ότι βρίσκεται ενώπιον νομικών θεμάτων τα οποία, επιπρόσθετα, καλύπτουν τις προϋποθέσεις του υπό συζήτηση ΄Αρθρου 9(2)(γ).

 

Για τους λόγους αυτούς, η δικαιοδοσία που παρέχεται από το πιο πάνω ΄Αρθρο θα πρέπει να ασκείται με φειδώ και το πεδίο εφαρμογής του θα πρέπει να αντικρίζεται υπό το πρίσμα της εγγενούς ιδιότητας και της συνταγματικής αποστολής του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου. ΄Εργο του οποίου, εξ ορισμού, είναι ο καθορισμός και η διαμόρφωση αρχών δικαίου. Διαφορετική προσέγγιση θα οδηγούσε το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο σε διολίσθηση, προσδίδοντάς του δικαιοδοσία τριτοβάθμιου δικαστηρίου προς έλεγχο των αποφάσεων Εφετείου, καλούμενο να κρίνει επί όλου του φάσματος τη δευτεροβάθμια απόφαση.

 

Η παροχή άδειας στη βάση του προαναφερθέντος ΄Αρθρου 9(2)(γ) δεν συναρτάται με το εσφαλμένο ή μη της υπό του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου εκδοθείσας  απόφασης. Ούτε και άπτεται του κατά πόσο το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο εναρμονίζεται ή όχι με την κρίση του Εφετείου. Εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από τη συνδρομή των προϋποθέσεων του επίμαχου ΄Αρθρου, αντικριζόμενου, ως ήδη λέχθηκε, υπό το πρίσμα της συνταγματικής υπόστασης του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου.

 

Με τα πιο πάνω ως οδόσημο, καταγράφουμε, επιγραμματικά, ότι η αποδοχή των λόγων έφεσης 3 και 4, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της πλειοψηφίας του Εφετείου, εδράζεται στην προσέγγιση ότι η ΕΚΚ δεν θα έπρεπε να αντικρίσει αποσπασματικά την παραπλανητική, όπως και η πλειοψηφία αποδέχθηκε, δήλωση του Διευθύνοντα Συμβούλου «Ο ΄Ομιλος είναι υγιής, έχει ρευστότητα», αλλά όφειλε να την ισοζυγίσει με το σύνολο των λοιπών δηλώσεών του και να δικαιολογήσει γιατί κατά τη γνώμη της δεν αναιρείτο το παραπλανητικό της. Υπό τα δεδομένα αυτά, ό,τι καθορίστηκε, ως συνακόλουθο σφάλμα, ήταν, πως λόγω της παράλειψης εξέτασης του συνόλου των δηλώσεων, εξέλειπε η απαιτούμενη αιτιολογία, σε βαθμό που δεν μπορούσε να ασκηθεί ο απαραίτητος δικαστικός έλεγχος. Δεν κρίθηκε αν, τελικά, από μόνη της μια φράση, δεν θα μπορούσε να ήταν παραπλανητική, αλλά επισημάνθηκε η ανάγκη για προηγούμενη στάθμιση όλων των δηλώσεων και αιτιολόγηση της κρίσης της ΕΚΚ.

 

Το κρίσιμο ερώτημα είναι κατά πόσον στοιχειοθετούνται οι προϋποθέσεις παροχής άδειας στη βάση του ΄Αρθρου 9(2)(γ) του Νόμου. Επιβάλλεται σαφής προσδιορισμός νομικού θέματος, εν τη εννοία του ΄Αρθρου 9(2)(γ), όπως ερμηνεύθηκε νομολογιακά στην Ροτσίδου (ανωτέρω). Στοιχείο που επιδρά καταλυτικά στην υποστύλωση αιτήματος για παροχή άδειας, τόσο σε σχέση με την αναζήτηση ορθής ερμηνείας νομοθετικής διάταξης, όσο και σε συνάρτηση με μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας.

 

Εν προκειμένω, δεν προσδιορίζεται νομικό θέμα προς απάντηση, ούτως ώστε να δικαιολογείται παρέμβαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου. Ούτε και θα ήταν ορθό να επιχειρήσει το Δικαστήριο, μέσω εικασιών, να αποτυπώσει συγκεκριμένο νομικό ερώτημα, το οποίο να συναρτάται με ζήτημα ερμηνείας νόμου ή με μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας. Πολύ περισσότερο, λαμβανομένου υπόψη ότι στην υπό συζήτηση περίπτωση δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση ζήτημα ερμηνείας του Νόμου, υπό την έννοια της αβεβαιότητας ή ασάφειας της υπό αναφορά νομοθετικής διάταξης. Το Εφετείο, ερμηνεύοντας την έννοια «παραπλανητική δήλωση», υπό τη γραμματική της υπόσταση,  καθόρισε ότι «… η παραπλάνηση συνίσταται στη δημιουργία πλάνης ή στην σκόπιμη παράσυρση κάποιου σε εσφαλμένα συμπεράσματα.». Δέχθηκε, κατά συνάρτηση, ότι η επίμαχη φράση «η Τράπεζα είναι υγιής, έχει ρευστότητα», αποκομμένη από το σύνολο των δηλώσεων, θα ήταν όντως παραπλανητικού χαρακτήρα.

 

Με δεδομένη την ερμηνεία αυτή της υπό αναφορά νομοθετικής διάταξης και στην απουσία οποιασδήποτε ασάφειας που να χρήζει ερμηνείας, ό,τι τίθεται προς κρίση ενώπιόν μας εξαντλείται στη θέση περί λανθασμένης εφαρμογής του Νόμου, στη βάση ότι, ορθή εφαρμογή της υπό συζήτηση νομοθετικής διάταξης δεν τελεί υπό την προϋπόθεση εξέτασης άλλων δηλώσεων, πλην αυτής που κρίθηκε ως παραπλανητική. Τούτο, όμως, δεν εντάσσει την περίπτωση στα πλαίσια της ανάγκης, όπως ο ίδιος ο Νόμος επιτάσσει, προς ορθή ερμηνεία. Υπό τις συνθήκες, τυχόν λανθασμένη εφαρμογή δεν εγείρει θέμα αμφισβήτησης της ορθής ερμηνείας που ήδη δόθηκε και, κατά προέκταση, δεν δικαιολογεί παρεμβολή του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου προς αποκατάσταση τρωθείσας, ερμηνευτικά νομοθετικής διάταξης - με όλες τις συνέπειες που ερμηνευτική αστοχία ενέχει.

 

Ο,τι τελικά επιζητείται με το ενώπιόν μας αίτημα στόχο έχει την αναθεώρηση της ορθότητας της προσβαλλόμενης εφετειακής απόφασης, θέτοντας ενώπιον του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου προς κρίση, κατά πόσο η ΕΚΚ όφειλε να ισοζυγίσει την επίμαχη δήλωση με το σύνολο των δηλώσεων του Διευθύνοντα Συμβούλου.

 

Ως απόρροια των πιο πάνω, είναι η κατάληξή μας ότι δεν τεκμηριώθηκαν οι προϋποθέσεις παροχής άδειας προς ενεργοποίηση της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στη βάση του ΄Αρθρου 9(2)(γ) του Νόμου.

 

Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα, πλέον ΦΠΑ, εις βάρος της Αιτήτριας, όπως αυτά θα υπολογισθούν.

 

 

Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.

                                               

Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

                                             Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

                                             Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.

                                            

                                             Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

 

ΣΦ.


 


ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9(2)(γ) ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ 33/64.

 

 

(ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 2/2023)

 

31 Ιανουαρίου, 2024

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ, Π., ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΣΑΝΤΗΣ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 9(2)(γ) ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964-2022

 

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ 2023

 

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΣΤΗΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. Ε.Δ.Δ. 04/19

 

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΣΤΗΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. Ε.Δ.Δ. 04/19 ΗΜΕΡ. 25/9/23

 

_________________

 

Αίτηση Ημερομηνίας 4.10.23 για Χορήγηση Άδειας

 

Γ. Τριανταφυλλίδης και Ρ. Πασιουρτίδου (κα), για Άντης Τριανταφυλλίδης και Υιοί ΔΕΠΕ, για την Αιτήτρια.

 

Δ. Βάκης, για Πύργου, Βάκης & Σία ΔΕΠΕ και Α. Ζαχαρίου & Σία ΔΕΠΕ, για τον Ευθύμιο Μπουλούτα.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(Μειοψηφίας)

 

ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Με απόλυτο σεβασμό προς τους Αδελφούς μου Δικαστές, διαφωνώ με το σκεπτικό και το αποτέλεσμα της πλειοψηφικής τους απόφασης, την οποία είχα την ευκαιρία να μελετήσω. Συμφωνώ ωστόσο με τα γεγονότα που παρατίθενται εκεί ως περιγραφικά του γενικότερου πλαισίου που περιστοιχίζει τα επίμαχα στην υπό κρίση Αίτηση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου («ΕΚΚ») για παροχή Άδειας («η Άδεια») από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο («η Αίτηση») προς παραπομπή ενώπιον του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, ζητήματος που αφορά σε «... θέμα δημοσίου δικαίου ή ... μείζονος δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας ...» κατά το Άρθρο 9(2)(γ) του Περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου 33/64ο Ν. 33/64»).[1]

          Έρεισμα για την Αίτηση αποτέλεσε, καθώς λέχθηκε, η κατά πλειοψηφία απόφαση του Εφετείου («το Εφετείο») στην Ε.Δ.Δ. 4/19, ημερομηνίας 28.9.11 («η Απόφαση Πλειοψηφίας»), με την οποία ακυρώθηκε και παραμερίστηκε ως παράνομη η απόφαση της ΕΚΚ ημερομηνίας 30.9.13 για επιβολή στον Εφεσείοντα Ευθύμιο Μπουλούτα («ο Εφεσείων») - ως Διευθύνοντα Σύμβουλο της Marfin Popular Bankη Τράπεζα») - διοικητικού πρόστιμου €100.000,00 για παραπλανητική δήλωση στην οποία τούτος προέβη («η δήλωση»), κατά παράβαση του Άρθρου 11(2)(β) του Περί των Πράξεων Προσώπων που Κατέχουν Εμπιστευτικές Πληροφορίες και των Πράξεων Χειραγώγησης της Αγοράς (Κατάχρηση Αγοράς) Νόμου 116(Ι)/05ο Ν.116(Ι)/05»). [2]

          Η δήλωση προέκυψε υπό μορφή απάντησης του Εφεσείοντα σε ερώτηση δημοσιογράφου σε δημοσιογραφική διάσκεψη την 28.9.11 επ’ ευκαιρία της Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης του Ομίλου Marfin Laiki.

Η ερωταπόκριση είχε ως εξής (με την περικοπή να είναι αυτούσια όπως και των υπολοίπων που ακολουθούν):

      «[...] Αύξηση κεφαλαίου

-Ερώτηση από το ΕUROKΕΡΔΟΣ: Εάν τυχόν αποφασίσετε αύξηση κεφαλαίου του Ομίλου ποια πιστεύετε ότι είναι τα ποσά που θα σας φέρουν σε θέση να υλοποιήσετε τους στόχους σας, τον προγραμματισμό σας και τα μεσοπρόθεσμα σχέδιά σας. Δηλαδή, πόσα λεφτά θα χρειαζόταν ο Όμιλός σας για να είναι πλήρως υγιής και να έχει και ρευστότητα.

 

-Απ: «Ο Όμιλος είναι υγιής, έχει ρευστότητα και αυτή τη στιγμή δεν χρειάζεται κεφάλαια, άρα οποιαδήποτε αναφορά πάνω σε θέματα αυξήσεων κεφαλαίων δεν υφίσταται. Υπάρχουν μεθοδολογίες αύξησης των εποπτικών κεφαλαίων με μείωση στοιχείων ενεργητικού. Εμείς κάναμε μία ανακοίνωση τον Ιούλιο μετά από τα αποτελέσματα για το stress test τα οποία δεσμευτήκανε για μείωση στοιχείων ενεργητικού. Τα στοιχεία ενεργητικού δεν είναι απαραίτητο να είναι δάνεια μπορεί π.χ να είναι Ομόλογα. Όταν έχουμε στη διάθεσή μας Ομόλογα. Για να κρατήσεις Ομόλογα σαν τράπεζα πρέπει να έχεις κεφάλαια, εάν δεν έχεις αυτά τα Ομόλογα δεν χρειάζεται να έχεις τα κεφάλαια. Επομένως, υπάρχει δυνατότητα βελτίωσης των δεικτών σου και των κεφαλαίων σου με άλλες μεθοδολογίες. Ταυτόχρονα εμείς προχωρούμε και στην έκδοση Ομολόγων, όπως είναι και ένα από τα θέματα σήμερα στη Γενική μας Συνέλευση. Τα Ομόλογα αυτά ονομάζονται Ομόλογα Ενισχυμένου Κεφαλαίου, άρα είναι Τier 1 διαβάθμιση αλλά επειδή έχουν δυνατότητα ανταλλαγής σε περίπτωση που οι εποπτικοί δείκτες πέσουν κάτω από το 5,5% το οποίο είναι μία σειρά Ομολόγων την οποία έχουμε κάνει στο παρελθόν με 80 εκατομμύρια και έχουνε κάνει και ανταγωνιστές μας στην Κύπρο. Αυτά θεωρούνται πρωτοβάθμια για λόγους stress test. Άρα έχουμε ένα πλάνο κεφαλαιακής ενίσχυσης. Κανένα από αυτά τα πλάνα δεν περιλαμβάνει αύξηση ιδίων κεφαλαίων [...]».

 

Η δήλωση εξετάστηκε από την ΕΚΚ, η οποία αποφάνθηκε την 30.9.13 πως ήταν κατά νόμο παραπλανητική αφού η Τράπεζα δεν είχε την προβλεπόμενη από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ρευστότητα αλλά και διότι, εξαιτίας ακριβώς της έλλειψης ρευστότητας, η Τράπεζα λάμβανε ήδη (από την 27.9.11) ρευστότητα μέσω του Μηχανισμού Παροχής Έκτακτης Ρευστότητας (Emergency Liquidity AssistanceELA»]), καταλήγοντας, η ΕΚΚ, ότι ο μέσος ορθολογικός επενδυτής δεν θα εκλάμβανε το γεγονός πως η Τράπεζα αντλούσε ρευστότητα από τον ELA, ως απόδειξη ότι τούτη ήταν υγιής και είχε κατά το περιεχόμενο της δήλωσης ρευστότητα η προσβαλλόμενη απόφαση»).

Η νομιμότητα της απόφασης της ΕΚΚ προσβλήθηκε από τον Εφεσείοντα στο Διοικητικό Δικαστήριο με την Προσφυγή 6471/13 («η Προσφυγή»).

Το Διοικητικό Δικαστήριο απέρριψε την Προσφυγή, αποφαινόμενο πως η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν ευλόγως επιτρεπτή, αιτιολογημένη και ληφθείσα κατόπιν δέουσας έρευνας, εκφράζοντας και τούτα:

«[…] Τούτων λεχθέντων, από τα στοιχεία τα οποία έχουν τεθεί ενώπιόν μου διαπιστώνω ότι ο αιτητής με τις γραπτές του παραστάσεις - αποσπάσματα των οποίων έχουν επί τούτου παρατεθεί εκτενώς ανωτέρω - αποδέχεται ότι προέβη στην επίμαχη δήλωση πλην, όμως, δεν θεωρεί αυτήν ως παραπλανητική, αντιθέτως επιχειρηματολογεί υπέρ της ακρίβειας και της ορθότητας αυτής. Ο ίδιος, δηλαδή, δεν αμφισβητεί ούτε τη διαπίστωση ότι η Τράπεζα δεν πληρούσε τους καθορισθέντες από την Κεντρική Τράπεζα δείκτες, ούτε το γεγονός ότι η Τράπεζα είχε αναγκαστεί να καταφύγει στον μηχανισμό έκτακτης ρευστότητας, μάλιστα, μόλις μία ημέρα πριν την επίδικη δήλωση.

 

Συνακόλουθα, αποδέχομαι τη θέση των ευπαιδεύτων δικηγόρων της καθ' ης η αίτηση ότι, εφόσον ο ίδιος ο αιτητής δεν διέψευσε με ρητό και απερίφραστο τρόπο τα όσα το επίδικο δημοσίευμα του απέδωσε ως την απάντησή του στην υποβολή σχετικού ερωτήματος αλλά, αντιθέτως, οι παραστάσεις τις οποίες υπέβαλε απέβλεψαν στην υποστήριξη της ακρίβειας της επίδικης δήλωσης και στην απόρριψη της θέσης ότι αυτή ήταν παραπλανητική, η καθ' ης η αίτηση δεν είχε υπό τις περιστάσεις καθήκον να διερευνήσει κατά πόσον ο αιτητής είχε πράγματι προβεί στην αποδιδόμενη σε αυτόν δήλωση, καθότι η έκταση της έρευνας εξαρτάται από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης [...] Η δε προσκομισθείσα εκ μέρους του αιτητή μαρτυρία δεν θεωρώ ότι καταδεικνύει οποιαδήποτε πλάνη εκ μέρους της καθ' ης η αίτηση, δοθέντος ότι ούτε στην ένορκη δήλωση του κ. Λιβέρα υπάρχει ρητή και κατηγορηματική διάψευση ότι ο αιτητής προέβη στην επίδικη δήλωση αλλά, αντιθέτως, σε αυτήν καταγράφεται η ασαφής αναφορά ότι «ενδέχεται η έντυπη αναπαραγωγή της απάντησης να μην υπήρξε απολύτως ακριβής, και πάντως ερμηνεύθηκε εσφαλμένα», το δε υπόλοιπο περιεχόμενο της ενόρκου δηλώσεως - επίσης έχει επί τούτου παρατεθεί ανωτέρω - περιορίζεται σε προσωπικές εκτιμήσεις του ενόρκως δηλούντως. Λαμβάνω επιπλέον υπόψη ότι, εν πάση περιπτώσει, η εν λόγω ένορκη δήλωση είναι μεταγενέστερη του ουσιώδους χρόνου λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης, σε σχετική δε ερώτηση του Δικαστηρίου κατά την ακρόαση, δεν έχει δοθεί ικανοποιητική εξήγηση για το λόγο που ο αιτητής δεν επεδίωξε να προσκομίσει την εν λόγω μαρτυρία ενώπιον της καθ' ης η αίτηση.

 

Περαιτέρω, χωρίς να υπεισέρχομαι στην εξέταση τεχνικών θεμάτων, δοθέντος ότι η παροχή έκτακτης ρευστότητας αυτονόητα χορηγείται όταν ακριβώς υπάρχει πρόβλημα ρευστότητας, κρίνω ως εύλογο το κατ' ουσίαν εύρημα της καθ' ης η αίτηση ότι εάν η Τράπεζα ήταν υγιής και είχε ρευστότητα, ως η επίδικη δήλωση του αιτητή, τότε δεν θα υπήρχε οποιαδήποτε ανάγκη να καταφύγει στον εν λόγω μηχανισμό προς εξασφάλιση έκτακτης ρευστότητας. Ούτε διαπιστώνω οποιαδήποτε διάσταση μεταξύ των ευρημάτων της καθ' ης η αίτηση και των θέσεων του Διοικητική, ο οποίος ναι μεν σημείωσε, ως ο αιτητής επισημαίνει, ότι παρόλο που η μη τήρηση των εποπτικών δεικτών ρευστότητας στα επίπεδα που επιβάλλουν οι σχετικές Οδηγίες δεν οδηγεί απαραίτητα στο συμπέρασμα ότι συγκεκριμένη τράπεζα αντιμετωπίζει προβλήματα ρευστότητας, εντούτοις, ρητώς επεσήμανε ότι δεν δύναται να θεωρηθεί ότι η εν λόγω τράπεζα διαθέτει ισχυρή ρευστότητα εφόσον, ως οι δηλώσεις του αιτητή, συνυπολογίζει στις ενέργειες για ενίσχυση της ρευστότητάς της την ύπαρξη επιλέξιμου ενεχύρου για χρήση του μηχανισμού παροχής έκτακτης ρευστότητας από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, μηχανισμό στον οποίο η Τράπεζα είχε ήδη προσφύγει.

 

Περαιτέρω, αποδέχομαι τη θέση των ευπαιδεύτων δικηγόρων της καθ' ης η αίτηση ότι τα αποτελέσματα μίας παραπλανητικής δήλωσης δεν αποτελούν συστατικό στοιχείο για τη διαπίστωση της παράβασης του άρθρου 11(2)(β) του Ν.116(Ι)/2005 και ότι το κατά πόσον μία δήλωση είναι ή όχι παραπλανητική κρίνεται αντικειμενικά και όχι βάσει του τυχόν επηρεασμού συγκεκριμένου αποδέκτη της δήλωσης. Εν πάση δε περιπτώσει, στην προσβαλλόμενη απόφαση ρητώς αναφέρεται η κρίση της καθ' ης η αίτηση ότι ο μέσος ορθολογικός επενδυτής δεν θα εκλάμβανε το γεγονός ότι η Τράπεζα αντλούσε ρευστότητα από τον ELA, ως απόδειξη ότι η τράπεζα «είναι υγιής, [και] έχει ρευστότητα […]».

 

Το Εφετείο (με την Απόφαση Πλειοψηφίας), έκρινε πως άστοχα το Διοικητικό Δικαστήριο θεώρησε ότι η ΕΚΚ εξέλαβε λογικώς ως παραπλανητική τη δήλωση, παραθέτοντας (ανάμεσα σε άλλα), πως:

«Δεδομένης, λοιπόν, της καταφυγής της Marfin Popular Bank στον μηχανισμό παροχής έκτακτης ρευστότητας της Κεντρικής Τράπεζας από την 27.9.2011, αν ο Εφεσείων δήλωνε μόνο (κατά την 28.9.2011) ότι «η Τράπεζα είναι υγιής, έχει ρευστότητα», αυτή η δήλωση θα ήταν όντως παραπλανητική διότι θα άφηνε την εσφαλμένη εντύπωση στον ακροατή ή λήπτη της πληροφορίας (περιλαμβανομένου του μέσου ορθολογικού επενδυτή) ότι η Τράπεζα ήταν σε σαφώς καλύτερη οικονομική κατάσταση από το να έχει αναγκαστεί να καταφύγει σε μηχανισμό παροχής έκτακτης ρευστότητας. […]

Πλην όμως, η δήλωση «Ο Όμιλος είναι υγιής, έχει ρευστότητα» δεν λέχθηκε εν κενώ, αλλά μαζί με άλλες δηλώσεις του Εφεσείοντα/Αιτητή προς τον δημοσιογράφο του περιοδικού «Ευrοκέρδος», οπότε η ΕΚΚ έπρεπε να ισοζυγίσει αυτή τη δήλωση μαζί με τα συμφραζόμενά της και να αιτιολογήσει γιατί κατά τη γνώμη της οι λοιπές δηλώσεις του Εφεσείοντα/Αιτητή δεν αναιρούσαν την κρίση της περί του παραπλανητικού της επίμαχης δήλωσης, δεδομένου ότι ο Εφεσείων/Αιτητής στις παραστάσεις του (επιστολή του ημερομηνίας 4.12.2012) προς την ΕΚΚ ευθύς εξ' αρχής της υπέβαλε ότι η επίκληση της επίμαχης δήλωσης (ως ενδεχόμενης παράβασης του Άρθρου 11(2)(β) του Νόμου 116(Ι) του 2005) είναι, μεταξύ άλλων, αποσπασματική και έτσι δεν επιτρέπει σε κανένα σκέλος της την ακριβή κατανόησή της, αντιθέτως δημιουργεί εσφαλμένες εντυπώσεις (σελ. 2 της επιστολής του), και ότι η ΕΚΚ κατανόησε εσφαλμένα τις δηλώσεις του απομονώνοντας μεμονωμένες φράσεις και λέξεις από το νοηματικό τους περίγυρο (σελ. 3 επιστολής του).

 

Συν τοις άλλοις, ακόμα και αν ο Εφεσείων/Αιτητής δεν επεσήμαινε στην ΕΚΚ τον αποσπασματικό τρόπο με τον οποίο αυτή εκλάμβανε τη δήλωσή του, είναι εν πάση περιπτώσει επιβεβλημένο από τις αρχές της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης (Άρθρα 50 και 51(1) των περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμων) όπως η Διοίκηση λαμβάνει υπόψη τα συμφραζόμενα του διοικούμενου όταν ο τελευταίος της υποβάλλει θέσεις ή όταν (όπως εν προκειμένω) η ίδια αυτεπαγγέλτως εξετάζει δηλώσεις του για σκοπούς επιβολής του Νόμου, με τον ίδιο τρόπο που λαμβάνονται υπόψη τα συμφραζόμενα κατά την ερμηνεία νομοθετήματος ή σύμβασης.

Ενόψει των ανωτέρω, εκτιμούμε ότι η ΕΚΚ όφειλε, στο πλαίσιο της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασής της, να αιτιολογήσει και εξηγήσει, όχι μόνο γιατί κατά την κρίση της η επίμαχη φράση «Ο Όμιλος είναι υγιής, έχει ρευστότητα» ήταν αυτή καθ' αυτή παραπλανητική (το πρώτο απαιτητέο σκέλος της αιτιολογίας), αλλά και γιατί αυτό το συμπέρασμα δεν αναιρείται από τις λοιπές δηλώσεις του Εφεσείοντα/Αιτητή της ίδιας ημέρας, στο περιοδικό «Ευrοκέρδος» (το δεύτερο απαιτητέο σκέλος της αιτιολογίας). […]

Επειδή, λοιπόν, δεν εντοπίζουμε αυτό το δεύτερο σκέλος της απαιτητέας αιτιολογίας στα σχετικά πρακτικά της συνεδρίας ημερομηνίας 30.9.2013 της ΕΚΚ, ούτε και στην επιστολή της ημερομηνίας 10.10.2013 με την οποία ενημέρωσε τον Εφεσείοντα/Αιτητή για την προσβαλλόμενη απόφασή της, εκτιμούμε ότι αυτό το κενό συνιστά ανεπαρκή αιτιολογία η οποία, ως λόγος ακύρωσης, παρατίθεται τόσο στην πρωτόδικη αίτηση ακύρωσης (νομικό σημείο 2) όσο και στον εξεταζόμενο λόγο έφεσης, ιδίως διά της αιτιολογίας 6 αυτού ο οποίος έχει ως ακολούθως:

 

«Το κατά πόσο μια δήλωση είναι παραπλανητική δεν μπορεί να κριθεί απομονώνοντας την από τα όσα άλλα δηλώνονται μαζί με αυτή. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ουδόλως αναφέρθηκε στο πλήρες κείμενο της φερόμενης δήλωσης του Εφεσείοντα, στο οποίο γίνεται αναφορά και επεξηγείται η δήλωση. Η επίμαχη δήλωση είναι μέρος μεγαλύτερης δήλωσης και δεν μπορεί να κριθεί ως παραπλανητική χωρίς αναφορά στο πλήρες κείμενο της δήλωσης.»

 

Περαιτέρω, αυτό το κενό καθιστά αδύνατο το δικαστικό έλεγχο, διότι εγείρει εύλογα ερωτήματα τα οποία το ίδιο το Δικαστήριο αδυνατεί να απαντήσει, αφού - ως προαναφέραμε - η πρωτογενής κρίση επί των πραγματικών δεδομένων ενώπιον της Διοίκησης δεν συνιστά έργο του Δικαστηρίου […]».

 

Με την Απόφαση Πλειοψηφίας, διαφώνησε η Προεδρεύουσα της σύνθεσης του Εφετείου. Στη διιστάμενη απόφαση της («η Διιστάμενη Απόφαση»), κατέληξε πως η απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου για το εύλογο της κρίσης της ΕΚΚ ήταν ορθή, και ότι η Έφεση θα έπρεπε να απορριφθεί στην ολότητα της, λέγοντας και αυτά:

«[…] Προκύπτει από τις αναφορές στη δήλωση του Εφεσείοντα, ότι πέραν του εισαγωγικού της μέρους ότι «ο Όμιλος είναι υγιής, έχει ρευστότητα», οι υπόλοιπες αναφορές στη δήλωσή του δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά η περιγραφή ενός πλάνου για τη κεφαλαιακή ενίσχυση του Ομίλου, με αναφορά στη μεθοδολογία για τη δυνατότητα βελτίωσης των δεικτών και των κεφαλαίων του Ομίλου. Ο ίδιος δε ο Εφεσείων στις παραστάσεις που υπέβαλε, υπέδειξε ότι χωρίς να ερωτηθεί από το δημοσιογράφο, παρέθεσε «αυτοβούλως ορισμένες συμπληρωματικές διευκρινίσεις για προγραμματισμένες ενέργειες της Τράπεζας περί κεφαλαιακής ενίσχυσης αυτής (.)». Περιέγραφε δηλαδή τις προοπτικές της Τράπεζας για βελτίωση της χρηματοοικονομικής της κατάστασης.

Η ΕΚΚ στην αιτιολογία της, αναφέρει ότι η δήλωση του Εφεσείοντα «σχετικά με τη χρηματοοικονομική κατάσταση της Marfin Popular Bank και τις προοπτικές της στις 28.09.2011 ήταν παραπλανητική» αναφορικά με τη ρευστότητά της, διότι σύμφωνα με τα στοιχεία ενώπιον της ΕΚΚ, ο Όμιλος δεν είχε την προβλεπόμενη από την Κεντρική Τράπεζα ρευστότητα και επιπλέον αντλούσε ρευστότητα μέσω του μηχανισμού παροχής έκτακτης ρευστότητας. Επεξηγούνται δε επαρκώς οι συνθήκες υπό τις οποίες μία τράπεζα καταφεύγει στον πιο πάνω μηχανισμό, ο οποίος εφαρμόζεται ουσιαστικά σε τράπεζες που αντιμετωπίζουν προβλήματα ρευστότητας.

Σημειώνεται δε, ότι δεν έχει τεθεί οτιδήποτε ουσιαστικό από τον Εφεσείοντα ως αντίλογος για το παραπλανητικό της δήλωσής του. Ούτε έχουν τεθεί στοιχεία ικανά να ανατρέψουν το τεκμήριο της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων, δεδομένου ότι όλα τα σχετικά στοιχεία ήταν ενώπιον της ΕΚΚ. Η δήλωση του Εφεσείοντα στην ολότητά της, οι παραστάσεις του, η θέση της Κεντρικής Τράπεζας, τα οποία όπως προκύπτει από το κείμενο της απόφασης, εκτιμήθηκαν και συσχετίστηκαν με τη σχετική νομοθεσία.

Διαπιστώνεται επομένως, ότι η ΕΚΚ είχε ενώπιόν της ολοκληρωμένη την εικόνα αναφορικά με τη δήλωση του Εφεσείοντα, την οποία αξιολόγησε κατά τρόπο ώστε δεν χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου. Αιτιολόγησε δε επαρκώς την κρίση της ότι πρόκειται για παραπλανητική δήλωση, τόσο σε σχέση με την οικονομική κατάσταση της Τράπεζας τη δεδομένη στιγμή, αλλά και τις προοπτικές της.

Συνεπώς, ενόψει του τεκμηρίου της κανονικότητας και νομιμότητας των διοικητικών πράξεων, το βάρος ήταν στον Εφεσείοντα να αποδείξει τα όσα ισχυρίζετο σε σχέση με τη δήλωσή του. Στην απουσία μαρτυρίας ή ένδειξης για το αντίθετο, τεκμαίρεται ότι το διοικητικό όργανο, εν προκειμένω η ΕΚΚ, μελέτησε όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν της και τα οποία ήταν ικανοποιητικά και επαρκή για το σκοπό της άσκησης της διακριτικής της ευχέρειας για την έκδοση της απόφασης (βλ. Κλέαρχος Μιλτιάδης κά ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ 1318). Είναι επίσης νομολογημένο ότι, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει αν από τα ενώπιόν του γεγονότα προκύπτει ότι η απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή και περιορίζεται στην εξέταση κατά πόσο έχουν τηρηθεί οι σχετικές νομικές και δικονομικές πρόνοιες και αν η απόφαση λήφθηκε σύμφωνα με τις αρχές του διοικητικού δικαίου (βλ. Georgiades v. Republic C.L.R 525). Στην παρούσα περίπτωση διαπιστώνεται ότι έχουν τηρηθεί οι πιο πάνω αρχές.

Κατά τον ίδιο τρόπο, επαρκής κρίνεται και η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, αφού σύμφωνα με την νομολογία, μπορεί να συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου, εφόσον δεν αντιμάχεται με αυτά, όπως συμβαίνει εν προκειμένω.

Σχετικό επ' αυτού, είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Σωτήρη Χρ. Πέτρου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε Αρ. 37/2016, ημερομηνίας 6/6/23, ECLI:CY:AD:2023:C194.

«Το γεγονός ότι στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης δεν καταγράφονται ειδικά τα πιο πάνω στοιχεία του διοικητικού φακέλου, ουδόλως πλήττει την νομιμότητα και επάρκεια της αιτιολογίας. Όπως είναι νομολογημένο, είναι στοιχειώδες πως η αιτιολογία μπορεί να συμπληρώνεται από το περιεχόμενο των φακέλων. Δεν αναμένεται, ωστόσο, κατά την αιτιολόγηση να μεταφέρεται στο πρακτικό το περιεχόμενο των φακέλων. Εκείνο, όμως, που αναμένεται είναι να εξάγεται νόημα που να δικαιολογείται να αποδοθεί στο αποφασίζον όργανο. Το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Ηλιόπουλος ν. ΑΗΚ (2000) 3 Α.Α.Δ. 438 είναι σχετικό.»

Κατά συνέπεια, κρίνεται εύλογη η κρίση της ΕΚΚ, ότι ο μέσος ορθολογικός επενδυτής δεν θα εκλάμβανε το γεγονός ότι η Τράπεζα αντλούσε ρευστότητα από τον ELA, ως απόδειξη ότι η Τράπεζα είναι υγιής».

 

Με την Αίτηση, η ΕΚΚ προτάσσει και τα πιο κάτω, τα οποία, ένεκα της φύσης της Αίτησης και της διαφοροποίησης μου από την πλειοψηφούσα απόφαση των Αδελφών μου Δικαστών, θεωρώ χρήσιμο να παραθέσω (διατηρώντας και τις εμφάσεις στο κείμενο), για να υπάρχει έτσι ένα σταθερό σημείο άμεσης αναφοράς στα κρίσιμα μέρη της Αίτησης προς ευκολότερη παρακολούθηση όσων έπονται:

«[…] 4. Η παρούσα υπόθεση αφορά μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος και εγείρει σοβαρά ζητήματα γενικής δημόσιας σημασίας. Προϋπόθεση για μια ολοκληρωμένη, αποτελεσματική και διαφανή χρηματοπιστωτική αγορά είναι η ακεραιότητα της αγοράς. Η ομαλή λειτουργία των αγορών κινητών αξιών και η εμπιστοσύνη του κοινού στις αγορές αποτελούν προϋποθέσεις για την οικονομική ανάπτυξη και ευημερία.

 

Η ανοχή της διάδοσης παραπλανητικών πληροφοριών και η μη διαπίστωση παραβάσεων, εκεί όπου τεκμηριωμένα υφίστανται, βλάπτει την ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών και την εμπιστοσύνη του κοινού στις κινητές αξίες και τα παράγωγα μέσα.

 

Το ζήτημα της έγκυρης πληροφόρησης των επενδυτών είναι συντελεστής θεμελιώδους σημασίας για την προστασία του επενδυτή και η διάδοση ψευδών ή παραπλανητικών πληροφοριών μπορεί να είναι ιδιαίτερα επιζήμια για τους επενδυτές, καθώς εξαιτίας της βασίζουν τις επενδυτικές αποφάσεις τους σε λανθασμένες ή διαστρεβλωμένες πληροφορίες. Οι δε συγκεκριμένες δηλώσεις αντανακλούν πληροφόρηση που δόθηκε από τον Διευθύνοντα Σύμβουλο της Marfin Popular Bank και δεν μπορεί να αγνοηθεί ότι ενώ η τράπεζα στις 27.09.2011 αναγκαζόταν λόγω προβλημάτων ρευστότητας να καταφύγει στο μηχανισμό παροχής έκτακτης ρευστότητας (ELA) από την Κεντρική Τράπεζα, στις 28.09.2011 ο κ. Μπουλούτας δήλωνε στους επενδυτές ότι «ο Όμιλος είναι υγιής, έχει ρευστότητα». Τα δε γεγονότα που επακολούθησαν και η χρηματοπιστωτική κρίση που βίωσε ο τόπος με τεράστιες επιπτώσεις και δεινά στους επενδυτές, πολλοί εκ των οποίων εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν μέχρι και σήμερα τις καταστροφικές επιπτώσεις της κρίσης αυτής, επιβεβαιώνουν τη γενική δημόσια σημασία του ζητήματος.

5. Πέραν της σοβαρότητας του ζητήματος, ως ζητήματος μείζονος γενικού δημοσίου ενδιαφέροντος και γενικής δημόσιας σημασίας, η απόφαση της πλειοψηφίας του Εφετείου αφορά θέμα δημοσίου δικαίου και εγείρει σοβαρά νομικά ζητήματα που καθιστούν αναγκαία την ορθή ερμηνεία της εφαρμοσθείσας νομοθετικής διάταξης και την ορθή εφαρμογής της.

 

Το Άρθρο 11(2)(β) του Νόμου (Ν.116(Ι)/2005) προβλέπει ρητώς ότι:

 

«Απαγορεύεται στους διοικητικούς συμβούλους του εκδότη ή σε ανώτατους αξιωματούχους του, κατά την παροχή πληροφορίας σχετικά με την χρηματοοικονομική κατάσταση του εκδότη και τις προοπτικές του, να προβαίνουν σε δήλωση, υπόσχεση ή πρόβλεψη παραπλανητική, ψευδή ή απατηλή ή να αποκρύπτουν οτιδήποτε ουσιώδες».

 

Το εν λόγω άρθρο ρητά και ανεπιφύλακτα απαγορεύει τη διάδοση παραπλανητικών πληροφοριών. Πλην όμως η απόφαση της πλειοψηφίας του Εφετείου, και η ερμηνεία που δόθηκε, περιορίζει την έκταση της εφαρμογής του ώστε να επιβάλλεται και εξ αυτού του λόγου, η αποσαφήνιση της ορθής ερμηνείας και εφαρμογής της συγκεκριμένης νομοθετικής διάταξης.

 

Σύμφωνα με την πιο πάνω νομοθετική επιταγή απαγορεύεται κάθε παραπλανητική ή ψευδής δήλωση. Αρκεί μία και μόνον παραπλανητική αναφορά μεταξύ άλλων, ακόμα και εκατό, αληθών αναφορών, για να στοιχειοθετήθει [sic] παράβαση της νομοθετικής επιταγής. Κατά την εφαρμογή της συγκεκριμένης νομοθετικής διάταξης, το ζητούμενο δεν είναι τι αληθώς ειπώθηκε, αλλά τι δεν ειπώθηκε ή παραπλανητικά ειπώθηκε.

 

Δεν είναι νοητό η αποτελεσματικότητα της εφαρμογής της συγκεκριμένης απαγόρευσης να τελεί υπό την προϋπόθεση εξέτασης του περιεχομένου άλλων δηλώσεων ή των συμφραζόμενων που τυχόν προκύπτουν ή μπορούν να εξαχθούν από αυτές και τη δημιουργία υποχρέωσης αιτιολόγησης, γιατί οποιαδήποτε άλλη δήλωση δεν αναιρεί το παραπλανητικό περιεχόμενο της δήλωσης που αιτιολογημένα τεκμηριώνεται ως παραπλανητική. Το ζητούμενο είναι να καταγράφονται και να αιτιολογούνται οι λόγοι που τεκμηριώνουν το παραπλανητικό της δήλωσης.

 

Αφ’ ης στιγμής η ΕΚΚ τεκμηρίωσε τους λόγους για τους οποίους η δήλωση ήταν παραπλανητική και αφ' ης στιγμής στην κατά πλειοψηφία Απόφαση του το Εφετείο δεν αποδέχθηκε κανένα από τα επιχειρήματα που εφεσείοντα που να μπορούσε να αναιρέσει το παραπλανητικό της δήλωσης, αλλά αντιθέτως αποδέχθηκε στη σελίδα 18 της απόφασης του, ότι δεδομένης της καταφυγής της τράπεζας στον μηχανισμό παροχής έκτακτης ρευστότητας της Κεντρικής Τράπεζας από την 27/9/2011, αν ο Εφεσείων δήλωνε μόνο ότι «Τράπεζα είναι υγιής, έχει ρευστότητα» αυτή η δήλωση θα ήταν όντως παραπλανητική», το εύρημα του Εφετείου, ότι η ΕΚΚ όφειλε να ισοζυγήσει αυτή τη δήλωση μαζί με τα συμφραζόμενα της και να αιτιολογήσει γιατί κατά τη γνώμη της οι λοιπές δηλώσεις του Εφεσείοντα δεν αναιρούσαν την κρίση της περί του παραπλανητικού της επίμαχης δήλωσης, είναι κατά την άποψη μας εσφαλμένο.

 

Με δεδομένη την αναλυτική τεκμηρίωση επί της οποίας στηρίχθηκε η κατάληξη της ΕΚΚ το βάρος ήταν στο Εφεσείοντα να υποδείξει ποια άλλη τυχόν δήλωση του, πώς και με ποιο τρόπο καθιστούσε εσφαλμένες και/ή πεπλανημένες και/ή αναιτιολόγητες τις διαπιστώσεις της ΕΚΚ, κάτι που ο εφεσείοντας απέτυχε να πράξει.

 

Όπως ορθά υποδείχθηκε στην απόφαση της μειοψηφίας του Εφετείου «δεν έχει τεθεί οτιδήποτε ουσιαστικό από τον Εφεσείοντα ως αντίλογος για το παραπλανητικό της δήλωσής του. Ούτε έχουν τεθεί στοιχεία ικανά να ανατρέψουν το τεκμήριο της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων, δεδομένου ότι όλα τα σχετικά στοιχεία ήταν ενώπιον της ΕΚΚ. Η δήλωση του Εφεσείοντα στην ολότητα της, οι παραστάσεις του, η θέση της Κεντρικής Τράπεζας, τα οποία όπως προκύπτει από το κείμενο της απόφασης, εκτιμήθηκαν και συσχετίστηκαν με τη σχετική νομοθεσία […]».

 

Στις γραπτές και προφορικές αγορεύσεις, οι ευπαίδευτοι δικηγόροι υποστήριξαν σθεναρά και με επιμέλεια τις τοποθετήσεις τους.

Οι δικηγόροι της ΕΚΚ πρότειναν ότι συντρέχουν οι απαιτήσεις του Άρθρου 9(2)(γ), Ν.33/64 για επιτυχία της Αίτησης, επεκτείνοντας προς τούτο διεξοδικά την επιχειρηματολογία τους.

Ισχυρίσθηκαν ότι το Άρθρο 11(2)(β), Ν.116(Ι)/05 απαγορεύει κάθε παραπλανητική ή ψευδή δήλωση, χωρίς να επιτρέπει εξέταση άλλων δηλώσεων για ερμηνεία της δήλωσης προς στοιχειοθέτηση της νομοθετικής επιταγής. Άρα, επέκτειναν, δεν είναι νοητό η αποτελεσματικότητα της απαγόρευσης να τελεί υπό επιφύλαξη εξέτασης άλλων δηλώσεων ή συμφραζόμενων που προκύπτουν από αυτές, μια και η όποια άλλη τέτοια δήλωση δεν αναιρεί το περιεχόμενο της δήλωσης (που αιτιολογημένα τεκμηριώνεται ως παραπλανητική). Αυτό, γιατί, τέτοια ερμηνεία υποβιβάζει την απόλυτη προστασία που ο νομοθέτης διαφύλαξε για το επενδυτικό κοινό με στόχο την εδραίωση μιας αξιόπιστης και διαφανούς αγοράς στην οποία απαγορεύεται η διάδοση ψευδών πληροφοριών όπως και κάθε πληροφορία που θα μπορούσε να οδηγήσει σε παραπλάνηση το επενδυτικό κοινό. Μέσω αυτής της οπτικής, οι συνήγοροι της ΕΚΚ λέγουν ότι η Απόφαση Πλειοψηφίας κατευθύνει προς μια θεμελιωδώς σφαλερή ερμηνεία και εκτέλεση της νομοθετικής πρόβλεψης.

Επιπροσθέτως, στην Απόφαση Πλειοψηφίας, υποστηρίζουν οι συνήγοροι της ΕΚΚ, δεν έγινε αποδεκτό κανένα από τα επιχειρήματα του Εφεσείοντα που θα μπορούσε να αναιρέσει το παραπλανητικό της δήλωσης και να διασαλεύσει το τεκμήριο της νομιμότητας που περιβάλλει την κάθε διοικητική πράξη.

Απεναντίας, έγινε δεκτό ότι, όντως, ο Εφεσείων προέβη στη δήλωση, με το Εφετείο να αναγνωρίζει πως, δεδομένης της καταφυγής της Τράπεζας στον ELA, αν ο Εφεσείων δήλωνε απλώς ότι η « Τράπεζα είναι υγιής έχει ρευστότητα …», η δήλωση του αυτή θα ήταν πραγματικά παραπλανητική.

Κατά τη σκέψη των δικηγόρων, το εύρημα στην Απόφαση Πλειοψηφίας, πως η ΕΚΚ όφειλε να ισοζυγίσει τη δήλωση με τα συμφραζόμενα και να αιτιολογήσει γιατί οι λοιπές δηλώσεις του Εφεσείοντα δεν αθετούσαν την κρίση της περί του παραπλανητικού της δήλωσης, ήταν νομικά εσφαλμένο καθιστώντας διάτρητη την πλήρη και απόλυτη προστασία που κατοχύρωσε ο νομοθέτης για το επενδυτικό κοινό, ανάγοντας σε έργο του εποπτικού οργάνου την αναζήτηση πιθανών συλλογισμών οι οποίοι, υποθετικώς, θα ήταν εφικτό να άρουν το απατηλό της δήλωσης.

Το βάρος απόδειξης - με την ευρεία ή τη στενή έννοια του όρου δεν είναι του παρόντος να τύχει πραγμάτευσης ως εκ του δικονομικού σταδίου που βρισκόμαστε - ήταν στον Εφεσείοντα για να δείξει ποια άλλη τυχόν δήλωση του, και πώς, καθιστούσε λαθεμένες, πεπλανημένες ή αναιτιολόγητες τις διαπιστώσεις της ΕΚΚ, γεγονός που ο Εφεσείων, ως υποδείχθηκε και στη Διιστάμενη Απόφαση, απέτυχε να ικανοποιήσει.

Εν προκειμένω, προσέθεσαν οι δικηγόροι της ΕΚΚ, οι εφαρμοστέες νομικές ρυθμίσεις συνδέονται άμεσα με το δημόσιο συμφέρον και έχουν γενική δημόσια σημασία επειδή, διά αυτών, επιδιώκεται και εξασφαλίζεται η προστασία των επενδυτών σε μια ακέραιη αγορά κινητών αξιών, η ομαλή λειτουργία της οποίας συνθέτει συστατικό για οικονομική ανάπτυξη και ευημερία.

Η ΕΚΚ θεωρεί εν κατακλείδι ότι η Αίτηση πληροί τις πρόνοιες του Άρθρου 9(2)(γ), Ν.33/64, αφού (συν τοις άλλοις):

«[…] Το κραυγαλέα παραπλανητικό περιεχόμενο της συγκεκριμένης δήλωσης, η οποία το ολιγότερο που θα μπορούσε να λεχθεί είναι ότι ήταν εκ διαμέτρου αντίθετη με την πραγματικότητα, δεν αφήνει κατά την άποψη μας κανένα απολύτως περιθώριο αμφισβήτησης της προφανούς γενικής δημόσιας σημασίας του ζητήματος την οποία τεχνηέντως ο καθ’ ου η αίτηση επιχειρεί να αποσιωπήσει δια της γραπτής του αγόρευσης.

Είναι ακριβώς τέτοιες περιπτώσεις που επιδίωξε ο νομοθέτης να συμπεριληφθούν στη δικαιοδοσία του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου, ώστε να διαφυλάσσεται για το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο της χώρας η εξουσία περιφρούρησης της ορθής εφαρμογής των νόμων. Η μη άρση τέτοιων νομικών σφαλμάτων όπως αυτά που εμφιλοχώρησαν στην απόφαση της πλειοψηφίας, θα διατηρούσε ένα επικίνδυνο προηγούμενο ικανό να κλονίσει την εμπιστοσύνη του πολίτη στην ισχύ των νόμων και στην ουσιαστική εφαρμογή τους […]».

 

Ο δικηγόρος του Εφεσείοντα προέταξε ότι η παράλειψη της ΕΚΚ να καθορίσει εναργώς στην Αίτηση τα όποια νομικά ζητήματα ανακύπτουν από την Απόφαση Πλειοψηφίας, καθιστά δίχως άλλο απορριπτέα την κατάληξη για το αν η Αίτηση αφορά σε καθαρά νομικό ζήτημα ή και σε θέμα μείζονος δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας, αφού είναι ανέφικτο να κριθεί αν τα προτεινόμενα ζητήματα είναι καθαρώς νομικά, και ιδίως, υπέχοντα τέτοιας σημασίας ώστε να συνάδουν με το Άρθρο 9(2)(γ), Ν.33/64.

Αναμφιβόλως, δεν είναι τώρα το κατάλληλο στάδιο για πραγμάτευση επί της ουσίας όσων εκφράζονται στην Αίτηση ως προς το προς ακρόαση αντικείμενο της, ούτε ασφαλώς, και στοιχειωδώς, περί της ορθότητας της Απόφασης Μειοψηφίας και της Διιστάμενης Απόφασης. Πόσω δε μάλλον, με τρόπο που να εκφεύγει των δικαιοδοτικών ορίων του Άρθρου 9(2)(γ), Ν.33/64, εκλαμβάνοντας, και κακώς, την Αίτηση ως κατ’ ουσίαν συγκαλυμμένη έφεση επί της Απόφασης Πλειοψηφίας κατά τα αποφευκτέα, πράγματι, πρότυπα διαχρονικών πρακτικών σε παρόμοιες διαδικασίες (βλ. κατ’ αναλογίαν, Foz v. Council of the European Union[2024] E.U.E.C.J. C-524/22P, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Κυριάκου, Ποιν. Έφ. 176/21, ημ. 7.2.23, ECLI:CY:AD:2023:D41, Αναφορικά με την Αίτηση του Πολυδώρου (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 886, 890, Αναφορικά με την Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1997) 1 Α.Α.Δ. 925, 935, In the Matter of an Application by the Attorney-General of the Republic (1988) 1 C.L.R. 459, 476).

Πολύ απέχει η ανά χείρας περίπτωση από την ανωτέρω περιγραφόμενη δικονομική κατάχρηση, την οποία, εις πίστιν του, ουδέποτε επικαλέστηκε ο κ. Βάκης. Η προκείμενη διαφέρει ουσιωδώς ως προς τα γεγονότα και περιστάσεις της από την Αναφορικά με την Αίτηση του Δικηγόρου για την Εφεσείουσα στην Έφεση Αρ. Ε.Δ.Δ. 42/19 (Ροτσίδου), Αίτηση 3/23, ημ. 20.11.23, ECLI:CY:AD:2023:D33, όπου η Ολομέλεια του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου - στην πρώτη, αυθεντική, δικαστική ερμηνεία του Άρθρου 9(2)(γ), Ν.33/64 επί του ενεστώτως θέματος - επεσήμανε τα κατά το εν λόγω άρθρο προβλεπόμενα προς ενεργοποίηση της περί ης ο λόγος δικαιοδοσίας όπως και την ανάγκη εξειδίκευσης των νομικών θεμάτων προς εξέταση αλλά και την απαίτηση για πληρότητα των συνοδευτικών λόγων και των όποιων άλλων υποστηρικτικών στοιχείων.

Περαιτέρω, στην Ροτσίδου (ανωτέρω), το Δικαστήριο, απορρίπτοντας την αίτηση για άδεια κατά το Άρθρο 9(2)(γ), Ν.33/64, απέληξε πως ό,τι εντοπιζόταν εκεί - πέραν της απλής καταγραφής του ιστορικού και της αυτολεξεί επανάληψης των αφορώντων νομοθετικών προνοιών - εξαντλείτο σε μια γενική και αόριστη υπόμνηση των λόγων επί των οποίων η αιτήτρια θεωρούσε πως είχε αποφασίσει λανθασμένα η πλειοψηφία του Εφετείου και ότι, στην ουσία, επιζητείτο επανάνοιγμα της υπόθεσης και μια δεύτερη ευκαιρία προκειμένου να τεθούν προς κρίση τα ίδια, στο αυτό νομικό πλαίσιο. Τούτο, είπε το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, κάθε άλλο παρά επαρκές ήταν ώστε να φέρει την αίτηση στο στάδιο τής επί της ουσίας ακρόασης.

Στην Ροτσίδου (ανωτέρω), θα επανέλθω παρακάτω, με άλλη στόχευση.

Το ίδιο θα πράξω και για τα αφορώντα στην κατάρτιση της Αίτησης.

Όπως είχαμε την ευκαιρία να καταγράψουμε προσφάτως σε διαφορετικής φύσης υπόθεση - πλην όμως εφαρμοστέων και κειμένως ως εκ του περιεχομένου τους - στην Πανεπιστήμιο Κύπρου ν. Κουτσελίνη-Ιωαννίδου, Ε.Δ.Δ. 127/16, ημ. 10.1.24, η δικονομία (νομολογιακή, κανονιστική ή και νομοθετική), παράγει κατά κανόνα τάξη, και η τάξη βεβαιότητα, για τις παραμέτρους και μηχανισμούς εντός των οποίων μπορεί να τεθεί ενώπιον Δικαστηρίου αίτημα προς ετυμηγορία. Το διοικητικό δικονομικό δίκαιο (ή απλούστερα η διοικητική δικονομία), ακόμη όμως και το συνταγματικό δικονομικό δίκαιο και δικονομία, δεν θα μπορούσαν να συνθέσουν εξαίρεση. Η σωστή και λελογισμένη χρήση της δικονομίας μπορεί, αναλόγως, να συνδράμει το εγχείρημα διασφάλισης της δίκαιης δίκης και ευρύτερα της περάτωσης μιας οποιασδήποτε δικαστικής υπόθεσης μακριά από τυποκρατίες και δογματισμούς.

Παρενθέτω, ότι (ως εξάλλου υπέδειξε ο κ. Τριανταφυλλίδης), και ορθά, διά του Κανονισμού 10 του Περί της Λειτουργίας του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Διαδικαστικού Κανονισμού 2/23ο ΔΚ 2/23»), σε περίπτωση άδειας κατά το Άρθρο 9(2)(γ), Ν.33/64, το Δικαστήριο μπορεί να εκλάβει την αίτηση για χορήγηση άδειας, ως την κυρίως αίτηση και να την εξετάσει επί της ουσίας, σε χρόνο που τούτο θα καθορίσει, ή να δώσει οδηγίες προς τους διαδίκους για καταχώριση νέας αίτησης προς εκδίκαση των ζητημάτων για τα οποία χορηγήθηκε η άδεια « συμπληρώνοντας αυτήν με πρόσθετα αναγκαία στοιχεία και δεδομένα …».

Προσθέτει, συνεπώς, η υπό συζήτηση διάταξη στον ΔΚ 2/23 - και για ό,τι αυτό θα μπορούσε να αξίζει - στη διαχείριση τέτοιων αιτημάτων, με γνώμονα, πάντοτε, τα συμφέροντα της δικαιοσύνης και την ορθή απονομή της.

Το απαύγασμα της νομολογίας δεικνύει πως το τι αποτελεί νομικό ζήτημα - το οποίο ερμηνεύτηκε να σημαίνει και αμιγώς νομικό θέμα - δεν μπορεί να προκαθοριστεί και να οριστεί πλήρως και εξαντλητικώς. Συχνά, μάλιστα, είναι ευκολότερο ένα τέτοιο νομικό ζήτημα να προσδιοριστεί, παρά να εφαρμοστεί επί του πεδίου. Συμπεριλαμβάνει πάντως εφαρμογή νόμου σε αναντίλεκτα γεγονότα, θέματα ερμηνείας και οριοθέτησης νομοθετικών βλέψεων, λανθασμένη άσκηση διακριτικής εξουσίας με βάση εσφαλμένες νομικές αρχές, δικαστικές ενέργειες χωρίς μαρτυρία, συμπεράσματα που αντιτίθενται προς τη μαρτυρία, ή ακόμη και δικαστικές απόψεις επί ατεκμηρίωτων ισχυρισμών ή γεγονότων. Τα νομικά αυτά ζητήματα, οποιασδήποτε φύσης, πρέπει να είναι σχετικά προς τα γεγονότα της υπόθεσης και δεν μπορούν να απομονώνονται ή να αντιμετωπίζονται ξέχωρα από αυτά. Τούτο, γιατί, κάτι τέτοιο, θα τα μετέτρεπε σε θεωρητικής μονάχα σημασίας, κάτι απαράδεκτο στο νομικό μας σύστημα όπου τα Δικαστήρια δεν λειτουργούν επί ματαίω μήτε και επιλύουν στο κενό τεθέντα ακαδημαϊκά ζητήματα (βλ. μεταξύ άλλων, Tricor Ltd v. Eurobank Ltd, Π.Ε. Ε57/22, ημ. 15.1.24, Χριστοφόρου και Άλλων ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 32/14, ημ. 30.1.20, Κυριάκου ν. British American Tobacco Cyprus Ltd, Π.Ε. 145/13, ημ. 19.3.19, Corina Snacks Limited ν. Ορφανίδη, Ποιν. Έφ. 212/15, ημ. 29.5.18, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Κυριάκου, Νομικό Ερώτημα Αρ. 374, ημ. 31.5.18, ECLI:CY:AD:2018:C262 [Πλήρης Ολομέλεια], Αναφορικά με την Αίτηση του Πέτρου Κυριακίδη (1992) 1(Α) Α.Α.Δ. 26, 35-36, In the Matter of an Application by Hjicostas (1984) 1 C.L.R. 513, 519).

Η κάθε περίπτωση υπό το Άρθρο 9(2)(γ), Ν.33/64 πρέπει να αποφασίζεται κατά τα δικά της περιστατικά και γεγονότα. Όσο κοινότοπο και αν ηχεί αυτό, δεν παύει από το να αντικατοπτρίζει την πραγματική υπόσταση του πράγματος. Η οποία δεν είναι άλλη από την αναγκαιότητα το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο να εξετάζει τα αιτήματα αυτά ζυγίζοντας μεταξύ άλλων - και κατά την αρχή της αναλογικότητας η οποία αποτρέπει τη λήψη μέτρων πέραν των ορίων του κατάλληλα απαιτούμενου σκοπού (JD and Another v. The Court [2024] E.U.E.C.J. C-562, CNP Cyprialife Ltd v. Επίτροπος Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, Ε.Δ.Δ. 81/16, ημ. 26.7.23), Μπόμπολας ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Α.Ε. 42/14, ημ. 10.1.20, ECLI:CY:AD:2020:D7 - το γράμμα και πνεύμα των κρίσιμων διατάξεων του Άρθρου 9(2)(γ), Ν.33/64, και τα συμφέροντα της δικαιοσύνης, μακριά από ασύμμετρους φορμαλισμούς (ML v. Greece [2023] E.C.H.R. 927, Bragado and Others v. Spain [2023] E.C.H.R. 517, Calado v Portugal [2020] E.C.H.R. 106, Beles and Others v. The Czech Republic [2002] E.C.H.R. 729).

Εκτός, βεβαίως, αν οι παραλείψεις του όποιου αιτητή είναι τόσον καίριες και καταλυτικές, που να οδηγούν, πια, όχι μόνο στην κατάργηση του τύπου, αλλά και της ουσίας που εκφράζει συναφώς η εφαρμοζόμενη νομοθετική πρόβλεψη, οπότε, τα πράγματα, σε αντίθεση με εδώ, μπορεί να ενταχθούν σε διαφορετική βαθμίδα ανάλυσης, όπως φερ’ ειπείν στην Ροτσίδου (ανωτέρω).  

Ως συνάγεται, κατά τη δική μου αντίληψη, και υπό μια ευρεία θεώρηση του σκεπτικού της Πλήρους Ολομέλειας του (Παλαιού) Ανωτάτου Δικαστηρίου στις υποθέσεις Δημοκρατία και Άλλων ν. Αυγουστή και Άλλων, Ε.Δ.Δ. 177/18, ημ. 10.4.20 και Χαραλάμπους και Άλλων ν. Δημοκρατίας και Άλλων (2014) 3 Α.Α.Δ. 175, 212-223, το δημόσιο συμφέρον, δηλαδή εκείνο που έχει ως συνισταμένη τον πολίτη και δομεί το κράτος κατά έννομη τάξη, συναποτελεί μια ευμετάβλητη και μάλλον αόριστη νομική έννοια που διακρίνεται από το ιδιωτικό συμφέρον, μα δίχως τα δύο αυτά συμφέροντα, ως σημασία και ουσία, να αλληλοακυρώνονται. Αντιθέτως, εμφανίζονται ως αλληλοσυμπληρούμενα. Το δημόσιο συμφέρον, ως επιδίωξη, εξελίσσεται ευέλικτα και προσαρμοστικά κατά τις εκάστοτε επικρατούσες κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές συνθήκες, οι οποίες μπορεί και να το κατατάξουν και ως ιδιαίτερα σοβαρό και μείζον. Όπως εδώ, ένεκεν της φύσης των επίδικων θεμάτων ως απτόμενων και της διασφάλισης και επικράτησης του Κράτους Δικαίου διά του προσήκοντος δικαστικού ελέγχου της διοικητικής συμπεριφοράς (νομιμοποιώντας συνάμα και οριοθετώντας εν τίνι τρόπω τη δράση της δημόσιας εξουσίας), αλλά επάλληλα, και της δήλωσης, η οποία, ως διαγιγνώσκουν οι συνήγοροι (με μνεία και στην τελική Έκθεση της Ανεξάρτητης Επιτροπής για το Μέλλον του Κυπριακού Τραπεζικού Τομέα) [3] - και εξάγεται εν μέρει από την Απόφαση Πλειοψηφίας -προήλθε από τον Εφεσείοντα-Διευθύνοντα Σύμβουλο « ενός τραπεζικού ιδρύματος, του δεύτερου μεγαλύτερου που υπήρξε στη χώρα, και η πορεία του οποίου, από την κορυφή στα Τάρταρα, ως άρρηκτα συναρτώμενη με την οικονομία της χώρας, επηρέασε, είτε σε μικρότερο είτε σε μεγαλύτερο βαθμό, κάθε πολίτη του κράτους».

Παρομοίως, πάλι κατά συμπερασμό από τον δεσμευτικό λόγο των ως άνω αποφάσεων, αλλά και το καθοδηγητικό δείγμα αυθεντιών ξένων Δικαστηρίων (όπως του Καναδά και της Νοτίου Αφρικής) για την εννοιολογία του όρου ζήτημα γενικής δημόσιας σημασίας - που απαντά (και αυτό) στο Άρθρο 9(2)(γ) του Περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου 33/64 - προκύπτει πως τα θέματα τούτα, επίσης ορολογικά ρευστά όπως εκείνα που αφορούν στον προσδιορισμό του όρου δημόσιο συμφέρον, εστιάζουν άμεσα ή έμμεσα στο κοινό συμφέρον των πολιτών, της κοινωνίας, της ευημερίας και της δικαιοσύνης (Bjorkquist and Others v. Attorney General of Canada [2023] O.N.S.C. 7152 [Ανώτατο Δικαστήριο Οντάριο], Ontario (Attorney General) v. G [2020] S.C.C. 38 [Ανώτατο Δικαστήριο Καναδά], Coetzee v. Government of the Republic of South Africa, Matiso v Commanding Officer Port Elizabeth Prison and Others [1995] ZACC 7 [Συνταγματικό Δικαστήριο Νοτίου Αφρικής]).

Στην αναλυόμενη περίπτωση - και επανέρχομαι στα της σύνταξης και ουσίας της Αίτησης - δεν υπεισέρχεται ζήτημα αποσαφήνισης της δήλωσης, μια που το πεπλανημένο της δεν αμφισβητείται. Η προβληματική, σύγκειται στο κατά πόσο η απόφαση του Εφετείου - ότι θα έπρεπε η δήλωση να προσεγγιστεί από την ΕΚΚ, ακόμη και αυτοβούλως, σε συσχέτιση προς τα συμφραζόμενα - ήταν ορθή εξ απόψεως ερμηνευτικής και εφαρμογής.

Τούτο κατά τις παραπάνω νομολογιακές αρχές, εγείρει θέμα ορθής νομικής ερμηνείας και εφαρμογής του Άρθρου 11(2)(β), Ν.116(Ι)/05 και ειδικότερα της πρόνοιας «δήλωση ... παραπλανητική» στα γεγονότα της περίπτωσης, κάτι που, στον βαθμό που τώρα μπορεί θεμιτώς να αποφασιστεί, διαρθρώνει αμιγές νομικό ζήτημα, αφού η επεξήγηση τους φαίνεται να προβάλλει αλληλένδετη και συναρτώμενη προς τα σχετικώς αδιαμφισβήτητα γεγονότα.

Κρίνω ότι στην Αίτηση (και ιδιαίτερα στις παραγράφους 4 και 5 αυτής), τα προτεινόμενα προς εξέταση (κατ’ ισχυρισμόν) νομικά ζητήματα, αποτυπώνονται αναλυτικά χωρίς να περιορίζονται αποκλειστικώς σε φραστική αναπαραγωγή των νομοθετικώς προαπαιτούμενων.

Η πιθανότητα τα κατ’ εισήγηση νομικά ζητήματα να συντάσσονταν με περισσότερη ακρίβεια ώστε να παρουσιάζονται πιο συμπαγή και στοχευμένα, δεν τα καθιστούν άνευ ετέρου και αυτομάτως ασαφή, αόριστα, γενικά, ή εν πάση περιπτώσει, εκτός εμβέλειας Άρθρου 9(2)(γ), Ν.33/64, κατά την εντύπωση του Εφεσείοντα.

Κάθε άλλο.

Τα θέματα τούτα, κρινόμενα βάσει των αναγκών και περιστάσεων της υπόθεσης, και πάντα υπό το παρεχόμενο νομοθετικό πλαίσιο, δεν θα ήταν δυνατόν, αντικειμενικώς, και ως εκ περιεχομένου και σύνταξης τους, να ιδωθούν υπό διάφορη γωνία.

Μέσα από αυτό το πρίσμα, και έχοντας στο μυαλό τα γεγονότα και αρχές που προανέφερα - και την Αίτηση εννοείται - απολήγω πως υπάρχει νομικό θέμα και ζήτημα δημοσίου δικαίου που προκύπτει από την Απόφαση Πλειοψηφίας το οποίο συναρτάται προς την ανάγκη ορθής ερμηνείας του Άρθρου 11(2)(β), Ν.116(Ι)/05 αλλά και με μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος και γενικής δημόσιας σημασίας, που θα πρέπει να ακουστεί από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο.

Κάτι τελευταίο, κατά παρέκβαση.

Η Ροτσίδου (ανωτέρω), εκδόθηκε μετά που επιφυλάχθηκε η απόφαση στην Αίτηση, και θα ήταν έτσι, πιθανώς, ενδιαφέρον (σε ένα γενικότερο επίπεδο), αν ακούγονταν για σκοπούς απόλυτης δικαιότητας της διαδικασίας - λόγου χάριν διά επανανοίγματος κατόπιν αιτήματος διαδίκου (που εντούτοις δεν υπεβλήθη), ή αυτεπαγγέλτως (Σφήκα ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 34/16, ημ. 15.2.23, Σάββα ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 49/12, ημ. 7.2.18, ECLI:CY:AD:2018:C63) - οι απόψεις της ΕΚΚ και του Εφεσείοντα για την όποια δυνητική επίδραση του λόγου της Ροτσίδου (ανωτέρω) στα της Αίτησης, όσο και αν τα γεγονότα της διαφοροποιούνται. [4]

Δεν έγινε αυτό.

Δεν είναι ανάγκη όμως να επεκταθώ, ως εκ της απόφανσης μου.

Κατ’ εμέ, η ΕΚΚ - και συγκλίνω κατά βάση με τους δικηγόρους της και τη συλλογιστική που ανέπτυξαν (αποκλίνοντας συν τω χρόνω και με σεβασμό από εκείνο του συνηγόρου του Εφεσείοντα) - κατόρθωσε να καταδείξει όσα έπρεπε για τελεσφόρηση της Αίτησης.

Η Αίτηση είναι παραδεκτή αφού προσδιορίζει σαφώς τα προκύπτοντα από τη συζητούμενη απόφαση του Εφετείου (προαναφερθέντα) νομικά θέματα και ζητήματα, ως και τους πλήρεις λόγους και τα αναγκαία επί τούτω υποστηρικτικά στοιχεία.

Θα επέτρεπα λοιπόν την Αίτηση και θα παραχωρούσα την Άδεια κατά τις προβλέψεις του Άρθρου 9(2)(γ), Ν.33/64.

 

 

 

Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

 

 

 

/μκε


ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

Δικαιοδοσία Δυνάμει του Αρθρου 9(2)(γ), του Νόμου 33/64.

 

(ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 2/2023)

 

31 Ιανουαρίου, 2024.

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.,  ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, 

ΣΑΝΤΗΣ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, ΓΕΩΡΓΙΟΥ,  Δ/στές]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 9(2)(γ) ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964-2022

 

ΚΑΙ

 

Αναφορικά με τον περί της Λειτουργίας του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Διαδικαστικο Κανονισμο toy 2023

ΚΑΙ

 

Αναφορικά με την Αίτηση της επιτροπης κεφαλαιαγορασ κυπρου στην αναθεωρητική Εφεση Αρ. Ε.Δ.Δ. 04/19

 

ΚΑΙ

Αναφορικά με την Απόφαση του εφετειου στην Αναθεωρητική Εφεση Αρ. Ε.Δ.Δ. 04/19 ημερ. 25.9.23.

 

____________________

ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ

____________________

 

Γ. Τριανταφυλλίδης και Ρ. Πασιουρτίδη (κα), για ΄Αντης Τριανταφυλλίδης και Υιοί ΔΕΠΕ, για την Αιτήτρια.

Δ. Βάκης, για Πύργου, Βάκης & Σία ΔΕΠΕ και Α. Ζαχαρίου & Σία ΔΕΠΕ,  για τον Ευθύμιο Μπουλούτα.

 

____________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(ΜΕΙΟΨΗΦΙΑΣ)

 

ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.:  Το ιστορικό της υπό κρίση υπόθεσης, οι θέσεις των δύο πλευρών, ως και το νομικό υπόβαθρο της Αίτησης (μέχρι και τη σελίδα 14), παρατίθενται στην απόφαση της πλειοψηφίας και ως εκ τούτου δεν θα τα επαναλάβουμε. 

 

        Το πρώτο ερώτημα που εγείρεται και καλούμαστε να αποφασίσουμε, – ως προαπαιτούμενο της στοιχειοθέτησης των προϋποθέσεων παροχής άδειας, στη βάση του Άρθρου 9(2)(γ) του Νόμου – είναι κατά πόσο στο κείμενο της παρούσας Αίτησης, προσδιορίζεται με σαφή τρόπο το νομικό θέμα που προκύπτει από την απόφαση του Εφετείου, όπως ερμηνεύθηκε νομολογιακά στην υπόθεση Σ. Ροτσίδου, Αίτηση για χορήγηση άδειας Αρ. 3/2023, ημερ. 20.11.2023.

 

        Η απάντηση, κατά την άποψη μας, είναι θετική.  Όπως προκύπτει με ρητό και σαφή τρόπο από το περιεχόμενο της παραγράφου 4 της Αίτησης, γίνεται σ’ αυτήν αναφορά σε «μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος  και εγείρει σοβαρά ζητήματα γενικής δημόσιας σημασίας», ενώ στην παράγραφο 5 τίθεται θέμα «ορθής ερμηνείας της εφαρμοσθείσας νομοθετικής διάταξης» ως ακολούθως:

 

«….η απόφαση της πλειοψηφίας του Εφετείου αφορά θέμα δημοσίου δικαίου και εγείρει σοβαρά νομικά ζητήματα που καθιστούν αναγκαία την ορθή ερμηνεία της εφαρμοσθείσας νομοθετικής διάταξης και την ορθή εφαρμογή της.

 

Το Άρθρο 11(2)(β) του Νόμου (Ν.116(Ι)/2005) προβλέπει ρητώς ότι:

 

«Απαγορεύεται στους διοικητικούς συμβούλους του εκδότη ή σε ανώτατους αξιωματούχους του, κατά την παροχή πληροφορίας σχετικά με την χρηματοοικονομική κατάσταση του εκδότη και τις προοπτικές του, να προβαίνουν σε δήλωση, υπόσχεση ή πρόβλεψη παραπλανητική, ψευδή ή απατηλή ή να αποκρύπτουν οτιδήποτε ουσιώδες».

 

 

        Συνεπώς, το νομικό θέμα που προκύπτει από την απόφαση του Εφετείου, σύμφωνα με την Αίτηση, συνίσταται στην ερμηνεία και εφαρμογή του Άρθρου 11(2)(β) του Ν.116(Ι)/2005 στα αδιαμφισβήτητα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης. 

 

        Όπως είναι νομολογημένο, οποτεδήποτε εγείρεται ζήτημα ερμηνείας και εφαρμογής νομοθετικής διάταξης στα αδιαμφισβήτητα γεγονότα της υπόθεσης, αυτό συνιστά αμιγές νομικό θέμα. 

 

Σχετική είναι η απόφαση στο Certiorari in the matter of an application by Costas Hjicostas (1984) 1 CLR. 513 (Pikis J) και το ακόλουθο απόσπασμα:

 

«What amounts to a pure question of law is perhaps easy to define but hard to apply to the particular circumstances of a case. The question of law raised, whatever its nature, must necessarily be one relevant to the facts of the case. A pure question of law cannot be one extricated or detached from the facts of the case for in those circumstances it would be an academic question of law. It appears to me that whenever an issue revolves round the application of the law to given facts, it raises a pure question of law. So long as the facts to which the Court is required to apply the law are not called in question, the point is a legal one. It merely, raises questions bearing on the interpretation and the scope of the law. Exploration of the ambit of the law is always a question of law.»

 

 

 

Ό,τι προκύπτει από το πιο πάνω απόσπασμα, είναι πως  καθαρά νομικό ζήτημα, δεν μπορεί να απομονωθεί από τα γεγονότα της υπόθεσης, αφού σε τέτοια περίπτωση, θα αποτελούσε ακαδημαϊκού μόνο ενδιαφέροντος νομικό θέμα. Οποτεδήποτε ένα ζήτημα περιστρέφεται γύρω από την εφαρμογή του νόμου σε αδιαμφισβήτητα πραγματικά γεγονότα, αυτό εγείρει καθαρά νομικό ζήτημα.  Ενόσω τα γεγονότα στα οποία το Δικαστήριο καλείται να εφαρμόσει το Νόμο δεν αμφισβητούνται, το ζήτημα είναι καθαρά νομικό.  Eγείρεται ζήτημα που αφορά την ερμηνεία και το σκοπό του Νόμου.  Η οριοθέτηση της εμβέλειας του Νόμου και της εφαρμογής του στην υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου, συνιστά πάντοτε νομικό ζήτημα.

 

Το πιο πάνω απόσπασμα υιοθετήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο κατ’ Έφεση, στην υπόθεση Α. Χρίστου ν. Fairways Larnaca Ltd (2005) 1 (A) AAΔ.300, στην οποία έγινε αναφορά και στην υπόθεση Επί τοις αφορώσι την Αίτηση του Πέτρου Κυριακίδη δι’ έκδοσιν Προνομιακών Δαταγμάτων Certiorari και Mandamus (1992) 1 AAΔ 26, 35 και στο ακόλουθο απόσπασμα:

 

 

«Δεν υπάρχει πλήρης και εξαντλητικός ορισμός της φράσης «νομικό σημείο» ή «νομικό ερώτημα».  Συμπεριλαμβάνει όμως εφαρμογή του Νόμου σε αναντίλεκτα γεγονότα, ζήτημα ερμηνείας και οριοθέτησης του σκοπού του νόμου, λανθασμένη άσκηση της διακριτικής εξουσίας ή άσκηση διακριτικής εξουσίας με βάση λανθασμένες νομικές αρχές, δικαστική ενέργεια χωρίς μαρτυρία, συμπεράσματα που είναι αντίθετα ή δε συνάδουν με την ενώπιο του πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρία, άποψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου πάνω στα πρωτογενή γεγονότα που δεν μπορεί εύλογα να υποστηριχθεί. Δεν περιλαμβάνει ευρήματα πρωτογενών γεγονότων, τα οποία δεν μπορούν να προσβληθούν με έφεση με υπόμνημα.»

 

 

 

Επομένως, με βάση τις πιο πάνω καθιερωμένες νομολογιακές αρχές, θεωρούμε πως εγείρεται νομικό ζήτημα οποτεδήποτε εμφιλοχωρεί είτε λανθασμένη ερμηνεία νομοθετικής διάταξης είτε – στην περίπτωση που δεν εγείρεται ζήτημα ερμηνείας ή η δοθείσα ερμηνεία είναι ορθή – εσφαλμένη εφαρμογή της σε αδιαμφισβήτητα γεγονότα.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, δεν εγείρεται ζήτημα ερμηνείας του περιεχομένου της επίμαχης δήλωσης, εφόσον το πεπλανημένο αυτής καθ’ εαυτής της δήλωσης, δεν αμφισβητείται.  Ό,τι εγείρεται, είναι η εκ μέρους του Εφετείου, διεργασία ερμηνείας και εφαρμογής της συγκεκριμένης νομοθετικής διάταξης ήτοι του Άρθρου 11(2)(β) του Ν. 116(Ι)/2005   στα αναντίλεκτα γεγονότα της υπόθεσης. Ειδικότερα,  κατά πόσο η  επίμαχη δήλωση, με το συγκεκριμένο περιεχόμενο, θα έπρεπε να προσεγγισθεί από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (ΕΚΚ) -  ακόμα και αυτεπάγγελτα - με αναφορά και στα συμφραζόμενα. Εγείρεται, συνεπώς, καθαρά νομικό ζήτημα, το οποίο συνίσταται στην ορθή ερμηνεία και εφαρμογή της υπό κρίση νομοθετικής διάταξης, στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης.

 

Κατ’ ακολουθία των πιο πάνω,  προχωρούμε να εξετάσουμε κατά πόσο, υπό τα περιστατικά της υπόθεσης, στοιχειοθετείται η πρώτη κατ’ ισχυρισμό προϋπόθεση παροχής άδειας, δηλαδή κατά πόσο από την απόφαση της πλειοψηφίας του Εφετείου  προκύπτει ανάγκη ορθής ερμηνείας του Άρθρου 11(2)(β) του Ν. 116(Ι)/2005.

 

Σύμφωνα με την απόφαση της πλειοψηφίας του Εφετείου, υπήρξε ανεπαρκής αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, διότι η ΕΚΚ δεν ισοζύγισε, ως όφειλε, την επίδικη δήλωση του Εφεσείοντα, με τα συμφραζόμενα της και συνεπώς παρέλειψε να αιτιολογήσει γιατί κατά τη γνώμη της οι υπόλοιπες δηλώσεις του Εφεσείοντα δεν αναιρούσαν την κρίση της περί του παραπλανητικού της επίμαχης δήλωσης.

 

Μάλιστα, σύμφωνα με την απόφαση της πλειοψηφίας, ήταν επιβεβλημένο στην ΕΚΚ, από τις αρχές της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης, να λάβει υπόψη της τα συμφραζόμενα του Εφεσείοντος, ακόμα και αυτεπάγγελτα, «με τον ίδιο τρόπο που λαμβάνονται υπόψη τα συμφραζόμενα κατά την ερμηνεία νομοθετήματος ή σύμβασης».

 

Εξετάσαμε προσεκτικά την πιο πάνω κατάληξη της πλειοψηφίας του Εφετείου, ως και τις σχετικές θέσεις του ευπαίδευτου συνηγόρου της ΕΚΚ προς υποστήριξη του αιτήματος του.  Καταλήξαμε πως αυτές ευσταθούν για τους πιο κάτω λόγους:

 

Αποτελεί βασική αρχή της ερμηνείας του δικαίου, πως κάθε νομοθετικό κείμενο, θέτει εξ’ ορισμού προβλήματα ανάγνωσης και ερμηνείας και έχει, συνεπώς, ανάγκη από ερμηνεία.    Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από το Σύγγραμμα Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, του Ευάγγελου Βενιζέλου, Έκδοση 2021, σελ. 260:

 

«Βέβαια, όλες αυτές οι μέθοδοι συνδέονται, συσχετίζονται συγκεκριμενοποιούνται, εξειδικεύονται και τελικά μετασχηματίζονται σε μια αλληλουχία επιχειρημάτων, που επιδιώκουν να πείσουν είτε την επιστημονική κοινότητα (όταν η ερμηνεία είναι «επιστημονική») είτε τα αρμόδια κρατικά όργανα (όταν η ερμηνεία είναι «επίσημη»).  Η επίσημη μάλιστα ερμηνεία συνδέεται με την εφαρμογή της διάταξης, δηλαδή με την πραγμάτωση του κανονιστικού της περιεχομένου σε μία συγκεκριμένη περίπτωση. 

 

Η «επιστημονική» ερμηνεία είναι άλλωστε συνήθως και αφηρημένη ερμηνεία, ερμηνεία που απαντά σε υποθετικά ερωτήματα και υποθετικά κατασκευασμένα περιστατικά.  Αντίθετα, η «επίσημη» ερμηνεία που σχετίζεται με την εφαρμογή της διάταξης, είναι συνήθως συγκεκριμένη ερμηνεία, δηλαδή ερμηνεία που ενεργοποιείται ενόψει των συγκεκριμένων πραγματολογικών δεδομένων και της οικονομίας της συγκεκριμένης υπόθεσης ή διαφοράς.» 

 

 

Αποτελεί επομένως, νομικά αναγκαίο διάβημα για την εφαρμογή του νόμου, η ερμηνεία του γραπτού κειμένου, πρόνοιας ή φράσης, ώστε να διαπιστωθεί η εμβέλεια του, προκειμένου να καταλήξει το Δικαστήριο ότι τα γεγονότα συγκεκριμένης υπόθεσης εμπίπτουν εντός του συγκεκριμένου Κανόνα Δικαίου όπως έχει ερμηνευθεί.  Με άλλα λόγια, η ερμηνεία ενός κανόνα δικαίου αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή του δικαίου. (βλ. Σύγγραμμα Π. Πολυβίου, Ερμηνεία στο Κυπριακό Δίκαιο, Έκδοση 2023, σελ. 1-6).

 

Καθοδηγούμενες από τις πιο πάνω αναφορές, θεωρούμε πώς, σ’ ό,τι αφορά τη δικαστική αποστολή, αυτό που ενδιαφέρει είναι η «επίσημη ερμηνεία» η οποία «….. σχετίζεται με την εφαρμογή της διάταξης», καθιστώντας τα ζητήματα ερμηνείας και εφαρμογής, αλληλένδετα και αλληλοσυμπληρούμενα, σε βαθμό που ουδόλως μπορούν να διαχωρισθούν.   Με την αυτονόητη επισήμανση πως, αποστολή του Δικαστηρίου δεν είναι η θεωρητική ενασχόληση με ερμηνευτικά ζητήματα αλλά, η εφαρμογή της   ορθής ερμηνείας νομοθετικής διάταξης, στα περιστατικά της υπόθεσης.

 

        Καταλήγουμε πως, η  αναφορά στο Άρθρο 9(2)(γ) του Νόμου,  σε «ορθή ερμηνεία νομοθετήματος», δεν σημαίνει ότι αυτή  μπορεί να απομονωθεί ή να διαχωρισθεί από την «εφαρμογή» του νομοθετήματος. Συνεπώς, κρίνουμε πως στην προκειμένη περίπτωση, προκύπτει ανάγκη ορθής ερμηνείας της επίμαχης φράσης στο Άρθρο 11(2)(β) του Ν.116(Ι)/2005, «δήλωση παραπλανητική», ώστε το εν λόγω άρθρο να εφαρμοστεί στα επίδικα γεγονότα.  Ειδικότερα, είναι αναγκαίο να ερμηνευθεί η εμβέλεια της συγκεκριμένης φράσης, ως προαπαιτούμενο της εφαρμογής του εν λόγω άρθρου και συγκεκριμένα κατά πόσο η κρίση ως προς το αν μια δήλωση είναι παραπλανητική, θα πρέπει να περιορίζεται σ’ αυτήν καθ’ εαυτή τη δήλωση ή κατά πόσο η εμβέλεια της πρέπει να επεκτείνεται και στα συμφραζόμενα της ή και σε άλλες δηλώσεις, ως είναι η απόφαση της πλειοψηφίας.  Συναφώς,  τονίζεται ότι στην απόφαση της η πλειοψηφία εναπόθεσε το βάρος της  αυτεπάγγελτης, εκ μέρους της ΕΚΚ, εξέτασης των δηλώσεων και συμφραζόμενων του Εφεσείοντα, για σκοπούς εφαρμογής του επίδικου άρθρου «με τον ίδιο τρόπο που λαμβάνονται υπόψη τα συμφραζόμενα κατά την ερμηνεία νομοθετήματος», ζήτημα που αποκαλύπτει ότι  το ίδιο το Εφετείο έθεσε θέμα ερμηνείας της εν λόγω διάταξης και εν τέλει το ερμήνευσε με τον τρόπο που εξηγήθηκε ανωτέρω.

 

Για όλα τα πιο πάνω, κρίνουμε ότι στοιχειοθετείται η προϋπόθεση παροχής άδειας, διότι προκύπτει ανάγκη ορθής ερμηνείας της φράσης «δήλωση παραπλανητική» στο Άρθρο 11(2)(β) του Ν. 116(Ι)/2005

 

Το επόμενο ερώτημα στο οποίο καλούμαστε να απαντήσουμε, είναι κατά πόσο το νομικό θέμα που  προκύπτει από την απόφαση της πλειοψηφίας (ως ανωτέρω), συναρτάται με μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας.

 

Στο Εγχειρίδιο Σύγγραμμα Διοικητικού Δικαίου Επ. Σπηλιωτοπούλου, παρ. 77 δίδεται η έννοια του όρου «Συμφέρον»  και «Δημόσιο», ως ακολούθως:

 

«Συμφέρον γενικά είναι η χρησιμότητα ή ωφέλεια που έχουν για ένα πρόσωπο, για διάφορους λόγους, είτε οι υπηρεσίες άλλων ανθρώπων είτε οι σχέσεις με αυτούς ή ορισμένα πράγματα είτε νομικές ρυθμίσεις ή πραγματικές καταστάσεις ή δραστηριότητες.»  Ο όρος «Δημόσιο» προσδιορίζει το υποκείμενο της ωφέλειας,  και το συμφέρον χαρακτηρίζεται ως δημόσιο «όταν υποκείμενο του είναι ο λαός, που έχει οργανωθεί με την έννομη τάξη σε κράτος.  Συνεπώς, το δημόσιο συμφέρον έχει κοινωνικό χαρακτήρα και συνδέεται με την έννομη τάξη.»

 

      

Όπως αναφέρεται στο Σύγγραμμα Συνταγματικά Δικαιώματα και Ελευθερίες, Γεώργιου Ν. Γεωργόπουλου σελ. 12,

 

«Το δημόσιο συμφέρον αποτελεί αόριστη νομική έννοια με ευμετάβλητο κανονιστικό περιεχόμενο, η οποία αντιδιαστέλλεται από το ιδιωτικό συμφέρον, έχοντας μία συλλογική ή οπωσδήποτε υπερατομική διάσταση.»

 

 

           Στο προοίμιο του υπό κρίση Νόμου τονίζεται η ανάγκη εξασφάλισης της ακεραιότητας της χρηματοοικονομικής αγοράς και διατήρησης της εμπιστοσύνης του κοινού προς αυτή.  Οι πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και η χειραγώγηση της αγοράς εμποδίζουν τη δημιουργία συνθηκών πλήρους διαφάνειας στην αγορά.  Η ακεραιότητα της αγοράς απαιτεί την τήρηση υψηλών προτύπων αμεροληψίας, εντιμότητας και διαφάνειας κατά την παρουσίαση πληροφοριών που συστήνουν ή αποδεικνύουν μία επενδυτική στρατηγική.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, το επίδικο άρθρο  στοχεύει στην έγκυρη πληροφόρηση και προστασία των επενδυτών.  Παραπλανητικές δηλώσεις και πληροφορίες, είναι επιζήμιες για τους επενδυτές αφού αυτοί βασίζουν τις επενδυτικές τους αποφάσεις σ’ αυτές. Παραπλανητικές δηλώσεις σε σχέση με την χρηματοοικονομική κατάσταση μιας τράπεζας, βλάπτουν την ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών και την εμπιστοσύνη του κοινού στις κινητές αξίες.

 

  Η ορθή ερμηνεία της φράσης «δήλωση παραπλανητική» δεν αφορά μόνο ένα συγκεκριμένο πολίτη ή μερίδα πολιτών αλλά σχετίζεται με την προστασία της οικονομίας, την ευημερία του κοινού και την ανάπτυξη γενικότερα. 

 

  Η επίμαχη δήλωση προήλθε από τον Διευθύνοντα Σύμβουλο της Marfin Popular Bank, του δεύτερου, τότε, μεγαλύτερου τραπεζικού ιδρύματος της χώρας μας, η πορεία του οποίου, άρρηκτα συνδεδεμένη με την οικονομία της χώρας, επηρέασε κάθε πολίτη του κράτους.  Δεν μπορεί ταυτόχρονα να αγνοηθεί ότι, ενώ η τράπεζα στις 27.9.2011 αναγκάσθηκε λόγω προβλημάτων ρευστότητας να καταφύγει στο μηχανισμό παροχής έκτακτης ρευστότητας ((ELA) από την Kεντρική Tράπεζα και την αμέσως επόμενη ημέρα, στις 28.9.2011, ο Εφεσείων προέβηκε στην επίμαχη δήλωση. 

 

  Η χρηματοπιστωτική κρίση που επακολούθησε και οι καταστροφικές της συνέπειες, επιβεβαιώνουν ότι η συγκεκριμένη νομοθετική διάταξη σχετίζεται άμεσα με το δημόσιο συμφέρον και αδιαμφισβήτητα αφορά γενικής δημόσιας σημασίας ζήτημα.

 

  Στην απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας αρ. 1620/2011, ημερ. 11.5.2011, στην οποία είχε τεθεί ζήτημα κατά πόσο η διαφοροποίηση του τόκου, νόμιμου και υπερημερίας, θα μπορούσε να δικαιολογηθεί από αποχρώντα λόγο δημοσίου ή γενικού συμφέροντος, αποφασίστηκε πως, «Τέτοιο λόγο δεν αποτελεί το απλό ταμειακό συμφέρον του Δημοσίου, αποτελεί όμως, η διασφάλιση της δημοσιονομικής ισορροπίας του κράτους».  Το ακόλουθο απόσπασμα είναι σχετικό:

 

 

«Η μείωση, συνεπώς, του δημοσίου χρέους δεν συνιστά έναν απλώς δημοσιονομικό στόχο, αλλά αποτελεί εθνικό διακύβευμα.  Και τούτο διότι η δημοσιονομική κρίση έχει, εξαιτίας της πρωτοφανούς διάστασης της, χαρακτήρα εθνικής κρίσης.  Επομένως, η διαφοροποίηση, μεταξύ του επιτοκίου που αφορά τις οφειλές του Δημοσίου και του υψηλότερου επιτοκίου που εφαρμόζεται στις οφειλές των ιδιωτών, συνεπαγόμενη τον περιορισμό του κρατικού χρέους, είναι, τουλάχιστον από το 2004, αφότου επισήμως το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο είχε διαπιστώσει την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος που συνιστούσε απειλή για τη δημοσιονομική ισορροπία της χώρας, πλήρως δικαιολογημένη.  Και τούτο διότι συμβάλλει στην επίτευξη ενός μείζονος εθνικού συμφέροντος σκοπού, εκείνου της διασφάλισης της δημοσιονομικής ισορροπίας αρχικά, ήδη δε της αποτροπής της οικονομικής κατάρρευσης της Χώρας».

 

       

Κατά συνέπεια προς τα ανωτέρω,  κρίνουμε πως στην προκειμένη περίπτωση,  η απαγόρευση σε διοικητικούς συμβούλους ή σε ανώτατους αξιωματούχους τραπεζών να προβαίνουν σε παραπλανητικές δηλώσεις που σχετίζονται με την χρηματοοικονομική κατάσταση τους, ως άμεσα συνδεδεμένη με την προστασία των επενδυτών και που συμβάλλει στην διασφάλιση της δημοσιονομικής ισορροπίας της χώρας,  έχει ως πρωταρχικό σκοπό την αποτροπή της οικονομικής κατάρρευσης της χώρας μας.  Συνεπώς, κρίνουμε πως παραπλανητικές δηλώσεις που προέρχονται από πρόσωπα με θέση ως αυτή του Εφεσείοντα, συνιστούν άνευ ετέρου,  ζήτημα γενικής δημόσιας σημασίας που εξυπηρετεί  συγχρόνως και το δημόσιο συμφέρον. 

 

  Για όλα τα πιο πάνω, καταλήγουμε ότι πληρείται και αυτή η προϋπόθεση του Άρθρου 9(2)(γ) του Ν. 33/1964 (ανωτέρω) και κατ’ ακολουθία τούτου, θα παραχωρούσαμε την ζητηθείσα άδεια.

 

 

                                                ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.

 

 

                                                  Τ. ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.

 

 

 

 

 

 

/Α.Λ.Ο.



[1] «[…] (γ) Αποφασίζει σε τρίτο και τελευταίο βαθμό βάσει αίτησης, η οποία υποβάλλεται από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή οιονδήποτε των διαδίκων, κατόπιν αδείας παραχωρουμένης υπό του ιδίου και κατόπιν προηγηθείσας διαδικασίας αναθεωρητικής εφέσεως επί νομικών θεμάτων προκυπτόντων την απόφαση του Εφετείου, τα οποία συναρτώνται με τη διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας ή με την ανάγκη ορθής ερμηνείας, είτε πρωτογενούς είτε δευτερογενούς ουσιαστικής νομοθετικής διατάξεως, ή με μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας ή με ζήτημα συνοχής του δικαίου επί συγκρουομένων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου κατά την υπ’ αυτού ενασκουμένη αναθεωρητική δικαιοδοσία:

Νοείται ότι, η συμφώνως των πιο πάνω, υποβαλλομένη αίτηση δέον να προσδιορίζει σαφώς τα προκύπτοντα από την απόφαση του Εφετείου νομικά θέματα, ως και τους πλήρεις λόγους και τα αναγκαία στοιχεία τα υποστηρίζοντα αυτήν, προκειμένου το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο να αποφανθεί κατά πόσο θα παραχωρήσει ή όχι την απαιτούμενη άδεια:

Νοείται περαιτέρω ότι, σε τέτοια περίπτωση, η απόφαση του Εφετείου αντικαθίσταται από την απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου».

[2] «[…] (β) Απαγορεύεται στους διοικητικούς συμβούλους του εκδότη ή σε ανώτατους αξιωματούχους του, κατά την παροχή πληροφορίας σχετικά με την χρηματοοικονομική κατάσταση του εκδότη και τις προοπτικές του, να προβαίνουν σε δήλωση, υπόσχεση ή πρόβλεψη παραπλανητική, ψευδή ή απατηλή ή να αποκρύπτουν οτιδήποτε ουσιώδες».

[3] Η Έκθεση βρίσκεται δημοσιευμένη στην Επίσημη Ιστοσελίδα της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου: https://www.centralbank.cy/en/independent-commission-on-the-future-of-the-cyprus-banking-sector

[4] Στην BVerfGE 108, 282, 338 et seq, παρ.135 (Kopftuch/2003), το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας (Bundesverfassungsgericht, BVerfG) διά μειοψηφούσας απόφασης τριών εκ των οκτώ μελών του Δεύτερου Τμήματος (Senate) - η οποία όμως απηχεί εμπεδωμένες επί τούτω αρχές με παραπομπή και σε ομόφωνες ή κατά πλειοψηφία αποφάσεις του ίδιου Δικαστηρίου - τόνισε τα εξής σχετικά, τηρουμένων των αναλογιών (βλ. επίσης, Christian Bumke and Andreas Voβkuhle, German Constitutional Law: Introduction, Cases, and Principles, Oxford University Press 2019, παρ. 2475-2476):

 

« [4] ... a) The Federal Constitutional Court derived the prohibition of surprise decision from the requirement of a fair hearing under Article 103.1 of the Basic Law. The parties to the proceedings may be surprised neither by a judicial decision in itself (BVerfGE 34, 1 (7-8)) nor by its factual (BVerfGE 84, 188 (190- 191)) or legal (BVerfGE 86, 133 (144-145)) content. A judicial decision may be based only on facts and results of evidence to which the parties were able to respond. Merely informing the parties to the proceedings is not enough; they must also have a concrete opportunity to express a reaction to the facts (BVerfGE 59, 330 (333)). A statement relating to the circumstances and facts is regarded as satisfying the requirements of a fair hearing in the meaning of Article 103.1 of the Basic Law, and the possible to make a statement on the legal situation is deemed equivalent to this (BVerfGE 60, 175 (210); 64, 125 (134); 86, 133 (144); 98, 218 (263)). The parties must be given the possibility of asserting their point of view by way of arguments on fact and law in the proceedings. In special cases, it may here be necessary to draw the attention of the parties to a legal opinion on which the court intends to base the decision. Granting a fair hearing in a way that satisfies the constitutional right requires that the party, using the care to be expected of him or her, is capable of recognising the aspects on which the decision may depend. If the court relies on a legal point of view without prior reference, and even a conscientious and informed party to the proceedings, even taking into account the variety of legal opinions that might be held, could not expect the court to rely on this legal point of view, the result may be the equivalent of prevention of submissions on the legal situation. This applies in particular if the court's interpretation of the law has to date not been argued either in case law or in literature, albeit in principle there is no right to a judicial dialogue or a reference to the court's legal viewpoint (BVerfGE 86, 133 (144-145); 96, 189 (204); 98, 218 (263) ».

 

Σε ελεύθερη μετάφραση:

 

« [4] ... a) Το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο εξήγαγε την απαγόρευση της απροσδόκητης απόφασης από την απαίτηση για δίκαιη δίκη σύμφωνα με το Άρθρο 103.1 του Βασικού Νόμου. Οι διάδικοι στη διαδικασία δεν πρέπει να τίθενται προ εκπλήξεως ως εκ της δικαστικής απόφασης αυτής καθ’ αυτής (BVerfGE 34, 1 (7-8) ή από το περιεχόμενο της, είτε αυτό αφορά στο πραγματικό (BVerfGE 84, 188 (190-191) είτε στο νομικό (BVerfGE 86, 133 (144-145) υπόβαθρο της απόφασης. Μια δικαστική απόφαση μπορεί να βασίζεται μόνο σε γεγονότα και στα αποδεικτικά επί των οποίων οι διάδικοι ήταν σε θέση να τοποθετηθούν. Η απλή ενημέρωση των μερών δεν είναι αρκετή. Οι διάδικοι πρέπει επίσης να έχουν τη δεδομένη και αναντίρρητη δυνατότητα να εκφράσουν την αντίδραση τους στα πραγματικά γεγονότα (BVerfGE 59, 330 (333). Δήλωση η οποία αφορά στις περιστάσεις και στα γεγονότα, θεωρείται ότι πληροί τις απαιτήσεις της δίκαιης δίκης εντός της έννοιας του Άρθρου 103.1 του Βασικού Νόμου, και η δυνατότητα να γίνει δήλωση σχετικά με τη νομική κατάσταση θεωρείται ισοδύναμη με αυτή (BVerfGE 60, 175 (210); 64, 125 (134); 86, 133 (144); 98, 218 (263). Πρέπει να δίδεται η ευκαιρία στα μέρη να υποστηρίζουν την άποψη τους μέσω επιχειρημάτων για τα γεγονότα και τον νόμο κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Σε ειδικές περιπτώσεις, ενδέχεται να είναι αναγκαίο να επιστηθεί η προσοχή των μερών σε μια νομική γνώμη ή ερμηνεία στην οποία το δικαστήριο προτίθεται να βασιστεί για να εκδώσει την απόφαση του. Η παροχή δίκαιης ακρόασης κατά τρόπο που να ικανοποιεί το συνταγματικό αυτό δικαίωμα απαιτεί όπως ο διάδικος, με την αναμενόμενη και προσήκουσα προσοχή, αναγνωρίσει τις πτυχές επί των οποίων ενδέχεται να βασιστεί η δικαστική απόφαση. Εάν το δικαστήριο βασιστεί σε μια νομική άποψη χωρίς προηγούμενη αναφορά, οπόταν ακόμη και μια συνειδητή και ενημερωμένη πλευρά στη διαδικασία, λαμβάνοντας υπόψη την ποικιλία νομικών απόψεων που ενδέχεται να υπάρχουν, δεν θα μπορούσε να προβλέψει πως το δικαστήριο θα βασιστεί σε αυτή, το αποτέλεσμα μπορεί να είναι ισοδύναμο με τον αποκλεισμό της δυνατότητας προβολής ανάλογης επιχειρηματολογίας σχετικά με την επίδικη νομική κατάσταση. Αυτό, ισχύει συγκεκριμένα αν η ερμηνεία του νόμου από το δικαστήριο δεν έχει ακόμη συζητηθεί είτε στη νομολογία είτε στη βιβλιογραφία, αν και δεν υπάρχει ως ζήτημα αρχής δικαίωμα σε δικαστικό διάλογο ή αναφορά στη νομική άποψη του δικαστηρίου».


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο