ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Άρθρο 23(3)(β)(i) του Ν. 33/64 – Μεταβατικές Διατάξεις)

 

 

(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 41/2018)

 

10 Ιανουαρίου, 2024

 

 

[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΣ ΚΟΛΟΚΑΣΙΔΟΥ,

Εφεσείουσας,

 

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσίβλητων.

_________________

 

Α. Κωνσταντίνου, για την Εφεσείουσα.

 

Κ. Παπαδοπούλου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

 

Δ. Νικολετόπουλος, για Ευστάθιος Κ. Ευσταθίου Δ.Ε.Π.Ε., για το Eνδιαφερόμενο Μέρος

_________________

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δοθεί από τον Σάντη, Δ.

_________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

          ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Η Εφεσείουσα/Αιτήτρια («η Εφεσείουσα») αιτήθηκε με την Προσφυγή 1451/14 («η Προσφυγή»), ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης των Εφεσίβλητων/Καθ’ ων η αίτηση («οι Εφεσίβλητοι») που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερομηνίας 21.11.14, με την οποία η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας («ΕΔΥ») διόρισε το Ενδιαφερόμενο Μέρος Ανδρέα Γρηγορίου («το Ενδιαφερόμενο Μέρος») αναδρομικά από 1.2.08 στη θέση Διευθυντή Τμήματος Ταχυδρομικών Υπηρεσιών.

          Η ΕΔΥ με απόφασή της ημερομηνίας 20.12.07 διόρισε το Ενδιαφερόμενο Μέρος στην επίδικη θέση, με την Εφεσείουσα να ασκεί συναφώς την Προσφυγή 522/08 η οποία, με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου την 4.10.10, οδήγησε σε ακύρωση τον διορισμό επειδή δεν τεκμηριωνόταν η κατοχή από το Ενδιαφερόμενο Μέρος τής πενταετούς τουλάχιστο πείρας σε διευθυντικά/ εποπτικά καθήκοντα τα οποία να περιλαμβάνουν προγραμματισμό, οργάνωση, καθοδήγηση, συντονισμό και έλεγχο εργασιών κατά τις απαιτήσεις της παραγράφου 3(2) του Σχεδίου Υπηρεσίας.

Ακολούθησε επανεξέταση της πράξης η οποία κατέληξε την 18.10.10 σε εκ νέου διορισμό του Ενδιαφερόμενου Μέρους αναδρομικά από 1.2.08. Ως εκ τούτου, η Εφεσείουσα άσκησε την Προσφυγή 1585/10 («η Προσφυγή 1585/10»). Το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφασή ημερομηνίας 25.10.12 ακύρωσε ξανά την προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας ως προς τα στοιχεία που συνεκτιμήθηκαν για τη διαμόρφωση της επιλογής του Ενδιαφερομένου Μέρους.

Ακολούθησε δεύτερη επανεξέταση της πράξης η οποία έφερε τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης με την Προσφυγή.

Πρωτοδίκως, η Εφεσείουσα ήγειρε και θέμα δεδικασμένου στη βάση ότι οι Εφεσίβλητοι απέδωσαν υπέρμετρη βαρύτητα στο πρόσθετο μη απαιτούμενο προσόν του Ενδιαφερομένου Μέρους, πλάνη ως προς την πείρα της Εφεσείουσας, παραγνώριση της ευμενούς για την Εφεσείουσα σύσταση του Γενικού Διευθυντή («η Σύσταση») χωρίς ειδική αιτιολογία, και πλάνη ως προς την προφορική εξέταση και την αρχαιότητα.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε πως κατά τα προκύπτοντα από το πρακτικό της συνεδρίας των Εφεσίβλητων την 24.10.14, τούτοι αποφάσισαν κατά την επανεξέταση ότι η αρχική αξιολόγηση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση - όπου η Εφεσείουσα χαρακτηρίστηκε ως «Σχεδόν Εξαίρετη» ενώ το Ενδιαφερόμενο Μέρος ως «Εξαίρετος» - συνιστούν στοιχεία τα οποία παραμένουν έγκυρα.

Όσον αφορά στα προσόντα, το Πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε πως το Ενδιαφερόμενο Μέρος κατείχε πρόσθετο μη απαιτούμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόν, το οποίο οι Εφεσίβλητοι έκριναν ως συναφές προς τα καθήκοντα της θέσης, ενώ «... η σύσταση του διευθυντή υπέρ της αιτήτριας δεν υιοθετήθηκε επειδή αγνοεί το πρόσθετο προσόν του ενδιαφερόμενου μέρους».

Για τις διαπιστώσεις αυτές, το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε σε μέρος του δικαστικού σκεπτικού στην Προσφυγή 1585/10, ως εξής:

«Από την υπηρεσιακή τους εικόνα, προκύπτει ότι οι δύο υποψήφιοι δεν είχαν μεταξύ τους μεγάλες διαφορές, γι' αυτό και το έργο της ΕΔΥ δεν ήταν εύκολο. Σε δύο σημεία, βαθμολογημένη αξία και κατοχή του πλεονεκτήματος η Αιτήτρια και το ΕΜ ήταν ίσοι. Σε άλλα δύο σημεία, ήταν σχεδόν ισοδύναμοι αφού στην προφορική εξέταση το ΕΜ βαθμολογήθηκε με «Εξαίρετος», ενώ η Αιτήτρια με «Σχεδόν Εξαίρετη», ενώ το ΕΜ υπερείχε οριακά και σε προσόντα, αφού κατείχε επιπλέον ένα Master το οποίο κρίθηκε συναφές με τη θέση. Όμως η Αιτήτρια είχε υπέρ της τη σύσταση του Προϊσταμένου και υπερείχε σε αρχαιότητα, τόσο σε χρονική διάρκεια, όσο και σε μισθολογική κλίμακα και μάλιστα στη θέση Πρώτου Λειτουργού, η οποία είναι η αμέσως προηγούμενη από την επίδικη.

Η ΕΔΥ σημειώνει τις πιο πάνω διαφορές μεταξύ των μερών, όμως υποβιβάζει χωρίς έρευνα και χωρίς σχεδόν καθόλου αιτιολογία, την υπεροχή της Αιτήτριας σε αρχαιότητα. Είναι γεγονός ότι η αρχαιότητα σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία δεν είναι ουσιώδους σημασίας. Όμως εδώ η Αιτήτρια είχε αρχαιότητα κατά 5 χρόνια και η ΕΔΥ δεν μπορούσε να την προσπεράσει με μια μονολεκτική αναφορά με την οποία δεν προσδιορίζεται τι τελικά λήφθηκε υπόψη. Χωρίς δέουσα αιτιολογία είναι και ο παραγκωνισμός της σύστασης του Προϊσταμένου από την ΕΔΥ. Η σύσταση δεν απαιτείτο να ήταν αιτιολογημένη, επειδή η θέση ήταν θέση Προαγωγής και Πρώτου Διορισμού. Παρά ταύτα, η ΕΔΥ όφειλε όχι μόνο να συνυπολογίσει το στοιχείο αυτό, αλλά και να αιτιολογήσει δεόντως γιατί τελικά «δεν μπόρεσε να υιοθετήσει τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή». Η ΕΔΥ φαίνεται λόγω έλλειψης έρευνας, να πλανήθηκε ως προς τα στοιχεία κρίσης, με αποτέλεσμα η αιτιολογία της να μην είναι η δέουσα. Η θέση ήταν όντως ψηλά στην ιεραρχία. Η Αιτήτρια και το ΕΜ ήταν σε ορισμένα σημεία ίσοι, σε άλλα υπήρχε ελαφρά υπεροχή του ΕΜ, ενώ σε δύο σημεία φαίνεται από τους φακέλους να υπήρχε υπεροχή της Αιτήτριας. Όμως η υπεροχή της Αιτήτριας σε αρχαιότητα, λόγω των ιδιαιτεροτήτων της υπόθεσης, χρειαζόταν όχι μόνο αξιολόγηση της σημασίας που θα έπρεπε να της δοθεί, αλλά και λεπτή στάθμιση και συνυπολογισμό με τα υπόλοιπα στοιχεία στα οποία υπήρχαν διαφορές, είτε οριακές, είτε άλλως πως. Με τον ίδιο τρόπο έπρεπε να σταθμιστεί και η υπέρ της Αιτήτριας σύσταση του Προϊσταμένου».

 

Συνεπεία τούτων, ως έκρινε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, οι Εφεσίβλητοι όφειλαν κατά την επανεξέταση να παράσχουν αιτιολογία που να εξηγεί γιατί η υπεροχή της Εφεσείουσας σε αρχαιότητα δεν αρκούσε για να δικαιολογήσει την απόκλιση από τη Σύσταση.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η αιτιολογία των Εφεσίβλητων ως προς τη σημασία της αρχαιότητας « σε ψηλά ιεραρχικά θέσεις …» ήταν ορθή και επαρκής, με αυτούς να μην αποδίδουν υπέρμετρη βαρύτητα στο πρόσθετο προσόν του Ενδιαφερόμενου Μέρους αλλά στην καλύτερη απόδοση του στην προφορική συνέντευξη.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, τελεύοντας, είπε και τούτα προς επίρρωση της συλλογιστικής του:

«Είναι γεγονός και είναι ορθή η παρατήρηση της καθ' ης η αίτηση ότι όταν ο προϊστάμενος δίδει τη σύστασή του, δεν έχει υπόψη του την απόδοση των υποψηφίων σε προφορική συνέντευξη. Είναι επίσης γεγονός ότι μία σύσταση πρέπει να συνάδει με τα στοιχεία του φακέλου και δεν μπορεί να διαμορφώνει εκ των υστέρων νέα κατάσταση (Στυλιανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 626).

Το Δικαστήριο στην απόφασή του στην 1585/2010 ζήτησε από την καθ' ης η αίτηση να αιτιολογήσει κατά τρόπο επαρκή την απόφασή της να μην ακολουθήσει τη σύσταση του διευθυντή. Το Δικαστήριο στην απόφασή του αναγνωρίζει, επίσης, ότι η «ΕΔΥ είχε όντως ευρεία διακριτική ευχέρεια για το πώς θα αξιολογούσε και πώς θα στάθμιζε τις οριακές και άλλες διαφορές».

Με τα δεδομένα που έχω ενώπιόν μου, θεωρώ ότι η καθ' ης η αίτηση αιτιολόγησε επαρκώς την απόφασή της να μην υιοθετήσει τη σύσταση του διευθυντή. Ακριβώς επειδή πρόκειται για θέση ψηλά στην ιεραρχία όπου η προσωπικότητα του υποψηφίου αποτελεί σημαντικό στοιχείο (Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, Δημοκρατία ν. Ασσιώτης (2010) 3 Α.Α.Δ. 395) σε συνδυασμό με την περιορισμένης σημασίας υπεροχή σε αρχαιότητα, δεν θεωρώ ότι η καθ' ης η αίτηση έδρασε εκτός του πλαισίου της διακριτικής της ευχέρειας επιλέγοντας το ενδιαφερόμενο μέρος.

Όσον αφορά τον εναπομείναν ισχυρισμό της αιτήτριας ότι δε λήφθηκε υπόψη από την καθ' ης η αίτηση η πείρα της, δεν ευσταθεί εφόσον, σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας η «μακρά πείρα ή/και προσόντα σε ταχυδρομικά θέματα θα αποτελεί πλεονέκτημα». Όπως προκύπτει από το πρακτικό λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης, η κατοχή του πλεονεκτήματος αναγνωρίστηκε τόσο για την αιτήτρια όσο και για το ενδιαφερόμενο μέρος».

 

Η Εφεσείουσα αμφισβητεί την πρωτόδικη κρίση διά τριών λόγων έφεσης. Αυτοί, αφορούν, αδρομερώς, στην παραβίαση ή παρερμηνεία από το Πρωτόδικο Δικαστήριο τού δεδικασμένου που φερόμενα δημιούργησε η Προσφυγή 1585/10 (λόγος έφεσης 1), στην εσφαλμένη απόρριψη των θέσεων της Εφεσείουσας περί πλάνης των Εφεσίβλητων σε σχέση προς την πείρα της (λόγος έφεσης 2), αλλά και ως προς όσα άλλα υπέβαλε τούτη περί παραγνώρισης από τους Εφεσίβλητους τής Σύστασης και του γεγονότος ότι κακώς θεωρήθηκε η προφορική εξέταση ως νόμιμος λόγος ή ειδική αιτιολογία για παράκαμψη της Σύστασης (λόγος έφεσης 3).

Ως εκ του περιεχομένου του, θα επιληφθούμε πρώτα τον λόγο έφεσης 1.

Εν σχέσει προς τον λόγο έφεσης 1 παρατηρούμε ότι η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας («ΕΔΥ») φαίνεται να προσέδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στο πρόσθετο και μη απαιτούμενο προσόν του Ενδιαφερομένου Μέρους κατά πλάνη και παραβίαση του δεδικασμένου στην Προσφυγή 1585/10.

Πιο συγκεκριμένα, η ΕΔΥ έκρινε ότι το μεταπτυχιακό του Ενδιαφερόμενου Μέρους «θα πρέπει να αξιολογηθεί στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό» (βλ. σελίδα 12 του Παραρτήματος 4 στην Ένσταση επί της Προσφυγής). Ωστόσο, το Ανώτατο Δικαστήριο στην Προσφυγή 1585/10 δεν αναφέρθηκε σε βαρύτητα του υπό αναφορά μεταπτυχιακού «στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό» αλλά σε οριακή υπεροχή του Ενδιαφερόμενου Μέρους σε προσόντα κρίνοντας την Εφεσείουσα και το Ενδιαφερόμενο Μέρος ως ίσους στη βαθμολογημένη αξία και στην κατοχή του πλεονεκτήματος.

Επιπροσθέτως, θεωρήθηκε πως οι διάδικοι σε άλλα δύο σημεία, ήταν σχεδόν ισοδύναμοι διότι στην προφορική εξέταση το Ενδιαφερόμενο Μέρος βαθμολογήθηκε ως «Εξαίρετος», ενώ η Αιτήτρια ως «Σχεδόν Εξαίρετη», ενώ το Ενδιαφερόμενο Μέρος υπερείχε οριακά και σε προσόντα, μια και κατείχε επιπλέον ένα Master το οποίο κρίθηκε συναφές με τη θέση. Εντούτοις η Εφεσείουσα είχε υπέρ της τη Σύσταση και υπερείχε σε αρχαιότητα, τόσο σε χρονική διάρκεια, όσο και σε μισθολογική κλίμακα.

 Περιπλέον, το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η υπεροχή του Ενδιαφερόμενου Μέρους στην προφορική εξέταση και στα προσόντα ήταν ελαφρά, ενώ η υπεροχή της Εφεσείουσας στη Σύσταση και στην αρχαιότητα ήταν υπεροχή, δίχως αναφορά σε ελαφρά υπεροχή.

Προσθέτως, το Ανώτατο Δικαστήριο αναφέρθηκε στην ίδια απόφαση, ότι η υπεροχή του Ενδιαφερόμενου Μέρους σε προσόντα ήταν οριακή και ελαφρά και πως οι δύο διάδικοι ήσαν σχεδόν ισοδύναμοι ως προς τα προσόντα, με την ΕΔΥ όμως να δίδει βαρύτητα στο μεταπτυχιακό προσόν μεγαλύτερη της οριακής, ή βαρύτητα «στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό».

Στην προκειμένη περίπτωση, το ζήτημα αυτό δεν αντιμετωπίστηκε με την αναμενόμενη λεπτομέρεια και ανάλυση από το Πρωτόδικο Δικαστήριο.

Κρίνουμε ότι η βαρύτητα που δόθηκε στο μεταπτυχιακό προσόν του Ενδιαφερόμενου Μέρους προέκυψε από παραβίαση δεδικασμένου κατά τις αφορώσες, και πάγιες, νομολογιακές επί τούτω αρχές (Σωκράτους και Άλλου ν Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 49/17, ημ. 9.1.24, Δημοκρατίας ν Μαυράκη (1999) 3 Α.Α.Δ. 817, 821, Σιακά ν Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 468, 473, Θαλασσινού ν Δημοκρατίας (1995) 3 ΑΑΔ 317, 321).

          Ο λόγος έφεσης 1 επιτυγχάνει.

          Αναφορικώς προς τους λόγους έφεσης 2 και 3 (τους οποίους θα εξετάσουμε σωρευτικά) και έχοντας κατά νουν ότι δεν είναι έργο μας η πρωτογενής αξιολόγηση των στοιχείων του φακέλου και ο προσδιορισμός της σημασίας τους προκειμένου να αποφανθούμε αν η απόφαση της ΕΔΥ ήταν ορθή ή λογικά εφικτή κατά τρόπο που ανεπίτρεπτα να αντικαταστήσουμε τη Διοίκηση (Χατζηευτυχίου ν Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 48/16, ημ. 24.10.22) - η υπεροχή της Εφεσείουσας σε αρχαιότητα ήταν πενταετής και μάλιστα σε υψηλότερη κλίμακα, κάτι που αποδέχθηκε και η ΕΔΥ (Παράρτημα 4/Ένσταση/σελίδα 10), κάτι που αποδέχθηκαν και οι Εφεσίβλητοι στην πρωτόδικη γραπτή τους αγόρευση (στη σελίδα 8).

Μολαταύτα, η ΕΔΥ δεν προέβη σε οποιαδήποτε αναφορά για την πείρα της Εφεσείουσας αν και υπήρχε σχετική πληροφόρηση σε επιστολή ημερομηνίας 9.10.07 την οποία είχε αποστείλει ο Γενικός διευθυντής του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων προς την ΕΔΥ στην αρχική διαδικασία κατόπιν παράκλησης της ΕΔΥ (Επισυνημμένο 1 στη Γραπτή Αγόρευση).

Ευλόγως αναμενόταν κατά νομολογιακή αρχή - αλλά και υπό τις περιστάσεις - να ληφθεί υπόψη το σύνολο της πείρας της Εφεσείουσας και του Ενδιαφερόμενου Μέρους, δεδομένου ότι αμφότεροι διεκδικούσαν θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής (Μακκούλη και Άλλου ν Δημοκρατίας, Α.Ε. 104/11, ημ. 18.10.17, Χαραλάμπους ν Πουλλικά και Άλλων (2003) 3 Α.Α.Δ. 221, 226-227, Μιχαηλίδου ν Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 112, 118).

Παραγνωρίστηκε όμως και η Σύσταση ένεκα της κατ’ ισχυρισμόν υπεροχής του Ενδιαφερομένου Μέρους στην προφορική εξέταση, με την προφορική εξέταση να μην αποτελεί νόμιμο λόγο ή ειδική αιτιολογία για παραγνώριση σύστασης προϊσταμένου (Δημοκρατία ν Τζιακούρη-Σιακαλλή, Α.Ε. 18/16, ημ. 5.4.23, ECLI:CY:AD:2023:C166, Σωκράτους και Άλλων ν Αναστασιάδου, Α.Ε. 138/12, ημ. 14.6.13, Χριστοδούλου ν Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 164, 170-172, Σπανού ν Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 432, 440-441).

Παρενθέτουμε, εν είδει υπενθύμισης, ότι από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Προσφυγή 1585/10, παρήχθη δεδικασμένο, πως οι δύο διάδικοι ήταν σχεδόν ισοδύναμοι στην προφορική εξέταση (όπως και στα προσόντα).

Δεν υπάρχει κάτι άλλο που θα μπορούσε να προστεθεί.

Οι λόγοι έφεσης 2 και 3 ευσταθούν.

Η έφεση επιτυγχάνει.

Η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται, μαζί με τη διαταγή για τα έξοδα.

          Επιδικάζουμε έξοδα ύψους 4.000,00, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, υπέρ της Εφεσείουσας και εναντίον των Εφεσίβλητων, ως και έξοδα ύψους €1.400,00, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, για την πρωτόδικη διαδικασία.

 

 

 

Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

 

Μ. ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ.

 

 

 

/μκε

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο