ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Άρθρο 23(3)(β)(i) του Ν.33/64 – Μεταβατικές Διατάξεις)

 

ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ Δ/ΡΙΟΥ ΑΡ. 40/2018

 

11 Ιανουαρίου, 2024

 

[Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, μέσω

ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

Εφεσείοντες/Καθ΄ων η Αίτηση,

         και

ΛΑΤΟΜΕΙΑ ΦΑΡΜΑΚΑΣ

ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ

Εφεσίβλητη /Αιτήτρια

------------

Ε.Παπαγεωργίου, (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας με Θ.Χ΄Λούκα, δικηγόρο της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα, για τους Εφεσείοντες

 

Α.Μυτίδου, με Ε.Αγαπίου – ασκούμενο δικηγόρο – για Χ΄Αναστασίου, Ιωαννίδης ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη

                               

--------------------

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τη Δικαστή Τ. Ψαρά – Μιλτιάδου.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:        Η Εφεσίβλητη ως Αιτήτρια πέτυχε την ακύρωση της δημοσιευθείσας στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 19.10.2012, Γνωστοποίησης των Εφεσειόντων, δυνάμει του ΄Αρθρου 18(Α)(12) του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, Ν. 90/1972, («ο Νόμος») για έγκριση των Σχεδίων Λατομικών Ζωνών και Σχεδίων Πολεοδομικών Ζωνών, στην έκταση που τα τελευταία σχετίζονται με Λατομικές Αναπτύξεις και Λατομικές Ζώνες, με αναδρομική ισχύ από την 22.1.2010.

 

Είναι αναγκαία η παράθεση του ιστορικού της υπόθεσης:  Στις 20.4.2007 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας Γνωστοποίηση συμφώνως του άρθρου 34Α(6) του Νόμου,  με την οποία ο Υπουργός Εσωτερικών προέβη στην αναθεώρηση της Δήλωσης Πολιτικής, με τροποποίηση των σχεδίων Λατομικών Ζωνών και των σχεδίων Πολεοδομικών Ζωνών, στην έκταση μόνο που αυτά σχετίζονται με Λατομικές Αναπτύξεις και Λατομικές Ζώνες για περιοχές της Επαρχίας Λευκωσίας, Λεμεσού και Λάρνακας, καθώς επίσης και την τροποποίηση της ονομασίας – κωδικού των Πολεοδομικών Ζωνών που σχετίζονται με Λατομικές Ζώνες για τις διοικητικές περιοχές της επαρχίας Λευκωσίας και Λεμεσού.

 

Η Εφεσίβλητη υπέβαλε στις 19.12.2007 αιτιολογημένη ένσταση στον Υπουργό Εσωτερικών αναφορικά με την αναθεώρηση της Δήλωσης Πολιτικής. Η ένσταση εξετάστηκε από την Επιτροπή Μελέτης των Ενστάσεων, και απορρίφθηκε στις 31.7.2009. Ο Υπουργός Εσωτερικών υιοθέτησε προς τούτο τις εισηγήσεις της Επιτροπής Μελέτης των Ενστάσεων για την απόρριψη της ένστασης και υπέβαλε προς το Υπουργικό Συμβούλιο την Πρόταση με αριθμό 1147/2009 ημερομηνίας 16.10.2009.

 

Το Υπουργικό Συμβούλιο, με την Απόφαση υπ’ αριθμό 69.500, ημερομηνίας 27.10.2009 αποφάσισε την έγκριση των σχεδίων Λατομικών Ζωνών και Πολεοδομικών Ζωνών (σε ό,τι αφορά λατομικές αναπτύξεις), ως μέρος της Δήλωσης Πολιτικής. Ως εκ τούτου, δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερομηνίας 22.1.2010 η σχετική Γνωστοποίηση.

 

 Στη βάση νομικού ζητήματος που προέκυψε στα πλαίσια της προσφυγής με αρ. 440/2010 που καταχωρήθηκε εκ μέρους της Εφεσίβλητης, το Υπουργείο Εσωτερικών υπέβαλε στο Υπουργικό Συμβούλιο την Πρόταση με αριθμό 1001/12, με την οποία ο Υπουργός Εσωτερικών κάλεσε το Υπουργικό Συμβούλιο να ανακαλέσει την απόφαση του υπ’ αριθμό 69.500 και αφού επανεξετάσει, να αποφασίσει αναφορικά με την Πρόταση με αριθμό 1147/2009, σύμφωνα με τις εισηγήσεις και συστάσεις που αναφέρονται σε αυτήν.

 

 Το Υπουργικό Συμβούλιο, κατά τη συνεδρία του ημερομηνίας 23.8.2012 και αριθμό Απόφασης 73.990, αποφάσισε να ανακαλέσει την Απόφαση του υπ’ αριθμό 69.500 και αφού επανεξέτασε τα όσα τέθηκαν ενώπιον του στα πλαίσια της Πρότασης με αρ. 1147/2009, αποφάσισε να εγκρίνει εκ νέου τα Σχέδια Λατομικών Ζωνών και τα Σχέδια των Λατομικών Ζωνών (στην έκταση που αυτά σχετίζονται με Λατομικές Αναπτύξεις και Λατομικές Ζώνες) αναδρομικά από 22.1.2010. Δημοσιεύθηκε προς τούτο στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 19.10.2012, σχετική Γνωστοποίηση, δηλαδή η επίδικη πράξη.

 

Απασχόλησε πρωτοδίκως η κακή σύνθεση του Υπουργικού Συμβουλίου, δηλαδή του αποφασίζοντος οργάνου κατά τη συνεδρίαση του ημερ. 23.8.2012.

 

Κατά την επίδικη συνεδρίαση σύμφωνα με το τηρηθέν πρακτικό, παρουσιάζονται ως παρόντες ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και οι Υπουργοί, πλην του Υπουργού Υγείας, ο οποίος απουσίαζε στο εξωτερικό.  Επίσης παρουσιάζονται ως παρόντες με τον χαρακτηρισμό «παρακαθήμενοι» ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος κ.Στεφάνου και ο Υφυπουργός παρά τω Προέδρω κ.Χριστοφίδης, παρόντες ήσαν επίσης ο γραμματέας κ.Γεωργίου και η στενογράφος κα Παναγή. 

 

Στο ίδιο πρακτικό διαβάζεται και η εξής σημείωση:

«Σημ.: Ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος και ο Υφυπουργός παρά τω Προέδρω αποχώρησαν οριστικά από τη Συνεδρία του Υπουργικού Συμβουλίου πριν τη συζήτηση του Σημειώματος με αρ. 170/2012».

 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, καθοδηγούμενο από το ΄Αρθρο 21 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν.158(Ι)/1999 αποφάσισε ότι ο κυβερνητικός εκπρόσωπος και ο υφυπουργός παρά τω Προέδρω δεν συνιστούν υπηρεσιακούς παράγοντες αλλά ούτε και πρόσωπα, η παρουσία των οποίων σκοπό είχε την παροχή κατατοπιστικών πληροφοριών ή την προσαγωγή στοιχείων.

 

Αναφέρει τα εξής το πρωτόδικο Δικαστήριο:

«Αν ήταν τέτοια πρόσωπα και/ή τέτοιοι υπηρεσιακοί παράγοντες, τότε, το γεγονός της αποχώρησής τους πριν τη συζήτηση προς λήψη απόφασης, ενδεχομένως να διέσωζε τη νομιμότητα της λειτουργίας του οργάνου[1].

 

Συνεπώς, η παρούσα δεν είναι η περίπτωση που η αποχώρηση των μη μελών (αλλά υπηρεσιακών προσώπων ή προσώπων που η παρουσία τους σκοπό έχει την προσαγωγή στοιχείων) του διοικητικού οργάνου, πριν τη συζήτηση του θέματος, διασώζει τη νομιμότητα της λειτουργίας του.

 

Τόσο η παρουσία του Κυβερνητικού Εκπροσώπου, όσο και η παρουσία του Υφυπουργού παρά τω Προέδρω, ως μη μελών του Υπουργικού Συμβουλίου, καθιστά από μόνη της παράνομη τη λειτουργία του Υπουργικού Συμβουλίου, έστω και εάν πριν τη συζήτηση αυτοί αποχώρησαν. Τα πρακτικά της συνεδρίας του Υπουργικού Συμβουλίου, ουδόλως καταγράφουν τους λόγους της παρουσίας των δύο πιο πάνω αναφερόμενων προσώπων».

 

Είναι σημαντικό να τονισθεί – εξάλλου αναφέρεται και στην πρωτόδικη απόφαση - πως στο πρακτικό της συνεδρίας του Υπουργικού Συμβουλίου καταγράφεται ότι ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος και ο Υφυπουργός παρά τω Προέδρω αποχώρησαν πριν τη συζήτηση του επίδικου θέματος. 

 

Παρά ταύτα, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε την προηγούμενη  παρουσία τους ως παραβίαση του ΄Αρθρου 21 ανωτέρω και ακύρωσε την προσβαλλόμενη πράξη. 

 

Είναι χρήσιμο να τεθεί το περιεχόμενο του ΄Αρθρο 21 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν.158(Ι)/1999:

«21.—(1) Το συλλογικό διοικητικό όργανο πρέπει να συνεδριάζει µε νόµιµη σύνθεση. ∆εν είναι νόµιµα συντεθειµένο, αν στη συνεδρίασή του παρίσταται πρόσωπο που δεν είναι εξουσιοδοτηµένο από το νόµο, έστω και αν δεν έλαβε µέρος στην ψηφοφορία, εκτός αν πρόκειται για υπάλληλο που είναι αρµόδιος για την τήρηση των πρακτικών.

(2) ∆ε συνιστά κακή σύνθεση του οργάνου η παρουσία στη συνεδρία του συλλογικού διοικητικού οργάνου αρµόδιων υπηρεσιακών ή άλλων προσώπων µε σκοπό την παροχή κατατοπιστικών πληροφοριών ή την προσαγωγή στοιχείων, εφόσον αυτά αποχωρήσουν πριν από τη διαβούλευση για λήψη της απόφασης.

(3) Για να συνεδριάσει νόµιµα ένα συλλογικό όργανο πρέπει να κληθούν νοµότυπα και εµπρόθεσµα όλα τα µέλη του στη συνεδρία, εξαιρουµένων των περιπτώσεων που το συλλογικό όργανο συνεδριάζει σε τακτές ηµέρες και ώρες: 3(α) του 28(Ι) του 2020. Νοείται ότι, η ειδοποίηση των µελών µε ηλεκτρονικό ταχυδροµείο ή µε άλλο ηλεκτρονικό µέσο στην ηλεκτρονική διεύθυνση που τα µέλη έχουν δηλώσει, θεωρείται ως νοµότυπη κλήση.

(4) Αν µεταξύ του χρόνου που εκδόθηκε ακυρωθείσα πράξη και του χρόνου της επανεξέτασης δεν επήλθε οποιαδήποτε αλλαγή στη σύνθεση του συλλογικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη, στην επανεξέταση και στη λήψη νέας απόφασης καλούνται τα µέλη του που µετείχαν στη συνεδρία κατά την οποία λήφθηκε η πράξη που ακυρώθηκε.

(5) Αν µεταξύ του χρόνου που εκδόθηκε ακυρωθείσα πράξη και του χρόνου της επανεξέτασης επήλθε οποιαδήποτε αλλαγή στη σύνθεση του συλλογικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη, στην επανεξέταση και στη λήψη νέας απόφασης καλούνται να συµµετάσχουν όλα τα µέλη του συλλογικού οργάνου.

(6) Με απόφαση του Προέδρου συλλογικού οργάνου, τα µέλη αυτού δύνανται, σε περίπτωση απουσίας τους στο εξωτερικό ή σε περίπτωση που η φυσική παρουσία τους είναι δυσχερής ή στην περίπτωση που υφίσταται οποιοδήποτε άλλο κώλυµα που παρεµποδίζει την προσέλευση ενός ή περισσοτέρων ή όλων των µελών του συλλογικού οργάνου, να συµµετέχουν σε συνεδρία αυτού µέσω τηλεδιασκέψεως:»

 

Το Υπουργικό Συμβούλιο είναι το ύπατο συλλογικό όργανο. (Βλ. Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο, Α. Ι. Τάχου, 9η έκδ. σελ.502 και 503).  Η ύπαρξη του δε, καθορίζεται από το ίδιο το Σύνταγμα, το οποίο κυρίως στο ΄Αρθρο 54 καθορίζει τις εξουσίες του οι οποίες είναι πολυσχιδείς και ποικίλες. 

 

Όπως δε είναι φυσικό, το Υπουργικό Συμβούλιο στις συνεδρίες του συνήθως δεν ασχολείται μόνο με ένα θέμα, με συνέπεια στα πρακτικά, να είναι σχετικά μόνο τα αποσπάσματα ή το απόσπασμα που αφορά η εκάστοτε εξεταζόμενη πράξη.  (Βλ. S. Al Salech κ.ά. ν Δημοκρατίας μέσω του Υπουργικού Συμβουλίου κ.ά. ΑΕ100/14, 10.12.2020, ECLI:CY:AD:2020:C422).

 

Ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος και ο Υφυπουργός παρά τω Προέδρω δεν είναι μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου, συνεπώς δεν δύνανται να παρίστανται στις συνεδριάσεις του, ιδίω δικαιώματι.  ΄Εχουν όμως δικαίωμα να παρίστανται ως πρόσωπα που δύναται να δίνουν διευκρινίσεις αφού τόσο ο ρόλος όσο και η αρμοδιότητα τους εγγενώς είναι συνυφασμένη με το έργο του Προέδρου της Δημοκρατίας και του Υπουργικού Συμβουλίου, στο οποίο προϊσταται ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας.  (Βλ. Σύνταγμα Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ν.Λοϊζου, σελ.221 κ.επ.).

 

Στο υπό κρίση θέμα, το οποίο ήταν προφανώς ένα από τα πολλά θέματα της επίδικης συνεδρίασης, σαφώς και με καταγραφή στα πρακτικά, τα δύο αυτά πρόσωπα αποχώρησαν πριν τη συζήτηση του επίδικου θέματος, όπως έγινε δεκτό και πρωτοδίκως.  Δεν εντοπίζουμε καμία παρανομία στην ενέργεια και διαφωνούμε με την αντίκριση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Η ευπαίδευτη πρωτόδικη δικαστής περαιτέρω θεώρησε ότι έπρεπε να καταγράφεται για ποία θέματα και ποίους λόγους ήσαν παρόντα τα πρόσωπα αυτά έστω και αν αποχώρησαν κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης.

 

Δεν υπάρχει τέτοια πρόνοια στο Νόμο και επαναλαμβάνουμε πως πρόκειται για πολυθεματική συνεδρίαση, στην οποία το επίδικο θέμα ήταν απλώς ένα από τα εγειρόμενα κατά τη συζήτηση του οποίου, εν πάση περιπτώσει, όπως ήδη ελέχθη, τα πρόσωπα αυτά αποχώρησαν.

 

Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει η έφεση επιτυγχάνει.  Η πρωτόδικη απόφαση ομού με τη διαταγή για έξοδα παραμερίζονται.   Συνεπώς, η ισχύς της επίδικης πράξης επανέρχεται.

 

΄Εχουμε προβληματιστεί για το δέον γενέσθαι μετά τη διατύπωση της ως άνω κρίσης μας. ΄Εχουμε διαπιστώσει ότι στην προσφυγή είχαν εγερθεί και άλλοι λόγοι ακύρωσης οι οποίοι δεν εξετάστηκαν.   (Βλ. Πανεπιστήμιο Κύπρου ν. Ιωσηφίδου, ΕΔΔ139/19, 20.1.2022).

 

Ως εκ τούτου, η υπόθεση παραπέμπεται στην ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστή να εξετάσει τους λοιπούς λόγους ακύρωσης, εάν βεβαίως η Εφεσίβλητη επιθυμεί να προωθήσει περαιτέρω την προσφυγή της.

 

Τα έξοδα έφεσης και της μέχρι τώρα πρωτόδικης διαδικασίας, συνολικά υπολογιζόμενα στο ποσό των €2,500, επιδικάζονται υπέρ των Εφεσειόντων.

 

                                                                   Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

 

                                                                   Στ.Χατζηγιάννη, Δ.

 

                                                                   Η.Γεωργίου, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο